Λαθρεμπορία. Ο διασαφιστής υποχρεούται να παράσχει στις τελωνειακές αρχές ακριβή στοιχεία, η υποχρέωση δε αυτή περιλαμβάνει και τον καθορισμό της ορθής δασμολογικής κλάσης των εμπορευμάτων Οι τελωνειακές αρχές έχουν τη δυνατότητα να επαληθεύσουν την ακρίβεια των στοιχείων αυτών, προβαίνοντας σε έλεγχο των σχετικών εγγράφων και εξετάζοντας τα εισαγόμενα εμπορεύματα. Η εξέταση αυτή μπορεί να στηριχθεί και σε χημική ανάλυση, κατόπιν δειγματοληψίας. ...
... Οι τελωνειακές αρχές είναι δυνατό να επανεξετάσουν αυτεπαγγέλτως την ακρίβεια της διασάφησης, σε σχέση με την οποία πραγματοποίησαν διαδικασία επαλήθευσης με χημική ανάλυση δείγματος, αλλά, στο πλαίσιο της επανεξέτασης αυτής, η οποία χωρεί ακόμα και μετά τη χορήγηση της άδειας παραλαβής των εμπορευμάτων, οι τελωνειακές αρχές μπορούν να αποστούν από το κατ’ αρχήν δεσμευτικό αποτέλεσμα της διενεργηθείσας χημικής ανάλυσης, αμφισβητώντας αμέσως ή εμμέσως την αντιπροσωπευτικότητα των επιλεγέντων και εξετασθέντων δειγμάτων, μόνον εφόσον τα επίμαχα εμπορεύματα εξακολουθούν να είναι διαθέσιμα και να μην αλλοιώθηκαν με οποιοδήποτε τρόπο, ώστε να διενεργηθεί συμπληρωματική δειγματοληψία από τα εμπορεύματα αυτά.
Αριθμός 549/2013
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Β΄
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 6 Ιουνίου 2012 με την εξής σύνθεση: Ε. Γαλανού, Σύμβουλος της Επικρατείας, Προεδρεύουσα, σε αναπλήρωση του Προέδρου του Τμήματος και του αρχαιοτέρου της Συμβούλου, που είχαν κώλυμα, Ε. Νίκα, Γ. Τσιμέκας, Σύμβουλοι, Σ. Βιτάλη, Ι. Δημητρακόπουλος, Πάρεδροι. Γραμματέας η Α. Ζυγουρίτσα.
Για να δικάσει την από 17 Σεπτεμβρίου 2008 αίτηση:
των : 1) ......... , κατοίκου Γλυφάδας (...... αρ. ..), 2) ... , κατοίκου Αγίας Παρασκευής Αττικής (οδός .... αρ. ..), 3) ...... , κατοίκου Αγίας Παρασκευής Αττικής (οδός .... αρ. ..) και 4) Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία «...........», που εδρεύει στη Γλυφάδα Αττικής (... ...... αρ. ..), οι οποίοι δεν παρέστησαν, αλλά ο δικηγόρος που υπογράφει την αίτηση νομιμοποιήθηκε με συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο,
κατά του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, ο οποίος παρέστη με την Κωνσταντίνα Νασοπούλου, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.
Με την αίτηση αυτή οι αναιρεσείοντες επιδιώκουν να αναιρεθεί η υπ’ αριθμ. 934/2007 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Πειραιά.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του εισηγητή, Παρέδρου Ι. Δημητρακόπουλου.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε την αντιπρόσωπο του Υπουργού, η οποία ζήτησε την απόρριψη της υπό κρίση αιτήσεως.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου
κ α ι
Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α
Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο Ν ό μ ο
1. Επειδή, για την άσκηση της κρινόμενης αίτησης έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (964493/2008, 964494/2008 ειδικά γραμμάτια παραβόλου, σειράς Α΄).
2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται παραδεκτώς η αναίρεση της 934/2007 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Πειραιά, με την οποία απορρίφθηκε έφεση των ήδη αναιρεσειόντων κατά της 252/2004 απόφασης του Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιά. Με την εν λόγω πρωτόδικη απόφαση είχε απορριφθεί προσφυγή των ήδη αναιρεσειόντων κατά της 432/97/6.7.1998 απόφασης του Προϊσταμένου του ........... ................ , με την οποία είχαν επιβληθεί σε βάρος των τριών πρώτων από αυτούς πολλαπλά τέλη για λαθρεμπορία, συνολικού ύψους 2.337.176 δρχ. και κατ’ επιμερισμό 1.426.306 δρχ. στον πρώτο, 475.435 δρχ. στο δεύτερο και 237.718 δρχ. στον τρίτο, είχαν δε κηρυχθεί οι μεν τρεις πρώτοι αλληλεγύως υπόχρεοι, η δε τέταρτη από αυτούς (απορροφηθείσα ήδη από την «.....», βλ. ανακοίνωση σχετικής καταχώρισης στο ΦΕΚ τ. ΑΕ & ΕΠΕ 14950/30-12-2010) αστικώς συνυπεύθυνη για την καταβολή τους.
