Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή :
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄
ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΛΟΓΙΣΤΙΚΗΣ ΤΥΠΟΠΟΙΗΣΗΣ ΚΑΙ ΕΛΕΓΧΩΝ
ΑΡΘΡΟ 1 – Σύσταση Επιτροπής Λογιστικής Τυποποίησης και Ελέγχων
1. Συνιστάται νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με την επωνυμία «Επιτροπή Λογιστικής Τυποποίησης και Ελέγχων» (Ε.Λ.Τ.Ε.) με έδρα την Αθήνα και σκοπό την ενίσχυση της διαφάνειας λειτουργίας των επιχειρήσεων με την εφαρμογή λογιστικής τυποποίησης και τη διασφάλιση της ποιότητας των λογιστικών ελέγχων.
2. Η Ε.Λ.Τ.Ε. εποπτεύεται από τον Υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών.
3. Η Ε.Λ.Τ.Ε. διοικείται από επταμελές Διοικητικό Συμβούλιο (Δ.Σ.), το οποίο αποτελείται από τον Πρόεδρο, δύο Αντιπροέδρους και τέσσερα μέλη και συγκροτείται με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών με όμοια απόφαση ορίζεται ως γραμματέας του Δ.Σ. υπάλληλος της Ε.Λ.Τ.Ε.
4. Ο Πρόεδρος επιλέγεται από πρόσωπα εγνωσμένου κύρους, ευρύτερης αποδοχής, με αποδεδειγμένη πείρα και επιστημονική κατάρτιση. Αντιπρόεδροι επιλέγονται πρόσωπα που διαθέτουν ευρεία επιστημονική κατάρτιση στη Λογιστική ή την ελεγκτική πρακτική, εκ των οποίων το ένα θα είναι μέλος του Οικονομικού Επιμελητηρίου Ελλάδος, που προτείνεται από αυτό.
5. Για το διορισμό του Προέδρου ακολουθείται η διαδικασία του άρθρου 49 Α΄ του Κανονισμού της Βουλής.
6. Τα υπόλοιπα μέλη του Δ.Σ. της Ε.Λ.Τ.Ε. είναι πρόσωπα που υποδεικνύονται από την Τράπεζα της Ελλάδος, την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, το Σύνδεσμο Ελληνικών Βιομηχανιών, το Σ.Ο.Ε.Λ., ανά ένα μέλος από κάθε φορέα.
7. Η θητεία του Διοικητικού Συμβουλίου της Ε.Λ.Τ.Ε. είναι τριετής.
8. Μέλη του Δ.Σ. δεν ορίζονται πρόσωπα για τα οποία συντρέχουν τα κωλύματα διορισμού που προβλέπονται στα άρθρα 8 και 9 του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του Ν.2683/1999 (ΦΕΚ 19 Α΄). Τα μέλη του Δ.Σ. εκπίπτουν αυτοδικαίως από την ιδιότητα τους, αν κατά τη διάρκεια της θητείας τους συντρέξει ένα από τα πιο πάνω κωλύματα.
9. Το Δ.Σ. της Ε.Λ.Τ.Ε. συγκαλείται από τον Πρόεδρο ή όταν απουσιάζει ή κωλύεται από έναν Αντιπρόεδρο. Συνεδριάζει τακτικώς τουλάχιστον μια φορά το μήνα και εκτάκτως όταν κρίνεται αναγκαίο από τον Πρόεδρο ή το ζητήσουν τέσσερα τουλάχιστον μέλη του. Για την απαρτία απαιτείται στα παρόντα μέλη να παρευρίσκεται ο Πρόεδρος ή ένας από τους Αντιπροέδρους.
10. Η Ε.Λ.Τ.Ε. εκπροσωπείται στις σχέσεις της με άλλες αρχές και τρίτους, καθώς και ενώπιον των δικαστηρίων από τον Πρόεδρο και σε περίπτωση απουσίας ή κωλύματος του από τον Αντιπρόεδρο που ορίζεται από το Δ.Σ.. Το Δ.Σ. επιτρέπεται να εξουσιοδοτεί άλλο μέλος του Δ.Σ. ή τρίτο να εκπροσωπήσει την Ε.Λ.Τ.Ε. σε συγκεκριμένη πράξη.
ΑΡΘΡΟ 2 – Αρμοδιότητες Ε.Λ.Τ.Ε.
Η Ε.Λ.Τ.Ε. έχει τις εξής αρμοδιότητες:
α) Εισηγείται στον Υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών θέματα Λογιστικής Τυποποίησης και Ελέγχων, Διεθνών Ελεγκτικών Προτύπων, Γενικού Λογιστικού Σχεδίου, Κλαδικών Λογιστικών Σχεδίων και Διεθνών Λογιστικών Προτύπων, καθώς και την εναρμόνιση τους με το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τα διεθνή πρότυπα.
β) Μεριμνά για τον έλεγχο της ποιότητας των υποχρεωτικών λογιστικών ελέγχων.
γ) Γνωμοδοτεί προς τον Υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών επί θεμάτων λογιστικής τυποποίησης, στα οποία συμπεριλαμβάνονται και οι λογαριασμοί του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης πρώτου και δεύτερου βαθμού και των φορέων του δημόσιου τομέα, όπως οριοθετείται από το Ν.1256/1982 (ΦΕΚ 65 Α΄).
δ) Ασκεί εποπτεία στο Σώμα Ορκωτών Ελεγκτών Λογιστών (Σ.Ο.Ε.Λ.), σχετικά με την τήρηση των κανόνων που διέπουν την άσκηση του λειτουργήματος των μελών του. Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται ύστερα από πρόταση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, καθορίζεται η έκταση, το περιεχόμενο και ο τρόπος της εποπτείας.
ε) Αξιολογεί τα πορίσματα του ελέγχου της διαχείρισης του Σ.Ο.Ε.Λ..
στ) Θεσπίζει ύστερα από εισήγηση του Σ.Ο.Ε.Λ. κανόνες δεοντολογίας για την άσκηση του έργου των ορκωτών ελεγκτών και των ελεγκτικών εταιρειών και ελέγχει την τήρηση των κανόνων αυτών.
ζ) Συνεργάζεται με την επιτροπή που προβλέπεται στο άρθρο 7 του Ν.2331/1995 (ΦΕΚ 173 Α΄) για την πρόληψη της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές ενέργειες από τις ελεγκτικές εταιρείες και τους ορκωτούς ελεγκτές – λογιστές.
ΑΡΘΡΟ 3 – Οργάνωση Ε.Λ.Τ.Ε. - Προσωπικό
1. Στην Ε.Λ.Τ.Ε. συνιστώνται:
α) Συμβούλιο Λογιστικής Τυποποίησης (Σ.ΛΟ.Τ.),
β) Συμβούλιο Ποιοτικού Ελέγχου (Σ.Π.Ε.) και
γ) Εκτελεστική Επιτροπή που αποτελείται από τον Πρόεδρο και τους δύο Αντιπροέδρους.
2. Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται με πρόταση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών ρυθμίζονται θέματα, που αφορούν στην οργάνωση της Ε.Λ.Τ.Ε., στη διάρθρωση και τη λειτουργία των υπηρεσιών της και των συλλογικών οργάνων που προβλέπονται στην προηγούμενη παράγραφο. Με όμοιο διάταγμα καθορίζεται επίσης ο αριθμός των θέσεων του διοικητικού προσωπικού και του ειδικού επιστημονικού προσωπικού με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου, η κατάταξή τους σε κατηγορίες, κλάδους και ειδικότητες αντίστοιχα, η διαβάθμιση και η κατανομή τους στις ανωτέρω υπηρεσίες, ο τρόπος και η διαδικασία κάλυψής τους, καθώς και κάθε άλλο σχετικό θέμα.
3. Μέχρι να καλυφθούν οι θέσεις που συνιστώνται σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο, η Ε.Λ.Τ.Ε. λειτουργεί και ασκεί τις αρμοδιότητές της με προσωπικό που διατίθεται σε αυτήν με απόσπαση από υπηρεσίες του Δημοσίου ή από φορείς του Δημόσιου Τομέα, όπως ορίζονται με τις διατάξεις του άρθρου 1 του Ν.1256/1982 και ύστερα από αίτηση των ενδιαφερομένων. Η απόσπαση γίνεται με απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και του αρμόδιου κατά περίπτωση Υπουργού, χωρίς γνωμοδότηση των οικείων υπηρεσιακών συμβουλίων όταν ο υπάλληλος αποσπάται από το Δημόσιο ή άλλου κατά περίπτωση οργάνου.
ΑΡΘΡΟ 4 – Συμβούλιο Λογιστικής Τυποποίησης
1. Το Σ.ΛΟ.Τ. είναι πενταμελές και αποτελείται από έναν Αντιπρόεδρο της Ε.Λ.Τ.Ε. ως Πρόεδρο και τέσσερις ειδικούς επιστήμονες, οι οποίοι είναι κάτοχοι διδακτορικού διπλώματος στο γνωστικό αντικείμενο της Λογιστικής και έχουν υψηλό επίπεδο θεωρητικής κατάρτισης στη λογιστική ή μακροχρόνια πείρα πρακτικής εφαρμογής της.
Τα μέλη του Σ.ΛΟ.Τ. ορίζονται με απόφαση του Δ.Σ. της Ε.Λ.Τ.Ε. για τριετή θητεία.
2. Το Σ.ΛΟ.Τ. γνωμοδοτεί σε θέματα λογιστικής τυποποίησης, τα οποία παραπέμπονται σε αυτό με απόφαση του Δ.Σ. της Ε.Λ.Τ.Ε. και σε προθεσμία που ορίζεται με αυτήν. Τα θέματα αυτά είναι ιδίως:
α) Η κατάρτιση, η αναθεώρηση ή η τροποποίηση του Γενικού Λογιστικού Σχεδίου και των Κλαδικών Λογιστικών Σχεδίων, με σκοπό την προσαρμογή τους στις εξελίξεις της επιστήμης και της πρακτικής.
β) Ο τρόπος, ο χρόνος και η διαδικασία της γενικής ή κατά στάδια υποχρεωτικής εφαρμογής των Διεθνών Λογιστικών Προτύπων από τις οικονομικές μονάδες ή από κατηγορίες αυτών.
γ) Η έκδοση οδηγιών σχετικά με την εφαρμογή του Γενικού Λογιστικού Σχεδίου, των Κλαδικών Λογιστικών Σχεδίων και των Διεθνών Λογιστικών Προτύπων.
