Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ
ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή:
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄
ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΣΤΗΝ ΟΔΗΓΙΑ 2002/47/ΕΚ (Ι 168/19.2.02) ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ 6ης ΙΟΥΝΙΟΥ 2002, ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΙΣ ΣΥΜΦΩΝΙΕΣ ΠΑΡΟΧΗΣ ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ
ΑΡΘΡΟ 1 - Αντικείμενο και πεδίο εφαρμογής
1. Ο νόμος αυτός θεσπίζει το καθεστώς που εφαρμόζεται στις συμφωνίες παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας, οι οποίες ικανοποιούν τις απαιτήσεις των παραγράφων 2 και 5 του άρθρου αυτού, καθώς και στη χρηματοοικονομική ασφάλεια που παρέχεται σύμφωνα με τους όρους των παραγρ. 3 και 4 του άρθρου αυτού.
2. Τόσο ο ασφαλειολήπτης όσο και ο ασφαλειοδότης πρέπει να ανήκουν σε μια από τις ακόλουθες κατηγορίες:
α) δημόσια αρχή πλην των επιχειρήσεων με εγγύηση του Δημοσίου, εκτός εάν αυτές εμπίπτουν στα κατωτέρω στοιχεία β΄ έως ε΄, όπως μεταξύ άλλων:
αα) δημόσιοι φορείς των κρατών - μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης που έχουν αναλάβει τη διαχείριση του δημόσιου χρέους ή παρεμβαίνουν σε αυτή,
ββ) δημόσιοι φορείς των κρατών - μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης που έχουν εξουσιοδοτηθεί να τηρούν λογαριασμούς πελατών,
β) εθνική κεντρική τράπεζα, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, η Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών, πολυμερής τράπεζα αναπτύξεως, όπως ορίζεται στην Πράξη Διοικητή Τραπέζης της Ελλάδος 2054/1992 (ΦΕΚ 49 Α΄), κεφάλαιο δεύτερο παρ. 1 στοιχείο (καθώς και στο άρθρο 1 σημείο 19 της Οδηγίας 2000/12/ΕΚ (Ι 126/26.5.2000), το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων,
γ) χρηματοπιστωτικό ίδρυμα που υπόκειται σε εποπτεία, όπως, μεταξύ άλλων:
αα) πιστωτικό ίδρυμα, όπως ορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 του Ν. 2076/1992 (ΦΕΚ 130 Α΄), όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει, καθώς και στο άρθρο 1 σημείο 1 της Οδηγίας 2000/12/ΕΚ, συμπεριλαμβανομένων των ιδρυμάτων που απαριθμούνται στην παράγραφο 3 του άρθρου 2 της εν λόγω Οδηγίας,
ββ) επιχείρηση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, όπως ορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 3 του Ν. 2396/1996 (ΦΕΚ 73 Α΄), καθώς και στο άρθρο 1 σημείο 2 της Οδηγίας 93/22/ΕΟΚ (Ι 141/11.6.1993),
γγ) χρηματοδοτικό ίδρυμα, όπως ορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 6 του Ν. 2076/1992, καθώς και στο άρθρο 1 σημείο 5 της Οδηγίας 2000/12/ΕΚ,
δδ) ασφαλιστική επιχείρηση, όπως ορίζεται στο άρθρο 2α στοιχείο α΄ του Ν.Δ. 400/1970 (ΦΕΚ 10 Α), καθώς και στο άρθρο 1 στοιχείο α΄ της Οδηγίας 92/49/ΕΟΚ (L228/ 11.8.1992), και ασφαλιστική επιχείρηση ζωής, όπως ορίζεται στην ίδια διάταξη του Ν.Δ. 400/1970, καθώς και στο άρθρο 1 στοιχείο α΄ της Οδηγίας 92/96/ΕΟΚ (L360/ 9.12.1992),
εε) ανώνυμες εταιρείες διαχείρισης αμοιβαίων κεφαλαίων, οργανισμοί συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες, αμοιβαία κεφάλαια και άλλες διατάξεις, όπως ορίζεται στο άρθρο 2 του Ν. 3283/2004 (ΦΕΚ 210 Α΄), καθώς και στο άρθρο 1 παράγραφος 2 της Οδηγίας 85/611/ΕΚ(L375/31. 12. 1985),
στστ) εταιρεία διαχείρισης, όπως ορίζεται στο άρθρο 17α παράγραφος 1 του Ν. 1969/1991 (ΦΕΚ 167 Α΄), καθώς και στο άρθρο 1α παράγραφος 2 της Οδηγίας 85/611 /ΕΚ,
δ) κεντρικός αντισυμβαλλόμενος, διακανονιστής ή συμψηφιστικό γραφείο, όπως ορίζονται, αντίστοιχα, στο άρθρο 1 στοιχεία γ΄, δ΄ και ε΄ του Ν. 2789/2000 (ΦΕΚ 21 Α΄), καθώς και στο άρθρο 2 στοιχεία γ, δ΄ και ε΄ της Οδηγίας 98/26/ΕΚ (Ι 166/11.6.1998), συμπεριλαμβανομένων των ομοειδών ιδρυμάτων που υπόκεινται σε εποπτεία σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο και τα οποία ασκούν δραστηριότητες στις αγορές συμβολαίων μελλοντικής εκπλήρωσης, προαιρέσεων και παράγωγων μέσων σε βαθμό μη καλυπτόμενο από τον εν λόγω νόμο και την εν λόγω Οδηγία και πρόσωπο, πλην των φυσικών προσώπων, το οποίο ενεργεί ως καταπιστευματοδόχος ή υπό την ιδιότητα αντιπροσώπου εξ ονόματος ενός ή περισσότερων προσώπων στα οποία περιλαμβάνονται τυχόν ομολογιούχοι ή κάτοχοι άλλων μορφών εξασφαλισμένων δανείων ή ίδρυμα που ορίζεται στα στοιχεία α΄ έως δ΄,
ε) κάθε νομικό πρόσωπο υπό τον όρο ότι ο αντισυμβαλλόμενος είναι ίδρυμα που ορίζεται στα στοιχεία α΄ έως δ΄.
3. Η παρεχόμενη χρηματοοικονομική ασφάλεια πρέπει να συνίσταται σε μετρητά ή χρηματοπιστωτικά μέσα.
4. Ο νόμος αυτός καταλαμβάνει τις χρηματοοικονομικές ασφάλειες από το χρόνο της παροχής τους και εφόσον η παροχή πιστοποιείται εγγράφως. Η απόδειξη της παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας πρέπει να επιτρέπει τον προσδιορισμό της χρηματοοικονομικής ασφάλειας στην οποία αναφέρεται. Για το σκοπό αυτόν, αρκεί να αποδεικνύεται ότι η ασφάλεια επί τίτλων σε λογιστική μορφή έχει μεταφερθεί σε πίστωση του σχετικού λογαριασμού ή αποτελεί πίστωση του λογαριασμού αυτού και ότι η ασφάλεια σε μετρητά έχει μεταφερθεί σε πίστωση του καθορισμένου λογαριασμού ή αποτελεί πίστωση του λογαριασμού αυτού.
5. Ο νόμος αυτός εφαρμόζεται στις συμφωνίες παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας εφόσον οι συμφωνίες αυτές πιστοποιούνται εγγράφως ή με νομικό ισοδύναμο τρόπο.
6. Ο νόμος αυτός εφαρμόζεται και επί ιδίων μετοχών του ασφαλειοδότη, οι οποίες δύνανται να διατίθενται κατά παρέκκλιση των διατάξεων των παραγράφων 12 και 13 του άρθρου 16 του Κ.Ν. 2190/1920 (ΦΕΚ 37 Α΄).
ΑΡΘΡΟ 2 - Ορισμοί
1. Για τους σκοπούς του νόμου αυτού νοούνται ως:
α) «συμφωνία παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας»: η συμφωνία παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας με μεταβίβαση τίτλου ή η συμφωνία παροχής εμπράγματης χρηματοοικονομικής ασφάλειας, ανεξαρτήτως του εάν καλύπτονται από σύμβαση πλαίσιο ή γενικούς όρους,
β) «συμφωνία παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας με μεταβίβαση τίτλου»: η συμφωνία, συμπεριλαμβανομένων των συμφωνιών επαναγοράς, βάσει της οποίας ο ασφαλειοδότης μεταβιβάζει την πλήρη κυριότητα του υποκείμενου περιουσιακού στοιχείου στον ασφαλειολήπτη με σκοπό την εξασφάλιση ή την κάλυψη της εκτέλεσης των σχετικών χρηματοοικονομικών υποχρεώσεων,
γ) «συμφωνία παροχής εμπράγματης χρηματοοικονομικής ασφάλειας»: η συμφωνία βάσει της οποίας ο ασφαλειοδότης παρέχει ενέχυρο ή άλλο αντίστοιχο περιορισμένο, κατά το οικείο εφαρμοστέο δίκαιο, εμπράγματο δικαίωμα επί περιουσιακού στοιχείου ως εξασφάλιση στον ασφαλειολήπτη ή υπέρ αυτού, ενώ η κυριότητα του υποκείμενου περιουσιακού στοιχείου παραμένει στον ασφαλειοδότη κατά τη σύσταση του εμπράγματου δικαιώματος,
δ) «μετρητά»: τα χρήματα που έχουν πιστωθεί σε λογαριασμό, σε οποιοδήποτε νόμισμα, ή παρεμφερείς αξιώσεις για την επιστροφή χρημάτων, όπως οι καταθέσεις χρηματαγοράς,
ε) «χρηματοπιστωτικά μέσα»: οι μετοχές και άλλοι τίτλοι που ισοδυναμούν με μετοχές και ομολογίες και άλλα είδη χρεωστικών μέσων, εφόσον αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης στην κεφαλαιαγορά και οποιοιδήποτε άλλοι τίτλοι που είναι συνήθως διαπραγματεύσιμοι και οι οποίοι παρέχουν το δικαίωμα απόκτησης μετοχών, ομολογιών ή άλλου είδους κινητών αξιών με εγγραφή, αγορά ή ανταλλαγή ή οι οποίοι συνεπάγονται διακανονισμό τοις μετρητοίς, εξαιρουμένων των μέσων πληρωμής, περιλαμβανομένων των μεριδίων οργανισμών συλλογικών επενδύσεων, των μέσων χρηματαγοράς και των αξιώσεων σε σχέση με ή των δικαιωμάτων επί ή σε σχέση με τα ανωτέρω στοιχεία,
στ) «σχετικές χρηματοοικονομικές υποχρεώσεις»: οι υποχρεώσεις των οποίων η εκπλήρωση εξασφαλίζεται με συμφωνία παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας και οι οποίες παρέχουν αντιστοίχως δικαίωμα διακανονισμού τοις μετρητοίς ή/και παράδοσης χρηματοπιστωτικών μέσων.