3. Επειδή, στη μεν παράγραφο 1 του άρθρ. 89 του Τελωνειακού Κώδικα (ν. 1165/1918, Α΄ 73), ορίζεται ότι «1. Η μη τήρησις των περί τας τελωνειακάς εργασίας και την τελωνειακήν υπηρεσίαν διατυπώσεων του παρόντος νόμου χαρακτηρίζεται και τιμωρείται ως τελωνειακή παράβασις», στη δε παράγραφο 2 αυτού, η οποία προστέθηκε με το άρθρο 3 του αν. ν. 1514/1950, που κυρώθηκε με το ν. 1591/1950, ορίζεται ότι: «2. Ως τελωνειακαί παραβάσεις χαρακτηρίζονται, επίσης η καθ` οιονδήποτε των εν άρθρω 100 του παρόντος μνημονευομένων τρόπων διαφυγή ή απόπειρα διαφυγής της πληρωμής των ανηκόντων τω Δημοσίω τελών και δικαιωμάτων, ως και η μη τήρησις των εν τω αυτώ άρθρω 100 καθοριζομένων λοιπών διατυπώσεων, επισύρουν δε κατά των υπευθύνων πολλαπλούν τέλος συμφώνως προς τας διατάξεις του παρόντος νόμου και αν έτι ήθελε κριθή αρμοδίως ότι δεν συντρέχουσι τα στοιχεία αξιοποίνου λαθρεμπορίας». Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 97 του αυτού ως άνω Κώδικα, η οποία προστέθηκε με το άρθρο 4 του αν. ν. 1514/1950, όπως ίσχυε μετά την τροποποίησή της με το άρθρο 23 του ν. 495/1976 (Α’ 337), «Κατά των οπωσδήποτε συμμετασχόντων της κατά την παράγραφο 2 του άρθρου 89 του παρόντος τελωνειακής παραβάσεως και αναλόγως του βαθμού της συμμετοχής εκάστου, ασχέτως της ποινικής διώξεως αυτών, επιβάλλεται, κατά τας διατάξεις των άρθρων 100 και επόμενα του παρόντος, ιδιαιτέρως εις έκαστον και αλληλεγγύως πολλαπλούν τέλος από του διπλού μέχρι του δεκαπλού των βαρυνόντων το αντικείμενον ταύτης δασμών και λοιπών φόρων εν συνόλω διά πάντας τους συνυπαιτίους […].». Περαιτέρω, το άρθρο 100 του ίδιου Κώδικα, στην παράγραφο 1 αυτού, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 1 του α. ν. 2081/1939, ορίζει ότι «Λαθρεμπορία είναι α) η εντός των συνόρων του Κράτους εισαγωγή […] εμπορευμάτων υποκειμένων, είτε εις εισαγωγικόν δασμόν, είτε εις εισπραττόμενον εν τοις Τελωνείοις τέλος, φόρον ή δικαίωμα, άνευ γραπτής άδειας της αρμοδίας τελωνειακής αρχής ή εν άλλω παρά τον ωρισμένον παρ’ αυτής τόπω ή χρόνω και β) πάσα οιαδήποτε ενέργεια, σκοπούσα να στερήση το Δημόσιον των υπ` αυτού εισπρακτέων δασμών, τελών, φόρων και δικαιωμάτων». Τέλος, στο άρθρο 108 του ίδιου Κώδικα, που εφαρμόζεται ανάλογα και επί τελωνειακών παραβάσεων κατ’άρθρ. 99 παρ. 2 αυτού, ορίζονται οι προϋποθέσεις κήρυξης με την καταλογιστική πράξη αλληλεγγύως συνυπεύθυνου αστικά με τον υπαίτιο της παράβασης και του κυρίου ή παραλήπτη των εμπορευμάτων που αποτελούν το αντικείμενο της λαθρεμπορίας.
4. Επειδή, κατά την έννοια των ως άνω διατάξεων των άρθρων 89 παρ. 2 και 100 παρ. 1 του Τελωνειακού Κώδικα, λαθρεμπορία συνιστά και κάθε τέχνασμα που επινοείται με σκοπό την εισαγωγή από την αλλοδαπή ειδών υποκειμένων σε δασμούς, φόρους και λοιπά δικαιώματα, χωρίς να καταβληθούν προς το Δημόσιο οι κατά νόμο οφειλόμενοι δασμοί, φόροι κ.λπ. (βλ. ΣτΕ 990/2004 Ολομ., 3827/2012 κ.ά.).
5. Επειδή, στον Κοινοτικό Τελωνειακό Κώδικα (Κανονισμός ΕΟΚ υπ’ αριθμ. 2913/1992 του Συμβουλίου, ΕΕ L 302/19.10.1992, σελ. 1 επ.), ο οποίος άρχισε να εφαρμόζεται από 1.1.1994 (βλ. άρθρο 253 του Κώδικα αυτού), ορίζεται, στο άρθρο 4, ότι «Κατά την έννοια του παρόντος κώδικα νοούνται ως: […......] 17) Διασάφηση: πράξη με την οποία ένα πρόσωπο δηλώνει, με τους απαιτούμενους τύπους και διαδικασίες, τη βούλησή του να υπαγάγει ένα εμπόρευμα σε συγκεκριμένο τελωνειακό καθεστώς. [...…]», στο άρθρο 59 παρ. 1, ότι «Κάθε εμπόρευμα που προορίζεται να υπαχθεί σε τελωνειακό καθεστώς πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο διασάφησης για το τελωνειακό αυτό καθεστώς.», στο άρθρο 62, ότι «1. Οι γραπτές διασαφήσεις πρέπει να συντάσσονται σε έντυπο σύμφωνα με τον προβλεπόμενο επίσημο τύπο εντύπου. Πρέπει [να είναι ενυπόγραφες και] να περιέχουν όλα τα στοιχεία που είναι αναγκαία για την εφαρμογή των διατάξεων που διέπουν το τελωνειακό καθεστώς για το οποίο γίνεται η διασάφηση των εμπορευμάτων. 