3. Στα θέματα, που αναφέρονται στην περίπτωση α΄, της προηγούμενης παραγράφου το Σ.ΛΟ.Τ. γνωμοδοτεί αφού προηγηθεί μελέτη και εισήγηση του Οικονομικού Επιμελητηρίου της Ελλάδος. Η ανάθεση της μελέτης στο Οικονομικό Επιμελητήριο της Ελλάδος γίνεται με απόφαση του Δ.Σ. της Ε.Λ.Τ.Ε. και η σχετική εισήγηση υποβάλλεται σε αυτή μέσα σε εύλογη προθεσμία που τάσσεται με την ίδια απόφαση.
Αν η εισήγηση του Οικονομικού Επιμελητηρίου της Ελλάδος δεν υποβληθεί μέσα στην προθεσμία που τίθεται κατά περίπτωση, το Σ.ΛΟ.Τ. γνωμοδοτεί χωρίς την εισήγηση.
4. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, ύστερα από εισήγηση του Δ.Σ. της Ε.Λ.Τ.Ε., μπορεί να ανατίθεται, σε επιτροπές ή ομάδες εργασίας που συνιστώνται με όμοια απόφαση ή σε εμπειρογνώμονες ή συμβούλους η μελέτη και η επεξεργασία συγκεκριμένων θεμάτων λογιστικής τυποποίησης. Η εποπτεία του έργου των επιτροπών ή ομάδων εργασίας ασκείται από το Σ.ΛΟ.Τ.
5. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, ύστερα από εισήγηση του Δ.Σ. της Ε.Λ.Τ.Ε. καθορίζεται η αποζημίωση των προσώπων που αναφέρονται στην προηγούμενη παράγραφο σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις.
6. Από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού καταργείται το Εθνικό Συμβούλιο Λογιστικής (Ε.ΣΥ.Λ.) που έχει συσταθεί με το Ν.1819/1988 (ΦΕΚ 256 Α΄) και μεταφέρονται στο Σ.ΛΟ.Τ. θέματα που εκκρεμούν στο Ε.ΣΥ.Λ.
ΑΡΘΡΟ 5 – Συμβούλιο Ποιοτικού Ελέγχου
1. Το Συμβούλιο Ποιοτικού Ελέγχου (Σ.Π.Ε.) είναι επταμελές και η θητεία του είναι τριετής.
Το Σ.Π.Ε. αποτελείται από:
α) έναν Αντιπρόεδρο της Ε.Λ.Τ.Ε. ως Πρόεδρο, που ορίζεται μαζί με τον αναπληρωτή του από το Δ.Σ. της Ε.Λ.Τ.Ε.,
β) ένα εν ενεργεία μέλος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, που υποδεικνύεται με τον αναπληρωτή του από το οικείο Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο, ή επίτιμο μέλος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, που ορίζεται μαζί με τον αναπληρωτή του από το Δ.Σ. της Ε.Λ.Τ.Ε.,
γ) ένα μέλος του Σ.Ο.Ε.Λ. που προτείνεται μαζί με τον αναπληρωτή του από το Δ.Σ. αυτού,
δ) ένα μέλος του Σ.ΛΟ.Τ. που προτείνεται μαζί με τον αναπληρωτή του από τον Πρόεδρό του,
ε) έναν εκπρόσωπο της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς που προτείνεται μαζί με τον αναπληρωτή του από τον Πρόεδρό της,
στ) έναν εκπρόσωπο της Τραπέζης της Ελλάδος που προτείνεται μαζί με τον αναπληρωτή του από τον Διοικητή της,
ζ) έναν Διευθυντή του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών, που ορίζεται μαζί με τον αναπληρωτή του από τον Υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών.
2. Το Σ.Π.Ε. είναι αρμόδιο για τον ποιοτικό έλεγχο των ελέγχων που διενεργούν σύμφωνα με το νόμο ορκωτοί ελεγκτές λογιστές, φυσικά πρόσωπα και ελεγκτικές εταιρείες, στις οικονομικές καταστάσεις των ανωνύμων εταιρειών και λοιπών νομικών προσώπων και αφορά τη συμμόρφωση προς τα ισχύοντα ελεγκτικά πρότυπα, τους κανόνες δεοντολογίας και τους κανόνες περί ασυμβίβαστου που ορίζονται στο άρθρο 12.
3. Ο ποιοτικός έλεγχος διενεργείται με μέριμνα του Σ.Π.Ε. από τρεις κατ΄ ανώτατο όριο Ορκωτούς Ελεγκτές Λογιστές μέλη του Σ.Ο.Ε.Λ., οι οποίοι επιλέγονται με κλήρωση από το σύνολο των μελών του. Στην κλήρωση δεν συμμετέχουν οι Ορκωτοί Ελεγκτές Λογιστές, που ανήκουν στην ελεγκτική εταιρεία, που διενήργησε τον εξεταζόμενο έλεγχο. Σε περίπτωση εξειδικευμένων ελέγχων επιτρέπεται ύστερα από απόφαση του Σ.Π.Ε. ο ορισμός ενός επιπλέον εξειδικευμένου ορκωτού ελεγκτή λογιστή.
4. Ο ποιοτικός έλεγχος διενεργείται ετησίως σε τυχαίο δείγμα επί ποσοστού τουλάχιστον δέκα επί τοις εκατό των εταιρειών των οποίων οι μετοχές είναι εισηγμένες στο Χ.Α.Α. και ένα επί τοις εκατό τουλάχιστον των εταιρειών των οποίων οι μετοχές δεν είναι εισηγμένες και αφορά στην τελευταία ελεγμένη χρήση.
Ποιοτικός έλεγχος μπορεί να διενεργηθεί και εκτός δείγματος, είτε κατόπιν παραγγελίας του Δ.Σ. της Ε.Λ.Τ.Ε. είτε κατόπιν σχετικού αιτήματος της Τράπεζας της Ελλάδος ή της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς.
5. Τα αποτελέσματα του ελέγχου κοινοποιούνται από την Ε.Λ.Τ.Ε. στην αρμόδια διεύθυνση του Υπουργείου Ανάπτυξης, και κατά περίπτωση στην Τράπεζα της Ελλάδος και στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. Στους ίδιους φορείς αντίστοιχα γνωστοποιούνται οι κυρώσεις που επιβάλλονται στους ελεγκτές και στις ελεγκτικές εταιρείες, για παραβάσεις που διαπιστώνονται από τους ποιοτικούς ελέγχους.
6. Με απόφαση του Δ.Σ. της Ε.Λ.Τ.Ε. καθορίζεται η δαπάνη για τη διενέργεια του ποιοτικού ελέγχου και βαρύνει την εταιρεία της οποίας εξήχθη το δείγμα της παραγράφου 4. Η δαπάνη βαρύνει την Ε.Λ.Τ.Ε. όταν η ίδια εταιρεία επιλεγεί για δεύτερη ή περισσότερες φορές στο δείγμα του ποιοτικού ελέγχου σε διάστημα πέντε ετών.
Αν ο έλεγχος διενεργείται κατόπιν παραγγελίας της Ε.Λ.Τ.Ε., εκτός δείγματος, ή ύστερα από αίτημα της Τράπεζας της Ελλάδος ή της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, το κόστος βαρύνει τους εν λόγω φορείς αντιστοίχως.
7. Με απόφαση του Δ.Σ. της Ε.Λ.Τ.Ε. ύστερα από εισήγηση του Εποπτικού Συμβουλίου του Σ.Ο.Ε.Λ. καθορίζεται το ειδικότερο περιεχόμενο και ο τρόπος άσκησης του ποιοτικού ελέγχου, καθώς και κάθε άλλο σχετικό θέμα. Η απόφαση αυτή του Δ.Σ. πρέπει να είναι συμβατή με την υπό κατάρτιση οδηγία της Ευρωπαϊκής Ένωσης μόλις αυτή ολοκληρωθεί. Η ανωτέρω απόφαση εκδίδεται και χωρίς εισήγηση αν παρέλθει άπρακτη η προθεσμία που έχει θέσει το Δ.Σ. της Ε.Λ.Τ.Ε. και η οποία δεν μπορεί να είναι μικρότερη του ενός μηνός.
ΑΡΘΡΟ 6 – Πειθαρχικό Συμβούλιο
1. Συνιστάται Πειθαρχικό Συμβούλιο, το οποίο είναι τριμελές, τριετούς θητείας, συγκροτείται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Δικαιοσύνης και αποτελείται:
α) Από έναν εν ενεργεία Σύμβουλο Επικρατείας, ως Πρόεδρο που υποδεικνύεται με τον αναπληρωτή του από το οικείο Δικαστικό Συμβούλιο ή Επίτιμο Σύμβουλο του Συμβουλίου της Επικρατείας που προτείνεται με τον αναπληρωτή του από το Δ.Σ. της Ε.Λ.Τ.Ε..
β) Ένα μέλος του Διδακτικού Ερευνητικού Προσωπικού Ανωτάτου Εκπαιδευτικού Ιδρύματος (Δ.Ε.Π. Α.Ε.Ι.) στο γνωστικό αντικείμενο της Λογιστικής, ή εμπειρογνώμονα στο ίδιο αντικείμενο που προτείνεται με τον αναπληρωτή του από το Δ.Σ. της Ε.Λ.Τ.Ε..
γ) Έναν ορκωτό ελεγκτή λογιστή που εκλέγεται με τον αναπληρωτή του από τη Γενική Συνέλευση του Σ.Ο.Ε.Λ.. Αν η Γενική Συνέλευση δεν προβεί στην εκλογή μέσα σε τριάντα ημέρες από την ημέρα που θα ειδοποιηθεί σχετικώς από την Ε.Λ.Τ.Ε., το τρίτο μέλος και ο αναπληρωτής του ορίζονται, προσωρινώς, μέχρις ότου πραγματοποιηθεί η εκλογή από τη Γενική Συνέλευση, από το Διοικητικό Συμβούλιο της Ε.Λ.Τ.Ε..
2. Η παραπομπή στο Πειθαρχικό Συμβούλιο γίνεται με απόφαση του Δ.Σ. της Ε.Λ.Τ.Ε. ή του Εποπτικού Συμβουλίου του Σ.Ο.Ε.Λ.. Το Πειθαρχικό Συμβούλιο, στις υποθέσεις που παραπέμπονται σ΄ αυτό, κρίνει κάθε παράβαση της ελεγκτικής νομοθεσίας και τήρησης των κανόνων δεοντολογίας από τα μέλη του Σ.Ο.Ε.Λ. και επιβάλλει τις κυρώσεις που προβλέπονται στην παράγραφο 4.
