ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α
ΕΘΝΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΗΣ ΦΟΡΟΔΙΑΦΥΓΗΣ
ΑΡΘΡΟ 1 - Σύσταση Εθνικού Συμβουλίου για την αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής
1. Συνιστάται στο Υπουργείο Οικονομίας και Οικονομικών Εθνικό Συμβούλιο για την αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής.
Το Συμβούλιο αποτελεί συμβουλευτικό όργανο του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών για θέματα που σχετίζονται με τη λήψη μέτρων για την αντιμετώπιση και περιορισμό του προβλήματος της φοροδιαφυγής.
2. Αρμοδιότητες του Συμβουλίου αποτελούν:
α. Η υποβολή προτάσεων για τη λήψη μέτρων σε θέματα που σχετίζονται με τον προληπτικό και κατασταλτικό έλεγχο εφαρμογής της φορολογικής νομοθεσίας, ιδίως στους παρακρατούμενους και επιρριπτόμενους φόρους με ιδιαίτερη έμφαση στο Φ.Π.Α., καθώς και σε θέματα λαθρεμπορίου και εφαρμογής των διατάξεων της τελωνειακής νομοθεσίας με σκοπό τον περιορισμό της φοροδιαφυγής στην άμεση και έμμεση φορολογία.
β. Η υποβολή προτάσεων που σκοπεύουν στην απλοποίηση ή και στην κατάργηση διαδικασιών για την άμεση εξυπηρέτηση των φορολογουμένων.
γ. Η υπόδειξη διατάξεων της φορολογικής και τελωνειακής νομοθεσίας που δημιουργούν κατά την εφαρμογή τους σύγχυση και είναι επιδεκτικές διαφόρων ερμηνειών.
δ. Η συζήτηση όλων των προτάσεων που υποβάλλονται από οποιονδήποτε παραγωγικό φορέα, από Υπηρεσίες του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών και λοιπές δημόσιες υπηρεσίες που άπτονται θεμάτων περιορισμού της φοροδιαφυγής και άλλων συναφών θεμάτων.
ΑΡΘΡΟ 2 - Συγκρότηση Συμβουλίου
1. Το Συμβούλιο αποτελείται από:
α. τον Υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών, ως Πρόεδρο
β. τον Υφυπουργό Οικονομίας και Οικονομικών αρμόδιο επί φορολογικών θεμάτων, ως Αντιπρόεδρο, ο οποίος αναπληρώνει και τον Πρόεδρο σε περίπτωση κωλύματός του
γ. τον Γενικό Γραμματέα Φορολογικών και Τελωνειακών Θεμάτων του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών
δ. τον Γενικό Γραμματέα Πληροφοριακών Συστημάτων
ε. έναν Αντιπρόεδρο ή Νομικό Σύμβουλο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους
στ. τον Ειδικό γραμματέα της Υπηρεσίας Ειδικών Ελέγχων (ΥΠ.Ε.Ε.)
ζ. τον Γενικό Διευθυντή Φορολογικών Ελέγχων του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών
η. τον Γενικό Διευθυντή Φορολογίας του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών
θ. τον Γενικό Διευθυντή Τελωνείων του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών.
Επίσης, στο Συμβούλιο μετέχουν ως μέλη οι νόμιμοι εκπρόσωποι των παρακάτω φορέων:
α. Σύνδεσμος Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών (Σ.Ε.Β.)
β. Γενική Συνομοσπονδία Εργατών Ελλάδος (Γ.Σ.Ε.Ε.)
γ. Πανελλήνια Συνομοσπονδία Ενώσεων Γεωργικών Συνεταιρισμών (ΠΑ.Σ.Ε.ΓΕ.Σ.)
δ. Ελληνική Ένωση Τραπεζών
ε. Εθνική Συνομοσπονδία Ελληνικού Εμπορίου (Ε.Σ.Ε.Ε.)
στ. Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή (Ο.Κ.Ε.)
ζ. Γενική Συνομοσπονδία Επαγγελματιών, Βιοτεχνών και Εμπορίου Ελλάδος (Γ.Σ.Ε.Β.Ε.Ε.)
η. Κεντρική Ένωση Επιμελητηρίων Ελλάδος
θ. Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Αθηνών
ι. Σύνδεσμος Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (Σ.Ε.Τ.Ε.)
ια. Ελληνική Εταιρία Φορολογικού Δικαίου και Δημοσιονομικών Μελετών
ιβ. Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών
ιγ. Οικονομικό Επιμελητήριο Ελλάδος
ιδ. Των Πανελληνίων Ενώσεων Λογιστών
ιε. Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδος
ιστ. ΠΟΕ - Δ.Ο.Υ.
ιζ. Ομοσπονδία Τελωνειακών
ιη. Πανελλήνια Ομοσπονδία Ιδιοκτητών Ακινήτων.
Στο ως άνω Συμβούλιο δύνανται να συμμετέχουν και εκπρόσωποι των κομμάτων που εκπροσωπούνται στη Βουλή.
2. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών δύναται να τροποποιείται η συγκρότηση του Συμβουλίου, τόσο ως προς τον αριθμό όσο και τις ιδιότητες των μελών.
Ομοίως με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών δύναται να συνιστάται Ομάδα Εργασίας για τη συνδρομή του έργου του Συμβουλίου, καθώς και για τη μελέτη ειδικών θεμάτων που εμπίπτουν στις αρμοδιότητες του Συμβουλίου.
3. Για τη συμμετοχή των μελών στο Συμβούλιο δεν καταβάλλεται αποζημίωση.
ΑΡΘΡΟ 3 - Λειτουργία του Συμβουλίου
1. Το Συμβούλιο συνεδριάζει τακτικώς ανά εξάμηνο και εκτάκτως μετά από πρόσκληση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών.
2. Ο Πρόεδρος συγκαλεί το Συμβούλιο και ορίζει τα θέματα της ημερήσιας διάταξης και τον τόπο της συνεδρίασης.
3. Την υποστήριξη της εν γένει λειτουργίας του Συμβουλίου έχει η Διεύθυνση Ελέγχου της Γενικής Διεύθυνσης Φορολογικών Ελέγχων του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών, σύμφωνα με τις διατάξεις του Οργανισμού του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών, όπως αυτές ισχύουν κάθε φορά.
4. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών δύναται να ρυθμίζονται και άλλα θέματα σχετικά με την οργάνωση και τη λειτουργία του Συμβουλίου.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄
ΜΕΤΡΑ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΦΟΡΟΔΙΑΦΥΓΗΣ ΚΑΙ ΕΝΙΣΧΥΣΗΣ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ
ΑΡΘΡΟ 4 - Κίνητρα εθελοντικής συμμόρφωσης
1. Ο φορολογούμενος, εφόσον επιλεγεί για προσωρινό ή τακτικό έλεγχο, μπορεί να υποβάλει αρχικές ή συμπληρωματικές δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος, Φ.Π.Α. και λοιπών φορολογιών, τελών και εισφορών, με μείωση στο 1/2 των πρόσθετων φόρων που προβλέπονται επί εκπροθέσμων δηλώσεων από τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 1 του ν.2523/1997 (ΦΕΚ 179 Α΄). Το παραπάνω δικαίωμα ασκείται εντός ανατρεπτικής προθεσμίας δέκα (10) ημερών από της επίδοσης στον φορολογούμενο επί αποδείξει σχετικής έγγραφης πρόσκλησης της αρμόδιας ελεγκτικής αρχής.
