ΜΙΑ ΠΡΟΣΦΟΡΑ ΤΗΣ ΜΗΝΙΑΙΑΣ ΕΠΙΣΤΗΜOΝΙΚΗΣ ΚΑΙ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ
"ΛΟΓΙΣΤΙΚΟΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟΣ ΦΟΡΟΤΕΧΝΙΚΟΣ & ΝΟΜΙΚΟΣ ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ"

ΑΝΑΛΥΤΙΚΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΘΕΜΑΤΟΣ "ΝΟΜΟΙ - NOMOI Π.Δ."
Πίσω Aρχική σελίδα

 ΘΕΜΑ:  
ΝΟΜΟΣ 3148/2003 (ΦΕΚ Α΄ 136/05.06.2003)

Επιτροπή Λογιστικής Τυποποίησης και Ελέγχων, αντικατάσταση και συμπλήρωση των διατάξεων για τα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος και άλλες διατάξεις

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή :

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄

ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΛΟΓΙΣΤΙΚΗΣ ΤΥΠΟΠΟΙΗΣΗΣ ΚΑΙ ΕΛΕΓΧΩΝ

ΑΡΘΡΟ 1 – Σύσταση Επιτροπής Λογιστικής Τυποποίησης και Ελέγχων

1.      Συνιστάται νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με την επωνυμία «Επιτροπή Λογιστικής Τυποποίησης και Ελέγ­χων» (Ε.Λ.Τ.Ε.) με έδρα την Αθήνα και σκοπό την ενίσχυ­ση της διαφάνειας λειτουργίας των επιχειρήσεων με την εφαρμογή λογιστικής τυποποίησης και τη διασφάλιση της ποιότητας των λογιστικών ελέγχων.

2.      Η Ε.Λ.Τ.Ε. εποπτεύεται από τον Υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών.

3.      Η Ε.Λ.Τ.Ε. διοικείται από επταμελές Διοικητικό Συμ­βούλιο (Δ.Σ.), το οποίο αποτελείται από τον Πρόεδρο, δύο Αντιπροέδρους και τέσσερα μέλη και συγκροτείται με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών με όμοια απόφαση ορίζεται ως γραμματέας του Δ.Σ. υπάλ­ληλος της Ε.Λ.Τ.Ε.

4.      Ο Πρόεδρος επιλέγεται από πρόσωπα εγνωσμένου κύρους, ευρύτερης αποδοχής, με αποδεδειγμένη πείρα και επιστημονική κατάρτιση. Αντιπρόεδροι επιλέγονται πρόσωπα που διαθέτουν ευρεία επιστημονική κατάρτιση στη Λογιστική ή την ελεγκτική πρακτική, εκ των οποίων το ένα θα είναι μέλος του Οικονομικού Επιμελητηρίου Ελλά­δος, που προτείνεται από αυτό.

5.      Για το διορισμό του Προέδρου ακολουθείται η διαδι­κασία του άρθρου 49 Α΄ του Κανονισμού της Βουλής.

6.      Τα υπόλοιπα μέλη του Δ.Σ. της Ε.Λ.Τ.Ε. είναι πρόσω­πα που υποδεικνύονται από την Τράπεζα της Ελλάδος, την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, το Σύνδεσμο Ελληνικών Βιομηχανιών, το Σ.Ο.Ε.Λ., ανά ένα μέλος από κάθε φορέα.

7.      Η θητεία του Διοικητικού Συμβουλίου της Ε.Λ.Τ.Ε. εί­ναι τριετής.

8.      Μέλη του Δ.Σ. δεν ορίζονται πρόσωπα για τα οποία συντρέχουν τα κωλύματα διορισμού που προβλέπονται στα άρθρα 8 και 9 του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πο­λιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του Ν.2683/1999 (ΦΕΚ 19 Α΄). Τα μέλη του Δ.Σ. εκπίπτουν αυτοδικαίως από την ιδιότητα τους, αν κατά τη διάρκεια της θητείας τους συ­ντρέξει ένα από τα πιο πάνω κωλύματα.

9.      Το Δ.Σ. της Ε.Λ.Τ.Ε. συγκαλείται από τον Πρόεδρο ή όταν απουσιάζει ή κωλύεται από έναν Αντιπρόεδρο. Συνε­δριάζει τακτικώς τουλάχιστον μια φορά το μήνα και εκτά­κτως όταν κρίνεται αναγκαίο από τον Πρόεδρο ή το ζητή­σουν τέσσερα τουλάχιστον μέλη του. Για την απαρτία απαιτείται στα παρόντα μέλη να παρευρίσκεται ο Πρόε­δρος ή ένας από τους Αντιπροέδρους.

10.  Η Ε.Λ.Τ.Ε. εκπροσωπείται στις σχέσεις της με άλλες αρχές και τρίτους, καθώς και ενώπιον των δικαστηρίων από τον Πρόεδρο και σε περίπτωση απουσίας ή κωλύμα­τος του από τον Αντιπρόεδρο που ορίζεται από το Δ.Σ.. Το Δ.Σ. επιτρέπεται να εξουσιοδοτεί άλλο μέλος του Δ.Σ. ή τρίτο να εκπροσωπήσει την Ε.Λ.Τ.Ε. σε συγκεκριμένη πράξη.

ΑΡΘΡΟ 2 – Αρμοδιότητες Ε.Λ.Τ.Ε.

Η Ε.Λ.Τ.Ε. έχει τις εξής αρμοδιότητες:

α) Εισηγείται στον Υπουργό Οικονομίας και Οικονομι­κών θέματα Λογιστικής Τυποποίησης και Ελέγχων, Διε­θνών Ελεγκτικών Προτύπων, Γενικού Λογιστικού Σχεδίου, Κλαδικών Λογιστικών Σχεδίων και Διεθνών Λογιστικών Προτύπων, καθώς και την εναρμόνιση τους με το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τα διεθνή πρότυπα.

β) Μεριμνά για τον έλεγχο της ποιότητας των υποχρεω­τικών λογιστικών ελέγχων.

γ) Γνωμοδοτεί προς τον Υπουργό Οικονομίας και Οικο­νομικών επί θεμάτων λογιστικής τυποποίησης, στα οποία συμπεριλαμβάνονται και οι λογαριασμοί του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης πρώτου και δεύ­τερου βαθμού και των φορέων του δημόσιου τομέα, όπως οριοθετείται από το Ν.1256/1982 (ΦΕΚ 65 Α΄).

δ) Ασκεί εποπτεία στο Σώμα Ορκωτών Ελεγκτών Λογι­στών (Σ.Ο.Ε.Λ.), σχετικά με την τήρηση των κανόνων που διέπουν την άσκηση του λειτουργήματος των μελών του. Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται ύστερα από πρότα­ση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, καθορίζε­ται η έκταση, το περιεχόμενο και ο τρόπος της εποπτείας.

ε) Αξιολογεί τα πορίσματα του ελέγχου της διαχείρισης του Σ.Ο.Ε.Λ..

στ) Θεσπίζει ύστερα από εισήγηση του Σ.Ο.Ε.Λ. κανό­νες δεοντολογίας για την άσκηση του έργου των ορκωτών ελεγκτών και των ελεγκτικών εταιρειών και ελέγχει την τή­ρηση των κανόνων αυτών.

ζ) Συνεργάζεται με την επιτροπή που προβλέπεται στο άρθρο 7 του Ν.2331/1995 (ΦΕΚ 173 Α΄) για την πρόληψη της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές ενέργειες από τις ελεγκτικές εταιρείες και τους ορκωτούς ελεγκτές – λογιστές.

ΑΡΘΡΟ 3 – Οργάνωση Ε.Λ.Τ.Ε. - Προσωπικό

1.      Στην Ε.Λ.Τ.Ε. συνιστώνται:

α) Συμβούλιο Λογιστικής Τυποποίησης (Σ.ΛΟ.Τ.),

β) Συμβούλιο Ποιοτικού Ελέγχου (Σ.Π.Ε.) και

γ) Εκτελεστική Επιτροπή που αποτελείται από τον Πρό­εδρο και τους δύο Αντιπροέδρους.

2.      Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται με πρόταση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών ρυθμίζονται θέματα, που αφορούν στην οργάνωση της Ε.Λ.Τ.Ε., στη διάρθρωση και τη λειτουργία των υπηρεσιών της και των συλλογικών οργάνων που προβλέπονται στην προηγούμενη παράγραφο. Με όμοιο διάταγμα καθορίζεται επίσης ο αριθμός των θέσεων του διοικητικού προσωπικού και του ειδικού επιστημονικού προσωπικού με σύμβαση ερ­γασίας ιδιωτικού δικαίου, η κατάταξή τους σε κατηγο­ρίες, κλάδους και ειδικότητες αντίστοιχα, η διαβάθμιση και η κατανομή τους στις ανωτέρω υπηρεσίες, ο τρόπος και η διαδικασία κάλυψής τους, καθώς και κάθε άλλο σχε­τικό θέμα.

3.      Μέχρι να καλυφθούν οι θέσεις που συνιστώνται σύμ­φωνα με την προηγούμενη παράγραφο, η Ε.Λ.Τ.Ε. λει­τουργεί και ασκεί τις αρμοδιότητές της με προσωπικό που διατίθεται σε αυτήν με απόσπαση από υπηρεσίες του Δη­μοσίου ή από φορείς του Δημόσιου Τομέα, όπως ορίζο­νται με τις διατάξεις του άρθρου 1 του Ν.1256/1982 και ύστερα από αίτηση των ενδιαφερομένων. Η απόσπαση γί­νεται με απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονο­μικών και του αρμόδιου κατά περίπτωση Υπουργού, χω­ρίς γνωμοδότηση των οικείων υπηρεσιακών συμβουλίων όταν ο υπάλληλος αποσπάται από το Δημόσιο ή άλλου κα­τά περίπτωση οργάνου.

ΑΡΘΡΟ 4 – Συμβούλιο Λογιστικής Τυποποίησης

1.      Το Σ.ΛΟ.Τ. είναι πενταμελές και αποτελείται από έναν Αντιπρόεδρο της Ε.Λ.Τ.Ε. ως Πρόεδρο και τέσσερις ειδι­κούς επιστήμονες, οι οποίοι είναι κάτοχοι διδακτορικού δι­πλώματος στο γνωστικό αντικείμενο της Λογιστικής και έχουν υψηλό επίπεδο θεωρητικής κατάρτισης στη λογι­στική ή μακροχρόνια πείρα πρακτικής εφαρμογής της.

Τα μέλη του Σ.ΛΟ.Τ. ορίζονται με απόφαση του Δ.Σ. της Ε.Λ.Τ.Ε. για τριετή θητεία.

2.      Το Σ.ΛΟ.Τ. γνωμοδοτεί σε θέματα λογιστικής τυπο­ποίησης, τα οποία παραπέμπονται σε αυτό με απόφαση του Δ.Σ. της Ε.Λ.Τ.Ε. και σε προθεσμία που ορίζεται με αυ­τήν. Τα θέματα αυτά είναι ιδίως:

α) Η κατάρτιση, η αναθεώρηση ή η τροποποίηση του Γε­νικού Λογιστικού Σχεδίου και των Κλαδικών Λογιστικών Σχεδίων, με σκοπό την προσαρμογή τους στις εξελίξεις της επιστήμης και της πρακτικής.