3. α) Το Πειθαρχικό Συμβούλιο ερευνά την υπόθεση σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται στο παράρτημα 2 του Π.Δ.226/1992 (ΦΕΚ 120 Α΄).
β) Οι πειθαρχικές ποινές που επιβάλλονται είναι:
αα) σύσταση,
ββ) επίπληξη,
γγ) πρόστιμο ύψους μέχρι 50.000 ευρώ,
δδ) προσωρινή αναστολή άσκησης του επαγγέλματος μέχρι ένα έτος,
εε) οριστική διαγραφή από τα μητρώα του Σ.Ο.Ε.Λ..
4. Αν διαπιστωθεί ότι στην παράβαση είχε συμμετοχή μέλος της διοίκησης της ελεγκτικής εταιρείας στην οποία ανήκει ο διενεργήσας τον έλεγχο ορκωτός ελεγκτής λογιστής, οι κυρώσεις που προβλέπονται στην προηγούμενη παράγραφο επιβάλλονται και κατά αυτής. Στην περίπτωση αυτή, το ανώτατο όριο του προστίμου που προβλέπεται στην περίπτωση γ΄ της προηγούμενης παραγράφου ορίζεται σε 1.000.000 ευρώ.
5. Κατά της πειθαρχικής απόφασης χωρεί προσφυγή ενώπιον των Διοικητικών Δικαστηρίων.
6. Τα πρόστιμα που επιβάλλονται κατ΄ εφαρμογή της παραγράφου 4 αποτελούν έσοδο του Δημοσίου.
ΑΡΘΡΟ 7 – Εκτελεστική Επιτροπή
Η Εκτελεστική Επιτροπή είναι αρμόδια για τη λήψη των μέτρων που απαιτούνται για την εκτέλεση των αποφάσεων του Δ.Σ. της Ε.Λ.Τ.Ε., το οποίο με απόφασή του μπορεί να της αναθέτει και άλλα ειδικά καθήκοντα.
ΑΡΘΡΟ 8 – Πόροι – Κατανομή αυτών – Αμοιβές
1. Οι πόροι της Ε.Λ.Τ.Ε. προέρχονται από εισφορά ποσοστού ένα επί τοις εκατό επί των αμοιβών που τιμολογούνται από τις εταιρείες ή κοινοπραξίες ελεγκτικών εταιρειών. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών καθορίζεται ο τρόπος και η διαδικασία απόδοσης της εισφοράς στην Ε.Λ.Τ.Ε.. Αν η εισφορά δεν επαρκεί για την κάλυψη των λειτουργικών εξόδων της η Ε.Λ.Τ.Ε. επιχορηγείται από τον Κρατικό Προϋπολογισμό.
2. Η περίπτωση α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 23 του Π.Δ.226/1992, αντικαθίσταται ως εξής:
«α) εισφορά 1,2% επί των αμοιβών που τιμολογούνται από τις εταιρείες ή κοινοπραξίες ελεγκτικών εταιρειών.»
3. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών καθορίζονται οι αμοιβές του Προέδρου, των Αντιπροέδρων, των μελών του Δ.Σ. της Ε.Λ.Τ.Ε. και των μελών του Σ.ΛΟ.Τ. και του Σ.Π.Ε., καθώς και του Πειθαρχικού Συμβουλίου.
ΑΡΘΡΟ 9 – Αποφάσεις Ε.Λ.Τ.Ε.
Οι κανονιστικού περιεχομένου αποφάσεις του Δ.Σ. της Ε.Λ.Τ.Ε. εγκρίνονται από τον Υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών και δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
ΑΡΘΡΟ 10 – Συνεργασία εποπτικών αρχών
Η Ε.Λ.Τ.Ε., η Τράπεζα της Ελλάδος, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και το Σώμα Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος συνεργάζονται για την αποτελεσματική άσκηση των αρμοδιοτήτων τους. Η καθεμία μπορεί να διαβιβάζει στις άλλες πληροφορίες ή στοιχεία που είναι χρήσιμα για το έργο τους. Υπογράφουν πρωτόκολλα συνεργασίας, στα πλαίσια της οποίας καταρτίζουν κοινές ομάδες εργασίας για την εξέταση θεμάτων κοινού ενδιαφέροντος.
ΑΡΘΡΟ 11 – Υπηρεσιακές υποχρεώσεις
1. Κάθε πρόσωπο που απασχολείται ή απασχολήθηκε στην Ε.Λ.Τ.Ε. και οι εντεταλμένοι από αυτή ελεγκτές ή εμπειρογνώμονες υποχρεούνται να μην γνωστοποιούν σε άλλον πληροφορίες ή στοιχεία που περιήλθαν σε γνώση τους κατά την άσκηση των καθηκόντων τους.
2. Η υποχρέωση αυτή δεν ισχύει:
α) Για τις συνεργασίες στις περιπτώσεις που προβλέπονται στο προηγούμενο άρθρο.
β) Για τη γνωστοποίηση από την Ε.Λ.Τ.Ε. στις αρμόδιες εισαγγελικές και δικαστικές αρχές αξιόποινων πράξεων.
γ) Για την πληροφόρηση των υπηρεσιών του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών, που είναι αρμόδιες για την εποπτεία της Ε.Λ.Τ.Ε.. Οι διατάξεις των παραγράφων 1- 2 ισχύουν και για τους υπαλλήλους των υπηρεσιών αυτών.
3. Η τήρηση των υποχρεώσεων της παρ. 1 βαρύνει και τα πρόσωπα που λαμβάνουν γνώση στοιχείων ή πληροφοριών στα πλαίσια της συνεργασίας που προβλέπεται στο άρθρο 10.
4. Η παράβαση των υποχρεώσεων που προβλέπονται στο άρθρο αυτό διώκονται και τιμωρούνται, κατά τις διατάξεις του άρθρου 371 του Ποινικού Κώδικα.
ΑΡΘΡΟ 12 – Ασυμβίβαστα – Περιορισμοί
3. Δεν επιτρέπεται η πρόσληψη ορκωτού ελεγκτή - λογιστή ως συμβούλου ή υπαλλήλου σε εταιρεία που ελέγχθηκε από αυτόν κατά την τελευταία διετία πριν από την πρόσληψή του. Η απαγόρευση αίρεται εάν προηγηθεί και ολοκληρωθεί ποιοτικός έλεγχος, χωρίς επιβαρυντικό αποτέλεσμα για αυτόν που πρόκειται να προσληφθεί. Η δαπάνη βαρύνει την εταιρεία που προσλαμβάνει.
4. Απαγορεύεται η ανάθεση ελέγχου στις επιχειρήσεις της παραγράφου 3 σε ορκωτό ελεγκτή - λογιστή ή ελεγκτική εταιρεία εφόσον παρείχαν τις υπηρεσίες που προβλέπονται στην παράγραφο 3 κατά την προηγούμενη του ελέγχου, διετία.
5. Δεν επιτρέπεται σε ελεγκτική εταιρεία, στην οποία ανήκει ο ορκωτός ελεγκτής που διενεργεί έλεγχο σε επιχειρήσεις, των οποίων οι μετοχές είναι εισηγμένες στο Χ.Α.Α, ή σε θυγατρικές εταιρείες αυτών, η παροχή οποιασδήποτε υπηρεσίας ή η δημιουργία οποιασδήποτε σχέσης με τις επιχειρήσεις αυτές από την οποία προξενείτε αμοιβαιότητα συμφερόντων, όπως:
α. εκπροσώπηση της επιχείρησης προς τρίτους ή αρχές,
β. συμμετοχή στη διοίκηση της εταιρείας,
γ. συμμετοχή σε εταιρείες, κοινοπραξίες, εργολαβίες, υπεργολαβίες ή άλλο σχήμα κοινών συμφερόντων με την επιχείρηση,
δ. προώθηση προϊόντων της επιχείρησης,
ε. τήρηση λογιστικών βιβλίων,
στ. λογιστικές υπηρεσίες,
ζ. εκπροσώπηση προς φορολογικές ή δικαστικές αρχές,
η. υπηρεσίες ή εργασίες εσωτερικού ελεγκτή,
θ. εκπόνηση μελετών, αναλογιστικών μελετών, αποτιμήσεων ή εκτιμήσεων, τα αποτελέσματα των οποίων εισάγονται κατ΄ ευθείαν στα λογιστικά βιβλία της εταιρείας ως εγγραφές ή ενσωματώνονται στις λογιστικές καταστάσεις,
ι. ανάπτυξη ή παραμετροποίηση και συντήρηση λογισμικού,
ια. εξεύρεση στελεχών για θέσεις ευθύνης,
ιβ. κατάρτιση οργανωτικών μελετών και ανάπτυξη διαδικασιών, με εξαίρεση το τμήμα εσωτερικού ελέγχου,
ιγ. διαχείρηση προγραμμάτων και έργων,
ιδ. χρηματοοικονομικές προβλέψεις,
ιε. αποτιμήσεις εταιρειών, περιουσιακών στοιχείων και δικαιωμάτων για εισφορά, πώληση, εξαγορά ή συγχώνευση,
ιστ. υπηρεσίες διαμεσολάβησης σε εξαγορές, συγχωνεύσεις και πωλήσεις εταιρειών, περιουσιακών στοιχείων ή δικαιωμάτων,
ιζ. υπηρεσίες συμβούλου επενδύσεων,
ιη. υπηρεσίες εκκαθαριστού,
ιθ. υπηρεσίες εκτάκτου οικονομικού ελέγχου σε περίπτωση εισαγωγής της εταιρείας στο Χ.Α.Α..
6. Η ισχύς των παραγράφων 1, 2 και 3 αρχίζει μετά δύο έτη από την ημερομηνία δημοσίευσης του νόμου αυτού στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
ΑΡΘΡΟ 13 – Λοιπές διατάξεις
1. Η παράγραφος 3 του άρθρου 10 του Π.Δ.226/1992 αντικαθίσταται ως εξής:
«3. Στη βαθμίδα του Επίκουρου Ορκωτού Ελεγκτή διορίζεται ο Δόκιμος Ορκωτός Ελεγκτής, εφόσον έχει ασκήσει αποδεδειγμένα ελεγκτικό έργο επί διετία στη βαθμίδα του Δόκιμου και έχει επιτύχει στις εξετάσεις των θεμάτων της ενότητας Β΄, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 11.»
