ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ - ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ
ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ
ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΤΕΥΧΟΣ ΠΡΩΤΟ Αρ. Φύλλου 115 15 Ιουλίου 2010
______________________________________________________
NOMOΣ ΥΠ’ ΑΡΙΘ. 3863
Νέο Ασφαλιστικό Σύστημα και συναφείς διατάξεις, ρυθμίσεις στις εργασιακές σχέσεις.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ
ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή:
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ
ΒΑΣΙΚΕΣ ΣΥΝΤΑΞΙΟΔΟΤΙΚΕΣ ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ
Άρθρο 1
Εγγυήσεις − Εννοιολογικοί προσδιορισμοί
1. Το Δημόσιο εγγυάται τη βιωσιμότητα του Ασφαλιστικού Συστήματος της χώρας με σκοπό τη διασφάλιση αξιοπρεπούς σύνταξης για κάθε δικαιούχο.
2. Βασική σύνταξη: Το ποσό της σύνταξης που δεν αναλογεί σε ασφαλιστικές εισφορές και χορηγείται μετά την 1-1-2015, υπό τις προϋποθέσεις που ορίζει ο νόμος αυτός.
3. Αναλογική σύνταξη: Το ποσό της σύνταξης που αναλογεί στο ύψος των ασφαλιστικών εισφορών για τα έτη ασφάλισης, από 1.1.2011 και εφεξής, κάθε ασφαλισμένου που θεμελιώνει δικαίωμα σύνταξης μετά την 1-1-2015 σε φορείς κύριας ασφάλισης ή το Δημόσιο. Το αναλογικό ποσό σύνταξης βαρύνει τους προϋπολογισμούς των ασφαλιστικών οργανισμών κύριας ασφάλισης ή το Δημόσιο για τους ασφαλισμένους του Δημοσίου.
4. Τα θέματα του νόμου αυτού που αναφέρονται στους τακτικούς υπαλλήλους και λειτουργούς του Δημοσίου, τους στρατιωτικούς και τους τακτικούς υπαλλήλους των Ν.Π.Δ.Δ., οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης α΄ και β΄ βαθμίδας θα ρυθμιστούν με ειδικό συνταξιοδοτικό νόμο των αρμόδιων Υπουργών.
Για τους υπαλλήλους της Βουλής τα θέματα του νόμου αυτού θα κανονιστούν από τον Κανονισμό της Βουλής.
Άρθρο 2
Βασική σύνταξη
1. Από 1.1.2015 και εφεξής καθιερώνεται βασική σύνταξη. Το ύψος της βασικής σύνταξης, για το έτος 2010, καθορίζεται στο ποσό των τριακοσίων εξήντα (360,00) ευρώ μηνιαίως, για 12 μήνες και αναπροσαρμόζεται σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρ. 11 του νόμου αυτού.
2. Την ανωτέρω βασική σύνταξη δικαιούνται:
Α. Οι ασφαλισμένοι των οργανισμών κύριας ασφάλισης, πλην ΟΓΑ, καθώς και οι τακτικοί υπάλληλοι και λειτουργοί του Δημοσίου, οι στρατιωτικοί και οι τακτικοί υπάλληλοι των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ.), οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης α΄ και β΄ βαθμίδας, ανεξαρτήτως χρόνου υπαγωγής στην ασφάλιση, που θεμελιώνουν συνταξιοδοτικό δικαίωμα από την 1.1.2015 και εφεξής.
Η βασική σύνταξη καταβάλλεται από την ημερομηνία συνταξιοδότησης από τον οικείο ασφαλιστικό φορέα ή το Δημόσιο. Στους ασφαλισμένους των οποίων η σύνταξη, σύμφωνα με το άρθρ. 4 του Κεφαλαίου αυτού, αποτελεί άθροισμα δύο τμημάτων, η βασική σύνταξη υπολογίζεται αναλογικά, με βάση τα έτη ασφάλισης από 1.1.2011 και εφεξής προς το συνολικό χρόνο ασφάλισης.
Το ποσό της βασικής σύνταξης μειώνεται για τους συνταξιούχους λόγω γήρατος κατά 1/35 για κάθε χρόνο που υπολείπεται των τριάντα πέντε (35) ετών διαμονής στην Ελλάδα, μεταξύ του 15ου και του 65ου έτους της ηλικίας. Το ποσό της βασικής σύνταξης μειώνεται στις περιπτώσεις θεμελίωσης συνταξιοδοτικού δικαιώματος σε μειωμένη σύνταξη λόγω γήρατος, σε μειωμένη σύνταξη λόγω αναπηρίας, καθώς και στην περίπτωση χορήγησης σύνταξης λόγω θανάτου. Η μείωση της βασικής σύνταξης προκειμένου για τους ασφαλισμένους που λαμβάνουν μειωμένη σύνταξη γήρατος, ανέρχεται σε 1/200 για κάθε μήνα που υπολείπεται για τη συμπλήρωση του ορίου ηλικίας πλήρους συνταξιοδότησης. Για τους συνταξιούχους που λαμβάνουν μειωμένη σύνταξη λόγω αναπηρίας με ποσοστό 67% έως και 79,99% χορηγείται το 75% της βασικής σύνταξης, και με ποσοστό από 50% έως και 66,99% χορηγείται το 50% αυτής. Οι μειώσεις αυτές δεν έχουν εφαρμογή σε όσους συνταξιοδοτούνται με τις διατάξεις του Ν. 612/1977 (ΦΕΚ Α΄ 164), καθώς και για τα πρόσωπα του τετάρτου εδαφίου της περ. α´ της παραγράφου 1 των άρθρων 1 και 26 του Π.Δ. 169/2007 (ΦΕΚ 210 Α΄).
Στις περιπτώσεις χορήγησης σύνταξης λόγω θανάτου, το ποσό της βασικής σύνταξης προσδιορίζεται για τον επιζώντα σύζυγο και κάθε συνδικαιούχο με βάση το δικαιούμενο, σύμφωνα με τη νομοθεσία κάθε φορέα ή σύμφωνα με τις γενικές διατάξεις, ποσοστό σύνταξης λόγω θανάτου.
Προκειμένου για τέκνα, η καταβολή του εν λόγω ποσοστού της βασικής σύνταξης λήγει με τη συμπλήρωση των ορίων ηλικίας που ορίζονται από τη νομοθεσία. Το καταβαλλόμενο σε αυτά ποσοστό, μετά τη διακοπή χορήγησής του, προστίθεται στο ποσοστό που χορηγείται στο δικαιούχο επιζώντα σύζυγο και έως το ποσοστό της δικαιούμενης σύνταξης. Εάν ο συνταξιούχος λόγω θανάτου λαμβάνει σύνταξη και από ίδιο δικαίωμα ή περισσότερες της μιας σύνταξης λόγω θανάτου, δικαιούται βασική σύνταξη για την εξ ιδίου δικαιώματος σύνταξη και για τη μεγαλύτερη από τις συντάξεις λόγω θανάτου. Εάν ο συνταξιούχος, λόγω θανάτου, σύζυγος εργάζεται ή απασχολείται δικαιούται βασική σύνταξη.
Σε περίπτωση επιμερισμού της εξ ιδίου δικαιώματος σύνταξης μεταξύ δικαιούχου και τέκνων, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 13 του νόμου αυτού, το ποσό της βασικής σύνταξης κατανέμεται κατά τα ίδια ποσοστά.
Προκειμένου για συνταξιούχους εξ ιδίου δικαιώματος με περισσότερες της μίας συντάξεις χορηγείται μία βασική σύνταξη. Στην περίπτωση συνταξιούχου ή δικαιούμενου μιας πλήρους σε ποσό και μιας μειωμένης κύριας σύνταξης, το ποσό της χορηγούμενης βασικής σύνταξης είναι πλήρες και καταβάλλεται από το φορέα που χορηγεί την πλήρη σύνταξη. Αρμόδιος φορέας καταβολής της βασικής σύνταξης, σε αυτή την κατηγορία συνταξιούχων, είναι ο απονέμων την αναλογική σύνταξη φορέας κύριας ασφάλισης ή το Δημόσιο.
Β. Οι ανασφάλιστοι και όσοι έχουν πραγματοποιήσει λιγότερες από 4.500 ημέρες ή 15 (δεκαπέντε) έτη ασφάλισης σε ασφαλιστικούς οργανισμούς κύριας ασφάλισης ή το Δημόσιο, εφόσον πληρούν αθροιστικά τα παρακάτω κριτήρια:
α) Έχουν συμπληρώσει το 65ο έτος της ηλικίας τους.
β) Το ατομικό και το οικογενειακό τους εισόδημα, από οποιαδήποτε πηγή, κατά το προηγούμενο οικονομικό έτος, δεν υπερβαίνουν το ποσό των πέντε χιλιάδων σαράντα (5.040) ευρώ και δέκα χιλιάδων ογδόντα (10.080) ευρώ αντίστοιχα. Τα ανωτέρω ποσά ανακαθορίζονται κατά το ποσοστό αναπροσαρμογής της βασικής σύνταξης.
γ) Διαμένουν μόνιμα στην Ελλάδα για τουλάχιστον δεκαπέντε (15) έτη, μεταξύ του 15ου και του 65ου έτους της ηλικίας τους. Η μόνιμη διαμονή αποδεικνύεται με τη διαδικασία που προβλέπεται για τη χορήγηση άδειας διαμονής στους πολίτες τρίτων Χωρών.
Το ύψος της βασικής σύνταξης είναι πλήρες για όσους πληρούν αθροιστικά τα ανωτέρω κριτήρια και έχουν συμπληρώσει στη χώρα τουλάχιστον τριάντα πέντε (35) πλήρη έτη διαμονής και μειώνεται κατά 1/35 για κάθε 1 (ένα) έτος που υπολείπεται των τριάντα πέντε (35) ετών διαμονής. Η βασική σύνταξη σε αυτή την κατηγορία των δικαιούχων δεν μεταβιβάζεται σε δικαιοδόχα πρόσωπα. Αρμόδιος φορέας καταβολής της βασικής σύνταξης είναι ο ΟΓΑ σε περίπτωση μη δικαιούχων αναλογικού ποσού σύνταξης και οι φορείς κύριας ασφάλισης ή το Δημόσιο από τους οποίους καταβάλλεται το αναλογικό ποσό σύνταξης.
3. Η εφαρμογή των παραπάνω διατάξεων γίνεται με την επιφύλαξη των ρυθμίσεων περί προστασίας των πολιτών των κρατών−μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης καθώς και των σχετικών συμβάσεων που έχει επικυρώσει η Ελλάδα.
Άρθρο 3
Αναλογικό ποσό σύνταξης ασφαλισμένων από 1.1.2011 και εφεξής
1. Οι ασφαλισμένοι για πρώτη φορά, από 1.1.2011 και εφεξής, σε φορείς κύριας ασφάλισης, πλην ΟΓΑ, που θεμελιώνουν δικαίωμα σύνταξης μετά την 1.1.2015, δικαιούνται αναλογικού ποσού σύνταξης, με βάση το συνολικό χρόνο ασφάλισής τους, ο οποίος δεν μπορεί να είναι μικρότερος του ενός πλήρους έτους ασφάλισης ή τριακοσίων (300) ημερών και με τη συμπλήρωση των ορίων ηλικίας που προβλέπονται από την ισχύουσα νομοθεσία κατά περίπτωση. Όριο ηλικίας συνταξιοδότησης, αν ο χρόνος ασφάλισης είναι μικρότερος των δεκαπέντε (15) ετών ή 4.500 ημερών ασφάλισης, καθορίζεται το 65ο έτος. Η μηνιαία σύνταξη των ανωτέρω, υπολογίζεται για κάθε πλήρες έτος ασφάλισης, με βάση ποσοστά επί των προβλεπόμενων συντάξιμων αποδοχών ή ασφαλιστικών κατηγοριών, τα οποία καθορίζονται ως εξής:
ΗΜ/ΣΘΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ | ΕΤΗΣΙΟ ΠΟΣΟΣΤΟ ΑΝΑΠΛΗΡΩΣΗΣ | |
ΑΠΟ | ΕΩΣ | |
300 | 4.500 | 0,80% |
4.501 | 5.400 | 0,86% |
5.401 | 6.300 | 0,92% |
6.301 | 7.200 | 0,99% |
7.201 | 8.100 | 1,06% |
8.101 | 9.000 | 1,14% |
9.001 | 9.900 | 1,22% |
9.901 | 10.800 | 1,31% |
10.801 | 11.700 | 1,40% |
11.701 | 15.000 | 1,50% |
Όπου ο χρόνος ασφάλισης υπολογίζεται σε μήνες ή έτη, κάθε μήνας αντιστοιχεί σε 25 ημέρες ασφάλισης και κάθε έτος σε 300 ημέρες ασφάλισης.
Το τελικό ποσό σύνταξης καθορίζεται για όλα τα έτη με βάση το συντελεστή που αντιστοιχεί στο τελευταίο πλήρες έτος ασφάλισης.
2. Ως μηνιαίες συντάξιμες αποδοχές για τον υπολογισμό της αναλογικής σύνταξης γήρατος, αναπηρίας και θανάτου στους φορείς κύριας ασφάλισης που ασφαλίζουν μισθωτούς, λαμβάνεται υπόψη το πηλίκο της διαίρεσης του συνόλου των μηνιαίων αποδοχών που έλαβε ο ασφαλισμένος, καθ’ όλη τη διάρκεια του εργασιακού του βίου, πλην των αποδοχών του μήνα κατά τον οποίο υποβάλλεται η αίτηση συνταξιοδότησης, επί των οποίων καταβλήθηκαν ασφαλιστικές εισφορές, χωρίς τον υπολογισμό δώρων εορτών και επιδόματος αδείας, δια του αριθμού των μηνών απασχόλησης που έχει πραγματοποιήσει ο ασφαλισμένος εντός της χρονικής αυτής περιόδου. Για τους φορείς κύριας ασφάλισης μισθωτών, στους οποίους ως βάση υπολογισμού των παροχών θεωρείται η ημέρα εργασίας, η κατά το προηγούμενο εδάφιο διαίρεση γίνεται με τον αριθμό ημερών εργασίας για το ίδιο χρονικό διάστημα και το πηλίκο πολλαπλασιάζεται επί είκοσι πέντε (25).
Για τον προσδιορισμό του συντάξιμου μισθού των αυτοαπασχολούμενων που υπάγονται στην ασφάλιση των Τομέων του κλάδου κύριας ασφάλισης του Ενιαίου Ταμείου Ασφάλισης Προσωπικού Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης (ΕΤΑΠ−ΜΜΕ) λαμβάνεται υπόψη ο μέσος όρος των ποσών των ασφαλιστικών κατηγοριών επί των οποίων καταβλήθηκαν εισφορές καθ’ όλο το χρόνο ασφάλισής τους ή ο μέσος όρος των συντάξιμων αποδοχών, όπως αυτές προσδιορίζονται από τις οικείες καταστατικές διατάξεις και διαμορφώνονται καθ’ όλο τον εργασιακό τους βίο.
Για τον προσδιορισμό των παραπάνω συντάξιμων αποδοχών, οι αποδοχές του ασφαλισμένου ή ο συντάξιμος μισθός του προηγούμενου εδαφίου, για κάθε ημερολ/γιακό έτος, πλην των αποδοχών ή του μισθού του τελευταίου έτους ή τμήματος έτους κατά το οποίο υποβάλλεται η αίτηση συνταξιοδότησης, λαμβάνονται υπόψη αυξημένες κατά τη μεταβολή του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή και με συντελεστή ωρίμανσης που προσδιορίζεται κάθε έτος, με νόμο μετά από γνώμη της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας και της Εθνικής Αναλογιστικής Αρχής.
Για τον υπολογισμό της αναλογικής σύνταξης στους φορείς κύριας ασφάλισης αυτοαπασχολουμένων, λαμβάνονται υπόψη οι ασφαλιστικές κατηγορίες που προβλέπονται από την ισχύουσα νομοθεσία, βάσει των οποίων καταβλήθηκαν εισφορές καθ’ όλο το χρόνο ασφάλισης του ασφαλισμένου, όπως έχουν διαμορφωθεί την 31η Δεκεμβρίου, του προηγούμενου της υποβολής της αίτησης συνταξιοδότησης, έτους. Για τους μισθωτούς ασφαλισμένους στους ανωτέρω φορείς, εφαρμόζονται αναλόγως τα προβλεπόμενα από τις διατάξεις της παραγράφου αυτής.
3. Το άθροισμα των ποσών της βασικής και της αναλογικής σύνταξης λόγω γήρατος, για χρόνο ασφάλισης τουλάχιστον δεκαπέντε (15) ετών ή λόγω αναπηρίας με ποσοστό 80% και άνω ή λόγω εργατικού ατυχήματος, δεν μπορεί να υπολείπεται του ποσού που αντιστοιχεί σε δεκαπέντε (15) ημερομίσθια ανειδίκευτου εργάτη, όπως καθορίζονται από την Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας του 2015, αναπροσαρμοζόμενο εφεξής κατά το ποσοστό αύξησης των συντάξεων. Το κατώτατο αυτό όριο μειώνεται σε κάθε περίπτωση που ο συνταξιούχος λαμβάνει σύνταξη μειωμένη λόγω γήρατος σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 10 του νόμου αυτού ή μειωμένη σύνταξη λόγω αναπηρίας.
Το συνολικό ποσό της σύνταξης λόγω θανάτου του επιζώντος συζύγου και των τέκνων δεν μπορεί να είναι κατώτερο του 80% των δύο προηγούμενων εδαφίων.
4. Για θέματα που δεν ρυθμίζονται από τις διατάξεις του άρθρου αυτού έχουν εφαρμογή οι διατάξεις των άρθρων 1 έως 43 του ν. 2084/1992 (ΦΕΚ Α΄ 165), όπως ισχύουν.
Άρθρο 4
Αναλογικό ποσό σύνταξης ασφαλισμένων πριν από την 1.1.2011
1. Όσοι έχουν υπαχθεί για πρώτη φορά στην ασφάλιση οποιουδήποτε φορέα κύριας ασφάλισης ή το Δημόσιο έως και 31.12.2010 και θεμελιώνουν δικαίωμα σε σύνταξη γήρατος ή αναπηρίας μετά την 1.1.2015, δικαιούνται:
α) Τμήμα σύνταξης που αντιστοιχεί στο χρόνο ασφάλισής τους έως 31.12.2010, το οποίο υπολογίζεται με βάση τα ποσοστά και τις συντάξιμες αποδοχές ή ασφαλιστικές κατηγορίες ή τα οριζόμενα κατ’ έτος ποσά συντάξεων, όπως ισχύουν κατά το χρόνο συνταξιοδότησης και όπως προβλέπονται για κάθε φορέα κύριας ασφάλισης ή το Δημόσιο από γενικές ή καταστατικές διατάξεις που εξακολουθούν να ισχύουν.
β) Τμήμα σύνταξης που αντιστοιχεί στο χρόνο ασφάλισής τους από 1.1.2011 έως την ημερομηνία συνταξιοδότησής τους.
Το ποσό για το αναλογικό τμήμα της σύνταξης για κάθε πλήρες έτος υπολογίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 3 του Κεφαλαίου αυτού, αφού πρώτα συνυπολογιστούν τα έτη ασφάλισης που έχει πραγματοποιήσει ο ασφαλισμένος έως 31-12-2010, οι δε συντάξιμες αποδοχές ή ο συντάξιμος μισθός ή οι ασφαλιστικές κατηγορίες για τον υπολογισμό του αναλογικού τμήματος της σύνταξης από 1.1.2011 και εφεξής είναι αυτές που προσδιορίζονται από το έτος αυτό και μετά. Το συνολικό ποσό σύνταξης που προκύπτει από την εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου αυτής και της παραγράφου 2 του άρθρου 2 του νόμου αυτού, δεν μπορεί να υπερβαίνει το ποσό της σύνταξης που προκύπτει από την εφαρμογή των καταστατικών και ειδικών διατάξεων ή των νόμων που ισχύουν για τους έως 31.12.1992 και από 1.1.1993 ασφαλισμένους αντίστοιχα. Για τον υπολογισμό των προσαυξήσεων τέκνων ή και συζύγου, όπου προβλέπεται, εφαρμογή έχουν οι διατάξεις που ισχύουν για κάθε κατηγορία ασφαλισμένων, ανάλογα με το χρόνο υπαγωγής τους στην ασφάλιση.
2. Ειδικά για όσους θεμελιώνουν δικαίωμα σε σύνταξη γήρατος ή αναπηρίας από φορείς κύριας ασφάλισης ή το Δημόσιο μέχρι 31/12/2014, το ετήσιο ποσοστό υπολογισμού της σύνταξης που αντιστοιχεί σε κάθε έτος ασφάλισης από 1.1.2013 και εφεξής δεν μπορεί να υπερβαίνει το 2% των συντάξιμων αποδοχών ή των ασφαλιστικών κατηγοριών, όπως αυτές ισχύουν με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 25 του νόμου αυτού και της παρ. 7 του άρθρου μόνου του ν. 3847/2010 (ΦΕΚ 67 Α΄).
3. Για τον υπολογισμό του αναλογικού ποσού σύνταξης από 1.1.2011 και εφεξής, σε φορείς ή τομείς στους οποίους δεν προβλέπονται συντάξιμες αποδοχές ή συντάξιμος μισθός ή ασφαλιστικές κατηγορίες, οι ασφαλισμένοι κατατάσσονται στην πλησιέστερη ασφαλιστική κατηγορία των νέων ασφαλισμένων, με βάση τις εισφορές που κατέβαλαν στο φορέα ή τομέα από τον οποίο προέρχονται, όπως έχουν διαμορφωθεί την 31η Δεκεμβρίου, του προηγούμενου της υποβολής της αίτησης συνταξιοδότησης, έτους.
4. Οι δικαιούχοι και το ποσό σύνταξης λόγω θανάτου ορίζονται σύμφωνα με τις γενικές ή καταστατικές διατάξεις κάθε φορέα κύριας ασφάλισης, πλην ΟΓΑ, και τις διατάξεις του νόμου αυτού.
5. Η εκδίκαση συνταξιοδοτικών υποθέσεων που αφορούν δημοσίους υπαλλήλους οι οποίοι από 1.1.2011 υπάγονται στην ασφάλιση του ΙΚΑ−ΕΤΑΜ υπάγεται στην αρμοδιότητα του Ελεγκτικού Συνεδρίου κατά την περ. στ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 98 του Συντάγματος.
Άρθρο 5
Ρύθμιση θεμάτων διαδοχικής ασφάλισης
1. Οι παράγραφοι 1, 2, 3 και 4 του άρθρου 2 του ν.δ. 4202/ 1961 (ΦΕΚ Α΄ 175), όπως τροποποιήθηκαν με το άρθρο 9 του ν. 1405/1983 (ΦΕΚ 180 Α΄) και το άρθρο 14 του ν. 1902/1990 (ΦΕΚ 138 Α΄), αντικαθίστανται ως ακολούθως:
«1. Τα πρόσωπα τα οποία ασφαλίσθηκαν διαδοχικά σε περισσότερους από έναν ασφαλιστικούς οργανισμούς, δικαιούνται σύνταξη από τον τελευταίο οργανισμό, στον οποίο ήταν ασφαλισμένα κατά την τελευταία χρονική περίοδο της απασχόλησής τους, σύμφωνα με τις διατάξεις της νομοθεσίας του οργανισμού αυτού, εφόσον πραγματοποίησαν στην ασφάλισή του:
α) Πέντε (5) ολόκληρα έτη ή 1.500 ημέρες ασφάλισης εκ των οποίων όμως είκοσι (20) μήνες ή 500 ημέρες κατά την τελευταία πενταετία πριν τη διακοπή της απασχόλησης ή την υποβολή αίτησης για την κρίση του συνταξιοδοτικού δικαιώματος σύνταξης λόγω γήρατος.
β) Σαράντα (40) μήνες ή 1.000 ημέρες εκ των οποίων όμως 12 (δώδεκα) μήνες ή 300 ημέρες αντίστοιχα κατά την τελευταία πενταετία πριν τη διακοπή της απασχόλησης ή την υποβολή της αίτησης για την κρίση του δικαιώματος σύνταξης λόγω αναπηρίας ή θανάτου.
Ως νομοθεσία του Οργανισμού για την εφαρμογή της παραγράφου αυτής, καθώς και των επόμενων παραγρ. 2 και 3, νοούνται οι διατάξεις που ορίζουν τον απαιτούμενο για τη συνταξιοδότηση χρόνο, την ηλικία, την αναπηρία και το θάνατο.
Ειδικές διατάξεις, που αφορούν στην ύπαρξη ενεργού ασφαλιστικού δεσμού, στη συμπλήρωση του ορίου ηλικίας σε δεδομένο χρόνο σε σχέση με το χρόνο διακοπής της απασχόλησης, στην παραγραφή κ.λπ., δεν λαμβάνονται υπόψη για την εφαρμογή της παρούσας παραγράφου.
2. Αν ο ασφαλισμένος πραγματοποίησε στην ασφάλιση του τελευταίου οργανισμού τον αριθμό ημερών εργασίας ή των ετών ασφάλισης, που ορίζονται από τις διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου, αλλά στην περίπτωση αυτή δεν έχει πραγματοποιήσει τον απαιτούμενο από τη νομοθεσία του τελευταίου οργανισμού, χρόνο ασφάλισης για τη συνταξιοδότησή του λόγω γήρατος ή αναπηρίας ή των μελών της οικογένειάς του λόγω θανάτου ή δεν πραγματοποίησε στην ασφάλιση του τελευταίου οργανισμού, τον αριθμό ημερών εργασίας ή ετών ασφάλισης που ορίζονται από τις διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου, δικαιούνται σύνταξη αυτός ή τα μέλη της οικογένειάς του από τον οργανισμό, στην ασφάλιση του οποίου πραγματοποίησε τις περισσότερες ημέρες εργασίας ή έτη ασφάλισης, στον οποίο δεν περιλαμβάνεται ο τελευταίος, εφόσον:
α) Ο ασφαλισμένος που αιτείται τη συνταξιοδότησή του λόγω γήρατος ή αναπηρίας, έχει συμπληρώσει το όριο ηλικίας ή είναι ανάπηρος με το ποσοστό αναπηρίας που προβλέπεται από τη νομοθεσία του τελευταίου οργανισμού.
β) Πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις για συνταξιοδότηση που προβλέπει η νομοθεσία του οργανισμού με τον περισσότερο χρόνο ασφάλισης.
3. Αν ο ασφαλισμένος δεν συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις συνταξιοδότησης που προβλέπει η νομοθεσία του οργανισμού, στην ασφάλιση του οποίου πραγματοποίησε τις περισσότερες ημέρες εργασίας ή έτη ασφάλισης, τότε το δικαίωμα του ασφαλισμένου κρίνεται από τους άλλους οργανισμούς, στους οποίους ασφαλίσθηκε κατά φθίνουσα σειρά αριθμού ημερών εργασίας, εκτός από τον τελευταίο.