β) Ο τρόπος, ο χρόνος και η διαδικασία της γενικής ή κα­τά στάδια υποχρεωτικής εφαρμογής των Διεθνών Λογι­στικών Προτύπων από τις οικονομικές μονάδες ή από κα­τηγορίες αυτών.

γ) Η έκδοση οδηγιών σχετικά με την εφαρμογή του Γε­νικού Λογιστικού Σχεδίου, των Κλαδικών Λογιστικών Σχε­δίων και των Διεθνών Λογιστικών Προτύπων.

3.      Στα θέματα, που αναφέρονται στην περίπτωση α΄, της προηγούμενης παραγράφου το Σ.ΛΟ.Τ. γνωμοδοτεί αφού προηγηθεί μελέτη και εισήγηση του Οικονομικού Επιμελητηρίου της Ελλάδος. Η ανάθεση της μελέτης στο Οικονομικό Επιμελητήριο της Ελλάδος γίνεται με απόφα­ση του Δ.Σ. της Ε.Λ.Τ.Ε. και η σχετική εισήγηση υποβάλ­λεται σε αυτή μέσα σε εύλογη προθεσμία που τάσσεται με την ίδια απόφαση.

Αν η εισήγηση του Οικονομικού Επιμελητηρίου της Ελ­λάδος δεν υποβληθεί μέσα στην προθεσμία που τίθεται κατά περίπτωση, το Σ.ΛΟ.Τ. γνωμοδοτεί χωρίς την εισή­γηση.

4.      Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονο­μικών, ύστερα από εισήγηση του Δ.Σ. της Ε.Λ.Τ.Ε., μπορεί να ανατίθεται, σε επιτροπές ή ομάδες εργασίας που συνι­στώνται με όμοια απόφαση ή σε εμπειρογνώμονες ή συμ­βούλους η μελέτη και η επεξεργασία συγκεκριμένων θεμάτων λογιστικής τυποποίησης. Η εποπτεία του έργου των επιτροπών ή ομάδων εργασίας ασκείται από το Σ.ΛΟ.Τ.

5.      Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονο­μικών, ύστερα από εισήγηση του Δ.Σ. της Ε.Λ.Τ.Ε. καθο­ρίζεται η αποζημίωση των προσώπων που αναφέρονται στην προηγούμενη παράγραφο σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις.

6.      Από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού καταργείται το Εθνικό Συμβούλιο Λογιστικής (Ε.ΣΥ.Λ.) που έχει συ­σταθεί με το Ν.1819/1988 (ΦΕΚ 256 Α΄) και μεταφέρονται στο Σ.ΛΟ.Τ. θέματα που εκκρεμούν στο Ε.ΣΥ.Λ.

ΑΡΘΡΟ 5 – Συμβούλιο Ποιοτικού Ελέγχου

1.      Το Συμβούλιο Ποιοτικού Ελέγχου (Σ.Π.Ε.) είναι επτα­μελές και η θητεία του είναι τριετής.

Το Σ.Π.Ε. αποτελείται από:

α) έναν Αντιπρόεδρο της Ε.Λ.Τ.Ε. ως Πρόεδρο, που ορί­ζεται μαζί με τον αναπληρωτή του από το Δ.Σ. της Ε.Λ.Τ.Ε.,

β) ένα εν ενεργεία μέλος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, που υποδεικνύεται με τον αναπληρωτή του από το οικείο Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο, ή επίτιμο μέλος του Ελε­γκτικού Συνεδρίου, που ορίζεται μαζί με τον αναπληρωτή του από το Δ.Σ. της Ε.Λ.Τ.Ε.,

γ) ένα μέλος του Σ.Ο.Ε.Λ. που προτείνεται μαζί με τον αναπληρωτή του από το Δ.Σ. αυτού,

δ) ένα μέλος του Σ.ΛΟ.Τ. που προτείνεται μαζί με τον αναπληρωτή του από τον Πρόεδρό του,

ε) έναν εκπρόσωπο της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς που προτείνεται μαζί με τον αναπληρωτή του από τον Πρόε­δρό της,

στ) έναν εκπρόσωπο της Τραπέζης της Ελλάδος που προτείνεται μαζί με τον αναπληρωτή του από τον Διοικη­τή της,

ζ) έναν Διευθυντή του Υπουργείου Οικονομίας και Οικο­νομικών, που ορίζεται μαζί με τον αναπληρωτή του από τον Υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών.

2.      Το Σ.Π.Ε. είναι αρμόδιο για τον ποιοτικό έλεγχο των ελέγχων που διενεργούν σύμφωνα με το νόμο ορκωτοί ελεγκτές λογιστές, φυσικά πρόσωπα και ελεγκτικές εται­ρείες, στις οικονομικές καταστάσεις των ανωνύμων εται­ρειών και λοιπών νομικών προσώπων και αφορά τη συμ­μόρφωση προς τα ισχύοντα ελεγκτικά πρότυπα, τους κα­νόνες δεοντολογίας και τους κανόνες περί ασυμβίβαστου που ορίζονται στο άρθρο 12.

3.      Ο ποιοτικός έλεγχος διενεργείται με μέριμνα του Σ.Π.Ε. από τρεις κατ΄ ανώτατο όριο Ορκωτούς Ελεγκτές Λογιστές μέλη του Σ.Ο.Ε.Λ., οι οποίοι επιλέγονται με κλή­ρωση από το σύνολο των μελών του. Στην κλήρωση δεν συμμετέχουν οι Ορκωτοί Ελεγκτές Λογιστές, που ανή­κουν στην ελεγκτική εταιρεία, που διενήργησε τον εξετα­ζόμενο έλεγχο. Σε περίπτωση εξειδικευμένων ελέγχων επιτρέπεται ύστερα από απόφαση του Σ.Π.Ε. ο ορισμός ενός επιπλέον εξειδικευμένου ορκωτού ελεγκτή λογιστή.

4.      Ο ποιοτικός έλεγχος διενεργείται ετησίως σε τυχαίο δείγμα επί ποσοστού τουλάχιστον δέκα επί τοις εκατό των εταιρειών των οποίων οι μετοχές είναι εισηγμένες στο Χ.Α.Α. και ένα επί τοις εκατό τουλάχιστον των εταιρειών των οποίων οι μετοχές δεν είναι εισηγμένες και αφορά στην τελευταία ελεγμένη χρήση.

Ποιοτικός έλεγχος μπορεί να διενεργηθεί και εκτός δείγματος, είτε κατόπιν παραγγελίας του Δ.Σ. της Ε.Λ.Τ.Ε. είτε κατόπιν σχετικού αιτήματος της Τράπεζας της Ελλάδος ή της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς.

5.      Τα αποτελέσματα του ελέγχου κοινοποιούνται από την Ε.Λ.Τ.Ε. στην αρμόδια διεύθυνση του Υπουργείου Ανάπτυξης, και κατά περίπτωση στην Τράπεζα της Ελλά­δος και στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. Στους ίδιους φο­ρείς αντίστοιχα γνωστοποιούνται οι κυρώσεις που επι­βάλλονται στους ελεγκτές και στις ελεγκτικές εταιρείες, για παραβάσεις που διαπιστώνονται από τους ποιοτικούς ελέγχους.

6.      Με απόφαση του Δ.Σ. της Ε.Λ.Τ.Ε. καθορίζεται η δα­πάνη για τη διενέργεια του ποιοτικού ελέγχου και βαρύνει την εταιρεία της οποίας εξήχθη το δείγμα της παραγρά­φου 4. Η δαπάνη βαρύνει την Ε.Λ.Τ.Ε. όταν η ίδια εταιρεία επιλεγεί για δεύτερη ή περισσότερες φορές στο δείγμα του ποιοτικού ελέγχου σε διάστημα πέντε ετών.

Αν ο έλεγχος διενεργείται κατόπιν παραγγελίας της Ε.Λ.Τ.Ε., εκτός δείγματος, ή ύστερα από αίτημα της Τρά­πεζας της Ελλάδος ή της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, το κόστος βαρύνει τους εν λόγω φορείς αντιστοίχως.

7.      Με απόφαση του Δ.Σ. της Ε.Λ.Τ.Ε. ύστερα από εισή­γηση του Εποπτικού Συμβουλίου του Σ.Ο.Ε.Λ. καθορίζε­ται το ειδικότερο περιεχόμενο και ο τρόπος άσκησης του ποιοτικού ελέγχου, καθώς και κάθε άλλο σχετικό θέμα. Η απόφαση αυτή του Δ.Σ. πρέπει να είναι συμβατή με την υπό κατάρτιση οδηγία της Ευρωπαϊκής Ένωσης μόλις αυτή ολοκληρωθεί. Η ανωτέρω απόφαση εκδίδεται και χωρίς εισήγηση αν παρέλθει άπρακτη η προθεσμία που έχει θέσει το Δ.Σ. της Ε.Λ.Τ.Ε. και η οποία δεν μπορεί να είναι μικρότερη του ενός μηνός.

ΑΡΘΡΟ 6 – Πειθαρχικό Συμβούλιο

1.      Συνιστάται Πειθαρχικό Συμβούλιο, το οποίο είναι τρι­μελές, τριετούς θητείας, συγκροτείται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Δικαιοσύ­νης και αποτελείται:

α) Από έναν εν ενεργεία Σύμβουλο Επικρατείας, ως Πρόεδρο που υποδεικνύεται με τον αναπληρωτή του από το οικείο Δικαστικό Συμβούλιο ή Επίτιμο Σύμβουλο του Συμβουλίου της Επικρατείας που προτείνεται με τον ανα­πληρωτή του από το Δ.Σ. της Ε.Λ.Τ.Ε..

β) Ένα μέλος του Διδακτικού Ερευνητικού Προσωπικού Ανωτάτου Εκπαιδευτικού Ιδρύματος (Δ.Ε.Π. Α.Ε.Ι.) στο γνωστικό αντικείμενο της Λογιστικής, ή εμπειρογνώμονα στο ίδιο αντικείμενο που προτείνεται με τον αναπληρωτή του από το Δ.Σ. της Ε.Λ.Τ.Ε..

γ) Έναν ορκωτό ελεγκτή λογιστή που εκλέγεται με τον αναπληρωτή του από τη Γενική Συνέλευση του Σ.Ο.Ε.Λ.. Αν η Γενική Συνέλευση δεν προβεί στην εκλογή μέσα σε τριάντα ημέρες από την ημέρα που θα ειδοποιηθεί σχετι­κώς από την Ε.Λ.Τ.Ε., το τρίτο μέλος και ο αναπληρωτής του ορίζονται, προσωρινώς, μέχρις ότου πραγματοποιη­θεί η εκλογή από τη Γενική Συνέλευση, από το Διοικητικό Συμβούλιο της Ε.Λ.Τ.Ε..

2.      Η παραπομπή στο Πειθαρχικό Συμβούλιο γίνεται με απόφαση του Δ.Σ. της Ε.Λ.Τ.Ε. ή του Εποπτικού Συμβου­λίου του Σ.Ο.Ε.Λ.. Το Πειθαρχικό Συμβούλιο, στις υποθέ­σεις που παραπέμπονται σ΄ αυτό, κρίνει κάθε παράβαση της ελεγκτικής νομοθεσίας και τήρησης των κανόνων δε­οντολογίας από τα μέλη του Σ.Ο.Ε.Λ. και επιβάλλει τις κυ­ρώσεις που προβλέπονται στην παράγραφο 4.