2. Η παράγραφος 1 του άρθρου 11 του Π.Δ.226/1992 αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Οι εξετάσεις διενεργούνται από πενταμελή εξεταστική Επιτροπή, η οποία συγκροτείται με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, ύστερα από εισήγηση του Δ.Σ. της Ε.Λ.Τ.Ε.. Αποτελείται από δύο μέλη Δ.Ε.Π. Α.Ε.Ι., το ένα των οποίων ορίζεται ως Πρόεδρος, στο γνωστικό πεδίο της λογιστικής ή της ελεγκτικής και από τρία μέλη του Σ.Ο.Ε.Λ.. Η εκπαίδευση των υποψήφιων ορκωτών ελεγκτών μπορεί να γίνει από το Σ.Ο.Ε.Λ., τις Ελεγκτικές Εταιρείες ή από άλλους φορείς οι οποίοι οργανώνουν ειδικά γι΄ αυτόν το σκοπό σεμινάρια. Η διενέργεια των εξετάσεων, η σύσταση και λειτουργία της Εξεταστικής Επιτροπής και κάθε άλλη σχετική λεπτομέρεια καθορίζονται με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών.»
3. Στην παράγραφο 5 του άρθρου 11 του Π.Δ.226/1992, και πριν το τελευταίο εδάφιό της, προστίθεται νέο εδάφιο, ως εξής:
«Κατ΄ εξαίρεση, και επιφυλασσομένων των λοιπών προϋποθέσεων περί διορισμού στις βαθμίδες του Δοκίμου Ορκωτού Ελεγκτή, του Επίκουρου Ορκωτού Ελεγκτή και του Ορκωτού Ελεγκτή, όσοι εκ των υποψηφίων επιθυμούν, μπορούν να συμμετάσχουν και στις εξετάσεις γνωστικών αντικειμένων επόμενων ενοτήτων, υπό την προϋπόθεση επιτυχούς δοκιμασίας σε όλα τα αντικείμενα της προηγούμενης ενότητας.»
4. Το πρώτο εδάφιο της περίπτωσης β΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 18 του Π.Δ.226/1992 αντικαθίσταται ως εξής:
«β. Η ανάθεση του τακτικού ελέγχου μιας οικονομικής μονάδας σε συγκεκριμένο Ορκωτό Ελεγκτή γίνεται για μια διαχειριστική χρήση και δεν μπορεί να επαναλαμβάνεται για περισσότερες από τέσσερις συνεχείς χρήσεις, στις οποίες συνυπολογίζονται οι χρήσεις για τις οποίες είχε ανατεθεί η διενέργεια τακτικού ελέγχου πριν την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού.»
5. Το άρθρο 20 του Π.Δ.226/1992 (ΦΕΚ 120 Α΄) καταργείται.
6. Η παράγραφος 1 του άρθρου 22 του Π.Δ.226/1992 αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«1. Ο ορκωτός ελεγκτής που επιθυμεί να διακόψει προσωρινά την άσκηση του επαγγέλματος του υποχρεούται να υποβάλει αίτηση προς το Εποπτικό Συμβούλιο, το οποίο του χορηγεί άδεια αναστολής ασκήσεως του επαγγέλματος και τον εγγράφει σε ειδική μερίδα στο Μητρώο.»
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄
ΑΝΑΛΗΨΗ, ΑΣΚΗΣΗ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΠΡΟΛΗΠΤΙΚΗ ΕΠΟΠΤΕΙΑ ΙΔΡΥΜΑΤΩΝ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΟΥΧΡΗΜΑΤΟΣ
ΑΡΘΡΟ 14 – Τροποποίηση διατάξεων του Ν. 2076/1992 (ΦΕΚ 130 Α΄)
1. Το άρθρο 1 του Ν.2076/1992 αντικαθίσταται ως εξής:
« Άρθρο 1
Με το νόμο αυτόν σκοπείτε η ενσωμάτωση στην ελληνική τραπεζική νομοθεσία των διατάξεων της 2000/12/ΕΚ Οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου «σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριότητας πιστωτικών ιδρυμάτων» (L 126/26.5.2000), των διατάξεων της 2000/46/ ΕΚ Οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου «για την ανάληψη, άσκηση και προληπτική εποπτεία δραστηριότητας ιδρύματος ηλεκτρονικού χρήματος» (L 275/27.10.2000).»
2. Η παράγραφος 1 του άρθρου 2 του Ν.2076/1992 αντικαθίσταται ως εξής:
« 1. Πιστωτικό ίδρυμα είναι:
α) επιχείρηση, η δραστηριότητα της οποίας συνίσταται στην αποδοχή καταθέσεων ή άλλων επιστρεπτέων κεφαλαίων από το κοινό και στη χορήγηση πιστώσεων για λογαριασμό της ή
β) ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος, κατά την έννοια της παραγράφου 16.»
3. Στο άρθρο 2 του Ν.2076/1992 προστίθενται παράγραφοι 16 και 17 ως εξής:
«16. Ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος: επιχείρηση, εκτός του πιστωτικού ιδρύματος της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού, η οποία εκδίδει μέσα πληρωμής υπό μορφή ηλεκτρονικού χρήματος.
17. Ηλεκτρονικό χρήμα: νομισματική αξία, η οποία αντιστοιχεί σε απαίτηση έναντι του εκδότη και:
α) είναι αποθηκευμένη σε ηλεκτρονικό υπόθεμα,
β) έχει εκδοθεί κατόπιν παραλαβής χρηματικού ποσού και
γ) γίνεται δεκτή ως μέσο πληρωμής από επιχειρήσεις άλλες, πέραν της εκδότριας.»
4. Η παράγραφος 1 του άρθρου 3 του Ν. 2076/1992 αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Ο νόμος αυτός εφαρμόζεται σε όλα τα πιστωτικά ιδρύματα, με την επιφύλαξη των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου αυτού και των άρθρων 20α έως 20ζ.»
5. Μετά το άρθρο 4 του Ν.2076/1992 προστίθεται άρθρο 4α ως εξής:
« Άρθρο 4α – Περιορισμοί σχετικά με την έκδοση ηλεκτρονικού χρήματος
1. Απαγορεύεται σε πρόσωπα ή επιχειρήσεις που δεν αποτελούν πιστωτικά ιδρύματα, κατά την έννοια του νόμου αυτού, να εκδίδουν ηλεκτρονικό χρήμα. Η απαγόρευση αυτή δεν κωλύει την έκδοση ηλεκτρονικού χρήματος από τις επιχειρήσεις που εξαιρούνται από διατάξεις του παρόντος νόμου, με βάση το άρθρο 20 στ.
2. Δεν επιτρέπεται η έκδοση ηλεκτρονικού χρήματος κατόπιν παραλαβής χρηματικού ποσού μικρότερου από την εκδοθείσα νομισματική αξία.
3. Η ανώτατη ικανότητα αποθήκευσης νομισματικής αξίας ανά ηλεκτρονικό υπόθεμα που τίθεται στη διάθεση των κομιστών για τη διενέργεια πληρωμών δεν μπορεί να υπερβαίνει τα τριακόσια ευρώ.
4. Τα εισπραττόμενα από τα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος ποσά πρέπει να ανταλλάσσονται άμεσα με ηλεκτρονικό χρήμα. Η είσπραξη χρηματικών ποσών κατά τον τρόπο αυτόν δεν συνιστά αποδοχή καταθέσεων ή άλλων επιστρεπτέων κεφαλαίων.
5. Σε περίπτωση παραβίασης της απαγόρευσης της πρώτης παραγράφου του άρθρου αυτού επιβάλλονται οι κυρώσεις που προβλέπονται στην παράγραφο 3 του άρθρου 4.»
6. Μετά το άρθρο 4α του Ν.2076/1992 προστίθεται άρθρο 4β ως εξής:
«Άρθρο 4β – Δυνατότητα εξαργύρωσης
1. Ο κομιστής ηλεκτρονικού χρήματος δικαιούται, κατά την περίοδο της ισχύος του, να ζητήσει από τον εκδότη την εξαργύρωση του στην ονομαστική αξία του σε κέρματα και χαρτονομίσματα ή με μεταφορά σε τραπεζικό λογαριασμό χωρίς άλλα τέλη από τα απολύτως αναγκαία για την εκτέλεση της συγκεκριμένης πράξης.
2. Η σύμβαση μεταξύ του εκδότη και του κομιστή ορίζει σαφώς τους όρους εξαργύρωσης, συμπεριλαμβανομένου του ελάχιστου ορίου εξαργύρωσης. Το όριο αυτό δεν μπορεί να υπερβαίνει τα δέκα ευρώ.»
7. Το πρώτο εδάφιο της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 6 του Ν.2076/1992 αντικαθίσταται ως εξής:
«Υποβάλλουν σχετική αίτηση και, πριν από τη χορήγηση της άδειας της Τράπεζας της Ελλάδος, καταθέτουν το αρχικό κεφάλαιο σε μετρητά, όπως ορίζεται στα άρθρα 5 και 20α.»
8. Η παράγραφος 1 του άρθρου 10 του Ν.2076/1992 αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Πιστωτικό ίδρυμα, που ιδρύθηκε και λειτουργεί στην Ελλάδα, μπορεί να ιδρύσει υποκατάστημα σε άλλο κράτος - μέλος των Ε.Κ., εφόσον οι δραστηριότητες του υποκαταστήματος περιλαμβάνονται στον κατάλογο του άρθρου 24 ή αφορούν την έκδοση ηλεκτρονικού χρήματος και καλύπτονται από την άδεια λειτουργίας του πιστωτικού ιδρύματος στην Ελλάδα, σύμφωνα με τη διαδικασία των παραγράφων 2 έως 6 του άρθρου αυτού.»
9. Η παράγραφος 1 του άρθρου 11 του Ν.2076/1992 αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Πιστωτικό ίδρυμα, που ιδρύθηκε και λειτουργεί σε άλλο Κράτος - Μέλος των Ε. Κ., μπορεί να ασκεί τις δραστηριότητες που προβλέπονται στο άρθρο 24 ή τη δραστηριότητα έκδοσης ηλεκτρονικού χρήματος μέσω υποκατάστήματος στην Ελλάδα, εφόσον οι δραστηριότητες του υποκαταστήματος αυτού καλύπτονται από την άδεια λειτουργίας του πιστωτικού ιδρύματος στη χώρα καταγωγής και υπό την απαραίτητη προϋπόθεση της ανακοίνωσης στην Τράπεζα της Ελλάδος, από την αρμόδια αρχή του κράτους καταγωγής όλων των πληροφοριών, που αναφέρονται στις παραγράφους 2 και 4 του άρθρου 10, καθώς και αναλυτικών πληροφοριών ως προς το σύστημα εγγύησης καταθέσεων στη χώρα καταγωγής, εφόσον το σύστημα αυτό καλύπτει και τις καταθέσεις στο υποκατάστημα στην Ελλάδα. Μέχρι την εναρμόνιση των σχετικών διατάξεων, η προϋπόθεση της ανακοίνωσης πληροφοριών ως προς το σύστημα εγγύησης ισχύει για τα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος μόνο εφόσον υπάρχει σχετική κάλυψη στη χώρα καταγωγής τους.»
