NOMOΣ ΥΠ’ ΑΡΙΘΜ. 3607
Σύσταση και Καταστατικό της «Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης Κοινωνικής Ασφάλισης Α.Ε.» (Η.ΔΙ.Κ.Α. Α.Ε.) και λοιπές ασφαλιστικές και οργανωτικές διατάξεις.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ
ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή:
ΜΕΡΟΣ Α΄
ΣΥΣΤΑΣΗ ΤΗΣ «ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗΣ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ
ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ Α.Ε. (Η.ΔΙ.Κ.Α. Α.Ε.)»
Άρθρο πρώτο
Σύσταση - Μορφή
1. Το νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου με την επωνυμία «Κέντρο Ηλεκτρονικού Υπολογιστού Κοινωνικών Υπηρεσιών» (Κ.Η.Υ.Κ.Υ.), που ιδρύθηκε με το ν.δ. 390/ 1969 (ΦΕΚ 283/Α΄), μετατρέπεται σε ανώνυμη εταιρεία μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα με την επωνυμία «ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ Ανώνυμη Εταιρεία» και το διακριτικό τίτλο «Η.ΔΙ.Κ.Α. Α.Ε.».
2. Η «ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ Ανώνυμη Εταιρεία» (στο εξής «Εταιρεία») λειτουργεί χάριν του δημοσίου συμφέροντος κατά τις διατάξεις του ιδιωτικού δικαίου, σύμφωνα με τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας, διέπεται από τις διατάξεις του παρόντος νόμου και των κατ’ εξουσιοδότηση αυτού διοικητικών πράξεων και υπάγεται στις διατάξεις του ν. 3429/2005 (ΦΕΚ 314/Α΄) εξαιρουμένων των διατάξεων του άρθρου 14.
3. Την εποπτεία και τον έλεγχο της Εταιρείας ασκεί ο Υπουργός Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας.
4. Από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, η Εταιρεία αναλαμβάνει τα νέα έργα Πληροφορικής και Επικοινωνιών των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης, καθώς και τις επεκτάσεις τους. Με απόφαση του Υπουργού Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας, υπάγονται στη διοικητική και τεχνική εποπτεία και τον έλεγχο της Εταιρείας λειτουργούντα, καθώς και υπό υλοποίηση έργα Πληροφορικής και Επικοινωνιών των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης.
5. Για τα ρυθμιζόμενα στον παρόντα νόμο θέματα, που αφορούν στην ίδρυση και λειτουργία της Εταιρείας, εφαρμόζονται συμπληρωματικά και εφόσον δεν αντίκεινται στις διατάξεις του νόμου αυτού και του
ν. 3429/2005, οι διατάξεις του κ.ν. 2190/1920 και της λοιπής νομοθεσίας περί ανωνύμων εταιρειών, όπως ισχύουν κάθε φορά.
Άρθρο δεύτερο
Μεταβίβαση δικαιωμάτων στην Εταιρεία
1. Από της δημοσιεύσεως του παρόντος νόμου, παραχωρούνται και μεταβιβάζονται στην Εταιρεία, κατά πλήρες δικαίωμα κυριότητας, νομής και κατοχής, ως τμήμα του μετοχικού κεφαλαίου της, όπως ειδικότερα αυτό προσδιορίζεται στο Καταστατικό της, τα πάσης φύσεως περιουσιακά στοιχεία του Κ.Η.Υ.Κ.Υ.
2. Από της δημοσιεύσεως του παρόντος νόμου μεταβιβάζονται στην Εταιρεία όλα τα δικαιώματα και υποχρεώσεις του Κ.Η.Υ.Κ.Υ. προς τρίτους.
3. Η απογραφή και αποτίμηση των αναφερόμενων στις παραγράφους 1 και 2 του παρόντος άρθρου περιουσιακών στοιχείων θα διενεργηθεί από το Σώμα Ορκωτών Εκτιμητών εντός δύο (2) μηνών από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου.
4. Συνεχίζονται από την Εταιρεία εκκρεμείς δίκες με διάδικο το Κ.Η.Υ.Κ.Υ. ή και το Ι.Κ.Α.?Ε.Τ.Α.Μ. στις περιπτώσεις που εκκρεμείς δίκες με διάδικο το Κ.Η.Υ.Κ.Υ. συνεχίστηκαν από το Ι.Κ.Α.?Ε.Τ.Α.Μ., δυνάμει του τελευταίου εδαφίου της παρ. 3 του άρθρου 30 του ν. 3232/ 2004 (ΦΕΚ 48/Α΄) ή άρχισαν με διάδικο το Ι.Κ.Α. - Ε.Τ.Α.Μ., με βάση την παρ. 1 του άρθρου 30 του ν. 3232/ 2004, αλλά αφορούν το Κ.Η.Υ.Κ.Υ.
Άρθρο τρίτο
Μετοχικό κεφάλαιο
1. Το μετοχικό κεφάλαιο της Εταιρείας αναλαμβάνεται εξ ολοκλήρου από το Ελληνικό Δημόσιο, το οποίο για την άσκηση των μετοχικών του δικαιωμάτων εκπροσωπεί ο Υπουργός Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας. Οι μετοχές της Εταιρείας είναι ονομαστικές και αμεταβίβαστες.
2. Σε περίπτωση αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου, το νέο κεφάλαιο αναλαμβάνεται: α) από το μοναδικό μέτοχο, ή β) από Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης που λειτουργούν ως νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου και υπάγονται στην αρμοδιότητα του Υπουργείου Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας σε ποσοστό που δεν μπορεί να υπερβαίνει το σαράντα τοις εκατό (40%) του συνολικού μετοχικού κεφαλαίου.
Άρθρο τέταρτο
Ατέλειες
Η Εταιρεία απολαμβάνει όλων των διοικητικών, οικονομικών και δικαστικών ατελειών, καθώς και όλων των δικονομικών προνομίων του Δημοσίου.
Άρθρο πέμπτο
Καταστατικό της Η.ΔΙ.Κ.Α. Α.Ε.
Το Καταστατικό της Εταιρείας έχει ως εξής:
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ
ΣΥΣΤΑΣΗ ? ΕΠΩΝΥΜΙΑ ? ΕΔΡΑ ? ΣΚΟΠΟΣ ?
ΔΙΑΡΚΕΙΑ ? ΠΟΡΟΙ ΚΑΙ ΕΣΟΔΑ ΤΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ
Άρθρο 1
Σύσταση - Επωνυμία
Συνιστάται με το Καταστατικό αυτό Ανώνυμη Εταιρεία με την επωνυμία «ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ Ανώνυμη Εταιρεία» και το διακριτικό τίτλο «Η.ΔΙ.Κ.Α. Α.Ε.» εκ μετατροπής του νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου «Κέντρο Ηλεκτρονικού Υπολογιστού Κοινωνικών Υπηρεσιών» (Κ.Η.Υ.Κ.Υ.) που ιδρύθηκε με το ν.δ. 390/1969 (ΦΕΚ 283/Α΄). Για τις σχέσεις της Εταιρείας με την αλλοδαπή θα χρησιμοποιείται η επωνυμία «E-GOVERNMENT CENTER for SOCIAL SECURITY Societe Anonyme» και ο διακριτικός τίτλος «Ι.DI.K.A. S.A.».
Άρθρο 2
Έδρα
Έδρα της Εταιρείας ορίζεται ο Δήμος Αθηναίων. Με απόφαση της Γενικής Συνέλευσης της Εταιρείας, η έδρα της Εταιρείας μπορεί να μεταφέρεται.
Άρθρο 3
Σκοπός
1. Σκοπός της Εταιρείας, η οποία λειτουργεί χάριν του δημοσίου συμφέροντος, είναι:
α) η μελέτη, ανάπτυξη, λειτουργία, εκμετάλλευση, διοίκηση, διαχείριση και συντήρηση Συστημάτων Πληροφορικής και Επικοινωνιών -εξοπλισμού, λογισμικού και υπηρεσιών- για την εξυπηρέτηση όλων των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης,
β) η ηλεκτρονική εξυπηρέτηση των πολιτών στις συναλλαγές τους με τους παραπάνω φορείς (Ηλεκτρονική Διακυβέρνηση),
γ) η συνεργασία και διασύνδεση με αντίστοιχους φορείς της Ευρωπαϊκής Ένωσης,
δ) η διασφάλιση και η υποστήριξη της διαλειτουργικότητας των Συστημάτων Πληροφορικής και Επικοινωνιών των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης που υπάγονται στην εποπτεία του Υπουργείου Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας και λοιπών φορέων που δραστηριοποιούνται σε θέματα ασφάλισης, υγείας, πρόνοιας και κοινωνικής πολιτικής,
ε) η ενοποίηση και διαχείριση του συνόλου της πληροφορίας στο χώρο της Κοινωνικής Ασφάλισης στην Ελλάδα,
στ) η παροχή συμβουλών προς τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης για τα ως άνω θέματα,
ζ) η παροχή προς κάθε υπηρεσία του Κράτους και της Ευρωπαϊκής Ένωσης στατιστικών και άλλου τύπου πληροφοριών και αξιολογήσεων για την Κοινωνική Ασφάλιση στην Ελλάδα,
η) η μελέτη, ανάπτυξη, λειτουργία, εκμετάλλευση, διαχείριση και συντήρηση Συστημάτων Πληροφορικής και Επικοινωνιών για την εξυπηρέτηση φορέων του Υπουργείου Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης,
θ) η εποπτεία και ο έλεγχος των λειτουργούντων, καθώς και των υπό υλοποίηση έργων Πληροφορικής και Επικοινωνιών των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης.
2. Για την επίτευξη των σκοπών της η Εταιρεία:
α) αναπτύσσει έναντι αμοιβής Συστήματα Πληροφορικής και Επικοινωνιών και παρέχει συμβουλευτικές υπηρεσίες στους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης,
β) διενεργεί για τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης ή σε συνεργασία με αυτούς, τους διαγωνισμούς για τη μελέτη, ανάπτυξη, λειτουργία, εκμετάλλευση, διαχείριση και συντήρηση Συστημάτων Πληροφορικής και Επικοινωνιών σύμφωνα με τα παραπάνω,
γ) αναθέτει σε τρίτους έργα για τη λειτουργία και υποστήριξη των δραστηριοτήτων της,
δ) συμμετέχει σε ερευνητικά προγράμματα, συνεργάζεται με πανεπιστημιακά ιδρύματα και κέντρα καινοτομίας, διοργανώνει ή/και συμμετέχει σε συνέδρια και σεμινάρια,
ε) συμμετέχει στην υλοποίηση ευρωπαϊκών προγραμμάτων των οποίων δύναται να καθίσταται τελικός δικαιούχος.
Άρθρο 4
Διάρκεια
Η διάρκεια της Εταιρείας ορίζεται σε πενήντα (50) έτη και αρχίζει από τη δημοσίευση του παρόντος Καταστατικού στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Με απόφαση της Γενικής Συνέλευσης η διάρκεια της Εταιρείας μπορεί να παραταθεί ή να συντμηθεί.
Άρθρο 5
Πόροι - Έσοδα της Εταιρείας
1. Έσοδα της Εταιρείας είναι:
α) έσοδα από αμοιβές υπηρεσιών που παρέχει στους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης ή και σε άλλους φορείς του Δημοσίου,
β) έσοδα από αμοιβές για έργα τα οποία έχει αναλάβει το Κ.Η.Υ.Κ.Υ. μέχρι την ημερομηνία δημοσίευσης του παρόντος νόμου, καθώς και έσοδα από τυχόν επεκτάσεις ή τροποποιήσεις των έργων αυτών,
γ) έσοδα από τη συμμετοχή της στην υλοποίηση έργων που συγχρηματοδοτούνται από την Ευρωπαϊκή Ένωση,
δ) δωρεές, κληρονομιές και κληροδοσίες προς την Εταιρεία,
ε) έσοδα από τη διαχείριση των διαθεσίμων της,
στ) έσοδα από την εκμίσθωση, εκμετάλλευση και εν γένει διαχείριση των περιουσιακών στοιχείων της,
ζ) έσοδα από κάθε άλλη νόμιμη αιτία.
2. Για τη χρηματοδότηση του έργου και γενικά των σκοπών της, η Εταιρεία δύναται να συνάπτει δάνεια από ημεδαπές ή αλλοδαπές τράπεζες ή πιστωτικούς οργανισμούς ή από οποιονδήποτε τρίτο, τηρουμένων των διατάξεων της παραγράφου 3 του άρθρου 10 του ν. 3429/ 2005.
3. Η Εταιρεία συνάπτει σύμβαση με τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης για τις παρεχόμενες προς αυτούς υπηρεσίες. Με τη σύμβαση αυτή, η οποία εγκρίνεται από τον Υπουργό Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας, καθορίζονται οι όροι, ο χρόνος και οι προϋποθέσεις εκτέλεσης των εργασιών, το ύψος και ο τρόπος της αμοιβής της Εταιρείας και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια.
4. Σε κάθε άλλη περίπτωση πλην των αναφερομένων στην προηγούμενη παράγραφο, το ύψος της αμοιβής της Εταιρείας καθορίζεται με κοινή συμφωνία των δύο πλευρών.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ
ΜΕΤΟΧΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ - ΜΕΤΟΧΕΣ
Άρθρο 6
Μετοχικό Κεφάλαιο - Μετοχές
1. Το μετοχικό κεφάλαιο της Εταιρείας ορίζεται στο ποσό των τριών εκατομμυρίων (3.000.000) ευρώ και διαιρείται σε εξήντα χιλιάδες (60.000) ονομαστικές, αμεταβίβαστες μετοχές, ονομαστικής αξίας πενήντα (50) ευρώ η καθεμία. Το μετοχικό κεφάλαιο αναλαμβάνεται εξ ολοκλήρου από το Ελληνικό Δημόσιο, το οποίο για την άσκηση των μετοχικών του δικαιωμάτων εκπροσωπείται από τον Υπουργό Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας.
2. Το μετοχικό κεφάλαιο αποτελείται: α) από το σύνολο της πάσης φύσεως περιουσίας του Κ.Η.Υ.Κ.Υ., όπως αυτή θα αποτιμηθεί από το Σώμα Ορκωτών Εκτιμητών και β) από εφάπαξ εισφορά σε μετρητά από το Λογαριασμό Βελτίωσης Κοινωνικής Ασφάλισης (Λ.Β.Κ.Α.) του Υπουργείου Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας ίση με το ποσό που αντιστοιχεί στη διαφορά μεταξύ του μετοχικού κεφαλαίου της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου και της αποτιμηθείσας αξίας της περιουσίας του Κ.Η.Υ.Κ.Υ., εντός τριών (3) μηνών από της δημοσιεύσεως του παρόντος.
3. Σε περίπτωση αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου, το νέο κεφάλαιο αναλαμβάνεται: α) από το μοναδικό μέτοχο, ή β) από Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης που λειτουργούν ως νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου και υπάγονται στην αρμοδιότητα του Υπουργείου Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας σε ποσοστό που δεν μπορεί να υπερβαίνει το σαράντα τοις εκατό (40%) του συνολικού μετοχικού κεφαλαίου.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ
ΟΡΓΑΝΑ ΤΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ? ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΕΛΕΥΣΗ
Άρθρο 7
Όργανα της Εταιρείας
Όργανα της Εταιρείας είναι η Γενική Συνέλευση, τα Όργανα Διοίκησης - Διοικητικό Συμβούλιο, Διευθύνων Σύμβουλος - και οι Ελεγκτές.
Άρθρο 8
Αρμοδιότητες της Γενικής Συνέλευσης
1. Οι σύμφωνα με τη νομοθεσία περί ανωνύμων εταιρειών αρμοδιότητες της Γενικής Συνέλευσης ασκούνται από τον Υπουργό Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας, ο οποίος την εκπροσωπεί και υπογράφει τις σχετικές αποφάσεις. Η Γενική Συνέλευση των μετόχων αποφασίζει για κάθε υπόθεση που αφορά την Εταιρεία.
2. Η Γενική Συνέλευση αποφασίζει, τηρώντας τις διατάξεις του ν. 3429/2005 και του κ.ν. 2190/1920 για τα ακόλουθα:
α) την τροποποίηση του Καταστατικού, πλην της τροποποίησης του σκοπού και της λύσης της Εταιρείας, για τα οποία απαιτείται νομοθετική ρύθμιση,
β) την αύξηση ή τη μείωση του μετοχικού κεφαλαίου,
γ) την εκλογή των τακτικών ελεγκτών και των αναπληρωματικών τους,
δ) την απαλλαγή των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου και των ελεγκτών από την ευθύνη της διαχείρισης,
ε) την έγκριση των ετήσιων οικονομικών καταστάσεων της Εταιρείας,
στ) τη συγχώνευση της Εταιρείας, την παράταση διάρκειάς της, τη διάσπαση, μετατροπή, αναβίωση ή τη διάλυσή της πριν από τη λήξη της διάρκειάς της,
ζ) το διορισμό εκκαθαριστών,
η) τον ορισμό τουλάχιστον ενός εσωτερικού ελεγκτή σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου 4 του ν. 3429/ 2005,
θ) την έγερση αγωγών κατά των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου και των Ελεγκτών σε περίπτωση παραβάσεως των καθηκόντων τους,
ι) τη διάθεση στο Λ.Β.Κ.Α. των τυχόν ετήσιων θετικών αποτελεσμάτων,
ια) κάθε άλλο ζήτημα που φέρεται στη Γενική Συνέλευση από το Διοικητικό Συμβούλιο ή από τους μετόχους.