3.      α) Το Πειθαρχικό Συμβούλιο ερευνά την υπόθεση σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται στο παράρτημα 2 του Π.Δ.226/1992 (ΦΕΚ 120 Α΄).

β) Οι πειθαρχικές ποινές που επιβάλλονται είναι:

αα) σύσταση,

ββ) επίπληξη,

γγ) πρόστιμο ύψους μέχρι 50.000 ευρώ,

δδ) προσωρινή αναστολή άσκησης του επαγγέλματος μέχρι ένα έτος,

εε) οριστική διαγραφή από τα μητρώα του Σ.Ο.Ε.Λ..

4.      Αν διαπιστωθεί ότι στην παράβαση είχε συμμετοχή μέλος της διοίκησης της ελεγκτικής εταιρείας στην οποία ανήκει ο διενεργήσας τον έλεγχο ορκωτός ελεγκτής λο­γιστής, οι κυρώσεις που προβλέπονται στην προηγούμε­νη παράγραφο επιβάλλονται και κατά αυτής. Στην περίπτωση αυτή, το ανώτατο όριο του προστίμου που προ­βλέπεται στην περίπτωση γ΄ της προηγούμενης παρα­γράφου ορίζεται σε 1.000.000 ευρώ.

5.      Κατά της πειθαρχικής απόφασης χωρεί προσφυγή ενώπιον των Διοικητικών Δικαστηρίων.

6.      Τα πρόστιμα που επιβάλλονται κατ΄ εφαρμογή της παραγράφου 4 αποτελούν έσοδο του Δημοσίου.

ΑΡΘΡΟ 7 – Εκτελεστική Επιτροπή

Η Εκτελεστική Επιτροπή είναι αρμόδια για τη λήψη των μέτρων που απαιτούνται για την εκτέλεση των αποφάσεων του Δ.Σ. της Ε.Λ.Τ.Ε., το οποίο με απόφασή του μπορεί να της αναθέτει και άλλα ειδικά καθήκοντα.

ΑΡΘΡΟ 8 – Πόροι – Κατανομή αυτών – Αμοιβές

1.      Οι πόροι της Ε.Λ.Τ.Ε. προέρχονται από εισφορά πο­σοστού ένα επί τοις εκατό επί των αμοιβών που τιμολο­γούνται από τις εταιρείες ή κοινοπραξίες ελεγκτικών εταιρειών. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οι­κονομικών καθορίζεται ο τρόπος και η διαδικασία απόδο­σης της εισφοράς στην Ε.Λ.Τ.Ε.. Αν η εισφορά δεν επαρ­κεί για την κάλυψη των λειτουργικών εξόδων της η Ε.Λ.Τ.Ε. επιχορηγείται από τον Κρατικό Προϋπολογισμό.

2.      Η περίπτωση α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 23 του Π.Δ.226/1992, αντικαθίσταται ως εξής:

«α) εισφορά 1,2% επί των αμοιβών που τιμολογούνται από τις εταιρείες ή κοινοπραξίες ελεγκτικών εταιρειών.»

3.      Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονο­μικών καθορίζονται οι αμοιβές του Προέδρου, των Αντι­προέδρων, των μελών του Δ.Σ. της Ε.Λ.Τ.Ε. και των μελών του Σ.ΛΟ.Τ. και του Σ.Π.Ε., καθώς και του Πειθαρχικού Συμβουλίου.

ΑΡΘΡΟ 9 – Αποφάσεις Ε.Λ.Τ.Ε.

Οι κανονιστικού περιεχομένου αποφάσεις του Δ.Σ. της Ε.Λ.Τ.Ε. εγκρίνονται από τον Υπουργό Οικονομίας και Οι­κονομικών και δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυ­βερνήσεως.

ΑΡΘΡΟ 10 – Συνεργασία εποπτικών αρχών

Η Ε.Λ.Τ.Ε., η Τράπεζα της Ελλάδος, η Επιτροπή Κεφα­λαιαγοράς και το Σώμα Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος συνεργάζονται για την αποτελεσματική άσκηση των αρμοδιοτήτων τους. Η καθεμία μπορεί να διαβιβάζει στις άλ­λες πληροφορίες ή στοιχεία που είναι χρήσιμα για το έρ­γο τους. Υπογράφουν πρωτόκολλα συνεργασίας, στα πλαίσια της οποίας καταρτίζουν κοινές ομάδες εργασίας για την εξέταση θεμάτων κοινού ενδιαφέροντος.

ΑΡΘΡΟ 11 – Υπηρεσιακές υποχρεώσεις

1.      Κάθε πρόσωπο που απασχολείται ή απασχολήθηκε στην Ε.Λ.Τ.Ε. και οι εντεταλμένοι από αυτή ελεγκτές ή εμπειρογνώμονες υποχρεούνται να μην γνωστοποιούν σε άλλον πληροφορίες ή στοιχεία που περιήλθαν σε γνώση τους κατά την άσκηση των καθηκόντων τους.

2.      Η υποχρέωση αυτή δεν ισχύει:

α) Για τις συνεργασίες στις περιπτώσεις που προβλέ­πονται στο προηγούμενο άρθρο.

β) Για τη γνωστοποίηση από την Ε.Λ.Τ.Ε. στις αρμόδιες εισαγγελικές και δικαστικές αρχές αξιόποινων πράξεων.

γ) Για την πληροφόρηση των υπηρεσιών του Υπουργεί­ου Οικονομίας και Οικονομικών, που είναι αρμόδιες για την εποπτεία της Ε.Λ.Τ.Ε.. Οι διατάξεις των παραγράφων 1- 2 ισχύουν και για τους υπαλλήλους των υπηρεσιών αυτών.

3.      Η τήρηση των υποχρεώσεων της παρ. 1 βα­ρύνει και τα πρόσωπα που λαμβάνουν γνώση στοιχείων ή πληροφοριών στα πλαίσια της συνεργασίας που προβλέ­πεται στο άρθρο 10.

4.      Η παράβαση των υποχρεώσεων που προβλέπονται στο άρθρο αυτό διώκονται και τιμωρούνται, κατά τις δια­τάξεις του άρθρου 371 του Ποινικού Κώδικα.

ΑΡΘΡΟ 12 – Ασυμβίβαστα – Περιορισμοί

3.      Δεν επιτρέπεται η πρόσληψη ορκωτού ελεγκτή - λογι­στή ως συμβούλου ή υπαλλήλου σε εταιρεία που ελέγ­χθηκε από αυτόν κατά την τελευταία διετία πριν από την πρόσληψή του. Η απαγόρευση αίρεται εάν προηγηθεί και ολοκληρωθεί ποιοτικός έλεγχος, χωρίς επιβαρυντικό αποτέλεσμα για αυτόν που πρόκειται να προσληφθεί. Η δαπάνη βαρύνει την εταιρεία που προσλαμβάνει.

4.      Απαγορεύεται η ανάθεση ελέγχου στις επιχειρήσεις της παραγράφου 3 σε ορκωτό ελεγκτή - λογιστή ή ελε­γκτική εταιρεία εφόσον παρείχαν τις υπηρεσίες που προ­βλέπονται στην παράγραφο 3 κατά την προηγούμενη του ελέγχου, διετία.

5.      Δεν επιτρέπεται σε ελεγκτική εταιρεία, στην οποία ανήκει ο ορκωτός ελεγκτής που διενεργεί έλεγχο σε επι­χειρήσεις, των οποίων οι μετοχές είναι εισηγμένες στο Χ.Α.Α, ή σε θυγατρικές εταιρείες αυτών, η παροχή οποι­ασδήποτε υπηρεσίας ή η δημιουργία οποιασδήποτε σχέ­σης με τις επιχειρήσεις αυτές από την οποία προξενείτε αμοιβαιότητα συμφερόντων, όπως:

α. εκπροσώπηση της επιχείρησης προς τρίτους ή αρ­χές,

β. συμμετοχή στη διοίκηση της εταιρείας,

γ. συμμετοχή σε εταιρείες, κοινοπραξίες, εργολαβίες, υπεργολαβίες ή άλλο σχήμα κοινών συμφερόντων με την επιχείρηση,

δ. προώθηση προϊόντων της επιχείρησης,

ε. τήρηση λογιστικών βιβλίων,

στ. λογιστικές υπηρε­σίες,

ζ. εκπροσώπηση προς φορολογικές ή δικαστικές αρχές,

η. υπηρεσίες ή εργασίες εσωτερικού ελεγκτή,

θ. εκπόνηση μελετών, αναλογιστικών μελετών, αποτι­μήσεων ή εκτιμήσεων, τα αποτελέσματα των οποίων ει­σάγονται κατ΄ ευθείαν στα λογιστικά βιβλία της εταιρείας ως εγγραφές ή ενσωματώνονται στις λογιστικές κατα­στάσεις,

ι. ανάπτυξη ή παραμετροποίηση και συντήρηση λογι­σμικού,

ια. εξεύρεση στελεχών για θέσεις ευθύνης,

ιβ. κατάρτιση οργανωτικών μελετών και ανάπτυξη δια­δικασιών, με εξαίρεση το τμήμα εσωτερικού ελέγχου,

ιγ. διαχείρηση προγραμμάτων και έργων,

ιδ. χρηματοοικονομικές προβλέψεις,

ιε. αποτιμήσεις εταιρειών, περιουσιακών στοιχείων και δικαιωμάτων για εισφορά, πώληση, εξαγορά ή συγχώ­νευση,

ιστ. υπηρεσίες διαμεσολάβησης σε εξαγορές, συγχω­νεύσεις και πωλήσεις εταιρειών, περιουσιακών στοιχείων ή δικαιωμάτων,

ιζ. υπηρεσίες συμβούλου επενδύσεων,

ιη. υπηρεσίες εκκαθαριστού,

ιθ. υπηρεσίες εκτάκτου οικονομικού ελέγχου σε περί­πτωση εισαγωγής της εταιρείας στο Χ.Α.Α..

6.      Η ισχύς των παραγράφων 1, 2 και 3 αρχίζει μετά δύο έτη από την ημερομηνία δημοσίευσης του νόμου αυτού στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

ΑΡΘΡΟ 13 – Λοιπές διατάξεις

1.      Η παράγραφος 3 του άρθρου 10 του Π.Δ.226/1992 αντικαθίσταται ως εξής:

«3. Στη βαθμίδα του Επίκουρου Ορκωτού Ελεγκτή διο­ρίζεται ο Δόκιμος Ορκωτός Ελεγκτής, εφόσον έχει ασκή­σει αποδεδειγμένα ελεγκτικό έργο επί διετία στη βαθμίδα του Δόκιμου και έχει επιτύχει στις εξετάσεις των θεμάτων της ενότητας Β΄, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 11.»