10. Η παράγραφος 1 του άρθρου 13 του Ν.2076/1992 αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Κάθε πιστωτικό ίδρυμα, που ιδρύθηκε και λειτουργεί στην Ελλάδα και επιθυμεί να παράσχει υπηρεσίες για πρώτη φορά σε άλλο Κράτος - Μέλος χωρίς να εγκατασταθεί σε αυτό, γνωστοποιεί στην Τράπεζα της Ελλάδος εκείνες από τις δραστηριότητες, που περιλαμβάνονται στο άρθρο 24 στις οποίες αφορούν οι παρεχόμενες υπηρεσίες ή τη δραστηριότητα έκδοσης ηλεκτρονικού χρήματος.»
11. Η παράγραφος 3 του άρθρου 19 του Ν.2076/1992 αντικαθίσταται ως εξής:
«3. Με την επιφύλαξη των διατάξεων της παραγράφου 1, τα πιστωτικά ιδρύματα που εδρεύουν και λειτουργούν σε άλλα κράτη - μέλη των Ε. Κ. και ασκούν στην Ελλάδα δραστηριότητες του καταλόγου του άρθρου 24 ή τη δραστηριότητα της έκδοσης ηλεκτρονικού χρήματος, είτε μέσω υποκαταστημάτων είτε μέσω παροχής υπηρεσιών χωρίς εγκατάσταση, επιτρέπεται να ασκούν τις δραστηριότητες αυτές με τον ίδιο τρόπο που τις ασκούν στη χώρα καταγωγής τους, εφόσον δεν παραβιάζουν τις διατάξεις, οι οποίες στα πλαίσια της νομοθεσίας περί κεφαλαιαγορών, κτηματικής πίστης και προστασίας του καταναλωτή, αποβλέπουν στην προστασία των επενδυτών και καταναλωτών τραπεζικών προϊόντων και υπηρεσιών, καθώς και άλλες διατάξεις που αποβλέπουν στην προστασία του συμφέροντος.»
ΑΡΘΡΟ 15 – Προσθήκη ειδικού κεφαλαίου για τα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος
Μετά το Κεφάλαιο Ε΄ του Ν.2076/1992 προστίθεται Κεφάλαιο ΣΤ΄ ως εξής: Το Κεφάλαιο ΣΤ΄ αναριθμείται σε Κεφάλαιο Ζ΄:
«ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΤ΄
ΕΙΔΙΚΕΣ ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΑ ΙΔΡΥΜΑΤΑ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΟΥ ΧΡΗΜΑΤΟΣ
Άρθρο 20α - Όροι και προϋποθέσεις ίδρυσης και λειτουργίας ιδρυμάτων ηλεκτρονικού χρήματος
1. Τα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος επιτρέπεται να συσταθούν και να λειτουργούν μόνο με τη μορφή ανώνυμης εταιρείας.
2. Για τη χορήγηση από την Τράπεζα της Ελλάδος άδειας λειτουργίας ιδρύματος ηλεκτρονικού χρήματος απαιτείται η καταβολή σε μετρητά, αρχικού κεφαλαίου τουλάχιστον τριών εκατομμυρίων ευρώ, το οποίο κατατίθεται στην Τράπεζα της Ελλάδος, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στο άρθρο 6.
3. Το ύψος των ιδίων κεφαλαίων ιδρύματος ηλεκτρονικού χρήματος πρέπει, καθ΄ όλη τη διάρκεια λειτουργίας του, να μην είναι κατώτερο του εκάστοτε απαιτούμενου ελάχιστου αρχικού κεφαλαίου.
4. Με την επιφύλαξη του ελάχιστου ορίου της παραγράφου 3:
α) τα ίδια κεφάλαια του ιδρύματος ηλεκτρονικού χρήματος πρέπει, ανά πάσα στιγμή, να μην υπολείπονται του μεγαλύτερου από τα ακόλουθα ποσά, που αντιστοιχούν σε ποσοστό 2% επί:
αα) του τρέχοντος υπολοίπου ή
ββ) του μέσου υπολοίπου των προηγούμενων έξι μηνών του συνόλου των χρηματοοικονομικών υποχρεώσεων που απορρέουν από το μη αποδοθέν υπόλοιπο του ηλεκτρονικού χρήματος που το ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος έχει εκδώσει,
β) τα ίδια κεφάλαια ενός ιδρύματος ηλεκτρονικού χρήματος που δεν έχει συμπληρώσει έξι μήνες λειτουργίας, συμπεριλαμβανομένης της ημέρας έναρξης λειτουργίας του, πρέπει να μην υπολείπονται του μεγαλύτερου από τα ακόλουθα ποσά, που αντιστοιχούν σε ποσοστό 2% επί:
αα) του εκάστοτε τρέχοντος υπολοίπου ή
ββ) του προβλεπόμενου για έξι μήνες υπολοίπου
του συνόλου των χρηματοοικονομικών υποχρεώσεων του ιδρύματος ηλεκτρονικού χρήματος από το μη αποδοθέν υπόλοιπο του ηλεκτρονικού χρήματος που θα έχει εκδώσει.
Η εκτίμηση για το προβλεπόμενο για έξι μήνες ποσό, που αναφέρεται στην περίπτωση (ββ) της παραγράφου αυτής, τεκμηριώνεται από το πρόγραμμα επιχειρηματικής δραστηριότητας του ιδρύματος ηλεκτρονικού χρήματος, με την επιφύλαξη προσαρμογών του προγράμματος ύστερα από αίτημα της Τράπεζας της Ελλάδος.
5. Τα ελάχιστα όρια των παραγράφων 2 και 4 μπορούν να αναπροσαρμόζονται με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος. Σε κάθε περίπτωση, το ελάχιστο όριο του αρχικού κεφαλαίου δεν μπορεί να είναι μικρότερο του ενός εκατομμυρίου ευρώ.
Άρθρο 20β – Περιορισμοί στις δραστηριότητες ιδρυμάτων ηλεκτρονικού χρήματος
1. Οι δραστηριότητες των ιδρυμάτων ηλεκτρονικού χρήματος περιορίζονται στην έκδοση ηλεκτρονικού χρήματος και:
α) στην παροχή υπηρεσιών, χρηματοπιστωτικών και μη, οι οποίες συνδέονται στενά με την έκδοση ηλεκτρονικού χρήματος, όπως η διαχείριση ηλεκτρονικού χρήματος, με τη διενέργεια λειτουργικών και άλλων βοηθητικών εργασιών που σχετίζονται με την έκδοση του, καθώς και η έκδοση και διαχείριση άλλων μέσων πληρωμής, με εξαίρεση οποιαδήποτε πιστοδοτική δραστηριότητα,
β) στην αποθήκευση στοιχείων στο ηλεκτρονικό υπόθεμα εκ μέρους επιχειρήσεων ή φορέων του δημόσιου τομέα.
2. Απαγορεύεται στα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος να κατέχουν οποιοδήποτε ποσοστό συμμετοχής σε άλλες επιχειρήσεις, εκτός εάν αυτές διενεργούν λειτουργικές ή άλλες βοηθητικές εργασίες που σχετίζονται με το ηλεκτρονικό χρήμα, το οποίο εκδίδεται ή διανέμεται από το συγκεκριμένο ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος. Με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος μπορεί να καθορίζεται ότι, για την πραγματοποίηση κάθε ειδικής συμμετοχής στο μετοχικό κεφάλαιο των επιχειρήσεων αυτών, απαιτείται προηγούμενη έγκρισή της.
Άρθρο 20γ - Περιορισμοί στις επενδύσεις ιδρυμάτων ηλεκτρονικού χρήματος
1. Τα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος επενδύουν ποσό τουλάχιστον ίσο με τις χρηματοοικονομικές υποχρεώσεις τους από το μη αποδοθέν υπόλοιπο του ηλεκτρονικού χρήματος που έχουν εκδώσει, αποκλειστικά στα ακόλουθα στοιχεία:
α) στοιχεία ενεργητικού που σταθμίζονται με μηδενικό συντελεστή πιστωτικού κινδύνου, σύμφωνα με τις διατάξεις του έκτου κεφαλαίου, παρ. 1α, στοιχείο 1 έως και 4 της ΠΔ/ΤΕ 2054/18.3.1992 (ΦΕΚ 49 Α΄) και έχουν επαρκή ρευστότητα,
β) καταθέσεις όψεως σε πιστωτικά ιδρύματα της ζώνης Α, όπως ορίζονται με τις διατάξεις της παραγράφου 1 (β), του δεύτερου κεφαλαίου της ΠΔ/ΤΕ 2054/92, όπως ισχύει,
γ) χρεωστικούς τίτλους, σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 19 του Ν.2396/1996 (ΦΕΚ 73 Α΄). Οι τίτλοι πρέπει:
αα) να έχουν επαρκή ρευστότητα,
ββ) να μην περιλαμβάνονται στα στοιχεία της παραγράφου 1 (α)
γγ) να αναγνωρίζονται ως εγκεκριμένα στοιχεία, κατά την έννοια του άρθρου 2 παρ. 25 του Ν.2396/1996 και
δδ) να εκδίδονται από άλλες επιχειρήσεις εκτός από εκείνες οι οποίες κατέχουν ειδική συμμετοχή στο συγκεκριμένο ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος ή οι οποίες συμπεριλαμβάνονται στους ενοποιημένους λογαριασμούς αυτών των επιχειρήσεων, σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία.
2. Οι επενδύσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1β και 1γ δεν επιτρέπεται να υπερβαίνουν το εικοσαπλάσιο των ιδίων κεφαλαίων του ιδρύματος ηλεκτρονικού χρήματος και υπόκεινται σε περιορισμούς τουλάχιστον ισοδύναμους προς αυτούς που έχουν θεσπιστεί με τις διατάξεις της ΠΔ/ΤΕ 2246/1993 (ΦΕΚ 198 Α΄), για την εποπτεία και τον έλεγχο των μεγάλων χρηματοδοτικών ανοιγμάτων των πιστωτικών ιδρυμάτων.