2. Στις περιπτώσεις εφαρμογής της προηγούμενης παραγράφου, μειώνονται στο 1/5 και τα προβλεπόμενα από τα άρθρα 4 και 5 του ν.2523/1997 πρόστιμα για φορολογικές παραβάσεις που σχετίζονται άμεσα με τις υποβαλλόμενες δηλώσεις ή τη δηλωθείσα φορολογητέα ύλη. Ειδικά σε ότι αφορά τα πρόστιμα του άρθρου 5 του ν.2523/1997, η ανωτέρω μείωση ισχύει με την προϋπόθεση ότι η φορολογητέα ύλη που σχετίζεται με τις οικείες παραβάσεις έχει δηλωθεί σε όλες τις φορολογίες. Εφόσον με τις υποβαλλόμενες κατά τα ανωτέρω δηλώσεις δηλώνεται μέρος της φορολογητέας ύλης που έπρεπε να δηλωθεί, η βάση υπολογισμού των οικείων προστίμων περιορίζεται κατά το μέρος της φορολογητέας ύλης που δηλώθηκε, εφόσον συντρέχει περίπτωση. Τα οριζόμενα στα προηγούμενα εδάφια ισχύουν εφόσον η σχετική πράξη συμβιβασμού του προστίμου και μείωσης αυτού στο 1/5 υπογραφεί εντός της προθεσμίας που ορίζεται στην προηγούμενη παράγραφο, προσαυξημένης κατά δύο (2) επιπλέον εργάσιμες για τις Δ.Ο.Υ. ημέρες. Για το σκοπό αυτόν ο φορολογούμενος υποβάλλει στην αρμόδια ελεγκτική αρχή ειδική δήλωση - αναφορά για το είδος της παράβασης που σχετίζεται με τις υποβαλλόμενες δηλώσεις ή τη δηλωθείσα φορολογητέα ύλη, η οποία αποτελεί δικαιολογητική βάση επιβολής του προστίμου, χωρίς στις περιπτώσεις αυτές να απαιτείται ιδιαίτερη έκθεση ελέγχου της αρμόδιας ελεγκτικής αρχής.
3. Σε περίπτωση μη άμεσης καταβολής, κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 2 του άρθρου 24 του ν.2523/1997, του 1/5 του βάσει συμβιβασμού προστίμου στο πλαίσιο εφαρμογής των οριζόμενων στην προηγούμενη παράγραφο, ο επιτευχθείς συμβιβασμός θεωρείται ως μη γενόμενος και η οικεία πράξη επιβολής του προστίμου δεν παράγει έννομα αποτελέσματα.
4. Επί προστίμων του άρθρου 5 του ν.2523/1997 που μειώνονται στο 1/5 στο πλαίσιο εφαρμογής των οριζομένων στην παράγραφο 2, εφόσον διαπιστώνεται ότι δεν συντρέχει η προϋπόθεση του δεύτερου εδαφίου της ίδιας παραγράφου, επιβάλλεται με συμπληρωματική πράξη το υπόλοιπο ποσό του προστίμου που αντιστοιχεί στα 4/5 αυτού, χωρίς στις περιπτώσεις αυτές να εφαρμόζονται οι διατάξεις του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 6 του άρθρου 9 του ν.2523/1997 περί μείωσης επί συμβιβασμού.
5. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών δύναται να καθορίζονται ο τρόπος, οι διαδικασίες, καθώς και οι λεπτομέρειες εφαρμογής των διατάξεων των προηγούμενων παραγράφων.
ΑΡΘΡΟ 5 - Ρυθμίσεις για νέους επιτηδευματίες
1. Επί παραβάσεων της παραγράφου 3 του άρθρου 30 του Κ.Β.Σ. (π.δ.186/1992, ΦΕΚ 84 Α΄) νέων επιτηδευματιών, οι οποίες αφορούν τις τρεις πρώτες διαχειριστικές περιόδους από την έναρξη της δραστηριότητάς τους, δεν επιβάλλονται τα προβλεπόμενα πρόστιμα Κ.Β.Σ. και τα τηρηθέντα βιβλία δεν χαρακτηρίζονται ανεπαρκή εκ των παραβάσεων αυτών, ανεξαρτήτως του είδους και της έκτασης της παράβασης.
2. Για τους ίδιους ως άνω επιτηδευματίες και για τις ίδιες διαχειριστικές περιόδους, δεν επιβάλλονται επίσης οι πρόσθετοι φόροι της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του ν.2523/1997 επί ανακρίβειας της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος λόγω μη ορθού κατά τις ισχύουσες διατάξεις λογιστικού προσδιορισμού του καθαρού εισοδήματος, εκτός αν πρόκειται:
α. Για δηλώσεις για τις οποίες η ανακρίβεια οφείλεται μερικά ή ολικά σε λανθασμένη μεταφορά των δεδομένων των βιβλίων και στοιχείων.
β. Για δηλώσεις που αφορούν διαχειριστικές περιόδους που βαρύνονται με παραβάσεις:
αα. Έκδοσης εικονικών ή πλαστών ως προς την ποσότητα ή την αξία ή τον αντισυμβαλλόμενο φορολογικών στοιχείων ή λήψης εικονικών ως προς την ποσότητα ή την αξία φορολογικών στοιχείων ή νόθευσης τέτοιων στοιχείων.
ββ. Καταχώρισης στα τηρηθέντα βιβλία αγορών ή εξόδων που δεν έχουν πραγματοποιηθεί και δεν έχει εκδοθεί φορολογικό στοιχείο.
3. Τα οριζόμενα στις προηγούμενες παραγράφους δεν ισχύουν εφόσον πριν από τη διάπραξη της σχετικής παράβασης έχει γίνει αποδεδειγμένα υπόδειξη στον επιτηδευματία από οποιονδήποτε φορολογικό έλεγχο ή φορολογική αρχή για την ορθή εφαρμογή των οικείων κατά περίπτωση φορολογικών διατάξεων.
4. Ως προς την έννοια του νέου επιτηδευματία ισχύουν ανάλογα οι διατάξεις των δύο τελευταίων εδαφίων της παραγράφου 8 του άρθρου 5 και του τελευταίου εδαφίου της παραγράφου 9 του άρθρου 6 του ν.3296/2004 (ΦΕΚ 253 Α΄).
ΑΡΘΡΟ 6 - Κίνητρα για την αποκάλυψη φαινομένων παραβατικής συμπεριφοράς επί φορολογικών υποθέσεων
1. Στην περίπτωση που καταγγελθεί από επιτηδευματία ή άλλο φορολογούμενο, φυσικό ή νομικό πρόσωπο, και πιστοποιηθεί με συμμετοχή της αστυνομικής ή άλλης αρμόδιας αρχής δωροδοκία, τελούμενη από υπάλληλο φορολογικής αρχής κατά την άσκηση των καθηκόντων του γενικώς ή του φορολογικού ελέγχου ειδικότερα, ο επιτηδευματίας ή άλλος φορολογούμενος, από τον οποίο ζητήθηκε η παροχή ανταλλάγματος απαλλάσσεται των προστίμων, προσαυξήσεων και ποινικών κυρώσεων για τις παραβάσεις που επιδιωκόταν η συγκάλυψη.
Ειδικά στις περιπτώσεις φορολογικού ελέγχου, η κατά τα ανωτέρω απαλλαγή καταλαμβάνει κάθε είδους φορολογική παράβαση του ελεγχομένου που είχε ήδη διαπιστωθεί στο πλαίσιο εκτέλεσης του διαταχθέντος ελέγχου ή περαιτέρω θα διαπιστωθεί στο πλαίσιο ολοκλήρωσης αυτού, εφόσον δεν είχε ολοκληρωθεί. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, ο έλεγχος ολοκληρώνεται από υπαλλήλους άλλης ελεγκτικής αρχής που ορίζονται με απόφαση του προϊσταμένου της οικείας οικονομικής επιθεώρησης, ο οποίος και προΐσταται του ελέγχου.
2. Στις περιπτώσεις των δύο τελευταίων εδαφίων της προηγούμενης παραγράφου, πέραν των οριζομένων σε αυτά, δεν διενεργείται επίσης τακτικός (οριστικός) φορολογικός έλεγχος στον καταγγέλλοντα επιτηδευματία για την τρέχουσα κατά το χρόνο της δωροδοκίας χρήση, καθώς και για τις επόμενες συνεχόμενες δύο (2) χρήσεις. Τα οριζόμενα στο προηγούμενο εδάφιο δεν ισχύουν αν πρόκειται για χρήσεις για τις οποίες διαπιστώνονται ουσιαστικές παραβάσεις του Κ.Β.Σ. από οποιονδήποτε άλλον έλεγχο. Ως ουσιαστικές παραβάσεις για την εφαρμογή των ανωτέρω νοούνται οι παραβάσεις που αναφέρονται στις παραγράφους 3, 4 και 6 του άρθρου 30 του Κ.Β.Σ., ανεξάρτητα από το είδος και την έκτασή τους, καθώς και την τελική επίπτωσή τους επί του κύρους των βιβλίων και στοιχείων σύμφωνα με τις παραγράφους 7 και 8 του ίδιου πιο πάνω άρθρου του Κ.Β.Σ.