2.      Η παράγραφος 1 του άρθρου 11 του Π.Δ.226/1992 αντικαθίσταται ως εξής:

«1. Οι εξετάσεις διενεργούνται από πενταμελή εξετα­στική Επιτροπή, η οποία συγκροτείται με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, ύστερα από ει­σήγηση του Δ.Σ. της Ε.Λ.Τ.Ε.. Αποτελείται από δύο μέλη Δ.Ε.Π. Α.Ε.Ι., το ένα των οποίων ορίζεται ως Πρόεδρος, στο γνωστικό πεδίο της λογιστικής ή της ελεγκτικής και από τρία μέλη του Σ.Ο.Ε.Λ.. Η εκπαίδευση των υποψή­φιων ορκωτών ελεγκτών μπορεί να γίνει από το Σ.Ο.Ε.Λ., τις Ελεγκτικές Εταιρείες ή από άλλους φορείς οι οποίοι οργανώνουν ειδικά γι΄ αυτόν το σκοπό σεμινάρια. Η διε­νέργεια των εξετάσεων, η σύσταση και λειτουργία της Εξεταστικής Επιτροπής και κάθε άλλη σχετική λεπτομέ­ρεια καθορίζονται με απόφαση του Υπουργού Οικονο­μίας και Οικονομικών.»

3.      Στην παράγραφο 5 του άρθρου 11 του Π.Δ.226/1992, και πριν το τελευταίο εδάφιό της, προστίθεται νέο εδάφιο, ως εξής:

«Κατ΄ εξαίρεση, και επιφυλασσομένων των λοιπών προ­ϋποθέσεων περί διορισμού στις βαθμίδες του Δοκίμου Ορκωτού Ελεγκτή, του Επίκουρου Ορκωτού Ελεγκτή και του Ορκωτού Ελεγκτή, όσοι εκ των υποψηφίων επιθυ­μούν, μπορούν να συμμετάσχουν και στις εξετάσεις γνω­στικών αντικειμένων επόμενων ενοτήτων, υπό την προϋ­πόθεση επιτυχούς δοκιμασίας σε όλα τα αντικείμενα της προηγούμενης ενότητας.»

4.      Το πρώτο εδάφιο της περίπτωσης β΄ της παραγρά­φου 2 του άρθρου 18 του Π.Δ.226/1992 αντικαθίσταται ως εξής:

«β. Η ανάθεση του τακτικού ελέγχου μιας οικονομικής μονάδας σε συγκεκριμένο Ορκωτό Ελεγκτή γίνεται για μια διαχειριστική χρήση και δεν μπορεί να επαναλαμβά­νεται για περισσότερες από τέσσερις συνεχείς χρήσεις, στις οποίες συνυπολογίζονται οι χρήσεις για τις οποίες εί­χε ανατεθεί η διενέργεια τακτικού ελέγχου πριν την έναρ­ξη ισχύος του νόμου αυτού.»

5.      Το άρθρο 20 του Π.Δ.226/1992 (ΦΕΚ 120 Α΄) καταρ­γείται.

6.      Η παράγραφος 1 του άρθρου 22 του Π.Δ.226/1992 αντικαθίσταται ως ακολούθως:

«1. Ο ορκωτός ελεγκτής που επιθυμεί να διακόψει προ­σωρινά την άσκηση του επαγγέλματος του υποχρεούται να υποβάλει αίτηση προς το Εποπτικό Συμβούλιο, το οποίο του χορηγεί άδεια αναστολής ασκήσεως του επαγ­γέλματος και τον εγγράφει σε ειδική μερίδα στο Μη­τρώο.»

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄

ΑΝΑΛΗΨΗ, ΑΣΚΗΣΗ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΠΡΟΛΗΠΤΙΚΗ ΕΠΟΠΤΕΙΑ ΙΔΡΥΜΑΤΩΝ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΟΥΧΡΗΜΑΤΟΣ

ΑΡΘΡΟ 14 – Τροποποίηση διατάξεων του Ν. 2076/1992 (ΦΕΚ 130 Α΄)

1.      Το άρθρο 1 του Ν.2076/1992 αντικαθίσταται ως εξής:

« Άρθρο 1

Με το νόμο αυτόν σκοπείτε η ενσωμάτωση στην ελλη­νική τραπεζική νομοθεσία των διατάξεων της 2000/12/ΕΚ Οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβου­λίου «σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριό­τητας πιστωτικών ιδρυμάτων» (L 126/26.5.2000), των δια­τάξεων της 2000/46/ ΕΚ Οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινο­βουλίου και του Συμβουλίου «για την ανάληψη, άσκηση και προληπτική εποπτεία δραστηριότητας ιδρύματος ηλεκτρονικού χρήματος» (L 275/27.10.2000).»

2.      Η παράγραφος 1 του άρθρου 2 του Ν.2076/1992 αντι­καθίσταται ως εξής:

« 1. Πιστωτικό ίδρυμα είναι:

α) επιχείρηση, η δραστηριότητα της οποίας συνίσταται στην αποδοχή καταθέσεων ή άλλων επιστρεπτέων κεφα­λαίων από το κοινό και στη χορήγηση πιστώσεων για λο­γαριασμό της ή

β) ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος, κατά την έννοια της παραγράφου 16.»

3.      Στο άρθρο 2 του Ν.2076/1992 προστίθενται παρά­γραφοι 16 και 17 ως εξής:

«16. Ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος: επιχείρηση, εκτός του πιστωτικού ιδρύματος της περίπτωσης α΄ της παρα­γράφου 1 του άρθρου αυτού, η οποία εκδίδει μέσα πλη­ρωμής υπό μορφή ηλεκτρονικού χρήματος.

17. Ηλεκτρονικό χρήμα: νομισματική αξία, η οποία αντι­στοιχεί σε απαίτηση έναντι του εκδότη και:

α) είναι αποθηκευμένη σε ηλεκτρονικό υπόθεμα,

β) έχει εκδοθεί κατόπιν παραλαβής χρηματικού ποσού και

γ) γίνεται δεκτή ως μέσο πληρωμής από επιχειρήσεις άλλες, πέραν της εκδότριας.»

4.      Η παράγραφος 1 του άρθρου 3 του Ν. 2076/1992 αντι­καθίσταται ως εξής:

«1. Ο νόμος αυτός εφαρμόζεται σε όλα τα πιστωτικά ιδρύματα, με την επιφύλαξη των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου αυτού και των άρθρων 20α έως 20ζ.»

5.      Μετά το άρθρο 4 του Ν.2076/1992 προστίθεται άρ­θρο 4α ως εξής:

« Άρθρο 4α – Περιορισμοί σχετικά με την έκδοση ηλεκτρονικού χρήματος

1. Απαγορεύεται σε πρόσωπα ή επιχειρήσεις που δεν αποτελούν πιστωτικά ιδρύματα, κατά την έννοια του νό­μου αυτού, να εκδίδουν ηλεκτρονικό χρήμα. Η απαγό­ρευση αυτή δεν κωλύει την έκδοση ηλεκτρονικού χρήμα­τος από τις επιχειρήσεις που εξαιρούνται από διατάξεις του παρόντος νόμου, με βάση το άρθρο 20 στ.

2. Δεν επιτρέπεται η έκδοση ηλεκτρονικού χρήματος κατόπιν παραλαβής χρηματικού ποσού μικρότερου από την εκδοθείσα νομισματική αξία.

3. Η ανώτατη ικανότητα αποθήκευσης νομισματικής αξίας ανά ηλεκτρονικό υπόθεμα που τίθεται στη διάθεση των κομιστών για τη διενέργεια πληρωμών δεν μπορεί να υπερβαίνει τα τριακόσια ευρώ.

4. Τα εισπραττόμενα από τα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος ποσά πρέπει να ανταλλάσσονται άμεσα με ηλε­κτρονικό χρήμα. Η είσπραξη χρηματικών ποσών κατά τον τρόπο αυτόν δεν συνιστά αποδοχή καταθέσεων ή άλλων επιστρεπτέων κεφαλαίων.

5. Σε περίπτωση παραβίασης της απαγόρευσης της πρώτης παραγράφου του άρθρου αυτού επιβάλλονται οι κυρώσεις που προβλέπονται στην παράγραφο 3 του άρθρου 4.»

6.      Μετά το άρθρο 4α του Ν.2076/1992 προστίθεται άρ­θρο 4β ως εξής:

«Άρθρο 4β – Δυνατότητα εξαργύρωσης

1. Ο κομιστής ηλεκτρονικού χρήματος δικαιούται, κατά την περίοδο της ισχύος του, να ζητήσει από τον εκδότη την εξαργύρωση του στην ονομαστική αξία του σε κέρ­ματα και χαρτονομίσματα ή με μεταφορά σε τραπεζικό λογαριασμό χωρίς άλλα τέλη από τα απολύτως αναγκαία για την εκτέλεση της συγκεκριμένης πράξης.

2. Η σύμβαση μεταξύ του εκδότη και του κομιστή ορίζει σαφώς τους όρους εξαργύρωσης, συμπεριλαμβανομέ­νου του ελάχιστου ορίου εξαργύρωσης. Το όριο αυτό δεν μπορεί να υπερβαίνει τα δέκα ευρώ.»

7.      Το πρώτο εδάφιο της περίπτωσης α΄ της παραγρά­φου 1 του άρθρου 6 του Ν.2076/1992 αντικαθίσταται ως εξής:

«Υποβάλλουν σχετική αίτηση και, πριν από τη χορήγηση της άδειας της Τράπεζας της Ελλάδος, καταθέτουν το αρχικό κεφάλαιο σε μετρητά, όπως ορίζεται στα άρθρα 5 και 20α.»

8.      Η παράγραφος 1 του άρθρου 10 του Ν.2076/1992 αντικαθίσταται ως εξής:

«1. Πιστωτικό ίδρυμα, που ιδρύθηκε και λειτουργεί στην Ελλάδα, μπορεί να ιδρύσει υποκατάστημα σε άλλο κράτος - μέλος των Ε.Κ., εφόσον οι δραστηριότητες του υπο­καταστήματος περιλαμβάνονται στον κατάλογο του άρθρου 24 ή αφορούν την έκδοση ηλεκτρονικού χρήματος και καλύπτονται από την άδεια λειτουργίας του πιστωτι­κού ιδρύματος στην Ελλάδα, σύμφωνα με τη διαδικασία των παραγράφων 2 έως 6 του άρθρου αυτού.»

9.      Η παράγραφος 1 του άρθρου 11 του Ν.2076/1992 αντικαθίσταται ως εξής:

«1. Πιστωτικό ίδρυμα, που ιδρύθηκε και λειτουργεί σε άλλο Κράτος - Μέλος των Ε. Κ., μπορεί να ασκεί τις δρα­στηριότητες που προβλέπονται στο άρθρο 24 ή τη δρα­στηριότητα έκδοσης ηλεκτρονικού χρήματος μέσω υπο­κατάστήματος στην Ελλάδα, εφόσον οι δραστηριότητες του υποκαταστήματος αυτού καλύπτονται από την άδεια λει­τουργίας του πιστωτικού ιδρύματος στη χώρα καταγω­γής και υπό την απαραίτητη προϋπόθεση της ανακοίνω­σης στην Τράπεζα της Ελλάδος, από την αρμόδια αρχή του κράτους καταγωγής όλων των πληροφοριών, που αναφέρονται στις παραγράφους 2 και 4 του άρθρου 10, καθώς και αναλυτικών πληροφοριών ως προς το σύστημα εγγύησης καταθέσεων στη χώρα καταγωγής, εφόσον το σύστημα αυτό καλύπτει και τις καταθέσεις στο υποκατά­στημα στην Ελλάδα. Μέχρι την εναρμόνιση των σχετικών διατάξεων, η προϋπόθεση της ανακοίνωσης πληροφο­ριών ως προς το σύστημα εγγύησης ισχύει για τα ιδρύμα­τα ηλεκτρονικού χρήματος μόνο εφόσον υπάρχει σχετική κάλυψη στη χώρα καταγωγής τους.»