Άρθρο 9
Σύγκληση και πρακτικά της Γενικής Συνέλευσης
1. Η Γενική Συνέλευση συνέρχεται, ύστερα από πρόσκληση του Προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου στην έδρα της Εταιρείας, τουλάχιστον μία φορά, κατά τη διάρκεια κάθε εταιρικής χρήσης και μέσα σε έξι (6) μήνες από τη λήξη της χρήσης αυτής. Χρέη γραμματέα ασκεί ο Γραμματέας του Δ.Σ. της Εταιρείας. Στη Γενική Συνέλευση απαιτείται η παρουσία συμβολαιογράφου της έδρας της Εταιρείας, ο οποίος προσυπογράφει τα πρακτικά της Συνέλευσης. Κατά τα λοιπά για τη σύγκληση, συγκρότηση και λήψη αποφάσεων στη Γενική Συνέλευση εφαρμόζονται τα οριζόμενα στις σχετικές διατάξεις του κ.ν. 2190/1920, όπως εκάστοτε ισχύουν.
2. Για τα θέματα που συζητούνται και αποφασίζονται στη Γενική Συνέλευση τηρούνται πρακτικά που υπογράφονται από τον Πρόεδρο και το Γραμματέα της.
3. Τα αντίγραφα και τα αποσπάσματα των πρακτικών της Γενικής Συνέλευσης επικυρώνονται από τον Πρόεδρο του Διοικητικού Συμβουλίου της Εταιρείας ή το νόμιμο αναπληρωτή του ή από πρόσωπο που ορίζεται με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου.
4. Επικυρωμένο αντίγραφο των πρακτικών της Γενικής Συνέλευσης υποβάλλεται μέσα σε είκοσι (20) ημέρες στο Υπουργείο Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας.
Άρθρο 10
Απαλλαγή μελών Διοικητικού Συμβουλίου
Μετά την έγκριση του Ισολογισμού, η Γενική Συνέλευση αποφασίζει σε ειδική ψηφοφορία για την απαλλαγή των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου και των ελεγκτών από κάθε ευθύνη αποζημίωσης. Η απαλλαγή αυτή είναι ανίσχυρη στις περιπτώσεις του άρθρου 22α του κ.ν. 2190/1920.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ
ΟΡΓΑΝΑ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΤΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ
Άρθρο 11
Σύνθεση - Θητεία του Διοικητικού Συμβουλίου - Απουσία μελών του Δ.Σ.
1. Το Διοικητικό Συμβούλιο αποτελείται από επτά (7) μέλη ως ακολούθως: τον Πρόεδρο, το Διευθύνοντα Σύμβουλο, δύο (2) εκπροσώπους Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης εποπτευόμενων από το Υπουργείο Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας, έναν (1) ειδικό επιστήμονα, έναν (1) εκπρόσωπο του Υπουργείου Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας και έναν (1) εκπρόσωπο των εργαζομένων ο οποίος εκλέγεται από το προσωπικό της Εταιρείας.
2. Ο Πρόεδρος, ο Διευθύνων Σύμβουλος και τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου, πλην του εκπροσώπου των εργαζομένων, ορίζονται και παύονται αζημίως για το Δημόσιο και την Εταιρεία με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας. Ο εκπρόσωπος των εργαζομένων ορίζεται κατά τις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 3 του ν. 3429/2005. Έως τον ορισμό του, το Διοικητικό Συμβούλιο συγκροτείται και λειτουργεί νόμιμα και χωρίς αυτόν.
3. Τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου πρέπει να διαθέτουν ειδικές γνώσεις και εμπειρία σε σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό της Εταιρείας ή σε θέματα δημόσιας διοίκησης ή διοίκησης επιχειρήσεων. Επίσης θα πρέπει να διαθέτουν το απαιτούμενο για τη θέση τους κύρος και εμπειρία, ώστε να μπορούν να εκπληρώσουν το σκοπό της Εταιρείας.
4. Το Διοικητικό Συμβούλιο της Εταιρείας συγκαλείται ύστερα από πρόσκληση του Προέδρου του και κατά την πρώτη συνεδρίασή του ορίζει ως Γραμματέα του υπάλληλο της Εταιρείας.
5. Η απουσία κάποιου μέλους από τις συνεδριάσεις του Δ.Σ. χωρίς δικαιολογημένη αιτία ή χωρίς άδεια του Διοικητικού Συμβουλίου επί τρεις (3) συνεχείς συνεδριάσεις, ισοδυναμεί με παραίτησή του από το Διοικητικό Συμβούλιο, η οποία ισχύει από την ημέρα που το Διοικητικό Συμβούλιο αποφασίζει σχετικά και η απόφαση καταχωρείται στα πρακτικά του.
Άρθρο 12
Ευθύνη και υποχρεώσεις των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου
1. Τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου ευθύνονται έναντι της Εταιρείας:
α) για κάθε πταίσμα τους κατά την άσκηση των καθηκόντων τους σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 22α και 22β του κ.ν.2190/1920, και
β) για την εφαρμογή των διατάξεων του ν. 3429/ 2005.
2. Τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της Εταιρείας απαγορεύεται να ασκούν κατ’ επάγγελμα, είτε μόνοι είτε σε συνεργασία με τρίτους, όλους ή μερικούς από τους επιδιωκόμενους σκοπούς της Εταιρείας ή να εκτελούν εργασίες παρεμφερείς με τους σκοπούς αυτούς ή να μετέχουν ως ομόρρυθμοι εταίροι σε εταιρείες που επιδιώκουν τέτοιους σκοπούς, χωρίς προηγούμενη άδεια της Γενικής Συνέλευσης. Σε περίπτωση παράβασης της απαγόρευσης αυτής η Εταιρεία έχει δικαίωμα αποζημίωσης, ενώ παράλληλα υποβάλλεται εισήγηση προς τους Υπουργούς Οικονομίας και Οικονομικών και Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας για την έκδοση κοινής απόφασης παύσης του υπευθύνου. Στην περίπτωση αυτή εφαρμόζονται επίσης οι παράγραφοι 2 και 3 του άρθρου 23 του κ.ν. 2190/1920.
3. Οποιαδήποτε παροχή πίστωσης -δάνεια, εγγυήσεις- από την Εταιρεία σε μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου, στους ιδρυτές της ή και σε συζύγους ή άλλους συγγενείς αυτών μέχρι τρίτου βαθμού εξ αίματος ή αγχιστείας απαγορεύεται και είναι άκυρη.
4. Για οποιαδήποτε άλλη σύμβαση μεταξύ της Εταιρείας και των αναφερομένων στο παρόν άρθρο, απαιτείται προηγούμενη ειδική άδεια της Γενικής Συνέλευσης.
Άρθρο 13
Αρμοδιότητες Διοικητικού Συμβουλίου
1. Το Διοικητικό Συμβούλιο είναι το ανώτατο όργανο διοίκησης της Εταιρείας και διαμορφώνει τη στρατηγική ανάπτυξης της Εταιρείας, ενώ εποπτεύει, ελέγχει και διαχειρίζεται την περιουσία της. Αποφασίζει για όλα τα θέματα που αφορούν στην Εταιρεία, μέσα στα πλαίσια του εταιρικού σκοπού, με εξαίρεση εκείνα που, σύμφωνα με το νόμο ή το παρόν Καταστατικό, ανήκουν στην αποκλειστική αρμοδιότητα άλλων οργάνων.
2. Στις αρμοδιότητες του Δ.Σ. της Εταιρείας περιλαμβάνονται και τα ακόλουθα:
α) Η έγκριση προμηθειών, αγαθών και υπηρεσιών για ποσά για τα οποία απαιτείται η διενέργεια τακτικού διαγωνισμού όπως εκάστοτε ισχύουν από τις διατάξεις περί προμηθειών του Δημοσίου.
β) Η υποβολή πρότασης στον Υπουργό Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας για έγκριση των όρων και του ύψους της αμοιβής που θα περιέχονται στις συμβάσεις που θα καταρτίζει για την παροχή των υπηρεσιών του στους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης.
3. Το Διοικητικό Συμβούλιο μπορεί να αναθέτει εγγράφως σε ένα ή περισσότερα μέλη του ή τον Διευθύνοντα Σύμβουλο της Εταιρείας ή σε άλλους υπαλλήλους της, την άσκηση μέρους των εξουσιών ή των αρμοδιοτήτων του ή την ενέργεια ορισμένων πράξεων -εκτός από αυτές που απαιτούν συλλογική ενέργεια- μπορεί δε να ορίσει και τους αναπληρωτές τους σε περίπτωση απουσίας ή κωλύματός τους.
Άρθρο 14
Εκπροσώπηση της Εταιρείας
1. Η Εταιρεία εκπροσωπείται από το Διοικητικό Συμβούλιο, με την επιφύλαξη των διατάξεων της επόμενης παραγράφου.
2. Δικαστικώς η Εταιρεία εκπροσωπείται από τον Διευθύνοντα Σύμβουλο ή από εκτελεστικό μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου στον οποίο έχει ανατεθεί η αρμοδιότητα με σχετική πράξη. Εάν απαιτείται αυτοπρόσωπη εμφάνιση, ενώπιον Δικαστηρίου, εκπροσώπου της Εταιρείας, καθώς και εάν πρόκειται να δοθεί όρκος από αυτή, εκπροσωπείται ενώπιον Δικαστηρίου ή ο όρκος δίδεται από μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου ή από υπάλληλο της Εταιρείας που ορίζεται από το Διοικητικό Συμβούλιο.
Άρθρο 15
Σύγκληση του Διοικητικού Συμβουλίου
1. Το Διοικητικό Συμβούλιο συνέρχεται και συνεδριάζει στην έδρα της Εταιρείας. Το Διοικητικό Συμβούλιο συγκαλείται από τον Πρόεδρο σε ημέρα και ώρα που ορίζονται από αυτόν, τακτικά μεν μία φορά κάθε μήνα, εκτάκτως δε όταν ο Πρόεδρος κρίνει αυτό σκόπιμο ή το ζητήσουν τουλάχιστον δύο (2) από τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου.
2. Ύστερα από αίτηση δύο (2) μελών του Διοικητικού Συμβουλίου ο Πρόεδρος υποχρεούται:
α) να συγκαλεί το Διοικητικό Συμβούλιο ορίζοντας ημέρα συνεδρίασης, που δεν απέχει περισσότερο από δέκα (10) ημέρες από την υποβολή της σχετικής αίτησης,
β) να θέτει κάθε προτεινόμενο θέμα στην ημερήσια διάταξη της πρώτης, μετά την υποβολή της σχετικής αίτησης, συνεδρίασης.
Σε περίπτωση άρνησης του Προέδρου να συγκαλέσει το Δ.Σ. μέσα στην παραπάνω προθεσμία ή εκπρόθεσμης σύγκλησής του, επιτρέπεται στα μέλη που ζήτησαν τη σύγκληση να συγκαλέσουν αυτά το Δ.Σ. μέσα σε προθεσμία πέντε (5) ημερών από τη λήξη των δέκα (10) ημερών, γνωστοποιώντας τη σχετική πρόσκληση στα λοιπά μέλη του Δ.Σ.
Άρθρο 16
Λήψη αποφάσεων και πρακτικά Διοικητικού Συμβουλίου
1. Το Διοικητικό Συμβούλιο βρίσκεται σε απαρτία και συνεδριάζει έγκυρα εφόσον προεδρεύει σε αυτό ο Πρόεδρος ή ο αναπληρωτής του και είναι παρόντα σ’ αυτό τα μισά (1/2) συν ένα μέλη του.
2. Το Διοικητικό Συμβούλιο αποφασίζει κατά απόλυτη πλειοψηφία των μελών που παρίστανται αυτοπροσώπως. Σε περίπτωση ισοψηφίας δεν υπερισχύει η ψήφος του Προέδρου. Σε περίπτωση προσωπικών ζητημάτων το Διοικητικό Συμβούλιο αποφασίζει με μυστική ψηφοφορία, που γίνεται με ψηφοδέλτιο. Κάθε μέλος διαθέτει μία ψήφο.
3. Με μέριμνα και εποπτεία του Προέδρου, ο γραμματέας του Διοικητικού Συμβουλίου τηρεί πρακτικά των συζητήσεων και αποφάσεων του Διοικητικού Συμβουλίου, που καταχωρίζονται σε ιδιαίτερο βιβλίο και υπογράφονται από τα μέλη, που είναι παρόντα. Με τα πρακτικά αυτά πιστοποιούνται οι αποφάσεις που λαμβάνονται. Κανένα μέλος δεν μπορεί να αρνηθεί την υπογραφή του πρακτικού συνεδριάσεως που ήταν παρόν, έχει όμως το δικαίωμα να απαιτήσει την καταχώριση της γνώμης του στο σχετικό πρακτικό, αν αυτή είναι αντίθετη με την απόφαση που λήφθηκε. Δεν συνεπάγεται ακυρότητα της απόφασης που λήφθηκε νόμιμα η μη υπογραφή του πρακτικού από μέλος που ήταν παρόν στη συνεδρίαση, αρκεί στο πρακτικό να αναφέρεται η άρνησή του να το υπογράψει. Τα αντίγραφα ή αποσπάσματα των πρακτικών εκδίδονται από τον Πρόεδρο ή τον αναπληρωτή του ή από το πρόσωπο που ορίζει με απόφασή του το Διοικητικό Συμβούλιο. Ο Γραμματέας του Δ.Σ. λαμβάνει αποζημίωση κατά συνεδρίαση που ορίζεται με απόφαση του Δ.Σ.
Άρθρο 17
Αρμοδιότητες Προέδρου
1. Ο Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου (Δ.Σ.) έχει τις εξής αρμοδιότητες:
α) συγκαλεί το Δ.Σ., καταρτίζει την ημερήσια διάταξη, προεδρεύει στις συνεδριάσεις αυτού,
β) διευθύνει τις εργασίες του Δ.Σ., εκδίδει και επικυρώνει αντίγραφα των αποφάσεων του Συμβουλίου και ενημερώνει το Διοικητικό Συμβούλιο για τη λειτουργία της Εταιρείας.
Το Διοικητικό Συμβούλιο, κατά την πρώτη συνεδρίασή του, ορίζει ως αναπληρωτή του Προέδρου ελλείποντος, απόντος ή κωλυομένου, ένα μέλος του Δ.Σ.
2. Κάθε μέλος του Δ.Σ. δικαιούται να πληροφορείται από τον Πρόεδρο και τον Διευθύνοντα Σύμβουλο για τη διαχείριση της Εταιρείας και την εξέλιξη των εταιρικών υποθέσεων γενικά.
Άρθρο 18
Διευθύνων Σύμβουλος - Αρμοδιότητες
1. Ο Διευθύνων Σύμβουλος της Εταιρείας επιλέγεται ύστερα από δημόσια προκήρυξη της θέσης. Ο Διευθύνων Σύμβουλος πρέπει τουλάχιστον να είναι πτυχιούχος Πανεπιστημιακού Ιδρύματος της ημεδαπής ή ισότιμου της αλλοδαπής και να έχει τουλάχιστον πενταετή εμπειρία σε θέση σημαντικής ευθύνης και απαιτήσεων στο δημόσιο ή ιδιωτικό τομέα. Η προκήρυξη της θέσης γίνεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας με την οποία καθορίζεται η διαδικασία και τα κριτήρια της επιλογής και εξειδικεύονται τυχόν αναγκαία πρόσθετα προσόντα. Ο Διευθύνων Σύμβουλος της Εταιρείας διορίζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας.
2. Ο Διευθύνων Σύμβουλος είναι όργανο διοίκησης της Εταιρείας, προΐσταται του προσωπικού και όλων των υπηρεσιών της Εταιρείας, διευθύνει το έργο τους, παίρνει τις αναγκαίες αποφάσεις μέσα στο πλαίσιο των διατάξεων που διέπουν τη λειτουργία της Εταιρείας, των εγκεκριμένων σχεδίων δράσης της και του παρόντος Καταστατικού και έχει τις παρακάτω ειδικότερες αρμοδιότητες και όσες άλλες του αναθέτει εκάστοτε το Δ.Σ. ή προβλέπονται από τις κείμενες διατάξεις:
α) Μεριμνά για την εκτέλεση του αντικειμένου εργασιών της Εταιρείας και των πάσης φύσεως έργων και ενεργειών, προς υλοποίηση των σκοπών της Εταιρείας.