2. Στη διασάφηση πρέπει να επισυνάπτονται όλα τα έγγραφα των οποίων η προσκόμιση είναι απαραίτητη για την εφαρμογή των διατάξεων που διέπουν το τελωνειακό καθεστώς για το οποίο γίνεται η διασάφηση των εμπορευμάτων.», στο άρθρο 68, ότι «Οι τελωνειακές αρχές για να επαληθεύσουν την ακρίβεια των διασαφήσεων που έχουν αποδεχθεί είναι δυνατόν να προβούν: α) σε έλεγχο των εγγράφων ο οποίος αφορά τη διασάφηση και τα συνημμένα έγγραφα. Οι τελωνειακές αρχές μπορούν ενδεχομένως να απαιτήσουν από το διασαφιστή να τους προσκομίσει άλλα έγγραφα για τη διαπίστωση της ακρίβειας των στοιχείων της διασάφησης· β) σε εξέταση των εμπορευμάτων και, ενδεχομένως, σε δειγματοληψία για ανάλυση και λεπτομερή έλεγχο.», στο άρθρο 69 παρ. 2, ότι «Ο διασαφιστής έχει το δικαίωμα να παρίσταται κατά την εξέταση των εμπορευμάτων, καθώς και, κατά περίπτωση, κατά τη δειγματοληψία. Όταν το κρίνουν σκόπιμο, οι τελωνειακές αρχές απαιτούν από τον διασαφιστή να παρίσταται ή να εκπροσωπείται κατά την εξέταση των εμπορευμάτων ή τη δειγματοληψία, για να τους παρέχει την αναγκαία βοήθεια για τη διευκόλυνση της εξέτασης ή δειγματοληψίας.», στο άρθρο 70 παρ. 1 εδαφ. α΄, ότι «Οταν η εξέταση πραγματοποιείται σε ένα μέρος των εμπορευμάτων που αποτελούν αντικείμενο της αυτής διασαφήσεως, τα αποτελέσματα της μερικής εξετάσεως ισχύουν για όλα τα εμπορεύματα της διασάφησης αυτής.», στο άρθρο 71 παρ. 1, ότι «Τα αποτελέσματα της επαλήθευσης της διασάφησης αποτελούν τη βάση για την εφαρμογή των διατάξεων που διέπουν το τελωνειακό καθεστώς στο οποίο έχουν υπαχθεί τα εμπορεύματα.» και, στο άρθρο 78, ότι «1. Οι τελωνειακές αρχές είναι δυνατόν να επανεξετάσουν τη διασάφηση, αυτεπαγγέλτως ή εφόσον το ζητήσει ο διασαφιστής, μετά τη χορήγηση της αδείας παραλαβής των εμπορευμάτων. 2. Οι τελωνειακές αρχές μπορούν, μετά τη χορήγηση αδείας παραλαβής των εμπορευμάτων και προκειμένου να διαπιστώσουν την ακρίβεια των στοιχείων της διασάφησης, να προβαίνουν σε έλεγχο των παραστατικών και εμπορικών στοιχείων των σχετικών με τις πράξεις εισαγωγής ή εξαγωγής των εν λόγω εμπορευμάτων, καθώς και με τις μεταγενέστερες εμπορικές πράξεις που αφορούν τα ίδια εμπορεύματα. Οι έλεγχοι αυτοί μπορούν να διενεργούνται στις εγκαταστάσεις του διασαφιστή, κάθε προσώπου που ενδιαφέρεται άμεσα ή έμμεσα επαγγελματικά για τις εν λόγω πράξεις, καθώς και οποιουδήποτε άλλου προσώπου που λόγω επαγγέλματος έχει στην κατοχή του τα εν λόγω έγγραφα και στοιχεία. Οι τελωνειακές αρχές μπορούν επίσης να εξετάσουν τα εμπορεύματα, όταν αυτά είναι ακόμα δυνατόν να προσκομιστούν. 3. Οταν από την επανεξέταση της διασάφησης ή τους εκ των υστέρων ελέγχους προκύπτει ότι οι διατάξεις που διέπουν το σχετικό τελωνειακό καθεστώς έχουν εφαρμοστεί βάσει ανακριβών ή ελλιπών στοιχείων, οι τελωνειακές αρχές, τηρώντας τις διατάξεις που έχουν ενδεχομένως θεσπιστεί, λαμβάνουν τα απαιτούμενα μέτρα για να επανορθώσουν την κατάσταση λαμβάνοντας υπόψη τους τα νέα στοιχεία που βρίσκονται στη διάθεσή τους.». Εξάλλου, στον Κανονισμό ΕΟΚ υπ’ αριθμ. 2454/93 της Επιτροπής, για τον καθορισμό ορισμένων διατάξεων εφαρμογής του Κανονισμού 2913/92 (ΕΕ L 253/11.10.1993, σελ. 1 επ.), ορίζεται, συναφώς, στο άρθρο 240, ότι «1. Όταν οι τελωνειακές αρχές αποφασίσουν να προβούν στην εξέταση των εμπορευμάτων, ενημερώνουν σχετικά το διασαφιστή ή τον αντιπρόσωπό του. 2. Οταν αυτές αποφασίσουν να προβούν στην εξέταση μέρους μόνον των διασαφισθέντων εμπορευμάτων, υποδεικνύουν στο διασαφιστή ή στον αντιπρόσωπό του τα εμπορεύματα που επιθυμούν να εξετάσουν, χωρίς να έχει το δικαίωμα ο τελευταίος να προβάλει αντίρρηση για την επιλογή αυτή.» και στο άρθρο 242 ότι «1. Εφόσον οι τελωνειακές αρχές αποφασίσουν να προβούν σε λήψη δειγμάτων, ενημερώνουν σχετικά το διασαφιστή ή τον αντιπρόσωπό του. 2. Η λήψη δειγμάτων πραγματοποιείται από τις ίδιες τις τελωνειακές αρχές. Αυτές είναι δυνατό, εντούτοις, να ζητήσουν την υπό τον έλεγχό τους, εκ μέρους του διασαφιστή ή προσώπου που αυτός ορίζει, πραγματοποίηση της εν λόγω λήψης δειγμάτων. Η λήψη δειγμάτων πραγματοποιείται σύμφωνα με τις μεθόδους που προβλέπονται σχετικά από τις ισχύουσες διατάξεις. 3. Οι ποσότητες των λαμβανομένων δειγμάτων δεν πρέπει να υπερβαίνουν τα όρια που είναι αναγκαία για την ανάλυση ή το λεπτομερή έλεγχο, συμπεριλαμβανομένης μιας ενδεχόμενης επαλήθευσης.».