Στις περιπτώσεις των δύο προηγούμενων εδαφίων, για τον τακτικό (οριστικό) έλεγχο των χρήσεων για τις οποίες διαπιστώνονται ουσιαστικές παραβάσεις ισχύουν ανάλογα ως προς τα όργανα διενέργειάς του τα οριζόμενα στο τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 1.
3. Οι διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων ισχύουν επί υποθέσεων στις οποίες η δωροδοκία τελείται από την ημέρα δημοσίευσης του παρόντος νόμου και μετά.
4. Επί υποθέσεων με δωροδοκίες που έχουν τελεστεί πριν την ημερομηνία δημοσίευσης του παρόντος νόμου, συνεχίζουν να εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 50 του ν.2065/1992 (ΦΕΚ 113 Α΄).
ΑΡΘΡΟ 7 - Κίνητρα για την αποκάλυψη φαινομένων παραβατικής συμπεριφοράς επί τελωνειακών υποθέσεων
Σε περίπτωση που καταγγελθεί από φυσικό ή νομικό πρόσωπο δωροδοκία τελούμενη από υπάλληλο τελωνειακής αρχής, κατά την άσκηση των καθηκόντων του και εφόσον αυτή πιστοποιηθεί με συμμετοχή της αστυνομικής ή άλλης αρμόδιας αρχής, τα ανωτέρω πρόσωπα, από τα οποία ζητήθηκε η δωροδοκία, απαλλάσσονται των πάσης φύσεως ασφαλιστικών μέτρων, των διοικητικών και ποινικών κυρώσεων, καθώς και της αστικής ευθύνης για τις παραβάσεις που επιδιωκόταν η συγκάλυψη.
Ειδικά στις περιπτώσεις που τα ανωτέρω πρόσωπα υπόκεινται σε έλεγχο από Τελωνειακές Αρχές ή άλλες Τελωνειακές Ελεγκτικές Υπηρεσίες, η κατά τα ανωτέρω απαλλαγή αφορά τις παραβάσεις που είχαν διαπιστωθεί στο πλαίσιο εκτέλεσης του διαταχθέντος ελέγχου, καθώς και αυτές που θα διαπιστωθούν στο πλαίσιο ολοκλήρωσής του.
Στην τελευταία αυτή περίπτωση ο έλεγχος ολοκληρώνεται από υπαλλήλους διαφορετικής Τελωνειακής Αρχής ή άλλης Τελωνειακής Ελεγκτικής Υπηρεσίας, οι οποίοι ορίζονται με απόφαση του Προϊσταμένου της αρμόδιας Οικονομικής Επιθεώρησης, ο οποίος και προΐσταται του ελέγχου.
ΑΡΘΡΟ 8 - Εκπτώσεις δαπανών από το εισόδημα του φορολογουμένου
1. Στην παράγραφο 1 του άρθρου 8 του Κ.Φ.Ε. όπως αυτός κυρώθηκε με το ν.2238/1994 (ΦΕΚ 151 Α΄) και ισχύει προστίθεται νέα περίπτωση η΄, ως εξής:
«η) Ποσοστό σαράντα τοις εκατό (40%) του συνολικού ετήσιου ποσού των πιο κάτω δαπανών, που δεν μπορεί να υπερβεί τα οκτώ χιλιάδες (8.000) ευρώ, στις οποίες υποβάλλεται ο φορολογούμενος, η σύζυγός του και τα τέκνα που τους βαρύνουν:
αα) του ποσού που καταβάλλεται για δαπάνες δεξιώσεων γάμων και βαπτίσεων, καθώς και σε ταβέρνες και εστιατόρια και σε κάθε είδους χώρους εστίασης και ψυχαγωγίας, με εξαίρεση τα εστιατόρια ταχείας εξυπηρέτησης και αυτά που είναι εντός ξενοδοχείων και πλοίων,
ββ) του ποσού της δαπάνης που καταβάλλεται σε μεσίτες ακινήτων, ωδεία, σχολές χορού και ρυθμικής, σχολές πολεμικών τεχνών, γυμναστήρια, κολυμβητήρια, ινστιτούτα ή κέντρα αδυνατίσματος και αισθητικής, κομμωτήρια, διαιτολόγους, διατροφολόγους, ομοιοπαθητικούς, λογοθεραπευτές και μασέρ,
γγ) του ποσού της δαπάνης που καταβάλλεται για παροχή υπηρεσιών επισκευής κλιματισμού (ψύξης - θέρμανσης) και εξαερισμού,
δδ) του ποσού της δαπάνης που καταβάλλεται για παροχή υπηρεσιών σε υδραυλικούς, ηλεκτρολόγους, ελαιοχρωματιστές και λοιπά επαγγέλματα που αφορούν επισκευή και συντήρηση οικοδομών.
Το ποσό των δαπανών αυτών υπολογίζεται αθροιστικά και για τους δύο συζύγους και εκπίπτει από το συνολικό τους εισόδημα, εφόσον έχει περιληφθεί στην αρχική δήλωση. Μερίζεται δε μεταξύ των συζύγων ανάλογα με το ύψος του εισοδήματος του καθενός που φορολογείται με τις γενικές διατάξεις, όπως αυτό δηλώθηκε με την αρχική εμπρόθεσμη δήλωση.
Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών καθορίζονται οι λεπτομέρειες και η διαδικασία εφαρμογής των διατάξεων της παραγράφου αυτής.»
2. Το δεύτερο εδάφιο της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 23 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται και προστίθεται νέο τρίτο εδάφιο, ως εξής:
«Επίσης, εκπίπτει ποσοστό μέχρι σαράντα τοις εκατό (40%) για ασφάλιστρα κατά του κινδύνου της πυρκαγιάς ή άλλων κινδύνων, για δικαστικές δαπάνες, για αμοιβή δικηγόρου για δίκες μισθωτικών διαφορών ή διαφορών μεταξύ ιδιοκτητών και διαχειριστών ιδιοκτησίας κατ’ ορόφους και στη συνέχεια για δαπάνες επισκευής και συντήρησης για όλες γενικά τις οικοδομές.
Σε περίπτωση που καταβάλλονται σε υδραυλικούς, ηλεκτρολόγους, ελαιοχρωματιστές και λοιπά επαγγέλματα που αφορούν επισκευή και συντήρηση οικοδομών δαπάνες για παροχή υπηρεσιών οι οποίες υπερβαίνουν το ποσό της έκπτωσης του προηγούμενου εδαφίου, το υπερβάλλον ποσό αυτών προστίθεται στις δαπάνες της υποπερίπτωσης δδ΄ της περίπτωσης η΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 8 του Κ.Φ.Ε.»
3. Οι διατάξεις του άρθρου αυτού έχουν εφαρμογή για δαπάνες που πραγματοποιούνται από την 1η Αυγούστου 2007 και μετά.
ΑΡΘΡΟ 9 - Κωδικοποίηση δαπανών επιχειρήσεων
Στο τέλος της παραγράφου 21 του άρθρου 31 του Κ.Φ.Ε. προστίθεται εδάφιο, που έχει ως εξής:
«Στον επόμενο μήνα μετά την έκδοση των αποφάσεων του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών που ορίζονται από την παράγραφο αυτή, εκδίδεται νέα απόφαση του ίδιου Υπουργού η οποία περιλαμβάνει συγκεντρωτικά και κατά κατηγορία όλες τις δαπάνες των οποίων η αναγνώριση ή μη από το φορολογικό έλεγχο είναι υποχρεωτική, καθώς και τις διαχειριστικές περιόδους στις οποίες αναφέρονται, όπως αυτές έχουν ορισθεί με όλες τις αποφάσεις του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, οι οποίες έχουν εκδοθεί από το έτος 2005 μέχρι τον ως άνω οριζόμενο χρόνο.»