3. Για την κάλυψη των κινδύνων αγοράς από την έκδοση ηλεκτρονικού χρήματος και από τις επενδύσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1, τα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος επιτρέπεται να χρησιμοποιούν επαρκούς ρευστότητας στοιχεία εκτός ισολογισμού που σχετίζονται με επιτόκια ή με συναλλαγματικές ισοτιμίες είτε υπό μορφή χρηματοοικονομικών παραγώγων διαπραγματεύσιμων σε οργανωμένη αγορά, κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 14 του Ν.2396/1996, στην οποία υπόκεινται σε υποχρεώσεις καθημερινής τήρησης περιθωρίων, είτε υπό μορφή συμβάσεων επί τιμών συναλλάγματος με αρχική προθεσμία λήξεως μέχρι δεκατεσσάρων ημερολογιακών ημερών. Η χρησιμοποίηση παραγώγων μέσων του προηγούμενου εδαφίου επιτρέπεται υπό τον όρο ότι ο στόχος που επιδιώκεται και που, στο μέτρο του δυνατού, επιτυγχάνεται είναι η πλήρης εξάλειψη των κίνδυνων αγοράς.
4. Η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να επιβάλλει περιορισμούς στους κινδύνους αγοράς που τα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος μπορούν να αναλαμβάνουν από τις επενδύσεις που πραγματοποιούν, σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου αυτού.
5. Για την εφαρμογή της παραγράφου 1 τα στοιχεία του ενεργητικού αποτιμώνται στη χαμηλότερη τιμή μεταξύ της τιμής κτήσεως ή της τρέχουσας τιμής αγοράς.
6. Εάν η αξία του συνόλου των στοιχείων, που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του άρθρου αυτού, υπολειφθεί του ποσού των χρηματοοικονομικών υποχρεώσεων από το μη αποδοθέν υπόλοιπο του εκδοθέντος ηλεκτρονικού χρήματος, η Τράπεζα της Ελλάδος εξασφαλίζει ότι το ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος θα λάβει τα κατάλληλα μέτρα για την άμεση αποκατάσταση της απαιτούμενης σχέσης μεταξύ των μεγεθών αυτών. Για το σκοπό αυτόν, και μόνο προσωρινά, η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να επιτρέψει στο ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος να καλύψει τις χρηματοοικονομικές υποχρεώσεις του από το μη αποδοθέν υπόλοιπο του ηλεκτρονικού χρήματος που έχει εκδώσει, με άλλα στοιχεία εκτός από εκείνα που αναφέρονται στην παράγραφο 1, μέχρι ποσού που δεν υπερβαίνει το χαμηλότερο από τα ακόλουθα ποσά:
α) ποσό ίσο με το 5% των πιο πάνω χρηματοοικονομικών υποχρεώσεων ή
β) το ποσό των ιδίων κεφαλαίων του.
Άρθρο 20δ - Κανόνες εσωτερικής διαχείρισης των ιδρυμάτων ηλεκτρονικού χρήματος
Τα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος υποχρεούνται να έχουν χρηστή και συνετή διαχείριση, καλή διοικητική οργάνωση, πρόσφορες λογιστικές διαδικασίες και επαρκείς μηχανισμούς εσωτερικού ελέγχου, που να ανταποκρίνονται στους χρηματοοικονομικούς και μη χρηματοοικονομικούς κινδύνους στους οποίους είναι εκτεθειμένα, συμπεριλαμβανομένων του λειτουργικού κινδύνου, καθώς και των κινδύνων που συνδέονται με τη συνεργασία με οποιαδήποτε επιχείρηση που διενεργεί λειτουργικές ή άλλες βοηθητικές εργασίες σχετιζόμενες με τις επιχειρηματικές τους δραστηριότητες.
Άρθρο 20ε - Εξακρίβωση της τήρησης των υποχρεώσεων που επιβάλλονται ατά ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος
Η τήρηση των υποχρεώσεων του προηγούμενου άρθρου, καθώς και η τήρηση των εν γένει απαιτήσεων και περιορισμών, που καθορίζονται σε σχέση με τη δραστηριότητα των ιδρυμάτων ηλεκτρονικού χρήματος αποτελεί αντικείμενο εποπτείας και ελέγχου από την Τράπεζα της Ελλάδος, με αποφάσεις της οποίας μπορούν να καθορίζονται τα στοιχεία και οι πληροφορίες που υποχρεούνται οποτεδήποτε να της παρέχουν τα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος, καθώς και οι λεπτομέρειες και η διαδικασία εξακρίβωσης της τήρησης των απαιτήσεων και σχετικών περιορισμών.
Άρθρο 20στ - Εξαιρέσεις
1. Με την επιφύλαξη της διάταξης του άρθρου 55 παράγραφος 21 του Καταστατικού της, η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να εξαιρεί ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος από την εφαρμογή διατάξεων του νόμου αυτού, εφόσον πληρούται τουλάχιστον ένα από τα πιο κάτω κριτήρια:
α) Η δραστηριότητα έκδοσης ηλεκτρονικού χρήματος οδηγεί στην ανάληψη από τον εκδότη συνολικού ποσού χρηματοοικονομικών υποχρεώσεων από το μη αποδοθέν υπόλοιπο του ηλεκτρονικού χρήματος, το οποίο δεν υπερβαίνει κανονικά μεν τα τρία εκατομμύρια ευρώ, ουδέποτε δε τα τέσσερα εκατομμύρια ευρώ.
β) Το ηλεκτρονικό χρήμα που εκδίδεται από το ίδρυμα γίνεται δεκτό ως μέσο πληρωμής μόνο από συνδεδεμένες επιχειρήσεις, κατά την έννοια του άρθρου 42ε, παράγραφος 5 του Κ.Ν.2190/1920, οι οποίες και διενεργούν λειτουργικές ή άλλες βοηθητικές εργασίες σχετικές με το ηλεκτρονικό χρήμα, το οποίο εκδίδει ή διανέμει το ίδρυμα.
γ) Το ηλεκτρονικό χρήμα που εκδίδεται από το ίδρυμα γίνεται δεκτό ως μέσο πληρωμής μόνο από περιορισμένο αριθμό επιχειρήσεων, οι οποίες μπορούν να διακριθούν σαφώς λόγω:
αα) της εγκατάστασης τους σε περιορισμένη περιοχή ή
ββ) των στενών οικονομικών ή επιχειρηματικών τους σχέσεων με το ίδρυμα - εκδότη, όπως ύπαρξη κοινών μέσων προώθησης πωλήσεων ή διανομής.
2. Τα υπό στοιχεία β΄ και γ΄ κριτήρια εξαίρεσης της προηγούμενης παραγράφου αναγνωρίζονται ως τέτοια, εφόσον η δραστηριότητα της έκδοσης ηλεκτρονικού χρήματος οδηγεί σε συνολικό ποσό χρηματοοικονομικών υποχρεώσεων από το μη αποδοθέν υπόλοιπο του ηλεκτρονικού χρήματος, το οποίο δεν υπερβαίνει το ποσό των οκτώ εκατομμυρίων ευρώ. Η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να αναπροσαρμόζει τα όρια των κριτηρίων εξαίρεσης, τα οποία, πάντως, δεν είναι δυνατόν να υπερβαίνουν, στην περίπτωση του υπό στοιχείο α΄ κριτηρίου, τα ποσά των πέντε και έξι εκατομμυρίων ευρώ, αντίστοιχα.
3. Για τα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος που εξαιρούνται από διατάξεις του παρόντος νόμου, σύμφωνα με τις δύο πρώτες παραγράφους, ισχύουν τα ακόλουθα:
α) η ανώτατη ικανότητα αποθήκευσης ανά ηλεκτρονικό υπόθεμα που τίθεται στη διάθεση των κομιστών για τη διενέργεια πληρωμών δεν μπορεί να υπερβαίνει τα εκατόν πενήντα ευρώ,
β) υποχρεούνται να υποβάλλουν στην Τράπεζα της Ελλάδος, τουλάχιστον μία φορά το χρόνο και μέχρι τρεις μήνες από την περίοδο αναφοράς, έκθεση περί των δραστηριοτήτων τους, η οποία περιλαμβάνει το συνολικό ποσό των συναφών με το ηλεκτρονικό χρήμα χρηματοοικονομικών υποχρεώσεων που υπέχουν, καθώς και άλλα στοιχεία που είναι δυνατόν να καθορίζονται με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος,
γ) δεν καλύπτονται από τις ρυθμίσεις αμοιβαίας αναγνώρισης που προβλέπονται στις διατάξεις του παρόντος νόμου.
Άρθρο 20 ζ – Συμπληρωματική εφαρμογή - διατάξεων
1. Με την επιφύλαξη των διατάξεων των παραγράφων 2, 3 και 4, τα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος υπόκεινται, κατ΄ αναλογία, στις διατάξεις του νόμου αυτού για τα πιστωτικά ιδρύματα.
2. Οι διατάξεις των άρθρων 5, 9, 14, 15, 16, 23, 24 και 27 έως και 36 δεν εφαρμόζονται στα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος.
3. Οι ρυθμίσεις για την αμοιβαία αναγνώριση που προβλέπονται στο Κεφάλαιο Γ’ του νόμου αυτού δεν εφαρμόζονται σε άλλες δραστηριότητες ιδρυμάτων ηλεκτρονικού χρήματος εκτός από την έκδοση ηλεκτρονικού χρήματος.
4. Στα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος εφαρμόζονται μόνο οι αναφορές σε πιστωτικά ιδρύματα που περιλαμβάνονται:
α) στον Κ.Ν.2190/1920,
β) στο Ν.2331/1995 (ΦΕΚ 173 Α΄) και τη λοιπή εν γένει νομοθεσία περί πρόληψης και καταστολής της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες,
γ) στο Ν.2789/2000 (ΦΕΚ 21 Α΄),
δ) στα Π.Δ.267/1995 (ΦΕΚ 149 Α΄) και 33/2000 (ΦΕΚ 27 Α΄).»
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ
ΑΛΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
ΑΡΘΡΟ 16 – Διασυνοριακές πληρωμές σε ευρώ
Η παράγραφος 3 του άρθρου 4 του Π.Δ.96/1993 (ΦΕΚ 42 Α΄) αντικαθίσταται ως εξής:
«3. Για τις μεταφορές χρηματικών ποσών, σε ευρώ και σε άλλα νομίσματα, από κατοίκους Ελλάδας προς κατοίκους άλλων Κρατών – Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τρίτων χωρών:
α) Απαιτείται η αναγραφή στη σχετική αίτηση του Αριθμού Φορολογικού Μητρώου για ποσό πέραν των δώδεκα χιλιάδων πεντακοσίων ευρώ ή του ισοτίμου του. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, ύστερα από γνώμη της Τράπεζας της Ελλάδος, το ποσό αυτό μπορεί να αναπροσαρμόζεται.