Αν ο ασφαλισμένος δεν συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις συνταξιοδότησης που προβλέπει η νομοθεσία όλων των οργανισμών, στους οποίους ασφαλίσθηκε πριν από τον τελευταίο, τότε ο τελευταίος οργανισμός είναι αρμόδιος για την κρίση του δικαιώματος σύνταξης λόγω γήρατος εφόσον ο ασφαλισμένος πραγματοποίησε στην ασφάλισή του 1.000 ημέρες εργασίας ή σαράντα (40) μήνες ασφάλισης, εκ των οποίων 300 ημέρες εργασίας ή δώδεκα (12) μήνες ασφάλισης αντιστοίχως την τελευταία πενταετία και για την κρίση του δικαιώματος σύνταξης λόγω αναπηρίας και θανάτου, εφόσον ο ασφαλισμένος έχει πραγματοποιήσει στην ασφάλισή του οποτεδήποτε 300 ημέρες εργασίας.
4. Ολόκληρος ο χρόνος της διαδοχικής ασφάλισης υπολογίζεται από τον αρμόδιο για την απονομή της σύνταξης οργανισμό ως χρόνος που διανύθηκε στην ασφάλισή του, τόσο για τη θεμελίωση του συνταξιοδοτικού δικαιώματος, όσο και για τον καθορισμό της σύνταξης και δεν είναι δυνατή η προσμέτρηση μόνο μέρους του χρόνου που διανύθηκε στην ασφάλιση του κάθε οργανισμού.»
2. Το εδάφιο β΄ της παραγράφου 4 του άρθρου 1 του Ν. 3232/2004 (ΦΕΚ 48 Α΄) αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«Το ανωτέρω τμηματικό ποσό δύναται κατ’ επιλογή του ασφαλισμένου να καταβληθεί ταυτόχρονα με αυτό του απονέμοντα, μειωμένο κατά 1/200 για κάθε μήνα που υπολείπεται έως τη συμπλήρωση των προβλεπόμενων από τις διατάξεις του άρθρου 69 του ν. 2084/1992 (ΦΕΚ 165 Α΄) ορίων ηλικίας.»
3. Οι συντάξιμες αποδοχές των φορέων ασφάλισης μισθωτών που λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό του ποσού της σύνταξης, σύμφωνα με τις διατάξεις των παραγράφων 2α, 5, 12β και 13 του άρθρου 1 του ν. 3232/ 2004 (ΦΕΚ 48 Α΄), πολλαπλασιάζονται για κάθε έτος ασφάλισης που πραγματοποιήθηκε από τη διακοπή της ασφάλισης σε αυτούς, μέχρι το προηγούμενο έτος του χρόνου υποβολής της αίτησης, σύμφωνα με τους παρακάτω συντελεστές.
ΕΤΗ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΕΩΣ ΤΗ ΣΥΝΤΑΞΙΟΔΟΤΗΣΗ | ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΗΣ | ΕΤΗ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΕΩΣ ΤΗ ΣΥΝΤΑΞΙΟΔΟΤΗΣΗ | ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΗΣ | ΕΤΗ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΕΩΣ ΤΗ ΣΥΝΤΑΞΙΟΔΟΤΗΣΗ | ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΗΣ |
1 | 1,020 | 16 | 1,373 | 31 | 1,848 |
2 | 1,040 | 17 | 1,400 | 32 | 1,885 |
3 | 1,061 | 18 | 1,428 | 33 | 1,922 |
4 | 1,082 | 19 | 1,457 | 34 | 1,961 |
5 | 1,104 | 20 | 1,486 | 35 | 2,000 |
6 | 1,126 | 21 | 1,516 | 36 | 2,040 |
7 | 1,149 | 22 | 1,546 | 37 | 2,081 |
8 | 1,172 | 23 | 1,577 | 38 | 2,122 |
9 | 1,195 | 24 | 1,608 | 39 | 2,165 |
10 | 1,219 | 25 | 1,641 | 40 | 2,208 |
11 | 1,243 | 26 | 1,673 | 41 | 2,252 |
12 | 1,268 | 27 | 1,707 | 42 | 2,297 |
13 | 1,294 | 28 | 1,741 | 43 | 2,343 |
14 | 1,319 | 29 | 1,776 | 44 | 2,390 |
15 | 1,346 | 30 | 1,811 | 45 | 2,438 |
Οι συντελεστές μεταβάλλονται με κοινή απόφαση των Υπουργών Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης και Οικονομικών, μετά την εκπόνηση αναλογιστικής μελέτης, από τη Διεύθυνση Αναλογιστικών Μελετών της Γενικής Γραμματείας Κοινωνικών Ασφαλίσεων με βάσει την εξέλιξη των συντελεστών ωρίμανσης των μισθών και ημερομισθίων. Η ισχύς των ανωτέρω παραγράφων 1, 2 και 3 αρχίζει από 1.1.2011 για αιτήσεις που υποβάλλονται από την ημερομηνία αυτή και εφεξής.
4. Το ποσοστό επί των συντάξιμων αποδοχών για τον υπολογισμό του ποσού της σύνταξης σύμφωνα με την παράγραφο 1β του άρθρου 1 του ν. 3232/2004 (ΦΕΚ 48 Α΄), όταν ο ΟΑΕΕ είναι συμμετέχων φορέας και επιλεγούν για τη συνταξιοδότηση οι ασφαλιστικές του διατάξεις, καθορίζεται σε 2% για κάθε έτος ασφάλισης και μέχρι τριάντα πέντε (35) έτη ασφάλισης.
5. Στο άρθρο 7 του ν. 3518/2006 (ΦΕΚ 272 Α΄) προστίθεται παράγραφος 3 ως εξής:
«3. Σε περίπτωση που έχει διανυθεί διαδοχικά χρόνος ασφάλισης σε επικουρικό φορέα και στον καταργούμενο Ε.Λ.Π.Π. ο χρόνος αυτός μπορεί να συνυπολογισθεί στο χρόνο της Ειδικής Προσαύξησης σύμφωνα με τις διατάξεις της νομοθεσίας για τη διαδοχική ασφάλιση, με την προϋπόθεση ότι δεν έχει χωρήσει ασφάλιση στον κλάδο επικουρικής ασφάλισης του Ε.Τ.Α.Α.−Τομείς Μηχανικών και Εργοληπτών Δημοσίων Έργων ή σε προγενέστερο επικουρικό φορέα στον οποίο μπορεί να συνυπολογισθεί ο χρόνος αυτός. Η διάταξη αυτή ισχύει από 1.1.2006.»
6. Στο άρθρο 8 του ν. 3518/2006 (ΦΕΚ 272 Α΄) προστίθεται παράγρ/φος 3 ως εξής:
«3. Κατά την εφαρμογή των διατάξεων περί διαδοχικής ασφάλισης, όταν ο Τομέας Σύνταξης Μηχανικών και Εργοληπτών Δημοσίων Έργων (Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε.) είναι συμμετέχων φορέας, οι συντάξιμες αποδοχές ορίζονται στο ποσό των χιλίων είκοσι (1.020) ευρώ από 1-1-2006.
Το ποσό αυτό προσαυξάνεται κατά το εκάστοτε ποσοστό αύξησης των συντάξεων του Ε.Τ.Α.Α.−Τομέας Μηχανικών και Εργοληπτών Δημοσίων Έργων.»
7. Για την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου αυτού δεν ισχύουν οι διατάξεις της παραγράφου 7, του άρθρου μόνου, του Ν. 3847/2010 (ΦΕΚ 67 Α΄), που αφορούν τον υπολογισμό της σύνταξης.
8. α) Οι διατάξεις του ν.δ. 4202/1961 (ΦΕΚ 175 Α΄), όπως αυτές ισχύουν, εφαρμόζονται και επί προσώπων που κατέχουν τη βουλευτική ιδιότητα, τη θέση Υπουργού ή Υφυπουργού, καθώς και των αιρετών, προέδρων κοινοτήτων, δημάρχων και νομαρχών του προϊσχύσαντος καθεστώτος.
β) Τα ανωτέρω πρόσωπα δύνανται κατά τη διάρκεια της θητείας τους να συνεχίσουν την ασφάλισή τους στους Κλάδους κύριας, επικουρικής σύνταξης και πρόνοιας, στους οποίους ήταν ασφαλισμένοι πριν την εκλογή τους ή να αναγνωρίσουν τους χρόνους που αντιστοιχούν στη θητεία τους, οποτεδήποτε, στους συγκεκριμένους Κλάδους. Στις περιπτώσεις αυτές οι αναλογούσες εισφορές ασφαλισμένου και εργοδότη όπως αυτές καθορίζονται από τη νομοθεσία του κάθε ασφαλιστικού φορέα βαρύνουν τα πρόσωπα αυτά.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ
ΑΝΑΜΟΡΦΩΣΗ ΠΛΑΙΣΙΟΥ
ΑΝΑΠΗΡΙΚΩΝ ΣΥΝΤΑΞΕΩΝ
Άρθρο 6
Κέντρο Πιστοποίησης Αναπηρίας
1. Από 1.1.2011 στο ΙΚΑ−ΕΤΑΜ δημιουργείται Κέντρο Πιστοποίησης Αναπηρίας (ΚΕ.Π.Α.), υπαγόμενο στη Διεύθυνση Αναπηρίας και Ιατρικής της Εργασίας της Διοίκησης ΙΚΑ−ΕΤΑΜ, για την εξασφάλιση της ενιαίας υγειονομικής κρίσης όσον αφορά στον καθορισμό του βαθμού αναπηρίας των ασφαλισμένων όλων των ασφαλιστικών φορέων, συμπεριλαμβανομένου του Δημοσίου, καθώς και των ανασφάλιστων, για τους οποίους απαιτείται η πιστοποίηση της αναπηρίας.
2. Στο ΚΕ.Π.Α. υπάγεται το Ειδικό Σώμα Ιατρών Υγειονομικών Επιτροπών Αναπηρίας του άρθρου 6 του ν. 2556/1997 (ΦΕΚ 270 Α΄), όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 152 του ν. 3655/2008 (ΦΕΚ 58 Α΄). Στο Ειδικό Σώμα Ιατρών Υγειονομικών Επιτροπών εντάσσονται και ιατροί των λοιπών ΦΚΑ και του ΕΣΥ, μόνιμοι και Ι.Δ.Α.Χ., οποιασδήποτε ειδικότητας, εξαιρουμένων παιδιάτρων, ακτινολόγων, μικροβιολόγων και οδοντιάτρων. Ο Πίνακας των συμμετεχόντων ιατρών του ΕΣΥ καταρτίζεται από τον Διοικητή της οικείας Δ.Υ.ΠΕ.. Αντίστοιχοι Πίνακες των συμμετεχόντων ιατρών των ΦΚΑ αποστέλλονται από τους Διοικητές ή Προέδρους των φορέων στη Διεύθυνση Αναπηρίας και Ιατρικής της Εργασίας της Διοίκησης ΙΚΑ−ΕΤΑΜ. Οι ιατροί του Ειδικού Σώματος υποβάλλονται σε ειδική εκπαίδευση στο έργο των Υγειονομικών Επιτροπών σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2556/1997 (ΦΕΚ 270 Α΄). Τα προγράμματα της ειδικής εκπαίδευσης εκπονούνται από τη Διεύθυνση Αναπηρίας και Ιατρικής της Εργασίας του ΙΚΑ−ΕΤΑΜ και εγκρίνονται με απόφαση του Διοικητή του Ιδρύματος.
Οι ιατροί, μετά την ειδική εκπαίδευση, αξιολογούνται από επταμελή επιτροπή, αποτελούμενη από:
α) Τον προϊστάμενο της Γενικής Διεύθυνσης Σχεδιασμού και Ανάπτυξης Υπηρεσιών Υγείας ΙΚΑ−ΕΤΑΜ, ως Πρόεδρο, με αναπληρωτή του τον προϊστάμενο της Διεύθυνσης Διαχείρισης Ανθρωπίνων Πόρων.
β) Τον προϊστάμενο της Διεύθυνσης Αναπηρίας και Ιατρικής της Εργασίας, με αναπληρωτή του τον προϊστάμενο της Υποδιεύθυνσης Υγειονομικής Υπηρεσίας του Περιφερειακού Υποκαταστήματος Απονομής Συντάξεων ΙΚΑ−ΕΤΑΜ Αθήνας.
γ) Έναν εκπρόσωπο του Πανελληνίου Ιατρικού Συλλόγου (Π.Ι.Σ.), που υποδεικνύεται με τον αναπληρωτή του.
δ) Έναν εκπρόσωπο της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Ιατρών ΙΚΑ−ΕΤΑΜ, που υποδεικνύεται με τον αναπληρωτή του από την Πανελλήνια Ομοσπονδία Συλλόγων Επιστημονικού Υγειονομικού Προσωπικού (ΠΟΣΕΥΠΙΚΑ).
ε) Έναν εκπρόσωπο που υποδεικνύεται από την Εθνική Συνομοσπονδία Ατόμων με Αναπηρία (ΕΣΑΜεΑ), με τον αναπληρωτή του.
στ) Τον προϊστάμενο του γραφείου Νομικού Συμβούλου του ΙΚΑ−ΕΤΑΜ, με τον αναπληρωτή του από την ίδια Υπηρεσία.
ζ) Έναν εκπρόσωπο του Υπουργείου Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, ο οποίος προτείνεται από τον Υπουργό Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, με τον αναπληρωτή του.
3. Από το σύνολο των επιλεγμένων ιατρών καθορίζονται με δημόσια κλήρωση, ανά εξάμηνο, οι ιατροί που απαιτούνται για τη λειτουργία των Υγειονομικών Επιτροπών, ο αριθμός των οποίων ορίζεται με απόφαση του Διοικητή του ΙΚΑ−ΕΤΑΜ και σύμφωνα με τις ανάγκες των Υγειονομικών Επιτροπών σε ιατρούς συγκεκριμένων ειδικοτήτων για τη λειτουργία των παραπάνω επιτροπών.
Έργο των Υγειονομικών Επιτροπών είναι:
α) Ο καθορισμός του ποσοστού αναπηρίας για σύνταξη αναπηρίας.
β) Ο χαρακτηρισμός ατόμων ως ΑΜεΑ.
γ) Ο καθορισμός ποσοστού αναπηρίας για όλες τις κοινωνικές και οικονομικές παροχές ή διευκολύνσεις, για τις οποίες απαιτείται γνωμάτευση αναπηρίας και τις οποίες δικαιούνται από την πολιτεία τα άτομα με αναπηρία.
4. Οι Υγειονομικές Επιτροπές προσδιορίζουν τα ποσοστά αναπηρίας σύμφωνα με τα οριζόμενα στον Κανονισμό Εκτίμησης Βαθμού Αναπηρίας (Κ.Ε.Β.Α.), όπως ισχύει κάθε φορά. Γραμματείς των Υγειονομικών Επιτροπών ορίζονται υπάλληλοι του ΙΚΑ−ΕΤΑΜ, των λοιπών Φ.Κ.Α. και του Δημοσίου. Για τη συγκρότηση των Υγειονομικών Επιτροπών Αναπηρίας των Επαρχιών, τη θέση του Προέδρου και των μελών καλύπτουν ιατροί του Ειδικού Σώματος, που μετακινούνται από Αθήνα, Θεσσαλονίκη και Πειραιά. Σε περίπτωση που δεν καθίσταται δυνατή η συμμετοχή ιατρών του Ειδικού Σώματος ως μελών των Υγειονομικών Επιτροπών των Επαρχιών, μέλη ορίζονται, ύστερα από δημόσια κλήρωση, ιατροί που υπηρετούν σε κάθε υγειονομική μονάδα ή υποκατάστημα, ιατροί του ΕΣΥ και των ΦΚΑ από όμορους νομούς, εξαιρουμένων των παιδιάτρων, ακτινολόγων, μικροβιολόγων και οδοντιάτρων. Η κλήρωση διεξάγεται την ίδια ημέρα της συνεδρίασης της Υγειονομικής Επιτροπής. Για τη διαδικασία συγκρότησης και κάθε άλλη λεπτομέρεια σχετικά με τη λειτουργία των Υγειονομικών Επιτροπών Αθήνας, Θεσσαλονίκης και Επαρχιών, ισχύουν τα οριζόμενα στο άρθρο 6 του ν. 2556/1997 (ΦΕΚ 270 Α΄) όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 152 του ν. 3655/2008 (ΦΕΚ 58 Α΄).
5. Η ειδική αποζημίωση που προβλέπεται από τις διατάξεις των παραγράφων 7, 10 και 14 του άρθρου 6 του ν. 2556/1997 (ΦΕΚ 270 Α΄), όπως τροποποιήθηκε με τις παραγράφους 11, 13, 14 του άρθρου 27 του ν. 3232/2004 και με τις παραγράφους 11 περ. γ΄ του άρθρου 37 και 4 του άρθρου 152 των νόμων 3518/2006 και 3655/2008 αντίστοιχα για τους ιατρούς και τους εισηγητές των Υγειονομικών Επιτροπών, καθώς και για τους ιατρούς της Επιτροπής Δειγματοληπτικού Ελέγχου των Γνωματεύσεων, καταβάλλεται από τους Φορείς στους οποίους υπηρετούν, κατά παρέκκλιση των διατάξεων που ορίζονται στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 7 του ν. 3833/ 2010 (ΦΕΚ 40 Α΄) και δεν υπερβαίνει τα προβλεπόμενα από το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 7 του ιδίου νόμου. Για τις παρεχόμενες από τις Υγειονομικές Επιτροπές υπηρεσίες κρίσης αναπηρίας αποδίδεται στο ΙΚΑ−ΕΤΑΜ από όλους τους ΦΚΑ και το Δημόσιο το ποσό που ορίζεται στη Φ40021/26407/205/2006 (ΦΕΚ 1829 Β΄) υπουργική απόφαση.
6. Καταρτίζεται μητρώο Ατόμων με Αναπηρία το οποίο τηρείται στη Διεύθυνση Αναπηρίας και Ιατρικής της Εργασίας του ΙΚΑ−ΕΤΑΜ. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης και Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης καθορίζεται ο τρόπος και τα κριτήρια κατάρτισης του μητρώου.
7. Από 1.4.2011 καταργούνται όλες οι άλλες Επιτροπές πιστοποίησης αναπηρίας που λειτουργούν σήμερα στους ΦΚΑ, στις νομαρχίες και το Δημόσιο, με εξαίρεση τις Ανώτατες Υγειονομικές Επιτροπές, Στρατού (Α.Σ.Υ.Ε.), Ναυτικού (Α.Ν.Υ.Ε.), Αεροπορίας (Α.Α.Υ.Ε.), την Ανώτατη Υγειονομική Επιτροπή της Ελληνικής Αστυνομίας, καθώς και τις επιτροπές Απαλλαγών και τις Τριμελείς εξ ιατρών επιτροπές, οι οποίες εξακολουθούν να ασκούν τις αρμοδιότητές του.
Άρθρο 7
Ενιαίος Κανονισμός Προσδιορισμού Ποσοστού Αναπηρίας
Το ποσοστό αναπηρίας που συνεπάγεται κάθε πάθηση ή βλάβη ή σωματική ή ψυχική ή πνευματική εξασθένιση ή η συνδυασμένη εμφάνιση τέτοιων παθήσεων ή βλαβών ή εξασθενήσεων, καθώς και οι υποτροπές αυτών, προκαθορίζεται για όλους τους Ασφαλιστικούς Φορείς και το Δημόσιο με εκατοστιαία αναλογία σε Ενιαίο Κανονισμό Προσδιορισμού Ποσοστού Αναπηρίας, που εκδίδεται εντός εξαμήνου από τη δημοσίευση του νόμου αυτού, μετά από γνώμη Ειδικής Επιστημονικής Επιτροπής που συγκροτείται με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης και στην οποία συμμετέχει υποχρεωτικά εκπρόσωπος που υποδεικνύεται από την Εθνική Συνομοσπονδία Ατόμων με Αναπηρία (ΕΣΑΜεΑ). Με την ίδια απόφαση καθορίζεται η σύνθεση των μελών της επιτροπής και η συγκρότησή της.
Η ανωτέρω Ειδική Επιστημονική Επιτροπή καθορίζει επίσης και τις παθήσεις για τις οποίες η διάρκεια της αναπηρίας των ασφαλισμένων καθορίζεται επ’ αόριστον, σύμφωνα με το άρθρο 16 του ν. 3846/2010 (ΦΕΚ 66 Α΄)
Από την έκδοση του νέου ενιαίου κανονισμού καταργείται ο Κανονισμός Εκτίμησης Βαθμού Αναπηρίας (Κ.Ε.Β.Α.), καθώς και ο πίνακας καθορισμού σε εκατοστιαία αναλογία του βαθμού μείωσης της ικανότητας για εργασία του άρθρου 33 του ν. 1813/1988.
Ως την έκδοση του νέου Ενιαίου Κανονισμού η αναπηρία προσδιορίζεται, σύμφωνα με όσα σήμερα ισχύουν στον Κανονισμό εκτίμησης βαθμού Αναπηρίας του ΙΚΑ – ΕΤΑΜ, η εφαρμογή του οποίου επεκτείνεται σε όλες τις Υγειονομικές Επιτροπές πιστοποίησης αναπηρίας, πρωτοβάθμιες και δευτεροβάθμιες που λειτουργούν στους ΦΚΑ, στις νομαρχίες και το Δημόσιο συμπεριλαμβανομένης και της Ανωτάτης Στρατού Υγειονομικής Επιτροπής (Α.Σ.Υ.Ε.), καταργούμενης κάθε άλλης αντίθετης γενικής ή ειδικής διάταξης. Αιτήσεις που έχουν υποβληθεί και εκκρεμούν ενώπιον όλων των ανωτέρω Υγειονομικών Επιτροπών θα κρίνονται σύμφωνα με τον ως άνω Κανονισμό. Από της εφαρμογής του Ενιαίου Κανονισμού οι Υγειονομικές Επιτροπές υποχρεούνται στις γνωματεύσεις τους να μνημονεύουν ρητά το σχετικό εδάφιο ή το συνδυασμό εδαφίων στα οποία ερείζεται ο προσδιορισμός του ποσοστού αναπηρίας.
Άρθρο 8
Οριστικοποίηση σύνταξης αναπηρίας των ασφαλισμένων από 1.1.1993
Η παράγραφος 3 του άρθρου 25 παρ. 3 του ν. 2084/1992 (ΦΕΚ 165 Α΄) τροποποιείται ως ακολούθως:
«3. Το δικαίωμα συνταξιοδότησης λόγω αναπηρίας, υφίσταται για όσο χρόνο ορίζεται από τις αρμόδιες Υγειονομικές Επιτροπές, παρατείνεται δε με τις ίδιες προϋποθέσεις ενώ δύναται να ελέγχεται αυτεπαγγέλτως οποτεδήποτε, με την υποβολή του συνταξιούχου σε ιατρική εξέταση από τις ανωτέρω επιτροπές. Οι συντάξεις λόγω αναπηρίας είναι οριστικές για τις περιπτώσεις των ασθενειών που προβλέπονται από ρητή διάταξη, μπορεί δε να είναι οριστικές, εφόσον οι υγειονομικές επιτροπές γνωματεύουν ότι η ανικανότητα είναι μόνιμη. Οι προσωρινές συντάξεις λόγω αναπηρίας καθίστανται οριστικές, μετά και την τελική γνωμάτευση των αρμόδιων Υγειονομικών Επιτροπών εφόσον:
α) Ο συνταξιούχος έχει συμπληρώσει το 55ο έτος της ηλικίας του και χρόνο συνταξιοδότησης επτά (7) ετών συνεχώς, κατά τη διάρκεια των οποίων υποβλήθηκε σε τρεις τουλάχιστον εξετάσεις από τις οικείες υγειονομικές επιτροπές.
β) Ο συνταξιούχος έχει συμπληρώσει το 60ό έτος της ηλικίας του και χρόνο συνταξιοδότησης πέντε (5) ετών συνεχώς, κατά τη διάρκεια των οποίων υποβλήθηκε σε δύο τουλάχιστον εξετάσεις από τις οικείες υγειονομικές επιτροπές.»
Άρθρο 9
Προϋπάρχουσα αναπηρία
Ο ασφαλισμένος δικαιούται συντάξεως αναπηρίας έστω και αν η πάθηση ή βλάβη ή εξασθένιση σωματική ή πνευματική είναι προγενέστερη της υπαγωγής του στην ασφάλιση εφόσον καθίσταται ανίκανος για την εργασία του λόγω ουσιώδους επιδείνωσης και πληροί τις προϋποθέσεις που ορίζουν οι διατάξεις που αφορούν το φορέα στον οποίο ασφαλίζεται.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ
ΛΟΙΠΕΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΕΣ ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ
Άρθρο 10
Όρια ηλικίας συνταξιοδότησης και αναγνωριζόμενοι χρόνοι
1. Τα δύο πρώτα εδάφια της παραγράφου 1 του άρθρου 10 του ν. 825/1978 (ΦΕΚ 189 Α΄), όπως ισχύουν, αντικαθίστανται ως εξής:
«1. Ο ασφαλισμένος του ΙΚΑ−ΕΤΑΜ δικαιούται σύνταξης, αν κατά την υποβολή της αίτησης έχει πραγματοποιήσει 10.500 τουλάχιστον ημέρες εργασίας στην ασφάλιση του ΙΚΑ−ΕΤΑΜ και έχει συμπληρώσει το 58ο έτος της ηλικίας του.
Ο ανωτέρω χρόνος ασφάλισης για τους ασφαλισμένους που συμπληρώνουν αυτόν από 1.1.2011 αυξάνεται κατά 300 ημέρες κάθε χρόνο και μέχρι τη συμπλήρωση 12.000 ημερών ασφάλισης.
Το όριο ηλικίας που προβλέπεται από το πρώτο εδάφιο, αυξάνεται σταδιακά από 1.1.2012 κατά ένα (1) έτος κάθε χρόνο και μέχρι τη συμπλήρωση του 60ού έτους της ηλικίας.»
2. Το τέταρτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 10 του ν. 825/1978 (ΦΕΚ 189 Α΄), όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής:
«Τα ανωτέρω όρια ηλικίας για πλήρη και μειωμένη σύνταξη αυξάνονται από 1.1.2011 κατά εννιά (9) μήνες κάθε έτος και μέχρι τη συμπλήρωση του 60ού έτους, προκειμένου για λήψη πλήρους σύνταξης και του 58ου προκειμένου για τη λήψη μειωμένης σύνταξης.
Στην περίπτωση αυτή οι ασφαλισμένοι δικαιούνται σύνταξη με το όριο ηλικίας που ισχύει κατά το έτος συμπλήρωσης των 10.500 ημερών ασφάλισής τους, από τις οποίες οι 7.500 στα βαρέα και ανθυγιεινά επαγγέλματα.»
3. Στο τέλος της παραγράφου 3 του άρθρου 2 του ν. 3029/2002 (ΦΕΚ 160 Α΄), προστίθενται εδάφια ως εξής:
«Ο ανωτέρω χρόνος ασφάλισης για τους ασφαλισμένους του δευτέρου εδαφίου που συμπληρώνουν αυτόν από 1.1.2011 αυξάνεται κατά ένα έτος κάθε χρόνο και μέχρι τη συμπλήρωση σαράντα (40) ετών ασφάλισης. Το όριο ηλικίας που προβλέπεται από το δεύτερο εδάφιο αυξάνεται σταδιακά από 1.1.2012 κατά ένα έτος κάθε χρόνο και μέχρι τη συμπλήρωση του 60ού έτους της ηλικίας.»