Οι σχετικές χρηματοοικονομικές υποχρεώσεις είναι δυνατόν να συνίστανται σε ή να περιλαμβάνουν:
αα) υποχρεώσεις παρούσες ή μελλοντικές, υφιστάμενες ή ενδεχόμενες ή τελούσες υπό αίρεση ή προθεσμία συμπεριλαμβανομένων και εκείνων που απορρέουν από μια γενική σύμβαση ή παρόμοιο διακανονισμό,
ββ) υποχρεώσεις που έχει προς τον ασφαλειολήπτη κάποιο πρόσωπο εκτός του ασφαλειοδότη,
γγ) υποχρεώσεις ορισμένης κατηγορίας ή είδους οποτεδήποτε και αν προκύπτουν,
ζ) «ασφάλεια επί τίτλων σε λογιστική μορφή»: η χρηματοοικονομική ασφάλεια που παρέχεται στο πλαίσιο συμφωνίας παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας και η οποία συνιστάται επί χρηματοπιστωτικών μέσων, το δικαίωμα επί των οποίων αποδεικνύεται με εγγραφές σε μητρώο ή λογαριασμό που τηρείται από ενδιάμεσο ή εν ονόματι αυτού,
η) «σχετικός λογαριασμός»: σε σχέση με ασφάλειες επί τίτλων σε λογιστική μορφή που παρέχονται στο πλαίσιο συμφωνίας παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας, το μητρώο ή ο λογαριασμός - που μπορεί να τηρείται από τον ασφαλειολήπτη - όπου γίνονται οι εγγραφές μέσω των οποίων παρέχεται στον ασφαλειολήπτη η ασφάλεια επί τίτλων σε λογιστική μορφή,
θ) «ισοδύναμη ασφάλεια»:
αα) στην περίπτωση των μετρητών, η πληρωμή του ίδιου ποσού και στο ίδιο νόμισμα,
ββ) στην περίπτωση των χρηματοπιστωτικών μέσων, τα χρηματοπιστωτικά μέσα του ίδιου εκδότη ή χρεώστη που αποτελούν τμήμα της ίδιας έκδοσης ή κατηγορίας και του ίδιου ονομαστικού ποσού, νομίσματος και περιγραφής ή, σε περίπτωση συμφωνίας παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας που προβλέπει τη μεταβίβαση άλλων περιουσιακών στοιχείων ως αποτέλεσμα της επέλευσης οποιουδήποτε γεγονότος που συνδέεται ή επηρεάζει κάποιο από τα χρηματοπιστωτικά μέσα που έχουν δοθεί ως ασφάλεια, τα εν λόγω άλλα περιουσιακά στοιχεία,
ι) «διαδικασίες εκκαθάρισης»: κάθε διαδικασία η οποία περιλαμβάνει την εκποίηση των περιουσιακών στοιχείων και τη διανομή των εσόδων μεταξύ των δανειστών, μετόχων ή μελών, ανάλογα με την περίπτωση, η οποία συνεπάγεται παρέμβαση διοικητικών ή δικαστικών αρχών, συμπεριλαμβανομένων των περιπτώσεων στις οποίες οι συλλογικές διαδικασίες τερματίζονται με συμβιβασμό ή άλλο ανάλογο μέτρο είτε βασίζονται σε αφερεγγυότητα είτε όχι, και ανεξάρτητα από τον υποχρεωτικό ή προαιρετικό χαρακτήρα τους όπως ενδεικτικά η πτώχευση, η ειδική εκκαθάριση των άρθρων 17, 18, 19, 20, 21, 22 και 23 του Ν.Δ. 3562/1956 (ΦΕΚ 226 Α΄), όπως ισχύει, η ειδική εκκαθάριση των άρθρων 46 - 46β του Ν. 1892/1990 (ΦΕΚ 101 Α΄), όπως ισχύει, η ειδική εκκαθάριση των πιστωτικών ιδρυμάτων του άρθρου 9 του Ν. 1665/1951 (ΦΕΚ 31 Α΄), η ειδική εκκαθάριση των ανωνύμων χρηματιστηριακών εταιρειών και των Εταιρειών Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών (Ε.Π.Ε.Υ.) του άρθρου 4ατου Ν. 1806/1988 (ΦΕΚ 207 Α΄), όπως ισχύει, η εκκαθάριση των ασφαλιστικών επιχειρήσεων σύμφωνα με το Π.Δ. 332/2003 (Φ.Ε.Κ. 285 Α΄),
ια) «μέτρα εξυγίανσης»: όλα τα μέτρα τα οποία περιλαμβάνουν παρέμβαση διοικητικών ή δικαστικών αρχών με σκοπό τη διατήρηση ή αποκατάσταση της χρηματοοικονομικής κατάστασης και που επηρεάζουν τα προϋπάρχοντα δικαιώματα τρίτων, συμπεριλαμβανομένων, μεταξύ άλλων, των μέτρων που συνεπάγονται αναστολή πληρωμών, αναστολή μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης ή περιορισμό των αξιώσεων, όπως ενδεικτικά οι συμφωνίες πιστωτών και επιχείρησης κατά το άρθρο 44 του Ν. 1892/1990, τα μέτρα των άρθρων 2, 3, 4, 5, 6, 7, 8, 9, 10, 11, 12, 13, 14, 15 και 16 του Ν.Δ. 3562/1956, όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει η εξυγίανση των ασφαλιστικών επιχειρήσεων σύμφωνα με το Π.Δ. 332/2003,
ιβ) «γεγονός που συνεπάγεται αναγκαστική εκτέλεση»: οποιοδήποτε γεγονός αθέτησης υποχρέωσης ή παρεμφερές, κατά τη συμφωνία των συμβαλλόμενων μερών, γεγονός με την επέλευση του οποίου, βάσει των όρων της συμφωνίας παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας ή κατ΄ εφαρμογή νομοθετικής διάταξης, ο ασφαλειολήπτης δικαιούται να εκποιήσει ή να αποκτήσει την κυριότητα της ασφάλειας ή λόγω του οποίου τίθεται σε ισχύ η ρήτρα συμψηφισμού,
ιγ) «δικαίωμα χρήσης»: το δικαίωμα του ασφαλειολήπτη να χρησιμοποιεί και να διαθέτει τα υποκείμενα στην ασφάλεια περιουσιακά στοιχεία ως κάτοχός τους στο πλαίσιο της συμφωνίας παροχής χρηματοοικονομικής εμπράγματης ασφάλειας,
ιδ) «ρήτρα εκκαθαριστικού συμψηφισμού»: η διάταξη της συμφωνίας παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας ή της συμφωνίας της οποίας αποτελεί μέρος η συμφωνία παροχής ασφάλειας ή, εάν δεν υπάρχει τέτοια διάταξη, οποιαδήποτε νομοθετική διάταξη, βάσει της οποίας, με την επέλευση ενός γεγονότος που συνεπάγεται αναγκαστική εκτέλεση είτε μέσω συμψηφισμού ή αντιστάθμισης είτε με άλλον τρόπο:
αα) οι υποχρεώσεις των συμβαλλομένων καθίστανται άμεσα απαιτητές και εκφράζονται ως υποχρέωση καταβολής του ποσού που αντιπροσωπεύει την κατ’ εκτίμηση τρέχουσα αξία τους ή λήγουν και αντικαθίστανται από υποχρέωση καταβολής ενός τέτοιου ποσού, ή
ββ) υπολογίζονται οι οφειλές του κάθε συμβαλλομένου προς τον άλλο σε σχέση με τις υποχρεώσεις αυτές και ο συμβαλλόμενος ο οποίος οφείλει το μεγαλύτερο ποσό καταβάλλει καθαρό ποσό, ίσο προς τη διαφορά των οφειλών.
2. Όπου στον παρόντα νόμο αναφέρεται ότι «παρέχεται» χρηματοοικονομική ασφάλεια ή όπου υπάρχει αναφορά στην «παροχή» χρηματοοικονομικής ασφάλειας, με τη διατύπωση αυτή νοείται ότι η χρηματοοικονομική ασφάλεια παραδίδεται, μεταβιβάζεται, κατακρατείται, καταχωρείται ή άλλως καθορίζεται, ούτως ώστε να βρίσκεται στην κατοχή ή υπό τον έλεγχο του ασφαλειολήπτη ή προσώπου ενεργούντος για λογαριασμό του ασφαλειολήπτη. Τυχόν δικαίωμα υποκατάστασης ή άρσης πλεονάζουσας χρηματοοικονομικής ασφάλειας υπέρ του ασφαλειοδότη δεν θίγει την παρασχεθείσα στον ασφαλειολήπτη χρηματοοικονομική ασφάλεια κατά το νόμο αυτόν.
3. Όπου στο νόμο αυτόν υπάρχει η λέξη «εγγράφως», αυτή περιλαμβάνει και την καταχώρηση με ηλεκτρονικό μέσο ή σε οποιοδήποτε άλλο σταθερό υπόθεμα.
ΑΡΘΡΟ 3 - Τυπικές προϋποθέσεις
1. Κατά παρέκκλιση από τα άρθρα 1211 και 1247 του Αστικού Κώδικα, τα άρθρα 46 παράγραφος 3 και 49 παράγραφος 1 του Ν. 2396/1996, το άρθρο 36 παράγραφος 2 του Ν.Δ. της 17.7.- 13.8.1923, καθώς και από κάθε σχετική διάταξη που απαιτεί τύπο, δεν απαιτείται η εκτέλεση οποιασδήποτε τυπικής πράξεως για τη σύσταση, την ισχύ και την αποδεικτική δύναμη μιας συμφωνίας χρηματοοικονομικής ασφάλειας ή για την παροχή της.