10.  Η παράγραφος 1 του άρθρου 13 του Ν.2076/1992 αντικαθίσταται ως εξής:

«1. Κάθε πιστωτικό ίδρυμα, που ιδρύθηκε και λειτουργεί στην Ελλάδα και επιθυμεί να παράσχει υπηρεσίες για πρώτη φορά σε άλλο Κράτος - Μέλος χωρίς να εγκατα­σταθεί σε αυτό, γνωστοποιεί στην Τράπεζα της Ελλάδος εκείνες από τις δραστηριότητες, που περιλαμβάνονται στο άρθρο 24 στις οποίες αφορούν οι παρεχόμενες υπη­ρεσίες ή τη δραστηριότητα έκδοσης ηλεκτρονικού χρή­ματος.»

11.  Η παράγραφος 3 του άρθρου 19 του Ν.2076/1992 αντικαθίσταται ως εξής:

«3. Με την επιφύλαξη των διατάξεων της παραγράφου 1, τα πιστωτικά ιδρύματα που εδρεύουν και λειτουργούν σε άλλα κράτη - μέλη των Ε. Κ. και ασκούν στην Ελλάδα δραστηριότητες του καταλόγου του άρθρου 24 ή τη δρα­στηριότητα της έκδοσης ηλεκτρονικού χρήματος, είτε μέ­σω υποκαταστημάτων είτε μέσω παροχής υπηρεσιών χω­ρίς εγκατάσταση, επιτρέπεται να ασκούν τις δραστηριό­τητες αυτές με τον ίδιο τρόπο που τις ασκούν στη χώρα καταγωγής τους, εφόσον δεν παραβιάζουν τις διατάξεις, οι οποίες στα πλαίσια της νομοθεσίας περί κεφαλαιαγο­ρών, κτηματικής πίστης και προστασίας του καταναλωτή, αποβλέπουν στην προστασία των επενδυτών και κατανα­λωτών τραπεζικών προϊόντων και υπηρεσιών, καθώς και άλλες διατάξεις που αποβλέπουν στην προστασία του συμφέροντος.»

ΑΡΘΡΟ 15 – Προσθήκη ειδικού κεφαλαίου για τα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος

 

Μετά το Κεφάλαιο Ε΄ του Ν.2076/1992 προστίθεται Κε­φάλαιο ΣΤ΄ ως εξής: Το Κεφάλαιο ΣΤ΄ αναριθμείται σε Κε­φάλαιο Ζ΄:

«ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΤ΄

ΕΙΔΙΚΕΣ ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΑ ΙΔΡΥΜΑΤΑ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΟΥ ΧΡΗΜΑΤΟΣ

Άρθρο 20α - Όροι και προϋποθέσεις ίδρυσης και λειτουργίας ιδρυμάτων ηλεκτρονικού χρήματος

1.      Τα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος επιτρέπεται να συσταθούν και να λειτουργούν μόνο με τη μορφή ανώνυ­μης εταιρείας.

2.      Για τη χορήγηση από την Τράπεζα της Ελλάδος άδει­ας λειτουργίας ιδρύματος ηλεκτρονικού χρήματος απαι­τείται η καταβολή σε μετρητά, αρχικού κεφαλαίου τουλά­χιστον τριών εκατομμυρίων ευρώ, το οποίο κατατίθεται στην Τράπεζα της Ελλάδος, σύμφωνα με τα αναφερόμε­να στο άρθρο 6.

3.      Το ύψος των ιδίων κεφαλαίων ιδρύματος ηλεκτρονι­κού χρήματος πρέπει, καθ΄ όλη τη διάρκεια λειτουργίας του, να μην είναι κατώτερο του εκάστοτε απαιτούμενου ελάχιστου αρχικού κεφαλαίου.

4.      Με την επιφύλαξη του ελάχιστου ορίου της παρα­γράφου 3:

α) τα ίδια κεφάλαια του ιδρύματος ηλεκτρονικού χρή­ματος πρέπει, ανά πάσα στιγμή, να μην υπολείπονται του μεγαλύτερου από τα ακόλουθα ποσά, που αντιστοιχούν σε ποσοστό 2% επί:

αα) του τρέχοντος υπολοίπου ή

ββ) του μέσου υπολοίπου των προηγούμενων έξι μηνών του συνόλου των χρηματοοικονομικών υποχρεώσεων που απορρέουν από το μη αποδοθέν υπόλοιπο του ηλε­κτρονικού χρήματος που το ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήμα­τος έχει εκδώσει,

β) τα ίδια κεφάλαια ενός ιδρύματος ηλεκτρονικού χρή­ματος που δεν έχει συμπληρώσει έξι μήνες λειτουργίας, συμπεριλαμβανομένης της ημέρας έναρξης λειτουργίας του, πρέπει να μην υπολείπονται του μεγαλύτερου από τα ακόλουθα ποσά, που αντιστοιχούν σε ποσοστό 2% επί:

αα) του εκάστοτε τρέχοντος υπολοίπου ή

ββ) του προβλεπόμενου για έξι μήνες υπολοίπου

του συνόλου των χρηματοοικονομικών υποχρεώσεων του ιδρύματος ηλεκτρονικού χρήματος από το μη αποδο­θέν υπόλοιπο του ηλεκτρονικού χρήματος που θα έχει εκ­δώσει.

Η εκτίμηση για το προβλεπόμενο για έξι μήνες ποσό, που αναφέρεται στην περίπτωση (ββ) της παραγράφου αυτής, τεκμηριώνεται από το πρόγραμμα επιχειρηματι­κής δραστηριότητας του ιδρύματος ηλεκτρονικού χρή­ματος, με την επιφύλαξη προσαρμογών του προγράμμα­τος ύστερα από αίτημα της Τράπεζας της Ελλάδος.

5.      Τα ελάχιστα όρια των παραγράφων 2 και 4 μπορούν να αναπροσαρμόζονται με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος. Σε κάθε περίπτωση, το ελάχιστο όριο του αρχι­κού κεφαλαίου δεν μπορεί να είναι μικρότερο του ενός εκατομμυρίου ευρώ.

Άρθρο 20β – Περιορισμοί στις δραστηριότητες ιδρυμάτων ηλεκτρονικού χρήματος

1.      Οι δραστηριότητες των ιδρυμάτων ηλεκτρονικού χρήματος περιορίζονται στην έκδοση ηλεκτρονικού χρή­ματος και:

α) στην παροχή υπηρεσιών, χρηματοπιστωτικών και μη, οι οποίες συνδέονται στενά με την έκδοση ηλεκτρονικού χρήματος, όπως η διαχείριση ηλεκτρονικού χρήματος, με τη διενέργεια λειτουργικών και άλλων βοηθητικών εργα­σιών που σχετίζονται με την έκδοση του, καθώς και η έκδοση και διαχείριση άλλων μέσων πληρωμής, με εξαίρε­ση οποιαδήποτε πιστοδοτική δραστηριότητα,

β) στην αποθήκευση στοιχείων στο ηλεκτρονικό υπόθε­μα εκ μέρους επιχειρήσεων ή φορέων του δημόσιου το­μέα.

2.      Απαγορεύεται στα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος να κατέχουν οποιοδήποτε ποσοστό συμμετοχής σε άλλες επιχειρήσεις, εκτός εάν αυτές διενεργούν λειτουργικές ή άλλες βοηθητικές εργασίες που σχετίζονται με το ηλε­κτρονικό χρήμα, το οποίο εκδίδεται ή διανέμεται από το συγκεκριμένο ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος. Με από­φαση της Τράπεζας της Ελλάδος μπορεί να καθορίζεται ότι, για την πραγματοποίηση κάθε ειδικής συμμετοχής στο μετοχικό κεφάλαιο των επιχειρήσεων αυτών, απαιτεί­ται προηγούμενη έγκρισή της.

Άρθρο 20γ - Περιορισμοί στις επενδύσεις ιδρυμάτων ηλεκτρονικού χρήματος

1.      Τα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος επενδύουν πο­σό τουλάχιστον ίσο με τις χρηματοοικονομικές υποχρεώ­σεις τους από το μη αποδοθέν υπόλοιπο του ηλεκτρονικού χρήματος που έχουν εκδώσει, αποκλειστικά στα ακό­λουθα στοιχεία:

α) στοιχεία ενεργητικού που σταθμίζονται με μηδενικό συντελεστή πιστωτικού κινδύνου, σύμφωνα με τις διατά­ξεις του έκτου κεφαλαίου, παρ. 1α, στοιχείο 1 έως και 4 της ΠΔ/ΤΕ 2054/18.3.1992 (ΦΕΚ 49 Α΄) και έχουν επαρκή ρευστότητα,

β) καταθέσεις όψεως σε πιστωτικά ιδρύματα της ζώνης Α, όπως ορίζονται με τις διατάξεις της παραγράφου 1 (β), του δεύτερου κεφαλαίου της ΠΔ/ΤΕ 2054/92, όπως ισχύ­ει,

γ) χρεωστικούς τίτλους, σύμφωνα με το άρθρο 2 παρά­γραφος 19 του Ν.2396/1996 (ΦΕΚ 73 Α΄). Οι τίτλοι πρέπει:

αα) να έχουν επαρκή ρευστότητα,

ββ) να μην περιλαμβάνονται στα στοιχεία της παραγρά­φου 1 (α)

γγ) να αναγνωρίζονται ως εγκεκριμένα στοιχεία, κατά την έννοια του άρθρου 2 παρ. 25 του Ν.2396/1996 και

δδ) να εκδίδονται από άλλες επιχειρήσεις εκτός από εκείνες οι οποίες κατέχουν ειδική συμμετοχή στο συγκε­κριμένο ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος ή οι οποίες συ­μπεριλαμβάνονται στους ενοποιημένους λογαριασμούς αυτών των επιχειρήσεων, σύμφωνα με την ισχύουσα νο­μοθεσία.

2.      Οι επενδύσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1β και 1γ δεν επιτρέπεται να υπερβαίνουν το εικοσαπλάσιο των ιδίων κεφαλαίων του ιδρύματος ηλεκτρονικού χρή­ματος και υπόκεινται σε περιορισμούς τουλάχιστον ισοδύναμους προς αυτούς που έχουν θεσπιστεί με τις διατάξεις της ΠΔ/ΤΕ 2246/1993 (ΦΕΚ 198 Α΄), για την εποπτεία και τον έλεγχο των μεγάλων χρηματοδοτικών ανοιγμάτων των πιστωτικών ιδρυμάτων.