4. Στο τέλος του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 14 του ν. 3232/2004 (ΦΕΚ 48 Α΄), προστίθενται εδάφια ως εξής:
«Ο ανωτέρω χρόνος ασφάλισης για τους ασφαλισμένους που συμπληρώνουν αυτόν από 1.1.2011 αυξάνεται κατά ένα έτος κάθε χρόνο και μέχρι τη συμπλήρωση σαράντα (40) ετών ασφάλισης.
Το όριο ηλικίας που προβλέπεται από το πρώτο εδάφιο αυξάνεται σταδιακά από 1.1.2012 κατά ένα έτος κάθε χρόνο και μέχρι τη συμπλήρωση του 60ού έτους της ηλικίας.»
5. Στο τέλος της περίπτωσης β΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 20 του π.δ. 258/2005 (ΦΕΚ 316 Α΄) προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«Ο χρόνος αυτός ανακαθορίζεται για το έτος 2011 σε τριάντα έξι (36) έτη ασφάλισης, για κάθε δε επόμενο έτος αυξάνεται σταδιακά κατά ένα έτος και μέχρι τη συμπλήρωση σαράντα (40) ετών ασφάλισης.»
6. Όπου από τη νομοθεσία των τομέων κύριας σύνταξης του Ενιαίου Ταμείου Ασφάλισης Αυτοαπασχολουμένων (Ε.Τ.Α.Α.) προβλέπεται συνταξιοδότηση λόγω γήρατος σε ηλικία εξήντα (60) ετών με τριάντα πέντε (35) έτη ασφάλισης, ο χρόνος αυτός ανακαθορίζεται για το έτος 2011 σε τριάντα έξι (36) έτη ασφάλισης, για κάθε δε επόμενο έτος αυξάνεται σταδιακά κατά ένα χρόνο μέχρι τη συμπλήρωση σαράντα (40) ετών ασφάλισης.
7. Όπου από τη νομοθεσία των τομέων κύριας σύνταξης του Ενιαίου Ταμείου Ασφάλισης Αυτοαπασχολουμένων (ΕΤΑΑ) προβλέπεται συνταξιοδότηση λόγω γήρατος σε ηλικία πενήντα οχτώ (58) ετών με τριάντα πέντε (35) έτη ασφάλισης, ο χρόνος αυτός ανακαθορίζεται για το έτος 2011 σε τριάντα έξι (36) έτη ασφάλισης, για κάθε δε επόμενο έτος αυξάνεται σταδιακά κατά ένα χρόνο μέχρι τη συμπλήρωση σαράντα (40) ετών ασφάλισης, το δε ανωτέρω προβλεπόμενο όριο ηλικίας συνταξιοδότησης αυξάνεται σταδιακά από 1.1.2012 κατά ένα (1) έτος κάθε χρόνο και μέχρι τη συμπλήρωση του 60ού έτους της ηλικίας.
8. Στις περιπτώσεις σταδιακής αύξησης του ορίου ηλικίας και του χρόνου ασφάλισης των παραγράφων 1, 3, 4, 5, 6 και 7 οι ασφαλισμένοι δικαιούνται σύνταξη με το όριο ηλικίας και το χρόνο ασφάλισης που ισχύουν κατά το έτος συμπλήρωσης των 10.500 ημερών ή τριάντα πέντε (35) ετών ασφάλισής τους.
9. Γενικές ή καταστατικές διατάξεις φορέων κύριας ασφάλισης που προβλέπουν τη χορήγηση σύνταξης με τη συμπλήρωση 10.500 ημερών εργασίας ή τριάντα πέντε (35) ετών ασφάλισης και του 58ου ή του 60ού έτους της ηλικίας, έχουν εφαρμογή στους ασφαλισμένους που θεμελιώνουν συνταξιοδοτικό δικαίωμα μέχρι 31.12.2010.
10. Ασφαλισμένοι μετά την 1.1.1993 σε οποιονδήποτε φορέα κύριας ασφάλισης, πλην ΟΓΑ, θεμελιώνουν δικαίωμα συνταξιοδότησης με τη συμπλήρωση 12.000 ημερών εργασίας ή σαράντα (40) ετών ασφάλισης και του 60ού έτους της ηλικίας τους.
Για τη συμπλήρωση του ανωτέρω χρόνου, λαμβάνεται υπόψη και ο χρόνος ασφάλισης σε οποιονδήποτε ομοειδή φορέα.
Οι διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 2 και της παραγράφου 1 του άρθρου 3 του ν. 3029/2002 (ΦΕΚ 160 Α΄), της παραγράφου 1 του άρθρου 16 του ν. 3232/2004 (ΦΕΚ 48 Α΄) και του άρθρου 41 του ν. 3518/2006 (ΦΕΚ 272 Α΄), έχουν εφαρμογή στους ασφαλισμένους που συμπληρώνουν μέχρι 31.12.2010 τις 11.100 ημέρες εργασίας ή τα τριάντα επτά (37) έτη υποχρεωτικής ασφάλισης.
11. Η παράγραφος 1α του άρθρου 28 του α.ν. 1846/ 1951 (ΦΕΚ 179 Α΄), όπως αντικαταστάθηκε από την παράγραφο 1 περίπτωση 1 του άρθρου 27 του ν. 1902/1990 (ΦΕΚ 138 Α΄), αντικαθίσταται ως εξής:
«1.α. Ο ασφαλισμένος στο ΙΚΑ−ΕΤΑΜ δικαιούται σύνταξη λόγω γήρατος εφόσον έχει πραγματοποιήσει τουλάχιστον 4.500 ημέρες εργασίας και συμπληρώσει το 65ο έτος της ηλικίας.
Προκειμένου για γυναίκες το όριο ηλικίας των εξήντα (60) ετών αυξάνεται από 1.1.2011 κατά ένα έτος κάθε χρόνο μέχρι τη συμπλήρωση του 65ου έτους της ηλικίας. Η εκ μέρους των γυναικών άσκηση του δικαιώματος λήψης σύνταξης με τον ανωτέρω αριθμό ημερών ασφάλισης χωρεί οποτεδήποτε, εφόσον συμπληρώνουν το 60ό έτος της ηλικίας τους μέχρι 31.12.2010.
Στην ανωτέρω περίπτωση οι ασφαλισμένες δικαιούνται σύνταξη με το όριο ηλικίας που ισχύει κατά το έτος συμπλήρωσης του 60ού έτους της ηλικίας τους.»
12. Η παράγραφος 1β του άρθρου 28 του α.ν. 1846/ 1951 (ΦΕΚ 179 Α΄) όπως τροποποιήθηκε με την παράγραφο 1 του άρθρου 27 του ν. 1902/1990 (ΦΕΚ 138 Α΄) και συμπληρώθηκε με την παράγραφο 5 του άρθρου 143 του ν. 3655/2008 (ΦΕΚ 58 Α΄), εφαρμόζεται εφόσον ο ασφαλισμένος πληροί τις οριζόμενες σε αυτή προϋποθέσεις του ορίου ηλικίας και του αριθμού ημερών ασφάλισης μέχρι 31.12.2010.
Ο χρόνος ασφάλισης που ορίζεται από τις ανωτέρω διατάξεις για τις ασφαλισμένες που τον συμπληρώνουν από 1.1.2011 καθορίζεται σε 10.400 ημέρες ασφάλισης, για κάθε δε επόμενο έτος αυξάνεται κατά 400 ημέρες και μέχρι τη συμπλήρωση 12.000 ημερών ασφάλισης.
Το όριο ηλικίας καθορίζεται από 1.1.2011 στο 58ο έτος, για πλήρη σύνταξη και στο 56ο έτος για μειωμένη, για κάθε δε επόμενο έτος αυξάνεται κατά έξι (6) μήνες και μέχρι τη συμπλήρωση του 60ού έτους της ηλικίας τους, καταργουμένης εφεξής της δυνατότητας για λήψη μειωμένης σύνταξης.
Προκειμένου για ασφαλισμένους που έχουν πραγματοποιήσει 10.000 ημέρες ασφάλισης το όριο ηλικίας καθορίζεται από 1.1.2011 στο 63ο έτος, για κάθε δε επόμενο έτος αυξάνεται κατά έξι (6) μήνες και μέχρι τη συμπλήρωση του 65ου έτους της ηλικίας.
Στην ανωτέρω περίπτωση οι ασφαλισμένοι δικαιούνται σύνταξη με το όριο ηλικίας και το χρόνο ασφάλισης που ισχύουν κατά το έτος συμπλήρωσης των 10.000 ημερών ασφάλισής τους.
13. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 5 του άρθρου 28 του α.ν. 1846/1951 (ΦΕΚ 179 Α΄) όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 27 παράγραφος 1 περίπτωση 3α του ν. 1902/1990 (ΦΕΚ 138 Α΄) αντικαθίσταται ως εξής:
«3. α) Ο ασφαλισμένος που συμπληρώνει το 60ό έτος της ηλικίας του και 4.500 ημέρες εργασίας, από τις οποίες εκατό τουλάχιστον σε καθένα από τα πέντε ημερολογιακά έτη τα αμέσως προηγούμενα του έτους, κατά το οποίο υποβάλει την αίτηση συνταξιοδότησης, δικαιούται σύνταξη γήρατος μειωμένη κατά το 1/200 της πλήρους μηνιαίας σύνταξης, για κάθε μήνα που υπολείπεται από το όριο ηλικίας που ορίζεται στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1α.
Ειδικά για τους ασφαλισμένους της παρ. 1β του άρθρου 28 του α.ν. 1846/1951 που πληρούν την ειδική προϋπόθεση της πραγματοποίησης των 100 ημερών κατ’ έτος την αμέσως προηγούμενη της υποβολής της αίτησης συνταξιοδότησης πενταετία, η μείωση της σύνταξης κατά το ποσοστό του προηγούμενου εδαφίου χωρεί για κάθε μήνα που υπολείπεται μέχρι τη συμπλήρωση του διαμορφούμενου κατ’ έτος ηλικίας πλήρους έτους συνταξιοδότησης, σύμφωνα με το παραπάνω.
Προκειμένου για γυναίκες που πληρούν τις ανωτέρω χρονικές προϋποθέσεις, το όριο ηλικίας των πενήντα πέντε (55) ετών αυξάνεται κατά ένα έτος από 1.1.2011 και για κάθε επόμενο έτος μέχρι τη συμπλήρωση του 60ού έτους της ηλικίας. Το δικαίωμα λήψης μειωμένης σύνταξης στο 55ο έτος της ηλικίας χωρεί, εφόσον το όριο αυτό συμπληρώνεται μέχρι 31.12.2010. Το ποσοστό μείωσης στις ανωτέρω περιπτώσεις υπολογίζεται με βάση τους μήνες που υπολείπονται από τη συμπλήρωση του προβλεπόμενου από το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1α ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης.
Στην ανωτέρω περίπτωση οι ασφαλισμένες δικαιούνται σύνταξη στο όριο ηλικίας όπως διαμορφώνεται κατά το έτος συμπλήρωσης του 55ου έτους της ηλικίας.
Ειδικά για τις ασφαλισμένες της παρ. 1β του άρθρου 28 του α.ν. 1846/1951 που πληρούν την ειδική προϋπόθεση της πραγματοποίησης των 100 ημερών κατ’ έτος την αμέσως προηγούμενη της υποβολής της αίτησης συνταξιοδότησης πενταετία η μείωση της σύνταξης κατά το ποσοστό του πρώτου εδαφίου της παραγράφου αυτής χωρεί για κάθε μήνα που υπολείπεται μέχρι τη συμπλήρωση του διαμορφούμενου κατ’ έτος ορίου ηλικίας πλήρους συνταξιοδότησης, σύμφωνα με την παρ. 12 του άρθρου αυτού. Στην περίπτωση αυτή οι ασφαλισμένες δικαιούνται μειωμένη σύνταξη στο όριο ηλικίας και το χρόνο ασφάλισης που ισχύουν κατά το έτος συμπλήρωσης των 10.000 ημερών ασφάλισής τους.»
14. Η περίπτωση 2 της παραγράφου 1 του άρθρου 27 του ν. 1902/1990 (ΦΕΚ 138 Α΄), όπως ισχύει μετά την αντικατάσταση του πρώτου εδαφίου με την παράγραφο 9 του άρθρου 47 του ν. 2084/1992 (ΦΕΚ 165 Α΄), την προσθήκη των δύο τελευταίων εδαφίων του με την παράγραφο 10 του ίδιου άρθρου του ίδιου νόμου και την προσθήκη δύο επιπλέον εδαφίων με τις διατάξεις της παραγράφου 6 του άρθρου 19 του ν. 2150/1993 (ΦΕΚ 98 Α΄), αντικαθίσταται ως εξής:
«2. Αν ο ασφαλισμένος λαμβάνει σύνταξη γήρατος ή αναπηρίας από άλλο ασφαλιστικό φορέα κύριας ασφάλισης, πλην ΟΓΑ ή το Δημόσιο, εκτός των αναπήρων και θυμάτων πολέμου και μητέρων, που συνταξιοδοτήθηκαν με το άρθρο 63 παρ. 4 του ν.1892/1990 (ΦΕΚ 101 Α΄), δικαιούται από το ΙΚΑ−ΕΤΑΜ πλήρη σύνταξη γήρατος, εφόσον έχει πραγματοποιήσει τουλάχιστον 6.000 ημέρες ασφάλισης και έχει συμπληρώσει το όριο ηλικίας που απαιτείται από τη νομοθεσία για την απονομή πλήρους σύνταξης.
Αν ο ασφαλισμένος έχει πραγματοποιήσει 4.800 ημέρες ασφάλισης τουλάχιστον και έχει συμπληρώσει το 65ο έτος της ηλικίας του, δικαιούται σύνταξη γήρατος μειωμένη κατά 50%. Προκειμένου για γυναίκες που έχουν πραγματοποιήσει τον ανωτέρω χρόνο ασφάλισης, το όριο ηλικίας των 60 ετών αυξάνεται κατά ένα έτος από 1.1.2011 και για κάθε επόμενο έτος μέχρι τη συμπλήρωση του 65ου έτους της ηλικίας. Η εκ μέρους των γυναικών άσκηση του δικαιώματος συνταξιοδότησης με τον ανωτέρω αριθμό ημερών ασφάλισης χωρεί, εφόσον συμπληρώνουν το 60ό έτος της ηλικίας τους μέχρι 31.12.2010.
Στην ανωτέρω περίπτωση, οι ασφαλισμένες δικαιούνται σύνταξη με το όριο ηλικίας που ισχύει κατά το έτος συμπλήρωσης του 60ού έτους της ηλικίας.
Η κατά το προηγούμενο εδάφιο μείωση σύνταξης επέρχεται και στην περίπτωση όπου απονέμεται σύνταξη αναπηρίας από το ΙΚΑ−ΕΤΑΜ σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 28 παρ. 5 (εδ. α΄−γ΄) του α.ν. 1846/1951 (ΦΕΚ 179 Α΄), εκτός αν ο ασφαλισμένος έχει πραγματοποιήσει στην ασφάλιση του ΙΚΑ−ΕΤΑΜ 3.000 ημέρες εργασίας εκ των οποίων 600 την τελευταία πενταετία.»
Οι ανωτέρω διατάξεις έχουν εφαρμογή και στους λοιπούς πλην ΙΚΑ−ΕΤΑΜ φορείς κύριας ασφάλισης, πλην ΟΓΑ, προκειμένου για τις περιπτώσεις συνταξιοδότησης λόγω γήρατος και αναπηρίας. Ειδικά για την συνταξιοδότηση λόγω γήρατος απαιτείται η συμπλήρωση του 65ου έτους της ηλικίας, με εξαίρεση την περίπτωση θεμελίωσης συνταξιοδοτικού δικαιώματος σε περισσότερους του ενός φορείς κύριας ασφάλισης, ταυτόχρονα ή μέσα σε διάστημα έξι (6) μηνών από την έναρξη της συνταξιοδότησης από τον πρώτο φορέα.
Η ρύθμιση του προηγούμενου εδαφίου δεν έχει εφαρμογή στο ΙΚΑ−ΕΤΑΜ, όταν είναι ο φορέας στον οποίο θεμελιώνεται δεύτερο συνταξιοδοτικό δικαίωμα.
15. Α) Το όριο ηλικίας των 60 ετών ή μικρότερο αυτού που προβλέπεται από γενικές ή καταστατικές διατάξεις για τη συνταξιοδότηση ασφαλισμένων των φορέων κύριας ασφάλισης αρμοδιότητας του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, αυξάνεται κατά ένα (1) έτος κάθε χρόνο από 1.1.2011 και μέχρι τη συμπλήρωση του 65ου έτους της ηλικίας, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου αυτού, των διατάξεων της περ. α΄ του εδαφίου β΄ της παρ. 5 του άρθρου 28 του α.ν. 1846/1951, καθώς και κάθε άλλης ειδικής διάταξης από την οποία προβλέπεται συνταξιοδότηση ειδικών κατηγοριών εργαζόμενων σε βαριές και ανθυγιεινές εργασίες.
Όπου από τις διατάξεις των φορέων κοινωνικής ασφάλισης προβλέπεται χορήγηση μειωμένης σύνταξης στις γυναίκες ασφαλισμένες σε όριο ηλικίας μικρότερο του 60ού έτους, το όριο αυτό αυξάνεται κατά ένα (1) χρόνο από 1.1.2011 και για κάθε επόμενο έτος μέχρι τη συμπλήρωση του 60ού έτους της ηλικίας.
Β) Από 1.1.2011 τα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης, που προβλέπονται από τις διατάξεις του β.δ.7/1965 (ΦΕΚ 2 Α΄), του β.δ. 649/1968 (ΦΕΚ 232 Α΄) και του άρθρου 19 του ν. 2703/1999 (ΦΕΚ 72 Α΄), καθορίζονται κατ’ ελάχιστο στο 55ο έτος της ηλικίας για πλήρη σύνταξη και στο 50ό έτος για μειωμένη, αυξάνονται δε για κάθε επόμενο έτος κατά ένα χρόνο μέχρι τη συμπλήρωση του 60ού και του 55ου έτους αντίστοιχα. Όπου από τις διατάξεις των ως άνω βασιλικών διαταγμάτων και του άρθρου 19 του ν. 2703/1999 προβλέπεται συνταξιοδότηση χωρίς όριο ηλικίας, από 1.1.2011 καθορίζεται το 55ο έτος της ηλικίας, αυξάνεται δε για κάθε επόμενο έτος κατά ένα χρόνο μέχρι τη συμπλήρωση του 60ού έτους.
Οι υπέρ του ΙΚΑ − ΕΤΑΜ προβλεπόμενες πρόσθετες εισφορές για τον κλάδο σύνταξης εξακολουθούν να καταβάλλονται μέχρι 31.12.2015. Από την 1.1.2016 καταβάλλεται η πρόσθετη ειδική εισφορά που προβλέπεται από την παράγραφο 1 του άρθρου 23 του ν. 2084/1992.
Στις περιπτώσεις σταδιακής αύξησης του ορίου ηλικίας της παραγράφου αυτής, οι ασφαλισμένοι δικαιούνται σύνταξη στο όριο ηλικίας όπως διαμορφώνεται κατά το έτος συμπλήρωσης του προβλεπόμενου, κατά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, ορίου ηλικίας για πλήρη ή μειωμένη σύνταξη.
16. Το όριο ηλικίας που προβλέπεται από τις διατάξεις της περ. α΄ του εδαφίου β΄ της παραγράφου 5 του άρθρου 28 του α.ν. 1846/1951 (ΦΕΚ 179 Α΄), όπως ισχύουν, για τη θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος από τις γυναίκες που απασχολούνται σε βαρέα και ανθυγιεινά επαγγέλματα, αυξάνεται κατά ένα χρόνο, από 1.1.2011 και για κάθε επόμενο έτος και μέχρι την συμπλήρωση του 60ού έτους της ηλικίας.
Στην περίπτωση αυτή οι ασφαλισμένες δικαιούνται σύνταξη με το όριο ηλικίας που ισχύει κατά το έτος συμπλήρωσης τουλάχιστον 4.500 ημερών ασφάλισής τους από τις οποίες οι 3.600 είναι σε βαρέα και ανθυγιεινά επαγγέλματα.
17.α) Το όριο ηλικίας που προβλέπεται από τις παραγράφους 2 και 3 περ. α΄ του άρθρου 144 του ν. 3655/2008 για τη συνταξιοδότηση μητέρων με ανήλικα παιδιά, καθορίζεται: από 1.1.2011 στο 52ο έτος, από 1.1.2012 στο 55ο έτος και από 1.1.2013 στο 65ο έτος.
Εάν οι μητέρες συμπληρώνουν το προβλεπόμενο από τις οικίες διατάξεις συντάξιμο χρόνο, δικαιούνται μειωμένη σύνταξη, με την συμπλήρωση του 50ού έτους της ηλικίας από 1.1.2011, του 53ου έτους από 1.1.2012 και του 60ού έτους από 1.1.2013.
β) Το όριο ηλικίας που προβλέπεται για τη συνταξιοδότηση των ασφαλισμένων στο ΙΚΑ−ΕΤΑΜ μέχρι 31.12.1992 μητέρων ανηλίκων τέκνων, καθορίζεται από 1.1.2011 στο 57ο έτος της ηλικίας, από 1.1.2012 στο 60ό έτος και από 1.1.2013 στο 65ο έτος.
Το όριο ηλικίας για λήψη μειωμένης σύνταξης καθορίζεται αντίστοιχα από 1.1.2011 στο 52ο έτος, από 1.1.2012 στο 55ο έτος και από 1.1.2013 στο 60ό έτος.
γ) Το όριο ηλικίας που προβλέπεται από την παρ. 3γ του άρθρου 144 του ν. 3655/2008 και από την παρ. 8 του άρθρου 33 του ν. 3232/2004, για τη συνταξιοδότηση μητέρων ανηλίκων τέκνων ασφαλισμένων στον τομέα σύνταξης εφημεριδοπωλών και υπαλλήλων Πρακτορείων Θεσσαλονίκης και στον τομέα ασφάλισης Τεχνικών Τύπου Αθηνών, καθώς και το όριο ηλικίας των ασφαλισμένων μητέρων ανηλίκων τέκνων στον Τομέα Ασφάλισης Ιδιοκτητών Συντακτών και Υπαλλήλων Τύπου και στον Τομέα Ασφάλισης Ανταποκριτών Ξένου Τύπου, καθορίζεται από 1.1.2011 στο 57ο έτος της ηλικίας, από 1.1.2012 στο 60ό έτος και από 1.1.2013 στο 65ο έτος.
Το όριο ηλικίας για λήψη μειωμένης σύνταξης καθορίζεται αντίστοιχα από 1.1.2011 στο 52ο έτος, από 1.1.2012 στο 55ο έτος και από 1.1.2013 στο 60ό έτος.
δ) Το όριο ηλικίας συνταξιοδότησης μητέρων ανηλίκων τέκνων ασφαλισμένων σε κλάδους κύριας ασφάλισης − σύνταξης αυτοαπασχολούμενων καθορίζεται από 1.1.2011 στο 55ο έτος της ηλικίας, από 1.1.2012 στο 58ο έτος και από 1.1.2013 στο 65ο έτος της ηλικίας.
Το όριο ηλικίας για τη λήψη μειωμένης σύνταξης καθορίζεται αντίστοιχα από 1.1.2011 στο 50ό έτος της ηλικίας, από 1.1.2012 στο 53ο έτος και από 1.1.2013 στο 60ό έτος της ηλικίας.
ε) Το όριο ηλικίας που προβλέπεται από την παρ. 6 του άρθρου 24 του ν. 2084/1992 για τη συνταξιοδότηση μητέρων με ανήλικα τέκνα, καθορίζεται από 1.1.2013 στο 65ο έτος της ηλικίας.
Το όριο ηλικίας για μειωμένη σύνταξη καθορίζεται από 1.1.2013 στο 60ό έτος.
Στις ανωτέρω περιπτώσεις α΄, β΄, γ΄, δ΄, σταδιακής αύξησης του ορίου ηλικίας η ασφαλισμένη μητέρα ακολουθεί το όριο ηλικίας όπως διαμορφώνεται σύμφωνα με τα παραπάνω και ισχύει κατά τη συμπλήρωση του απαιτούμενου συντάξιμου χρόνου, εφόσον συντρέχει και η ανηλικότητα του παιδιού.
Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής εφαρμόζονται και στους χήρους πατέρες ανηλίκων παιδιών.
Για τους χήρους πατέρες αναπήρων παιδιών έχουν εφαρμογή οι αντίστοιχες διατάξεις που ισχύουν για τις μητέρες ανίκανων για κάθε βιοποριστική εργασία παιδιών.
στ) Η διάταξη της παραγράφου 7 του άρθρου 24 του ν. 2084/1992, όπως συμπληρώθηκε με την περίπτωση β΄ της παραγράφου 7 του άρθρου 144 του ν. 3655/2008, καταργείται.
ζ) Το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 6 του άρθρου 144 του ν. 3655/2008 αντικαθίσταται ως εξής:
«Προκειμένου για συνταξιοδοτικά δικαιώματα που θεμελιώνονται από 1.1.2011 απαιτείται η συμπλήρωση του 52ου έτους, από 1.1.2012 του 55ου και από 1.1.2013 του 65ου έτους της ηλικίας.»
18. Το άρθρο 40 του ν. 2084/1992 (ΦΕΚ 165 Α΄) αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Ως χρόνος ασφάλισης στους φορείς κοινωνικής ασφάλισης και το Δημόσιο λογίζεται, πλην του χρόνου πραγματικής ή προαιρετικής ασφάλισης:
α) ο χρόνος στρατιωτικής υπηρεσίας,
β) ο χρόνος γονικής άδειας ανατροφής παιδιών,
γ) ο χρόνος επιδότησης λόγω ασθένειας και μέχρι 300 ημέρες, ο χρόνος επιδότησης τακτικής ανεργίας και μέχρι 300 ημέρες,
δ) ο χρόνος εκπαιδευτικής άδειας άνευ αποδοχών και μέχρι δύο (2) έτη,
ε) ο χρόνος σπουδών για την απόκτηση ενός μόνο πτυχίου ανώτερης ή ανώτατης σχολής της ημεδαπής ή της αλλοδαπής, καθώς και ο χρόνος σπουδών, μετά τη συμπλήρωση του 17ου έτους της ηλικίας, σε μέσες επαγγελματικές σχολές, ο οποίος είναι ίσος με τα κατά το χρόνο αποφοίτησης επίσημα ακέραια χρόνια σπουδών της οικείας σχολής,
στ) ο χρόνος ανεργίας, μετά την υπαγωγή στην ασφάλιση οποιουδήποτε φορέα κύριας ασφάλισης ή το Δημόσιο,
ζ) ο προβλεπόμενος από την Ε.Γ.Σ.Σ.Ε. χρόνος απουσίας από την εργασία λόγω κύησης και λοχείας,
η) ο χρόνος απεργίας,
θ) ο πλασματικός χρόνος του άρθρου 141 του ν. 3655/2008 (ΦΕΚ 58 Α΄), που αναγνωρίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές και ανεξάρτητα του χρόνου γέννησης των παιδιών και
ι) ο χρόνος μαθητείας όπως ορίζεται από τις ισχύουσες διατάξεις και μέχρι ένα (1) έτος,
ια) ο χρόνος αποδεδειγμένης άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας πριν την εγγραφή στα μητρώα του Ο.Α.Ε.Ε. και μέχρι πέντε (5) έτη εφόσον δεν είχαν πληρωθεί οι ασφαλιστικές εισφορές.