2. Η κατά τα ως άνω παρέκκλιση δεν θίγει την απαίτηση η παροχή χρηματοοικονομικής ασφάλειας, που διέπεται από τις διατάξεις του νόμου αυτού, να πιστοποιείται εγγράφως ή η παροχή εμπράγματης χρηματοοικονομικής ασφάλειας επί τίτλων σε λογιστική μορφή να αποδεικνύεται με καταχώρηση στο ηλεκτρονικό σύστημα καταγραφής αξιών, που τελεί υπό τη διαχείριση της εταιρείας «ΚΕΝΤΡΙΚΟ ΑΠΟΘΕΤΗΡΙΟ ΑΞΙΩΝ Α.Ε.» και η συμφωνία παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας επίσης να πιστοποιείται εγγράφως ή με νομικά ισοδύναμο τρόπο.
3. Όπου προβλέπεται από τις διατάξεις του ισχύοντος δικαίου τυπική πράξη ή προϋπόθεση για τη μεταβίβαση ή τη σύσταση ασφάλειας επί χρηματοοικονομικών μέσων, εκτός των τίτλων σε λογιστική μορφή, η πράξη ή η προϋπόθεση αυτή δεν επηρεάζεται από τις διατάξεις του άρθρου αυτού.
ΑΡΘΡΟ 4 - Αναγκαστική εκτέλεση των συμφωνιών παροχής χρηματοοικονομι-κής ασφάλειας
1. Κατά παρέκκλιση από κάθε αντίθετη διάταξη, με την επέλευση γεγονότος που συνεπάγεται αναγκαστική εκτέλεση, ο ασφαλειολήπτης δικαιούται να επιδιώξει με τους ακόλουθους τρόπους την ικανοποίηση της απαίτησής του σχετικά με οποιαδήποτε ασφάλεια, η οποία παρέχεται δυνάμει συμφωνίας παροχής εμπράγματης χρηματοοικονομικής ασφάλειας και σύμφωνα με τους όρους της:
α) επί χρηματοπιστωτικών μέσων, με πώληση ή κτήση κυριότητας, συμψηφίζοντας την αξία τους ή καταλογίζοντας τα σχετικά ποσά για την απαλλαγή από τις σχετικές χρηματοοικονομικές υποχρεώσεις,
β) επί μετρητών, συμψηφίζοντάς τα ή χρησιμοποιώντας τα για την απαλλαγή από τις σχετικές χρηματοοικονομικές υποχρεώσεις.
2. Η κτήση κυριότητας είναι δυνατή μόνον εφόσον:
α) αυτό έχει συμφωνηθεί από τους συμβαλλόμενους στη συμφωνία παροχής εμπράγματης ασφάλειας και
β) οι συμβαλλόμενοι έχουν συμφωνήσει στη συμφωνία εμπράγματης παροχής ασφάλειας για τον τρόπο αποτίμησης των χρηματοπιστωτικών μέσων.
Όταν η ασφάλεια έχει συσταθεί επί τίτλων σε λογιστική μορφή που τηρούνται από τρίτο πρόσωπο, αυτό προβαίνει στις απαραίτητες εγγραφές με μόνη την έγγραφη δήλωση του ασφαλειολήπτη, χωρίς να απαιτείται οποιαδήποτε άλλη διαδικασία ή προϋπόθεση.
3. Κατά παρέκκλιση από τα άρθρα 1237 και 1239 του Αστικού Κώδικα, τα άρθρα 40, 41 παράγραφος 2 και 42 του Ν.Δ. της 17.7.- 13.8.1923, το άρθρο 11 παράγραφος 3 του Ν. 2548/1997 (ΦΕΚ 259 Α΄) και από κάθε άλλη αντίθετη διάταξη νόμου και με την επιφύλαξη των όρων της συμφωνίας παροχής εμπράγματης χρηματοοικονομικής ασφάλειας, για τη ρευστοποίηση δεν απαιτείται:
α) να κοινοποιείται εκ των προτέρων η πρόθεση ρευστοποίησης,
β) οι όροι της ρευστοποίησης να έχουν εγκριθεί από δικαστήριο, δημόσιο λειτουργό ή άλλο πρόσωπο,
γ) η ρευστοποίηση να διεξαχθεί με δημόσιο πλειστηριασμό ή οποιονδήποτε άλλο νομοθετικά καθορισμένο τρόπο,
δ) να έχει παρέλθει οποιαδήποτε συμπληρωματική χρονική περίοδος.
Όταν η ασφάλεια έχει συσταθεί επί άϋλων τίτλων εισηγμένων στο Χρηματιστήριο Αξιών, οι τίτλοι εκποιούνται, κατά παρέκκλιση του άρθρου 24 παράγραφος 4 του Ν. 3632/1928 (ΦΕΚ 17 Α) και κάθε άλλης αντίθετης διάταξης, με μόνη την έγγραφη δήλωση του ασφαλειολήπτη προς την εταιρεία «ΚΕΝΤΡΙΚΟ ΑΠΟΘΕΤΗΡΙΟ ΑΞΙΩΝ Α.Ε.», χωρίς να απαιτείται οποιαδήποτε άλλη διαδικασία ή προϋπόθεση. Στη δήλωση ορίζεται και το μέλος του Χρηματιστηρίου που θα προβεί στην εκποίηση.
4. Η ρευστοποίηση της χρηματοοικονομικής ασφάλειας σύμφωνα με τους όρους της δεν εμποδίζεται από την τυχόν έναρξη ή τη συνέχιση διαδικασιών εκκαθάρισης ή μέτρων εξυγίανσης σε σχέση με τον ασφαλειοδότη ή τον ασφαλειολήπτη.
5. Το άρθρο αυτό και τα άρθρα 5, 6 και 7 δεν θίγουν τυχόν απαιτήσεις του εθνικού δικαίου αναφορικά με τη ρευστοποίηση ή την αποτίμηση της χρηματοοικονομικής ασφάλειας και τον υπολογισμό των σχετικών χρηματοοικονομικών υποχρεώσεων με εμπορικά εύλογο τρόπο.
ΑΡΘΡΟ 5 - Δικαίωμα χρήσης ασφάλειας της μορφής της εμπράγματης χρηματοοικονομικής ασφάλειας
1. Στην περίπτωση και στο βαθμό που αυτό προβλέπεται από τους όρους της συμφωνίας παροχής εμπράγματης χρηματοοικονομικής ασφάλειας, ο ασφαλειολήπτης έχει το δικαίωμα να κάνει χρήση της χρηματοοικονομικής ασφάλειας που έχει παρασχεθεί βάσει της συμφωνίας παροχής εμπράγματης χρηματοοικονομικής ασφάλειας.
2. Στην περίπτωση που ο ασφαλειολήπτης ασκεί δικαίωμα χρήσης της ασφάλειας, υπέχει υποχρέωση να αντικαταστήσει την αρχική χρηματοοικονομική ασφάλεια με ισοδύναμη ασφάλεια το αργότερο κατά την ημέρα εκπλήρωσης των σχετικών χρηματοοικονομικών υποχρεώσεων, οι οποίες καλύπτονται από τη Συμφωνία παροχής εμπράγματης χρηματοοικονομικής ασφάλειας.
Εναλλακτικά, ο ασφαλειολήπτης μπορεί, κατά την ημέρα εκπλήρωσης των σχετικών χρηματοοικονομικών υποχρεώσεων, είτε να προβεί στην αντικατάσταση με ισοδύναμη ασφάλεια είτε, εφόσον και στο βαθμό που προβλέπεται από τους όρους της συμφωνίας παροχής εμπράγματης χρηματοοικονομικής ασφάλειας, να συμψηφίσει την αξία της ισοδύναμης ασφάλειας ή να τη χρησιμοποιήσει για την απαλλαγή από τις σχετικές χρηματοοικονομικές υποχρεώσεις.
3. Η ισοδύναμη ασφάλεια που παρέχεται για την απαλλαγή από την υποχρέωση του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 2 υπόκειται στην ίδια συμφωνία παροχής εμπράγματης χρηματοοικονομικής ασφάλειας στην οποία υπόκειται και η αρχική ασφάλεια και λογίζεται ως παρασχεθείσα στο πλαίσιο της συμφωνίας παροχής εμπράγματης χρηματοοικονομικής ασφάλειας κατά το χρόνο παροχής της αρχικής χρηματοοικονομικής ασφάλειας.
4. Η χρήση της χρηματοοικονομικής ασφάλειας από τον ασφαλειολήπτη, σύμφωνα με το άρθρο αυτό, δεν καθιστά ανίσχυρα ή ανεφάρμοστα τα δικαιώματα του ασφαλειολήπτη εκ της συμφωνίας παροχής εμπράγματης χρηματοοικονομικής ασφάλειας, όσον αφορά τη χρηματοοικονομική ασφάλεια που παρέχεται βάσει του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 2.
5. Εφόσον λάβει χώρα γεγονός που συνεπάγεται αναγκαστική εκτέλεση ενώ εκκρεμεί υποχρέωση βάσει του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 2 του άρθρου αυτού, είναι δυνατόν η υποχρέωση να αποτελέσει αντικείμενο εφαρμογής ρήτρας συμψηφισμού εκ μέρους του ασφαλειολήπτη.
ΑΡΘΡΟ 6 - Συμφωνίες παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας με μεταβίβαση τίτλου
1. Οι συμφωνίες παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας με μεταβίβαση τίτλου παράγουν αποτελέσματα σύμφωνα με τους όρους τους.
2. Εφόσον λάβει χώρα γεγονός που συνεπάγεται αναγκαστική εκτέλεση ενώ εκκρεμεί υποχρέωση του ασφαλειολήπτη να μεταβιβάσει ισοδύναμη ασφάλεια με βάση συμφωνία παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας με μεταβίβαση τίτλου, είναι δυνατόν η υποχρέωση να αποτελέσει αντικείμενο εφαρμογής ρήτρας εκκαθαριστικού συμψηφισμού εκ μέρους του ασφαλειολήπτη.