β) Τα υποβαλλόμενα στοιχεία και πληροφορίες που απαιτούνται για λόγους διοικητικής ή στατιστικής ενημέρωσης καθορίζονται με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος.»
ΑΡΘΡΟ 17 – Προστασία των τραπεζογραμματίων ευρώ
Στο Ν.2948/2001 (ΦΕΚ 242 Α΄) μετά το άρθρο 6 προστίθεται άρθρο 6Α ως εξής:
«Άρθρο 6Α - Πνευματική ιδιοκτησία επί των τραπεζογραμματίων ευρώ
1. Το δικαίωμα της πνευματικής ιδιοκτησίας επί των τραπεζογραμματίων ευρώ, όπως αυτά καθορίζονται από τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις, ασκείται εντός της ελληνικής επικράτειας είτε από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, στην οποία ανήκει, είτε από την Τράπεζα της Ελλάδος για λογαριασμό της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Το δικαίωμα αυτό δεν υπόκειται σε κανένα χρονικό περιορισμό.
2. Επιτρέπεται η αναπαραγωγή του όλου ή τμήματος τραπεζογραμματίου ευρώ υπό τους όρους που καθορίζονται με πράξη του αρμόδιου οργάνου της Τράπεζας της Ελλάδος, η οποία εκδίδεται σύμφωνα με την απόφαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ΕΚΤ/2003/4 από 20 Μαρτίου 2003 (OJ.L 78, 25 Μαρτίου 2003, σελ. 16 -19), όπως ισχύει κάθε φορά.»
ΑΡΘΡΟ 18 – Επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών διαμεσολάβησης στη μεταφορά κεφαλαίων
1. Οι επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών διαμεσολάβησης στη μεταφορά κεφαλαίων λειτουργούν ως ανώνυμες εταιρείες κατόπιν αδείας της Τράπεζας της Ελλάδος.
Η Τράπεζα της Ελλάδος χορηγεί την άδεια λειτουργίας μετά από έλεγχο της καταλληλότητας των φορέων και των υπεύθυνων για τη λειτουργία της επιχείρησης προσώπων, της επάρκειας της εσωτερικής οργάνωσης, καθώς και της διασφάλισης της τήρησης των όρων διαφάνειας των συναλλαγών εκ μέρους της επιχείρησης.
Για τη λειτουργία των ως άνω επιχειρήσεων απαιτείται η καταβολή ελάχιστου εταιρικού κεφαλαίου ποσού εκατόν πενήντα χιλιάδων ευρώ, το οποίο μπορεί να αναπροσαρμόζεται με πράξη του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος. Με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθορίζονται οι όροι και προϋποθέσεις λειτουργίας, ελέγχου και εποπτείας των επιχειρήσεων αυτών. Με όμοια απόφαση μπορεί να προβλέπεται η δυνατότητα τοποθέτησης του κεφαλαίου της επιχειρήσεως σε περιουσία και στοιχεία ευχερώς ρευστοποιήσιμα και η κατάθεση μέρους του κεφαλαίου σε ειδικό δεσμευμένο λογαριασμό υπό μορφή εγγύησης προς κάλυψη των κυρώσεων που προβλέπονται στην παράγραφο 2.
Επιχειρήσεις που ασκούν ήδη τη δραστηριότητα αυτή υποχρεούνται να συμμορφωθούν προς τις ρυθμίσεις που προβλέπονται στην παρούσα παράγραφο μέσα σε προθεσμία που θα θέσει η Τράπεζα της Ελλάδος με απόφασή της.
2. Η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί με απόφασή της να επιβάλλει κατά των επιχειρήσεων που ενεργούν κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου αυτού, των κανονιστικών και ατομικών πράξεων της Τράπεζας της Ελλάδος που εκδίδονται κατ΄ εφαρμογή του παρόντος και εν γένει της κείμενης νομοθεσίας, τις ακόλουθες διοικητικές κυρώσεις:
α) διοικητικά πρόστιμα,
β) προσωρινή αναστολή λειτουργίας της επιχείρησης,
γ) ανάκληση της άδειας λειτουργίας.
Τα διοικητικά πρόστιμα μπορεί να ορίζονται: α) σε ποσοστό μέχρι 30% επί της αξίας του αντικειμένου της παράβασης ή β) σε εφάπαξ ποσό μέχρι εκατόν πενήντα χιλιάδες (150.000) ευρώ και αποτελούν έσοδα του Δημοσίου.
3. Οι κατά το άρθρο αυτό αρμοδιότητες της Τράπεζας της Ελλάδος ασκούνται με πράξεις του Διοικητή της ή των υπ΄ αυτού εξουσιοδοτημένων οργάνων.
4. Η περίπτωση στ΄ του άρθρου 1 του Ν.2331/1995 αντικαθίσταται ως εξής:
«στ. «Αρμόδια Αρχή»: Η Τράπεζα της Ελλάδος για τα πιστωτικά ιδρύματα, τις εταιρίες χρηματοδοτικής μίσθωσης, τις εταιρίες πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων τρίτων, τις εταιρίες επιχειρηματικού κεφαλαίου, τα ανταλλακτήρια συναλλάγματος και τις επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών διαμεσολάβησης στη μεταφορά κεφαλαίων. Το Υπουργείο Ανάπτυξης για τις ασφαλιστικές εταιρείες και η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς για τους λοιπούς χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς.»
ΑΡΘΡΟ 19 – Υποβολή στατιστικών στοιχείων
Στο άρθρο 41 του Ν. 2676/1999 (ΦΕΚ 1 Α΄) προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«Σε περίπτωση παράβασης των κατά το άρθρο αυτό υποχρεώσεων, η Τράπεζα της Ελλάδος, με πράξη του Διοικητή ή εξουσιοδοτούμενου από αυτόν οργάνου, μπορεί να επιβάλλει κατά των μελών των οργάνων διοίκησης των υπόχρεων ασφαλιστικών φορέων χρηματικό πρόστιμο υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου ποσού μέχρι είκοσι χιλιάδες ευρώ, το οποίο εισπράττεται κατά τις διατάξεις περί εισπράξεως δημοσίων εσόδων. Το όριο του προστίμου μπορεί να αναπροσαρμόζεται με πράξη του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος.»
ΑΡΘΡΟ 20 – Θέματα προσωπικού του Κ.ΕΠ.Ε.
Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών μπορεί να αναπροσαρμόζονται στα όρια που καθορίζονται από τα αρμόδια Κυβερνητικά Όργανα, κατά τον προσδιορισμό της οικονομικής πολιτικής, οι αποδοχές του Διοικητικού Προσωπικού, του Προσωπικού Επιστημονικής Υποστήριξης και του Νομικού Συμβούλου του Κ.ΕΠ.Ε. Η πρώτη απόφαση επιτρέπεται να έχει αναδρομική ισχύ από 1.7.2001.
ΑΡΘΡΟ 21 – Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα
1. Η παράγραφος 3 του άρθρου 1 του Ν.2992/2002 (ΦΕΚ 54 Α΄) αντικαθίσταται ως εξής:
«3. Η εφαρμογή των Διεθνών Λογιστικών Προτύπων αφορά τις ετήσιες ατομικές και ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις που καταρτίζονται για τις διαχειριστικές χρήσεις που αρχίζουν μετά την 31.12.2002. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών μπορεί να διαφοροποιηθεί ο χρόνος εφαρμογής των Δ.Λ.Π.. Κατ΄ εξαίρεση για την πρώτη εφαρμογή των Δ.Λ.Π. καταρτίζεται μόνον ισολογισμός με βάση τα Δ.Λ.Π., στον οποίο προσαρμόζονται σύμφωνα με τα υιοθετούμενα πρότυπα το ενεργητικό, το παθητικό και η καθαρή θέση των επιχειρήσεων. Ο ισολογισμός αυτός καταχωρείται στο βιβλίο απογραφών και ισολογισμού που προβλέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 27 του Π.Δ.186/1992. Οι εγγραφές προσαρμογής καταχωρούνται σε ιδιαίτερο ημερολόγιο. Μέχρι την ημερομηνία σύνταξης του ισολογισμού του προηγούμενου εδαφίου οι επιχειρήσεις τηρούν τα λογιστικά βιβλία τους σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις και καταρτίζουν τις ετήσιες και περιοδικές οικονομικές καταστάσεις σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές. Οι περιοδικές λογιστικές καταστάσεις καταρτίζονται σύμφωνα με τα Δ.Λ.Π. από το πρώτο τρίμηνο που αρχίζει μετά την κατάρτιση του πρώτου ισολογισμού με βάση τα Δ.Λ.Π..»
2. Στο άρθρο 1 του Ν.2992/2002 προστίθενται παράγραφοι 7, 8, 9 και 10 ως εξής:
«7. Οι ανώνυμες εταιρείες στις οποίες έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του άρθρου αυτού υπόκεινται και στις διατάξεις της ισχύουσας περί ανωνύμων εταιρειών νομοθεσίας, εφόσον αυτές δεν έρχονται σε αντίθεση με τις διατάξεις του.
8. Η κατάσταση ταμειακών ροών και η κατάσταση μεταβολών των Ιδίων Κεφαλαίων που συντάσσονται σύμφωνα με τα Δ.Λ.Π. καταχωρούνται στο Μητρώο Ανωνύμων Εταιρειών σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 7β του Κ.Ν.2190/1920.
9. Τιμωρείται με φυλάκιση και με χρηματική ποινή τουλάχιστον τριακοσίων χιλιάδων (300.000) ευρώ ή με μία εκ των δύο τούτων ποινών:
α) Όποιος εκ προθέσεως παρέλειψε τη σύνταξη των οικονομικών καταστάσεων που υποχρεούται από το νόμο, σύμφωνα με τις διατάξεις των Δ.Λ.Π., μέσα στην υπό του καταστατικού προθεσμία.
β) Όποιος εν γνώσει του συνέταξε ή ενέκρινε ισολογισμό ενάντια στις διατάξεις των Δ.Λ.Π.
10. Όσον αφορά τα πιστωτικά ιδρύματα οι διατάξεις του παρόντος εφαρμόζονται μόνο σε αυτά που τηρούν υποχρεωτικά το Κλαδικό Λογιστικό Σχέδιο των Τραπεζών του Π.Δ.384/1992 (ΦΕΚ 210 Α΄).»