2. Η αναγνώριση και εξαγορά του χρόνου στρατιωτικής υπηρεσίας γίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 1358/1983 (ΦΕΚ 60 Α΄) όπως ισχύουν κάθε φορά.
Στις περιπτώσεις που θεμελιώνεται συνταξιοδοτικό δικαίωμα από 1.1.2011 μέχρι 31.12.2014 με βάση τις ισχύουσες διατάξεις, το ποσό για την εξαγορά του χρόνου της στρατιωτικής θητείας στους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης μειώνεται κατά 30%. Για όσους θεμελιώνουν συνταξιοδοτικό δικαίωμα από 1.1.2015 και εφεξής το ανωτέρω ποσό μειώνεται κατά 50%. Το καταβαλλόμενο ποσό και στις δύο ανωτέρω περιπτώσεις δεν μπορεί να είναι κατώτερο αυτού που προκύπτει με βάση υπολογισμού το 25πλάσιο του ημερομισθίου του ανειδίκευτου εργάτη.
Ο χρόνος γονικής άδειας ανατροφής παιδιών αναγνωρίζεται, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 6 του ν. 1483/1984 (ΦΕΚ 153 Α΄), για θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος όσο και για προσαύξηση του ποσού της σύνταξης και εξαγοράζεται βάσει του ποσοστού εισφοράς ασφαλισμένου και εργοδότη, που ισχύει για κάθε φορέα και του 25πλάσιου του ημερομίσθιου ανειδίκευτου εργάτη, που ισχύει κατά τη χρονολογία υποβολής της αίτησης αναγνώρισης.
Οι ημέρες επιδότησης λόγω ασθενείας, λόγω τακτικής ανεργίας και ο προβλεπόμενος από την Ε.Γ.Σ.Σ.Ε. χρόνος απουσίας από την εργασία λόγω κύησης και λοχείας, συνυπολογίζονται για τη θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος.
Ο χρόνος εκπαιδευτικής άδειας και ο χρόνος απεργίας αναγνωρίζονται, με αίτηση του ενδιαφερομένου, τόσο για θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος όσο και για προσαύξηση του ποσού της σύνταξης και εξαγοράζεται βάσει του ποσοστού εισφοράς εργοδότη και ασφαλισμένου του οικείου φορέα και των αποδοχών του ασφαλισμένου κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης, το ποσό δε της εξαγοράς βαρύνει τον ασφαλισμένο. Η αίτηση υποβάλλεται στον ασφαλιστικό οργανισμό που υπαγόταν ο ασφαλισμένος κατά το χρόνο χορήγησης της εκπαιδευτικής άδειας ή της απεργίας και συνοδεύεται από βεβαίωση του εργοδότη που εκδόθηκε κατά τον ίδιο χρόνο, από την οποία να προκύπτει ο λόγος χορήγησης και η διάρκεια της άδειας ή της απεργίας.
Ο χρόνος φοίτησης σε ανώτερες ή ανώτατες σχολές, ο χρόνος σπουδών σε μέσες επαγγελματικές σχολές, ο χρόνος μαθητείας, καθώς και ο χρόνος ανεργίας αναγνωρίζονται, μετά από αίτηση του ασφαλισμένου, για τη θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος και την προσαύξηση του ποσού της σύνταξης, με την καταβολή για κάθε μήνα ποσού εξαγοράς υπολογιζόμενου με ποσοστό είκοσι τοις εκατό (20%) για τους φορείς κύριας ασφάλισης και έξι τοις εκατό (6%) για τους φορείς επικουρικής ασφάλισης επί του 25πλασίου του ΗΑΕ που ισχύει κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης.
Οι ασφαλιστικές εισφορές για τις κατά τα παραπάνω αναγνωρίσεις καταβάλλονται είτε εφάπαξ, εντός τριμήνου από την κοινοποίηση της απόφασης οπότε παρέχεται έκπτωση 15 % είτε σε μηνιαίες δόσεις, ίσες με τους αναγνωριζόμενους μήνες. Η πρώτη δόση καταβάλλεται μέχρι το τέλος του επόμενου μήνα της κοινοποίησης της απόφασης. Καθυστέρηση καταβολής δόσης συνεπάγεται επιβάρυνσή της με τα εκάστοτε προβλεπόμενα πρόσθετα τέλη.
Σε περίπτωση θεμελίωσης συνταξιοδοτικού δικαιώματος ή προσαύξησης του ποσού της σύνταξης πριν το χρόνο εξόφλησης της εισφοράς εξαγοράς, παρακρατείται κάθε μήνα από τη σύνταξη και μέχρι την εξόφληση ποσό ίσο με το . του ποσού της σύνταξης.
Ο πλασματικός χρόνος ασφάλισης του άρθρου 141 του ν. 3655/2008 (ΦΕΚ 58 Α΄), συνυπολογίζεται και για τη συμπλήρωση του χρόνου συνταξιοδότησης λόγω γήρατος, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 10 του άρθρου αυτού, καθώς και των 4.500 ημερών ή δεκαπέντε (15) ετών ασφάλισης.
Οι χρόνοι των περιπτώσεων γ΄ και ζ΄ συνυπολογίζονται μόνο για τη θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος λόγω γήρατος και όχι για τον προσδιορισμό του δικαιούμενου ποσού σύνταξης.
Ο χρόνος κατά τον οποίο ο ασφαλισμένος έλαβε σύνταξη αναπηρίας συνυπολογίζεται για τη συμπλήρωση των ελάχιστων προϋποθέσεων που απαιτούνται για τη συνταξιοδότηση λόγω γήρατος.
Όσοι συμπληρώνουν τον απαιτούμενο χρόνο ασφάλισης για συνταξιοδότηση λόγω γήρατος μέχρι 31.12.2010, με προσμέτρηση χρόνων που προβλέπονται στο άρθρο 40 του ν. 2084/1992, εφόσον η σχετική αίτηση αναγνώρισης υποβληθεί μέχρι 31.12.2013, ακολουθούν τις κατά περίπτωση προϋποθέσεις συνταξιοδότησης, που ισχύουν κατά το έτος 2010.
3. Οι αναγνωριζόμενοι χρόνοι συνυπολογίζονται για τη θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος, εφόσον ο ασφαλισμένος έχει πραγματοποιήσει τουλάχιστον 3.600 ημέρες ή δώδεκα (12) έτη ασφάλισης.
Ο συνολικός χρόνος ο οποίος, με βάση τα ανωτέρω, συνυπολογίζεται ή αναγνωρίζεται για τη θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος, δεν μπορεί να υπερβεί τα επτά (7) έτη.
Ειδικότερα, ο χρόνος αυτός καθορίζεται κατ’ ανώτατο όριο:
α) σε τέσσερα (4) έτη για όσους θεμελιώνουν συνταξιοδοτικό δικαίωμα εντός του έτους 2011,
β) σε πέντε (5) έτη για όσους θεμελιώνουν συνταξιοδοτικό δικαίωμα εντός του έτους 2012,
γ) σε έξι (6) έτη για όσους θεμελιώνουν συνταξιοδοτικό δικαίωμα εντός του έτους 2013 και
δ) σε επτά (7) έτη για όσους θεμελιώνουν συνταξιοδοτικό δικαίωμα από 1.1.2014 και εφεξής.»
Η ισχύς της παραγράφου αυτής αρχίζει από 1.1.2011.
19. Στο τέλος του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 2 του άρθρου 155 του ν. 3528/2007 «Κύρωση του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ.» (ΦΕΚ 26 Α΄) προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«Ο υπάλληλος με αίτησή του, που υποβάλλεται έξι (6) μήνες πριν τη συμπλήρωση τριάντα πέντε (35) ετών πραγματικής και συντάξιμης δημόσιας υπηρεσίας, καθώς και του ορίου ηλικίας υποχρεωτικής αποχώρησης, μπορεί να ζητήσει να παραμείνει στην υπηρεσία έως τρία (3) επιπλέον έτη και έως τη συμπλήρωση κατ’ ανώτατο όριο του 65ού έτους της ηλικίας.»
Κατά την πρώτη εφαρμογή της διάταξης η αίτηση γίνεται αποδεκτή εφόσον υποβληθεί εντός δεκαπέντε (15) ημερών από τη δημοσίευση του νόμου αυτού. Δυνατότητα ασκήσεως του ανωτέρω δικαιώματος έχουν και όσοι έχουν αυτοδικαίως απολυθεί από 1ης Ιουνίου 2010.
20. Διατάξεις Κανονισμών Εργασίας και Επιχειρησιακών Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας που εφαρμόζονται σε εργαζόμενους του ευρύτερου δημόσιου τομέα, όπως αυτός ορίζεται από το ν.1256/1982 (ΦΕΚ 65 Α΄), και προβλέπουν αυτοδίκαιη και υποχρεωτική απόλυση με τη συμπλήρωση είτε του οριζόμενου σε αυτές χρόνου υπηρεσίας και ανεξαρτήτως ορίου ηλικίας, είτε του ορίου ηλικίας που προβλέπεται από τις ισχύουσες διατάξεις για συνταξιοδότηση λόγω γήρατος, δεν εφαρμόζονται, εφόσον υποβληθεί από τον εργαζόμενο αίτηση παραμονής στην υπηρεσία που γίνεται υποχρεωτικά αποδεκτή από τον εργοδότη. Η παραμονή δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερη των τριών (3) ετών εκτός και εάν δεν θεμελιώνεται δικαίωμα για συνταξιοδότηση με πλήρη σύνταξη.
Άρθρο 11
Αναπροσαρμογή συντάξεων και ορίων ηλικίας
1. α) Από 1.1.2014 οι συντάξεις των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης, συμπεριλαμβανομένων των συντάξεων του Δημοσίου αναπροσαρμόζονται κατ’ έτος με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης στη βάση συντελεστή που διαμορφώνεται κατά 50% από τη μεταβολή του ΑΕΠ και κατά 50% από τη μεταβολή του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή του προηγούμενου έτους και δεν υπερβαίνει την ετήσια μεταβολή του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή.
β) Οι διατάξεις της συνταξιοδοτικής νομοθεσίας του Δημοσίου με τις οποίες προβλέπεται αναπροσαρμογή ή αύξηση των συντάξεων, που καταβάλλονται από αυτό, κατά τρόπο διαφορετικό από τον οριζόμενο με τις διατάξεις της προηγούμενης περίπτωσης ή με βάση τις ισχύουσες κάθε φορά μισθολογικές διατάξεις, καταργούνται από 1.1.2014.
2. Από την 1.1.2011 και ανά διετία η Εθνική Αναλογιστική Αρχή εκπονεί αναλογιστικές μελέτες, οι οποίες επικυρώνονται από την Επιτροπή Οικονομικής Πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με αντικείμενο τη συνεχή παρακολούθηση της εξέλιξης της εθνικής συνταξιοδοτικής δαπάνης. Με ειδικό νόμο ανακαθορίζονται οι συντάξεις με στόχο τη διασφάλιση της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας του ασφαλιστικού συστήματος. Το ύψος των ανωτέρω δαπανών για τη βασική, την αναλογική και την επικουρική σύνταξη, προβαλλόμενο έως το έτος 2060, δεν πρέπει να υπερβαίνει το περιθώριο αύξησης των 2,5 ποσοστιαίων μονάδων του ΑΕΠ, με έτος αναφοράς το 2009.
3. Τα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης των ασφαλισμένων των οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης και του Δημοσίου, ανεξαρτήτως χρόνου υπαγωγής στην ασφάλιση, τα οποία προβλέπονται στο άρθρο 10 του παρόντος νόμου και σε καταστατικές ή γενικές διατάξεις νόμων, ανακαθορίζονται κατά τη μεταβολή του προσδόκιμου ζωής του πληθυσμού της χώρας, με σημείο αναφοράς την ηλικία των 65 ετών. Η ισχύς της παραγράφου αυτής αρχίζει από 1.1.2021 και κατά την πρώτη εφαρμογή της, λαμβάνεται υπόψη η μεταβολή της δεκαετίας 2010 έως και 2020. Από 1.1.2024 τα ανωτέρω όρια ανακαθορίζονται ανα τριετία. Η αναπροσαρμογή των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης, γίνεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, που εκδίδεται κατά το τελευταίο έτος κάθε περιόδου με βάση τους σχετικούς δείκτες που προσδιορίζονται από την Ελληνική Στατιστική Αρχή και την Eurostat και αφορούν στην επόμενη περίοδο.
Άρθρο 12
Γενικοί όροι συνταξιοδότησης επιζώντος συζύγου
1. Ο επιζών σύζυγος δεν δικαιούται σύνταξη από ασφαλιστικούς οργανισμούς κύριας ή επικουρικής ασφάλισης, ή το Δημόσιο κατά περίπτωση, στις εξής περιπτώσεις:
Α. Αν ο θάνατος του ασφαλισμένου συζύγου επήλθε πριν από την πάροδο τριών (3) ετών από την τέλεση του γάμου, εκτός αν:
α) Ο θάνατος οφείλεται σε ατύχημα, εργατικό ή μη.
β) Κατά τη διάρκεια του γάμου γεννήθηκε, νομιμοποιήθηκε, αναγνωρίσθηκε ή υιοθετήθηκε τέκνο.
γ) Η χήρα κατά το χρόνο του θανάτου τελούσε σε κατάσταση εγκυμοσύνης, η οποία δεν διεκόπη και γεννήθηκε ζων τέκνο.
Β. Αν ο θανών ελάμβανε κατά την τέλεση του γάμου σύνταξη αναπηρίας ή γήρατος, ο δε θάνατος επήλθε πριν από την πάροδο πέντε (5) ετών από την τέλεση του γάμου εκτός και εάν στην περίπτωση αυτή συντρέχει ένας από τους ανωτέρω με στοιχεία β΄ και γ΄ αναφερόμενους λόγους.
2. Οι ανωτέρω διατάξεις εφαρμόζονται τόσο για τους έως 31.12.1992 ασφαλισμένους όσο και για τους μετά την 1.1.1993 ασφαλισμένους σε οποιονδήποτε φορέα ασφάλισης ή το Δημόσιο. Κάθε διάταξη που ρυθμίζει διαφορετικά το ανωτέρω θέμα καταργείται.
Διατάξεις που θέτουν πρόσθετους περιορισμούς στη λήψη σύνταξης από τον επιζώντα σύζυγο, καθώς και οι διατάξεις της συνταξιοδοτικής νομοθεσίας του Δημοσίου, που προβλέπουν τη χορήγηση της σύνταξης στον επιζώντα σύζυγο ανεξάρτητα από τη διάρκεια του έγγαμου βίου, εξακολουθούν να ισχύουν.
Άρθρο 13
Ειδικοί όροι συνταξιοδότησης επιζώντων συζύγων
1. Το άρθρο 62 του ν. 2676/1999 (ΦΕΚ 1 Α΄), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 4 του ν. 3385/2005 (ΦΕΚ 210 Α΄), αντικαθίσταται ως εξής:
«1.α. Σε περίπτωση θανάτου ασφαλισμένου ή συνταξιούχου ασφαλιστικού οργανισμού κύριας ή επικουρικής ασφάλισης, στον επιζώντα των συζύγων, που θεμελιώνει συνταξιοδοτικό δικαίωμα λόγω θανάτου σύμφωνα με τις γενικές ή καταστατικές διατάξεις του κάθε οργανισμού, καταβάλλεται η σύνταξη για μία τριετία από την πρώτη του επομένου του θανάτου μήνα.
β. Μετά την πάροδο της τριετίας, σε περίπτωση που ο επιζών των συζύγων εργάζεται ή αυτοαπασχολείται ή λαμβάνει σύνταξη από οποιαδήποτε πηγή, η σύνταξη περιορίζεται στο 50% της σύνταξης λόγω θανάτου έως τη συμπλήρωση του 65ου έτους της ηλικίας του. Μετά τη συμπλήρωση του ορίου αυτού ο επιζών σύζυγος λαμβάνει το 70% της σύνταξης αυτής.
γ. Εάν ο επιζών των συζύγων, κατά την ημερομηνία θανάτου, είναι ανάπηρος σωματικά ή πνευματικά σε ποσοστό 67% και άνω, λαμβάνει ολόκληρη τη σύνταξη, για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί η αναπηρία του, ανεξαρτήτως άλλων προϋποθέσεων.
δ. Στην περίπτωση που ο επιζών των συζύγων λαμβάνει και σύνταξη από ίδιο δικαίωμα ή περισσότερες της μίας συντάξεις λόγω θανάτου, κύριες ή επικουρικές, ο περιορισμός του ποσού της σύνταξης που προβλέπεται στην παράγραφο αυτή γίνεται σε μία από τις κύριες, καθώς και μία από τις επικουρικές συντάξεις της επιλογής του, μη εφαρμοζομένων των διατάξεων της περίπτωσης δ΄ της παραγράφου 6 του άρθρου 5 του ν. 825/1978 (ΦΕΚ 189 Α΄), όπως ισχύουν κάθε φορά.
2. Εάν ο θανών καταλείπει τέκνα ανάπηρα ή ανήλικα ή σπουδάζοντα σε ανώτερες ή ανώτατες σχολές και έως του 24ου έτους της ηλικίας τους, που δικαιούνται σύνταξη σύμφωνα με τις γενικές ή καταστατικές διατάξεις των φορέων που χορηγούν τη σύνταξη θανάτου, το υπόλοιπο της σύνταξης του επιζώντα των συζύγων, σε περίπτωση που καταβάλλεται μειωμένη, επιμερίζεται στα τέκνα σε ίσα μέρη.
Ο κατά τα ανωτέρω επιμερισμός χωρεί και στην περίπτωση που η σύνταξη του επιζώντα, που καταβάλλεται από τους Ασφαλιστικούς Οργανισμούς αρμοδιότητας Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, αναστέλλεται κατ’ εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου 2 του άρθρου 6 του ν. 1379/1983 (ΦΕΚ 101 Α΄), όπως κάθε φορά ισχύουν ή μειώνεται σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 14 του άρθρου 8 του ν. 2592/ 1998 (ΦΕΚ 57 Α΄), όπως ισχύουν.
3. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν εφαρμόζονται σε περίπτωση θανάτου ασφαλισμένου ή συνταξιούχου του ΟΓΑ, ο οποίος λαμβάνει σύνταξη με βάση τις διατάξεις του ν. 4169/1961 (ΦΕΚ 81 Α΄), του ν.δ. 4575/ 1966 (ΦΕΚ 227 Α΄), του ν.δ. 1390/1973 (ΦΕΚ 103 Α΄), του ν. 1745/1987 (ΦΕΚ 234 Α΄) και του ν. 2458/1997 (ΦΕΚ 15 Α΄), καθώς και στην περίπτωση που ο επιζών σύζυγος είναι ασφαλισμένος ή συνταξιούχος του ΟΓΑ και λαμβάνει σύνταξη σύμφωνα με τις προαναφερόμενες διατάξεις.»
2. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου έχουν ανάλογη εφαρμογή και στους επιζώντες συζύγους, στους συνταξιούχους λόγω θανάτου του Δημοσίου, με εξαίρεση όσους λαμβάνουν και εξ ιδίου δικαιώματος σύνταξη από το Δημόσιο, ή πολεμική σύνταξη γενικά ή σύνταξη με βάση τις διατάξεις των νόμων 1897/1990 (ΦΕΚ 120 Α΄) και 1977/1991 (ΦΕΚ 185 Α΄), καθώς και για όσους υπάγονται στις διατάξεις της παραγράφου 14 του άρθρου 8 του ν. 2592/1998 (ΦΕΚ 57 Α΄).
3. Οι διατάξεις του άρθρου αυτού εφαρμόζονται στις περιπτώσεις που ο θάνατος επέρχεται μετά την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος άρθρου.
4. Οι διατάξεις της παραγράφου 1 έχουν εφαρμογή και στους Φορείς και τομείς επικουρικής ασφάλισης, οι ασφαλισμένοι των οποίων συνταξιοδοτούνται από το Δημόσιο ή από φορέα κύριας ασφάλισης με καθεστώς εξομοιούμενο με αυτό του Δημοσίου.
5. Διατάξεις που ρυθμίζουν το θέμα αυτό διαφορετικά καταργούνται.
Άρθρο 14
Συνταξιοδότηση θυγατέρων
1. α. Οι διατάξεις της παραγράφου 4 του άρθρου 5 του π.δ. 169/2007 (ΦΕΚ 210 Α΄) αντικαθίστανται ως εξής:
«4. Οι θυγατέρες και άπορες άγαμες αδελφές, αποκτούν δικαίωμα σύνταξης με τους ίδιους όρους και προϋποθέσεις που αποκτούν το δικαίωμα αυτό και τα αγόρια.»
β. Οι διατάξεις της παραγράφου 5 του άρθρου 31 του π.δ. 169/2007, αντικαθίστανται ως εξής:
«5. Οι θυγατέρες και άπορες άγαμες αδελφές, αποκτούν δικαίωμα σύνταξης με τους ίδιους όρους και προϋποθέσεις που αποκτούν το δικαίωμα αυτό και τα αγόρια.»
γ. Οι διατάξεις της προηγούμενης περίπτωσης έχουν ανάλογη εφαρμογή και για όσα από τα πρόσωπα που αναφέρονται σε αυτές υπάγονται στις διατάξεις του π.δ.167/2007 (ΦΕΚ 208 Α΄) και του π.δ. 168/2007 (ΦΕΚ 209 Α΄).
δ. Οι διατάξεις της περίπτωσης γ΄ της παραγράφου 1 των άρθρων 5 και 31 του π.δ. 169/2007 (ΦΕΚ 210 Α΄), της περίπτωσης γ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 2 του π.δ. 167/2007 (ΦΕΚ 208 Α΄) καθώς και της περίπτωσης γ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 35 του π.δ. 168/2007 (ΦΕΚ 209 Α΄), καταργούνται και οι ακολουθούσες περιπτώσεις αναριθμούνται αναλόγως.
Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής δεν έχουν εφαρμογή για τα αναφερόμενα σε αυτές πρόσωπα, των οποίων το δικαίωμα γεννήθηκε πριν την ημερομηνία δημοσίευσης του νόμου αυτού.
2. α. Οι διατάξεις της παραγράφου 5 του άρθρου 5 του π.δ. 169/2007 (ΦΕΚ 210 Α΄) αντικαθίστανται ως εξής:
«5. Στις άγαμες ή διαζευγμένες θυγατέρες, εκτός από τις ανίκανες με ποσοστό 67% και άνω, μετά την ενηλικίωσή τους ή το τέλος των σπουδών τους η σύνταξή τους καταβάλλεται ολόκληρη μεν αν το συνολικό, εκτός από την κύρια και επικουρική σύνταξη, μηνιαίο πραγματικό ακαθάριστο εισόδημά τους, όπως αυτό προκύπτει από τη φορολογική τους δήλωση του προηγούμενου οικονομικού έτους, δεν υπερβαίνει το 30πλάσιο του ημερομισθίου ανειδίκευτου εργάτη, όπως αυτό ισχύει κατά το έτος που αποκτήθηκαν τα εισοδήματα, περιορίζεται δε κατά το ένα τρίτο (1/3) του ποσού της, αν το εισόδημα αυτό υπερβαίνει το 30πλάσιο όχι όμως και το 40πλάσιο, κατά το ένα δεύτερο (1/2) αυτής εφόσον υπερβαίνει το 40πλάσιο, όχι όμως και το 60πλάσιο και κατά τα τρία τέταρτα (3/4) αυτής εφόσον υπερβαίνει το 50πλάσιο όχι όμως και το 60πλάσιο, μετά την υπέρβαση του οποίου η καταβολή της σύνταξης αναστέλλεται.»
β. Οι διατάξεις της παραγράφου 6 του άρθρου 31 του π.δ. 169/2007 (ΦΕΚ 210 Α΄) αντικαθίστανται ως εξής:
«6. Στις άγαμες ή διαζευγμένες θυγατέρες, εκτός από τις ανίκανες με ποσοστό 67% και άνω, μετά την ενηλικίωσή τους ή το τέλος των σπουδών τους η σύνταξή τους καταβάλλεται ολόκληρη μεν αν το συνολικό, εκτός από την κύρια και επικουρική σύνταξη, μηνιαίο πραγματικό ακαθάριστο εισόδημά τους, όπως αυτό προκύπτει από τη φορολογική τους δήλωση του προηγούμενου οικονομικού έτους, δεν υπερβαίνει το 30πλάσιο του ημερομισθίου ανειδίκευτου εργάτη, όπως αυτό ισχύει κατά το έτος που αποκτήθηκαν τα εισοδήματα, περιορίζεται δε κατά το ένα τρίτο (1/3) του ποσού της, αν το εισόδημα αυτό υπερβαίνει το 30πλάσιο όχι όμως και το 40πλάσιο, κατά το ένα δεύτερο (1/2) αυτής εφόσον υπερβαίνει το 40πλάσιο, όχι όμως και το 60πλάσιο και κατά τα τρία τέταρτα (3/4) αυτής εφόσον υπερβαίνει το 50πλάσιο όχι όμως και το 60πλάσιο, μετά την υπέρβαση του οποίου η καταβολή της σύνταξης αναστέλλεται.»
γ. Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής έχουν ανάλογη εφαρμογή και για τα αναφερόμενα σε αυτές πρόσωπα που συνταξιοδοτούνται με βάση τις οικείες διατάξεις του π.δ.167/2007(ΦΕΚ 208 Α΄) και του π.δ. 168/2007 (ΦΕΚ 209 Α΄), κατά περίπτωση.
3. Οι διατάξεις του άρθρου αυτού έχουν ανάλογη εφαρμογή και για όσα από τα αναφερόμενα σε αυτές πρόσωπα υπάγονται στο συνταξιοδοτικό καθεστώς των Ασφαλιστικών Φορέων αρμοδιότητας του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, καθώς και του Ν.Α.Τ.. Εξακολουθεί να ισχύει κάθε πρόβλεψη για διακοπή σύνταξης και επαναχορήγησή της στο 65ο έτος. Κάθε αντίθετη διάταξη καταστατική ή γενική καταργείται.
Άρθρο 15
Επικουρικές Συντάξεις
1. Η Εθνική Αναλογιστική Αρχή, έως το τέλος του 2011, εκπονεί υποχρεωτικά αναλογιστικές μελέτες βιωσιμότητας των Επικουρικών Φορέων, Τομέων και Αυτοτελών Κλάδων. Η Εθνική Αναλογιστική Αρχή καλεί εντός δύο μηνών από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού τους Επικουρικούς Φορείς, Τομείς και Αυτοτελείς Κλάδους να αποστείλουν τα απαραίτητα στοιχεία για την εκπόνηση των αναλογιστικών μελετών.