ΑΡΘΡΟ 7 - Ρήτρα εκκαθαριστικού συμψηφισμού
1. Η ρήτρα εκκαθαριστικού συμψηφισμού παράγει αποτελέσματα σύμφωνα με τους όρους της:
α) παρά την έναρξη ή συνέχιση διαδικασιών εκκαθάρισης ή μέτρων εξυγίανσης σε σχέση με τον ασφαλειοδότη ή τον ασφαλειολήπτη, ή
β) παρά οποιαδήποτε επιχειρούμενη εκχώρηση, δικαστική ή άλλη κατάσχεση ή άλλου είδους διάθεση των σχετικών δικαιωμάτων ή σε σχέση με τα δικαιώματα αυτά.
2. Η εφαρμογή της ρήτρας εκκαθαριστικού συμψηφισμού δεν υπόκειται σε οποιαδήποτε από τις απαιτήσεις του άρθρου 4 παραγρ. 3, εκτός εάν έχει συμφωνηθεί διαφορετικά.
ΑΡΘΡΟ 8 - Παρεκκλίσεις από διατάξεις του πτωχευτικού δικαίου
1. Οι συμφωνίες παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας, καθώς και η παροχή χρηματοοικονομικής ασφάλειας δυνάμει τέτοιας συμφωνίας, δεν δύνανται να κηρυχθούν άκυρες ή μη εκτελεστές ή να ανατραπούν με μοναδική αιτιολογία ότι η συμφωνία παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας άρχισε να ισχύει ή ότι η ασφάλεια παρασχέθηκε:
α) την ημέρα έναρξης των διαδικασιών εκκαθάρισης ή των μέτρων εξυγίανσης, αλλά πριν από τη δημοσίευση της δικαστικής απόφασης ή της διοικητικής πράξης για την εν λόγω έναρξη, ή
β) εντός της υπόπτου περιόδου και γενικότερα εντός ορισμένης περιόδου που προηγείται και καθορίζεται από τις οικείες διατάξεις σε συνάρτηση με την έναρξη τέτοιων διαδικασιών ή μέτρων ή σε συνάρτηση με την έκδοση της απόφασης ή της πράξης ή την ανάληψη οποιασδήποτε άλλης ενέργειας ή την επέλευση οποιουδήποτε άλλου γεγονότος κατά τη διάρκεια αυτών των διαδικασιών ή μέτρων.
2. Στην περίπτωση που αρχίσει να ισχύει συμφωνία χρηματοοικονομικής ασφάλειας ή σχετική χρηματοοικονομική υποχρέωση ή παρασχεθεί χρηματοοικονομική ασφάλεια κατά την ημέρα, αλλά μετά το χρονικό σημείο έναρξης, των διαδικασιών εκκαθάρισης ή μέτρων εξυγίανσης, η συμφωνία ή η απαίτηση ή η ασφάλεια είναι ισχυρή και δεσμευτική για τους τρίτους εάν ο ασφαλειολήπτης μπορεί να αποδείξει ότι δεν ήταν ενήμερος, ούτε όφειλε να είναι ενήμερος, για την έναρξη αυτών των διαδικασιών ή μέτρων.
3. Στην περίπτωση που η συμφωνία παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας περιέχει:
α) υποχρέωση παροχής ασφάλειας ή πρόσθετης ασφάλειας, ώστε να ληφθούν υπόψη μεταβολές στην αξία της ασφάλειας ή στο ποσό των καλυπτόμενων υποχρεώσεων, ή
β) δικαίωμα απόσυρσης της ασφάλειας, παρέχοντας, με υποκατάσταση ή ανταλλαγή, ασφάλεια ουσιαστικά της ίδιας αξίας, τότε η παροχή ασφάλειας ή πρόσθετης ασφάλειας ή η υποκατάσταση ή αντικατάσταση της ασφάλειας, δυνάμει της εν λόγω υποχρέωσης ή του εν λόγω δικαιώματος, δεν θεωρείται άκυρη ή αντιστρέψιμη ή ακυρώσιμη με μοναδική αιτιολογία ότι:
αα) η παροχή αυτή πραγματοποιήθηκε την ημέρα έναρξης των διαδικασιών εκκαθάρισης ή των μέτρων εξυγίανσης, αλλά πριν από την έκδοση εντολής ή τη δημοσίευση της δικαστικής απόφασης ή της διοικητικής πράξης για την εν λόγω έναρξη, ή εντός της υπόπτου περιόδου και γενικότερα εντός ορισμένης περιόδου που προηγείται και καθορίζεται από τις οικείες διατάξεις σε συνάρτηση με την έναρξη των διαδικασιών εκκαθάρισης ή των μέτρων εξυγίανσης ή σε συνάρτηση με την έκδοση της απόφασης ή της πράξης ή την ανάληψη οποιασδήποτε άλλης ενέργειας ή την επέλευση οποιουδήποτε άλλου γεγονότος κατά τη διάρκεια αυτών των διαδικασιών ή μέτρων, ή
ββ) οι σχετικές χρηματοοικονομικές υποχρεώσεις γεννήθηκαν πριν από την ημέρα παροχής ασφάλειας ή πρόσθετης ασφάλειας ή της υποκατάστασης ή αντικατάστασης της ασφάλειας.
4. Με την επιφύλαξη των παραγράφων 1, 2 και 3 του άρθρου αυτού, δεν θίγονται οι γενικοί κανόνες του πτωχευτικού δικαίου όσον αφορά την ακυρότητα ή την ακυρωσία πράξεων που διενεργήθηκαν κατά την ύποπτη περίοδο ή κατά την περίοδο που αναφέρεται στο στοιχείο β΄ της παραγράφου 1 και στο στοιχείο αα΄ της παραγράφου 3.
ΑΡΘΡΟ 9 - Εφαρμοστέο δίκαιο
Τα ακόλουθα ζητήματα, τα οποία προκύπτουν σε σχέση με ασφάλεια επί τίτλων σε λογιστική μορφή, διέπονται από το δίκαιο της χώρας όπου τηρείται ο σχετικός λογαριασμός:
α) η νομική φύση και τα περιουσιακά αποτελέσματα της ασφάλειας επί τίτλων σε λογιστική μορφή,
β) η πλήρωση των τυπικών και διαδικαστικών προϋποθέσεων μίας συμφωνίας παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας που αφορά ασφάλεια επί τίτλων σε λογιστική μορφή και η παροχή ασφάλειας επί τίτλων σε λογιστική μορφή στο πλαίσιο μίας τέτοιας συμφωνίας και, γενικότερα, η ολοκλήρωση των αναγκαίων όρων ώστε η εν λόγω συμφωνία και η εν λόγω παροχή να είναι αντιτάξιμες έναντι τρίτων,
γ) το κατά πόσον το δικαίωμα ιδιοκτησίας ή άλλο δικαίωμα ενός προσώπου σχετικά με ασφάλεια επί τίτλων σε λογιστική μορφή προηγείται ή έπεται ανταγωνιστικού δικαιώματος ιδιοκτησίας ή άλλου δικαιώματος τρίτου ή έχει επέλθει απόκτηση με καλή πίστη,
δ) οι ενέργειες, που απαιτούνται για τη ρευστοποίηση της ασφάλειας επί τίτλων σε λογιστική μορφή ως αποτέλεσμα επέλευσης γεγονότος που συνεπάγεται αναγκαστική εκτέλεση.
Αρθρο 10
Προστίθεται εδάφιο θ΄ στην παράγραφο 11 του άρθρου 15 του Ν. 3632/1928, όπως ισχύει, ως εξής:
«θ) Οι μεταβιβάσεις μετοχών και άλλων κινητών αξιών στο πλαίσιο του νόμου «Συμφωνίες παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας, εφαρμογή των Διεθνών Λογιστικών Προτύπων και άλλες διατάξεις».
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄
ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΩΝ ΔΙΕΘΝΩΝ ΛΟΓΙΣΤΙΚΩΝ ΠΡΟΤΥΠΩΝ
ΑΡΘΡΟ 11 - Τροποποίηση των διατάξεων του κεφαλαίου 15 του Κ.Ν. 2190/1920 και των διατάξεων του Π.Δ. 360/1985 (ΦΕΚ 129 Α΄) σχετικά με τα Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα και μεταβατικές διατάξεις για την εφαρμογή των Διεθνών Λογιστικών Προτύπων στις Οικονομικές Καταστάσεις του Π.Δ. 360/1985
1. Τα δύο πρώτα εδάφια της παραγράφου 1 του άρθρου 134 του ΚΝ. 2190/1920, όπως προστέθηκε με το άρθρο 13 του Ν. 3229/2004 (ΦΕΚ 38 Α΄), αντικαθίστανται ως εξής:
«Οι ανώνυμες εταιρείες, των οποίων μετοχές ή άλλες κινητές αξίες είναι εισηγμένες σε οργανωμένη χρηματιστηριακή αγορά, συντάσσουν Ετήσιες Οικονομικές Καταστάσεις, σύμφωνα με τα Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα που υιοθετούνται από την Ευρωπαϊκή Ένωση, όπως προβλέπεται από τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1606/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 19ης Ιουλίου 2002, που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (Ι 243) και των Κανονισμών που εκδίδονται από την Επιτροπή (Commission), κατ΄ εξουσιοδότηση των άρθρων 3 και 6 του Κανονισμού αυτού. Επιπλέον, οι μητρικές εταιρείες συντάσσουν Ετήσιες Ενοποιημένες Οικονομικές Καταστάσεις, σύμφωνα με τα Πρότυπα που προαναφέρονται».
2. Η περίπτωση β΄ του τελευταίου εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 134 του Κ.Ν. 2190/1920 αντικαθίσταται ως εξής:
«β) για τις Ετήσιες Οικονομικές Καταστάσεις των μη εισηγμένων επιχειρήσεων που δεν εφαρμόζουν ήδη τα Δ.Λ.Π. και ενοποιούνται, οι οποίες είναι εγκατεστημένες στη Ελλάδα, ή εκτός Ελλάδας εφόσον από τη νομοθεσία της χώρας εγκατάστασής τους παρέχεται η επιλεκτική δυνατότητα εφαρμογής των Δ.Λ.Π. και οι οποίες αντιπροσωπεύουν αθροιστικά ποσοστό μεγαλύτερο από 5% του ενοποιημένου κύκλου εργασιών ή του ενοποιημένου ενεργητικού ή των ενοποιημένων αποτελεσμάτων μετά την αφαίρεση της αναλογίας των μετοχών της μειοψηφίας».