ΑΡΘΡΟ 10 - Σύσταση Μονάδας Φορολογικής Πολιτικής
1. Στην παράγραφο 4 του άρθρου 5 του ν.1682/1987 (ΦΕΚ 14 Α΄) μετά το δεύτερο εδάφιο της περίπτωσης β΄ προστίθενται δύο νέες περιπτώσεις γ΄ και δ΄ που έχουν ως εξής:
«γ) Μονάδα Φορολογικής Πολιτικής, στην οποία συνιστώνται δέκα (10) ενιαίες θέσεις ειδικών ερευνητών και επιστημόνων συνεργατών.
δ) Γραμματεία αυτής, στην οποία προΐσταται οικονομολόγος που έχει την απαιτούμενη κατάρτιση και εμπειρία. Το έργο της Γραμματείας υποβοηθείται από υπαλλήλους του κλάδου ΔΕ Εφοριακών.»
2. Στην παράγραφο 4 του άρθρου 5 του ν.1682/1987 πριν από το τελευταίο εδάφιο προστίθεται νέο εδάφιο που έχει ως εξής:
«Ομοίως τα ίδια προσόντα που αναφέρονται στο προηγούμενο εδάφιο απαιτούνται και για την κάλυψη των θέσεων του ειδικού ερευνητή ή επιστήμονα συνεργάτη στη Μονάδα Φορολογικής Πολιτικής με σχετική αξιόλογη εμπειρία στα αντικείμενα της συγκεκριμένης Μονάδας.»
3. Στην περίπτωση 1 του άρθρου 5 του ν.1682/1987 προστίθενται νέες περιπτώσεις ζ΄, η΄, θ΄ και ι΄ που έχουν ως εξής:
«ζ) Να παρακολουθεί, να αναλύει και να αξιολογεί την εφαρμογή των ληφθέντων μέτρων φορολογικής πολιτικής στην πράξη.
η) Να παρακολουθεί τις διεθνείς εξελίξεις στον τομέα της φορολογικής πολιτικής και αυτές που μελετώνται ή λαμβάνουν χώρα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, στον Οργανισμό Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (Ο.Ο.Σ.Α.) και σε άλλους διεθνείς οργανισμούς.
θ) Να υποβάλλει προτάσεις φορολογικής πολιτικής στα πλαίσια των γενικών κατευθύνσεων της κυβερνητικής πολιτικής.
ι) Να γνωμοδοτεί σε κάθε άλλο συναφές θέμα εφαρμοσμένης φορολογικής πολιτικής, που παραπέμπεται σε αυτό από τον Υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών.»
ΑΡΘΡΟ 11 - Ρύθμιση θεμάτων θέσεων προσωπικού των Δ.Ο.Υ. και Ελεγκτικών Κέντρων
1. Οι εφοριακοί υπάλληλοι που κατέχουν θέσεις εργασίας Ελεγκτών στις Δημόσιες Οικονομικές Υπηρεσίες (Δ.Ο.Υ.), στα Διαπεριφερειακά Ελεγκτικά Κέντρα (Δ.Ε.Κ.) και στα Περιφερειακά Ελεγκτικά Κέντρα (Π.Ε.Κ.) διακρίνονται σε Ελεγκτές:
i) βιβλίων Α΄ - Β΄ κατηγορίας του Κ.Β.Σ. (π.δ.186/1992) και ii) βιβλίων Γ΄ κατηγορίας του Κ.Β.Σ.
Οι Ελεγκτές Βιβλίων Γ΄ κατηγορίας διακρίνονται σε Ελεγκτές Βιομηχανικών Επιχειρήσεων και σε Ελεγκτές Εμπορικών Επιχειρήσεων.
Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως ορίζεται κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή της ανωτέρω διάταξης.
2. Οι εφοριακοί ελεγκτές που υπηρετούν στα Διαπεριφερειακά και Περιφερειακά Ελεγκτικά Κέντρα (Δ.Ε.Κ. και Π.Ε.Κ.) αξιολογούνται υποχρεωτικά ανά τετραετία και μπορούν να υπηρετήσουν σε θέση εργασίας ελεγκτή συνολικά έως δύο τετραετίες. Οι υπηρετούντες, κατά τη δημοσίευση του παρόντος, άνω των τεσσάρων (4) ετών σε θέση ελεγκτή των Δ.Ε.Κ. ή Π.Ε.Κ. μπορούν να επιλεγούν για την κάλυψη θέσεως ελεγκτή, για μία (1) μόνο τετραετία ακόμη.
Οι θέσεις των Ελεγκτών στα Ελεγκτικά Κέντρα προκηρύσσονται, ανά τετραετία και πληρούνται με επιλογή και τοποθέτηση εφοριακών υπαλλήλων, ύστερα από αξιολόγηση των προσόντων όλων των αιτούντων. Τα προσόντα και οι συντελεστές βαρύτητας αυτών, οι προϋποθέσεις θεμελίωσης του δικαιώματος υποβολής αίτησης υποψηφιότητας για τη θέση του Ελεγκτή, τα κριτήρια βάσει των οποίων αξιολογούνται, ο τρόπος, η διαδικασία και τα όργανα αξιολόγησης, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή της διάταξης αυτής, ορίζονται και ανακαθορίζονται με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως πριν από την προκήρυξη πλήρωσης των θέσεων. Κατά την πρώτη εφαρμογή του παρόντος, η αξιολόγηση των Ελεγκτών θα ολοκληρωθεί μέχρι την 30.4.2008.
Κάθε αντίθετη με το παρόν διάταξη παύει να ισχύει.
ΑΡΘΡΟ 12 - Ρύθμιση θεμάτων προσωπικού των ΕΛ.Υ.Τ. και Τελωνείων
1. Οι υπάλληλοι που υπηρετούν στις Ελεγκτικές Υπηρεσίες Τελωνείων (ΕΛ.Υ.Τ.) Αττικής, Θεσσαλονίκης και Πάτρας, καθώς και στα παραρτήματά τους, αξιολογούνται υποχρεωτικά ανά τετραετία και μπορούν να υπηρετήσουν στην ίδια θέση συνολικά για μία μόνο τετραετία.
Τα κριτήρια βάσει των οποίων αξιολογούνται οι υπάλληλοι, ο τρόπος, η διαδικασία και τα όργανα αξιολόγησης, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή της διάταξης αυτής, ορίζονται και ανακαθορίζονται με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, πριν από την προκήρυξη πλήρωσης των θέσεων.
Με την ίδια ως άνω απόφαση μπορούν να ορίζονται, πέραν των ΕΛ.Υ.Τ. και άλλες Τελωνειακές Αρχές της Χώρας στις οποίες τυγχάνουν εφαρμογής οι ανωτέρω διατάξεις.
2. Οι ανωτέρω υπάλληλοι που υπηρετούν, κατά τη δημοσίευση του παρόντος, σε θέσεις εργασίας άνω των τεσσάρων (4) ετών, μπορούν να επιλεγούν για την κάλυψη της ίδιας θέσης για μία μόνο τετραετία ακόμη.
3. Κατά την πρώτη εφαρμογή του παρόντος, η αξιολόγηση των υπαλλήλων των Υπηρεσιών θα ολοκληρωθεί μέχρι την 30.4.2008.
Κάθε αντίθετη με το παρόν διάταξη παύει να ισχύει.
ΑΡΘΡΟ 13 - Σύσταση Τμημάτων στη Κεντρική Υπηρεσία του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών
1. Στη Διεύθυνση Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων συστήνεται ΣΤ΄ Τμήμα με τίτλο «Τμήμα Παρακολούθησης Χρεών», με αρμοδιότητες τη μελέτη και επεξεργασία των χρεών των οφειλετών στις Δ.Ο.Υ., την ανάληψη του έργου της προεργασίας και τον υπολογισμό των σχετικών δεικτών ανά Δ.Ο.Υ., τη στοχοθεσία είσπραξης οφειλών, την παρακολούθηση της πορείας επίτευξης του στόχου και την παροχή των σχετικών οδηγιών.