β) Αποφασίζει για την εσωτερική οργάνωση της Εταιρείας στο πλαίσιο των εκάστοτε εγκεκριμένων κανονισμών λειτουργίας της. Σχεδιάζει τη δράση της Εταιρείας προς εκτέλεση των Προγραμμάτων και στόχων της. Καταρτίζει και υποβάλλει στο Δ.Σ., μέσα σε τρεις (3) μήνες από την ανάληψη των καθηκόντων του, στρατηγικό σχέδιο, που καθορίζει τους μακροχρόνιους βασικούς στόχους για την εκπλήρωση των σκοπών της Εταιρείας, καθώς και επιχειρησιακό σχέδιο με το οποίο εξειδικεύει τους στόχους του στρατηγικού σχεδίου και τις μεθόδους πραγματοποίησής του για κάθε εταιρική χρήση και πάντως μέσα στα όρια της θητείας του Διευθύνοντος Συμβούλου. Ειδικά κατά την πρώτη εφαρμογή του παρόντος, το στρατηγικό και επιχειρησιακό σχέδιο υποβάλλονται στο Δ.Σ. προς έγκριση μέσα σε έξι (6) μήνες.
γ) Αποφασίζει για τα θέματα προσωπικού της Εταιρίας, σύμφωνα με τις ρυθμίσεις του Κανονισμού Εσωτερικής Οργάνωσης και Λειτουργίας της Εταιρείας, των συμβατικών υποχρεώσεων.
δ) Λαμβάνει όλα τα απαραίτητα μέτρα για την αναβάθμιση και αξιοποίηση του προσωπικού, προτείνοντας στο Διοικητικό Συμβούλιο της Εταιρείας για έγκριση την κατάρτιση των αναγκαίων, κατά την κρίση του, νέων κανονισμών προσωπικού, οργανογραμμάτων, προγραμμάτων εκπαίδευσης και επιμόρφωσής του.
ε) Εισάγει και εισηγείται παντός είδους σχέδια δράσης στο Διοικητικό Συμβούλιο προς έγκριση.
στ) Εισάγει και εισηγείται προς το Διοικητικό Συμβούλιο όλα τα θέματα της αρμοδιότητας του Δ.Σ. Επίσης, δικαιούται να εισάγει και να εισηγείται στο Δ.Σ. προς έγκριση και κάθε άλλο, κατά την κρίση του, ζήτημα, ακόμη και αν υπάγεται στη δική του αρμοδιότητα, μεριμνά για την εκτέλεση των αποφάσεων του Δ.Σ. και το ενημερώνει σχετικά.
ζ) Εγκρίνει προμήθειες αγαθών και υπηρεσιών για ποσά για τα οποία απαιτείται η διενέργεια πρόχειρου διαγωνισμού όπως εκάστοτε ισχύουν από τις διατάξεις περί προμηθειών του Δημοσίου.
η) Μεριμνά και αποφασίζει για την εξόφληση κάθε είδους οφειλών της Εταιρείας, της μισθοδοσίας και γενικά κάθε δαπάνης της Εταιρείας, καθώς και για την είσπραξη γενικά κάθε είδους εσόδων και απαιτήσεων της Εταιρείας.
θ) Αποφασίζει για το άνοιγμα, κλείσιμο και κίνηση τραπεζικών λογαριασμών σε οποιοδήποτε πιστωτικό ίδρυμα, εγκρίνει και ενεργεί καταθέσεις, αναλήψεις, πληρωμές, μεταφορές χρημάτων, εμβάσματα, υπογράφει τα εντάλματα πληρωμής των δαπανών και προβαίνει σε κάθε σχετική ενέργεια για την περαίωση οποιωνδήποτε διαδικασιών κατάθεσης, ανάληψης ή πληρωμής, δύναται δε να δίδει την ειδική εντολή και πληρεξουσιότητα και σε υπαλλήλους της Εταιρείας για την ενέργεια αναλήψεων ή πληρωμών και κάθε άλλης συναφούς πράξης, ορίζοντας και τα σχετικά όρια των εξουσιοδοτήσεων αυτών.
ι) Επιτρέπεται να αναθέτει σε προϊστάμενους μονάδων το δικαίωμα υπογραφής «εντολή Διευθύνοντος Συμβούλου», για συγκεκριμένες πράξεις. Ο Διευθύνων Σύμβουλος μπορεί να ασκεί παράλληλα τις μεταβιβαζόμενες αρμοδιότητές του. Επιτρέπεται επίσης στον Διευθύνοντα Σύμβουλο, να εξουσιοδοτεί υπαλλήλους της Εταιρείας ή τρίτους και να παρέχει σε αυτούς την εντολή και πληρεξουσιότητα για την ενέργεια συγκεκριμένων πράξεων και ενεργειών, καθορίζοντας ταυτόχρονα την έκταση αυτών.
3. Πέραν των ανωτέρω αρμοδιοτήτων, το Διοικητικό Συμβούλιο με απόφασή του μπορεί να αναθέτει στον Διευθύνοντα Σύμβουλο και άλλες αρμοδιότητες.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ
ΕΤΑΙΡΙΚΗ ΧΡΗΣΗ - ΕΛΕΓΚΤΕΣ -
ΕΤΗΣΙΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ -
ΛΟΓΟΙ ΛΥΣΗΣ ΤΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ - ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΗ
Άρθρο 19
Εταιρική χρήση
1. Η εταιρική χρήση έχει διάρκεια δώδεκα (12) μηνών, αρχίζει την 1η Ιανουαρίου και λήγει στις τριάντα μία (31) Δεκεμβρίου κάθε χρόνου.
2. Κατ’ εξαίρεση η πρώτη εταιρική χρήση αρχίζει από την ημέρα της νόμιμης σύστασης της Εταιρείας και λήγει την 31.12.2008. Η πρώτη τακτική Γενική Συνέλευση θα συνέλθει σε ένα εξάμηνο από τη λήξη της πρώτης εταιρικής χρήσης.
Άρθρο 20
Ελεγκτές
1. Ο οικονομικός και διαχειριστικός έλεγχος της Εταιρείας γίνεται από δύο (2) ορκωτούς ελεγκτές λογιστές. Οι ορκωτοί ελεγκτές λογιστές, οι αναπληρωτές τους, καθώς και η αμοιβή τους ορίζονται από τη Γενική Συνέλευση των Μετόχων της Εταιρείας. Ο τακτικός έλεγχος της οικονομικής διαχείρισης της Εταιρείας γίνεται κάθε χρόνο και οι δαπάνες του ελέγχου βαρύνουν την Εταιρεία.
2. Μέσα σε πέντε (5) ημέρες από τη συνεδρίαση της Γενικής Συνέλευσης που όρισε τους ορκωτούς ελεγκτές λογιστές πρέπει να γίνει από την Εταιρεία ανακοίνωση προς αυτούς του διορισμού τους, σε περίπτωση δε που δεν αποποιηθούν το διορισμό αυτόν μέσα σε προθεσμία πέντε (5) ημερών θεωρείται ότι έχουν αποδεχθεί το διορισμό τους και έχουν όλες τις σχετικές ευθύνες και υποχρεώσεις του άρθρου 37 του κ.ν. 2190/1920, όπως ισχύει κάθε φορά.
3. Οι ορκωτοί ελεγκτές λογιστές που ασκούν τον τακτικό έλεγχο της οικονομικής διαχείρισης της Εταιρείας υποβάλλουν μέχρι το τέλος Ιουνίου κάθε έτους έκθεση για τη διαχείριση και τον απολογισμό του διαχειριστικού έτους που έληξε. Οι εκθέσεις υποβάλλονται στον Υπουργό Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας και στον Πρόεδρο του Δ.Σ. της Εταιρείας.
4. Οι ορκωτοί ελεγκτές λογιστές, εκτός από τις υποχρεώσεις που ορίζονται στο άρθρο 37 του κ.ν. 2190/ 1920, οφείλουν να επαληθεύουν και τη συμφωνία του περιεχομένου της εκθέσεως του Δ.Σ. με τις σχετικές ετήσιες οικονομικές καταστάσεις. Για το σκοπό αυτόν, η έκθεση διαχείρισης του Δ.Σ. πρέπει να τίθεται υπόψη τους τουλάχιστον τριάντα (30) ημέρες πριν από τη Γενική Συνέλευση.
5. Ο Υπουργός Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας μπορεί να ζητήσει οποτεδήποτε έκτακτο έλεγχο της οικονομικής διαχείρισης της Εταιρείας.
Άρθρο 21
Ετήσιες Οικονομικές Καταστάσεις
1. Στο τέλος κάθε χρήσης το Διοικητικό Συμβούλιο κλείνει τους ετήσιους λογαριασμούς, συντάσσει λεπτομερή απογραφή της εταιρικής περιουσίας και καταρτίζει τον ετήσιο ισολογισμό, οικονομικές καταστάσεις και την Έκθεση Διαχείρισης, σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου και ιδίως των άρθρων 42α, 42β, 42γ, 42δ, 42ε, 43, 43α και 43β του κ.ν. 2190/1920, όπως ισχύουν.
2. Οι ετήσιες οικονομικές καταστάσεις περιλαμβάνουν:
α) τον ισολογισμό,
β) το λογαριασμό «αποτελέσματα χρήσεως»,
γ) τον «πίνακα διαθέσεως αποτελεσμάτων» και
δ) το προσάρτημα.
Οι καταστάσεις αυτές αποτελούν ενιαίο σύνολο, ελέγχονται όπως ορίζουν τα άρθρα 36, 36α και 37 του κ.ν. 2190/1920 και εμφανίζουν με απόλυτη σαφήνεια την πραγματική εικόνα της περιουσιακής διάρθρωσης, της χρηματοοικονομικής θέσης και των αποτελεσμάτων χρήσης της Εταιρείας.
3. Για να ληφθεί από τη Γενική Συνέλευση έγκυρη απόφαση για τον εγκεκριμένο από το Διοικητικό Συμβούλιο ισολογισμό, πρέπει αυτός να έχει υπογραφεί από:
α) τον Πρόεδρο του Διοικητικού Συμβουλίου,
β) τον Διευθύνοντα Σύμβουλο της Εταιρείας και
γ) τον Προϊστάμενο του Λογιστηρίου της Εταιρείας.
Αν οποιοσδήποτε από αυτούς διαφωνεί για το νόμιμο τρόπο κατάρτισης του ισολογισμού πρέπει να εκθέσει έγγραφα τις αντιρρήσεις του στη Γενική Συνέλευση της Εταιρείας.
4. Οι ετήσιες οικονομικές καταστάσεις υποβάλλονται για έγκριση στην τακτική Γενική Συνέλευση και συνοδεύονται από:
α) Έκθεση Διαχείρισης του Δ.Σ. στην οποία αναφέρονται όλα τα στοιχεία όσο δυνατόν αναλυτικότερα, όπως καθορίζονται στο άρθρο 43α παραγράφοι 3 α και β του κ.ν. 2190/1920, όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει κάθε φορά.
β) Την έκθεση των ελεγκτών.
5. Ο ισολογισμός μαζί με το σχετικό πιστοποιητικό των Ορκωτών Ελεγκτών Λογιστών δημοσιεύονται σύμφωνα με το άρθρο 43β του κ.ν. 2190/1920 και κοινοποιούνται είκοσι (20) ημέρες τουλάχιστον πριν από τη συνεδρίαση της Γενικής Συνέλευσης, στον εκπροσωπούντα το Ελληνικό Δημόσιο Υπουργό Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας.
Άρθρο 22
Λόγοι λύσης της Εταιρείας
1. Η Εταιρεία λύεται:
α) μετά την πάροδο του χρόνου της διάρκειάς της που ορίζεται στο άρθρο 4 του παρόντος Καταστατικού, εκτός εάν πριν από τη λήξη αποφασιστεί νόμιμη παράταση της διάρκειας,
β) οποτεδήποτε, με απόφαση της Γενικής Συνέλευσης.
2. Σε περίπτωση που το σύνολο των ιδίων κεφαλαίων της Εταιρείας, όπως προσδιορίζονται στο υπόδειγμα ισολογισμού που προβλέπεται στο άρθρο 42γ του κ.ν. 2190/1920 μειωθεί περισσότερο από το μισό (1/2) του καταβεβλημένου μετοχικού κεφαλαίου, το Δ.Σ. έχει υποχρέωση να συγκαλέσει Γενική Συνέλευση μέσα σε προθεσμία έξι (6) μηνών από τη λήξη της χρήσης και να αποφασίσει τη λύση της Εταιρείας ή την υιοθέτηση άλλου μέτρου.
3. Η λύση της Εταιρείας υποβάλλεται σε δημοσιότητα σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 7α και 7β του κ.ν. 2190/1920, όπως ισχύει κάθε φορά.
4. Η εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου γίνεται με την επιφύλαξη της παραγράφου 2 του άρθρου 8 του Καταστατικού.
Άρθρο 23
Εκκαθάριση
1. Με εξαίρεση την περίπτωση της πτώχευσης, τη λύση της Εταιρείας ακολουθεί η εκκαθάρισή της με τον ορισμό τριών (3) εκκαθαριστών, που κατά τη διάρκεια της εκκαθάρισης ασκούν όλες τις συναφείς προς τη διαδικασία και το σκοπό της εκκαθάρισης αρμοδιότητες του Διοικητικού Συμβουλίου, οι οποίες όμως μπορούν να περιορισθούν από τη Γενική Συνέλευση, προς τις αποφάσεις της οποίας υποχρεώνονται να συμμορφώνονται. Ο διορισμός των εκκαθαριστών συνεπάγεται αυτοδίκαια την παύση της εξουσίας των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου.
2. Οι εκκαθαριστές που ορίζονται από τη Γενική Συνέλευση, οφείλουν μόλις αναλάβουν τα καθήκοντά τους, να προβαίνουν σε απογραφή της εταιρικής περιουσίας, αντίτυπο της οποίας υποβάλλεται στον εποπτεύοντα Υπουργό Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας, καθώς και να δημοσιεύσουν στον Τύπο και στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (Τεύχος Ανωνύμων Εταιρειών και Εταιρειών Περιορισμένης Ευθύνης και Γενικού Εμπορικού Μητρώου της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως) Ισολογισμό.
3. Την ίδια υποχρέωση έχουν οι εκκαθαριστές όταν λήξει η εκκαθάριση, καθώς και κατ’ έτος κατά τη διάρκεια της εκκαθάρισης.
4. Η Γενική Συνέλευση διατηρεί όλα τα δικαιώματά της κατά τη διάρκεια της εκκαθάρισης.
5. Οι λογαριασμοί της εκκαθάρισης εγκρίνονται από τη Γενική Συνέλευση, που αποφασίζει και για την απαλλαγή των εκκαθαριστών από κάθε ευθύνη.
6. Οι εκκαθαριστές πρέπει να περατώσουν, χωρίς καθυστέρηση, τις εκκρεμείς υποθέσεις της Εταιρείας, να μετατρέψουν σε χρήμα την εταιρική περιουσία, να εξοφλήσουν τα χρέη της και να εισπράξουν τις απαιτήσεις της. Μπορούν δε να ενεργήσουν και νέες πράξεις, εφόσον με αυτές εξυπηρετούνται η εκκαθάριση και το συμφέρον της Εταιρείας.
7. Οι εκκαθαριστές ενεργούν συλλογικά και αποφασίζουν κατά πλειοψηφία.
8. Κάθε χρόνο υποβάλλονται στη Γενική Συνέλευση τα αποτελέσματα της εκκαθάρισης, με έκθεση των αιτιών που εμπόδισαν την αποπεράτωση της εκκαθάρισης.
9. Οι ετήσιες οικονομικές καταστάσεις, καθώς και οι οικονομικές καταστάσεις πέρατος της εκκαθάρισης, εγκρίνονται από τη Γενική Συνέλευση των μετόχων που αποφασίζει και για την απαλλαγή των εκκαθαριστών από κάθε ευθύνη.
10. Το υπόλοιπο που απομένει μετά την εκκαθάριση των υποθέσεων της Εταιρείας και την αποπληρωμή όλων των χρεών της και των εξόδων της εκκαθάρισης, αποδίδεται στους μετόχους κατά την αναλογία των μετοχών εκάστου.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΤΟ
ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΟ ΚΑΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙΑΚΟ ΣΧΕΔΙΟ
Άρθρο 24
Στρατηγικό σχέδιο
1. Η Εταιρεία καταρτίζει στρατηγικό σχέδιο, το οποίο και υποβάλλει για έγκριση στη Διυπουργική Επιτροπή Δημοσίων Επιχειρήσεων και Οργανισμών διά του Υπουργού Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας.
2. Το στρατηγικό σχέδιο περιλαμβάνει ιδίως:
α) την περιγραφή των στόχων που επιδιώκονται από το Διοικητικό Συμβούλιο,
β) την επιλογή των αναγκαίων μέσων για την επίτευξη των στόχων σύμφωνα με τις επιλογές της διοίκησης,
γ) τον προσδιορισμό του συνολικού κόστους και του τρόπου χρηματοδότησης των επί μέρους δράσεων.
3. Με απόφαση της Διυπουργικής Επιτροπής Δημοσίων Επιχειρήσεων και Οργανισμών εγκρίνονται, τροποποιούνται ή αναθεωρούνται τα στρατηγικά σχέδια της Εταιρείας. Με αποφάσεις της ίδιας Επιτροπής ορίζεται ο χρόνος υποβολής και η διάρκεια των στρατηγικών σχεδίων της Εταιρείας.