3. Η παράγραφος 3 και το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 4 του άρθρου 135 του Κ.Ν. 2190/1920 καταργούνται.
4. Στο τέλος του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 5 του άρθρου 135 του Κ.Ν. 2190/1920 προστίθεται η φράση: «με την επιφύλαξη των πρόσθετων οικονομικών ή πρόσθετων λογιστικών στοιχείων που τυχόν απαιτούνται, από άλλες κανονιστικές αρχές για τις εταιρείες των οποίων οι κινητές αξίες είναι εισηγμένες και σε εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης οργανωμένη χρηματιστηριακή αγορά».
5. Η παράγραφος 1 του άρθρου 137 του Κ.Ν. 2190/1920, όπως προστέθηκε με το άρθρο 13 του Ν. 3229/2004, αντικαθίσταται ως εξής:
«Οι εταιρείες που συντάσσουν, είτε υποχρεωτικά είτε προαιρετικά, Ετήσιες Οικονομικές Καταστάσεις και Ετήσιες Ενοποιημένες Οικονομικές Καταστάσεις, σύμφωνα με τα υιοθετούμενα από την Ευρωπαϊκή Ένωση Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα, υποχρεούνται να υποβάλλουν τις καταστάσεις αυτές σε έλεγχο Ορκωτών Ελεγκτών Λογιστών».
6. Η παράγραφος 2 του άρθρου 137 του Κ.Ν. 2190/1920, όπως προστέθηκε με το άρθρο 13 του Ν. 3229/2004, αντικαθίσταται ως εξής:
«2. Οι αναγκαίες αναφορές στο Πιστοποιητικό Ελέγχου των Ορκωτών Ελεγκτών Λογιστών ορίζονται με απόφαση της Επιτροπής Λογιστικής Τυποποίησης και Ελέγχων (Ε.Λ.Τ.Ε.), ύστερα από σχετική εισήγηση του Εποπτικού Συμβουλίου του Σώματος Ορκωτών Ελεγκτών Λογιστών, μέσα στα πλαίσια των κανόνων που προδιαγράφονται από τα Διεθνή Ελεγκτικά Πρότυπα της Διεθνούς Ομοσπονδίας Λογιστών (International Federation of Accountants)».
7. Η παράγραφος 3 του άρθρου 137 του Κ.Ν. 2190/1920, όπως προστέθηκε με το άρθρο 13 του Ν. 3229/2004, αντικαθίσταται ως εξής:
«3. Οι προβλεπόμενες από την παράγραφο 1 του άρθρου 37, από το εδάφιο γ΄ της παραγράφου 3 και από την παράγραφο 4 του άρθρου 43α του νόμου αυτού αναφορές στο Πιστοποιητικό Ελέγχου των Ορκωτών Ελεγκτών Λογιστών και κάθε άλλη διάταξη αντίθετη με τις διατάξεις του άρθρου αυτού δεν εφαρμόζονται από τη δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της προβλεπόμενης από την προηγούμενη παράγραφο απόφασης της Επιτροπής Λογιστικής Τυποποίησης και Ελέγχων (Ε.Λ.Τ.Ε.)».
8. Μετά το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 139 του Κ.Ν. 2190/1920 προστίθεται νέο εδάφιο ως εξής:
«Κατά την εφαρμογή των αποκλίσεων της παρούσας παραγράφου, δεν επιτρέπεται η χρησιμοποίηση των υποχρεωτικών λογαριασμών του Σχεδίου Λογαριασμών του Ε.Γ.Λ.Σ. και των κλαδικών Λογιστικών Σχεδίων για πράξεις με διαφορετικό περιεχόμενο από το περιεχόμενο των λογαριασμών αυτών. Για ειδικές ανάγκες των Δ.Λ.Π. χρησιμοποιούνται νέοι λογαριασμοί, κατά την κρίση των εταιριών».
9. Η παράγραφος 1 του άρθρου 143 του Κ.Ν. 2190/1920, όπως προστέθηκε με το άρθρο 13 του Ν. 3229/2004, αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Οι ετήσιες οικονομικές καταστάσεις, που υποχρεωτικά θα συνταχθούν και θα δημοσιευθούν με βάση τα υιοθετηθέντα από την Ευρωπαϊκή Ένωση Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα, είναι εκείνες που θα καλύπτουν χρήσεις που αρχίζουν μετά την 31η Δεκεμβρίου 2004».
10. Η παράγραφος 2 του άρθρου 143 του Κ.Ν. 2190/1920 αντικαθίσταται ως εξής:
«2. Οι εταιρείες που υποχρεούνται, σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου αυτού, στη σύνταξη και δημοσίευση ετήσιων οικονομικών καταστάσεων με βάση τα υιοθετηθέντα από την Ευρωπαϊκή Ένωση Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα, μπορούν, με απόφαση του Διοικητικού τους Συμβουλίου, να μεταθέσουν το χρόνο της πρώτης εφαρμογής ενωρίτερα αλλά, πάντως, όχι σε χρόνο προγενέστερο της χρήσεως αναφορικά με την οποία έχουν ήδη δημοσιευθεί οικονομικές καταστάσεις με βάση τα μέχρι σήμερα ισχύοντα λογιστικά πρότυπα».
11. Οι παράγραφοι 2, 3, 4, 5, 6 και 7 του άρθρου 140 του Κ.Ν. 2190/1920 καταργούνται και οι παράγραφοι 8 και 9 του ίδιου άρθρου αναριθμούνται σε 2 και 3, αντίστοιχα.
12. Η παράγραφος 4 του άρθρου 2 του Π.Δ. 360/1985 αντικαθίσταται ως εξής:
«4. Οι εταιρείες που καταρτίζουν και δημοσιεύουν οικονομικές καταστάσεις, σύμφωνα με τις παραγράφους 1 και 2, υποχρεούνται να καταρτίζουν οικονομικές καταστάσεις για το πρώτο και το τρίτο τρίμηνο κάθε οικονομικής χρήσης».
13. Στο τέλος της παραγράφου 1 του άρθρου 3 του Π.Δ. 360/1985 προστίθεται νέο εδάφιο ως εξής:
«Οι καταστάσεις αυτές αναρτώνται επίσης, ταυτόχρονα με τη δημοσίευσή τους, στην ιστοσελίδα της εταιρίας, η οποία είναι προσπελάσιμη στο ευρύ κοινό και παραμένουν προσπελάσιμες για χρονικό διάστημα δύο τουλάχιστον ετών από την πρώτη δημοσίευσή τους».
14. Η παράγραφος 1 του άρθρου 4 του Π.Δ. 360/1985 αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς ορίζονται τα στοιχεία και οι πληροφορίες που πρέπει να περιλαμβάνονται στις οικονομικές καταστάσεις που καταρτίζονται και δημοσιεύονται σύμφωνα με το άρθρο 2».
15. Το άρθρο 6 του Π.Δ. 360/1985 αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Οι οικονομικές καταστάσεις που καταρτίζονται και δημοσιεύονται σύμφωνα με τις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 2 υποβάλλονται σε επισκόπηση από Ορκωτούς Ελεγκτές Λογιστές και εκδίδεται Έκθεση Επισκόπησης που δημοσιεύεται μαζί με τις οικονομικές καταστάσεις, σύμφωνα με το άρθρο 3.
2. Οι αναγκαίες αναφορές στην Έκθεση Επισκόπησης των Ορκωτών Ελεγκτών Λογιστών ορίζονται με απόφαση της Επιτροπής Λογιστικής Τυποποίησης και Ελέγχων (Ε.Λ.Τ.Ε.), ύστερα από σχετική εισήγηση του Εποπτικού Συμβουλίου του Σώματος Ορκωτών Ελεγκτών Λογιστών, μέσα στο πλαίσιο των κανόνων που προδιαγράφονται από τα Διεθνή Ελεγκτικά Πρότυπα της Διεθνούς Ομοσπονδίας Λογιστών (International Federation of Accountants)».
16. Οι οικονομικές καταστάσεις που καταρτίζονται και δημοσιεύονται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 2 του Π.Δ. 360/1985 και οι οποίες αφορούν χρονικές περιόδους που λήγουν μετά την 31η Δεκεμβρίου 2004 συντάσσονται σύμφωνα με τα Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα που υιοθετούνται από την Ευρωπαϊκή Ένωση, όπως προβλέπεται από τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθμ. 1606/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 19ης Ιουλίου 2002, που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (Ι 243) και από τους Κανονισμούς που εκδίδονται από την Επιτροπή (Commission), κατ’ εξουσιοδότηση των άρθρων 3 και 6 του Κανονισμού αυτού.
Οι διατάξεις του προηγούμενου εδαφίου δεν εφαρμόζονται στις οικονομικές καταστάσεις του άρθρου 2 του Π.Δ. 360/1985 που δημοσιεύουν για την περίοδο που λήγει στις 30.6.2005 ανώνυμες εταιρείες με μετοχές εισηγμένες στο Χρηματιστήριο Αθηνών, των οποίων η οικονομική χρήση λήγει στις 30 Ιουνίου.
αρθρο 12 - Τροποποιήσεις του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων (Π.Δ. 186/1992 ΦΕΚ 84 Α΄) για την εφαρμογή των Διεθνών Λογιστικών Προτύπων
1. Οι παράγραφοι 6 και 7 του άρθρου 7 αντικαθίστανται ως εξής:
«6. Ο επιτηδευματίας που συντάσσει τις Ετήσιες Οικονομικές του Καταστάσεις σύμφωνα με τα Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα (Δ.Λ.Π.) τηρεί τα λογιστικά του βιβλία ή με βάση τις αρχές και τους κανόνες των Δ.Λ.Π. ή με βάση τις αρχές και τους κανόνες της ισχύουσας φορολογικής νομοθεσίας.
7. Ο επιτηδευματίας που τηρεί τα βιβλία του σύμφωνα με τους κανόνες των Δ.Λ.Π. υποχρεούται:
Α. Να συντάσσει Πίνακα Συμφωνίας Λογιστικής - Φορολογικής Βάσης (Π.Σ.Λ.Φ.Β.).