Του Τμήματος προΐσταται υπάλληλος του κλάδου Εφοριακών Κατηγορίας ΠΕ.
2. Στην Κεντρική Υπηρεσία του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών συστήνεται Αυτοτελές Τμήμα, το οποίο υπάγεται απευθείας στον Προϊστάμενο της Γενικής Διεύθυνσης Τελωνείων και Ειδικών Φόρων Κατανάλωσης (Ε.Φ.Κ.), με τίτλο «Τμήμα Παρακολούθησης Εσόδων και Χρεών στα Τελωνεία».
Το Τμήμα αυτό έχει τις εξής αρμοδιότητες:
α. την παρακολούθηση των εσόδων ανά Τελωνείο,
β. τη μελέτη και επεξεργασία των στοιχείων που αφορούν χρέη των οφειλετών στα Τελωνεία,
γ. την ανάληψη του έργου της προεργασίας και τον υπολογισμό των σχετικών δεικτών ανά Τελωνείο,
δ. τη στοχοθεσία είσπραξης οφειλών, καθώς και την παρακολούθηση της πορείας επίτευξης του στόχου και
ε. την παροχή σχετικών οδηγιών.
Του Τμήματος Παρακολούθησης Εσόδων και Χρεών στα Τελωνεία προΐσταται υπάλληλος με βαθμό Α΄ του κλάδου ΠΕ Τελωνειακών.
ΑΡΘΡΟ 14 - Περιορισμοί στην εργασία συνταξιούχων υπαλλήλων του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών
Συνταξιούχοι υπάλληλοι του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών, που έχουν διατελέσει κατά την τελευταία εξαετία πριν από τη συνταξιοδότησή τους Διευθυντές ή Προϊστάμενοι Διεύθυνσης ή Υποδιευθυντές ή Γενικοί Διευθυντές ή Προϊστάμενοι Γενικής Διεύθυνσης, δεν μπορούν να παρέχουν υπηρεσίες ή να απασχολούνται με σχέση εξαρτημένης εργασίας στον ιδιωτικό τομέα, για χρονικό διάστημα ενός έτους από τη συνταξιοδότησή τους. Εξαιρούνται οι φορείς του ευρύτερου δημόσιου τομέα, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν.1256/1982 (ΦΕΚ 65 Α΄), όπως συμπληρώθηκε και ισχύει με τις διατάξεις των νόμων 1892/1990 (ΦΕΚ 101 Α΄), 1943/1991 (ΦΕΚ 43 Α΄), 3229/2004 (ΦΕΚ 38 Α΄) και 3429/2005 (ΦΕΚ 314 Α΄).
Η παρούσα διάταξη ισχύει για τους συνταξιοδοτούμενους από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου.
ΑΡΘΡΟ 15 - Κατάθεση στη Βουλή έκθεσης απολογισμού του ελεγκτικού έργου και δηλωθέντων εισοδημάτων φορολογουμένων
Μέχρι το τέλος Οκτωβρίου κάθε έτους κατατίθενται από τον Υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών στην Επιτροπή Οικονομικών Υποθέσεων της Βουλής έκθεση επί της πορείας των εσόδων, της δραστηριότητας των αρμόδιων υπηρεσιών και των αποτελεσμάτων του ελέγχου για την περιστολή της φοροδιαφυγής και του λαθρεμπορίου, καθώς και στατιστικά στοιχεία της εκκαθάρισης των δηλώσεων φόρου εισοδήματος φυσικών και νομικών προσώπων, αναφορικά με τα δηλωθέντα εισοδήματα, την κατανομή των φορολογικών βαρών μεταξύ των επαγγελματικών τάξεων και λοιπά συναφή στοιχεία που αφορούν το προηγούμενο έτος.
ΑΡΘΡΟ 16 - Διασταυρώσεις στοιχείων
Τα αποτελέσματα που προκύπτουν από τις διασταυρώσεις που διενεργεί η Γενική Γραμματεία Πληροφοριακών Συστημάτων (Γ.Γ.Π.Σ.) στα στοιχεία των φορολογουμένων θα αποστέλλονται με επιστολή απευθείας στους φορολογουμένους με ταυτόχρονη κοινοποίηση στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. Με την ίδια επιστολή θα καλούνται οι φορολογούμενοι, εφόσον συμφωνούν με τα αποτελέσματα της διασταύρωσης, να υποβάλουν εντός είκοσι (20) ημερών αρχική ή συμπληρωματική δήλωση και θα ενημερώνονται για τις προβλεπόμενες από τις ισχύουσες διατάξεις κυρώσεις.
Σε περίπτωση που διαφωνούν με τα αποτελέσματα της διασταύρωσης θα ενημερώνουν την αρμόδια Δ.Ο.Υ. εντός της ανωτέρω προθεσμίας.
Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών καθορίζεται κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου.
ΑΡΘΡΟ 17 - Μετάδοση και ανατροφοδότηση ελεγκτικών γνώσεων και εμπειριών
Οι Ελεγκτικές Υπηρεσίες του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών υποχρεούνται να ενημερώνουν τη Διεύθυνση Ελέγχου για τους τρόπους και μεθόδους φοροδιαφυγής και φοροαποφυγής, καθώς και για τις ασάφειες και αδυναμίες της φορολογικής νομοθεσίας που διαπιστώνουν οι ελεγκτές κατά τους διενεργούμενους ελέγχους.
Η Διεύθυνση Ελέγχου μεριμνά για την αξιολόγηση, την επεξεργασία, την προώθηση των απαιτούμενων νομοθετικών ρυθμίσεων σε συνεργασία με τις αρμόδιες Διευθύνσεις και τη διοχέτευση των σχετικών οδηγιών σε όλες τις Ελεγκτικές Υπηρεσίες.
Ειδικά για τις περιπτώσεις πλαστών και εικονικών τιμολογίων η Διεύθυνση Ελέγχου και οι Προϊστάμενοι των Ελεγκτικών Υπηρεσιών και των Δ.Ο.Υ. μεριμνούν για την άμεση ενημέρωση βάσης δεδομένων που τηρείται στη Γ.Γ.Π.Σ. για το σκοπό αυτόν.
Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών καθορίζεται κάθε σχετική με το θέμα λεπτομέρεια.
ΑΡΘΡΟ 18 - Έκδοση εγχειριδίου για τους φορολογικούς ελέγχους
Το Υπουργείο Οικονομίας και Οικονομικών, εκδίδει εγχειρίδιο το οποίο περιλαμβάνει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των φορολογουμένων, καθώς και των ελεγκτών σχετικά με το φορολογικό έλεγχο, τις δυνατότητες που προβλέπουν οι ισχύουσες διατάξεις για την αμφισβήτηση από τους φορολογουμένους των αποτελεσμάτων του ελέγχου, τις προθεσμίες άσκησης των ενδίκων μέσων, τις προβλεπόμενες ποινές και πρόστιμα και τις μειώσεις αυτών εφόσον υπάρξει διοικητική επίλυση της διαφοράς.
Το εγχειρίδιο αυτό επιδίδεται από τον ελεγκτή στον ελεγχόμενο την πρώτη ημέρα του ελέγχου.
Το ανωτέρω εγχειρίδιο δεν αποτελεί ουσιαστικό στοιχείο της ελεγκτικής διαδικασίας αλλά έχει αποκλειστικά ενημερωτικό χαρακτήρα.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄
ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΕΣ ΚΑΙ ΛΟΙΠΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
ΑΡΘΡΟ 19 - Φορολογία τόκων από καταθέσεις και ομολογιακά δάνεια
1. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 8 του άρθρου 26 του ν.2789/2000 (ΦΕΚ 21 Α΄) αντικαθίσταται ως εξής:
«8. Οι τόκοι, οι οποίοι προκύπτουν από ομολογίες που εκδίδουν στην ημεδαπή επιχειρήσεις που εδρεύουν στην Ελλάδα έχουν την ίδια φορολογική αντιμετώπιση με τους τόκους που προκύπτουν από ομολογίες τις οποίες εκδίδει το Ελληνικό Δημόσιο στην Ελλάδα.»