Άρθρο 25
Επιχειρησιακό σχέδιο
1. Η Εταιρεία καταρτίζει και υποβάλλει για έγκριση επιχειρησιακό σχέδιο στη Διυπουργική Επιτροπή Δημοσίων Επιχειρήσεων και Οργανισμών διά του Υπουργού Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας.
2. Το επιχειρησιακό σχέδιο περιλαμβάνει επί μέρους σχέδια που περιγράφουν τους στόχους και τις δραστηριότητες κάθε υπηρεσιακής ή επιχειρησιακής μονάδας, διεύθυνσης ή τομέα, για κάθε εταιρική χρήση και συνολικά για όλη τη διάρκειά του.
3. Κάθε επιχειρησιακό σχέδιο για κάθε ένα από τα έτη διάρκειάς του περιλαμβάνει:
α) τους στόχους που επιδιώκονται εκφρασμένους σε ποσά και ποσοστά,
β) τις ενέργειες που προορίζονται για την επίτευξη των στόχων,
γ) τον καθορισμό των αναγκών σε κεφάλαια και των πηγών χρηματοδότησής τους,
δ) τις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις,
ε) τους ετήσιους χρηματοοικονομικούς, ποιοτικούς και επιχειρησιακούς δείκτες,
στ)τις υποχρεώσεις προς τους πολίτες και τους πελάτες της και την πρόβλεψη αποζημιώσεων,
ζ) τις προϋποθέσεις και τις παραδοχές επίτευξης των στόχων,
η) τις εσωτερικές διαδικασίες παρακολούθησης και ελέγχου της πραγματοποίησης των στόχων αυτών,
θ) τη διασύνδεση του επιχειρησιακού σχεδίου με το αντίστοιχο στρατηγικό σχέδιο.
4. Το επιχειρησιακό σχέδιο οφείλει να προσδιορίζει συγκεκριμένες κατευθύνσεις βελτίωσης των οικονομικών αποτελεσμάτων με άμεσα εφαρμόσιμα κριτήρια και να περιλαμβάνει δείκτες αποδοτικότητας και ποιότητας με σκοπό την εξυπηρέτηση του πολίτη και των πελατών της.
5. Με απόφαση της Διυπουργικής Επιτροπής Δημοσίων Επιχειρήσεων και Οργανισμών εγκρίνονται, τροποποιούνται ή αναθεωρούνται τα επιχειρησιακά σχέδια της Εταιρείας. Με αποφάσεις της ίδιας Επιτροπής ορίζεται ο χρόνος υποβολής και η διάρκεια των επιχειρησιακών σχεδίων της Εταιρείας.
Άρθρο έκτο
Θέματα προσωπικού
1. Η Εταιρεία προσλαμβάνει το πάσης φύσεως προσωπικό της σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 13 του ν. 3429/2005.
2. Ειδικότερα, συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου των προσλαμβανομένων, σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο, μπορούν να καταγγέλλονται σύμφωνα με τους όρους και προϋποθέσεις της εκάστοτε ισχύουσας εργατικής νομοθεσίας.
3. Η άσκηση του δικαιώματος της καταγγελίας δεν επιτρέπεται να γίνεται καταχρηστικά, αλλά μέσα στα όρια που ορίζονται από το άρθρο 281 του Αστικού Κώδικα.
4. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών, Οικονομίας και Οικονομικών, Ανάπτυξης και Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας ρυθμίζονται τα κάθε είδους ειδικότερα θέματα, τα οποία αφορούν στην εφαρμογή των διατάξεων των προηγούμενων παραγράφων.
Άρθρο έβδομο
Κανονισμός Εσωτερικής Οργάνωσης και Λειτουργίας της Εταιρείας - Κανονισμός Προμηθειών
1. Με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Εταιρείας, και σε χρονικό διάστημα έξι (6) μηνών από το διορισμό του, καταρτίζεται Κανονισμός Εσωτερικής Οργάνωσης και Λειτουργίας, ο οποίος δημοσιεύεται σε περίληψη στο Τεύχος Ανωνύμων Εταιρειών και Εταιρειών Περιορισμένης Ευθύνης και Γενικού Εμπορικού Μητρώου της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως, και περιλαμβάνει τουλάχιστον:
α) τη διάρθρωση των υπηρεσιών της Εταιρείας, τα αντικείμενά τους, καθώς και τη σχέση των υπηρεσιών μεταξύ τους και με τη διοίκηση. Μεταξύ των υπηρεσιών της Εταιρείας προβλέπεται υπηρεσία εσωτερικού ελέγχου?
β) τις διαδικασίες αξιολόγησης της απόδοσης των διευθυντικών στελεχών της Εταιρείας.
2. Η υπηρεσία εσωτερικού ελέγχου έχει τις αρμοδιότητες που αναφέρονται στο άρθρο 4 παρ. 3 του ν. 3429/ 2005. Στην υπηρεσία αυτή απασχολείται τουλάχιστον ένας εσωτερικός ελεγκτής που ορίζεται από τη Γενική Συνέλευση των μετόχων. Οι εσωτερικοί ελεγκτές είναι ανεξάρτητοι, δεν υπάγονται ιεραρχικά σε καμία υπηρεσιακή μονάδα της Εταιρείας, παρέχουν υπηρεσίες με έμμισθη εντολή και δεν αποκτούν ιδιότητα υπαλλήλου ή σχέση εξαρτημένης εργασίας.
3. Με απόφαση του Υπουργού Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας, ύστερα από πρόταση του Διοικητικού Συμβουλίου της Εταιρείας και σε χρονικό διάστημα ενός (1) μηνός από το διορισμό του, καταρτίζεται και κυρώνεται ο Κανονισμός Προμηθειών της Εταιρείας, ο οποίος ρυθμίζει θέματα ανάθεσης έργων, μελετών και παροχής υπηρεσιών, καθώς και κάθε σχετικό ζήτημα για τη σύναψη, εκτέλεση και λύση των ανωτέρω συμβάσεων, με τους περιορισμούς που ορίζονται στα άρθρα 13 και 18 του Καταστατικού της Εταιρείας.
4. Μέχρι την έκδοση του Κανονισμού Προμηθειών της Εταιρείας παραμένει σε ισχύ ο κανονισμός προμηθειών του Κ.Η.Υ.Κ.Υ. Ειδικά και έως την έκδοση του Κανονισμού της Εταιρείας, με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας, δύναται να εγκρίνεται η ανάθεση, από την Η.ΔΙ.Κ.Α., έργων σχετικών με θέματα που αφορούν την οργάνωση και μηχανογράφηση της Η.ΔΙ.Κ.Α. A.E. και των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης, σε εταιρείες συμβούλων, με πρόχειρο μειοδοτικό διαγωνισμό, και έως ποσού εκατόν πενήντα χιλιάδων (150.000) ευρώ.
Άρθρο όγδοο
Μεταβατικές διατάξεις
1. Το προσωπικό του Κ.Η.Υ.Κ.Υ., από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, μεταφέρεται αυτοδικαίως με την ισχύουσα οργανωτική του διάρθρωση στην Εταιρεία. Μέχρι την έκδοση του Κανονισμού Εσωτερικής Οργάνωσης και Λειτουργίας της Εταιρείας, έχουν ισχύ όλοι οι εσωτερικοί κανονισμοί προσωπικού και λειτουργίας του Κ.Η.Υ.Κ.Υ.
2. Η ένταξη του προσωπικού του Κ.Η.Υ.Κ.Υ. στις οργανικές θέσεις της Εταιρείας ολοκληρώνεται εντός έξι (6) μηνών από την έκδοση του Κανονισμού Εσωτερικής Οργάνωσης και Λειτουργίας της Εταιρείας.
3. Η ένταξη του συνόλου του προσωπικού του Κ.Η.Υ.Κ.Υ. στις νέες οργανικές θέσεις της Εταιρείας θα γίνει αυτοδίκαια σε κατηγορίες, κλάδους και ειδικότητες ανάλογες με αυτές που κατείχε στο Κ.Η.Υ.Κ.Υ.
4. Προσωπικό του Κ.Η.Υ.Κ.Υ. που υπηρετούσε κατά την 31.12.2006 στη Γενική Γραμματεία Κοινωνικών Ασφαλίσεων ή στους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης, με αίτηση που θα υποβληθεί εντός έξι (6) μηνών από την έναρξη ισχύος του Κανονισμού Εσωτερικής Οργάνωσης και Λειτουργίας της Εταιρείας, μπορεί να μεταφέρεται, με την ίδια εργασιακή σχέση, σε συνιστώμενες ανάλογων τυπικών προσόντων προσωποπαγείς θέσεις της Γενικής Γραμματείας Κοινωνικών Ασφαλίσεων και των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης αρμοδιότητας της Γενικής Γραμματείας Κοινωνικών Ασφαλίσεων, με ταυτόχρονη δέσμευση αντίστοιχης κενής θέσης εφόσον υπάρχει, με απόφαση του Υπουργού Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας, ύστερα από γνώμη του Δ.Σ. της Εταιρείας.
5. Οι εργαζόμενοι του Κ.Η.Υ.Κ.Υ. που υπηρετούσαν κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου και μεταφέρθηκαν στη νέα Εταιρεία εξακολουθούν να διατηρούν όλα τα εργασιακά και ασφαλιστικά τους δικαιώματα και ιδίως αυτά που περιγράφονται στα άρθρα 65 παρ. 4 και 66-78 του Κανονισμού του Κ.Η.Υ.Κ.Υ. (ΦΕΚ 542 Β΄), όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει. Δεν απολύονται παρά μόνο για τους ίδιους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 120 του ως άνω Κανονισμού, αναγνωρίζεται και μεταφέρεται όλος ο χρόνος προϋπηρεσίας που είχαν στο Κ.Η.Υ.Κ.Υ., καθώς και εκείνος που έχει αναγνωριστεί ως χρόνος υπηρεσίας από αυτό. Επίσης, διατηρούν τις συνολικές αποδοχές που ελάμβαναν πριν ενταχθούν στην Εταιρεία από οποιαδήποτε αιτία και αν αυτές καταβάλλονταν. Στις αποδοχές αυτές δεν συμψηφίζονται τυχόν χορηγούμενες κατά τις κείμενες διατάξεις αυξήσεις. Τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα των εργαζομένων του Κ.Η.Υ.Κ.Υ. δεν θίγονται με τη μεταφορά και ένταξή τους στην Εταιρεία ή με τη μεταφορά τους σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 4 του παρόντος άρθρου ή με τη μεταφορά τους που έχει γίνει με τις διατάξεις του άρθρου 30 του ν. 3232/2004 (ΦΕΚ 48/Α΄).
6. Στους απολυόμενους ή αποχωρούντες υπαλλήλους του Κ.Η.Υ.Κ.Υ. που εντάχθηκαν στην Εταιρεία ή μεταφέρονται σε άλλη υπηρεσία σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 4 του παρόντος άρθρου ή μεταφέρθηκαν με το άρθρο 30 του ν. 3232/2004 (ΦΕΚ 48/Α΄), λόγω συμπλήρωσης των προϋποθέσεων για χορήγηση σύνταξης, καταβάλλεται αποζημίωση κατά τις διατάξεις του ισχύοντος νόμου 2112/1920, όπως ισχύει σήμερα για τους συνταξιοδοτούμενους. Οι διατάξεις του άρθρου 2 του α.ν. 173/1967 (ΦΕΚ 189/Α΄), όπως αυτές ισχύουν σήμερα, δεν έχουν εφαρμογή σε αυτή την περίπτωση. Το κόστος της ως άνω αποζημίωσης βαρύνει αναλογικά την Εταιρεία και το φορέα από τον οποίο απολύεται ή αποχωρεί ο υπάλληλος, ανάλογα με την προϋπηρεσία του. Η προϋπηρεσία στο Κ.Η.Υ.Κ.Υ. προσμετράται εξ ολοκλήρου στην Εταιρεία για κάθε συνέπεια.
7. Μέχρι να ολοκληρωθεί η στελέχωση των υπηρεσιών της Εταιρείας, κατά παρέκκλιση από οποιαδήποτε γενική ή ειδική διάταξη, επιτρέπεται να αποσπώνται προσωρινά στην Εταιρεία μέχρι πενήντα (50) υπάλληλοι με ειδικά προσόντα ή εμπειρία από οποιαδήποτε επιχείρηση, οργανισμό ή φορέα γενικά του ευρύτερου δημόσιου τομέα ή Ν.Π.Δ.Δ., με κοινή απόφαση των οικείων Υπουργών, μετά από σύμφωνη γνώμη του Διοικητικού Συμβουλίου των φορέων. Ο χρόνος διάρκειας της απόσπασης λογίζεται, για κάθε συνέπεια, ως χρόνος πραγματικής υπηρεσίας του αποσπωμένου στη θέση που οργανικά κατέχει. Η μισθοδοσία των αποσπωμένων, τα πάσης φύσεως επιδόματα και οι εργοδοτικές εισφορές προς τα αντίστοιχα ταμεία κύριας και επικουρικής ασφάλισης βαρύνουν την Εταιρεία. Στους υπαλλήλους αυτούς επιτρέπεται η καταβολή από την Εταιρεία πρόσθετων αμοιβών, που θα καθορίζονται με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Εταιρείας.
8. Στο προσωπικό που μεταφέρεται σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 4 του παρόντος άρθρου, καθώς και στο προσωπικό που έχει μεταφερθεί με τις διατάξεις του άρθρου 30 του ν. 3232/2004 (ΦΕΚ 48/Α΄), αναγνωρίζεται και μεταφέρεται όλος ο χρόνος προϋπηρεσίας που είχε στο Κ.Η.Υ.Κ.Υ. για μισθολογική και βαθμολογική εξέλιξη, από της μεταφοράς του και ακολουθεί το μισθολόγιο που ισχύει για τους υπαλλήλους της υπηρεσίας στην οποία μεταφέρονται. Σε περίπτωση που από τις ρυθμίσεις της παραγράφου αυτής προκύπτουν συνολικές μηνιαίες αποδοχές μικρότερες από αυτές που έπαιρναν στο Κ.Η.Υ.Κ.Υ., η τυχόν διαφορά διατηρείται ως προσωπική και συμψηφίζεται με οποιαδήποτε αύξηση νέων αποδοχών, επιδομάτων ή αποζημιώσεων.
9. Σε περίπτωση λύσης της Εταιρείας ή κατάργησης της οργανικής θέσης, για οποιονδήποτε λόγο, το μεταφερόμενο προσωπικό που υπηρετούσε κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου και μεταφέρθηκε και εξακολουθεί να υπηρετεί σε αυτήν μεταφέρεται με την ίδια διαδικασία σε προσωποπαγείς θέσεις των φορέων της παραγράφου 4 και σύμφωνα με τα οριζόμενα στις παραγράφους 5, 6 και 8 του άρθρου αυτού.
10. Η Εταιρεία δύναται να υλοποιεί έργα τα οποία έχει αναλάβει μέχρι την ημερομηνία δημοσίευσης του παρόντος νόμου, καθώς και τυχόν επεκτάσεις ή τροποποιήσεις τους. Η υλοποίηση των ήδη ανειλημμένων έργων και μέχρι τη λήξη της πρώτης εταιρικής χρήσης γίνεται κατά τα ισχύοντα στον προϋπολογισμό Κ.Η.Υ.Κ.Υ.
11. Μέχρι τον ορισμό της Διοίκησης της Εταιρείας και του Διευθύνοντος Συμβούλου, το Διοικητικό Συμβούλιο του Κ.Η.Υ.Κ.Υ. εξακολουθεί να λειτουργεί και να ασκεί τις αρμοδιότητες που είχε μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος νόμου.
ΜΕΡΟΣ Β΄
ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΣΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΕΛΕΓΧΟΥ
ΔΑΠΑΝΩΝ ΥΓΕΙΑΣ ΦΟΡΕΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ
ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ (ΥΠ.Ε.Δ.Υ.Φ.Κ.Α.) ΚΑΙ ΣΥΣΤΑΣΗ ΘΕΣΗΣ
ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΠΙΘΕΩΡΗΤΗ ΕΛΕΓΧΟΥ ΔΑΠΑΝΩΝ ΥΓΕΙΑΣ
Άρθρο ένατο
Σύσταση θέσης Γενικού Επιθεωρητή Ελέγχου Δαπανών Υγείας
1. Στη Γενική Γραμματεία Κοινωνικών Ασφαλίσεων συνιστάται μία (1) θέση Γενικού Επιθεωρητή Ελέγχου Δαπανών Υγείας όλων των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης. Ο Γενικός Επιθεωρητής προΐσταται της Υπηρεσίας Ελέγχου Δαπανών Υγείας Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης (ΥΠ.Ε.Δ.Υ.Φ.Κ.Α.) και είναι το ανώτατο όργανο διοίκησής της.
2. Τα καθήκοντα του Γενικού Επιθεωρητή Ελέγχου Δαπανών Υγείας είναι:
α) Ο γενικός σχεδιασμός και ο συντονισμός μέτρων για τον έλεγχο των δαπανών του συστήματος υγειονομικής περίθαλψης όλων των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης, καθώς και η συγκρότηση και ο προγραμματισμός των μικτών κλιμακίων ελέγχων δαπανών υγείας των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης.