Στον Πίνακα αυτόν καταχωρούνται σε χωριστές στήλες για κάθε πρωτοβάθμιο διαφοροποιημένο λογαριασμό σε χρέωση ή πίστωση:
α) Η αξία όπως προκύπτει από τα τηρούμενα βιβλία (Λογιστική βάση).
β) Η αξία όπως προσδιορίζεται με βάση τους κανόνες της φορολογικής νομοθεσίας (Φορολογική βάση).
γ) Η διαφορά μεταξύ Λογιστικής και Φορολογικής βάσης.
Β. Να τηρεί ιδιαίτερο Φορολογικό Μητρώο Πάγιων Περιουσιακών Στοιχείων, το οποίο μπορεί να είναι ενσωματωμένο στο κύριο Μητρώο Πάγιων Περιουσιακών Στοιχείων της εταιρείας και χρησιμοποιείται ως βάση του ποσοτικού προσδιορισμού των αναγκαίων καταχωρήσεων στον Π.Σ.Λ.Φ.Β. και στον Πίνακα Φορολογικών Αποτελεσμάτων, στο βαθμό που, κατά την εφαρμογή των Δ.Λ.Π., προκύπτουν διαφορές στην αποτίμηση πάγιων περιουσιακών στοιχείων είτε λόγω της διαφοροποίησης της προ των αποσβέσεων αξίας τους είτε λόγω της διαφοροποίησης των συσσωρευμένων αποσβέσεων.
Γ. Να συντάσσει Πίνακες Φορολογικών Αποτελεσμάτων Χρήσης, Σχηματισμού Φορολογικών Αποθεματικών και Ανακεφαλαιωτικό Πίνακα Φορολογικών Αποθεματικών, των οποίων τα δεδομένα προκύπτουν από λογαριασμούς που τηρούνται με τη διπλογραφική μέθοδο».
2. Η περίπτωση ε΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 17 του Κ.Β.Σ. αντικαθίσταται ως εξής:
«ε) Του Μητρώου Πάγιων Περιουσιακών Στοιχείων και του ιδιαίτερου Φορολογικού Μητρώου Πάγιων Περιουσιακών Στοιχείων μέχρι την προθεσμία κλεισίματος του Ισολογισμού».
3. Μετά από το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 28 προστίθενται δεύτερο και τρίτο εδάφια ως εξής:
«Όταν τα λογιστικά βιβλία τηρούνται σύμφωνα με τα Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα (Δ.Λ.Π.), η αξία των μενόντων αποθεμάτων των ιδιοπαραχθέντων έτοιμων προϊόντων και της παραγωγής σε εξέλιξη, όπως αυτή προσδιορίζεται με βάση τα Δ.Λ.Π. δεν αναπροσαρμόζεται με τις διαφοροποιήσεις στοιχείων κόστους μεταξύ λογιστικής και φορολογικής βάσης. Οι διαφορές αυτές, εφόσον υπάρχουν, ποσοτικοποιούνται σε ετήσια συνολική βάση, ανεξάρτητα αν αποτελούν στοιχεία κόστους των πωληθέντων ή των μενόντων προϊόντων και καταχωρούνται στον Πίνακα των Φορολογικών Αποτελεσμάτων Χρήσης και στον Πίνακα Συμφωνίας Λογιστικής - Φορολογικής Βάσης (Π.Σ.Λ.Φ.Β.), που ορίζονται από τις διατάξεις της παρ. 7 του άρθρου 7 του Κώδικα αυτού».
4. Το τρίτο εδάφιο της περίπτωσης γ της παραγράφου 5 του άρθρου 28 του Κ.Β.Σ. αντικαθίσταται ως εξής:
«Ειδικά για τις διαχειριστικές περιόδους που λήγουν μέχρι την 30.6.2005 οι ανωτέρω μετοχές ή συμμετοχές μπορεί να αποτιμηθούν στην τιμή κτήσης τους».
5. Στην παράγραφο 5 του άρθρου 28 του Κ.Β.Σ. προστίθεται περίπτωση ε΄ ως εξής:
«ε) Το δεύτερο και το τρίτο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 28 έχουν ανάλογη εφαρμογή και για την αποτίμηση των πάσης φύσεως τίτλων και χρηματοοικονομικών προϊόντων των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και των ασφαλιστικών επιχειρήσεων».
6. Μετά το πρώτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 29 προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«Ο επιτηδευματίας που τηρεί τα βιβλία του σύμφωνα με τους κανόνες των Διεθνών Λογιστικών Προτύπων (Δ.Λ.Π.) καταχωρεί στο βιβλίο απογραφών και τους πίνακες που ορίζονται από τις περιπτώσεις Α΄ και Γ της παραγράφου 7 του άρθρου 7του Κώδικα αυτού».
7. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 3 του άρθρου 29 αντικαθίσταται ως εξής:
«Ο ισολογισμός και ο λογαριασμός αποτελεσμάτων χρήσης που συντάσσεται σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού, καθώς και οι πίνακες που ορίζονται από την περίπτωση Γ της παραγράφου 7 του άρθρου 7 του Κώδικα αυτού υπογράφονται και από τον υπεύθυνο κατάρτισης αυτών λογιστή - φοροτεχνικό κάτοχο σχετικής άδειας ασκήσεως επαγγέλματος κατά τα ειδικότερα οριζόμενα από τις διατάξεις του Π.Δ. 340/1998 (ΦΕΚ 228 Α΄) με αναγραφή ονοματεπωνύμου, της διεύθυνσης κατοικίας του ή της έδρας του επαγγέλματός του, κατά περίπτωση, του Α.Φ.Μ., της αρμόδιας Δ.Ο.Υ. για τη φορολογία του, τον αριθμό μητρώου της άδειας άσκησης επαγγέλματος και την κατηγορία της άδειας».
8. Μετά την περίπτωση δ΄ της παραγράφου 3 του άρθρου 30 προστίθεται περίπτωση ε΄ ως εξής:
«ε. δεν συντάσσει και δεν καταχωρεί στο βιβλίο απογραφών τον Πίνακα Φορολογικών Αποτελεσμάτων Χρήσης, που ορίζεται από την περίπτωση Γ της παραγράφου 7 του άρθρου 7 του Κώδικα αυτού ή συντάσσει αυτόν ανακριβώς».
αρθρο 13 - Τροποποίηση του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (Κ.Ν. 2238/1994) για την εφαρμογή των Διεθνών Λογιστικών Προτύπων
1. Στο τέλος της περίπτωσης ιβ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 31 προστίθεται το εξής εδάφιο:
«Οι εταιρείες που για πρώτη φορά εφαρμόζουν τα Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα μπορούν να εκπίπτουν τα έξοδα της περίπτωσης αυτής, καθώς και τα έξοδα της περίπτωσης ια΄, ή αντίστοιχων εξόδων πολυετούς απόσβεσης που αναγνωρίζονται ως τέτοια βάσει νόμου, ανάλογα με τον υπολειπόμενο χρόνο από την αρχική καταχώρησή τους».
2. Στο άρθρο 105 προστίθενται παράγραφοι 15 και 16 ως εξής:
«15. Τα έσοδα και τα έξοδα των εταιρειών που εφαρμόζουν τα Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα, που προκύπτουν κατά την αρχική αναγνώριση των χρηματοοικονομικών μέσων, κατανέμονται ανάλογα με τη χρονική διάρκεια των αντίστοιχων μέσων, σύμφωνα και με τα οριζόμενα από τα Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα. Ως χρηματοοικονομικά μέσα νοούνται τα οριζόμενα από τα Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα, όπως αυτά υιοθετούνται από την Ευρωπαϊκή Ένωση κατ΄ εφαρμογή του Κανονισμού 1606/2002, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου.
16. Για την εξεύρεση του συνολικού καθαρού φορολογητέου εισοδήματος των εταιρειών που είτε υποχρεωτικά είτε προαιρετικά εφαρμόζουν τα Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα που υιοθετούνται από την Ευρωπαϊκή Ένωση, όπως προβλέπεται από τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθμ. 1606/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 19ης Ιουλίου 2002, που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (Ι 243) και των Κανονισμών που εκδίδονται από την Επιτροπή (Commission), κατ΄ εξουσιοδότηση των άρθρων 3 και 6 του Κανονισμού αυτού, εφαρμόζονται τα εξής:
(α) Στην περίπτωση των εταιρειών που τηρούν τα βιβλία τους σύμφωνα με τους κανόνες της ισχύουσας φορολογικής νομοθεσίας, τα κέρδη (ή ζημίες) της εταιρείας προκύπτουν αποκλειστικά από τα τηρούμενα βιβλία με βάση τους ισχύοντες κανόνες της φορολογικής νομοθεσίας. Τα κέρδη (ή ζημίες) της εταιρείας που προκύπτουν από τις Οικονομικές Καταστάσεις με βάση τα Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα δεν λαμβάνονται υπόψη για τους σκοπούς φορολογίας.
(β) Στην περίπτωση των εταιρειών που τηρούντα βιβλία τους σύμφωνα με τα Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα που υιοθετούνται από την Ευρωπαϊκή Ένωση, τα κέρδη (ή ζημίες) της εταιρείας προκύπτουν αποκλειστικά από τον Πίνακα Φορολογικών Αποτελεσμάτων Χρήσης της παραγράφου 7 του άρθρου 7 του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων».
ΑΡΘΡΟ 14
Για τις ανώνυμες εταιρείες οι οποίες συντάσσουν, υποχρεωτικά ή προαιρετικά, τις Ετήσιες Οικονομικές Καταστάσεις τους σύμφωνα με τις διατάξεις του Κεφαλαίου 15 του Κ.Ν. 2190/1920, δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του άρθρου 2 του Ν. 2992/2002 (ΦΕΚ 54 Α΄).
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄
ΘΕΜΑΤΑ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
ΑΡΘΡΟ 15
Οι υποχρεώσεις του Ελληνικού Δημοσίου που απορρέουν από την από 31.12.2002 σύμβασή του με την Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε. (ΦΕΚ 16 Β΄/28.1.2003) θα εξοφληθούν με την έκδοση από το Ελληνικό Δημόσιο ειδικού ομολογιακού δανείου, οι ομολογίες του οποίου θα διατεθούν στην ΑΤ.Ε. Α.Ε.