2. Για τους τόκους που προκύπτουν από ομολογιακά δάνεια που εκδίδουν οι ελληνικές επιχειρήσεις στην αλλοδαπή, εφαρμόζονται οι διατάξεις της περίπτωσης γ΄ της παραγράφου 3 του άρθρου 12 του Κ.Φ.Ε. ανεξάρτητα από το χρόνο έκδοσης του ομολογιακού δανείου. Όταν δικαιούχοι των τόκων αυτών είναι κάτοικοι αλλοδαπής αυτοί απαλλάσσονται της φορολογίας εισοδήματος.
3. Η περίπτωση ε΄ της παραγράφου 7 του άρθρου 12 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται ως εξής:
«ε) Καταθέσεις τραπεζών και πιστωτικών ιδρυμάτων που λειτουργούν με τη μορφή αμιγούς πιστωτικού συνεταιρισμού του ν.1667/1986 (ΦΕΚ 196 Α΄) σε άλλες τράπεζες στην ημεδαπή ή στην αλλοδαπή, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται και οι υποχρεωτικές ή μη καταθέσεις αυτών στην Τράπεζα της Ελλάδος, καθώς και από καταθέσεις του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων στην Τράπεζα της Ελλάδος.»
4. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου έχουν εφαρμογή για τόκους καταθέσεων που προκύπτουν από την 1.1.2007 και μετά.
ΑΡΘΡΟ 20 - Προσδιορισμός Ελάχιστου Κόστους Κατασκευής Οικοδομών
1. Οι παράγραφοι 1 και 2 του άρθρου 35 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος αντικαθίστανται ως εξής:
«1. Για τις οικοδομές που ανεγείρονται από φυσικά ή νομικά πρόσωπα με εξαίρεση τις οικοδομές που κατασκευάζονται από πρόσωπα της παραγράφου 1 του άρθρου 34 και οι οποίες υπάγονται στο φόρο προστιθέμενης αξίας σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 6 του Κώδικα Φ.Π.Α., που έχει κυρωθεί με το ν.2859/2000 (ΦΕΚ 248 Α΄), καθιερώνεται σύστημα αντικειμενικού προσδιορισμού του ελάχιστου συνολικού κόστους κατασκευής της οικοδομής και των ελάχιστων ποσοστών συμμετοχής των επί μέρους εργασιών στο συνολικό κόστος αυτής.
Ως “κόστος” λαμβάνεται το καθαρό κατασκευαστικό κόστος, το οποίο περιλαμβάνει την αξία αγοράς αγαθών και λήψης υπηρεσιών, με το φόρο προστιθέμενης αξίας που αναλογεί στην αξία αυτών. Οι ασφαλιστικές εισφορές δεν λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό του πιο πάνω κόστους.
Εξαιρετικά, επί μέρους εργασίες που γίνονται χωρίς την ανάθεσή τους σε εργολάβο ή υπεργολάβο, αλλά με τη χρησιμοποίηση ημερομισθίων τεχνιτών και εργατών, ποσοστό μέχρι το είκοσι τοις εκατό (20%) του ελάχιστου συνολικού κόστους, μπορεί να καλύπτεται από τις αμοιβές των προσώπων αυτών.
2. Για τον προσδιορισμό του ελάχιστου κόστους των οικοδομών και των ποσοστών συμμετοχής των επί μέρους εργασιών λαμβάνονται υπόψη:
α) οι τιμές εκκίνησης κόστους κατά τετραγωνικό μέτρο, οι οποίες αναπροσαρμόζονται με βάση τη μεταβολή του δείκτη κόστους κατασκευής κτιρίων της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας της Ελλάδος,
β) οι συντελεστές αναγωγής των βοηθητικών χώρων των διαφόρων κατηγοριών οικοδομών σε κύριους χώρους αυτών,
γ) οι συντελεστές αυξομείωσης των τιμών εκκίνησης, για τον προσδιορισμό του συνολικού κόστους, ανάλογα με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του συγκεκριμένου κτιρίου, όπως μέγεθος, ποιότητα, αριθμός όψεων και
δ) οι πίνακες των ελάχιστων ποσοστών συμμετοχής των επί μέρους εργασιών στο συνολικό κόστος. Σε επί μέρους εργασίες ή σε κτίρια με ιδιαιτερότητες, όπου δεν ορίζονται ελάχιστα ποσοστά συμμετοχής, αυτά καθορίζονται από το μηχανικό μελετητή της οικοδομής πριν από την έκδοση της οικοδομικής άδειας.
Μετά το πέρας των εργασιών, τα πρόσωπα της παραγράφου 1 υποχρεούνται να υποβάλλουν στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. τελικό πίνακα με τα τελικά ποσά κόστους των επί μέρους εργασιών, τα πλήρη στοιχεία των εργολάβων, υπεργολάβων και προμηθευτών, το συνολικό αριθμό των εκδοθέντων στοιχείων και τη συνολική αξία τους.
Εάν κατά την εκτέλεση των εργασιών υπάρξουν μεταβολές στα ποσοστά συμμετοχής του αρχικού πίνακα, ο υπόχρεος συμπληρώνει στον τελικό πίνακα τα αναθεωρημένα ποσοστά συμμετοχής με αιτιολόγηση των μεταβολών αυτών.
Η προσκόμιση βεβαίωσης της αρμόδιας για τη φορολογία εισοδήματος δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας του ιδιοκτήτη ή της επιχείρησης κατασκευής και πώλησης οικοδομών, για τις οικοδομές που δεν υπάγονται σε φόρο προστιθέμενης αξίας σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 6 του Κώδικα Φ.Π.Α., από την οποία προκύπτει η υποβολή των πινάκων που προβλέπονται από την παράγραφο αυτή, αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την τελική ηλεκτροδότηση της οικοδομής.»
2. Η παράγραφος 1 του άρθρου 36 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Τα ακαθάριστα έσοδα που λαμβάνονται υπόψη για τον προσδιορισμό του εισοδήματος των εργολάβων, υπεργολάβων και γενικά επιτηδευματιών που ανεγείρουν οικοδομές ή εκτελούν οποιαδήποτε επί μέρους εργασία σε ανεγειρόμενη οικοδομή των προσώπων της παραγράφου 1 του άρθρου 35, δεν μπορεί να είναι κατώτερα από εκείνα που προκύπτουν σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου αυτού.
Τυχόν προκύπτοντα επιπλέον ακαθάριστα έσοδα, με βάση τις διατάξεις του παρόντος, θεωρούνται ως ακαθάριστα έσοδα της χρήσης μέσα στην οποία υποβλήθηκε ο τελικός πίνακας της παραγράφου 2 του άρθρου 35.»
3. Η παράγραφος 2 του άρθρου 36 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος καταργείται και οι παράγραφοι 3, 4 και 5 αναριθμούνται σε 2, 3 και 4 αντίστοιχα.
4. Η παράγραφος 2 του άρθρου 36 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, όπως αναριθμήθηκε με την παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου, αντικαθίσταται ως εξής:
«2. Στην περίπτωση κατά την οποία το συνολικό κόστος, όπως προσδιορίζεται στον τελικό πίνακα, είναι κατώτερο του ελάχιστου συνολικού κατασκευαστικού κόστους, όπως προκύπτει κατ’ εφαρμογή του άρθρου 35, οι υπόχρεοι καταβάλλουν αυτοτελές πρόστιμο ισόποσο με τη διαπιστούμενη διαφορά του φόρου προστιθέμενης αξίας.»