Τα Διοικητικά Συμβούλια των ανωτέρω φορέων εντός δύο μηνών από τη διαβίβαση της μελέτης προτείνουν στον Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης το ποσοστό αναπλήρωσης των συντάξεων, σύμφωνα με τις προτάσεις της Εθνικής Αναλογιστικής Αρχής με σκοπό τη διασφάλιση της βιωσιμότητας των Ταμείων και την αποτροπή της δημιουργίας ελλειμμάτων και η προσαρμογή γίνεται με νόμο.
2. Αν δεν αποσταλούν εντός τεσσάρων (4) μηνών από την ημερομηνία που θα ζητηθούν τα απαραίτητα για την εκπόνηση της αναλογιστικής μελέτης στοιχεία η προσαρμογή γίνεται με τη διαδικασία της παραγράφου 1 χωρίς να απαιτείται η γνώμη των Διοικητικών Συμβουλίων των Ταμείων, σύμφωνα με την πρόταση της Εθνικής Αναλογιστικής Αρχής.
3. Για τους ασφαλισμένους μετά την 1.1.1993 ισχύουν οι διατάξεις του άρθρου 34 του ν. 2084/1992 (ΦΕΚ 165 Α΄).
4. Οι διατάξεις των άρθρων 60 έως και 69 του ν. 3371/ 2005 (ΦΕΚ 178 Α΄) εξακολουθούν να ισχύουν.
Άρθρο 16
Απασχόληση συνταξιούχων
1. Το άρθρο 63 του ν. 2676/1999 (ΦΕΚ 1 Α΄) αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Οι συνταξιούχοι λόγω γήρατος φορέων κύριας ασφάλισης που αναλαμβάνουν εργασία, υπόκεινται στους εξής περιορισμούς:
α) Για όσους δεν έχουν συμπληρώσει το 55ο έτος της ηλικίας τους αναστέλλεται η καταβολή της σύνταξης ή των συντάξεων, κύριων και επικουρικών.
β) Μετά τη συμπλήρωση του 55ου έτους, το ποσό της ακαθάριστης κύριας σύνταξης ή του αθροίσματος των ακαθάριστων κύριων συντάξεων, που υπερβαίνει τα τριάντα ημερομίσθια ανειδίκευτου εργάτη, όπως αυτά διαμορφώνονται κάθε φορά και ισχύουν την 31η Δεκεμβρίου του προηγούμενου έτους, καταβάλλεται μειωμένο κατά εβδομήντα τοις εκατό (70%). Για κάθε τέκνο που είναι ανήλικο ή σπουδάζει σε ανώτερες ή ανώτατες σχολές και έως τη συμπλήρωση του 24ου έτους ή είναι ανίκανο για κάθε βιοποριστική εργασία, ο αριθμός των ανωτέρω ημερομισθίων προσαυξάνεται κατά έξι ημερομίσθια ανειδίκευτου εργάτη, όπως αυτά διαμορφώνονται κάθε φορά. Σε περίπτωση συρροής συντάξεων, η μείωση γίνεται στο ποσό της μεγαλύτερης κύριας σύνταξης και εφόσον αυτό δεν επαρκεί, το υπόλοιπο ποσό περικόπτεται από την αμέσως επόμενη ή επόμενες σε ύψος κύριες συντάξεις.
Ειδικότερα για τους δικαιούχους κατωτάτων ορίων συντάξεων, η σύνταξή τους περιορίζεται στο οργανικό ποσό, όπως αυτό προκύπτει από τα ασφαλιστικά δεδομένα. Εάν το οργανικό ή τα οργανικά ποσά υπερβαίνουν τα προαναφερόμενα κατά περίπτωση ημερομίσθια ανειδίκευτου εργάτη, τότε τα ποσά αυτά περικόπτονται ως ανωτέρω. Τα ανωτέρω έχουν εφαρμογή και στα πρόσωπα της παραγράφου 2 του άρθρου 2 του ν. 3833/2010 (ΦΕΚ 40 Α΄). Για τον απασχολούμενο συνταξιούχο καταβάλλονται οι προβλεπόμενες από τις οικείες διατάξεις για τους λοιπούς ασφαλισμένους εισφορές εργοδότη και ασφαλισμένου, οι οποίες βαρύνουν τον εργοδότη και τον ασφαλισμένο αντίστοιχα.
2. Οι συνταξιούχοι της προηγούμενης παραγράφου, που ασκούν δραστηριότητα υπακτέα στην ασφάλιση του Οργανισμού Ασφάλισης Ελευθέρων Επαγγελματιών (Ο.Α.Ε.Ε.) και του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολούμενων (Ε.Τ.Α.Α.), υπόκεινται στους εξής περιορισμούς:
α) Για όσους δεν έχουν συμπληρώσει το 55ο έτος της ηλικίας τους αναστέλλεται η καταβολή της σύνταξης ή των συντάξεων, κύριων και επικουρικών.
Υποχρεούνται δε στην καταβολή των προβλεπόμενων εισφορών.
β) Μετά τη συμπλήρωση του 55ου έτους της ηλικίας, υποχρεούνται να καταβάλουν τις προβλεπόμενες από τις οικείες διατάξεις εισφορές προσαυξημένες κατά πενήντα τοις εκατό (50%). Σε περίπτωση που το ποσό της κύριας ή των κύριων συντάξεων υπερβαίνει τα εξήντα (60) ημερομίσθια ανειδίκευτου εργάτη, όπως διαμορφώνονται κάθε φορά και ισχύουν την 31η Δεκεμβρίου του προηγούμενου έτους, το ποσό που υπερβαίνει το ανωτέρω όριο περικόπτεται.
Για τους ανωτέρω συνταξιούχους, οι οποίοι υπάγονται στην ασφάλιση του Ε.Τ.Α.Α., καταβάλλονται οι προβλεπόμενες για τους από 1.1.1993 ασφαλισμένους εισφορές, εργοδότη και ασφαλισμένου. Από την καταβολή προσαυξημένων ασφαλιστικών εισφορών εξαιρούνται οι ανωτέρω συνταξιούχοι, οι οποίοι λόγω απασχόλησης υπάγονταν σε περισσότερους του ενός ασφαλιστικούς φορείς και οι οποίοι μετά τη συνταξιοδότησή τους από έναν εκ των ανωτέρω φορέων, συνεχίζουν για την ίδια απασχόληση υποχρεωτικά την ασφάλισή τους στον οικείο Τομέα ασφάλισης.
3. Ο συνταξιούχος που αναλαμβάνει εργασία ή αυτοαπασχολείται μπορεί να χρησιμοποιήσει το χρόνο ασφάλισης κατά το διάστημα της αναστολής, ή περικοπής της σύνταξης, ή της καταβολής προσαυξημένων ή μη ασφαλιστικών εισφορών, για την προσαύξηση της σύνταξης από τον φορέα που συνταξιοδοτείται, ή για τη θεμελίωση νέου συνταξιοδοτικού δικαιώματος από άλλο φορέα, σύμφωνα με τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις περί διπλοσυνταξιούχων. Σε περίπτωση αξιοποίησης του χρόνου στον φορέα από τον οποίο συνταξιοδοτείται, ο υπολογισμός για την προσαύξηση της ήδη καταβαλλόμενης σύνταξης γίνεται με ποσοστό 1,714% επί των συντάξιμων αποδοχών, οι οποίες δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερες του 25πλάσιου του ημερομισθίου του ανειδίκευτου εργάτη, ή επί των ασφαλιστικών κατηγοριών, για κάθε έτος συντάξιμης υπηρεσίας ή 300 ημέρες εργασίας. Ο Οργανισμός ή ο Τομέας στον οποίο ασφαλίστηκε ο συνταξιούχος, συμμετέχει στη δαπάνη συνταξιοδότησης και για το διακανονισμό εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 2 του ν. 3232/2004 (ΦΕΚ 48 Α΄).
4. Εάν οι συνταξιούχοι αναπηρίας φορέων κύριας ασφάλισης, αναλάβουν εργασία ή αυτοαπασχολούνται, και κερδίζουν, ανάλογα με το βαθμό της αναπηρίας τους, περισσότερα από όσα κερδίζει υγιής απασχολούμενος, σύμφωνα με τους γενικούς όρους αμοιβής, διακόπτεται η σύνταξή τους ή οι συντάξεις τους, κύριες και επικουρικές.
5. Οι συνταξιούχοι των παραγράφων 1, 2 και 4 του παρόντος υποχρεούνται, πριν αναλάβουν εργασία ή αυτοαπασχοληθούν, να δηλώσουν τούτο στον φορέα ή στους φορείς από τους οποίους συνταξιοδοτούνται για κύρια σύνταξη. Στους φορείς επικουρικής ασφάλισης υποβάλλεται σχετική δήλωση από τους συνταξιούχους αναπηρίας, καθώς και από τους συνταξιούχους γήρατος, εφόσον οι τελευταίοι δεν έχουν συμπληρώσει το 55ο έτος της ηλικίας. Παράλειψη της δηλώσεως συνεπάγεται καταλογισμό σε βάρος του συνταξιούχου του ποσού των συντάξεων που έλαβε κατά το χρονικό διάστημα της εργασίας του ή κατά το διάστημα που αυτοαπασχολείτο, και πρόστιμο επί του καταλογισθέντος ποσού ίσο με το νόμιμο τόκο υπερημερίας. Το καταλογιζόμενο αυτό ποσό δεν μπορεί να είναι μικρότερο από δύο (2) μηνιαίες συντάξεις ακόμη και αν το διάστημα εργασίας ή απασχόλησης είναι μικρότερο.
6. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν έχουν εφαρμογή:
α) στον επιζώντα των συζύγων,
β) στους συνταξιούχους του ΟΓΑ,
γ) στους πολύτεκνους των οποίων το ένα τουλάχιστον των τέκνων είναι ανήλικο ή σπουδάζει σε ανώτερες ή ανώτατες σχολές και έως τη συμπλήρωση του 24ου έτους της ηλικίας του ή είναι ανίκανο για κάθε βιοποριστική εργασία,
δ) στα πρόσωπα για τα οποία ισχύουν οι διατάξεις των Καν. (ΕΟΚ) 1408/71 και 574/72, καθώς και των διμερών συμβάσεων κοινωνικής ασφάλειας,
ε) στα πρόσωπα που συνταξιοδοτήθηκαν με το ν. 3185/2003 και μέχρι τη συμπλήρωση του 55ου έτους της ηλικίας τους.
7. Κάθε διάταξη που ρυθμίζει διαφορετικά το θέμα καταργείται.
8. Με νόμο δύναται να τροποποιείται το ποσό της περιπτώσεως β΄ των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου αυτού, καθώς και το ύψος του προστίμου της παραγράφου 5 του παρόντος.»
2. Οι ανωτέρω ρυθμίσεις ισχύουν για όσους συνταξιούχους αναλάβουν εργασία ή αυτοαπασχολούνται ή διοριστούν σε θέσεις της παραγράφου 2 του άρθρου 2 του ν. 3833/2010 (ΦΕΚ 40 Α΄), από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου και εφεξής. Όσοι συνταξιούχοι έχουν ήδη αναλάβει εργασία ή αυτοαπασχολούνται ή έχουν διοριστεί σε θέσεις της παραγράφου 2 του άρθρου 2 του ν. 3833/2010 (ΦΕΚ 40 Α΄), και έως την ισχύ του παρόντος νόμου δεν καταλαμβάνονταν από τις διατάξεις του άρθρου 63 του ν. 2676/1999 (ΦΕΚ 1 Α΄), όπως ίσχυαν έως την αντικατάστασή του με το παρόν άρθρο, οι ανωτέρω διατάξεις εφαρμόζονται από 1.1.2013. Οι διατάξεις του άρθρου 63 του ν. 2676/1999 (ΦΕΚ 1 Α΄), όπως αυτό ίσχυε έως την αντικατάστασή του με το παρόν, εξακολουθούν να ισχύουν έως 31.12.2012 για όσους συνταξιούχους είχαν ήδη υπαχθεί σε αυτές έως την έναρξη ισχύος του παρόντος. Από 1.1.2013 εφαρμόζονται και στην περίπτωση αυτή οι διατάξεις του παρόντος άρθρου, καταργουμένης κάθε αντίθετης διάταξης.
3. α. Οι διατάξεις του άρθρου αυτού έχουν ανάλογη εφαρμογή και για όσους συνταξιοδοτούνται με βάση τις διατάξεις του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων, που εργάζονται εκτός του ευρύτερου δημόσιου τομέα όπως αυτός έχει οριοθετηθεί με τις διατάξεις της παραγράφου 6 του άρθρου 1 του ν. 1256/1982 (ΦΕΚ 65 Α΄) ή αυτοαπασχολούνται.
Οι διατάξεις της παραγράφου 14 του άρθρου 8 του ν. 2592/1998 (ΦΕΚ 57 Α΄), καθώς και των παραγράφων 1 έως 7 του άρθρου 58 του π.δ. 169/2007, εξακολουθούν να ισχύουν.
β. Οι συνταξιούχοι της προηγούμενης περίπτωσης, υποχρεούνται, πριν αναλάβουν εργασία ή αυτοαπασχοληθούν, να δηλώσουν τούτο στην Υπηρεσία Συντάξεων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους. Παράλειψη της δηλώσεως συνεπάγεται καταλογισμό σε βάρος του συνταξιούχου του ποσού των συντάξεων που έλαβε κατά το χρονικό διάστημα της εργασίας του ή κατά το διάστημα που αυτοαπασχολείτο, και πρόστιμο επί του καταλογισθέντος ποσού ίσο με το νόμιμο τόκο υπερημερίας.
Άρθρο 17
Πίνακας Βαρέων και Ανθυγιεινών Επαγγελμάτων
1. Ο πίνακας των Βαρέων και Ανθυγιεινών Επαγγελμάτων καταρτίζεται για όλους τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, ύστερα από γνώμη της προβλεπόμενης από την παράγραφο 1 του άρθρου 20 του ν. 3790/2009 (ΦΕΚ 143 Α΄), Διαρκούς Επιτροπής Κρίσεως Βαρέων και Ανθυγιεινών Επαγγελμάτων και γνωμοδότηση του Συμβουλίου Κοινωνικής Ασφάλισης (Σ.Κ.Α.). Ο νέος πίνακας Βαρέων και Ανθυγιεινών Επαγγελμάτων εφαρμόζεται από 1.7.2011, για όλους τους εργαζόμενους. Όσοι απασχολούνται σε εργασίες ή επαγγέλματα τα οποία εξαιρούνται από τον πίνακα των ΒΑΕ, εφόσον συμπληρώνουν τις ελάχιστες προϋποθέσεις συνταξιοδότησης έως 31.12.2015, εξακολουθούν να υπάγονται στο καθεστώς συνταξιοδότησης των ΒΑΕ. Οι λοιποί εργαζόμενοι που εξαιρούνται από τον πίνακα ΒΑΕ, λαμβάνουν την προσαύξηση που προβλέπεται από το άρθρο 32 του ν.1902/1990 (ΦΕΚ 138 Α´) για τις ημέρες ασφάλισής τους στα ΒΑΕ.
2. Ο πίνακας αυτός μπορεί να τροποποιείται ή να συμπληρώνεται με την ίδια διαδικασία, σε χρονικά διαστήματα μεγαλύτερα των τριών (3) ετών από τη δημοσίευση της Υπουργικής Απόφασης της πρώτης παραγράφου.
Άρθρο 18
Παράλληλη ασφάλιση για τους ασφαλισμένους πριν την 1.1.1993
1. Στην ασφάλιση του κλάδου κύριας σύνταξης του ΙΚΑ−ΕΤΑΜ υπάγονται υποχρεωτικά και αυτοδίκαια οι δημόσιοι, δημοτικοί και κοινοτικοί υπάλληλοι που έχουν ασφαλισθεί σε οποιοδήποτε ασφαλιστικό φορέα έως 31.12.1992, οι οποίοι απασχολούνται σε εργασία ασφαλιστέα κατά την κείμενη νομοθεσία στο ΙΚΑ−ΕΤΑΜ κατά το ίδιο χρονικό διάστημα που λογίζεται συντάξιμο σύμφωνα με τη νομοθεσία του Δημοσίου.
2. Η διάταξη που προστέθηκε με το άρθρο 40 του ν. 1469/1984 (ΦΕΚ 111 Α΄) στο τέλος της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του ν. 1296/1982 (ΦΕΚ 128 Α΄) καταργείται, υπαγόμενων των προσώπων αυτών από την έναρξη ισχύος της παρούσας στην ασφάλιση του κλάδου κύριας σύνταξης του ΙΚΑ−ΕΤΑΜ.
Τυχόν προγενέστερη της έναρξης ισχύος της παρούσας ασφάλιση των προσώπων των παραγράφων 1 και 2 του παρόντος άρθρου στο ΙΚΑ−ΕΤΑΜ θεωρείται ισχυρή.
3. Όσοι ασφαλίσθηκαν σε οποιονδήποτε φορέα κύριας ασφάλισης πριν την 1.1.1993 και είναι σήμερα ασφαλισμένοι στον κλάδο κύριας ασφάλισης του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολούμενων (ΕΤΑΑ), υπάγονται υποχρεωτικά στην ασφάλιση του Οργανισμού Ασφάλισης Ελευθέρων Επαγγελματιών (ΟΑΕΕ), εφόσον ασκούν δραστηριότητα που υπάγεται στην ασφάλιση του Οργανισμού και δεν είναι συναφής με την επαγγελματική ιδιότητα του μηχανικού. Η ισχύς της διάταξης αυτής αρχίζει από τον επόμενο μήνα της δημοσίευσης στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Κάθε αντίθετη διάταξη καταργείται.
Άρθρο 19
Ρυθμίσεις ΟΓΑ
1. Από 1.1.2011 η εισφορά του ασφαλισμένου για τον κλάδο Υγείας του ΟΓΑ ορίζεται σε ποσοστό 2,5% επί του ποσού των ασφαλιστικών κατηγοριών στις οποίες έχουν καταταγεί οι ασφαλισμένοι. Από την ίδια ημερομηνία καταργούνται οι διατάξεις της παραγράφου 5 του άρθρου 17 του ν. 3144/2003 (ΦΕΚ 111 Α΄).
2. Η παράγραφος 3 του άρθρου 4 του ν. 2458/1997 (ΦΕΚ 15 Α΄), όπως έχει τροποποιηθεί με την παράγραφο 2 του άρθρου 67 του ν. 2676/1999 (ΦΕΚ 1 Α΄), αντικαθίσταται ως εξής:
«3. Τα ποσά των ασφαλιστικών κατηγοριών της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του ν. 2458/1997 (ΦΕΚ 15 Α΄), όπως έχουν διαμορφωθεί και ισχύουν σήμερα αναπροσαρμόζονται με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, ύστερα από γνώμη του Δ.Σ. του ΟΓΑ».
3. Η προβλεπόμενη από τις διατάξεις της παραγράφου 8α του άρθρου 7 του ν. 3232/2004 (ΦΕΚ 48 Α΄), αναπροσαρμογή των ποσών των μηνιαίων βασικών συντάξεων του ΟΓΑ (ν. 4169/1961 ΦΕΚ 81 Α΄), όπως διαμορφώθηκε με τις διατάξεις του άρθρου 38 του ν. 3522/2006 (ΦΕΚ 276 Α΄), ορίζεται από 1ης Οκτωβρίου 2009 σε τριάντα (30) ευρώ.
4. Η παρ. 1 του άρθρου 15 του ν. 2458/1997 (ΦΕΚ 15 Α΄), όπως τροποποιήθηκε με την παρ. 4α του άρθρου 7 του ν. 3050/2002 (ΦΕΚ 214 Α΄), αντικαθίσταται ως εξής:
«2. Πρόσωπα υπαγόμενα στην ασφάλιση του Κλάδου υποχρεούνται να προσκομίζουν βεβαίωση του ΟΓΑ περί εξοφλήσεως των ληξιπρόθεσμων οφειλών τους από ασφαλιστικές εισφορές προς τον Κλάδο, προκειμένου να τύχουν αποζημιώσεως γεωργικής παραγωγής από τον Οργανισμό Ελληνικών Γεωργικών Ασφαλίσεων (ΕΛ.Γ.Α.) ή δανειοδοτήσεως από τραπεζικά ιδρύματα ή επιχορηγήσεως ή επιδοτήσεως από το Ελληνικό Δημόσιο ή την Ευρωπαϊκή Ένωση, σχετικά με την επαγγελματική τους δραστηριότητα για την οποία ασφαλίζονται στον Κλάδο.»
5. Η παρ. 4 του άρθρου 15 του ν. 2458/1997 (ΦΕΚ 15 Α΄), όπως τροποποιήθηκε με την παρ. 4γ του άρθρου 7 του ν. 3050/2002 (ΦΕΚ 214 Α΄), αντικαθίσταται ως εξής:
«5. Στις περιπτώσεις αποζημίωσης ή δανειοδότησης ή επιχορήγησης ή επιδότησης της παραγράφου 2 είναι δυνατή η μη προσκόμιση βεβαίωσης εξοφλήσεως των οφειλών του Κλάδου, εφόσον από τα αντίστοιχα ποσά παρακρατείται το σύνολο των οφειλών αυτών και αποδίδεται στον ΟΓΑ.»
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ
ΑΣΦΑΛΙΣΗ ΕΙΔΙΚΩΝ ΜΟΡΦΩΝ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗΣ
Άρθρο 20
Αμοιβή και παρακράτηση εισφορών περιστασιακά απασχολούμενων
1. Στις ρυθμίσεις του κεφαλαίου αυτού υπάγονται υποχρεωτικά:
α) Το κατ’ οίκον απασχολούμενο προσωπικό που παρέχει εξαρτημένη εργασία ή υπηρεσίες, αμειβόμενο με την ώρα ή την ημέρα, σε τακτά ή μη χρονικά διαστήματα, είτε προς έναν είτε προς περισσότερους του ενός εργοδότες, για την ίδια μισθολογική περίοδο, που καλύπτεται από την ασφάλιση του ΙΚΑ−ΕΤΑΜ. Ενδεικτικά υπάγονται οι εξής εργασίες ή υπηρεσίες:
Οι υπηρεσίες οικογενειακής βοηθητικής φροντίδας (οικιακή καθαριότητα, γενικό νοικοκυριό), οι κηπουρικές εργασίες, οι μεμονωμένες μικροεπισκευαστικές εργασίες που δεν συνιστούν οικοδομικές εργασίες, η παράδοση ιδιαιτέρων μαθημάτων, η φύλαξη και μεταφορά παιδιών νηπίων και βρεφών, η υποστήριξη με τη παροχή κάθε μορφής βοήθειας και φροντίδας σε ηλικιωμένα άτομα, καθώς και σε άτομα με ειδικές ανάγκες συμπεριλαμβανομένης και της διευκόλυνσης για συμμετοχή σε πολιτιστικές, θρησκευτικές, ψυχαγωγικές και κοινωνικές δραστηριότητες ή και σε συμμετέχοντες σε προγράμματα αποκατάστασης ατόμων σε ιδρύματα μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα ή σε Στέγες Υποστηριζόμενης Διαβίωσης Ατόμων με Αναπηρία, που χαρακτηρίζονται από νοητική στέρηση (Σ.Υ.Δ.), οι αισθητικές φροντίδες (κομμωτική, περιποίηση προσώπου και σώματος), η περιποίηση ή νοσηλευτική φροντίδα αρρώστων ή κατάκοιτων ατόμων και η βοήθεια σε άτομα με προβλήματα κινητικότητας (φυσικοθεραπεία, κινησιοθεραπεία, συνοδεία εκτός οικίας).
β) Οι απασχολούμενοι ως εργάτες γης σε εργασίες καλυπτόμενες από την ασφάλιση του ΟΓΑ κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 27 του ν. 2639/1998 (ΦΕΚ 205 Α΄).
2. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης και ύστερα από γνωμοδότηση του Συμβουλίου Κοινωνικής Ασφάλισης, επιλύεται κάθε ζήτημα περί υπαγωγής ή εξαίρεσης συγκεκριμένης μορφής απασχόλησης ή παροχής υπηρεσιών στις διατάξεις του παρόντος άρθρου.
3. Για την καταβολή της αμοιβής των ανωτέρω προσώπων από κάθε φυσικό πρόσωπο που δέχεται ή χρησιμοποιεί τις εργασίες ή υπηρεσίες τους, καθώς και των εισφορών (εργοδότη και εργαζόμενου) που αναλογούν, τηρείται υποχρεωτικά η εξής διαδικασία: Από τους κατά περίπτωση αρμόδιους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης εκδίδεται ειδικό εργόσημο, υπό τύπο πολύπτυχης επιταγής, συγκεκριμένης χρηματικής αξίας στην οποία περιλαμβάνεται το ποσό της αμοιβής του εργαζομένου και το ποσό της εισφοράς υπέρ του οικείου Φ.Κ.Α.. Τα εργόσημα δύναται να διατίθενται στον εργοδότη από τα κατά τόπους Υποκαταστήματα των Φ.Κ.Α., από τις συνεργαζόμενες με τους Φ.Κ.Α. τράπεζες και υποκαταστήματα αυτών, από τα Ελληνικά Ταχυδρομεία, από τα Κέντρα Εξυπηρέτησης Πολιτών και από οποιονδήποτε άλλον φορέα ή δίκτυο έπειτα από απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, με καταβολή του οικείου ποσού. Τα εργόσημα μεταβιβάζονται ονομαστικώς από τον εργοδότη στους εργαζόμενους της παραγράφου 1 ως καταβολή για την αμοιβή της παρασχεθείσας εργασίας και στη συνέχεια εξοφλούνται από τους προαναφερόμενους φορείς διαθέσεως με καταβολή του αντίστοιχου ποσού, αφού προηγουμένως έχουν παρακρατηθεί οι αναλογούσες εισφορές. Οι παρακρατηθείσες ασφαλιστικές εισφορές και το καθαρό ποσό αναγράφονται στην πολύπτυχη επιταγή εκ των οποίων το ένα τμήμα φυλάσσεται από τον φορέα που εξοφλεί, το άλλο φυλάσσεται από τον εργοδότη. Στο τέλος κάθε έτους ο Φ.Κ.Α. στέλνει ετήσια συγκεντρωτική κατάσταση σε εργοδότη και εργαζόμενο.
4. Ο τύπος του εργοσήμου, τα αναγραφόμενα σε αυτό στοιχεία εργοδότη και εργαζόμενου, το ποσό που αντιστοιχεί στην αμοιβή, οι ασφαλιστικές εισφορές, τα τεχνικά χαρακτηριστικά διασφάλισης της γνησιότητας του εργοσήμου, της διαδικασίας που θα τηρηθεί για την είσπραξη και απόδοση των εισφορών στους οικείους Φ.Κ.Α., καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια ή στοιχείο για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος κεφαλαίου, καθορίζονται με αποφάσεις του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, ύστερα από γνώμη των κατά περίπτωση αρμόδιων Διοικητικών Συμβουλίων των φορέων.