Το ποσό της οφειλής, ο χρόνος έκδοσης του ομολογιακού δανείου, το ύψος του δανείου, οι όροι διάθεσης των ομολογιών και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια θα καθορισθούν με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών.
αρθρο 16
Το Ελληνικό Δημόσιο, στο πλαίσιο των υποχρεώσεων που είχε αναλάβει για την εξυγίανση και τη βελτίωση της κεφαλαιακής θέσης της Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος κατά τη μετοχοποίησή της, αναλαμβάνει την υποχρέωση να καταβάλει απευθείας στην ΑΤ.Ε. Α.Ε. το ποσό των διακοσίων πενήντα εκατομμυρίων (250.000.000) ευρώ από το υφιστάμενο υπόλοιπο της οφειλής προς αυτήν της θυγατρικής της εταιρίας Α.Τ.Ε. ΣΥΜΜΕΤΟΧΩΝ Α.Ε. από το δάνειο διευκόλυνσης που της χορηγήθηκε το έτος 2001.
Η καταβολή του παραπάνω ποσού θα γίνει με την έκδοση από το Ελληνικό Δημόσιο ειδικού ισόποσου ομολογιακού δανείου, οι ομολογίες του οποίου θα διατεθούν στην Α.Τ.Ε. Α.Ε. Ο αριθμός και η αξία των ομολογιών που θα διατεθούν, καθώς και το είδος, ο αριθμός και η αξία των μεταβιβαζόμενων ως άνω ομολογιών καθορίζονται με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ΄
ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
ΑΡΘΡΟ 17 - Ρύθμιση χρεών νοσοκομείων Ε.Σ.Υ.
1. Οφειλές των νοσοκομείων του Ε.Σ.Υ., εκτός των ψυχιατρικών νοσοκομείων, προς προμηθευτές τους από την προμήθεια φαρμάκων, υγειονομικού υλικού, χημικών αντιδραστηρίων και ορθοπεδικού υλικού, για τις οποίες έχουν εκδοθεί τα προβλεπόμενα κατά περίπτωση τιμολόγια και δελτία αποστολής μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος, εξοφλούνται άμεσα, με την ολοκλήρωση των σχετικών διαδικασιών εκκαθάρισης και θεώρησης των χρηματικών ενταλμάτων πληρωμής, σύμφωνα με τις ισχύουσες δημοσιολογιστικές διατάξεις, εφόσον:
α) παρασχεθεί έκπτωση επί της συναλλακτικής αξίας (αξία τιμολογίου προ Φ.Π.Α.) κατά 3,5% και
β) οι δικαιούχοι παραιτηθούν από οποιαδήποτε άλλη αξίωση, συμπεριλαμβανομένων και των τόκων υπερημερίας.
Στην έννοια του υγειονομικού υλικού περιλαμβάνονται και τα ανταλλακτικά και αναλώσιμα υλικά των ιατρικών μηχανημάτων, καθώς επίσης και τα ιατρικά αέρια.
Η υπαγωγή των οφειλών στη ρύθμιση αυτή γίνεται γνωστή με υπεύθυνη δήλωση του άρθρου 8 του Ν. 1599/1986, που κατατίθεται από τους προμηθευτές, εντός μηνός από τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, στην αρμόδια υπηρεσία του Υπουργείο υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης και αφορά όλες τις απαιτήσεις εκάστου προμηθευτή για το σύνολο των νοσοκομείων.
2. Προμήθειες των νοσοκομείων του Ε.Σ.Υ., εκτός των ψυχιατρικών νοσοκομείων, για υγειονομικό υλικό και χημικά αντιδραστήρια, που πραγματοποιήθηκαν από 1.1.2002 έως τη δημοσίευση του παρόντος με απευθείας ανάθεση ή στα πλαίσια συμβάσεων που είχαν καταρτιστεί νόμιμα αλλά είχε λήξει η ισχύς τους, εξαιτίας της μη ολοκλήρωσης των διαδικασιών κατακύρωσης των αποτελεσμάτων των σχετικών διαγωνισμών, θεωρούνται νόμιμες.
Είναι δυνατή η υπαγωγή και των προμηθειών αυτών στη ρύθμιση της προηγούμενης παραγράφου, εφόσον:
α) παρασχεθεί έκπτωση επί της συναλλακτικής αξίας (αξία τιμολογίου προ Φ.Π.Α.) κατά 5% και
β) οι δικαιούχοι παραιτηθούν από οποιαδήποτε άλλη αξίωση, συμπεριλαμβανομένων και των τόκων υπερημερίας.
3. Από τις ρυθμίσεις των προηγούμενων παραγράφων εξαιρούνται:
α) οι προμήθειες κάθε είδους αγαθών τα οποία χρησιμοποιήθηκαν για τη λειτουργία μηχανημάτων που παραχωρήθηκαν στα νοσοκομεία κατά κυριότητα ή χρήση με τη μορφή δωρεών και τα οποία επιδέχονται αντιδραστήρια και αναλώσιμα υλικά συγκεκριμένης μόνο εταιρείας ή συνδεδεμένων με αυτή εταιρειών και
β) οι προμήθειες κάθε είδους αγαθών που πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο επιχορηγούμενων από οποιονδήποτε φορέα προγραμμάτων, για την υλοποίηση των οποίων τα νοσηλευτικά ιδρύματα έτυχαν ή θα τύχουν ειδικής χρηματοδότησης.
4. Για την εξόφληση των κατά τα ανωτέρω ρυθμιζόμενων οφειλών το Ελληνικό Δημόσιο επιχορηγεί τα παραπάνω νοσηλευτικά ιδρύματα με το ακριβές ποσό των σχετικών χρηματικών ενταλμάτων που θα εκδοθούν και θα αφορά το πληρωτέο στο δικαιούχο προμηθευτή ποσό και τις υπέρ τρίτων κρατήσεις. Οι επιχορηγήσεις αυτές κατατίθενται στην τράπεζα που ασκεί την ταμειακή διαχείριση των παραπάνω φορέων σε ειδικό τραπεζικό λογαριασμό. Οι λογαριασμοί αυτοί κινούνται με τους όρους και τις προϋποθέσεις των λογαριασμών ταμειακής διαχείρισης των εν λόγω φορέων και κλείνουν αμέσως με την ολοκλήρωση των πληρωμών στους δικαιούχους και την απόδοση των υπέρ τρίτων κρατήσεων και σε κάθε περίπτωση το αργότερο έως 31.12.2005. Το τυχόν υπόλοιπο και το προϊόν τόκων που θα προκύψει αποτελούν έσοδο του Ελληνικού Δημοσίου.
5. Με τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, οι παραπάνω ειδικές επιχορηγήσεις του Ελληνικού Δημοσίου προς τα νοσοκομεία αποτελούν αυτοδίκαια έσοδα των προϋπολογισμών τους, στους οποίους εγγράφονται και οι αντίστοιχες πιστώσεις σε ειδικούς κωδικούς αριθμούς(ΚΑΕ) για την εξόφληση των προμηθευτών της παρούσας ρύθμισης, χωρίς να απαιτείται πράξη τροποποίησης του προϋπολογισμού τους.
6. Οφειλές του Ο.Π.Α.Δ., του Ο.Τ.A. και του Οίκου Ναύτη προς τα νοσοκομεία του Ε.Σ.Υ., εκτός των ψυχιατρικών νοσοκομείων, που αφορούν παροχή υγειονομικής περίθαλψης στους ασφαλισμένους τους για το μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος χρονικό διάστημα και οι οποίες δεν έχουν εξοφληθεί, διαγράφονται και δεν αναζητούνται καθ΄ οιονδήποτε τρόπο.
7. Με κοινές αποφάσεις των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, δύναται να ρυθμίζονται λεπτομέρειες και κάθε άλλο θέμα σχετικό με την υλοποίηση των διατάξεων του παρόντος άρθρου.
8. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, που εκδίδεται εντός δύο ετών από τη δημοσίευση του παρόντος, δύνανται να πραγματοποιούνται έλεγχοι των δαπανών των νοσοκομείων του Ε.Σ.Υ., που θα εξοφληθούν με τις διαδικασίες της παραπάνω ρύθμισης, από υπαλλήλους του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους. Με την ίδια απόφαση προσδιορίζεται το περιεχόμενο και ο τρόπος πραγματοποίησης των ελέγχων αυτών.
Με όμοια απόφαση συγκροτείται στο γενικό Λογιστήριο του Κράτους ομάδα εργασίας στην οποία συμμετέχουν και εκπρόσωποι του Υπουργείου Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης για το συντονισμό, τον έλεγχο και την ολοκλήρωση των διαδικασιών της ρύθμισης αυτής, καθώς και για την επίλυση οποιουδήποτε σχετικού ζητήματος. Με την ίδια απόφαση καθορίζεται και η αποζημίωση των μελών της ομάδας αυτής.
ΑΡΘΡΟ 18 - Θέματα της Επιτροπής Λογιστικής Τυποποίησης και Ελέγχων
1. Η παράγραφος 3 του άρθρου 1 του Ν. 3148/2003 τροποποιείται ως εξής:
«3. Η Ε.Λ.Τ.Ε. διοικείται από επταμελές Διοικητικό Συμβούλιο (Δ.Σ.) το οποίο αποτελείται από τον Πρόεδρο, δύο Αντιπροέδρους και τέσσερα μέλη και συγκροτείται με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών. Με όμοια απόφαση ορίζεται ως γραμματέας του Δ.Σ. υπάλληλος της Ε.Λ.Τ.Ε. ή του υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών ή υπάλληλος απασχολούμενος σε αυτό».
2. Η παράγραφος 4 του άρθρου 1 του Ν. 3148/2003 τροποποιείται ως εξής:
«4. Ο Πρόεδρος επιλέγεται από πρόσωπα εγνωσμένου κύρους, ευρύτερης αποδοχής με αποδεδειγμένη πείρα και επιστημονική κατάρτιση. Ο ένας Αντιπρόεδρος επιλέγεται από πρόσωπα που διαθέτουν ευρεία επιστημονική κατάρτιση στη Λογιστική και ο άλλος Αντιπρόεδρος είναι υπάλληλος του υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών με κατάρτιση σε θέματα λογιστικής και ελεγκτικής».