5. Οι διατάξεις των τριών τελευταίων εδαφίων της παραγράφου 1 του άρθρου 35 του ν.2238/1994, όπως αντικαθίστανται με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, ισχύουν για οικοδομές των οποίων οι άδειες ανέγερσης εκδίδονται μετά τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Οι υπόλοιπες διατάξεις του άρθρου αυτού ισχύουν από τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
ΑΡΘΡΟ 21 - Ρυθμίσεις θεμάτων Φ.Π.Α.
Οι παρακάτω διατάξεις του Κώδικα Φ.Π.Α., ο οποίος κυρώθηκε με το ν.2859/2000 (ΦΕΚ 248 Α΄), τροποποιούνται ως εξής:
1. Στην παράγραφο 1 του άρθρου 3 προστίθεται περίπτωση δ΄ ως εξής:
«δ) η κοινοπραξία που κατασκευάζει ακίνητο με το σύστημα της αντιπαροχής, καθώς και η κοινωνία που κατασκευάζει ακίνητο σε οικόπεδο ή αγροτεμάχιο που ανήκει στα μέλη της, για τις παραδόσεις και αυτοπαραδόσεις που διενεργούνται από τα μέλη τους, σύμφωνα με τα άρθρα 6 και 7.»
2. Στο τέλος της παραγράφου 5 του άρθρου 41 προστίθεται εδάφιο που έχει ως εξής:
«Αν κατά την διάρκεια διαχειριστικής περιόδου συντρέξει μία από τις προϋποθέσεις της παραγράφου αυτής, οι αγρότες, από την επόμενη διαχειριστική περίοδο, στερούνται του δικαιώματος επιστροφής του φόρου, που προβλέπουν οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2.»
3. Η παράγραφος 7 του άρθρου 41 αντικαθίσταται ως εξής:
«7. Οι αγρότες μπορούν να μετατάσσονται από το ειδικό καθεστώς του άρθρου αυτού στο κανονικό με δήλωσή τους που υποβάλλεται στον αρμόδιο Προϊστάμενο Δ.Ο.Υ. Στην περίπτωση που η μετάταξη πραγματοποιείται από την έναρξη της διαχειριστικής περιόδου, η δήλωση υποβάλλεται εντός τριάντα (30) ημερών από την έναρξη αυτής και δεν μπορεί να ανακληθεί πριν από την πάροδο πενταετίας. Στην περίπτωση που η μετάταξη πραγματοποιείται κατά τη διάρκεια της διαχειριστικής περιόδου, ισχύει από την ημερομηνία κατά την οποία υποβάλλεται η δήλωση και δεν μπορεί να ανακληθεί πριν από την πάροδο πενταετίας, η οποία αρχίζει από την έναρξη της επόμενης από τη μετάταξη διαχειριστικής περιόδου.
Μετάταξη από το κανονικό καθεστώς απόδοσης του φόρου στο ειδικό καθεστώς αγροτών μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο από την έναρξη διαχειριστικής περιόδου με υποβολή δήλωσης στον αρμόδιο Προϊστάμενο Δ.Ο.Υ. εντός τριάντα (30) ημερών από την έναρξη αυτής.»
4. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 8 του άρθρου 41 αντικαθίσταται ως εξής:
«8. Οι μετατασσόμενοι είναι υποχρεωμένοι να συντάσσουν, σε θεωρημένες από τον αρμόδιο Προϊστάμενο Δ.Ο.Υ. καταστάσεις, μέσα σε προθεσμία δύο (2) μηνών από τη μετάταξη, απογραφή που να περιλαμβάνει:»
5. Στην παράγραφο 3 του άρθρου 49 προστίθεται νέο εδάφιο ως εξής:
«Τα ανωτέρω ισχύουν και όταν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της περίπτωσης γ΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 68 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος.»
ΑΡΘΡΟ 22 - Ρύθμιση θεμάτων ανταλλακτικών συμβάσεων
1. Το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 6 του άρθρου 12 του ν.2328/1995 (ΦΕΚ 155 Α΄) αντικαθίσταται ως εξής:
«Όταν συνάπτονται ανταλλακτικές συμβάσεις μεταξύ των πάσης φύσεως μέσων ενημέρωσης για την αμοιβαία διαφημιστική προβολή τους, οι άμεσοι και έμμεσοι φόροι, καθώς και οι λοιπές επιβαρύνσεις υπέρ του Δημοσίου και τρίτων υπολογίζονται με βάση την τιμή του τιμολογίου, όπως αυτή προκύπτει μετά την αφαίρεση τυχόν χορηγούμενης έκπτωσης από τις τιμές του ειδικού τιμοκαταλόγου. Στην περίπτωση αυτή, η έκπτωση δεν μπορεί να υπερβαίνει ποσοστό ογδόντα τοις εκατό (80%) της αξίας του τιμοκαταλόγου της παραγράφου 2 του άρθρου αυτού.»
2. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζονται για συμβάσεις που συνάπτονται από 1.1.2007 και μετά.
Για υποθέσεις που εκκρεμούν ενώπιον των φορολογικών αρχών και των διοικητικών δικαστηρίων για την εφαρμογή των διατάξεων της προηγούμενης παραγράφου λαμβάνονται οι εκπτώσεις, όπως αυτές προκύπτουν από τα εκδοθέντα στοιχεία και έχουν καταχωρηθεί στα τηρούμενα βιβλία των επιχειρήσεων.
ΑΡΘΡΟ 23 - Ρύθμιση χρεών Τράπεζας της Ελλάδος
Καταλογισμοί οι οποίοι επιβλήθηκαν σε βάρος της Τράπεζας της Ελλάδος Α.Ε. ως Α΄ υπόλογου του Ελληνικού Δημοσίου κατά τα έτη 1975-2004 και αφορούν εξοφλήσεις χρηματικών ενταλμάτων προπληρωμής (ΧΕΠ) ετών 1956-1987 κατά το μέρος που δεν έχουν τακτοποιηθεί μέχρι την ισχύ του παρόντος, αίρονται, και τα ποσά που έχουν καταλογισθεί και βεβαιωθεί διαγράφονται οίκοθεν με πράξεις του Προϊσταμένου της αρμόδιας Δ.Ο.Υ. ΦΑΕΕ Αθηνών.
Το ανωτέρω εδάφιο εφαρμόζεται και στις εκκρεμείς, ενώπιον οποιουδήποτε δικαστηρίου, δίκες και θεωρείται ότι η Τράπεζα υπέβαλε εμπροθέσμως τα νόμιμα δικαιολογητικά απόδοσης λογαριασμού. Τυχόν εκκρεμείς διαδικασίες καταλογισμού για την ίδια αιτία καταργούνται.
Ποσά που έχουν καταβληθεί στο Ελληνικό Δημόσιο ή συμψηφισθεί για την ίδια αιτία επιστρέφονται επιφυλασσομένων των διατάξεων περί παραγραφής.
ΑΡΘΡΟ 24 - Τελωνειακές διατάξεις
1. Στην παράγραφο 2 του άρθρου 3 του ν.2960/2001 (ΦΕΚ 265 Α΄) προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«Η τελωνειακή υπηρεσία είναι αρμόδια για τον έλεγχο των ρευστών διαθεσίμων που κομίζονται από πρόσωπα τα οποία εισέρχονται ή εξέρχονται από την Κοινότητα στα πλαίσια της εφαρμογής κοινοτικών ρυθμίσεων. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών καθορίζεται η διαδικασία ελέγχου εισόδου - εξόδου στην Κοινότητα των ρευστών διαθεσίμων, το είδος της δήλωσης που θα υποβάλλεται, καθώς και κάθε άλλη ειδικότερη διαδικασία εφαρμογής.»
2. Στο άρθρο 147 του ν.2960/2001 προστίθεται παράγραφος 8 ως ακολούθως:
«8. Για τη μη υποβολή δήλωσης περί ρευστών διαθεσίμων σύμφωνα με το άρθρο 3 του Καν. (ΕΚ) 1889/2005 επιβάλλεται στον υπαίτιο χρηματικό πρόστιμο ίσο με το 25% του ποσού των μη δηλωθέντων.