3.      Για την κάλυψη των κινδύνων αγοράς από την έκδοση ηλεκτρονικού χρήματος και από τις επενδύσεις που ανα­φέρονται στην παράγραφο 1, τα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος επιτρέπεται να χρησιμοποιούν επαρκούς ρευ­στότητας στοιχεία εκτός ισολογισμού που σχετίζονται με επιτόκια ή με συναλλαγματικές ισοτιμίες είτε υπό μορφή χρηματοοικονομικών παραγώγων διαπραγματεύσιμων σε οργανωμένη αγορά, κατά την έννοια του άρθρου 2 πα­ράγραφος 14 του Ν.2396/1996, στην οποία υπόκεινται σε υποχρεώσεις καθημερινής τήρησης περιθωρίων, είτε υπό μορφή συμβάσεων επί τιμών συναλλάγματος με αρ­χική προθεσμία λήξεως μέχρι δεκατεσσάρων ημερολογιακών ημερών. Η χρησιμοποίηση παραγώγων μέσων του προηγούμενου εδαφίου επιτρέπεται υπό τον όρο ότι ο στόχος που επιδιώκεται και που, στο μέτρο του δυνατού, επιτυγχάνεται είναι η πλήρης εξάλειψη των κίνδυνων αγο­ράς.

4.      Η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να επιβάλλει περιο­ρισμούς στους κινδύνους αγοράς που τα ιδρύματα ηλε­κτρονικού χρήματος μπορούν να αναλαμβάνουν από τις επενδύσεις που πραγματοποιούν, σύμφωνα με την παρά­γραφο 1 του άρθρου αυτού.

5.      Για την εφαρμογή της παραγράφου 1 τα στοιχεία του ενεργητικού αποτιμώνται στη χαμηλότερη τιμή μεταξύ της τιμής κτήσεως ή της τρέχουσας τιμής αγοράς.

6.      Εάν η αξία του συνόλου των στοιχείων, που αναφέ­ρονται στην παράγραφο 1 του άρθρου αυτού, υπολειφθεί του ποσού των χρηματοοικονομικών υποχρεώσεων από το μη αποδοθέν υπόλοιπο του εκδοθέντος ηλεκτρο­νικού χρήματος, η Τράπεζα της Ελλάδος εξασφαλίζει ότι το ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος θα λάβει τα κατάλλη­λα μέτρα για την άμεση αποκατάσταση της απαιτούμενης σχέσης μεταξύ των μεγεθών αυτών. Για το σκοπό αυτόν, και μόνο προσωρινά, η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να επιτρέψει στο ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος να καλύψει τις χρηματοοικονομικές υποχρεώσεις του από το μη αποδοθέν υπόλοιπο του ηλεκτρονικού χρήματος που έχει εκδώσει, με άλλα στοιχεία εκτός από εκείνα που αναφέ­ρονται στην παράγραφο 1, μέχρι ποσού που δεν υπερ­βαίνει το χαμηλότερο από τα ακόλουθα ποσά:

α) ποσό ίσο με το 5% των πιο πάνω χρηματοοικονομικών υποχρεώσεων ή

β) το ποσό των ιδίων κεφαλαίων του.

Άρθρο 20δ - Κανόνες εσωτερικής διαχείρισης των ιδρυμάτων ηλεκτρονικού χρήματος

Τα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος υποχρεούνται να έχουν χρηστή και συνετή διαχείριση, καλή διοικητική ορ­γάνωση, πρόσφορες λογιστικές διαδικασίες και επαρκείς μηχανισμούς εσωτερικού ελέγχου, που να ανταποκρίνο­νται στους χρηματοοικονομικούς και μη χρηματοοικονο­μικούς κινδύνους στους οποίους είναι εκτεθειμένα, συ­μπεριλαμβανομένων του λειτουργικού κινδύνου, καθώς και των κινδύνων που συνδέονται με τη συνεργασία με οποιαδήποτε επιχείρηση που διενεργεί λειτουργικές ή άλλες βοηθητικές εργασίες σχετιζόμενες με τις επιχειρη­ματικές τους δραστηριότητες.

Άρθρο 20ε - Εξακρίβωση της τήρησης των υποχρεώσεων που επιβάλλονται ατά ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος

Η τήρηση των υποχρεώσεων του προηγούμενου άρ­θρου, καθώς και η τήρηση των εν γένει απαιτήσεων και πε­ριορισμών, που καθορίζονται σε σχέση με τη δραστηριό­τητα των ιδρυμάτων ηλεκτρονικού χρήματος αποτελεί αντικείμενο εποπτείας και ελέγχου από την Τράπεζα της Ελλάδος, με αποφάσεις της οποίας μπορούν να καθορί­ζονται τα στοιχεία και οι πληροφορίες που υποχρεούνται οποτεδήποτε να της παρέχουν τα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος, καθώς και οι λεπτομέρειες και η διαδικασία εξακρίβωσης της τήρησης των απαιτήσεων και σχετικών περιορισμών.

Άρθρο 20στ - Εξαιρέσεις

1.      Με την επιφύλαξη της διάταξης του άρθρου 55 πα­ράγραφος 21 του Καταστατικού της, η Τράπεζα της Ελ­λάδος μπορεί να εξαιρεί ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήμα­τος από την εφαρμογή διατάξεων του νόμου αυτού, εφό­σον πληρούται τουλάχιστον ένα από τα πιο κάτω κριτήρια:

α) Η δραστηριότητα έκδοσης ηλεκτρονικού χρήματος οδηγεί στην ανάληψη από τον εκδότη συνολικού ποσού χρηματοοικονομικών υποχρεώσεων από το μη αποδοθέν υπόλοιπο του ηλεκτρονικού χρήματος, το οποίο δεν υπερβαίνει κανονικά μεν τα τρία εκατομμύρια ευρώ, ου­δέποτε δε τα τέσσερα εκατομμύρια ευρώ.

β) Το ηλεκτρονικό χρήμα που εκδίδεται από το ίδρυμα γίνεται δεκτό ως μέσο πληρωμής μόνο από συνδεδεμένες επιχειρήσεις, κατά την έννοια του άρθρου 42ε, παράγρα­φος 5 του Κ.Ν.2190/1920, οι οποίες και διενεργούν λει­τουργικές ή άλλες βοηθητικές εργασίες σχετικές με το ηλεκτρονικό χρήμα, το οποίο εκδίδει ή διανέμει το ίδρυ­μα.

γ) Το ηλεκτρονικό χρήμα που εκδίδεται από το ίδρυμα γίνεται δεκτό ως μέσο πληρωμής μόνο από περιορισμένο αριθμό επιχειρήσεων, οι οποίες μπορούν να διακριθούν σαφώς λόγω:

αα) της εγκατάστασης τους σε περιορισμένη περιοχή ή

ββ) των στενών οικονομικών ή επιχειρηματικών τους σχέσεων με το ίδρυμα - εκδότη, όπως ύπαρξη κοινών μέ­σων προώθησης πωλήσεων ή διανομής.

2.      Τα υπό στοιχεία β΄ και γ΄ κριτήρια εξαίρεσης της προηγούμενης παραγράφου αναγνωρίζονται ως τέτοια, εφόσον η δραστηριότητα της έκδοσης ηλεκτρονικού χρήματος οδηγεί σε συνολικό ποσό χρηματοοικονομικών υποχρεώσεων από το μη αποδοθέν υπόλοιπο του ηλε­κτρονικού χρήματος, το οποίο δεν υπερβαίνει το ποσό των οκτώ εκατομμυρίων ευρώ. Η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να αναπροσαρμόζει τα όρια των κριτηρίων εξαί­ρεσης, τα οποία, πάντως, δεν είναι δυνατόν να υπερβαί­νουν, στην περίπτωση του υπό στοιχείο α΄ κριτηρίου, τα ποσά των πέντε και έξι εκατομμυρίων ευρώ, αντίστοιχα.

3.      Για τα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος που εξαι­ρούνται από διατάξεις του παρόντος νόμου, σύμφωνα με τις δύο πρώτες παραγράφους, ισχύουν τα ακόλουθα:

α) η ανώτατη ικανότητα αποθήκευσης ανά ηλεκτρονικό υπόθεμα που τίθεται στη διάθεση των κομιστών για τη διε­νέργεια πληρωμών δεν μπορεί να υπερβαίνει τα εκατόν πενήντα ευρώ,

β) υποχρεούνται να υποβάλλουν στην Τράπεζα της Ελλάδος, τουλάχιστον μία φορά το χρόνο και μέχρι τρεις μήνες από την περίοδο αναφοράς, έκθεση περί των δρα­στηριοτήτων τους, η οποία περιλαμβάνει το συνολικό πο­σό των συναφών με το ηλεκτρονικό χρήμα χρηματοοικο­νομικών υποχρεώσεων που υπέχουν, καθώς και άλλα στοιχεία που είναι δυνατόν να καθορίζονται με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος,

γ) δεν καλύπτονται από τις ρυθμίσεις αμοιβαίας ανα­γνώρισης που προβλέπονται στις διατάξεις του παρόντος νόμου.

Άρθρο 20 ζ – Συμπληρωματική εφαρμογή - διατάξεων

1.      Με την επιφύλαξη των διατάξεων των παραγράφων 2, 3 και 4, τα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος υπόκεινται, κατ΄ αναλογία, στις διατάξεις του νόμου αυτού για τα πι­στωτικά ιδρύματα.

2.      Οι διατάξεις των άρθρων 5, 9, 14, 15, 16, 23, 24 και 27 έως και 36 δεν εφαρμόζονται στα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος.

3.      Οι ρυθμίσεις για την αμοιβαία αναγνώριση που προ­βλέπονται στο Κεφάλαιο Γ’ του νόμου αυτού δεν εφαρμό­ζονται σε άλλες δραστηριότητες ιδρυμάτων ηλεκτρονι­κού χρήματος εκτός από την έκδοση ηλεκτρονικού χρή­ματος.

4.      Στα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος εφαρμόζονται μόνο οι αναφορές σε πιστωτικά ιδρύματα που περιλαμ­βάνονται:

α) στον Κ.Ν.2190/1920,

β) στο Ν.2331/1995 (ΦΕΚ 173 Α΄) και τη λοιπή εν γένει νομοθεσία περί πρόληψης και καταστολής της νομιμο­ποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες,

γ) στο Ν.2789/2000 (ΦΕΚ 21 Α΄),

δ) στα Π.Δ.267/1995 (ΦΕΚ 149 Α΄) και 33/2000 (ΦΕΚ 27 Α΄).»

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ

ΑΛΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

ΑΡΘΡΟ 16 – Διασυνοριακές πληρωμές σε ευρώ

 

Η παράγραφος 3 του άρθρου 4 του Π.Δ.96/1993 (ΦΕΚ 42 Α΄) αντικαθίσταται ως εξής:

«3. Για τις μεταφορές χρηματικών ποσών, σε ευρώ και σε άλλα νομίσματα, από κατοίκους Ελλάδας προς κατοί­κους άλλων Κρατών – Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τρίτων χωρών:

α) Απαιτείται η αναγραφή στη σχετική αίτηση του Αριθ­μού Φορολογικού Μητρώου για ποσό πέραν των δώδεκα χιλιάδων πεντακοσίων ευρώ ή του ισοτίμου του. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, ύστε­ρα από γνώμη της Τράπεζας της Ελλάδος, το ποσό αυτό μπορεί να αναπροσαρμόζεται.