6. Επειδή, από τις ανωτέρω, αυξημένης τυπικής ισχύος, διατάξεις προκύπτουν τα ακόλουθα: Ο διασαφιστής υποχρεούται να παράσχει στις τελωνειακές αρχές ακριβή στοιχεία, η υποχρέωση δε αυτή περιλαμβάνει και τον καθορισμό της ορθής δασμολογικής κλάσης των εμπορευμάτων (βλ. απόφαση ΔΕΚ της 15.9.2011, C-138/10, DP grup EOOD, σκέψη 40). Οι τελωνειακές αρχές έχουν τη δυνατότητα να επαληθεύσουν την ακρίβεια των στοιχείων αυτών, προβαίνοντας σε έλεγχο των σχετικών εγγράφων και εξετάζοντας τα εισαγόμενα εμπορεύματα. Η τοιαύτη εξέταση μπορεί να στηριχθεί και σε χημική ανάλυση, κατόπιν δειγματοληψίας. Κατά την εν λόγω δειγματοληψία, η οποία πραγματοποιείται είτε από τις ίδιες τις τελωνειακές αρχές είτε υπό τον έλεγχό τους, οι αρχές αυτές υποχρεούνται να επιδεικνύουν την προσήκουσα επιμέλεια και να λαμβάνουν το δείγμα ή τα δείγματα βάσει μεθόδου που εγγυάται επαρκώς την αντιπροσωπευτικότητά του[ς] και, κατ’ ακολουθίαν, τη φερεγγυότητα της διαδικασίας επαλήθευσης, δεδομένου ότι τα αποτελέσματα της ανάλυσης στην οποία στηρίζεται ο έλεγχος ισχύουν για όλα τα εμπορεύματα της οικείας διασάφησης. Περαιτέρω, κατά την έννοια των ίδιων διατάξεων, ερμηνευόμενων ενόψει της αρχής της ασφάλειας και σταθερότητας των διοικητικών καταστάσεων και του σκοπού τους, ο οποίος ανάγεται στη διασφάλιση ταχείων και αποτελεσματικών διαδικασιών θέσης των εμπορευμάτων σε ελεύθερη κυκλοφορία, έχουν την έννοια ότι, ναι μεν οι τελωνειακές αρχές είναι δυνατό να επανεξετάσουν αυτεπαγγέλτως την ακρίβεια της διασάφησης, σε σχέση με την οποία πραγματοποίησαν διαδικασία επαλήθευσης με χημική ανάλυση δείγματος, αλλά, στο πλαίσιο της επανεξέτασης αυτής, η οποία χωρεί ακόμα και μετά τη χορήγηση της άδειας παραλαβής των εμπορευμάτων, οι τελωνειακές αρχές μπορούν να αποστούν από το κατ’ αρχήν δεσμευτικό αποτέλεσμα της διενεργηθείσας χημικής ανάλυσης, αμφισβητώντας αμέσως ή εμμέσως την αντιπροσωπευτικότητα των επιλεγέντων και εξετασθέντων δειγμάτων, μόνον εφόσον τα επίμαχα εμπορεύματα εξακολουθούν να είναι διαθέσιμα και να μην αλλοιώθηκαν με οποιοδήποτε τρόπο, ώστε να διενεργηθεί συμπληρωματική δειγματοληψία από τα εμπορεύματα αυτά (πρβλ. απόφαση ΔΕΚ της 4.3.2004, C-290/01, Derudder & Cie SA, σκέψεις 43-47), τούτο δε ισχύει ακόμα και σε περίπτωση που οι τελωνειακές αρχές διαπιστώνουν εκ των υστέρων ότι το συνημμένο στη διασάφηση παραστατικό αγοράς είχε παραποιηθεί, ώστε να εμφανίζει σύνθεση των εισαγόμενων ειδών διαφορετική μεν από την αναγραφόμενη στο γνήσιο παραστατικό, η ακρίβεια του οποίου αμφισβητείται από τον εισαγωγέα, αλλά συμπίπτουσα με τη δηλωθείσα στη διασάφηση και με εκείνη που έδειξε η χημική ανάλυση του ελεγχθέντος δείγματος. Μειοψήφησε ο Σύμβουλος Γ. Τσιμέκας, με τη γνώμη του οποίου συντάχθηκε η Πάρεδρος Σ. Βιτάλη, που υποστήριξε ότι όταν ο διασαφιστής, καθ’ ο υποχρεούται από τις ανωτέρω διατάξεις, παρέχει στις τελωνειακές αρχές ακριβή στοιχεία για τον καθορισμό της ορθής δασμολογικής κλάσης των εισαγομένων εμπορευμάτων, οι τελωνειακές αρχές δεν μπορούν εκ των υστέρων, στο πλαίσιο επανεξέτασης της διασάφησης, να αμφισβητήσουν τα στοιχεία αυτά και, κατά συνέπεια, την βάσει αυτών γενομένη κατάταξη των εμπορευμάτων στην οικεία δασμολογική κλάση, ενόψει και της τυχόν διενεργηθείσας χημικής ανάλυσης των σχετικών δειγμάτων. Οταν, όμως, κατά παράβαση της ανωτέρω υποχρεώσεώς του, ο διασαφιστής παρέχει ανακριβή στοιχεία ως προς την αληθή ταυτότητα των εισαγομένων εμπορευμάτων, με σκοπό την εξαπάτηση των τελωνειακών αρχών κατά τον καθορισμό της ορθής δασμολογικής κλάσης και, ιδίως, όταν, στο πλαίσιο επανεξέτασης