β) Ο συντονισμός των ελέγχων για τις παροχές περίθαλψης, όπου απαιτείται έγκριση ελεγκτή ιατρού.
γ) Η σύνταξη ετήσιας έκθεσης πεπραγμένων της ΥΠ.Ε.Δ.Υ.Φ.Κ.Α., στην οποία παρουσιάζονται το σύνολο των υποθέσεων της ελεγκτικής δράσης της και διατυπώνονται γενικές ή ειδικές προτάσεις για τη βελτίωση της αποδοτικότητας και ποιότητας των παρεχόμενων υπηρεσιών. Η έκθεση υποβάλλεται υποχρεωτικά εντός του πρώτου τριμήνου του επόμενου έτους στον Υπουργό Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας.
Πέραν του αναφερόμενου έργου, ο Γενικός Επιθεωρητής έχει όλες τις αρμοδιότητες όπως περιγράφονται στο άρθρο 32 του ν. 2676/1999 (ΦΕΚ 1/Α΄), μέρος των οποίων δύναται να εκχωρούνται με απόφαση του Υπουργού Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας στα κατώτερα διοικητικά όργανα.
3. α) Ο Γενικός Επιθεωρητής είναι μετακλητός, της κατηγορίας Ειδικών Θέσεων με 2ο βαθμό, δύναται να προέρχεται από το δημόσιο ή ιδιωτικό τομέα, να είναι εν ενεργεία ή συνταξιούχος και διορίζεται με απόφαση του Υπουργού Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας για θητεία τριών (3) ετών. Ο επιλεγόμενος πρέπει να είναι πτυχιούχος Ανώτατου Εκπαιδευτικού Ιδρύματος με ειδικές γνώσεις σε θέματα υγείας, να έχει εμπειρία σε ελεγκτικούς μηχανισμούς και να έχει διατελέσει σε προηγούμενη θέση ευθύνης με συναφές αντικείμενο.
β) Σε περίπτωση που ο Γενικός Επιθεωρητής προέρχεται από φορέα του δημόσιου τομέα, μετά τη λήξη της θητείας του επανέρχεται στη θέση που κατείχε πριν από το διορισμό του. Εφόσον η θέση η οποία κατείχε έχει πληρωθεί συνιστάται προσωρινή αντίστοιχη θέση, η οποία καταργείται με την κατάληψη από αυτόν της πρώτης κενωθείσας θέσης. Η θητεία του ως Γενικού Επιθεωρητή λογίζεται ως πραγματική υπηρεσία για όλες τις συνέπειες και χρόνος συνεχούς και πραγματικής υπηρεσίας στην οργανική του θέση για τη βαθμολογική και μισθολογική του εξέλιξη.
Άρθρο δέκατο
Διενέργεια ελέγχου
1. Μετά την παρ. 4 του άρθρου 32 του ν. 2676/1999 (ΦΕΚ 1/Α΄), προστίθεται παράγραφος 5 ως εξής:
«5. Οι έλεγχοι που διεξάγονται έως σήμερα από τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης θα διενεργούνται στο εξής από μικτά κλιμάκια αποτελούμενα από προσωπικό της ΥΠ.Ε.Δ.Υ.Φ.Κ.Α. και των Ασφαλιστικών Οργανισμών. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις είναι δυνατόν να διεξάγονται με απόφαση της Διοίκησης του Φορέα συμπληρωματικοί έλεγχοι και από τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης.»
Οι παράγραφοι 5, 6 και 7 του άρθρου 32 του ίδιου νόμου αναριθμούνται σε 6, 7 και 8.
2. Ο Γενικός Επιθεωρητής μπορεί να θέτει κατά περίπτωση, στους φορείς που υπάγονται στον έλεγχό του, δεσμευτικές προθεσμίες απάντησης ή χορήγησης στοιχείων ή εγγράφων σε αυτόν.
Η άρνηση οργάνων, υπαλλήλων ή λειτουργών των παραπάνω φορέων να συμπράξουν, να συνεργασθούν και να χορηγήσουν στοιχεία ή έγγραφα κατά τη διεξαγωγή έρευνας, επιθεώρησης ή ελέγχου από τον Γενικό Επιθεωρητή ή κατόπιν εντολής του από τα μικτά κλιμάκια ή το προσωπικό της ΥΠ.Ε.Δ.Υ.Φ.Κ.Α., καθώς επίσης η χορήγηση εν γνώσει ανακριβών στοιχείων και γενικά η παρακώλυση και η παραπλάνηση του ανωτέρω έργου συνιστά αυτοτελές πειθαρχικό αδίκημα για το οποίο μπορεί να επιβληθεί μία από τις ποινές που προβλέπονται στις περιπτώσεις γ΄ έως στ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 109 του Υπαλληλικού Κώδικα.
Ο Γενικός Επιθεωρητής και τα ανωτέρω μικτά κλιμάκια, μετά την περάτωση του ελέγχου, συντάσσουν πόρισμα, το οποίο αποστέλλουν στον αρμόδιο Ασφαλιστικό Φορέα. Εντός τεσσάρων (4) μηνών από την ημερομηνία αποστολής του πορίσματος ελέγχου της ΥΠ.Ε.Δ.Υ.Φ.Κ.Α. στον Ασφαλιστικό Φορέα, τα Διοικητικά Συμβούλια των φορέων υποχρεούνται είτε να εφαρμόσουν τις προτάσεις του πορίσματος είτε να διαφοροποιηθούν διατυπώνοντας την αιτιολογημένη άρνηση ή αντίρρησή τους και να αναφέρουν στον Γενικό Επιθεωρητή τις ενέργειες στις οποίες προέβησαν, καθώς και τα μέτρα που έλαβαν ή τους λόγους για τους οποίους δεν ενήργησαν σύμφωνα με το πόρισμα.
Ο Γενικός Επιθεωρητής κατά την άσκηση των καθηκόντων του έχει τη δυνατότητα υποβολής εγκλήσεως.
Οι διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 18 του ν. 3260/ 2004 ισχύουν αναλογικά για τον Γενικό Επιθεωρητή της ΥΠ.Ε.Δ.Υ.Φ.Κ.Α. Ειδικά για τον Γενικό Επιθεωρητή σε δίκες που έχουν σχέση με την άσκηση των καθηκόντων που του έχουν ανατεθεί μπορεί να παρίσταται ενώπιον των ποινικών και πολιτικών δικαστηρίων με μέλος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, ύστερα από έγκριση του Υπουργού Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας.
Άρθρο ενδέκατο
Θέματα οργανωτικής διάρθρωσης ΥΠ.Ε.Δ.Υ.Φ.Κ.Α.
1. Το τέταρτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 32 του ν. 2676/1999 (ΦΕΚ 1/Α΄), καθώς και το πέμπτο εδάφιο της παραγράφου αυτής, το οποίο προστέθηκε με το πρώτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 19 του ν. 3144/ 2003 (ΦΕΚ 111/Α΄), αντικαθίστανται ως εξής:
«Η κεντρική υπηρεσία λειτουργεί σε επίπεδο διεύθυνσης και οι περιφερειακές υπηρεσίες σε επίπεδο τμήματος. Κατ’ εξαίρεση στην Περιφέρεια Αττικής συνιστάται μία (1) Διεύθυνση διαρθρωμένη σε τρία (3) Τμήματα, με έδρα την Αθήνα και όρια ευθύνης τα όρια των Δ.Υ.ΠΕ. Αττικής.»
2. Στη Γενική Γραμματεία Κοινωνικών Ασφαλίσεων και για τις ανάγκες των Περιφερειακών Τμημάτων της ΥΠ.Ε.Δ.Υ.Φ.Κ.Α. εκτός Αττικής, συνιστώνται θέσεις μόνιμου προσωπικού ως εξής:
Δώδεκα (12) θέσεις του Κλάδου ΠΕ Φαρμακοποιών.
Δώδεκα (12) θέσεις του Κλάδου ΠΕ Κοινωνικής Ασφάλισης.
Με απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών και Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας γίνεται η κατανομή των παραπάνω θέσεων στα περιφερειακά τμήματα της ΥΠ.Ε.Δ.Υ.Φ.Κ.Α., καθώς και των θέσεων κλάδου ΠΕ Ιατρών ειδικοτήτων όπως αυτές ορίζονται στην περίπτωση Α1. του άρθρου 3 του π.δ. 275/2001.
Οι παραπάνω θέσεις είναι δυνατόν να καλύπτονται με προσλήψεις σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις ή με μετατάξεις υπαλλήλων από το Δημόσιο, Ν.Π.Δ.Δ. και Ο.Τ.Α. α΄ και β΄ βαθμίδας κατά παρέκκλιση των κειμένων διατάξεων.
Προσόντα διορισμού για την πλήρωση των παραπάνω θέσεων ορίζονται τα προβλεπόμενα στο π.δ. 50/2001 (ΦΕΚ 39/Α΄), όπως αυτό τροποποιήθηκε και ισχύει κάθε φορά.
3. Η παρ. 1 του άρθρου 4 του π.δ. 275/2001 (ΦΕΚ 196/Α΄) αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Της ΥΠ.Ε.Δ.Υ.Φ.Κ.Α. προΐσταται Γενικός Επιθεωρητής και των Διευθύνσεων αυτής προΐστανται υπάλληλοι του Κλάδου ΠΕ Κοινωνικής Ασφάλισης.
Των Τμημάτων της κεντρικής υπηρεσίας προΐστανται υπάλληλοι του Κλάδου ΠΕ Κοινωνικής Ασφάλισης, πλην του Τμήματος Μηχανογραφικού Ελέγχου Δαπανών Υγείας, του οποίου προΐσταται υπάλληλος του Κλάδου ΠΕ Πληροφορικής.
Των περιφερειακών Τμημάτων της ΥΠ.Ε.Δ.Υ.Φ.Κ.Α. προΐστανται υπάλληλοι του κλάδου ΠΕ Ιατρών ειδικοτήτων ή ΠΕ Φαρμακοποιών.»
4. Στο τέλος του άρθρου 32 του ν. 2676/1999 (ΦΕΚ 1/Α΄) προστίθεται παράγραφος 9, ως εξής:
«9. α) Το έργο του ελέγχου των δαπανών υγείας των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης από την ΥΠ.Ε.Δ.Υ.Φ.Κ.Α. μπορεί να ανατίθεται σε ιατρούς ειδικοτήτων παθολογίας ή γενικής ιατρικής με σύμβαση μίσθωσης έργου σύμφωνα με τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις. Ο αριθμός των ιατρών στους οποίους μπορεί να ανατίθεται το έργο αυτό δεν μπορεί να υπερβαίνει τον αριθμό των κενών οργανικών θέσεων της ΥΠ.Ε.Δ.Υ.Φ.Κ.Α.
β) Η διάταξη της παρ. 5 του άρθρου 19 του ν. 3144/ 2003 (ΦΕΚ 111/Α΄) καταργείται κατά το μέρος που αφορά τους ιατρούς της ΥΠ.Ε.Δ.Υ.Φ.Κ.Α.»
ΜΕΡΟΣ Γ΄
ΛΟΙΠΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑΣ
ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ ΚΑΙ ΦΟΡΕΩΝ
ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ
Άρθρο δωδέκατο
Σύσταση Επιτροπής Κώδικα Κοινωνικής Ασφάλισης
1. Στη Γενική Γραμματεία Κοινωνικών Ασφαλίσεων (Γ.Γ.Κ.Α.) του Υπουργείου Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας συνιστάται Επιτροπή, για την επεξεργασία και την τελική διαμόρφωση σχεδίου Κώδικα Κοινωνικής Ασφάλισης του Ι.Κ.Α. - Ε.Τ.Α.Μ. και των λοιπών Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης.
Η Επιτροπή είναι 11μελής και αποτελείται από:
α. Τον Γενικό Γραμματέα της Γενικής Γραμματείας Κοινωνικών Ασφαλίσεων του Υπουργείου Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας, ως Πρόεδρο.
β. Τον Διοικητή ή Υποδιοικητή ή τον Πρόεδρο του εκάστοτε Ασφαλιστικού Οργανισμού του οποίου θα συζητείται η νομοθεσία κωδικοποίησης.
γ. Έναν Νομικό Σύμβουλο ή Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους (Ν.Σ.Κ.), υποδεικνυόμενο από τον Πρόεδρο του Ν.Σ.Κ.
δ. Δύο πρόσωπα με ειδική συγγραφική επίδοση σε θέματα κοινωνικής ασφάλισης και μακρόχρονη υπηρεσία σε διευθυντικές θέσεις Ασφαλιστικών Οργανισμών ή της Γ.Γ.Κ.Α.
ε. Τους Γενικούς Διευθυντές των Γενικών Διευθύνσεων Κοινωνικής Ασφάλισης και Διοικητικής Υποστήριξης της Γ.Γ.Κ.Α. και τον Γενικό Διευθυντή ή Διευθυντή του Ασφαλιστικού Οργανισμού, του οποίου θα συζητείται η νομοθεσία κωδικοποίησης.
στ. Δύο δικηγόρους ή νομικούς, ειδικευμένους στο Δίκαιο της Κοινωνικής Ασφάλισης.
ζ. Έναν δικαστικό λειτουργό της διοικητικής δικαιοσύνης εν ενεργεία ή συνταξιούχο, με βαθμό τουλάχιστον Εφέτη.
Ως γραμματείς της Επιτροπής ορίζονται τρεις υπάλληλοι από τους υπηρετούντες στη Γ.Γ.Κ.Α.
2. Η Επιτροπή συγκροτείται με απόφαση του Υπουργού Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας, στην οποία ορίζονται ο χρόνος περάτωσης του έργου, οι ειδικοί εισηγητές των θεμάτων (μέχρι έξι), εκ των Προϊσταμένων Διευθύνσεων της Γ.Γ.Κ.Α., καθώς και τα μέλη της Γραμματείας και ρυθμίζονται θέματα σχετικά με τη λειτουργία, τη διοικητική μέριμνα και τη γραμματειακή υποστήριξη του έργου.
3. Η αποζημίωση του Προέδρου, των μελών, των ειδικών εισηγητών και των γραμματέων της Επιτροπής καθορίζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας και βαρύνει τον προϋπολογισμό του Λογαριασμού Βελτίωσης Κοινωνικής Ασφάλισης της Γ.Γ.Κ.Α. του Υπουργείου Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας.
4. Το σχέδιο του κώδικα νομοθεσίας του Ι.Κ.Α. - Ε.Τ.Α.Μ. και των λοιπών Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης που θα συντάξει η Επιτροπή θα υποβληθεί στη Βουλή για να κυρωθεί κατά τη διαδικασία που προβλέπει το άρθρο 76 παρ. 6 του Συντάγματος.
Άρθρο δέκατο τρίτο
Ρύθμιση θεμάτων Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων - Ενιαίου Ταμείου Ασφάλισης Μισθωτών(Ι.Κ.Α. - Ε.Τ.Α.Μ.)
1. Όταν σε εκπαιδευτικά προγράμματα, που συγχρηματοδοτούνται από κοινοτικούς πόρους και αφορούν εκπαίδευση χρηστών που πραγματοποιεί το Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων ? Ενιαίο Ταμείο Ασφάλισης Μισθωτών για τις ανάγκες του Ολοκληρωμένου Πληροφοριακού Συστήματος του Ιδρύματος και προβλέπεται πρακτική εξάσκησή τους σε υπηρεσιακές μονάδες του Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. εκτός ωραρίου λειτουργίας τους, δύναται να ορίζεται αποζημίωση για τους υπεύθυνους - εκπαιδευτές και για τους εκπαιδευόμενους - χρήστες.
Η αποζημίωση ορίζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας, μετά από γνώμη της οικείας μονάδας εκπαίδευσης και του Διοικητικού Συμβουλίου του Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. Με την ίδια απόφαση ορίζεται και ο χρόνος από τον οποίο αρχίζει να καταβάλλεται η αποζημίωση.
Υπεύθυνοι - εκπαιδευτές μπορούν να ορίζονται είτε υπάλληλοι του Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. που υπηρετούν στις μονάδες όπου υλοποιείται η πρακτική εξάσκηση ή υπάλληλοι που υπηρετούν σε άλλες υπηρεσιακές μονάδες του Ιδρύματος ή υπάλληλοι που υπηρετούν σε άλλους φορείς του δημόσιου ή ιδιωτικού τομέα.