5. Στην παράγραφο 1 του άρθρου 8 του Κ.Φ.Ε. (Κώδικας Φορολογίας Εισοδήματος) όπως ισχύει, μετά την τροποποίηση από το άρθρο 2, παρ. 1 του ν. 3842/2010 (ΦΕΚ 58 Α΄) προστίθεται περίπτωση υπό στοιχείο ια΄ ως εξής:
«ια. Οι ετήσιες καταβληθείσες εισφορές εκπίπτουν κατά τα 2/3 από το φορολογητέο εισόδημα του εργοδότη και κατά το 1/3 από το φορολογητέο εισόδημα του εργαζομένου. Ως δικαιολογητικό για την εφαρμογή του παρόντος συνυποβάλλεται με την φορολογική δήλωση η ετήσια απολογιστική κατάσταση του Φ.Κ.Α. που έχει σταλεί στον εργοδότη.»
Άρθρο 21
Ασφάλιση σε ΙΚΑ−ΕΤΑΜ, ΕΤΕΑΜ, ΟΕΚ
1. Οι κρατήσεις για ασφαλιστικές εισφορές εργοδότη και εργαζόμενου υπολογίζονται σε ποσοστό 20% και εμπεριέχονται στην αναγραφόμενη τιμή του εργοσήμου. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, ύστερα από εισήγηση των Διοικητικών Συμβουλίων των κατά περίπτωση αρμόδιων φορέων και μετά από γνώμη της Εθνικής Αναλογιστικής Αρχής, το ποσοστό αυτό μπορεί να αυξομειώνεται προσαρμοζόμενο στις εκάστοτε κοινωνικοασφαλιστικές συνθήκες. Οι ανωτέρω εργαζόμενοι ασφαλίζονται στο ΙΚΑ−ΕΤΑΜ για τους Κλάδους Σύνταξης και Ασθένειας, καθώς και στο Ε.Τ.Ε.Α.Μ. και στον Ο.Ε.Κ.. Με απόφαση του Δ.Σ. του ΙΚΑ−ΕΤΑΜ γίνεται επιμερισμός του ποσοστού αυτού ανά κλάδο ασφάλισης.
2. Τα πρόσωπα της παραγράφου 1 περίπτωση α΄ του άρθρου 20 του παρόντος νόμου για τους οποίους έχουν καταβληθεί εισφορές με το εργόσημο, δικαιώνονται διπλάσιες ημέρες ασφάλισης από όσες προκύπτουν από τη διαίρεση του ποσού των εισφορών με το ανά ημέρα ή μήνα εργασίας ποσό εισφοράς που αντιστοιχεί στο ημερομίσθιο του ανειδίκευτου εργάτη της 31ης Δεκεμβρίου του προηγούμενου έτους σύμφωνα με την Ε.Γ.Σ.Σ.Ε. και δεν μπορούν να υπερβούν τις 30 ημέρες ασφάλισης ανά μήνα ή τις 360 ημέρες ασφάλισης κατά έτος.
3. Τα πρόσωπα της παραγράφου 1 περίπτωση α΄ του άρθρου 20 του παρόντος νόμου σε περίπτωση που ασφαλίζονται με αμοιβή που υπολείπεται κατά μήνα του 25πλασίου του ημερομισθίου ανειδίκευτου εργάτη, προκειμένου να τύχουν των παροχών ασθένειας σε είδος του ΙΚΑ−ΕΤΑΜ, θα πρέπει να έχουν πραγματοποιήσει τουλάχιστον 150 ημέρες εργασίας, είτε κατά το προηγούμενο της ημέρας της ασθένειας ή της πιθανής ημέρας τοκετού ημερολογιακό έτος, είτε κατά το τελευταίο πριν την εν λόγω αναγγελία 15μηνο, μη συνυπολογιζόμενων των ημερών εργασίας που πραγματοποιήθηκαν το τελευταίο τρίμηνο.
4. Κάθε ζήτημα ή αναγκαία λεπτομέρεια που αφορά την ένταξη των προσώπων της παραγράφου 1 περίπτωση α΄ του άρθρου 20 του παρόντος νόμου στον
Κανονισμό του ΙΚΑ−ΕΤΑΜ του Ε.Τ.Ε.Α.Μ και του ΟΕΚ ρυθμίζεται με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης ύστερα από γνώμη των Διοικητικών Συμβουλίων των κατά περίπτωση αρμόδιων φορέων.
5. Το άρθρο 26 του ν. 2639/1998 (ΦΕΚ 205 Α΄) παύει να ισχύει σε τρεις (3) μήνες από την ημέρα έναρξης της υπουργικής απόφασης της παραγράφου 4 του παρόντος άρθρου.
6. Οι διατάξεις του άρθρου 39 του ν. 2084/1992 (ΦΕΚ 165 Α΄) δεν έχουν εφαρμογή για τους υπαγόμενους στο ανωτέρω καθεστώς.
Άρθρο 22
Ασφάλιση στον ΟΓΑ
1. Τα πρόσωπα της παραγράφου 1 περίπτωση β΄ του άρθρου 20 του παρόντος νόμου υπάγονται στην ασφάλιση του ΟΓΑ ανεξαρτήτως των ημερών εργασίας τους ανά έτος.
2. Οι παρακρατούμενες εισφορές ορίζονται σε ποσοστό 10% επί της αξίας των καταβαλλομένων αμοιβών και καλύπτουν τη σύνταξη, την ασθένεια και τον Λογαριασμό Αγροτικής Εστίας (ΛΑΕ). Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης και ύστερα από εισήγηση του Δ.Σ. του ΟΓΑ, το ποσοστό αυτό μπορεί να αυξομειώνεται προσαρμοζόμενο στις εκάστοτε κοινωνικοασφαλιστικές συνθήκες. Με απόφαση του Δ.Σ. του ΟΓΑ γίνεται επιμερισμός του ποσοστού αυτού ανά κλάδο ασφάλισης.
3. Οι ημέρες εργασίας των προσώπων της παραγράφου 1 περίπτωση β΄ του άρθρου 20 του παρόντος νόμου, υπολογίζονται ανά έτος με βάση τις αμοιβές τους και προκύπτουν από τη διαίρεση του συνόλου των καταβληθεισών εντός του έτους αμοιβών δια του ημερομισθίου του ανειδίκευτου εργάτη της 31ης Δεκεμβρίου του προηγούμενου έτους σύμφωνα με την Ε.Γ.Σ.Σ.Ε. θεωρούνται δε ως πραγματοποιηθείσες κατά το μήνα εξόφλησης των εργοσήμων. Προκειμένου τα πρόσωπα αυτά να τύχουν των παροχών ασθενείας και ΛΑΕ του ΟΓΑ, θα πρέπει να έχουν πραγματοποιήσει 150 τουλάχιστον ημέρες εργασίας το τρέχον ημερολογιακό έτος ή το προηγούμενο δωδεκάμηνο.
4. Ημέρες εργασίας άνω των 300 κατά έτος, που έχουν υπολογιστεί σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παρούσα διάταξη, δεν λαμβάνονται υπόψη και δεν μεταφέρονται σε άλλο έτος.
5. Τα ανωτέρω πρόσωπα που έχουν πραγματοποιήσει 150 ημέρες εργασίας και άνω κατ’ έτος, ασφαλίζονται στον ΟΓΑ για ολόκληρο το έτος. Για τους εργαζόμενους που έχουν πραγματοποιήσει ημέρες εργασίας λιγότερες των 150 κατ’ έτος, ο χρόνος ασφάλισης υπολογίζεται σε μήνες, όπως αυτοί προκύπτουν από τη διαίρεση του συνόλου των ημερών εργασίας δια του 25. Υπόλοιπο ημερών εργασίας άνω των 12, ανά έτος, λογίζεται ως μήνας. Τα πρόσωπα αυτά κατατάσσονται για κάθε έτος απασχόλησής τους στην μεγαλύτερη δυνατή ασφαλιστική κατηγορία της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του ν. 2458/ 1997 (ΦΕΚ 15 Α΄), της οποίας οι αναλογούσες εισφορές καλύπτονται από το σύνολο των καταβληθεισών εντός του έτους εισφορών.
6. Οι διατάξεις του άρθρου 34 του ν. 1140/1981 (ΦΕΚ 68 Α΄) δεν έχουν εφαρμογή στην περίπτωση των προσώπων της παραγράφου 1 περίπτωση β΄ του άρθρου 20 του παρόντος νόμου.
7. Η έναρξη πληρωμής των ανωτέρω προσώπων με εργόσημο, καθώς και κάθε ζήτημα ή αναγκαία λεπτομέρεια που αφορά την ένταξη των ανωτέρω προσώπων στον Κανονισμό του ΟΓΑ, ρυθμίζεται με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης ύστερα από γνώμη του Δ.Σ. του ΟΓΑ.
Άρθρο 23
Αμοιβή και παρακράτηση εισφορών περιστασιακά απασχολουμένων σε επιχειρήσεις επισιτισμού και θεάματος−ακροάματος
Η διαδικασία της παραγράφου 3 του άρθρου 20 του νόμου αυτού εφαρμόζεται και στους περιστασιακά απασχολουμένους στις πάσης φύσεως επιχειρήσεις επισιτισμού και θεάματος−ακροάματος. Οι παρακρατούμενες, στην περίπτωση αυτή, εισφορές εργοδότη και εργαζομένου, είναι εκείνες που αναλογούν κάθε φορά στην αμοιβή του προσωπικού αυτού, με βάση τις ισχύουσες διατάξεις ή τις γενικές ή τις ειδικές ή τις κλαδικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας. Οι ασφαλιστικές διατάξεις που ισχύουν για την ασφάλιση του προσωπικού αυτού διατηρούν την ισχύ τους.
Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης μετά από γνώμη του Δ.Σ. του ΙΚΑ−ΕΤΑΜ, καθορίζονται οι εργαζόμενοι που εμπίπτουν στην ρύθμιση αυτή.
Άρθρο 24
Κυρώσεις
Η παράβαση των διατάξεων του παρόντος κεφαλαίου και η μη πληρωμή με εργόσημο συνεπάγεται πρόστιμο ίσο με το 50πλάσιο του ημερομισθίου του ανειδίκευτου εργάτη της 31ης Δεκεμβρίου του προηγούμενου έτους σύμφωνα με την Ε.Γ.Σ.Σ.Ε. και επιβάλλεται από τον αντίστοιχο Φ.Κ.Α..
Οι διαδικασίες, που αφορούν τον έλεγχο από το Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας και τους αρμόδιους φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης, διέπονται από τις διατάξεις που ισχύουν κατά περίπτωση.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ
ΚΙΝΗΤΡΑ ΠΑΡΑΜΟΝΗΣ ΣΤΗΝ ΕΡΓΑΣΙΑ
Άρθρο 25
Προσαυξήσεις συντάξεων πέραν των 35 ετών
1. H παράγραφος 1 του άρθρου 145 του ν. 3655/2008 (ΦΕΚ 58 Α΄), αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Το ποσό της σύνταξης, όσων συνταξιοδοτούνται από το ΙΚΑ−ΕΤΑΜ, μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος, εφόσον συμπληρώνουν άνω των 10.500 ημερών ασφάλισης και το 60ό έτος της ηλικίας τους, προσαυξάνεται για κάθε 300 ημέρες ασφάλισης, άνω των 10.500 και μέχρι 900 κατ’ ανώτατο όριο, κατά το ποσό που αντιστοιχεί στο γινόμενο του 25πλάσιου του τεκμαρτού ημερομισθίου της κλάσης κατάταξης, επί το ποσοστό που προκύπτει από τη διαφορά του ποσοστού του πίνακα β΄ του άρθρου 29 του α.ν. 1846/1951 (ΦΕΚ 179 Α΄), όπως ισχύει, της ίδιας κλάσης και του ποσοστού 3,5%.
Στις περιπτώσεις που ο ασφαλισμένος δικαιούται και την πριμοδότηση που προβλέπεται από την παράγραφο 8 του άρθρου 32 του ν. 1902/1990 (ΦΕΚ 138 Α΄), για τον προσδιορισμό της διαφοράς μεταξύ του ποσοστού του ανωτέρω πίνακα β΄ της κλάσης κατάταξης και του 3,5%, δεν λαμβάνεται υπόψη το ποσοστό πριμοδότησης της ανωτέρω διάταξης.»
2. Η παράγραφος 2 του άρθρου 51 του ν. 2084/1992 (ΦΕΚ 165 Α΄), τροποποιείται ως εξής:
«2. Το ποσό της σύνταξης για όσους παραμένουν στην υπηρεσία μετά τη συμπλήρωση 35ετούς συντάξιμου χρόνου αυξάνεται κατά 2,5% για κάθε πλήρες έτος ασφάλισης ή 300 ημέρες υπηρεσίας πέραν του 35ου έτους έως και του 37ου και κατά 3,5% για κάθε πλήρες έτος ασφάλισης ή 300 ημέρες υπηρεσίας πέραν του 37ου έτους μέχρι και του 40ού. Η προσαύξηση αυτή χορηγείται και πέραν 80% των συνταξίμων αποδοχών της προηγούμενης παραγράφου. Από τις διατάξεις της παραγράφου αυτής εξαιρείται το ΙΚΑΕΤΑΜ, για το οποίο έχουν εφαρμογή οι διατάξεις της νομοθεσίας του.»
3. Οι προσαυξήσεις του παρόντος άρθρου, καθώς και η προσαύξηση που προβλέπεται από τη διάταξη του δευτέρου εδαφίου της παραγράφου 2α του άρθρου 3 του ν. 3029/2002 (ΦΕΚ 160 Α΄), όπως αντικαταστάθηκε με τη διάταξη του τελευταίου εδαφίου της παραγράφου 2 του άρθρου 145 του ν. 3655/2008 (ΦΕΚ 58 Α΄), δεν ισχύουν για όσους θεμελιώνουν συνταξιοδοτικό δικαίωμα από 1.1.2011 και εφεξής.
Άρθρο 26
Προγράμματα εθελουσίας εξόδου
1. Ο πλασματικός χρόνος που προβλέπεται σε προγράμματα επιχειρήσεων του ευρύτερου Δημόσιου Τομέα, όπως αυτός έχει οριοθετηθεί με τις διατάξεις της παραγράφου 6 του άρθρου 1 του ν.1256/1982 (ΦΕΚ 65 Α΄), για εθελούσια αποχώρηση του προσωπικού τους, τα οποία καταρτίζονται μετά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, δεν αναγνωρίζεται από τους φορείς κοινωνικής ασφάλισης αρμοδιότητας του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, προκειμένου για θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος ή προσαύξηση του ποσού της σύνταξης.
2. Η εκ μέρους του εργοδότη παροχή οικονομικών κινήτρων πάσης φύσεως σε εργαζόμενους που έχουν συμπληρώσει ή συμπληρώνουν τις προϋποθέσεις συνταξιοδότησης, με σκοπό την αποχώρηση από την επιχείρηση και τη συνταξιοδότηση, γνωστοποιείται εντός δεκαπέντε (15) ημερών από την ημερομηνία καταβολής αυτής της παροχής στην αρμόδια ΔΟΥ του εργαζόμενου. Στην περίπτωση αυτή το οικονομικό αυτό κίνητρο υπάγεται στο άρθρο 8 παρ. 14 του ν. 3842/2010 (ΦΕΚ 58 Α΄).
3. Τροποποίηση του άρθρου αυτού προϋποθέτει προηγούμενη εκπόνηση σχετικής αναλογιστικής μελέτης από την Εθνική Αναλογιστική Αρχή, γνώμη της Επιτροπής Δημοσίων Επιχειρήσεων, Τραπεζών, Οργανισμών Κοινής Ωφέλειας και Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης της Βουλής, στο βαθμό που ο Κανονισμός της Βουλής της απονέμει την αρμοδιότητα αυτή και γνώμη της Επιτροπής Ανταγωνισμού.
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΤΟ
ΡΥΘΜΙΣΗ ΘΕΜΑΤΩΝ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ
ΦΟΡΕΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ
Άρθρο 27
Εντάξεις στο ΙΚΑ−ΕΤΑΜ
1. Από 1.1.2013 ο κλάδος κύριας σύνταξης Ναυτικών του Ναυτικού Απομαχικού Ταμείου (Ν.Α.Τ.) εντάσσεται στον κλάδο σύνταξης του ΙΚΑ−ΕΤΑΜ. Για την ένταξή του συντάσσεται, έως 31.7.2011, ειδική οικονομική μελέτη που καταρτίζεται από την Εθνική Αναλογιστική Αρχή (Ε.Α.Α.). Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας και Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης καθορίζονται οι όροι και οι προϋποθέσεις ένταξης των ήδη ασφαλισμένων, ρυθμίζονται θέματα σχετικά με τις εισφορές ασφαλισμένων και εργοδοτών, καθώς και θέματα κάλυψης των ελλειμμάτων. Από της εντάξεως, οι νέοι εργαζόμενοι ασφαλίζονται υποχρεωτικά και αυτοδίκαια στο ΙΚΑ-ΕΤΑΜ και διέπονται από τη νομοθεσία του. Με ίδια απόφαση ρυθμίζονται θέματα περιουσίας, καθώς και η κατανομή μεταξύ ΙΚΑ−ΕΤΑΜ και ΝΑΤ του συνόλου των οργανικών θέσεων και του υπηρετούντος με οποιαδήποτε σχέση εργασίας προσωπικού.
2. Οι προσλαμβανόμενοι για πρώτη φορά στο Δημόσιο από 1.1.2011 και μετά, τακτικοί και μετακλητοί υπάλληλοι, λειτουργοί και στρατιωτικοί, καθώς και οι τακτικοί υπάλληλοι των Ν.Π.Δ.Δ. και των ΟΤΑ α΄ και β΄ βαθμίδας, και οι ιερείς και υπάλληλοι των εκκλησιαστικών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου υπάγονται υποχρεωτικά και αυτοδίκαια στον κλάδο κύριας σύνταξης του ΙΚΑ−ΕΤΑΜ.
Οι ανωτέρω ασφαλίζονται για ασθένεια, επικουρική σύνταξη και εφάπαξ βοήθημα στους οικείους φορείς, στους οποίους υπάγονται όσοι προσλαμβάνονται στις ανωτέρω υπηρεσίες και ασφαλίζονται για πρώτη φορά μετά την 1.1.1993. Σε περίπτωση που για τα ανωτέρω πρόσωπα προκύπτει σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία υποχρεωτική ασφάλιση στο Ενιαίο Ταμείο Ανεξάρτητα Απασχολουμένων (ΕΤΑΑ), έχουν εφαρμογή οι καταστατικές διατάξεις των τομέων αυτού.
Ειδικά για όσους από τους ανωτέρω έχουν υπαχθεί στην ασφάλιση από 1.1.1993 και εφεξής εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 39 του ν. 2084/1992.
Άρθρο 28
Οικονομική και λογιστική αυτοτέλεια του Κλάδου Υγείας του ΙΚΑ−ΕΤΑΜ
Ο κλάδος Υγείας του ΙΚΑ−ΕΤΑΜ που χορηγεί παροχές ασθένειας σε είδος και χρήμα, από 1.1.2011 λειτουργεί με πλήρη οικονομική και λογιστική αυτοτέλεια. Οι πόροι, τα ασφαλιστέα πρόσωπα, ο τρόπος λειτουργίας, τα είδη παροχών και οι αρμοδιότητες των Υπηρεσιών του κλάδου εξακολουθούν να διέπονται από την κείμενη νομοθεσία που ισχύει για το ΙΚΑ−ΕΤΑΜ. Ο τρόπος και τα ποσοστά διαχωρισμού της περιουσίας του ΙΚΑ−ΕΤΑΜ κατά κλάδο, τα ποσοστά στις δαπάνες διοίκησης και λειτουργίας του, ο τρόπος είσπραξης των εσόδων κατά κλάδο, καθώς και κάθε άλλο θέμα καθορίζονται με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης. Οι έως τη δημοσίευση του παρόντος νόμου οικονομικές υποχρεώσεις του ΟΑΕΕ προς το ΙΚΑ−ΕΤΑΜ περιέρχονται στον Κλάδο Υγείας του ΙΚΑ−ΕΤΑΜ. Ο κλάδος Υγείας καταρτίζει ξεχωριστό ετήσιο Προϋπολογισμό και συντάσσει μέσα στις νόμιμες προθεσμίες αυτοτελή Ισολογισμό, ο οποίος υποβάλλεται με τους ισολογισμούς των άλλων κλάδων του ΙΚΑ−ΕΤΑΜ για έγκριση στο Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης έως την 30η Ιουνίου κάθε έτους.
Άρθρο 29
Διάκριση των Κεντρικών Υπηρεσιών ΙΚΑ−ΕΤΑΜ
1. Για τη βελτίωση των παρεχομένων υπηρεσιών ασφάλισης και υγείας, οι Κεντρικές Υπηρεσίες του ΙΚΑ−ΕΤΑΜ εκσυγχρονίζονται, αναδιαρθρώνονται και διακρίνονται σε Υπηρεσίες Ασφάλισης και Υπηρεσίες Υγείας.
2. Οι Υπηρεσίες Ασφάλισης είναι οι αναφερόμενες στο άρθρο 2 παρ.1 περ. α΄, β΄, γ΄, ε΄, στ΄, ζ΄ και θ΄ του Οργανισμού του ΙΚΑ−ΕΤΑΜ (π.δ. 266/1989 − ΦΕΚ 127 Α΄), όπως τροποποιήθηκε και ισχύει.
3. Οι Υπηρεσίες Υγείας είναι αυτές που συστήνονται με το άρθρο 30 του παρόντος νόμου και οι αναφερόμενες στο άρθρο 2 παράγραφος 1 περίπτωση η΄ του Οργανισμού του ΙΚΑ−ΕΤΑΜ (π.δ. 266/1989 − ΦΕΚ 127 A΄), όπως τροποποιήθηκε και ισχύει.
4. Η Γενική Διεύθυνση Οικονομοτεχνικών Υπηρεσιών, η Γενική Διεύθυνση Πληροφορικής, η Διεύθυνση Εκπαίδευσης και Ενημέρωσης της Γενικής Διεύθυνσης Διοικητικών Υπηρεσιών, η Διεύθυνση Γραμματείας, η Νομική Υπηρεσία, το Τμήμα Τύπου και το Τμήμα Επικοινωνίας και Δημοσίων Σχέσεων είναι υπηρεσίες κοινές και για τις Υπηρεσίες Ασφάλισης και για τις Υπηρεσίες Υγείας.
Άρθρο 30
Οργανωτική διάρθρωση των Κεντρικών Υπηρεσιών Υγείας
1. Στις Κεντρικές Υπηρεσίες Υγείας του ΙΚΑ−ΕΤΑΜ συστήνονται:
α) Γενική Διεύθυνση Σχεδιασμού και Ανάπτυξης Υπηρεσιών Υγείας και
β) Γενική Διεύθυνση Διαχείρισης Υπηρεσιών, Αξιολόγησης και Ελέγχου Δαπανών Υγείας, καταργούμενης της Γενικής Διεύθυνσης Υπηρεσιών Υγείας του Ιδρύματος του άρθρου 2 παρ. 1 περ. δ΄ του π.δ. 266/1989 (ΦΕΚ 127 Α΄), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του π.δ. 363/1992 (ΦΕΚ 184 Α΄).
Ως ημερομηνία έναρξης λειτουργίας τους ορίζεται η 1.1.2011.
2. Η Γενική Διεύθυνση Σχεδιασμού και Ανάπτυξης Υπηρεσιών Υγείας συγκροτείται από τις παρακάτω υπηρεσίες:
α) Διεύθυνση Οργάνωσης, Αξιολόγησης, Μελετών και Εφαρμογών, αποτελούμενη από τα εξής Τμήματα:
Τμήμα Οργάνωσης
Τμήμα Μελετών και Παρακολούθησης Ποιότητας Υπηρεσιών
Τμήμα Αξιολόγησης και Παρακολούθησης Εφαρμογών
β) Διεύθυνση Διαχείρισης Ανθρώπινων Πόρων, αποτελούμενη από τα εξής Τμήματα:
Τμήμα Διαχείρισης Ανθρώπινων Πόρων Ιατρικού Προσωπικού
Τμήμα Διαχείρισης Ανθρώπινων Πόρων Νοσηλευτικού και Λοιπού Υγειονομικού Προσωπικού
Τμήμα Μητρώου
Τμήμα Εργασιακών Σχέσεων
Τμήμα Πειθαρχικών Υποθέσεων
γ) Διεύθυνση Βιοϊατρικής Τεχνολογίας, αποτελούμενη από τα εξής Τμήματα:
Τμήμα Προγραμματισμού και Εφαρμογών
Τμήμα Οργάνωσης και Παρακολούθησης Εξοπλισμού
Τμήμα Συντήρησης Ιατρικών Μηχανημάτων
δ) Διεύθυνση Αναπηρίας και Ιατρικής της Εργασίας, αποτελούμενη από τα εξής Τμήματα:
Τμήμα Αναπηρίας
Τμήμα Α΄ Προγραμματισμού Ειδικού Σώματος
Τμήμα Β΄ Προγραμματισμού Ειδικού Σώματος
Τμήμα Ιατρικής της Εργασίας
Τμήμα Αποκατάστασης
Το Τμήμα Β΄ Προγραμματισμού Ειδικού Σώματος εδρεύει στη πόλη της Θεσσαλονίκης και λειτουργεί ως αποκεντρωμένη υπηρεσία της Διεύθυνσης.
Από την ημερομηνία έναρξης λειτουργίας της Διεύθυνσης Αναπηρίας και Ιατρικής της Εργασίας καταργούνται οι προβλεπόμενες από το π.δ. 266/1989 (ΦΕΚ 127 Α΄), όπως τροποποιήθηκε με το π.δ. 363/1992 (ΦΕΚ 184 Α΄), περιφερειακές υπηρεσίες:
α) Υπηρεσία Υγειονομικών Επιτροπών Αναπηρίας Αθήνας και
β) Υπηρεσία Υγειονομικών Επιτροπών Αναπηρίας Θεσσαλονίκης.
3. Η Γενική Διεύθυνση Διαχείρισης Υπηρεσιών, Αξιολόγησης και Ελέγχου Δαπανών Υγείας συγκροτείται από τις παρακάτω υπηρεσίες:
α) Διεύθυνση Ανάλυσης, Αξιολόγησης και Ελέγχου Δαπανών Υγείας, με αρμοδιότητες την ανάλυση, αξιολόγηση και κοστολόγηση κάθε νέας παροχής υγείας που υιοθετείται από το Ίδρυμα καθώς και την παρακολούθηση και τον έλεγχο όλων των δαπανών υγείας στο πλαίσιο του προϋπολογισμού του ΙΚΑ−ΕΤΑΜ αποτελούμενη από τα εξής Τμήματα:
Τμήμα Παρακολούθησης Δαπανών Υγείας
Τμήμα Ελέγχου Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Περίθαλψης
Τμήμα Ελέγχου Φαρμακευτικής και Πρόσθετης Περίθαλψης
β) Διεύθυνση Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας, αποτελούμενη από τα εξής Τμήματα:
Τμήμα Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υπηρεσιών ΙΚΑ-ΕΤΑΜ
Τμήμα Εξωτερικών Προμηθευτών Πρωτοβάθμιας Φροντίδας
Τμήμα Ιατρικής Φυσικής
γ) Διεύθυνση Δευτεροβάθμιας Φροντίδας Υγείας, αποτελούμενη από τα εξής Τμήματα:
Τμήμα Δευτεροβάθμιας Φροντίδας Υπηρεσιών ΙΚΑ-ΕΤΑΜ
Τμήμα Εξωτερικών Προμηθευτών Δευτεροβάθμιας Φροντίδας
δ) Διεύθυνση Προληπτικής Ιατρικής, αποτελούμενη από τα εξής Τμήματα:
Τμήμα Προληπτικής Ιατρικής
Τμήμα Δευτερογενούς Πρόληψης
Τμήμα Κοινωνικής Μέριμνας και Λοιπών Μορφών Φροντίδας
ε) Διεύθυνση Οδοντιατρικής
Τμήμα Οδοντιατρικής Περίθαλψης
Τμήμα Προληπτικής Οδοντιατρικής
στ) Διεύθυνση Φαρμακευτικής, αποτελούμενη από τα εξής Τμήματα:
Τμήμα Φαρμακευτικής Αντίληψης
Τμήμα Συνταγογραφίας και Φαρμακευτικής Ενημέρωσης
Τμήμα Κεντρικού Φαρμακείου
Τμήμα Κεντρικής Μονάδας Επεξεργασίας Συνταγών (Κ.Μ.Ε.Σ.)