της διασάφησης, διαπιστώνεται τέχνασμα κατά την εισαγωγή, το οποίο συνίσταται σε νόθευση (παραποίηση) των συνημμένων στη διασάφηση τιμολογίων αγοράς ώστε να εμφανίζουν σύνθεση των εισαγομένων ειδών διαφορετική από την αναγραφόμενη στα γνήσια τιμολόγια, οι τελωνειακές αρχές δεν δεσμεύονται από την αρχικώς γενομένη, βάσει των παραποιημένων στοιχείων, κατάταξη των εμπορευμάτων σε δασμολογική κλάση και μπορούν να αποστούν από αυτήν και, συνεπώς και από το αποτέλεσμα της τυχόν διενεργηθείσας χημικής ανάλυσης των σχετικών δειγμάτων, ακόμα κι αν τα επίμαχα εμπορεύματα δεν είναι πλέον διαθέσιμα για διενέργεια νέας δειγματοληψίας. Αντίθετη άποψη, σύμφωνα με την οποία και στην τελευταία αυτή περίπτωση είναι υποχρεωτική για την τελωνειακή αρχή η αρχικώς, βάσει των ανακριβών ή παραποιημένων στοιχείων, γενομένη από αυτήν κατάταξη των εμπορευμάτων σε δασμολογική κλάση, την οποία μπορεί να αμφισβητήσει μόνον εάν τα επίμαχα εμπορεύματα εξακολουθούν να είναι διαθέσιμα και να μην αλλοιώθηκαν με οποιοδήποτε τρόπο ώστε να είναι δυνατή η διενέργεια νέας δειγματοληψίας, θα οδηγούσε σε παρακώλυση της ορθής επιβολής των τελωνειακών δασμών και, ως εκ τούτου, θα αντέκειτο στους σκοπούς της οικείας νομοθεσίας τούτο δε διότι, κατά κανόνα, πριν από τη διενέργεια επανελέγχου έχει χορηγηθεί άδεια παραλαβής των εμπορευμάτων για τα οποία πρόκειται και αυτά δεν βρίσκονται πλέον στη διάθεση της τελωνειακής αρχής ώστε να είναι δυνατή η διενέργεια νέας δειγματοληψίας, με αποτέλεσμα να μην δύναται, εάν γίνει δεκτή η άποψη αυτή, να ανατραπεί η αρχικώς, βάσει των παραποιημένων στοιχείων, γενομένη κατάταξη των εμπορευμάτων σε δασμολογική κλάση. (Σημειώνεται, συναφώς, ότι η ανωτέρω απόφαση ΔΕΚ της 4.3.2004, C- 290/01, αφορά το διαφορετικό εν μέρει από το επίμαχο ζήτημα υπό ποιές προϋποθέσεις ο διασαφιστής μπορεί να ζητήσει την ακύρωση της πράξης καταλογισμού για καταβολή προσθέτων δασμών με την αιτιολογία ότι τα ληφθέντα δείγματα δεν ήταν αντιπροσωπευτικά).
7. Επειδή, εν προκειμένω, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση έγινε δεκτό ότι από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτουν τα εξής: Η (τέταρτη των ήδη αναιρεσειόντων) ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «.....................», της οποίας ο πρώτος των αναιρεσειόντων ήταν διευθύνων σύμβουλος, είχε ως αντικείμενο εργασιών, μεταξύ άλλων, την εισαγωγή και εμπορία αθλητικών υποδημάτων της πολυεθνικής εταιρίας «................... ...... ......», που παράγονται σε εργοστάσια της Απω Ανατολής (Κίνα, Κορέα, Βιετνάμ, Ινδονησία, Ταϊλάνδη). Τα υποδήματα αυτά έχουν τα εξωτερικά πέλματα από καουτσούκ και το επάνω μέρος είτε από φυσικό ή συνθετικό δέρμα είτε από πλαστική ύλη είτε και από ύφασμα, η δε σύνθεσή τους περιγράφεται στα οικεία τιμολόγια, κατά περίπτωση, ως εξής: LEATHER UPPER / RUBBER SOLID (δέρμα επάνω / καουτσούκ πέλμα), SYNTHETIC LEATHER UPPER / RUBBER SOLID (συνθετικό δέρμα επάνω / καουτσούκ πέλμα), RUBBER/PLASTIC UPPER / RUBBER SOLID (καουτσούκ ή πλαστικό επάνω / καουτσούκ πέλμα) και, τέλος, TEXTILE UPPER / RUBBER SOLID (ύφασμα επάνω / καουτσούκ πέλμα). Τα παραπάνω εμπορεύματα εκτελωνίζονταν και παραλαμβάνονταν από το εκτελωνιστικό γραφείο του δεύτερου και του τρίτου από τους αναιρεσείοντες, στους οποίους και είχε ανατεθεί από την παραπάνω εισαγωγική εταιρεία η διεκπεραίωση των σχετικών διαδικασιών και οι οποίοι κατά τη διενέργεια των διαφόρων διατυπώσεων χρησιμοποιούσαν συνήθως φωτοαντίγραφα των πρωτοτύπων τιμολογίων που συνόδευαν τα εμπορεύματα αυτά, τα οποία και γίνονταν δεκτά από το τελωνείο.