2. Με απόφαση του Διοικητή του Ι.Κ.Α. - Ε.Τ.Α.Μ. μπορεί να ορισθούν δικηγόροι του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, στους οποίους ανατίθεται κατά περίπτωση, ύστερα από εισήγηση του Νομικού Συμβούλου του Ι.Κ.Α.- Ε.Τ.Α.Μ., ο χειρισμός δικαστικών και εξώδικων υποθέσεων της Νομικής Διεύθυνσης της Διοίκησης του Ιδρύματος, όπως αυτές ενδεικτικά ορίζονται στο άρθρο 7 του ν.δ. 2698/1953. Ο αριθμός των δικηγόρων δεν μπορεί να υπερβαίνει τον αριθμό των κενών οργανικών θέσεων που προβλέπονται στο άρθρο 41 παρ. 1 του π.δ. 266/1989. Ο καθορισμός του ύψους της αμοιβής των δικηγόρων αυτών διέπεται αποκλειστικά από τις διατάξεις του ν.δ. 3026/1954 «Περί Κώδικος των Δικηγόρων». Η αμοιβή και τα έξοδα των δικηγόρων αυτών εκκαθαρίζονται εντός των ορίων που ορίζονται στο αμέσως προηγούμενο εδάφιο με πράξη του Διοικητή, ύστερα από εισήγηση του Νομικού Συμβούλου του Ι.Κ.Α. - Ε.Τ.Α.Μ., στην οποία αναφέρονται το αντικείμενο της υπόθεσης και κάθε άλλο στοιχείο, που κατά το νόμο επηρεάζει τον καθορισμό της αμοιβής.
Άρθρο δέκατο τέταρτο
Διατάξεις Οργανισμού Ασφάλισης Ελεύθερων Επαγγελματιών (Ο.Α.Ε.Ε.)
1. Η προβλεπόμενη από την παρ. 3 του άρθρου 2 του
ν. 2217/1994 (ΦΕΚ 83/Α΄) προθεσμία η οποία παρατάθηκε με το άρθρο 23 του ν. 2730/1999 (ΦΕΚ 130/Α΄) παρατείνεται από τη δημοσίευση του παρόντος και μέχρι 31.12.2008. Με απόφαση του Υπουργού Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας, μετά γνώμη του Δ.Σ. του Ο.Α.Ε.Ε. θα καθορισθούν οι λεπτομέρειες για τον τρόπο διάθεσης των ενσήμων. Ασφαλιστικές εισφορές που οφείλονται μέχρι το τέλος του μήνα δημοσίευσης της απόφασης εισπράττονται σύμφωνα με τη νομοθεσία του Οργανισμού και χωρίς πρόσθετα τέλη.
2. Πρόσωπα που αποκτούν την ασφαλιστέα ιδιότητα του Ο.Α.Ε.Ε. από κληρονομικό δικαίωμα, υπάγονται στην υποχρεωτική ασφάλιση του Οργανισμού μετά την παρέλευση εννεαμήνου από την ημερομηνία θανάτου του κληρονομουμένου.
Με αίτησή τους, που υποβάλλεται εντός του πιο πάνω χρονικού διαστήματος, μπορούν να υπαχθούν προαιρετικά στην ασφάλιση του Οργανισμού από την ημερομηνία θανάτου του κληρονομουμένου, οι δε εισφορές υπολογίζονται όπως ισχύουν κατά το χρόνο καταβολής.
3. Στο άρθρο 11 του ν. 2676/1999 προστίθεται παράγραφος 5 ως εξής:
«5. Ο Διοικητής με απόφασή του, η οποία δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, δύναται να εκχωρεί αρμοδιότητές του σε Προϊσταμένους οργανικών μονάδων του Ο.Α.Ε.Ε.»
4. Στην ασφάλιση του Κλάδου Υγείας του Ο.Α.Ε.Ε. υπάγονται οι συνταξιούχοι Ο.Α.Ε.Ε. των Νομών Ημαθίας, Πιερίας και Πέλλας, καθώς και τα προστατευόμενα μέλη αυτών, εξαιρουμένων της ασφάλισης του Κλάδου Παροχών Ασθένειας του Ι.Κ.Α. - Ε.Τ.Α.Μ. Η προβλεπόμενη εισφορά για την ασφάλιση των συνταξιούχων αποδίδεται στον Κλάδο Υγείας του Ο.Α.Ε.Ε. Με απόφαση του Δ.Σ. του Ο.Α.Ε.Ε. καθορίζονται τα στάδια εφαρμογής των διατάξεων της παραγράφου αυτής κατά νομό.
Άρθρο δέκατο πέμπτο
Ρυθμίσεις ασφαλιστικών θεμάτων Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης
1. Η προβλεπόμενη, από την περ. γ΄ της παρ. 1 του άρθρου 5 του β.δ. 4 ? 5/8.6.1955 (ΦΕΚ 146/Α΄) «Περί οργανώσεως λειτουργίας του Κλάδου Ασθένειας του Ταμείου Ασφάλισης Προσωπικού Εμπορικής Τραπέζης της Ελλάδος», όπως ισχύει, μηνιαία εισφορά των συνταξιούχων υπολογίζεται από την ημερομηνία ισχύος του ν. 3455/ 2006 (ΦΕΚ 84/Α΄) επί των καταβαλλόμενων από το Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ., το Ε.Τ.Ε.Α.Μ. και το Ε.Τ.Α.Τ. συντάξεων, παρακρατείται και αποδίδεται στο Ταμείο μέσα στον επόμενο της παρακράτησης μήνα.
2. Η παρ. 3 του άρθρου 56 του ν. 3518/2006 (ΦΕΚ 272/Α΄) αντικαθίσταται ως εξής:
«3. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών, Οικονομίας και Οικονομικών, Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας και Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης καθορίζεται ο τρόπος της απόδοσης των παραπάνω ποσών των παραγράφων 1 και 2 στους οικείους φορείς που υπηρετούν σήμερα οι υπάλληλοι, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια.»
3. O Κλάδος Επικουρικής Ασφάλισης του Ταμείου Σύνταξης και Επικουρικής Ασφάλισης Προσωπικού Γεωργικών Συνεταιριστικών Οργανώσεων (Τ.Σ.Ε.Α.Π.Γ.Σ.Ο.) που έχει συσταθεί με τις διατάξεις του άρθρου 1 του ν. 935/1979 (ΦΕΚ 140/Α΄), αποκαλούμενος στις διατάξεις του παρόντος ως «Κλάδος», συγχωνεύεται από την πρώτη του επόμενου μήνα της δημοσίευσης του παρόντος νόμου στο Ενιαίο Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης Μισθωτών (Ε.Τ.Ε.Α.Μ.).
Από τη συγχώνευση και μετά οι ασφαλισμένοι και συνταξιούχοι του Κλάδου καθίστανται ασφαλισμένοι και συνταξιούχοι του Ε.Τ.Ε.Α.Μ. και διέπονται από τις διατάξεις της νομοθεσίας του φορέα αυτού, όπως ισχύουν.
Ο χρόνος ασφάλισης που έχει πραγματοποιηθεί στον Κλάδο, συμπεριλαμβανομένου και αυτού που, σύμφωνα με τις διατάξεις του Καταστατικού του, έχει αναγνωρισθεί ή προσμετρηθεί από προϋπηρεσία ή άλλη αιτία γίνεται χρόνος ασφάλισης στο Ε.Τ.Ε.Α.Μ.
Κατ’ εξαίρεση, οι μέχρι την ημερομηνία της συγχώνευσης ασφαλισμένοι του Κλάδου εξακολουθούν να διέπονται ως προς τις προϋποθέσεις συνταξιοδότησης και τον τρόπο υπολογισμού της σύνταξής τους, από τις διατάξεις του Καταστατικού του, όπως ισχύουν μετά το ν. 2084/1992 (ΦΕΚ 165/Α΄) και τις λοιπές γενικής ισχύος διατάξεις της ασφαλιστικής νομοθεσίας, μη εφαρμοζομένων των αντίστοιχων διατάξεων του ν. 997/1979 (ΦΕΚ 287/Α΄) και του π.δ. 995/1980 (ΦΕΚ 251/Α΄). Κατά τα λοιπά η ασφαλιστική σχέση των προσώπων αυτών διέπεται από τις διατάξεις της νομοθεσίας του Ε.Τ.Ε.Α.Μ.
Οι συνταξιούχοι του Κλάδου μέχρι την ημερομηνία της συγχώνευσης γίνονται συνταξιούχοι του Ε.Τ.Ε.Α.Μ., το οποίο βαρύνεται εφεξής με την καταβολή των συντάξεών τους, χωρίς τους περιορισμούς των διατάξεων του άρθρου 19 του ν. 2434/1996 (ΦΕΚ 188/Α΄), όπως έχει τροποποιηθεί με την παρ. 3 του άρθρου 22 του ν. 3232/ 2004 (ΦΕΚ 48/Α΄). Οι ανωτέρω συντάξεις αυξάνονται σύμφωνα με τις χορηγούμενες ετήσιες αυξήσεις των συντάξεων του Ε.Τ.Ε.Α.Μ.
Αιτήσεις συνταξιοδότησης που έχουν υποβληθεί στον Κλάδο πριν την ημερομηνία της συγχώνευσης και εκκρεμούν, κρίνονται σύμφωνα με τις διατάξεις της νομοθεσίας του, όπως ίσχυε μέχρι τη συγχώνευση. Για τις συντάξεις αυτές ισχύουν οι διατάξεις του παρόντος άρθρου ως προς τους συνταξιούχους του Κλάδου που καθίστανται συνταξιούχοι του Ε.Τ.Ε.Α.Μ.
Το σύνολο του ενεργητικού και παθητικού που προέρχεται από το συγχωνευόμενο Κλάδο, οι πόροι που προβλέπονται από τις ισχύουσες διατάξεις υπέρ αυτού, καθώς και η περιουσία του, περιέρχονται από την ημερομηνία της συγχώνευσης στο Ε.Τ.Ε.Α.Μ. ως καθολικό διάδοχο αυτού. Εκκρεμείς δίκες που προέκυψαν κατά τη λειτουργία του Κλάδου, συνεχίζονται υπέρ ή κατά του Ε.Τ.Ε.Α.Μ. χωρίς διακοπή.
Με απόφαση του Υπουργού Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας ρυθμίζεται κάθε άλλο θέμα απαραίτητο για την εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου αυτής.
4. Μετά το δεύτερο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 56 του ν. 3518/2006 προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«Τα παραπάνω έχουν ανάλογη εφαρμογή και στους υπαλλήλους του πρώην Π.Ι.Κ.Π.Α. που μετατάχθηκαν ή μεταφέρθηκαν σε άλλες υπηρεσίες του Δημοσίου πριν την ισχύ των διατάξεων του ν. 3106/2003.»
5. Το σύνολο των μηνιαίων αποδοχών επί των οποίων υπολογίζονται οι εισφορές και το εφάπαξ βοήθημα των ασφαλισμένων του Ταμείου Προνοίας Εμπορικών και Βιομηχανικών Επαγγελματικών και Βιοτεχνικών Επιμελητηρίων του Κράτους δεν μπορεί να υπερβαίνει το ποσό των δύο χιλιάδων τριακοσίων (2.300,00) ευρώ. Το ποσό αυτό μπορεί να αυξάνεται με απόφαση του Υπουργού Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας ύστερα από πρόταση του Διοικητικού Συμβουλίου του Ταμείου.
6. Οι φορείς κύριας ασφάλισης αρμοδιότητας του Υπουργείου Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας, το αργότερο τη 15η εργάσιμη ημέρα από την υποβολή αίτησης συνταξιοδότησης λόγω γήρατος ή λόγω θανάτου, καταβάλλουν στον αιτούντα προσωρινή σύνταξη, ίση με το 80% της σύνταξης που προκύπτει με βάση τα ασφαλιστικά στοιχεία που αφορούν το χρόνο ασφάλισης και τις αποδοχές που λαμβάνονται υπόψη κατά περίπτωση για τον υπολογισμό της σύνταξης και τα οποία περιλαμβάνονται σε Υπεύθυνη Δήλωση του άρθρου 8 του ν. 1599/1986 (ΦΕΚ 75/Α΄), όπως ισχύει, του αιτούντος που συνυποβάλλεται με την αίτηση συνταξιοδότησης και τα λοιπά δικαιολογητικά.
Το ποσό της προσωρινής σύνταξης σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να είναι κατώτερο του 80% του εκάστοτε ισχύοντος κατωτάτου ορίου, ανά κατηγορία σύνταξης.
Για τις συνταξιοδοτικές περιπτώσεις κατά τις οποίες έχουν εφαρμογή οι διατάξεις περί διαδοχικής ασφάλισης, στην καταβολή της ως άνω προσωρινής σύνταξης, υποχρεούται ο τελευταίος φορέας , εφόσον διαπιστώνεται ότι από το συνολικό χρόνο ασφάλισης που αναφέρεται στην Υπεύθυνη Δήλωση του αιτούντος συντρέχουν οι ελάχιστες χρονικές προϋποθέσεις για συνταξιοδότηση, σύμφωνα με τη νομοθεσία του.
Στις περιπτώσεις διαδοχικής ασφάλισης και εφόσον ο απονέμων φορέας είναι διαφορετικός από εκείνον που χορηγεί την προσωρινή σύνταξη , τα ποσά σύνταξης που καταβλήθηκαν από τον τελευταίο φορέα δεν αναζητούνται από τον ασφαλισμένο, αλλά συμψηφίζονται με τα ποσά σύνταξης που οφείλει να καταβάλλει ο απονέμων οργανισμός.
Εάν μετά τον έλεγχο των δικαιολογητικών για την έκδοση οριστικής συνταξιοδοτικής απόφασης διαπιστωθεί ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για συνταξιοδότηση και τα στοιχεία που αναφέρονται στην Υπεύθυνη Δήλωση δεν είναι ακριβή, αναζητούνται τα ποσά των συντάξεων που εισπράχθηκαν, ως αχρεωστήτως καταβληθέντα. Εφόσον δεν προκύπτει υπαιτιότητα του ασφαλισμένου, η επιστροφή των ποσών των συντάξεων γίνεται άτοκα.
Η ισχύς της παραγράφου αυτής αρχίζει από την πρώτη ημέρα του επόμενου μήνα από εκείνον της δημοσίευσης του νόμου αυτού.
Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής εφαρμόζονται και για τις εκκρεμείς αιτήσεις, εφόσον υποβληθεί από τον ασφαλισμένο η απαιτούμενη Υπεύθυνη Δήλωση.
Άρθρο δέκατο έκτο
Ρυθμίσεις θεμάτων διοικητικής και οικονομικής οργάνωσης
1. Το πάσης φύσεως προσωπικό και οι δικηγόροι με έμμισθη εντολή του Ταμείου Σύνταξης και Επικουρικής Ασφάλισης Προσωπικού Γεωργικών και Συνεταιριστικών Οργανώσεων (ΤΣΕΑΠΓΣΟ) μεταφέρονται από την ένταξη των κλάδων σύνταξης και επικουρικής ασφάλισης στο Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. και Ε.Τ.Ε.Α.Μ. αντίστοιχα, με απόφαση του Υπουργού Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας, ύστερα από αίτηση προτίμησής τους, με την ίδια εργασιακή σχέση και οργανική θέση που κατέχουν.
Οι μόνιμοι υπάλληλοι του Ταμείου, οι οποίοι υπάγονταν στο καθεστώς του ν. 103/1975 (ΦΕΚ 167/Α΄) για τη λήψη εφάπαξ βοηθήματος εξακολουθούν μετά τη μεταφορά στο Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. και Ε.Τ.Ε.Α.Μ. να υπάγονται με τους ίδιους όρους και προϋποθέσεις στο καθεστώς του ν.103/1975 και του άρθρου 21 του ν. 3232/2004 (ΦΕΚ 48/Α΄). Όσοι από τους υπαλλήλους αυτούς αποχώρησαν από το Ταμείο για οποιονδήποτε λόγο πριν την ένταξή του και είχαν υπαχθεί κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας τους σε αυτό στο καθεστώς του ν.103/1975, διατηρούν τα δικαιώματά τους και λαμβάνουν το αναλογούν εφάπαξ βοήθημα ή επιστροφή των εισφορών τους από την υπηρεσία από την οποία αποχωρούν λόγω συνταξιοδότησης, η οποία και επιβαρύνεται με τη σχετική δαπάνη. Το λοιπό προσωπικό εξακολουθεί να υπάγεται στο ν. 2112 της 11/18 Μαρτίου 1920, που ρυθμίζει την αποζημίωσή του.
2. Οι αποφάσεις μετακίνησης στο εσωτερικό της χώρας των Διοικητών, Υποδιοικητών, Προέδρων και μελών των Διοικητικών Συμβουλίων των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης αρμοδιότητας της Γενικής Γραμματείας Κοινωνικών Ασφαλίσεων εκδίδονται από το οικείο Διοικητικό Συμβούλιο του Φορέα.
3. Στη Γενική Γραμματεία Κοινωνικών Ασφαλίσεων (Γ.Γ.Κ.Α.) του Υπουργείου Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας μία (1) εκ των κενών οργανικών θέσεων του κλάδου ΠΕ Κοινωνικής Ασφάλισης μεταφέρεται στον κλάδο ΠΕ Βιβλιοθηκονόμων.
4. Δαπάνες παρελθουσών χρήσεων που έχουν πραγματοποιηθεί μέχρι 31.12.2004, καθ’ υπέρβαση των σχετικών πιστώσεων των προϋπολογισμών των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης λογίζονται ως νόμιμες, εφόσον εντός δύο μηνών από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου εγκριθούν με απόφαση του Υπουργού Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας.
5. Στη Γενική Γραμματεία Κοινωνικών Ασφαλίσεων του Υπουργείου Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας συνιστάται στη Διεύθυνση Οικονομικού Τμήμα Στατιστικών Στοιχείων και Κατάρτισης Προϋπολογισμού και Απολογισμού Κοινωνικής Προστασίας.