3. Η παράγραφος 6 του άρθρου 1 του Ν. 3148/2003 τροποποιείται ως εξής:
«6. Τα υπόλοιπα μέλη του Δ.Σ. της Ε.Λ.Τ.Ε. είναι πρόσωπα που υποδεικνύονται από την Τράπεζα της Ελλάδος, την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, το Σύνδεσμο Ελληνικών Βιομηχανιών, το Σύνδεσμο Βιομηχάνων Βορείου Ελλάδος, ανά ένα μέλος από κάθε φορέα».
4. Η περίπτωση γ της παραγράφου 1 του άρθρου 5 του Ν. 3148/2003 αντικαθίσταται ως εξής:
«γ) Έναν Διευθυντή του Υπουργείου Ανάπτυξης, που ορίζεται μαζί με τον αναπληρωτή του από τον Υπουργό Ανάπτυξης».
5. Στην παράγραφο 3 του άρθρου 5 του Ν. 3148/2003 προστίθεται τελευταίο εδάφιο ως εξής:
«Η άρνηση διενέργειας ποιοτικού ελέγχου από επιλεγμένο Ορκωτό Ελεγκτή Λογιστή μέσα σε εύλογη προθεσμία που τίθεται από το Σ.Π.Ε. συνιστά πειθαρχικό παράπτωμα και επιβάλλονται οι κυρώσεις που προβλέπονται από τις παραγράφους 3 και 4 του άρθρου 6 του παρόντος νόμου».
6. Στο άρθρο 5 του Ν. 3148/2003 προστίθεται παράγραφος 8 ως εξής:
«8. Το Συμβούλιο Ποιοτικού Ελέγχου είναι αρμόδιο να εισηγείται στο Δ.Σ. της Ε.Λ.Τ.Ε. τη θέσπιση κανόνων ασκήσεως των υποχρεωτικών ελέγχων που διενεργούνται από μη Ορκωτούς Ελεγκτές Λογιστές».
7. Η περίπτωση γ της παραγράφου 1 του άρθρου 6 του Ν. 3148/2003 αντικαθίσταται ως εξής:
«γ) Έναν υπάλληλο του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών που ορίζεται μαζί με τον αναπληρωτή του από τον Υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών».
8. Στην παράγραφο 2 του άρθρου 6 του Ν. 3148/2003 προστίθεται τελευταίο εδάφιο ως εξής:
«Στο Πειθαρχικό Συμβούλιο μπορεί να μετέχει, χωρίς δικαίωμα ψήφου, εκπρόσωπος του Σ.Ο.Ε.Λ. που ορίζεται από το Εποπτικό Συμβούλιο του Σ.Ο.Ε.Λ.»
ΑΡΘΡΟ 19
Στην παράγραφο 2α του άρθρου 26 του προεδρικού διατάγματος 284/1988, διαγράφεται στοιχείο που ορίζει τα παρακάτω: «Βεβαίωση των ποσών, που καταλογίζονται σε βάρος των δημοσίων υπολόγων, με αποφάσεις του Ελεγκτικού Συνεδρίου ή των σχετικών ανακλητικών ή τροποποιητικών αποφάσεων του Ελεγκτικού Συνεδρίου».
ΑΡΘΡΟ 20
Στο άρθρο 1 του Ν. 3068/2002 (ΦΕΚ 274 Α) προστίθεται τελευταίο εδάφιο ως εξής:
«Δεν είναι δικαστικές αποφάσεις κατά την έννοια του παρόντος και δεν εκτελούνται οι εκτελεστοί τίτλοι που αναφέρονται στις περιπτώσεις των εδαφίων γ΄- ζ΄ της παρ. 2 του άρθρου 904 κ.Πολ.Δ. πλην των κηρυχθεισών εκτελεστών αλλοδαπών δικαστικών αποφάσεων».
ΑΡΘΡΟ 21
Στο κοινωφελές ίδρυμα «ΒΑΣΙΛΗ ΚΑΙ ΜΑΡΙΝΑΣ ΘΕΟΧΑΡΑΚΗ», του οποίου η σύσταση εγκρίθηκε και ο οργανισμός διοίκησης και διαχείρισης κυρώθηκε με το από 29.11.2004 προεδρικό διάταγμα (ΦΕΚ 1756 Β΄), εφαρμόζονται τα άρθρα 1 παράγραφος 1 και 12 παράγραφος 1 του Ν. 1610/1986.
ΑΡΘΡΟ 22
Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών μπορεί να ορίζεται ότι, ανεξάρτητα από τη συνδρομή ή όχι των περιπτώσεων που προβλέπονται στο άρθρο 37 του Ν. 2843/2000 (ΦΕΚ 219 Α΄), θα διατίθεται προς το Δημόσιο: α) ποσοστό ανώτερο του εβδομήντα τοις εκατό (70%) των καθαρών κερδών του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων (Τ.Π.Δ.), κατά παρέκκλιση των διατάξεων της παραγράφου 1 του άρθρου 3 του Ν.Δ. 3003/1954 (ΦΕΚ 214 Α΄), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14 παρ. 2 του Ν. 2469/1997 (ΦΕΚ 38 Α΄) και/ή β) τμήμα ή και το σύνολο των αποθεματικών κεφαλαίων του Τ.Π.Δ.
Με την υπουργική απόφαση καθορίζονται οι τυχόν ειδικότεροι όροι εφαρμογής του παρόντος άρθρου.
ΑΡΘΡΟ 23
1. Αναστέλλεται μέχρι τις 31 Μαρτίου 2005 η ισχύς του Ν. 3164/2003 (ΦΕΚ 176 Α΄) με εξαίρεση τα άρθρα 31 έως και 35 αυτού και παρατείνεται αντίστοιχα η ισχύς του Ν. 716/1977 (ΦΕΚ 295 Α΄) και των λοιπών σχετικών με την ανάθεση και εκπόνηση των μελετών διατάξεων.
2. Αναστέλλεται μέχρι 30 Απριλίου 2005 η ισχύς των διατάξεων των άρθρων 1, 2, 3, 4, παρ. 4 του άρθρου 5, 8 και παρ. 1 του άρθρου 23 του Ν. 3212/2003 (ΦΕΚ 308 Α΄) και παρατείνεται αντίστοιχα η ισχύς του από 8/13.7.1993 προεδρικού διατάγματος (ΦΕΚ 795 Δ΄) και των λοιπών διατάξεων που σχετίζονται με τη διαδικασία έκδοσης οικοδομικών αδειών.
ΑΡΘΡΟ 24 - Ρύθμιση θεμάτων ανταλλαγής ιδιοκτησιών μεταξύ Ελληνικού Δημοσίου και Γ.Σ. ΗΡΑΚΛΗΣ Θεσσαλονίκης
Σε εφαρμογή της από 6.2.2004 προγραμματικής συμφωνίας μεταξύ του Υφυπουργού Πολιτισμού και του Προέδρου του αθλητικού σωματείου της Θεσσαλονίκης με την επωνυμία ΗΡΑΚΛΗΣ Γ.Σ., για την τακτοποίηση όμορων ιδιοκτησιών του Ελληνικού Δημοσίου και του παραπάνω αθλητικού σωματείου, που βρίσκονται στα Ο.Τ. 2 και 3 της περιοχής Μίκρας του Δήμου Καλαμαριάς Θεσσαλονίκης, τα οποία από τη διάταξη του άρθρου 7 παράγραφος 3 του Ν. 3207/2003 (ΦΕΚ 302 Α΄/24.12.2003) έχουν χαρακτηρισθεί ως χώροι αθλητικών εγκαταστάσεων, επιτρέπεται η ανταλλαγή της ιδιοκτησίας του Ελληνικού Δημοσίου με τις ιδιοκτησίες του ΗΡΑΚΛΗ Γ.Σ. Θεσσαλονίκης, όπως αυτές εμφανίζονται στο συνημμένο ρυμοτομικό σχέδιο υπ΄ αριθμ. Π2, κλίμακος 1:1.000, που έχει συνταχθεί από τη Διεύθυνση Δημοσίων Έργων της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας και έχει θεωρηθεί με ημερομηνία 10.11.2004 από τη Διεύθυνση Μελετών Αθλητικών Έργων της Γενικής Γραμματείας Αθλητισμού.
Ειδικότερα, επιτρέπεται η ανταλλαγή τμήματος της ιδιοκτησίας του Ελληνικού Δημοσίου με ΑΒΚ 3 Καλαμαριάς (πρώην 291 Θεσσαλονίκης), που εμφανίζεται στο παραπάνω ρυμοτομικό σχέδιο με τα στοιχεία 5-6-7-8-9-10-5, εμβαδού 18.967,91 Τ.μ., με τις ιδιοκτησίες του σωματείου Γ.Σ. ΗΡΑΚΛΗΣ Θεσσαλονίκης, που εμφανίζονται στο ίδιο ρυμοτομικό σχέδιο με στοιχεία (α) 3-3-19-4-3, εμβαδού 9.444,96τ.μ., (β) 3-7-11-3-3, εμβαδού 2.829,36τ.μ. και (γ) 14-13-22-21-20-15-15-14, εμβαδού 4.431,80 Τ.μ..
Η ανταλλαγή πραγματοποιείται με τη σύναψη σχετικής σύμβασης μεταξύ της Γενικής Γραμματείας Αθλητισμού και του σωματείου Γ.Σ. ΗΡΑΚΛΗΣ, η οποία εγκρίνεται με απόφαση του Υφυπουργού Πολιτισμού, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, αποτελεί δε τίτλο προς μεταγραφή και μεταγράφεται με εντολή του στο αρμόδιο υποθηκοφυλακείο, χωρίς την καταβολή φόρου μεταβίβασης ακινήτου, καθώς και οποιουδήποτε τέλους, αμοιβής ή δικαιώματος τρίτου, μέχρι του ποσού των εκατό πενήντα χιλιάδων(150.000,00) ευρώ συνολικά, όπως προβλέπει η ως άνω προγραμματική συμφωνία.
αρθρο 25 - Έναρξη ισχύος
Ο νόμος αυτός αρχίζει να ισχύει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά στις επί μέρους διατάξεις του.
Παραγγέλλομε τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και την εκτέλεσή του ως νόμου του Κράτους.