Κατά τον επανέλεγχο που διενεργήθηκε το έτος 1997, κατόπιν εισαγγελικής παραγγελίας, στα παραστατικά εισαγωγής των εν λόγων ειδών, που είχαν κατατεθεί στο .................... για λογαριασμό της πιο πάνω εταιρίας κατά το χρονικό διάστημα από το έτος 1992 έως και 15.6.1997 και επ’ αφορμή έντεχνης παραποίησης που διαπιστώθηκε σε τιμολόγιο που είχε επισυναφθεί στην 18065/1997 διασάφηση εισαγωγής, διαπιστώθηκε ότι κατά τη διάρκεια του παραπάνω χρονικού διαστήματος είχαν αλλοιωθεί ή παραποιηθεί τιμολόγια που συνόδευαν τα εισαγόμενα υποδήματα και αντιστοιχούσαν σε 148 διασαφήσεις εισαγωγής με αλλαγή της περιγραφής της πρώτης ύλης από την οποία αποτελείτο το επάνω μέρος των υποδημάτων. Τα τιμολόγια αυτά αποστέλλοντο από τον πωλητή οίκο εις τριπλούν (πρωτότυπο και δύο αντίτυπα), από την αντιπαραβολή δε των πρωτοτύπων, που είχαν κατατεθεί στις μεσολαβούσες τράπεζες για το συναλλαγματικό έλεγχο, αλλά και των αντιτύπων που βρίσκονταν εις χείρας της εταιρείας και εκείνων που επισυνάπτοντο στις οικείες διασαφήσεις εισαγωγής για τον εκτελωνισμό διαπιστώθηκε ειδικότερα ότι στα τελευταία και στη θέση της περιγραφής της πρώτης ύλης είτε διεγράφετο από την ένδειξη SYNTHETIC LEATHER η λέξη SYNTHETIC και παρέμενε η ένδειξη LEATHER, είτε διεγράφετο η λέξη TEXTILE ή PLASTIC και, ακολούθως, με γραφομηχανή ιδίων στοιχείων ή και με κολάζ αντικαθίστατο με τη λέξη LEATHER, ενώ με διαδοχικές φωτοτυπίες επιτυγχάνετο να μην είναι διακριτή η αντικατάσταση αυτή. Το κενό που δημιουργείτο στην πρώτη περίπτωση καλύπτετο είτε με ποσοτική ανάλυση του εμπορεύματος (αριθμός χαρτοκιβωτίων επί αριθμό ζευγών υποδημάτων ανά χαρτοκιβώτιο) είτε με τη θέση της σφραγίδας της ΔΙ.Π.Α.Ε. (περί θεωρήσεως της αξίας του τιμολογίου). Αποτέλεσμα των ανωτέρω μεθοδεύσεων ήταν να κατατάσσονται τα εισαγόμενα είδη σε διαφορετική από την προσήκουσα δασμολογική κλάση και να καταβάλλονται μειωμένοι δασμοί και λοιποί φόροι, δεδομένου ότι τα υποδήματα των οποίων η σύνθεση ήταν από φυσικό δέρμα είχαν χαμηλότερη δασμολογική επιβάρυνση και, συγκεκριμένα, να καταβάλλονται δασμοί που ανέρχονταν από ποσοστό 5,6% (εφόσον επρόκειτο για χώρα για την οποία ίσχυε προτιμησιακό καθεστώς) έως 8%, αντί του ορθού από 12,5% έως 15,4% στην πρώτη περίπτωση και από 18% έως 20% στις λοιπές των περιπτώσεων. Οπως προέκυψε μάλιστα, περαιτέρω, όταν η σύνθεση των εισαγόμενων υποδημάτων δεν ασκούσε επιρροή στη δασμολογική τους επιβάρυνση, διότι υπήρχε προτιμησιακή δασμολογική μεταχείριση για τα είδη αυτά από ορισμένες χώρες εισαγωγής, οι παραπάνω διορθώσεις δεν ελάμβαναν χώρα, αλλά η περιγραφή της συνθέσεως του εμπορεύματος παρέμενε ως είχε στα πρωτότυπα τιμολόγια. Ειδικότερα, στη συγκεκριμένη περίπτωση, με την 7557/1.3.1996 διασάφηση εισαγωγής που κατατέθηκε στο παραπάνω Τελωνείο από τον (δεύτερο των ήδη αναιρεσειόντων) εκτελωνιστή Βασίλειο Θεοδωρικάκο ζητήθηκε ο τελωνισμός και η παραλαβή χαρτοκιβωτίων «με υποδήματα που έχουν το επάνω μέρος από δέρμα φυσικό και το πέλμα από καουτσούκ» της δασμολογικής κλάσης 640319, προέλευσης Λ. Κίνας. Η αναγραφόμενη στη διασάφηση εισαγωγής ανωτέρω περιγραφή των υποδημάτων συμφωνούσε με το συνημμένο στη διασάφηση φωτοαντίγραφο του οικείου τιμολογίου του αλλοδαπού οίκου (73834/1996), σύμφωνα με το οποίο τα υποδήματα περιγράφονταν ως LEATHER UPPER / RUBBER SOLID. Επίσης στην ως άνω διασάφηση είχε επισυναφθεί και κιβωτολόγιο στο οποίο δεν αναγραφόταν η περιγραφή των εισαγόμενων εμπορευμάτων, αλλά διάφοροι κωδικοί αριθμοί, από κανένα δε στοιχείο δεν προέκυπτε ότι είχαν δοθεί οι επεξηγήσεις τους στην τελωνειακή αρχή. Κατά τον γενόμενο μερικό έλεγχο, κατά τον οποίο από το σύνολο των 128 χαρτοκιβωτίων ανοίχθηκε ένα, το δείγμα (ένα ζευγάρι) που εστάλη στο Γενικό Χημείο του Κράτους βρέθηκε να συμφωνεί με την ανωτέρω περιγραφή (σχετικό το 2746/4.3.1996 δελτίο χημικής ανάλυσης). Κατόπιν τούτων, προσδιορίστηκαν οι οφειλόμενοι δασμοί και οι λοιπές συνεισπραττόμενες επιβαρύνσεις βάσει της κατατάξεως των υποδημάτων στη δασμολογική κλάση 640319, στην οποία είχαν δηλωθεί με τη διασάφηση εισαγωγής, γι’ αυτήν δε τη δασμολογική κλάση προβλέπονταν δασμοί σε ποσοστό 8%.