Οι αρμοδιότητες του Τμήματος είναι:
α) Η συγκέντρωση και επεξεργασία στατιστικών στοιχείων για όλους τους ασφαλιστικούς οργανισμούς και συλλογή στοιχείων κοινωνικής προστασίας με τη μεθοδολογία ESSPROS.
β) Ο συντονισμός όλων των εμπλεκόμενων Φορέων Κοινωνικής Προστασίας για την αποστολή των στοιχείων για την έγκαιρη κατάρτιση του Προϋπολογισμού και του Απολογισμού της Κοινωνικής Προστασίας.
γ) Η έκδοση και η διάθεση των βιβλίων του Προϋπολογισμού και Απολογισμού της Κοινωνικής Προστασίας.
δ) Η συγκέντρωση κάθε στοιχείου απαραίτητου για τους φορείς του Ελληνικού Δημοσίου, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τρίτων κρατών.
Του Τμήματος προΐσταται υπάλληλος της κατηγορίας ΠΕ κλάδου Οικονομικού ή, ελλείψει αυτού, κατηγορίας ΠΕ κλάδου Κοινωνικής Ασφάλισης.
6. Το ύψος της αποζημίωσης των ειδικών επιτροπών της παρ. 3 του άρθρου 69 του ν. 3518/2006 (ΦΕΚ 272/Α΄) καθορίζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας.
7. Μόνιμοι υπάλληλοι Ασφαλιστικών Οργανισμών που είναι αποσπασμένοι κατά τη δημοσίευση του παρόντος στη Γ.Γ.Κ.Α., τουλάχιστον ένα χρόνο μετατάσσονται με αίτησή τους σε κενές οργανικές θέσεις της Γ.Γ.Κ.Α. Η μετάταξη γίνεται με απόφαση του Υπουργού Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας μετά από γνώμη του Υ.Σ. της Γ.Γ.Κ.Α. Η σχετική αίτηση υποβάλλεται μέσα σε αποκλειστική προθεσμία δύο μηνών από τη δημοσίευση του παρόντος. Το ασφαλιστικό-συνταξιοδοτικό καθεστώς των μετατασσομένων ρυθμίζεται από τις διατάξεις της παρ. 17 του άρθρου 4 του ν. 3513/ 2006.
8. Με το προεδρικό διάταγμα της παρ. 7 του άρθρου 25 του ν. 3232/2004 (ΦΕΚ 48/Α΄) καθορίζονται επίσης ο φορέας και η διαδικασία προκήρυξης για την πλήρωση θέσεων μόνιμων ιατρών και οδοντιάτρων του Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ., ο φορέας υποβολής ενστάσεων των υποψηφίων, καθώς και οι προϋποθέσεις διορισμού τους.
9. Το προσωπικό που υπηρετεί σε Ταμεία Κύριας Ασφάλισης Προσωπικού Πιστωτικών Ιδρυμάτων κατά την ένταξή τους στο Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. διατίθεται με απόφαση των Διοικήσεών τους στο Ίδρυμα για μία πενταετία. Η υπηρεσιακή και μισθολογική κατάσταση των υπαλλήλων αυτών διέπεται από τον ισχύοντα κανονισμό λειτουργίας προσωπικού και το ισχύον εκάστοτε μισθολόγιο των υπηρεσιών από τις οποίες προέρχονται. Η δαπάνη της εν γένει μισθοδοσίας, καθώς και οι αντίστοιχες ασφαλιστικές εισφορές εργοδότη συνεχίζουν να βαρύνουν τις υπηρεσίες από τις οποίες οι ανωτέρω υπάλληλοι προέρχονται.
Οι υπάλληλοι που διατίθενται στο Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. κατά το χρόνο της υπηρεσίας τους σε αυτό και κατά την εκτέλεση αυτής υπέχουν τις ευθύνες δημοσίου υπαλλήλου.
Άρθρο δέκατο έβδομο
Σύσταση Κλάδου Προνοίας Ορθοδόξου Εφημεριακού Κλήρου Ελλάδος (Τ.Π.Ο.Ε.Κ.Ε.) στο Ταμείο Προνοίας Δημοσίων Υπαλλήλων (Τ.Π.Δ.Υ.)
1. Το Ταμείο Προνοίας Ορθοδόξου Εφημεριακού Κλήρου Ελλάδος (Τ.Π.Ο.Ε.Κ.Ε.), που προήλθε ύστερα από μετονομασία του Τ.Α.Κ.Ε. βάσει των διατάξεων της παρ. 7 του άρθρου 21 του ν. 2084/1992 (ΦΕΚ 165/Α΄) και διέπεται από τις διατάξεις της νομοθεσίας του Κλάδου Αρωγής του μετονομαζόμενου Τ.Α.Κ.Ε. καταργείται από την πρώτη του τέταρτου μήνα από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου.
2. Στο Ταμείο Προνοίας Δημοσίων Υπαλλήλων (Τ.Π.Δ.Υ.) συνιστάται από την ίδια παραπάνω ημερομηνία Κλάδος με την ονομασία «Κλάδος Προνοίας Ορθοδόξου Εφημεριακού Κλήρου Ελλάδος», ο οποίος στο εξής θα αποκαλείται «Κλάδος», στον οποίο υπάγονται υποχρεωτικά:
α) οι ασφαλισμένοι του καταργούμενου Ταμείου,
β) οι εφεξής διοριζόμενοι με την ιδιότητα με την οποία θα ασφαλίζονταν υποχρεωτικά στο καταργούμενο Ταμείο.
Ο Κλάδος αυτός έχει πλήρη οικονομική και λογιστική αυτοτέλεια και σε καμία περίπτωση δεν γίνεται μεταφορά κεφαλαίων από τους λοιπούς κλάδους που υφίστανται στο Ταμείο Προνοίας Δημοσίων Υπαλλήλων.
3. Σκοπός του Κλάδου είναι η καταβολή εφάπαξ βοηθήματος στους ασφαλισμένους που αποχωρούν από την υπηρεσία τους και συνταξιοδοτούνται λόγω γήρατος ή οριστικής αναπηρίας με την επιφύλαξη της παρ. 1 του άρθρου 22 του ν. 3232/2004 (ΦΕΚ 48/Α΄).
Τη διοίκηση και διαχείριση του Κλάδου ασκεί το Διοικητικό Συμβούλιο του Τ.Π.Δ.Υ., σύμφωνα με τις διατάξεις της νομοθεσίας που διέπουν το Ταμείο αυτό.
Οι εργασίες του Kλάδου εκτελούνται από το προσωπικό του Τ.Π.Δ.Υ. και η συμμετοχή του Κλάδου στις δαπάνες διοίκησης και λειτουργίας του καθορίζεται σε ποσοστό 10% του συνόλου.
Τα της λογιστικής οργανώσεως, διαχειρίσεως, καταρτίσεως, ισοζυγίων, προϋπολογισμών, ισολογισμών, απολογισμών, διενέργειας προμηθειών και επενδύσεων του Κλάδου διέπονται από τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις του Τ.Π.Δ.Υ. και της γενικότερης νομοθεσίας.
4. Πόροι του Κλάδου είναι:
α) Μηνιαία εισφορά των ασφαλισμένων, ίση με 4% υπολογιζόμενη επί των αυτών αποδοχών που υπολογίζεται και η εισφορά για τους λοιπούς ασφαλισμένους του Τ.Π.Δ.Υ.
β) Οι πόροι από το κληρικόσημο υπέρ του πρώην Τ.Α.Κ.Ε. που προβλέπονται από το άρθρο 2 του α.ν. της 19/20 Νοεμβρίου 1935 «περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως των νόμων 5439 κωδικοποιηθέντος δια του από 2 Σεπτεμβρίου 1932 διατάγματος και 5889 περί Ενοριακών Ναών και Εφημερίων του Ταμείου Αποδοχών και Ασφαλίσεως Κλήρου της Ελλάδος», όπως οι τιμές των πόρων αυτών αναπροσαρμόστηκαν με την αριθ. Φ.60/3355/23.12.1991 (ΦΕΚ 13 Β΄) υπουργική απόφαση που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση της παρ. 14 του άρθρου 1 του ν. 1719/1944 (ΦΕΚ 183/Α΄).
Με απόφαση του Υπουργού Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας καθορίζεται ο αρμόδιος φορέας για την έκδοση και τη διαχείριση του κληρικόσημου, καθώς και το ποσοστό αμοιβής του φορέα αυτού.
γ) Η προβλεπόμενη από το άρθρο 46 του ν. 1759/1988 (ΦΕΚ 50/Α΄) εισφορά επί των κηρωδών υλών.
Οι πόροι των περιπτώσεων β΄ και γ΄ δύνανται να αυξομειώνονται με απόφαση του Υπουργού Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας, ύστερα από γνώμη του Δ.Σ. του Τ.Π.Δ.Υ., για την κάλυψη των ελλειμμάτων του Κλάδου.
δ) Η προβλεπόμενη εισφορά των άρθρων 1 παρ. 4, 2 παρ. 1 και 3 παρ. 1 του ν.δ. 228/1973 (ΦΕΚ 284/Α΄), όπως ισχύει κάθε φορά.
ε) Οι δωρεές, τα κληροδοτήματα, οι τόκοι και οι πρόσοδοι περιουσίας των κεφαλαίων και της περιουσίας του Κλάδου, καθώς και κάθε άλλο έσοδο που προέρχεται από νόμιμη αιτία.
5. Χρόνος ασφάλισης στον Κλάδο είναι:
α) Ο χρόνος για τον οποίο καταβάλλονται ασφαλιστικές εισφορές για πραγματική ασφάλιση ή για αναγνώριση.
β) Ο χρόνος ασφάλισης στο καταργούμενο Ταμείο, συμπεριλαμβανομένου και αυτού που έχει αναγνωριστεί ή προσμετρηθεί από προϋπηρεσία ή άλλη αιτία βάσει των διατάξεων του καταστατικού του καταργούμενου Ταμείου.
6. Οι προϋποθέσεις χορήγησης εφάπαξ βοηθήματος στους ασφαλισμένους και στα μέλη οικογένειάς τους σε περίπτωση θανάτου, οι υποκείμενες σε εισφορά αποδοχές, ο τρόπος υπολογισμού και το ύψος του βοηθήματος, τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των επαναδιοριζομένων, η αναγνώριση προϋπηρεσίας, η παραγραφή, το ανεκχώρητο και ακατάσχετο των βοηθημάτων και εισφορών, καθώς και κάθε άλλη ρύθμιση που δεν προβλέπεται διαφορετικά από το εν λόγω άρθρο, διέπονται από τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις του Κλάδου Προνοίας Δημοσίων Υπαλλήλων και της γενικότερης νομοθεσίας.
7. Τα προεδρικά διατάγματα 1032/1979 (ΦΕΚ 290/Α΄) και 219/1982 (ΦΕΚ 34/Α΄) καταργούνται και το σύνολο των καταβληθεισών εισφορών επιστρέφονται εντόκως με τη διαδικασία των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 9 του ν. 2335/1995, όπως ισχύει, στους δικαιούχους μετά από σχετική αίτησή τους που υποβάλλεται στον Κλάδο και στην Αποστολική Διακονία της Ελλάδος αντίστοιχα εντός ανατρεπτικής προθεσμίας ενός (1) έτους από την έναρξη ασφάλισής τους στον Κλάδο.
Ο χρόνος προϋπηρεσίας που εξαγοράστηκε από υπαλλήλους που έκαναν χρήση των διατάξεων της παρ. 1γ της υ.α. Φ 274/οικ.631/1998 (ΦΕΚ 467 Β΄) παραμένει ισχυρός και λαμβάνεται υπόψη για τον προσδιορισμό του καταβαλλόμενου εφάπαξ βοηθήματος. Η επιπλέον δαπάνη για τους υπαλλήλους του καταργούμενου Ταμείου βαρύνει τον Κλάδο και για τους υπαλλήλους της Αποστολικής Διακονίας βαρύνει την Αποστολική Διακονία.
8. Οι ασφαλισμένοι του Κλάδου οι οποίοι μέχρι την ημερομηνία σύστασής του θεμελιώνουν δικαίωμα λήψης εφάπαξ βοηθήματος βάσει των διατάξεων του καταργούμενου Ταμείου, διατηρούν το δικαίωμα λήψης της εφάπαξ παροχής σύμφωνα με τη νομοθεσία του καταργούμενου Ταμείου εφόσον αποχωρήσουν από την Υπηρεσία, με την επιφύλαξη της παρ. 1 του άρθρου 22 του ν. 3232/2004 και ασκήσουν το δικαίωμα εντός πέντε (5) ετών από τη σύστασή του, στο Ταμείο Προνοίας Δημοσίων Υπαλλήλων (Τ.Π.Δ.Υ.).
9. Τα ιερά παρεκκλήσια και εξωκλήσια μετά της κινητής και ακίνητης περιουσίας τους, τη διοίκηση και διαχείριση των οποίων έχει το καταργούμενο Ταμείο, βάσει των διατάξεων του άρθρου 12 του κ.ν. 5439/1932 (ΦΕΚ 297/Α΄), όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 2 του ν. 5889/1933 (ΦΕΚ 324/Α΄), του άρθρου 5 του α.ν. 2200/1940 (ΦΕΚ 42/Α΄) και της παραγράφου 9 του άρθρου 21 του ν.2084/1992, περιέρχονται από την πρώτη του τετάρτου μήνα από της δημοσιεύσεως του παρόντος νόμου, στις οικείες Εκκλησιαστικές Αρχές, οι οποίες καθίστανται καθολικοί διάδοχοι των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων αυτών. Με απόφαση του Υπουργού Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας και μετά από γνώμη του Δ.Σ. του Ταμείου Προνοίας Δημοσίων Υπαλλήλων καθορίζεται ποσοστό επί των ετήσιων εσόδων τους που θα περιέρχεται στον Κλάδο Προνοίας Ορθόδοξου Εφημεριακού Κλήρου Ελλάδος.
Εκκρεμείς δίκες που προέκυψαν από τη λειτουργία του καταργούμενου Ταμείου που αφορούν τα ιερά παρεκκλήσια και εξωκλήσια και την περιουσία τους συνεχίζονται υπέρ ή κατά των οικείων Εκκλησιαστικών Αρχών χωρίς διακοπή.
10. Το σύνολο της κινητής περιουσίας του πρώην Τ.Α.Κ.Ε. και του καταργούμενου Ταμείου, περιλαμβανομένων και των ρευστών υπολοίπων των καταθετικών λογαριασμών στις Τράπεζες που τηρούνται, μέχρι την πρώτη του τέταρτου από της δημοσιεύσεως του παρόντος νόμου μήνα περιέρχεται στο Ταμείο Προνοίας Δημοσίων Υπαλλήλων (Τ.Π.Δ.Υ.) για λογαριασμό του Κλάδου.
11. Τα ακίνητα του πρώην Τ.Α.Κ.Ε. και του καταργούμενου Ταμείου (Τ.Π.Ο.Ε.Κ.Ε.) περιέρχονται κατά κυριότητα από την πρώτη του τέταρτου μήνα από τη δημοσίευση του νόμου αυτού κατά τα 2/3 στο Ελληνικό Δημόσιο και κατά το 1/3 στο Τ.Π.Δ.Υ. για λογαριασμό του Κλάδου, χωρίς την καταβολή φόρων, τελών ή δικαιωμάτων υπέρ τρίτων.
Τυχόν εκκρεμείς δίκες που αφορούν τα ακίνητα αυτά με διάδικο το καταργούμενο Ταμείο συνεχίζονται υπέρ ή κατά του Δημοσίου και του Τ.Π.Δ.Υ., χωρίς διακοπή.
Για τη μεταβίβαση της κυριότητας των ανωτέρω ακινήτων στο Δημόσιο και στο Τ.Π.Δ.Υ. για λογαριασμό του Κλάδου Προνοίας Ορθοδόξου Εφημεριακού Κλήρου Ελλάδος, κατά το ποσοστό κυριότητάς τους, εκδίδεται διαπιστωτική πράξη από τους Υπουργούς Οικονομίας και Οικονομικών και Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας, η οποία μεταγράφεται ατελώς στα οικεία βιβλία του Υποθηκοφυλακείου ή στα Κτηματικά Βιβλία.
12.α. Η διαχείριση των ακινήτων που βρίσκονται, επί της οδού Χαλκοκονδύλη 28, επί της Πλ. Λουδοβίκου 4 έναντι Η.Σ.Α.Π. στον Πειραιά και οι Ε΄, ΣΤ΄ και Ζ΄ όροφοι γραφείων του ακινήτου επί της οδού Σοφοκλέους 4 στην Αθήνα, όπως περιγράφονται στα αριθμ. 39548/1978, 46555/1978, 79968/1958 και 82030/1958 συμβόλαια αντίστοιχα, από την πρώτη του τέταρτου μήνα από τη δημοσίευση του νόμου αυτού, ασκείται από το Τ.Π.Δ.Υ. για λογαριασμό του Κλάδου Προνοίας Ορθοδόξου Εφημεριακού Κλήρου Ελλάδος.