β) Τα υποβαλλόμενα στοιχεία και πληροφορίες που απαιτούνται για λόγους διοικητικής ή στατιστικής ενημέ­ρωσης καθορίζονται με απόφαση της Τράπεζας της Ελ­λάδος.»

ΑΡΘΡΟ 17 – Προστασία των τραπεζογραμματίων ευρώ

 

Στο Ν.2948/2001 (ΦΕΚ 242 Α΄) μετά το άρθρο 6 προστί­θεται άρθρο 6Α ως εξής:

«Άρθρο 6Α - Πνευματική ιδιοκτησία επί των τραπεζογραμματίων ευρώ

1.      Το δικαίωμα της πνευματικής ιδιοκτησίας επί των τραπεζογραμματίων ευρώ, όπως αυτά καθορίζονται από τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις, ασκείται εντός της ελλη­νικής επικράτειας είτε από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τρά­πεζα, στην οποία ανήκει, είτε από την Τράπεζα της Ελλά­δος για λογαριασμό της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπε­ζας. Το δικαίωμα αυτό δεν υπόκειται σε κανένα χρονικό περιορισμό.

2.      Επιτρέπεται η αναπαραγωγή του όλου ή τμήματος τραπεζογραμματίου ευρώ υπό τους όρους που καθορί­ζονται με πράξη του αρμόδιου οργάνου της Τράπεζας της Ελλάδος, η οποία εκδίδεται σύμφωνα με την απόφαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ΕΚΤ/2003/4 από 20 Μαρτίου 2003 (OJ.L 78, 25 Μαρτίου 2003, σελ. 16 -19), όπως ισχύει κάθε φορά.»

ΑΡΘΡΟ 18 – Επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών διαμεσολάβησης στη μεταφορά κεφαλαίων

1.      Οι επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών διαμεσολάβη­σης στη μεταφορά κεφαλαίων λειτουργούν ως ανώνυμες εταιρείες κατόπιν αδείας της Τράπεζας της Ελλάδος.

Η Τράπεζα της Ελλάδος χορηγεί την άδεια λειτουργίας μετά από έλεγχο της καταλληλότητας των φορέων και των υπεύθυνων για τη λειτουργία της επιχείρησης προ­σώπων, της επάρκειας της εσωτερικής οργάνωσης, κα­θώς και της διασφάλισης της τήρησης των όρων διαφά­νειας των συναλλαγών εκ μέρους της επιχείρησης.

Για τη λειτουργία των ως άνω επιχειρήσεων απαιτείται η καταβολή ελάχιστου εταιρικού κεφαλαίου ποσού εκατόν πενήντα χιλιάδων ευρώ, το οποίο μπορεί να αναπροσαρ­μόζεται με πράξη του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλά­δος. Με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθορίζο­νται οι όροι και προϋποθέσεις λειτουργίας, ελέγχου και εποπτείας των επιχειρήσεων αυτών. Με όμοια απόφαση μπορεί να προβλέπεται η δυνατότητα τοποθέτησης του κεφαλαίου της επιχειρήσεως σε περιουσία και στοιχεία ευχερώς ρευστοποιήσιμα και η κατάθεση μέρους του κε­φαλαίου σε ειδικό δεσμευμένο λογαριασμό υπό μορφή εγγύησης προς κάλυψη των κυρώσεων που προβλέπο­νται στην παράγραφο 2.

Επιχειρήσεις που ασκούν ήδη τη δραστηριότητα αυτή υποχρεούνται να συμμορφωθούν προς τις ρυθμίσεις που προβλέπονται στην παρούσα παράγραφο μέσα σε προ­θεσμία που θα θέσει η Τράπεζα της Ελλάδος με απόφασή της.

2.      Η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί με απόφασή της να επιβάλλει κατά των επιχειρήσεων που ενεργούν κατά πα­ράβαση των διατάξεων του άρθρου αυτού, των κανονι­στικών και ατομικών πράξεων της Τράπεζας της Ελλάδος που εκδίδονται κατ΄ εφαρμογή του παρόντος και εν γένει της κείμενης νομοθεσίας, τις ακόλουθες διοικητικές κυ­ρώσεις:

α) διοικητικά πρόστιμα,

β) προσωρινή αναστολή λειτουργίας της επιχείρησης,

γ) ανάκληση της άδειας λειτουργίας.

Τα διοικητικά πρόστιμα μπορεί να ορίζονται: α) σε πο­σοστό μέχρι 30% επί της αξίας του αντικειμένου της πα­ράβασης ή β) σε εφάπαξ ποσό μέχρι εκατόν πενήντα χι­λιάδες (150.000) ευρώ και αποτελούν έσοδα του Δημοσί­ου.

3.      Οι κατά το άρθρο αυτό αρμοδιότητες της Τράπεζας της Ελλάδος ασκούνται με πράξεις του Διοικητή της ή των υπ΄ αυτού εξουσιοδοτημένων οργάνων.

4.      Η περίπτωση στ΄ του άρθρου 1 του Ν.2331/1995 αντι­καθίσταται ως εξής:

«στ. «Αρμόδια Αρχή»: Η Τράπεζα της Ελλάδος για τα πι­στωτικά ιδρύματα, τις εταιρίες χρηματοδοτικής μίσθω­σης, τις εταιρίες πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσε­ων τρίτων, τις εταιρίες επιχειρηματικού κεφαλαίου, τα ανταλλακτήρια συναλλάγματος και τις επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών διαμεσολάβησης στη μεταφορά κεφα­λαίων. Το Υπουργείο Ανάπτυξης για τις ασφαλιστικές εταιρείες και η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς για τους λοι­πούς χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς.»

ΑΡΘΡΟ 19 – Υποβολή στατιστικών στοιχείων

Στο άρθρο 41 του Ν. 2676/1999 (ΦΕΚ 1 Α΄) προστίθεται εδάφιο ως εξής:

«Σε περίπτωση παράβασης των κατά το άρθρο αυτό υποχρεώσεων, η Τράπεζα της Ελλάδος, με πράξη του Δι­οικητή ή εξουσιοδοτούμενου από αυτόν οργάνου, μπορεί να επιβάλλει κατά των μελών των οργάνων διοίκησης των υπόχρεων ασφαλιστικών φορέων χρηματικό πρόστιμο υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου ποσού μέχρι είκοσι χιλιά­δες ευρώ, το οποίο εισπράττεται κατά τις διατάξεις περί εισπράξεως δημοσίων εσόδων. Το όριο του προστίμου μπορεί να αναπροσαρμόζεται με πράξη του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος.»

ΑΡΘΡΟ 20 – Θέματα προσωπικού του Κ.ΕΠ.Ε.

Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομι­κών μπορεί να αναπροσαρμόζονται στα όρια που καθορί­ζονται από τα αρμόδια Κυβερνητικά Όργανα, κατά τον προσδιορισμό της οικονομικής πολιτικής, οι αποδοχές του Διοικητικού Προσωπικού, του Προσωπικού Επιστημονικής Υποστήριξης και του Νομικού Συμβούλου του Κ.ΕΠ.Ε. Η πρώτη απόφαση επιτρέπεται να έχει αναδρο­μική ισχύ από 1.7.2001.

ΑΡΘΡΟ 21 – Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα

1.      Η παράγραφος 3 του άρθρου 1 του Ν.2992/2002 (ΦΕΚ 54 Α΄) αντικαθίσταται ως εξής:

«3. Η εφαρμογή των Διεθνών Λογιστικών Προτύπων αφορά τις ετήσιες ατομικές και ενοποιημένες οικονομι­κές καταστάσεις που καταρτίζονται για τις διαχειριστικές χρήσεις που αρχίζουν μετά την 31.12.2002. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών μπορεί να δια­φοροποιηθεί ο χρόνος εφαρμογής των Δ.Λ.Π.. Κατ΄ εξαί­ρεση για την πρώτη εφαρμογή των Δ.Λ.Π. καταρτίζεται μόνον ισολογισμός με βάση τα Δ.Λ.Π., στον οποίο προ­σαρμόζονται σύμφωνα με τα υιοθετούμενα πρότυπα το ενεργητικό, το παθητικό και η καθαρή θέση των επιχειρή­σεων. Ο ισολογισμός αυτός καταχωρείται στο βιβλίο απο­γραφών και ισολογισμού που προβλέπεται από τις διατά­ξεις του άρθρου 27 του Π.Δ.186/1992. Οι εγγραφές προ­σαρμογής καταχωρούνται σε ιδιαίτερο ημερολόγιο. Μέχρι την ημερομηνία σύνταξης του ισολογισμού του προηγούμενου εδαφίου οι επιχειρήσεις τηρούν τα λογι­στικά βιβλία τους σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις και καταρτίζουν τις ετήσιες και περιοδικές οικονομικές κατα­στάσεις σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές. Οι περιοδικές λογιστικές καταστάσεις καταρτίζονται σύμφωνα με τα Δ.Λ.Π. από το πρώτο τρίμηνο που αρχίζει μετά την κατάρ­τιση του πρώτου ισολογισμού με βάση τα Δ.Λ.Π..»

2.      Στο άρθρο 1 του Ν.2992/2002 προστίθενται παρά­γραφοι 7, 8, 9 και 10 ως εξής:

«7. Οι ανώνυμες εταιρείες στις οποίες έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του άρθρου αυτού υπόκεινται και στις διατά­ξεις της ισχύουσας περί ανωνύμων εταιρειών νομοθε­σίας, εφόσον αυτές δεν έρχονται σε αντίθεση με τις δια­τάξεις του.

8. Η κατάσταση ταμειακών ροών και η κατάσταση μετα­βολών των Ιδίων Κεφαλαίων που συντάσσονται σύμφωνα με τα Δ.Λ.Π. καταχωρούνται στο Μητρώο Ανωνύμων Εται­ρειών σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 7β του Κ.Ν.2190/1920.

 

9. Τιμωρείται με φυλάκιση και με χρηματική ποινή του­λάχιστον τριακοσίων χιλιάδων (300.000) ευρώ ή με μία εκ των δύο τούτων ποινών:

α) Όποιος εκ προθέσεως παρέλειψε τη σύνταξη των οι­κονομικών καταστάσεων που υποχρεούται από το νόμο, σύμφωνα με τις διατάξεις των Δ.Λ.Π., μέσα στην υπό του καταστατικού προθεσμία.

β) Όποιος εν γνώσει του συνέταξε ή ενέκρινε ισολογι­σμό ενάντια στις διατάξεις των Δ.Λ.Π.

10. Όσον αφορά τα πιστωτικά ιδρύματα οι διατάξεις του παρόντος εφαρμόζονται μόνο σε αυτά που τηρούν υπο­χρεωτικά το Κλαδικό Λογιστικό Σχέδιο των Τραπεζών του Π.Δ.384/1992 (ΦΕΚ 210 Α΄).»