Κατά το διενεργηθέντα, όμως, επανέλεγχο, διαπιστώθηκε ότι το φωτοαντίγραφο του τιμολογίου εισαγωγής που είχε επισυναφθεί στη διασάφηση ήταν παραποιημένο-νοθευμένο, καθόσον στο πρωτότυπο τιμολόγιο αλλά και στα αντίτυπα αυτού και, ειδικότερα, στη θέση της περιγραφής της πρώτης ύλης αναγραφόταν η ένδειξη SYNTHETIC LEATHER UPPER / RUBBER SOLID, ενώ στη θέση αυτή στα φωτοαντίγραφα των τιμολογίων που είχαν κατατεθεί στην τελωνειακή αρχή είχε σβησθεί η λέξη SYNTHETIC. Η μεθόδευση αυτή είχε ως συνέπεια να υπαχθούν τα ως άνω υποδήματα στη δασμολογική κλάση 640319, αντί της ορθής 640219, στην οποία κατατάσσονται τα υποδήματα τα οποία φέρουν το επάνω μέρος τους από συνθετικό δέρμα, με αποτέλεσμα να καταβληθούν δασμοί και λοιποί φόροι μειωμένοι κατά το ποσό των 792.392 δρχ.. Ο .................... , με το από 22.4.1998 απολογητικό υπόμνημά του στην τελωνειακή αρχή, συνομολόγησε ότι οι παραπάνω διορθώσεις (παραποιήσεις), οι οποίες γίνονταν με φωτοτυπήσεις των πρωτότυπων τιμολογίων, αποσκοπούσαν στην ταχύτερη παραλαβή των εμπορευμάτων από το Τελωνείο, καθόσον η περιγραφή τους στα εκδοθέντα από τον αλλοδαπό οίκο τιμολόγια δεν συνέπιπτε πάντα με την πραγματική ταυτότητά τους, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται αμφισβητήσεις από την τελωνειακή αρχή, μέχρι δε την επίλυσή τους, να παραμένουν τα εμπορεύματα για μεγάλο χρονικό διάστημα στον τελωνειακό χώρο, με ζημία της εταιρείας. Περαιτέρω, το δικάσαν Διοικητικό Εφετείο, αφού έλαβε υπόψη του επίσης τις σχετικές μαρτυρίες των τελωνειακών ελεγκτών ........................................................... και των τελωνειακών επιμελητών (κλητήρων που μετέφεραν τα δείγματα για ανάλυση στο Γενικό Χημείο του Κράτους) ........................... ................................................. , καθώς και τις καταθέσεις και απολογητικά υπομνήματα του πρώτου των αναιρεσειόντων, του τρίτου των αναιρεσειόντων (εκτελωνιστή), του Γ.Κ. και του Κ.Α. (εκτελωνιστών και υπαλλήλων του εκτελωνιστικού γραφείου του δεύτερου και του τρίτου των αναιρεσειόντων), έκρινε ότι, με τις προαναφερόμενες ενέργειες, που συνιστούν ιδιαίτερα τεχνάσματα, επιδιώχθηκε και επιτεύχθηκε να εμφανισθεί, κατ’ εξαπάτηση του αρμόδιου τελωνειακού ελεγκτή, ότι η συνολική ποσότητα των υποδημάτων στα οποία αφορούσε η ένδικη διασάφηση, η οποία πάντως περιελάμβανε και υποδήματα με το επάνω μέρος από φυσικό δέρμα, ήταν της ίδιας κατασκευής (από φυσικό δέρμα) και, συνακόλουθα, να τελωνισθεί το σύνολο αυτών ως «υποδήματα με το επάνω μέρος από φυσικό δέρμα». Συγκεκριμένα, ο αρμόδιος τελωνειακός υπάλληλος παραπλανήθηκε στο πλαίσιο του τελωνειακού ελέγχου, κατά τον οποίο, από το σύνολο των χαρτοκιβωτίων ανοίχθηκε ένα, το οποίο προδήλως περιείχε υποδήματα που το επάνω μέρος τους ήταν από φυσικό δέρμα, με συνέπεια το δείγμα να προκύψει κατά τη χημική ανάλυση ότι ήταν από φυσικό δέρμα και, συνακόλουθα, να καταβληθούν μειωμένοι δασμοί και λοιποί φόροι. Κατόπιν τούτων και θεωρώντας ότι τόσο ο πρώτος όσο και ο τρίτος των αναιρεσειόντων γνώριζαν το παραπάνω τέχνασμα και συμμετείχαν σε αυτό, προκειμένου να επιτευχθεί μειωμένη δασμοφορολογική επιβάρυνση των εισαγόμενων εμπορευμάτων, το δικάσαν Εφετείο απέρριψε την έφεση των ήδη αναιρεσειόντων.