ΑΡΘΡΟ 22
1. Οι διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 58 του Ν.1943/1991 (ΦΕΚ 50 Α΄), με εξαίρεση το τελευταίο εδάφιο, εξακολουθούν να ισχύουν για τους υπαλλήλους που δεν υπάγονται στις διατάξεις του Υπαλληλικού Κώδικα (Ν.2683/1999) και τους υπαλλήλους των Ο.Τ.Α. Αποσπάσεις που έγιναν κατ΄ εφαρμογή του άρθρου 58 του Ν.1943/1991, μετά την ισχύ του Υπαλληλικού Κώδικα θεωρούνται νόμιμες.
ΑΡΘΡΟ 23
1. Στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 16 του Ν.2860/2000 διαγράφονται οι λέξεις «της Επιτροπής Δημοσιονομικού Ελέγχου».
2. Στο τρίτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 16 του Ν.2860/2000 προστίθενται οι λέξεις «της Επιτροπής Δημοσιονομικού Ελέγχου».
3. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 8 του άρθρου 17 του Ν.2860/2000 τροποποιείται ως εξής:
«Μετά το πέρας του ελέγχου η ελεγκτική ομάδα συντάσσει έκθεση, την οποία παραδίδει στη Διεύθυνση Προγραμματισμού και Ελέγχων. Η Διεύθυνση Προγραμματισμού και Ελέγχων, αφού ελέγξει την πληρότητα της έκθεσης και τη θεωρήσει, εισηγείται σχετικώς στην Επιτροπή Δημοσιονομικού Ελέγχου για έγκριση.»
4. Το τρίτο εδάφιο της παραγράφου 8 του άρθρου 17 του Ν.2860/2000 τροποποιείται ως εξής:
«Εάν προκύπτει θέμα επιβολής δημοσιονομικών διορθώσεων ή καταλογισμού, αναζητούνται τα ποσά σύμφωνα με τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις για τις δημοσιονομικές διορθώσεις και την ανάκτηση των παρανόμως ή αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών.»
5. Η παράγραφος 11 του άρθρου 17 του Ν.2860/2000 αντικαθίσταται ως εξής:
«11. Η Διεύθυνση Προγραμματισμού και Ελέγχων διαρθρώνεται στα κατωτέρω τμήματα:
- Τμήμα Α΄ Προγραμματισμού και Ελέγχου Προγραμμάτων Ευρωπαϊκού Ταμείου Περιφερειακής Ανάπτυξης (Ε.Τ.Π.Α.).
- Τμήμα Β΄ Προγραμματισμού και Ελέγχου Προγραμμάτων Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Προσανατολισμού και Εγγυήσεων (Ε.Γ.Τ.Π.Ε.) - Τμήμα Προσανατολισμού και του Χρηματοδοτικού Μέσου Προσανατολισμού Αλιείας (Χ.Μ.Π.Α.).
- Τμήμα Γ΄ Προγραμματισμού και Ελέγχου Προγραμμάτων Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Ταμείου (Ε.Κ.Τ.).
- Τμήμα Δ΄ Προγραμματισμού και Ελέγχου Προγραμμάτων Ταμείου Συνοχής.
- Τμήμα Ε΄ Προγραμματισμού και Ελέγχου Προγραμμάτων Κοινοτικών Πρωτοβουλιών και λοιπών χρηματοδοτικών οργάνων.
-
Η Διεύθυνση Μελετών και Αξιολόγησης διαρθρώνεται στα κατωτέρω τμήματα:
- Τμήμα Α΄ Μελετών και Επεξεργασίας Στοιχείων και Εκθέσεων.
- Τμήμα Β΄ Σύνταξης και Εφαρμογής Ελεγκτικών Προτύπων και Επικοινωνίας.
- Τμήμα Γ΄ Αξιολόγησης και Πιστοποίησης Δαπανών.»
6. Η παράγραφος 12 του άρθρου 17 του Ν.2860/2000 αντικαθίσταται ως εξής:
«12. Για τη στελέχωση των ανωτέρω Διευθύνσεων συνιστώνται οι κατωτέρω οργανικές θέσεις προσωπικού στους υφιστάμενους κλάδους προσωπικού του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, καθώς και σε συνιστώμενους σε αυτό με το παρόν άρθρο κλάδους ΠΕ Μηχανικών, ΠΕ Γεωτεχνικών, ΠΕ Μεταφραστών και ΤΕ Τεχνολογικών Εφαρμογών, ως εξής:
α) Πενήντα επτά (57) θέσεις υπαλλήλων κλάδου ΠΕ Δημοσιονομικών, εκ των οποίων δύο (2) με βαθμό Διευθυντή και πενήντα πέντε (55) με βαθμό Δ΄ έως Α΄. Η πλήρωση των δεκαπέντε (15) από τις θέσεις αυτές γίνεται με υπαλλήλους που κατέχουν τα αυξημένα τυπικά προσόντα του άρθρου 3 του Π.Δ.50/2001 και με την προβλεπόμενη από το άρθρο 19 του Ν.2190/1994 διαδικασία επιλογής.
β) Δέκα (10) θέσεις υπαλλήλων κλάδου ΠΕ Μηχανικών με βαθμό Δ΄ έως Α΄.
γ) Τρεις (3) θέσεις υπαλλήλων κλάδου ΠΕ Γεωτεχνικών με βαθμό Δ΄ έως Α΄.
δ) Τέσσερις (4) θέσεις υπαλλήλων κλάδου ΠΕ Πληροφορικής με βαθμό Δ΄ έως Α΄.
ε) Δύο (2) θέσεις υπαλλήλων κλάδου ΠΕ Μεταφραστών με βαθμό Δ΄ έως Α΄.
στ) Δύο (2) θέσεις υπαλλήλων κλάδου ΤΕ Τεχνολογικών Εφαρμογών με βαθμό Δ΄ έως Α΄.
ζ) Μία (1) θέση υπαλλήλου κλάδου ΤΕ Δημοσιονομικών με βαθμό Δ΄ έως Α΄.
η) Έξι (6) θέσεις υπαλλήλων κλάδου ΔΕ Δημοσιονομικών με βαθμό Δ΄ έως Α΄.
θ) Τέσσερις (4) θέσεις υπαλλήλων κλάδου ΔΕ Πληροφορικής - Χειριστών Η/Υ με βαθμό Δ΄ έως Α΄.
ι) Μία (1) θέση υπαλλήλου κλάδου ΔΕ5 Τεχνιτών με βαθμό Δ΄ έως Α΄.
κ) Δύο (2) θέσεις Ειδικού Επιστημονικού Προσωπικού με σχέση εργασίας ιδιωτικού δίκαιου αορίστου χρόνου και με προσόντα διορισμού τα οριζόμενα στο Π.Δ.50/2001. Οι αποδοχές του προσλαμβανόμενου στις θέσεις Ειδικού Επιστημονικού Προσωπικού καθορίζονται με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών.
Των ανωτέρω Διευθύνσεων προΐστανται υπάλληλοι του κλάδου ΠΕ Δημοσιονομικών και των Τμημάτων αυτών υπάλληλοι των κλάδων ΠΕ Δημοσιονομικών ή ΠΕ Μηχανικών ή ΠΕ Γεωτεχνικών ή ΠΕ Πληροφορικής.»
7. Η παράγραφος 13 του άρθρου 17 του Ν.2860/2000 αντικαθίσταται ως εξής:
«13.α. Η στελέχωση των θέσεων των Διευθύνσεων μπορεί να γίνεται και με υπαλλήλους που αποσπώνται ή μετατάσσονται ή μεταφέρονται από το Δημόσιο, τους Ο.Τ.Α, και τα Ν.Π.Δ.Δ. ή Ν.Π.Ι.Δ. του ευρύτερου δημόσιου τομέα, όπως αυτός οριοθετήθηκε από το Ν.1256/1982 (ΦΕΚ 65 Α΄), με κοινή απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών και του κατά περίπτωση αρμόδιου Υπουργού, κατά παρέκκλιση των κειμένων διατάξεων.
β. Για τη μετάταξη απαιτείται οι υπάλληλοι να κατέχουν τα τυπικά προσόντα της θέσης στην οποία μετατάσσονται. Η μετάταξη γίνεται με κοινή απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών και του κατά περίπτωση οικείου Υπουργού, κατά παρέκκλιση των κειμένων διατάξεων, με την ίδια σχέση εργασίας. Για το προσωπικό με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου που κατέχει τα τυπικά προσόντα που προβλέπονται στις ανωτέρω θέσεις μόνιμου προσωπικού, η μεταφορά γίνεται σε συνιστώμενες με τη σχετική πράξη αντίστοιχης εξειδίκευσης θέσεις ιδιωτικού δικαίου, με ταυτόχρονη δέσμευση μόνιμων θέσεων. Το εν λόγω προσωπικό διατηρεί το δικαίωμα επιλογής ασφαλιστικού καθεστώτος κύριας, επικουρικής ασφάλισης και πρόνοιας, καθώς και υγειονομικής περίθαλψης. Η αίτηση των ενδιαφερόμενων υπαλλήλων να μεταταγούν ή μεταφερθούν κατά τις διατάξεις της παραγράφου αυτής υποβάλλεται μέσα σε αποκλειστική προθεσμία δύο (2) μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος.
γ. Ο χρόνος υπηρεσίας των κατά τα ανωτέρω μετατασσόμενων ή μεταφερόμενων υπαλλήλων, στους φορείς από τους οποίους προέρχονται, θεωρείται ως διανυθείς στην υπηρεσία που τοποθετούνται, για τη μισθολογική και βαθμολογική τους εξέλιξη.»
ΑΡΘΡΟ 24
Στην παράγραφο 2 του άρθρου 32 του Ν.3130/2003 (ΦΕΚ 76/Α΄) αντί των λέξεων «νομικών προσώπων» τίθενται οι λέξεις «νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ.)».
ΑΡΘΡΟ 25
Στο τέλος του εδαφίου β΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 3 του Ν.3037/2002 οι λέξεις «του νόμου αυτού» αντικαθίστανται από τις λέξεις «της κοινής υπουργικής απόφασης του άρθρου 7 του παρόντος».
ΑΡΘΡΟ 26
Οι διατάξεις των παραγράφων 1, 2 και 3 του άρθρου 28 του Ν.3016/2002 εφαρμόζονται και για τις ανέλεγκτες υποθέσεις χρήσεων που έκλεισαν με 31.12.1998 και παλαιότερα και για τις οποίες τηρήθηκαν βιβλία Γ΄ κατηγορίας του Κ.Β.Σ..
ΑΡΘΡΟ 27 – Ισχύς
Η ισχύς του παρόντος νόμου αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Παραγγέλλομε τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και την εκτέλεσή του ως νόμου του Κράτους.