Το ως άνω πρόστιμο επιβάλλεται και στις περιπτώσεις ανακριβούς ή ελλιπούς δήλωσης των παρεχόμενων πληροφοριών, όπως αυτές αναλυτικά περιγράφονται στην παράγραφο 2 του άρθρου 3 του Καν. 1889/2005.
Σε κάθε περίπτωση το ως άνω πρόστιμο παρακρατείται από τα ρευστά διαθέσιμα και η προθεσμία της προσφυγής, καθώς και η άσκησή της δεν αναστέλλουν την είσπραξη του προστίμου.
Σε περίπτωση μη συμμόρφωσης προς την υποχρέωση δήλωσης του άρθρου 3 του εν λόγω Κανονισμού, η αρμόδια Τελωνειακή Αρχή επιπλέον δύναται, με απόφασή της, να δεσμεύσει τα ρευστά διαθέσιμα προκειμένου να πραγματοποιηθεί περαιτέρω έρευνα.
Η δέσμευση αυτή δεν μπορεί να διαρκέσει πέραν των τριών (3) μηνών και τελεί υπό την επιφύλαξη των ειδικότερων διατάξεων περί νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες.»
3. Στην παράγραφο 3 του άρθρου 158 του ν.2960/2001 προστίθεται εδάφιο, το οποίο έχει ως εξής:
«Επίσης, το παρόν άρθρο δεν εφαρμόζεται, εάν η λαθρεμπορία διεπράχθη από πρατηριούχους ενεργειακών προϊόντων, εταιρείες εμπορίας πετρελαιοειδών, οδηγούς και ιδιοκτήτες οχημάτων μεταφοράς υγρών καυσίμων, κατέχοντες αποθηκευτικούς χώρους (δεξαμενές), πλοιάρχους και ιδιοκτήτες δεξαμενόπλοιων (σλεπίων), επιχειρήσεις λιανικής εμπορίας ενεργειακών προϊόντων.»
4. Η παράγραφος 8 του άρθρου 132 του ν.2960/2001 (ΦΕΚ 265 Α΄) «Εθνικός Τελωνειακός Κώδικας» αντικαθίσταται ως εξής:
«8. Επιβατικά αυτοκίνητα που παραλαμβάνονται ή έχουν παραληφθεί ατελώς με τις διατάξεις των αναπήρων και ζητείται η αποδέσμευσή τους από το καθεστώς της ατέλειας μετά την παρέλευση πενταετίας και μέχρι τη συμπλήρωση επταετίας από τον τελωνισμό τους, υποβάλλονται στο τριάντα τοις εκατό (30%) του τέλους ταξινόμησης, το οποίο θα υπολογίζεται με βάση τους συντελεστές της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 121 του παρόντος Κώδικα. Μετά την παρέλευση της επταετίας δεν οφείλεται τέλος ταξινόμησης.»
ΑΡΘΡΟ 25 - Άλλες διατάξεις
1. Στην παράγραφο 2 του άρθρου 25 του Κώδικα Φορολογίας Κληρονομιών, Δωρεών, Γονικών Παροχών και Κερδών από Λαχεία, ο οποίος κυρώθηκε με το ν.2961/2001 (ΦΕΚ 266 Α΄), προστίθεται περίπτωση η΄ που έχει ως ακολούθως:
«η) Η κληρονομία η οποία περιέρχεται σε σύζυγο, τέκνα, γονείς ή αδέλφια στρατιωτικού, κατά τον ορισμό της παραγράφου 2 του άρθρου 7 του ν.2084/1992 (ΦΕΚ 165 Α΄), που απεβίωσε κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας, σε εκτέλεση υπηρεσίας και εξαιτίας αυτής.»
2. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζονται στις υποθέσεις φορολογίας κληρονομιών στις οποίες η φορολογική υποχρέωση γεννήθηκε από την 1η Ιανουαρίου 2005.
3. Μετά το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 11 του κανονιστικού διατάγματος της 26.6-10.7.1944 (ΦΕΚ 139 Α΄) «Περί Κώδικος των νόμων περί δικών του Δημοσίου», όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 12 του ν.3514/2006 (ΦΕΚ 266 Α΄), προστίθεται νέο εδάφιο που έχει ως εξής:
«Εξαιρετικά, προκειμένου περί φορολογικών και τελωνειακών διαφορών στις προθεσμίες για την άσκηση προσφυγής ή ενδίκων μέσων ή άλλων ενδίκων βοηθημάτων οριζομένων από τον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας δεν υπολογίζεται το χρονικό διάστημα από πρώτης (1ης) έως τριακοστής πρώτης (31ης) του μηνός Αυγούστου.»
4. Η περίπτωση δ΄ της παραγράφου 3 του άρθρου 15 του ν.3091/2002 (ΦΕΚ 330 Α΄), η οποία προστέθηκε με την παράγραφο 3 του άρθρου 15 του ν.3193/2003 (ΦΕΚ 226 Α΄), αντικαθίσταται ως εξής:
«δ. Εταιρείες, των οποίων το σύνολο των ονομαστικών μετοχών, μεριδίων ή μερίδων ανήκουν σε Ίδρυμα ημεδαπό ή αλλοδαπό, εφόσον αποδεδειγμένα επιδιώκει στην Ελλάδα κοινωφελείς σκοπούς.»
5. Οι διατάξεις της παραγράφου 7 του άρθρου 13 του ν.4459/1965 (ΦΕΚ 35 Α΄) καταργούνται από τη δημοσίευση του παρόντος.
6. Ο συντελεστής παρακράτησης που ορίζεται από τις διατάξεις της παραγράφου 10 του άρθρου 13 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος μειώνεται από είκοσι τοις εκατό (20%) σε δέκα τοις εκατό (10%).
ΑΡΘΡΟ 26
1. Στο άρθρο 3 του ν.3049/2002 «Αποκρατικοποίηση επιχειρήσεων του Δημοσίου και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ 212 Α΄) προστίθεται νέα παράγραφος 5 με το εξής περιεχόμενο:
«5. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών δύναται να ανατίθεται στον Γενικό Γραμματέα Δημοσιονομικής Πολιτικής η παράλληλη άσκηση των καθηκόντων του Ειδικού Γραμματέα Αποκρατικοποιήσεων, χωρίς πρόσθετες αποδοχές.»
2. Οι παράγραφοι 5, 6 και 7 του ίδιου άρθρου αναριθμούνται σε 6, 7 και 8 αντιστοίχως.
3. Στο τέλος της παραγράφου 8 προστίθεται εδάφιο με το εξής περιεχόμενο:
«Στην περίπτωση παράλληλης άσκησης των καθηκόντων του Ειδικού Γραμματέα Αποκρατικοποιήσεων από τον Γενικό Γραμματέα Δημοσιονομικής Πολιτικής κατά την παράγραφο 5, στη θέση του προηγούμενου εδαφίου δύναται να τοποθετείται μετακλητός υπάλληλος με βαθμό 2ο της κατηγορίας Ειδικών Θέσεων του άρθρου 76 του ν.3528/2007 (ΦΕΚ 26 Α΄) (Υπαλληλικού Κώδικα).»
ΑΡΘΡΟ 27 - Έναρξη ισχύος
Η ισχύς των διατάξεων αυτού του νόμου αρχίζει:
α. Του άρθρου 4 για υποθέσεις που επιλέγονται για έλεγχο από την ημερομηνία δημοσίευσης του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθώς και για υποθέσεις που έχουν ήδη επιλεγεί για έλεγχο και έχουν εκδοθεί οι οικείες εντολές ελέγχου κατά την ανωτέρω ημερομηνία αλλά δεν έχει γίνει θεώρηση των βιβλίων και στοιχείων κατά την ημερομηνία αυτή.
β. Του άρθρου 5 για επιτηδευματίες με έναρξη δραστηριότητας από την ημερομηνία δημοσίευσης του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
γ. Του άρθρου 21 παράγραφος 1 για πράξεις που διενεργήθηκαν από 1.1.2006 και μετά.
δ. Των λοιπών διατάξεων από τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά από αυτές.
Παραγγέλλομε τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και την εκτέλεσή του ως νόμου του Κράτους.