β. Τα έσοδα των ακινήτων του προηγούμενου εδαφίου της παραγράφου αυτής περιέρχονται εξ ολοκλήρου στον Κλάδο Προνοίας Ορθοδόξου Εφημεριακού Κλήρου Ελλάδος του Ταμείου Προνοίας Δημοσίων Υπαλλήλων.
γ. Η διαχείριση και τα έσοδα των υπόλοιπων ακινήτων περιέρχονται εξ ολοκλήρου στο Ελληνικό Δημόσιο.
13. Από την πρώτη του τέταρτου μήνα από τη δημοσίευση του νομού αυτού καταργούνται από τότε που ίσχυσαν οι διατάξεις της παρ. 9 του άρθρου 21 του ν. 2084/ 1992. Ποσά που έχουν καταβληθεί από το καταργούμενο Ταμείο στο Δημόσιο δεν αναζητούνται.
14. Στο Ταμείο Προνοίας Δημοσίων Υπαλλήλων (Τ.Π.Δ.Υ.), στη Διεύθυνση Προνοίας Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. και για τη λειτουργία του Κλάδου Προνοίας Ορθοδόξου Εφημεριακού Κλήρου Ελλάδος (Κ.Π.Ο.Ε.Κ.Ε.), συνιστώνται δύο (2) επιπλέον Τμήματα ως εξής:
α) Τμήμα Ασφάλισης - Παροχών Κ.Π.Ο.Ε.Κ.Ε.
β) Τμήμα Οικονομικού Κ.Π.Ο.Ε.Κ.Ε.
Ο αρμοδιότητες των ανωτέρω Τμημάτων, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια καθορίζονται με κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών και Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας, μετά από πρόταση του Δ.Σ. του Ταμείου.
15. Όλες οι υφιστάμενες κατά την κατάργηση του Ταμείου θέσεις που προβλέπονται στον Κανονισμό του και το υπηρετούν προσωπικό και ο δικηγόρος αυτού μεταφέρονται στο Ταμείο Προνοίας Δημοσίων Yπαλλήλων (Τ.Π.Δ.Υ.) από την ημερομηνία κατάργησής του. Η υπηρεσία του προσωπικού αυτού θεωρείται για κάθε συνέπεια ότι διανύθηκε στη νέα του θέση.
16. Οι νεωκόροι ιερών παρεκκλησίων και εξωκλησίων οι οποίοι είναι αποσπασμένοι στο Ταμείο Προνοίας Ορθοδόξου Εφημεριακού Κλήρου Ελλάδος, με απόφαση του Αρχιεπισκόπου εντάσσονται με την ίδια εργασιακή σχέση στο προσωπικό της Εκκλησίας της Ελλάδος ή σε άλλους Εκκλησιαστικούς Οργανισμούς και Ιερές Μητροπόλεις.
17. Από τη σύσταση του Κλάδου ο προβλεπόμενος από το άρθρο 24 παρ. 1ε του α.ν. 976/1946 (περί Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος) πόρος εισπράττεται απευθείας από την Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος, η οποία δικαιούται να προβαίνει σε έλεγχο της βάσης υπολογισμού των αποδιδόμενων ποσών.
Ο εν λόγω πόρος αποδίδεται με μέριμνα και ευθύνη του υπόχρεου προς τούτο ανά τρίμηνο και μέσα σε προθεσμία είκοσι (20) ημερών από την πάροδο εκάστου τριμήνου. Σε περίπτωση άρνησης ή μη έγκαιρης απόδοσης του παραπάνω πόρου ο εν λόγω πόρος θεωρείται ως δημόσιο έσοδο και εισπράττεται από τις αρμόδιες Δ.Ο.Υ. σύμφωνα με τον Κ.Ε.Δ.Ε. αποδιδόμενος στη συνέχεια στην Αποστολική Διακονία της Ελλάδος. Με τους ίδιους όρους εισπράττεται από την Αποστολική Διακονία και η προβλεπόμενη κατά το άρθρο 3 του ν.δ. 83/31.8.1946 (ΦΕΚ 262/Α΄), όπως τροποποιήθηκε από το άρθρο 2 παρ. 2 του ν.δ. 228/1973 (ΦΕΚ 284/Α΄), εισφορά υπέρ του Περιοδικού «ΕΚΚΛΗΣΙΑ», η οποία στη συνέχεια αποδίδεται μέσα σε ένα μήνα στον εκδότη του Περιοδικού.
Άρθρο δέκατο όγδοο
Ένταξη του Κλάδου Ασθένειας του Ταμείου
Πρόνοιας και Ασθένειας Εργαζομένων στα Λιμάνια (ΤΑ.Π.Α.Ε.Λ.) στον Κλάδο Ασθένειας του Ιδρύματος
Κοινωνικών Ασφαλίσεων-Ενιαίου Ταμείου
Ασφάλισης Μισθωτών (Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ.)
1. Ο Κλάδος Ασθένειας του Ταμείου Πρόνοιας και Ασθένειας Εργαζομένων στα Λιμάνια (ΤΑ.Π.Α.Ε.Λ.) εντάσσεται στον Κλάδο Ασθένειας του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων-Ενιαίου Ταμείου Ασφάλισης Μισθωτών (Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ.), από την 1η του επόμενου μήνα της δημοσίευσης του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Από την ίδια ημερομηνία οι ασφαλισμένοι και συνταξιούχοι του εντασσόμενου Κλάδου γίνονται υποχρεωτικά ασφαλισμένοι και συνταξιούχοι του Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. και διέπονται από τη νομοθεσία του, ως προς τις εισφορές και ως προς τις παροχές του Κλάδου Ασθένειας αυτού.
2. Ο Κλάδος Ασθένειας του Ταμείου καταργείται από την ανωτέρω ημερομηνία και το σύνολο του ενεργητικού και παθητικού της περιουσίας του, οι πόροι, που προβλέπονται από τις διατάξεις που ισχύουν υπέρ του Κλάδου, καθώς και η κινητή και ακίνητη περιουσία του, περιέρχονται αυτοδίκαια στον αντίστοιχο Κλάδο Ασθένειας του Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ., ως καθολικό διάδοχο αυτού, χωρίς την καταβολή φόρου, τέλους ή δικαιώματος υπέρ του Δημοσίου, Δήμου, Κοινότητας ή Τρίτου.
3. Για τη μεταβίβαση της κυριότητας των ακινήτων του εντασσόμενου Κλάδου εκδίδεται διαπιστωτική πράξη από τον Υπουργό Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας, η οποία μεταγράφεται ατελώς στα οικεία βιβλία του αρμόδιου Υποθηκοφυλακείου ή στα κτηματικά βιβλία.
4. Εκκρεμείς δίκες που έχουν προκύψει από τη λειτουργία του εντασσόμενου Κλάδου συνεχίζονται υπέρ και κατά του Ι.Κ.Α. ? Ε.Τ.Α.Μ. χωρίς διακοπή.
5. Το Ταμείο Πρόνοιας και Ασθένειας Εργαζομένων στα Λιμάνια, από την ημερομηνία ένταξης, μετονομάζεται σε Ταμείο Πρόνοιας Εργαζομένων στα Λιμάνια (ΤΑ.Π.Ε.Λ.) και διέπεται από τη νομοθεσία των Κλάδων Πρόνοιας του μετονομαζόμενου Ταμείου και από τις γενικές διατάξεις της νομοθεσίας του, που αναφέρονται στην οργάνωση και λειτουργία του, όπως ισχύουν.
Οι δαπάνες Διοίκησης επιμερίζονται μεταξύ των κλάδων Πρόνοιας κατ’ αναλογία των εσόδων του κάθε κλάδου.
6. Οι υπηρεσίες του Ταμείου Πρόνοιας Εργαζομένων στα Λιμάνια (ΤΑ.Π.Ε.Λ.) διαρθρώνονται σε μία Διεύθυνση αποτελούμενη από τις ακόλουθες οργανικές μονάδες:
α) Τμήμα Μητρώου, Ελέγχου Εσόδων και Εφάπαξ Βοηθημάτων
β) Τμήμα Διοικητικού ? Οικονομικού
γ) Αυτοτελές Γραφείο Μηχανογράφησης.
Οι αρμοδιότητες των οργανικών μονάδων του ΤΑ.Π.Ε.Λ., οι κλάδοι από τους οποίους προέρχονται οι προϊστάμενοι των υπηρεσιών του, η κατανομή των θέσεων προσωπικού, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια καθορίζονται με κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών και Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας μετά από πρόταση του Δ.Σ. του Ταμείου.
7. Οι υφιστάμενες κατά τη δημοσίευση του νόμου αυτού οργανικές θέσεις μόνιμες και ιδιωτικού δικαίου και το υπηρετούν προσωπικό του Ταμείου Πρόνοιας και Ασθένειας Εργαζομένων στα Λιμάνια κατανέμονται μεταξύ Ι.Κ.Α. - Ε.Τ.Α.Μ. και του ΤΑ.Π.Ε.Λ. με απόφαση του Υπουργού Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας.
8. Η σύνθεση του Διοικητικού Συμβουλίου του Ταμείου Πρόνοιας Εργαζομένων στα Λιμάνια καθορίζεται ως εξής:
Το Ταμείο διοικείται από πενταμελές (5) Διοικητικό Συμβούλιο, το οποίο αποτελείται από:
α. τον Πρόεδρο,
β. τρεις (3) εκπροσώπους των ασφαλισμένων (δύο από τους υπαλλήλους του προσωπικού του Ο.Λ.Π. - Α.Ε. και έναν από τους Λιμενεργάτες),
γ. έναν (1) υπάλληλο της Γενικής Γραμματείας Κοινωνικών Ασφαλίσεων,
δ. έναν (1) εκπρόσωπο των υπαλλήλων του Ταμείου, ο οποίος μετέχει με δικαίωμα ψήφου, όταν συζητούνται θέματα προσωπικού ή οργάνωσης και λειτουργίας του Ταμείου.
Στις συνεδριάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου μετέχει χωρίς δικαίωμα ψήφου, ως Κυβερνητικός Επίτροπος, υπάλληλος με βαθμό Α΄ του Υπουργείου Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας.
Για την επιλογή του Προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου του Ταμείου, του εκπροσώπου της Γενικής Γραμματείας Κοινωνικών Ασφαλίσεων, καθώς και τη θητεία του Προέδρου και των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου, έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του άρθρου 36 του ν. 3556/2007, όπως εκάστοτε ισχύουν. Σε περίπτωση λήξης της θητείας του Προέδρου και των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου, αυτή παρατείνεται αυτοδίκαια μέχρι του διορισμού νέων μελών, όχι όμως περισσότερο από τρίμηνο από τη λήξη της.
Άρθρο δέκατο ένατο
1. Η διάταξη του δεύτερου εδαφίου της περ. ε΄ της παρ. 1 του άρθρου 11 του ν. 2676/1999 (ΦΕΚ 1/Α΄), όπως τροποποιήθηκε με την παρ. 6 του άρθρου 70 του ν. 3518/ 2006 (ΦΕΚ 272/Α΄), αντικαθίσταται ως εξής:
«Στις συνεδριάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου του Ο.A.E.E. μετέχουν χωρίς δικαίωμα ψήφου: α) Ο Υποδιοικητής του Ο.Α.Ε.Ε. και β) ένας υπάλληλος της Γενικής Γραμματείας Κοινωνικών Ασφαλίσεων, προϊστάμενος Γενικής Διεύθυνσης ή Διεύθυνσης, ως Κυβερνητικός Επίτροπος.»
2. Η προθεσμία της περίπτωσης β΄ της παρ. 1 του άρθρου 28 του ν. 3518/2006 (ΦΕΚ 272 Α΄/21.12.2006) για την υποβολή αιτήσεων υπαγωγής στη ρύθμιση των οφειλόμενων εισφορών προς το Ι.Κ.Α. - Ε.Τ.Α.Μ. και τους Οργανισμούς, Ταμεία και Λογαριασμούς των οποίων οι εισφορές εισπράττονται ή συνεισπράττονται από το Ι.Κ.Α. - Ε.Τ.Α.Μ., παρατείνεται από τη λήξη της μέχρι και την τελευταία εργάσιμη ημέρα του επόμενου μήνα από τη δημοσίευση του παρόντος.
3. Η ρύθμιση για την εξόφληση των καθυστερούμενων ασφαλιστικών εισφορών προς τους ασφαλιστικούς οργανισμούς κύριας ασφάλισης ελευθέρων επαγγελματιών και ανεξάρτητα απασχολουμένων, αρμοδιότητας Υπουργείου Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας μαζί με τα πρόσθετα τέλη και λοιπές επιβαρύνσεις, που προβλέπεται από τις διατάξεις της παραγράφου 13 του άρθρου 17 του ν. 3144/2003 (ΦΕΚ 111/Α΄), όπως τροποποιήθηκαν και συμπληρώθηκαν με τις διατάξεις του άρθρου 26 του ν. 3227/2004 (ΦΕΚ 31/Α΄), του άρθρου 9 παρ. 1 του ν. 3250/2004 (ΦΕΚ 124/Α΄), του άρθρου 10 παρ. 1 του ν. 3385/2005 (ΦΕΚ 210/Α΄) και του άρθρου 49 παρ. 1 του ν. 3385/2006 (ΦΕΚ 272/Α΄), παρατείνεται από την επόμενη της λήξης της και μέχρι την τελευταία εργάσιμη ημέρα του επόμενου μήνα από τη δημοσίευση του παρόντος.
4. Για την υπαγωγή στη ρύθμιση υποβάλλεται σχετική αίτηση από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου και μέχρι την ως άνω προθεσμία. Oι ρυθμίσεις της παραγράφου 3 του άρθρου αυτού εφαρμόζονται και στα Ταμεία Προνοίας Δικηγόρων Αθήνας, Πειραιά, Θεσσαλονίκης και στο ΤΥΔΕ και ΤΑΣ.
Άρθρο εικοστό
Ανακατανομή των κενών οργανικών θέσεων μόνιμου προσωπικού του Οργανισμού Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού
1. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας και Εσωτερικών, δύναται να ανακατανέμονται οι κενές οργανικές θέσεις του τακτικού, διοικητικού και εκπαιδευτικού προσωπικού του Οργανισμού Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού (Ο.Α.Ε.Δ.) σε υφιστάμενους κλάδους του Οργανισμού της ίδιας ή άλλης κατηγορίας και για ειδικότητες που κρίνονται απαραίτητες.
2. Η πλήρωση των κενών οργανικών θέσεων του τακτικού διοικητικού προσωπικού του Ο.Α.Ε.Δ. γίνεται σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις.
3. Για την πρώτη εφαρμογή της προηγούμενης παραγράφου απαραίτητο πρόσθετο προσόν προς διορισμό στις ως άνω θέσεις αποτελεί η εμπειρία σε θέματα προώθησης της απασχόλησης και καταπολέμησης της ανεργίας.
Η εμπειρία αυτή τεκμηριώνεται με απασχόληση σε υπηρεσίες του Ο.Α.Ε.Δ., η οποία αποδεικνύεται με αντίστοιχες συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου ή συμβάσεις έργου ή πράξεις διορισμού σε θέσεις του άρθρου 23 του β.δ. 404/1971 (ΦΕΚ 123/Α΄), που δεν έχουν λήξει κατά την ημερομηνία δημοσίευσης του παρόντος.
4. Οι υποψήφιοι για την πλήρωση θέσεων μόνιμου προσωπικού του Ο.Α.Ε.Δ. απαλλάσσονται από την υποχρέωση απόδειξης της γνώσης χειρισμού ηλεκτρονικού υπολογιστή, εφόσον αποδεικνύουν εμπειρία απασχόλησης στον Ο.Α.Ε.Δ. κατά την προηγούμενη παράγραφο.
5. Όταν άτομα που εμπίπτουν στις κατηγορίες των προστατευόμενων ατόμων του ν. 2643/1998 (ΦΕΚ 220 Α΄/ 28.9.1998) καταλαμβάνουν κενές οργανικές θέσεις στον Ο.Α.Ε.Δ., κατά τις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου αυτού, οι θέσεις αυτές αφαιρούνται από τις θέσεις που προβλέπεται ότι αντιστοιχούν ως ποσοστό στις κατηγορίες του ν. 2643/1998.
6. Καταργείται η παρ. 12 του άρθρου 12 του ν. 3144/ 2003 (ΦΕΚ 111/Α΄).
Άρθρο εικοστό πρώτο
Παρατείνεται έως και την 31η Οκτωβρίου 2008 η ισχύς των διατάξεων του άρθρου 22 του ν. 3404/2005 (ΦΕΚ 260/Α΄) «Ρύθμιση θεμάτων του Πανεπιστημιακού και Τεχνολογικού Τομέα της Ανώτατης Εκπαίδευσης και λοιπές διατάξεις», όπως αυτό τροποποιήθηκε με το άρθρο 35Β του ν. 3492/2006 (ΦΕΚ 210/Α΄).
Άρθρο εικοστό δεύτερο
Η ισχύς του νόμου αυτού αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά στις επί μέρους διατάξεις.
Παραγγέλλομε τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και την εκτέλεσή του ως νόμου του Κράτους.
Αθήνα, 31 Οκτωβρίου 2007