ΑΡΘΡΟ 22

1. Οι διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 58 του Ν.1943/1991 (ΦΕΚ 50 Α΄), με εξαίρεση το τελευταίο εδάφιο, εξακολουθούν να ισχύουν για τους υπαλλήλους που δεν υπάγονται στις διατάξεις του Υπαλληλικού Κώδικα (Ν.2683/1999) και τους υπαλλήλους των Ο.Τ.Α. Αποσπάσεις που έγιναν κατ΄ εφαρμογή του άρθρου 58 του Ν.1943/1991, μετά την ισχύ του Υπαλληλικού Κώδικα θεωρούνται νόμιμες.

ΑΡΘΡΟ 23

1.      Στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 16 του Ν.2860/2000 διαγράφονται οι λέξεις «της Επιτροπής Δημοσιονομικού Ελέγχου».

2.      Στο τρίτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 16 του Ν.2860/2000 προστίθενται οι λέξεις «της Επιτροπής Δημοσιονομικού Ελέγχου».

3.      Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 8 του άρθρου 17 του Ν.2860/2000 τροποποιείται ως εξής:

«Μετά το πέρας του ελέγχου η ελεγκτική ομάδα συ­ντάσσει έκθεση, την οποία παραδίδει στη Διεύθυνση Προ­γραμματισμού και Ελέγχων. Η Διεύθυνση Προγραμματι­σμού και Ελέγχων, αφού ελέγξει την πληρότητα της έκ­θεσης και τη θεωρήσει, εισηγείται σχετικώς στην Επιτροπή Δημοσιονομικού Ελέγχου για έγκριση.»

4.      Το τρίτο εδάφιο της παραγράφου 8 του άρθρου 17 του Ν.2860/2000 τροποποιείται ως εξής:

«Εάν προκύπτει θέμα επιβολής δημοσιονομικών διορ­θώσεων ή καταλογισμού, αναζητούνται τα ποσά σύμφω­να με τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις για τις δημοσιο­νομικές διορθώσεις και την ανάκτηση των παρανόμως ή αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών.»

5. Η παράγραφος 11 του άρθρου 17 του Ν.2860/2000 αντικαθίσταται ως εξής:

«11. Η Διεύθυνση Προγραμματισμού και Ελέγχων διαρ­θρώνεται στα κατωτέρω τμήματα:

-         Τμήμα Α΄ Προγραμματισμού και Ελέγχου Προγραμμά­των Ευρωπαϊκού Ταμείου Περιφερειακής Ανάπτυξης (Ε.Τ.Π.Α.).

-         Τμήμα Β΄ Προγραμματισμού και Ελέγχου Προγραμμά­των Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Προσανατολισμού και Εγγυήσεων (Ε.Γ.Τ.Π.Ε.) - Τμήμα Προσανατολισμού και του Χρηματοδοτικού Μέσου Προσανατολισμού Αλιεί­ας (Χ.Μ.Π.Α.).

-         Τμήμα Γ΄ Προγραμματισμού και Ελέγχου Προγραμμά­των Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Ταμείου (Ε.Κ.Τ.).

-         Τμήμα Δ΄ Προγραμματισμού και Ελέγχου Προγραμμά­των Ταμείου Συνοχής.

-         Τμήμα Ε΄ Προγραμματισμού και Ελέγχου Προγραμ­μάτων Κοινοτικών Πρωτοβουλιών και λοιπών χρηματοδο­τικών οργάνων.

-          

Η Διεύθυνση Μελετών και Αξιολόγησης διαρθρώνεται στα κατωτέρω τμήματα:

-         Τμήμα Α΄ Μελετών και Επεξεργασίας Στοιχείων και Εκ­θέσεων.

-         Τμήμα Β΄ Σύνταξης και Εφαρμογής Ελεγκτικών Προ­τύπων και Επικοινωνίας.

-         Τμήμα Γ΄ Αξιολόγησης και Πιστοποίησης Δαπανών.»

6.      Η παράγραφος 12 του άρθρου 17 του Ν.2860/2000 αντικαθίσταται ως εξής:

«12. Για τη στελέχωση των ανωτέρω Διευθύνσεων συνι­στώνται οι κατωτέρω οργανικές θέσεις προσωπικού στους υφιστάμενους κλάδους προσωπικού του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, καθώς και σε συνιστώμενους σε αυτό με το παρόν άρθρο κλάδους ΠΕ Μηχανικών, ΠΕ Γεωτεχνικών, ΠΕ Μεταφραστών και ΤΕ Τεχνολογικών Εφαρμογών, ως εξής:

α) Πενήντα επτά (57) θέσεις υπαλλήλων κλάδου ΠΕ Δη­μοσιονομικών, εκ των οποίων δύο (2) με βαθμό Διευθυντή και πενήντα πέντε (55) με βαθμό Δ΄ έως Α΄. Η πλήρωση των δεκαπέντε (15) από τις θέσεις αυτές γίνεται με υπαλλή­λους που κατέχουν τα αυξημένα τυπικά προσόντα του άρ­θρου 3 του Π.Δ.50/2001 και με την προβλεπόμενη από το άρθρο 19 του Ν.2190/1994 διαδικασία επιλογής.

β) Δέκα (10) θέσεις υπαλλήλων κλάδου ΠΕ Μηχανικών με βαθμό Δ΄ έως Α΄.

γ) Τρεις (3) θέσεις υπαλλήλων κλάδου ΠΕ Γεωτεχνικών με βαθμό Δ΄ έως Α΄.

δ) Τέσσερις (4) θέσεις υπαλλήλων κλάδου ΠΕ Πληρο­φορικής με βαθμό Δ΄ έως Α΄.

ε) Δύο (2) θέσεις υπαλλήλων κλάδου ΠΕ Μεταφραστών με βαθμό Δ΄ έως Α΄.

στ) Δύο (2) θέσεις υπαλλήλων κλάδου ΤΕ Τεχνολογικών Εφαρμογών με βαθμό Δ΄ έως Α΄.

ζ) Μία (1) θέση υπαλλήλου κλάδου ΤΕ Δημοσιονομικών με βαθμό Δ΄ έως Α΄.

η) Έξι (6) θέσεις υπαλλήλων κλάδου ΔΕ Δημοσιονομι­κών με βαθμό Δ΄ έως Α΄.

θ) Τέσσερις (4) θέσεις υπαλλήλων κλάδου ΔΕ Πληρο­φορικής - Χειριστών Η/Υ με βαθμό Δ΄ έως Α΄.

ι) Μία (1) θέση υπαλλήλου κλάδου ΔΕ5 Τεχνιτών με βαθ­μό Δ΄ έως Α΄.

κ) Δύο (2) θέσεις Ειδικού Επιστημονικού Προσωπικού με σχέση εργασίας ιδιωτικού δίκαιου αορίστου χρόνου και με προσόντα διορισμού τα οριζόμενα στο Π.Δ.50/2001. Οι αποδοχές του προσλαμβανόμενου στις θέ­σεις Ειδικού Επιστημονικού Προσωπικού καθορίζονται με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών.

Των ανωτέρω Διευθύνσεων προΐστανται υπάλληλοι του κλάδου ΠΕ Δημοσιονομικών και των Τμημάτων αυτών υπάλληλοι των κλάδων ΠΕ Δημοσιονομικών ή ΠΕ Μηχα­νικών ή ΠΕ Γεωτεχνικών ή ΠΕ Πληροφορικής.»

7.      Η παράγραφος 13 του άρθρου 17 του Ν.2860/2000 αντικαθίσταται ως εξής:

«13.α. Η στελέχωση των θέσεων των Διευθύνσεων μπο­ρεί να γίνεται και με υπαλλήλους που αποσπώνται ή μετα­τάσσονται ή μεταφέρονται από το Δημόσιο, τους Ο.Τ.Α, και τα Ν.Π.Δ.Δ. ή Ν.Π.Ι.Δ. του ευρύτερου δημόσιου τομέα, όπως αυτός οριοθετήθηκε από το Ν.1256/1982 (ΦΕΚ 65 Α΄), με κοινή απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οι­κονομικών και του κατά περίπτωση αρμόδιου Υπουργού, κατά παρέκκλιση των κειμένων διατάξεων.

β. Για τη μετάταξη απαιτείται οι υπάλληλοι να κατέχουν τα τυπικά προσόντα της θέσης στην οποία μετατάσσο­νται. Η μετάταξη γίνεται με κοινή απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών και του κατά περίπτωση οι­κείου Υπουργού, κατά παρέκκλιση των κειμένων διατάξεων, με την ίδια σχέση εργασίας. Για το προσωπικό με σχέ­ση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου που κα­τέχει τα τυπικά προσόντα που προβλέπονται στις ανωτέρω θέσεις μόνιμου προσωπικού, η μεταφορά γίνε­ται σε συνιστώμενες με τη σχετική πράξη αντίστοιχης εξειδίκευσης θέσεις ιδιωτικού δικαίου, με ταυτόχρονη δέ­σμευση μόνιμων θέσεων. Το εν λόγω προσωπικό διατηρεί το δικαίωμα επιλογής ασφαλιστικού καθεστώτος κύριας, επικουρικής ασφάλισης και πρόνοιας, καθώς και υγειονο­μικής περίθαλψης. Η αίτηση των ενδιαφερόμενων υπαλ­λήλων να μεταταγούν ή μεταφερθούν κατά τις διατάξεις της παραγράφου αυτής υποβάλλεται μέσα σε αποκλει­στική προθεσμία δύο (2) μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος.

γ. Ο χρόνος υπηρεσίας των κατά τα ανωτέρω μετατασ­σόμενων ή μεταφερόμενων υπαλλήλων, στους φορείς από τους οποίους προέρχονται, θεωρείται ως διανυθείς στην υπηρεσία που τοποθετούνται, για τη μισθολογική και βαθμολογική τους εξέλιξη.»

ΑΡΘΡΟ 24

Στην παράγραφο 2 του άρθρου 32 του Ν.3130/2003 (ΦΕΚ 76/Α΄) αντί των λέξεων «νομικών προσώπων» τίθε­νται οι λέξεις «νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ.)».

ΑΡΘΡΟ 25

Στο τέλος του εδαφίου β΄ της παραγράφου 2 του άρ­θρου 3 του Ν.3037/2002 οι λέξεις «του νόμου αυτού» αντι­καθίστανται από τις λέξεις «της κοινής υπουργικής από­φασης του άρθρου 7 του παρόντος».

ΑΡΘΡΟ 26

Οι διατάξεις των παραγράφων 1, 2 και 3 του άρθρου 28 του Ν.3016/2002 εφαρμόζονται και για τις ανέλεγκτες υποθέσεις χρήσεων που έκλεισαν με 31.12.1998 και πα­λαιότερα και για τις οποίες τηρήθηκαν βιβλία Γ΄ κατηγο­ρίας του Κ.Β.Σ..

ΑΡΘΡΟ 27 – Ισχύς

Η ισχύς του παρόντος νόμου αρχίζει από τη δημοσίευ­σή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Παραγγέλλομε τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφη­μερίδα της Κυβερνήσεως και την εκτέλεσή του ως νόμου του Κράτους.

       Εκτύπωση σελίδας
Πίσω Αρχή Aρχική σελίδα


ΓΡΑΦΕΙΑ: ΑΓ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ 1, ΜΑΡΟΥΣΙ, Τ.Κ. 151 22. ΤΗΛ. 210 3217721, 210 3310096, 210 3240557, FAX: 210 3216671