8. Επειδή, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφασή του, το δικάσαν Εφετείο έκρινε, εμμέσως πλην σαφώς, απορριπτέο το λόγο εφέσεως με τον οποίο οι αναιρεσείοντες προέβαλαν, κατ’ επανάληψη του περιεχομένου λόγου της προσφυγής τους, ότι οι τελωνειακές αρχές δεσμεύονταν, ως προς το σύνολο των επίδικων εμπορευμάτων, από το αποτέλεσμα της οικείας χημικής ανάλυσης δείγματος των επίδικων ειδών. Η κρίση, όμως, αυτή του δικάσαντος Εφετείου δεν είναι νόμιμη, κατά τα βασίμως προβαλλόμενα. Και τούτο, διότι, σύμφωνα με τα γενόμενα δεκτά στη σκέψη 6, το πόρισμα της διενεργηθείσας χημικής ανάλυσης δείγματος των εισαχθέντων εμπορευμάτων ήταν, ως προς όλα τα εμπορεύματα της οικείας διασάφησης, κατ’ αρχήν δεσμευτικό για την τελωνειακή αρχή, η οποία δεν μπορούσε να αποστεί από αυτό, αμφισβητώντας κατ’ ουσίαν την αντιπροσωπευτικότητα του επιλεγέντος και εξετασθέντος δείγματος, παρά μόνον εφόσον πληρούνταν οι προαναφερόμενες προϋποθέσεις (δηλαδή, μόνον εφόσον τα επίδικα εμπορεύματα εξακολουθούσαν να είναι διαθέσιμα και μη αλλοιωμένα και γινόταν συμπληρωματική δειγματοληψία από αυτά και ανάλυση του νέου δείγματος με διαφορετικό αποτέλεσμα από εκείνο της αρχικής ανάλυσης), η συνδρομή των οποίων δεν βεβαιώνεται ούτε, άλλωστε, εξετάζεται στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, τούτο δε ήταν απαραίτητο έστω κι αν αποκαλύφθηκε ότι το συνημμένο στη διασάφηση τιμολόγιο αγοράς είχε παραποιηθεί, ώστε να εμφανίζει σύνθεση των εισαγόμενων ειδών όμοια με τη δηλωθείσα στη διασάφηση, εφόσον, πάντως, αυτή συνέπιπτε με εκείνη που κατέδειξε η χημική ανάλυση του ελεγχθέντος δείγματος. Μειοψήφησε ο Σύμβουλος Γ. Τσιμέκας, με τη γνώμη του οποίου συντάχθηκε η Πάρεδρος Σ. Βιτάλη, ο οποίος υποστήριξε ότι με τον προαναφερόμενο λόγο εφέσεως δεν προβλήθηκε παράβαση των αναφερομένων στη σκέψη 5 διατάξεων του Κοινοτικού Τελωνειακού Κώδικα από την ανωτέρω άποψη, ώστε να είναι υποχρεωμένο το Διοικητικό Εφετείο να ερευνήσει αν τηρήθηκαν εν προκειμένω οι προϋποθέσεις που, σύμφωνα με την πλειοψηφήσασα γνώμη, θέτουν οι διατάξεις αυτές, και, συνεπώς, ο εξεταζόμενος λόγος αναιρέσεως, προβαλλόμενος υπό την ανωτέρω έννοια, είναι απαράδεκτος ως συμπλεκόμενος με πραγματικό (μη τήρηση των ως άνω προϋποθέσεων) το οποίο δεν είχε τεθεί υπόψη του δικαστηρίου της ουσίας (πρβλ. ΣτΕ 3827/2012). Σε κάθε δε περίπτωση, σύμφωνα με την μειοψηφήσασα κατά τα ανωτέρω γνώμη των ίδιων μελών, νομίμως απορρίφθηκε σιγή από το δικάσαν Εφετείο ο ως άνω λόγος εφέσεως, δεδομένου ότι οι τελωνειακές αρχές μπορούσαν να αποστούν από την γενομένη αρχικώς κατάταξη των εμπορευμάτων σε δασμολογική κλάση και, συνεπώς, από το αποτέλεσμα της διενεργηθείσας χημικής ανάλυσης, ανεξαρτήτως εάν τα επίμαχα εμπορεύματα ήταν ακόμα διαθέσιμα για νέα δειγματοληψία, εφόσον, όπως γίνεται δεκτό από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, εκ των υστέρων διαπιστώθηκε τέχνασμα κατά την εισαγωγή, το οποίο συνίστατο σε παραποίηση των συνημμένων στη διασάφηση τιμολογίων αγοράς, η οποία και δεν αμφισβητήθηκε από τους αναιρεσείοντες, ώστε να εμφανίζουν σύνθεση των εισαγομένων ειδών διαφορετική από την αναγραφόμενη στα γνήσια τιμολόγια.
9. Επειδή, κατά τα εκτεθέντα, το Τμήμα, υπό την παρούσα σύνθεσή του, φέρεται, κατά πλειοψηφία, προς την άποψη ότι η κρινόμενη αίτηση πρέπει να γίνει δεκτή, κατ’ αποδοχή του προαναφερόμενου λόγου αναιρέσεως. Λόγω, όμως, της μείζονας σπουδαιότητας του ανωτέρω ζητήματος, που συνάπτεται με την ερμηνεία και εφαρμογή διατάξεων του Κοινοτικού Τελωνειακού Κώδικα, κρίνεται ότι η υπόθεση πρέπει να παραπεμφθεί προς εκδίκαση στην επταμελή σύνθεση του Τμήματος, κατ’ εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 14 παρ. 5 εδαφ. β΄ του π.δ. 18/1989.
Διά ταύτα
Παραπέμπει την υπόθεση προς εκδίκαση ενώπιον της επταμελούς συνθέσεως του Τμήματος και ορίζει δικάσιμο στις 3 Απριλίου 2013.
Ορίζει ως εισηγητή της υποθέσεως ενώπιον της επταμελούς συνθέσεως τον Πάρεδρο Ι. Δημητρακόπουλο.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 17 Δεκεμβρίου 2012
Η Προεδρεύουσα Σύμβουλος Η Γραμματέας
Ε. Γαλανού Α. Ζυγουρίτσα
και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 6ης Φεβρουαρίου 2013.
Ο Προεδρεύων Σύμβουλος Η Γραμματέας
Ν. Μαρκουλάκης Κ. Κεχρολόγου