Τμήμα Γραμματείας:
Οι αρμοδιότητες των Κεντρικών Υπηρεσιών Υγείας που συστήνονται με το παρόν άρθρο, καθώς και κάθε άλλη λεπτομέρεια για την οργάνωση και λειτουργία τους, καθορίζονται με κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών, Αποκέντρωσης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης και Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, που εκδίδεται μετά από πρόταση του Δ.Σ. του ΙΚΑ−ΕΤΑΜ.
4. Στη Γενική Διεύθυνση Σχεδιασμού και Ανάπτυξης Υπηρεσιών Υγείας προΐσταται υπάλληλος του κλάδου ΠΕ Ιατρών ή ΠΕ Διοικητικού−Οικονομικού με ειδίκευση στη Διαχείριση Υπηρεσιών Υγείας. Στις Διευθύνσεις που συγκροτούν τη Γενική Διεύθυνση και στα Τμήματα αυτών προΐστανται:
α) Στη Διεύθυνση Οργάνωσης, Αξιολόγησης, Μελετών και Εφαρμογών, υπάλληλος του κλάδου ΠΕ Διοικητικού−Οικονομικού.
Στα Τμήματα της Διεύθυνσης, υπάλληλοι των κλάδων ΠΕ Διοικητικού−Οικονομικού ή ΤΕ Διοικητικού−Λογιστικού και ελλείψει αυτών ΔΕ Διοικητικών Γραμματέων.
β) Στη Διεύθυνση Διαχείρισης Ανθρώπινων Πόρων, υπάλληλος του κλάδου ΠΕ Διοικητικού−Οικονομικού.
Στα Τμήματα της Διεύθυνσης, υπάλληλοι των κλάδων ΠΕ Διοικητικού−Οικονομικού ή ΤΕ Διοικητικού−Λογιστικού και ελλείψει αυτών ΔΕ Διοικητικών Γραμματέων.
γ) Στη Διεύθυνση Βιοϊατρικής Τεχνολογίας, υπάλληλος του κλάδου ΠΕ Ιατρών με εξειδίκευση στο αντικείμενο.
Στα Τμήματα Προγραμματισμού και Εφαρμογών και Οργάνωσης και Παρακολούθησης Εξοπλισμού της Διεύθυνσης, υπάλληλοι των κλάδων ΠΕ Διοικητικού-Οικονομικού ή ΠΕ Μηχανικών.
Στο Τμήμα Συντήρησης Ιατρικών Μηχανημάτων, υπάλληλος του κλάδου ΠΕ Μηχανικών με εξειδίκευση στη Βιοϊατρική Τεχνολογία ή ΤΕ Μηχανικών, ειδικότητας ιατρικών εφαρμογών.
δ) Στη Διεύθυνση Αναπηρίας και Ιατρικής της Εργασίας, υπάλληλος του κλάδου ΠΕ Ιατρών.
Στο Τμήμα Αναπηρίας, υπάλληλος του Κλάδου ΠΕ Διοικητικού−Οικονομικού ή ΤΕ Διοικητικού−Λογιστικού και ελλείψει αυτού ΔΕ Διοικητικών Γραμματέων.
Στα Τμήματα Α΄ Προγραμματισμού Ειδικού Σώματος, Β΄ Προγραμματισμού Ειδικού Σώματος και στο Τμήμα Ιατρικής της Εργασίας, υπάλληλοι του Κλάδου ΠΕ Ιατρών. Ειδικότερα για το Τμήμα Ιατρικής της Εργασίας απαιτείται ο ιατρός να κατέχει την ειδικότητα της ιατρικής της εργασίας.
Στο Τμήμα Αποκατάστασης, υπάλληλος του κλάδου ΠΕ Ιατρών ή υπάλληλος του Κλάδου ΠΕ Διοικητικού-Οικονομικού ή ΤΕ Διοικητικού−Λογιστικού και ελλείψει αυτού, ΔΕ Διοικητικών Γραμματέων.
5. Στη Γενική Διεύθυνση Διαχείρισης Υπηρεσιών, Αξιολόγησης και Ελέγχου Δαπανών Υγείας προΐσταται υπάλληλος του κλάδου ΠΕ Ιατρών ή Οδοντιάτρων. Στις Διευθύνσεις που συγκροτούν τη Γενική Διεύθυνση και στα Τμήματα αυτών προΐστανται:
α) Στη Διεύθυνση Ανάλυσης, Αξιολόγησης και Ελέγχου Δαπανών Υγείας, υπάλληλος του κλάδου ΠΕ Διοικητικού−Οικονομικού με ειδικότητα Οικονομολόγου.
Στα Τμήματα της Διεύθυνσης, υπάλληλοι του κλάδου ΠΕ Διοικητικού−Οικονομικού ή ΤΕ Διοικητικού−Λογιστικού.
β) Στη Διεύθυνση Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας, υπάλληλος του κλάδου ΠΕ Ιατρών ή ΠΕ Διοικητικού-Οικονομικού.
Στα Τμήματα Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υπηρεσιών ΙΚΑ−ΕΤΑΜ και Εξωτερικών Προμηθευτών Πρωτοβάθμιας Φροντίδας, υπάλληλοι των κλάδων ΠΕ Διοικητικού-Οικονομικού ή ΤΕ Διοικητικού−Λογιστικού και ελλείψει αυτών ΔΕ Διοικητικών Γραμματέων.
Στο Τμήμα Ιατρικής Φυσικής, υπάλληλος του κλάδου ΠΕ Φυσικών Ιατρικής−Ακτινοφυσικών.
γ) Στη Διεύθυνση Δευτεροβάθμιας Φροντίδας Υγείας, υπάλληλος του κλάδου ΠΕ Ιατρών ή ΠΕ Διοικητικού-Οικονομικού.
Στα Τμήματα της Διεύθυνσης, υπάλληλοι των κλάδων ΠΕ Διοικητικού−Οικονομικού ή ΤΕ Διοικητικού−Λογιστικού και ελλείψει αυτών ΔΕ Διοικητικών Γραμματέων.
δ) Στη Διεύθυνση Προληπτικής Ιατρικής, υπάλληλος του κλάδου ΠΕ Ιατρών.
Στα Τμήματα Προληπτικής Ιατρικής και Δευτερογενούς Πρόληψης, υπάλληλοι του κλάδου ΠΕ Ιατρών.
Στο Τμήμα Κοινωνικής Μέριμνας και λοιπών Μορφών Φροντίδας, υπάλληλος του Κλάδου ΠΕ Ψυχολόγων και Κοινωνικής Εργασίας ειδικότητας Κοινωνικής Εργασίας ή υπάλληλος του Κλάδου ΤΕ Κοινωνικής Εργασίας ή υπάλληλος του Κλάδου ΠΕ Διοικητικού−Οικονομικού ή ΤΕ Διοικητικού−Λογιστικού και ελλείψει αυτού ΔΕ Διοικητικών Γραμματέων.
ε) Στη Διεύθυνση Οδοντιατρικής και στα Τμήματά της υπάλληλοι του κλάδου ΠΕ Οδοντιάτρων.
στ) Στη Διεύθυνση Φαρμακευτικής και στα Τμήματά της, υπάλληλοι του κλάδου ΠΕ Φαρμακοποιών, εκτός του Τμήματος Γραμματείας, στο οποίο προΐσταται υπάλληλος του Κλάδου ΠΕ Διοικητικού−Οικονομικού ή ΤΕ Διοικητικού−Λογιστικού και ελλείψει αυτού ΔΕ Διοικητικών Γραμματέων.
6. Οι διατάξεις του άρθρου 29 και του παρόντος αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα του Οργανισμού του ΙΚΑ−ΕΤΑΜ (π.δ. 266/1989 − ΦΕΚ 127 Α΄), όπως τροποποιήθηκε και ισχύει, και τροποποιούνται εφεξής με τη διαδικασία που ισχύει για την τροποποίηση του Οργανισμού του Ιδρύματος.
Άρθρο 31
Ενιαίο Σύστημα Υπηρεσιών Υγείας
1. Για τη διαμόρφωση ενιαίου πλαισίου παροχής υπηρεσιών υγείας στον πληθυσμό της χώρας οι μονάδες πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας υγείας του ΕΣΥ, των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης (Φ.Κ.Α.) αρμοδιότητας της Γενικής Γραμματείας Κοινωνικών Ασφαλίσεων και του Οίκου Ναύτη, εντάσσονται και λειτουργούν σε ενιαίο πλαίσιο.
2. Α. Για την ομαλή μετάβαση στο Ενιαίο Σύστημα Υπηρεσιών Υγείας συστήνεται στο Υπουργείο Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, Συμβούλιο Συντονισμού, το οποίο αποτελείται από:
α) Τον Υπουργό Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, ως Πρόεδρο
β) Τον Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης
γ) Τον Γενικό Γραμματέα Υγείας του Υπουργείου Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης
δ) Τον Γενικό Γραμματέα Δημόσιας Υγείας του Υπουργείου Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης
ε) Τον Γενικό Γραμματέα της Γενικής Γραμματείας Κοινωνικών Ασφαλίσεων του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης
στ) Τον Διοικητή του ΙΚΑ−ΕΤΑΜ, αναπληρωτή του, τον Υποδιοικητή ΙΚΑ−ΕΤΑΜ σε θέματα υγείας
ζ) Έναν (1) εκπρόσωπο των ασφαλισμένων με τον αναπληρωτή του, που υποδεικνύεται από τη Γ.Σ.Ε.Ε.
η) Έναν (1) εκπρόσωπο των υπαλλήλων με τον αναπληρωτή του, που υποδεικνύεται από την ΑΔΕΔΥ
θ) Έναν (1) εκπρόσωπο του ΚΕΣΥ με τον αναπληρωτή του
Β. Τα μέλη του Συμβουλίου με τους αντίστοιχους αναπληρωτές τους, ο εισηγητής και οι γραμματείς υποστήριξης του Συμβουλίου διορίζονται με κοινή απόφαση των Υπουργών Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης και Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης και για χρονικό διάστημα δύο (2) ετών.
Γ. Το Συμβούλιο είναι αρμόδιο για:
α) τον καθορισμό των όρων λειτουργίας και συνεργασίας των συμμετεχόντων με τις δομές τους μονάδων ΕΣΥ και Φ.Κ.Α.
β) τον καθορισμό του είδους και της κοστολόγησης των παρεχόμενων υπηρεσιών από αυτούς
γ) τον επιμερισμό των λειτουργικών εξόδων και των δαπανών περίθαλψης μεταξύ όλων των εμπλεκόμενων φορέων
δ) τα θέματα μεταβίβασης των περιουσιακών στοιχείων των ως άνω μονάδων και
ε) τα θέματα διοίκησης, μεταφοράς προσωπικού και μισθολογικής και βαθμολογικής τακτοποίησης αυτού.
Δ. Οι αποφάσεις του Συμβουλίου που αφορούν τα θέματα των περιπτώσεων α΄, β΄ και γ΄ υλοποιούνται με κοινές αποφάσεις των Υπουργών Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης και Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης που εκδίδονται εντός προθεσμίας δύο (2) ετών από της σύστασής του. Τα λοιπά θέματα ρυθμίζονται νομοθετικά.
3. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης και Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης που εκδίδεται το αργότερο εντός έξι (6) μηνών από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, επιλέγονται διοικητικές περιφέρειες της χώρας για την έναρξη της πιλοτικής εφαρμογής των ανωτέρω.
4. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών, Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης και Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, που εκδίδεται μετά από γνώμη των διοικήσεων των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης και του ΟΠΑΔ, εναρμονίζονται μεταξύ τους οι κανόνες που καθορίζουν το καθεστώς παροχών υγειονομικής περίθαλψης των ατόμων που πάσχουν από διαβήτη.
Άρθρο 32
Σύμπραξη Φ.Κ.Α. για παροχές υγείας
1. Το δεύτερο κλιμάκιο του Συμβουλίου Κοινωνικής Ασφάλειας (Σ.Κ.Α.), το οποίο συστάθηκε με την περίπτωση Β της παραγράφου 7 του άρθρου 23 του ν. 3232/2004 (ΦΕΚ 48 Α΄) και λειτουργεί στη Γενική Γραμματεία Κοινωνικών Ασφαλίσεων μετονομάζεται σε Συντονιστικό Συμβούλιο Παροχών Υγείας (ΣΥ.Σ.Π.Υ.).
Το Συμβούλιο αποτελείται από:
α) το Γενικό Γραμματέα της Γενικής Γραμματείας Κοινωνικών Ασφαλίσεων, ως Πρόεδρο, με τον αναπληρωτή του,
β) τους Διοικητές ΙΚΑ−ΕΤΑΜ, ΟΓΑ και Ο.Α.Ε.Ε. και τους Προέδρους Ο.Π.Α.Δ., Ε.Τ.Α.Α., Ε.Τ.Α.Π.−Μ.Μ.Ε. και Τ.Α.Υ.Τ.Ε.Κ.Ω., με αναπληρωτές τους, τους αρμόδιους Γενικούς Διευθυντές των παραπάνω Φορέων,
γ) το Γενικό Επιθεωρητή της ΥΠΕΔΥΦΚΑ, με αναπληρωτή του ένα Διευθυντή της ΥΠΕΔΥΦΚΑ,
δ) το Νομικό Σύμβουλο της Γ.Γ.Κ.Α., με αναπληρωτή του τον αρχαιότερο Πάρεδρο της Γ.Γ.Κ.Α.,
ε) έναν (1) εκπρόσωπο των ασφαλισμένων με τον αναπληρωτή του, που υποδεικνύεται από τη Γ.Σ.Ε.Ε. και
στ) έναν (1) εκπρόσωπο των εργοδοτών, με τον αναπληρωτή του, που υποδεικνύεται από το Σ.Ε.Β., τη Γ.Σ.Ε.Β.Ε.Ε. και την Ε.Σ.Ε.Ε..
Ως εισηγητής ορίζεται ο Διευθυντής της Διεύθυνσης Ασφάλισης Ασθένειας και Μητρότητας της Γ.Γ.Κ.Α, με αναπληρωτή του Τμηματάρχη της ίδιας Διεύθυνσης.
Χρέη γραμματέα εκτελεί υπάλληλος της παραπάνω Διεύθυνσης, που ορίζεται με τον αναπληρωτή του με την απόφαση διορισμού των μελών.
2. Το Συντονιστικό Συμβούλιο Παροχών Υγείας αποφασίζει για:
α) Το σχεδιασμό ενιαίων κανόνων αγοράς υπηρεσιών υγείας σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα για λογαριασμό των ασφαλιστικών οργανισμών και του ΟΠΑΔ.
β) Τον καθορισμό των κριτηρίων και των όρων σύναψης συμβάσεων των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης και ΟΠΑΔ με όλους τους παρόχους υγείας.
γ) Την αναθεώρηση και τροποποίηση των όρων αυτών, όπου και όποτε αυτό απαιτείται.
δ) Το ύψος της αποζημίωσης από τους ΦΚΑ και τον ΟΠΑΔ των υλικών, των πρόσθετων ειδών και των υλικών για χειρουργικές επεμβάσεις.
ε) Τη μέτρηση ποιότητας και κόστους των υπηρεσιών υγείας από το δημόσιο και ιδιωτικό τομέα.
Οι αποφάσεις του Συμβουλίου κοινοποιούνται από τον Πρόεδρο αυτού σε όλους τους συμμετέχοντες Φορείς και είναι δεσμευτικές για αυτούς.
3. Ο Πρόεδρος και τα μέλη του Συμβουλίου με τους αντίστοιχους αναπληρωτές τους διορίζονται με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης για χρονικό διάστημα τριών (3) ετών.
Το Συμβούλιο συνεδριάζει όσες φορές παρίσταται ανάγκη προς τούτο.
Για τον τρόπο λειτουργίας του εφαρμόζονται οι διατάξεις του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας.
4. Οι αρμοδιότητες του υφιστάμενου, έως τη δημοσίευση του παρόντος δευτέρου κλιμακίου του Σ.Κ.Α. ασκούνται από το πρώτο κλιμάκιο, το οποίο μετονομάζεται σε Συμβούλιο Κοινωνικής Ασφάλειας (Σ.Κ.Α.).
Μετά την κατάργηση του δευτέρου κλιμακίου του Σ.Κ.Α., οι υπάλληλοι της Γ.Γ.Κ.Α. διορίζονται ως μέλη στα Διοικητικά Συμβούλια των ασφαλιστικών οργανισμών χωρίς διαδικασία επιλογής. Για τους ίδιους υπαλλήλους ΠΕ κατηγορίας και για τη συμμετοχή τους ως μελών στα Δ.Σ. και τις Διοικούσες των ΦΚΑ απαιτείται η προϋπόθεση πενταετούς υπηρεσίας στη Γ.Γ.Κ.Α. καταργουμένης κάθε αντίθετης διάταξης.
5. Το στοιχείο ε΄ της περίπτωσης Α της παραγράφου 7 του άρθρου 23 του ν. 3232/2004 (ΦΕΚ 48 Α΄) αντικαθίσταται ως εξής:
«Τον αρμόδιο για κάθε θέμα Γενικό Διευθυντή της Γ.Γ.Κ.Α., που αναπληρώνεται από Διευθυντή της Γ.Γ.Κ.Α.»
6. Α. Στη Γενική Γραμματεία Κοινωνικών Ασφαλίσεων (Γ.Γ.Κ.Α.) συστήνεται Δευτεροβάθμια Ειδική Υγειονομική Επιτροπή, η οποία είναι αρμόδια να γνωματεύει επί θεμάτων νοσηλείας στο εξωτερικό ασθενών ασφαλισμένων ασφαλιστικών οργανισμών αρμοδιότητας Γ.Γ.Κ.Α..
Η Ειδική αυτή Επιτροπή είναι τριμελής και απαρτίζεται από:
α) τον Γενικό Γραμματέα της Γενικής Γραμματείας Κοινωνικών Ασφαλίσεων, ως Πρόεδρο με αναπληρωτή του τον Γενικό Διευθυντή Κοινωνικής Ασφάλισης,
β) ένα (1) Μέλος Διδακτικού Επιστημονικού Προσωπικού Ιατρικής Σχολής ενός εκ των Πανεπιστημίων της Χώρας, με τον αναπληρωτή του και
γ) έναν (1) ιατρό − Πρόεδρο της Ειδικής Υγειονομικής Επιτροπής Αθήνας (τρία κλιμάκια), με τον αναπληρωτή του.
Εφόσον η επιτροπή το κρίνει σκόπιμο, δύναται να συμμετέχει ιατρός της ειδικότητας της πάθησης του εξεταζόμενου ασφαλισμένου.
Β. Ο Πρόεδρος και τα μέλη της Δευτεροβάθμιας Ειδικής Υγειονομικής Επιτροπής με τους αναπληρωτές τους διορίζονται με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης για χρονικό διάστημα δύο (2) ετών.
Τα θέματα που εισάγονται στην επιτροπή εισηγούνται εκπρόσωποι των φορέων κοινωνικής ασφάλισης, ως εισηγητές.
Χρέη γραμματέα της επιτροπής εκτελεί υπάλληλος της Διεύθυνσης Ασφάλισης Ασθένειας και Μητρότητας της Γ.Γ.Κ.Α., που ορίζεται με τον αναπληρωτή του από τον πρόεδρο της Επιτροπής.
Γ. Η Δευτεροβάθμια Ειδική Υγειονομική Επιτροπή είναι αρμόδια για την:
α) γνωμοδότηση ύστερα από ένσταση κατά απορριπτικών αποφάσεων των ειδικών υγειονομικών επιτροπών, που έχουν συσταθεί κατ’ εφαρμογή του άρθρου 39 του ν. 1759/1988 (ΦΕΚ 217 Α΄) για τη νοσηλεία στο εξωτερικό των ασφαλισμένων όλων των κλάδων ασθένειας των φορέων κοινωνικής ασφάλισης αρμοδιότητας Γ.Γ.Κ.Α.,
β) παροχή προτάσεων συμβουλευτικού χαρακτήρα προς τον Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης επί θεμάτων νοσηλείας στο εξωτερικό σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία και τον κοινοτικό κανονισμό (1408/1971 και 574/1972).
Δ. Δικαίωμα ένστασης στην Δευτεροβάθμια Ειδική Υγειονομική Επιτροπή έχει αφενός ο ασφαλισμένος μέσα σε δέκα (10) εργάσιμες ημέρες από την ημερομηνία γνωστοποίησης σε αυτόν της απόφασης της ειδικής υγειονομικής επιτροπής (ΕΥΕΕ) από τον ασφαλιστικό του φορέα και αφετέρου ο αρμόδιος Διευθυντής του φορέα εντός της ίδιας προθεσμίας.
Αποφάσεις ειδικών υγειονομικών επιτροπών για τις οποίες έχουν υποβληθεί ενστάσεις και μέχρι τη γνωμοδότηση της Δευτεροβάθμιας Ειδικής Υγειονομικής Επιτροπής δεν εξετάζονται από τα αρμόδια όργανα του φορέα.
Ο τρόπος λειτουργίας της Ειδικής Επιτροπής, ο αριθμός των συνεδριάσεων κατά μήνα, καθώς και κάθε άλλη λεπτομέρεια σχετική με την εφαρμογή του παρόντος άρθρου, καθορίζονται με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης.
Άρθρο 33
Μικτά κλιμάκια για την καταπολέμηση της εισφοροδιαφυγής
1. Στην περίπτωση γ΄ του άρθρου 9 του π.δ. 213/1992 (ΦΕΚ 102 Α΄), στο Τμήμα Εποπτείας και Καταγγελιών Διαχείρισης της Διεύθυνσης Επιθεώρησης της Γενικής Γραμματείας Κοινωνικών Ασφαλίσεων του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης προστίθενται αρμοδιότητες ως εξής:
α) Ο σχεδιασμός, ο προγραμματισμός και η συγκρότηση των μικτών κλιμακίων ελέγχου επιχειρήσεων για έσοδα και ανασφάλιστη εργασία στις επιχειρήσεις γενικά.
β) Η εποπτεία και ο συντονισμός των ενεργειών των εν λόγω κλιμακίων.
γ) Η διαμόρφωση των επί μέρους επιχειρησιακών προγραμμάτων για την υλοποίηση των γενικών και ειδικών σχεδίων δράσης που καθορίζονται από τις Διοικήσεις των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης.
2. Ο Προϊστάμενος της Διεύθυνσης Επιθεώρησης της Γ.Γ.Κ.Α. έχει την αρμοδιότητα για τη συγκρότηση των μικτών κλιμακίων, αποτελουμένων από υπαλλήλους της Διεύθυνσης Επιθεώρησης της Γ.Γ.Κ.Α. και από υπαλλήλους των ΦΚΑ, πλην ΙΚΑ−ΕΤΑΜ, που υπηρετούν στις Διευθύνσεις Επιθεώρησης και στα Τμήματα Εσόδων αυτών, σε συνεργασία με τους Προϊσταμένους των Διευθύνσεων Επιθεώρησης των ΦΚΑ. Οι ανωτέρω υπάλληλοι δύναται να συμμετέχουν και στα μικτά κλιμάκια της παραγράφου 1 του άρθρου 151 του ν. 3655/2008 (ΦΕΚ 58 Α΄), σύμφωνα με τη διαδικασία που περιγράφεται στο εν λόγω άρθρο.
3. Τα μικτά κλιμάκια διενεργούν επιτόπιους ελέγχους στις κάθε είδους επιχειρήσεις που λειτουργούν σε όλη την επικράτεια για τη διαπίστωση των απασχολουμένων και μη ασφαλισμένων στους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης και τον εντοπισμό της εισφοροδιαφυγής γενικότερα, είτε μετά από προγραμματισμένη εντολή, είτε μετά από υπηρεσιακή αναφορά, είτε μετά από καταγγελία. Ένας υπάλληλος της Διεύθυνσης Επιθεώρησης, από τα μέλη κάθε μικτού κλιμακίου ορίζεται με την εντολή ελέγχου ως υπεύθυνος κλιμακίου.
4. Οι υπάλληλοι που συμμετέχουν στα μικτά κλιμάκια κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, ενεργούν και ως ανακριτικοί υπάλληλοι, έχουν πρόσβαση στα αρχεία και έγγραφα της επιχείρησης και λαμβάνουν γνώση οποιουδήποτε από τα τηρούμενα βιβλία, μητρώα, έγγραφα και κάθε είδους σχετικού με το διενεργούμενο έλεγχο στοιχείου της επιχείρησης χρήσιμου για την άσκηση του έργου τους. Η δαπάνη για τη μετακίνηση των υπαλλήλων των ΦΚΑ θα βαρύνει την υπηρεσία στην οποία υπηρετούν.
5. Τα προγράμματα εργασίας των μικτών κλιμακίων διαμορφώνονται από τη Διεύθυνση Επιθεώρησης με χρονική διάρκεια ενός μηνός και κοινοποιούνται στους υπαλλήλους εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος πριν από την ημερομηνία διενέργειας του ελέγχου.
6. Στον εμποδίζοντα την είσοδο των υπαλλήλων των μικτών κλιμακίων στους τόπους εργασίας κατά την άσκηση των καθηκόντων τους ως και στον υπόχρεο προς παροχή στοιχείων ή πληροφοριών εργοδότη, διευθυντή της επιχείρησης ή εκπρόσωπο ή υπάλληλο, που αρνείται την παροχή των στοιχείων και πληροφοριών ή παρέχει ψευδείς πληροφορίες ή στοιχεία, επιβάλλεται αυτοτελές διοικητικό πρόστιμο ύψους 3.000 ευρώ έως 15.000 ευρώ που εκδίδεται με σχετικό παραστατικό από τους αρμόδιους ΦΚΑ κατόπιν εγγράφου εντολής των ελεγκτών των μικτών κλιμακίων και μετά από πρόσκλησή τους για παροχή εξηγήσεων.
Για τους εργοδότες που με οποιονδήποτε τρόπο παραβαίνουν τις διατάξεις της περ. γ΄ της παραγράφου 9 του άρθρου 26 του α.ν. 1846/1951 επιβάλλονται, με αιτιολογημένη πράξη του αρμόδιου οργάνου του ΙΚΑ−ΕΤΑΜ, εκτός των άλλων διοικητικών κυρώσεων, και τα παραπάνω προβλεπόμενα αυτοτελή διοικητικά πρόστιμα.
Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης προσδιορίζονται τα κριτήρια με τα οποία καθορίζεται το ύψος του προστίμου.
7. Τα μικτά κλιμάκια κατά τη διάρκεια του ελέγχου συντάσσουν ειδικό Έντυπο Ελέγχου, το οποίο υπογράφεται από τον υπεύθυνο του μικτού κλιμακίου και τον ελεγχόμενο. Τα σχετικά Έντυπα Ελέγχου σχεδιάζονται από τη Διεύθυνση Επιθεώρησης της Γ.Γ.Κ.Α.. Αντίγραφο του Εντύπου Ελέγχου διαβιβάζεται από τη Διεύθυνση Επιθεώρησης στις αρμόδιες υπηρεσίες των ΦΚΑ, οι οποίες εντός μηνός πρέπει να προβούν στις απαραίτητες ενέργειες για τη λήψη μέτρων, σύμφωνα με τις καταστατικές τους διατάξεις, με άμεση κοινοποίησή τους στη Διεύθυνση Επιθεώρησης της Γ.Γ.Κ.Α..
8. Η Διεύθυνση Επιθεώρησης και οι αρμόδιες υπηρεσίες των ΦΚΑ ασκούν ελέγχους παράλληλα και ανεξάρτητα από αυτούς που διενεργούν τα μικτά κλιμάκια.
9. Οι διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 18 του ν. 3260/2004 (ΦΕΚ 151 Α΄), όπως τροποποιήθηκε με την παράγραφο 5 του άρθρου 32 του ν. 3846/2010 (ΦΕΚ 66
Α΄), έχουν ανάλογη εφαρμογή για τους συμμετέχοντες στα μικτά κλιμάκια του παρόντος άρθρου.
10. Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 5 του άρθρου 32 του ν. 2676/1999 (ΦΕΚ 19 Α΄), που προστέθηκε με την παράγραφο 1 του άρθρου δέκατου του ν. 3607/2007 (ΦΕΚ 245 Α΄), αντικαθίσταται ως εξής:
«Σε περιπτώσεις που κρίνεται απαραίτητη η συμμετοχή στα μικτά κλιμάκια ιατρών ή φαρμακοποιών, αυτή θα είναι υποχρεωτική με ευθύνη της Διοίκησης του ασφαλιστικού φορέα στον οποίο υπηρετούν. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις είναι δυνατό να διεξάγονται με απόφαση της Διοίκησης του φορέα συμπληρωματικοί έλεγχοι και από τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης.»
Άρθρο 34
Σύσταση Κέντρου Πληροφόρησης Ασφαλισμένων και Συνταξιούχων (Κ.Π.Α.Σ.)
1. Στη Γενική Γραμματεία Κοινωνικών Ασφαλίσεων συστήνεται Κέντρο Πληροφόρησης Ασφαλισμένων και Συνταξιούχων (Κ.Π.Α.Σ.) σε επίπεδο Αυτοτελούς
Τμήματος, το οποίο υπάγεται απευθείας στην Γενική Διεύθυνση Διοικητικής Υποστήριξης της Γενικής Γραμματείας Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Ως ημερομηνία έναρξης λειτουργίας του καθορίζεται η 1.1.2011.
2. Έργο του Κ.Π.Α.Σ. είναι:
α. Η παροχή πληροφοριών και η σωστή ενημέρωση των ασφαλισμένων σχετικά με τα δικαιώματα και τις ενέργειες που απαιτούνται για τη διεκπεραίωση των υποθέσεών τους σε θέματα αρμοδιότητας της Γ.Γ.Κ.Α..
β. Η κατεύθυνση των ασφαλισμένων στις αρμόδιες για την υπόθεσή τους υπηρεσίες.
γ. Η διερεύνηση των παραπόνων των συναλλασσόμενων με τις υπηρεσίες της Γ.Γ.Κ.Α. και των Φ.Κ.Α., η υποβολή προτάσεων για τη βελτίωση της λειτουργίας τους και την απλούστευση διαδικασιών.
δ. Η διασύνδεση και η συνεργασία με τις οργανικές μονάδες των Φ.Κ.Α. που έχουν ως αρμοδιότητα την εξυπηρέτηση του πολίτη.
ε. Η διασύνδεση και η συνεργασία με τα Κέντρα Εξυπηρέτησης Πολιτών (Κ.Ε.Π.) σε θέματα ασφάλισης και παροχών.
στ. Η ηλεκτρονική διασύνδεση με τα υφιστάμενα και μελλοντικά Πληροφοριακά Συστήματα των Φ.Κ.Α. και των Κ.Ε.Π. για την άντληση των απαραίτητων πληροφοριών και την υποστήριξη του έργου του.
ζ. Η συνεχής παρακολούθηση των αλλαγών που επέρχονται σε θέματα ασφάλισης, παροχών και υγείας, αρμοδιότητας Γ.Γ.Κ.Α..
η. Η παραλαβή αιτήσεων ασφαλισμένων για την έκδοση προσωρινών συνταξιοδοτικών πράξεων.
Οι παραπάνω διατάξεις αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα του Οργανισμού της Γ.Γ.Κ.Α. (π.δ.213/1992, ΦΕΚ 102 Α΄), όπως ισχύει.
3. Το Κ.Π.Α.Σ. στελεχώνεται με διοικητικό προσωπικό της Γ.Γ.Κ.Α. και των Φ.Κ.Α., το οποίο αποσπάται από τους φορείς με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης χωρίς χρονικό περιορισμό κατά παρέκκλιση των κειμένων διατάξεων. Οι εν λόγω υπάλληλοι προέρχονται από διάφορες κατηγορίες και κλάδους με γνωστικό αντικείμενο σχετικό με το έργο του Κ.Π.Α.Σ. και μοριοδοτούνται με 5 μόρια επιπλέον, όπως αυτά καθορίζονται στο ν. 3839/2010 (ΦΕΚ 510 Α΄), για κάθε έτος υπηρεσίας τους στο Κ.Π.Α.Σ. και έως 300 μόρια, για την επιλογή τους ως προϊστάμενοι οργανικών μονάδων. Του Κ.Π.Α.Σ. προΐσταται υπάλληλος του κλάδου ΠΕ Κοινωνικής Ασφάλισης.
Το Κ.Π.Α.Σ. στεγάζεται σε χώρο προσβάσιμο στα άτομα με αναπηρία.
4. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών, Αποκέντρωσης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης και Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης είναι δυνατή η τροποποίηση ή συμπλήρωση των ως άνω περιγραφόμενων αρμοδιοτήτων.
Άρθρο 35
Ενιαίο σύστημα ελέγχου συντάξεων
1. Δημιουργείται, έως 31.10.2010, ενιαίο σύστημα ελέγχου καταβολής των συντάξεων. Αρμόδιος φορέας για τη λειτουργία του συστήματος αυτού ορίζεται η Ηλεκτρονική Διακυβέρνηση Κοινωνικής Ασφάλισης (ΗΔΙΚΑ ΑΕ.). Οι Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης εποπτείας Υπουργείων Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας και Εθνικής Άμυνας και το Δημόσιο, υποχρεούνται να αποστέλλουν στην ΗΔΙΚΑ ΑΕ, σε ηλεκτρονική μορφή, αρχείο πληρωμών συντάξεων, στο οποίο περιέχονται αναλυτικά και ανά συνταξιούχο τα ποσά των συντάξεων που καταβάλλει ο κάθε φορέας.
2. Η ΗΔΙΚΑ ΑΕ υποχρεούται στην ανάπτυξη διοικητικού και πληροφοριακού συστήματος, μέσω του οποίου πραγματοποιείται έλεγχος διασταύρωσης καταβολής των συντάξεων στους δικαιούχους. Ο έλεγχος περιλαμβάνει διασταυρώσεις στοιχείων με βάση τον ΑΜΚΑ ή με χρήση κάθε άλλου πρόσφορου αριθμού ταυτοποίησης, χρήση αρχείων από άλλες υπηρεσίες, καθώς και κατά περίπτωση συνεργασία με τις διευθύνσεις πληροφορικής των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης για θέματα που ανακύπτουν κατά τον έλεγχο. Η διενέργεια του ελέγχου γίνεται από την ΗΔΙΚΑ ΑΕ, στο χώρο της ΗΔΙΚΑ ΑΕ, σύμφωνα με τη νομοθεσία περί προστασίας των προσωπικών δεδομένων.
3. Σε περίπτωση που από τον έλεγχο προκύπτει για ασφαλισμένο ή συνταξιούχο η μη τήρηση του νομοθετικού πλαισίου και του συνόλου των κριτηρίων που έχουν τεθεί για τους σχετικούς ελέγχους, η ΗΔΙΚΑ Α.Ε. ενημερώνει σχετικά τους αρμόδιους φορείς για περαιτέρω ενέργειες.
Άρθρο 36
Παρακολούθηση αναγκαστικής είσπραξης ασφαλιστικών εισφορών των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης
1. Ο χειρισμός των θεμάτων που αφορούν στην παρακολούθηση της αναγκαστικής είσπραξης των εσόδων από καθυστερούμενες εισφορές και τη λήψη κάθε αναγκαστικού μέτρου, σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία, διενεργείται από τις αρμόδιες υπηρεσίες των Φ.Κ.Α. σε συνεργασία με τη Νομική Υπηρεσία αυτών. Εξαιρείται το Ι.Κ.Α.−Ε.Τ.Α.Μ., στις υπηρεσίες του οποίου εφαρμόζεται ειδικό ηλεκτρονικό μητρώο οφειλετών.
Σε περίπτωση που δεν υπάρχουν σχετικές υπηρεσίες στους Φ.Κ.Α. ή οι υφιστάμενες αδυνατούν ή καθυστερούν υπέρμετρα την παρακολούθηση της αναγκαστικής είσπραξης των εσόδων από καθυστερούμενες εισφορές και τη λήψη κάθε αναγκαστικού μέτρου, δύνανται μετά από απόφαση των Διοικητικών Συμβουλίων τους να αναθέτουν τη διεκπεραίωση των εν λόγω υποθέσεων σε άλλους Φ.Κ.Α. ή Ν.Π.Δ.Δ..
2. Για τη διαδικασία ανάθεσης εφαρμόζονται ανάλογα οι διατάξεις του άρθρου 89 του ν. 2084/1992 (ΦΕΚ 165 Α΄).
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΒΔΟΜΟ
ΘΕΜΑΤΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ
Άρθρο 37
Χρηματοδότηση συστήματος κοινωνικής ασφάλισης
Από 1.1.2011 και εφεξής οι Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης αρμοδιότητας Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης και το ΝΑΤ επιχορηγούνται με βάση την ισχύουσα νομοθεσία και ειδικά για τα έτη 2010−2013, τηρουμένων των στόχων του Προγράμματος Σταθερότητας και Ανάπτυξης και του μηχανισμού στήριξης της ελληνικής οικονομίας ( ν. 3845/2010).
Από 1.1.2015 το κράτος αναλαμβάνει τη χρηματοδότηση της βασικής σύνταξης όλων των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης αρμοδιότητας Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης και του ΝΑΤ, πλην των Ε.Τ.Α.Α., Ε.Τ.Α.Π.−Μ.Μ.Ε. και του συστήματος ασφάλισης προσωπικού της Τράπεζας της Ελλάδος. Το ποσό αυτό επιμερίζεται στους οργανισμούς ανάλογα με τον αριθμό των δικαιούχων και των ποσών που καταβάλλονται. Ο Υπουργός Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης ενημερώνει τη Βουλή των Ελλήνων, ανά εξάμηνο για την εξέλιξη των οικονομικών μεγεθών των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης και γενικότερα του ασφαλιστικού συστήματος.
Άρθρο 38
Εισφορά Αλληλεγγύης Συνταξιούχων
1. Από 1.8.2010 θεσπίζεται Εισφορά Αλληλεγγύης Συνταξιούχων (ΕΑΣ) η οποία τηρείται σε λογαριασμό με οικονομική και λογιστική αυτοτέλεια, στο Ασφαλιστικό Κεφάλαιο Αλληλεγγύης Γενεών (ΑΚΑΓΕ) το οποίο συστάθηκε με τις διατάξεις του άρθρου 149 του ν. 3655/2008 (ΦΕΚ 58 Α΄).
Σκοπός του Λογαριασμού είναι η κάλυψη ελλειμμάτων των κλάδων κύριας σύνταξης Φ.Κ.Α..
2. Η Εισφορά Αλληλεγγύης Συνταξιούχων παρακρατείται μηνιαία κατά την καταβολή της σύνταξης από τις συντάξεις κύριας ασφάλισης των συνταξιούχων του Δημοσίου, ΝΑΤ και των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης (Φ.Κ.Α.) αρμοδιότητας Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης υπολογίζεται στο συνολικό ποσό της σύνταξης και καθορίζεται ως εξής:
α. Για συντάξεις από 1.400,01 € έως 1.700,00 €, ποσοστό 3%
β. Για συντάξεις από 1.700,01 € έως 2.000,00 €, ποσοστό 4%
γ. Για συντάξεις από 2.000,01 € έως 2.300,00 €, ποσοστό 5%
δ. Για συντάξεις από 2.300,01 € έως 2.600,00 €, ποσοστό 6%
ε. Για συντάξεις από 2.600,01 € έως 2.900,00 €, ποσοστό 7%
στ. Για συντάξεις από 2.900,01 € έως 3.200,00 €, ποσοστό 8%
ζ. Για συντάξεις από 3.200,01 € έως 3.500,00 €, ποσοστό 9%
η. Για συντάξεις από 3.500,01 € και άνω, ποσοστό 10%
3. α. Για την πρώτη κατηγορία το ποσό της σύνταξης μετά την παρακράτηση της εισφοράς δεν μπορεί να υπολείπεται των χιλίων τετρακοσίων ευρώ (1.400 €).
β. Στο ποσό της σύνταξης συμπεριλαμβάνεται η ειδική προσαύξηση που καταβάλλεται από τον Τομέα Σύνταξης Μηχανικών και Εργοληπτών Δημοσίων Έργων, καθώς και η χορηγούμενη προσαύξηση από τον Τομέα Σύνταξης και Ασφάλισης Υγειονομικών του Ενιαίου Ταμείου Ασφάλισης Αυτοαπασχολουμένων (ΕΤΑΑ) στους μονοσυνταξιούχους του Τομέα.
γ. Εξαιρούνται της παρακράτησης της Ειδικής Εισφοράς οι συνταξιούχοι λόγω αναπηρίας ή γήρατος που λαμβάνουν το Εξωιδρυματικό Επίδομα ή το Επίδομα Απολύτου Αναπηρίας του άρθρου 42 του ν. 1140/1981 (ΦΕΚ 68 Α΄), όπως ισχύει.
δ. Στις περιπτώσεις καταβολής στο ίδιο πρόσωπο περισσοτέρων της μίας κύριας σύνταξης λαμβάνεται υπόψη το άθροισμα των συντάξεων αυτών. Το Κέντρο Ελέγχου της Η.Δ.ΙΚΑ Α.Ε. ενημερώνει τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης και το Δημόσιο για το ποσό της παρακράτησης. Η παρακράτηση γίνεται από τον Φορέα που χορηγεί το μεγαλύτερο ποσό σύνταξης.
ε. Στις περιπτώσεις που στη σύνταξη συντρέχουν περισσότεροι του ενός δικαιούχοι, για τον προσδιορισμό των ποσών σύνταξης της παραγράφου 2 λαμβάνεται υπόψη το συνολικό ποσό της σύνταξης που έχει μεταβιβασθεί και το παρακρατηθέν ποσό επιμερίζεται ανάλογα.
4. Τα ποσά που παρακρατούνται με ευθύνη του Δημοσίου, του ΝΑΤ και των Φ.Κ.Α. αποδίδονται στο Λογαριασμό του ΑΚΑΓΕ το αργότερο μέχρι το τέλος του επομένου, από την παρακράτηση, μήνα.
5. Η οικονομική και λογιστική λειτουργία του Λογαριασμού της Εισφοράς Αλληλεγγύης Συνταξιούχων είναι η ίδια με αυτή που ισχύει για το Α.Κ.Α.Γ.Ε.. Τα κεφάλαια του Λογαριασμού επενδύονται στο Κοινό Κεφάλαιο Τραπέζης Ελλάδος.
6. Mε κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης καθορίζεται η διαδικασία:
α) απόδοσης της εισφοράς στο Λογαριασμό και
β) η διαδικασία μεταφοράς των ποσών στους Φ.Κ.Α..
Με όμοια απόφαση καθορίζεται το ύψος του ποσού που απαιτείται κάθε φορά για κάλυψη του ελλείμματος του κλάδου κύριας σύνταξης.
7. Μετά την 1.1.2015 τα ποσά της Εισφοράς Αλληλεγγύης Συνταξιούχων μεταφέρονται στο Α.Κ.Α.Γ.Ε. και αποτελούν έσοδο του Ασφαλιστικού Κεφαλαίου Αλληλεγγύης Γενεών.
Άρθρο 39
Λογιστικός διαχωρισμός προνοιακών − ασφαλιστικών παροχών
1. Από 1.1.2011 η σύνταξη και οι λοιπές συνταξιοδοτικές παροχές που καταβάλλονται στους δικαιούχους όλων των Ασφαλιστικών Οργανισμών κύριας και επικουρικής ασφάλισης, διαχωρίζονται λογιστικά στο οργανικό και στο προνοιακό τμήμα.
2. Για την τήρησή τους διατηρούνται δύο αυτοτελείς λογιστικοί λογαριασμοί με την ονομασία «Λογαριασμός Οργανικού Ποσού» και «Λογαριασμός Συμπληρωματικού− Προνοιακού Ποσού» με διαφορετικούς κωδικούς, οι οποίοι εγγράφονται στους Προϋπολογισμούς των κατ’ ιδίαν Ασφαλιστικών Οργανισμών και Τομέων αντίστοιχα. Το ποσό της καταβαλλόμενης σύνταξης στον δικαιούχο εξακολουθεί να αποτελείται από το συνολικό άθροισμα των δύο ανωτέρω τμημάτων.
3. Προνοιακές παροχές αποτελούν: το Επίδομα Κοινωνικής Αλληλεγγύης Συνταξιούχων (άρθρο 24 του ν. 2556/1997, όπως ισχύει), το Εξωιδρυματικό Επίδομα και το Επίδομα Απολύτου Αναπηρίας του άρθρου 42 του ν. 1140/1981 (ΦΕΚ 68 Α΄) όπως ισχύει, το Συμπληρωματικό − Προνοιακό ποσό της σύνταξης, καθώς και κάθε άλλη παροχή, η οποία απονέμεται από τους Ασφαλιστικούς Οργανισμούς χωρίς την καταβολή ασφαλιστικής εισφοράς.
Άρθρο 40
Συναλλαγές μέσω τραπεζικού συστήματος
1. Από 1.1.2011 η καταβολή των συντάξεων του συνόλου των παροχών, των αποδοχών των υπαλλήλων και των λοιπών πληρωμών των Ασφαλιστικών Φορέων διενεργείται υποχρεωτικά με πίστωση λογαριασμών πληρωμών τράπεζας ή ΕΛ.ΤΑ., με δικαίωμα επιλογής από τον δικαιούχο. Επίσης, από 1.1.2011 η είσπραξη των ασφαλιστικών εισφορών διενεργείται υποχρεωτικά μέσω τραπεζικού συστήματος ή ΕΛ.ΤΑ..
2. Από 1.7.2011 οι αποδοχές των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα κατατίθενται από τους εργοδότες ταυτόχρονα και συνολικά με τις ασφαλιστικές εισφορές και το φόρο μισθωτών υπηρεσιών σε τράπεζα και μεταφέρονται και αποδίδονται από αυτή στους λογαριασμούς των δικαιούχων μισθωτών, στους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης και το Δημόσιο, αντίστοιχα.
Για το σκοπό αυτόν κάθε υπόχρεη επιχείρηση υπογράφει σχετική σύμβαση με τράπεζα που επιλέγει. Οι συμβαλλόμενες τράπεζες δεν θεωρούνται δημόσιοι υπόλογοι και ευθύνονται μόνο για τυχόν λάθη από δική τους υπαιτιότητα.
Η όλη διαδικασία, τα χρονικά πλαίσια, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια καθορίζονται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης.
Άρθρο 41
Κατάταξη απαιτήσεων Οργανισμών και Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης
1. Στις διατάξεις της περίπτωσης 3 του άρθρου 975 ΚΠολΔ, όπως έχει συμπληρωθεί με το άρθρο 31 του ν. 1545/1985 (ΦΕΚ 91 Α΄) υπάγονται και οι απαιτήσεις των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης αρμοδιότητας Γενικής Γραμματείας Κοινωνικών Ασφαλίσεων εφόσον προέκυψαν έως την ημέρα του πλειστηριασμού ή την κήρυξη της πτώχευσης. Η περίπτωση 6 του ίδιου άρθρου του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 16 του ν. 2972/2001 (ΦΕΚ 291 Α΄), καταργείται, αναριθμουμένων των επομένων περιπτώσεων.
2. Τα ανωτέρω ισχύουν και για τις πτωχευτικές διανομές που διενεργούνται κατά τις διατάξεις του ν. 3588/ 2007 (ΦΕΚ 153 Α΄).
3. Η διάταξη της παραγράφου 6 στοιχείο γ΄ του άρθρου 4 του ν. 3808/2009 (ΦΕΚ 237 Α΄) εφαρμόζεται αναλόγως και στους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης αρμοδιότητας Γενικής Γραμματείας Κοινωνικών Ασφαλίσεων και καταλαμβάνει τις πτωχεύσεις που κηρύχθηκαν ή κηρύσσονται κατά τις διατάξεις του ν. 3588/2007 (ΦΕΚ 153 Α΄).
4. Η διάταξη της παραγράφου 4 του άρθρου 58 του ν.δ. 356/1974 (ΦΕΚ 90 Α΄) εφαρμόζεται αναλόγως σε όλους τους πίνακες που συντάσσουν οι σύνδικοι πτωχεύσεως κατά τις διατάξεις του ν. 3588/2007 (ΦΕΚ 153 Α΄) και αφορούν όλους τους οργανισμούς και φορείς κοινωνικής ασφάλισης οι απαιτήσεις των οποίων εισπράττονται κατά τις διατάξεις του ν.δ. 356/1974 (ΦΕΚ 90 Α΄).
5. Οι διατάξεις του άρθρου αυτού δεν έχουν εφαρμογή σε πλειστηριασμούς που βρίσκονται ήδη σε εξέλιξη και σε πτωχεύσεις που έχουν ήδη κηρυχθεί μέχρι την ψήφιση του παρόντος νόμου.
Άρθρο 42
Ανακατανομή των εισφορών μεταξύ Ι.Κ.Α.−Ε.Τ.Α.Μ., ΟΑΕΔ, ΟΕΚ και Εργατικής Εστίας
Από 1.1.2011 πόρο του κλάδου σύνταξης του Ι.Κ.Α.Ε.Τ.Α.Μ. αποτελεί ποσοστό των συνεισπραττόμενων εισφορών κλάδων και λογαριασμών του Οργανισμού Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού, Οργανισμού Εργατικής Κατοικίας − Οργανισμού Εργατικής Εστίας.
Το ύψος του ποσοστού ανέρχεται στο 10% των συνεισπραττόμενων εισφορών για το έτος 2011, 20% για το έτος 2012 και 30% για τα επόμενα έτη και για κάθε Οργανισμό. Τα ποσά των συνεισπραττόμενων αποδίδονται απο το Ι.Κ.Α.−Ε.Τ.Α.Μ. στους παραπάνω Οργανισμούς μειωμένα κατά τα ανωτέρω ποσοστά.
Άρθρο 43
Οικοδομοτεχνικά έργα
Τα εδάφια β΄, γ΄ και δ΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 25 του α.ν. 1846/1951 (ΦΕΚ 179 Α΄) που είχαν προστεθεί με το άρθρο 23 του ν. 2434/1996 (ΦΕΚ 188 Α΄) αντικαθίστανται ως εξής:
«…Για τα κατασκευαζόμενα ιδιωτικά οικοδομικά έργα και οικοδομικές εργασίες οι εισφορές που καταβάλλονται κατ’ ελάχιστον, υπολογίζονται με βάση τις ημέρες εργασίας που απαιτούνται για την κατασκευή τους, όπως οι ημέρες αυτές προσδιορίζονται από τον Κανονισμό που προβλέπει η περίοδος α΄ του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 2 του επόμενου άρθρου, όπως αυτή αντικαταστάθηκε από την παράγραφο 6 του άρθρου 21 του ν. 1902/1990 (ΦΕΚ 138 Α΄).
Κατά την εκκαθάριση του λογαριασμού εισφορών ιδιωτικών οικοδομικών έργων, που διενεργείται σύμφωνα με τις κάθε φορά ισχύουσες διατάξεις, εφόσον δεν προκύψει λόγος μείωσης των ημερών εργασίας που υπολογίζονται σύμφωνα με τα παραπάνω, τότε αυτές λογίζονται ότι έχουν σε κάθε περίπτωση πραγματοποιηθεί, έστω και εάν δεν συναρτώνται με την απασχόληση συγκεκριμένων προσώπων και οι εισφορές που αναλογούν σε αυτές καθίστανται απαιτητές και καταλογίζονται από τα αρμόδια όργανα του Ι.Κ.Α.Ε.Τ.Α.Μ..
Η διαφορά μεταξύ των δηλωθεισών από τον υπόχρεο εργοδότη ασφαλιστικών εισφορών και αυτών που καταλογίσθηκαν σε βάρος τούτου ως κατ’ ελάχιστον οφειλόμενες, σύμφωνα με τα ανωτέρω, συμψηφίζεται με εισφορές για ασφαλιστική τακτοποίηση συγκεκριμένου προσώπου, εάν διαπιστωθεί εκ των υστέρων ότι αυτό απασχολήθηκε στις εργασίες για τις οποίες εχώρησε ο κατά τα άνω καταλογισμός ελαχίστων εισφορών, χωρίς να έχει ασφαλισθεί στον υπόχρεο εργοδότη.
Για κάθε υπολογισμό ελαχίστων καταβλητέων εισφορών που έγινε από 1.1.1993 όπως για οικοδομικά έργα και οικοδομικές εργασίες που εκτελέστηκαν από την ανωτέρω ημερομηνία έως και την έναρξη ισχύος του παρόντος και δεν δηλώθηκε απασχόληση ισχύουν οι παρούσες διατάξεις.»
Άρθρο 44
Οικονομικά και οργανωτικά θέματα
1. Κατά τη διαδικασία έγκρισης των προϋπολογισμών των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης από τη Γενική Γραμματεία Κοινωνικών Ασφαλίσεων δύναται:
α) Να διορθώνονται τυχόν αθροιστικά λάθη που διαπιστώνονται στον προϋπολογισμό.
β) Να εγγράφονται έσοδα που προβλέπονται από διατάξεις νόμου και έχουν παραληφθεί ή να διορθώνονται, εφόσον έχουν υπολογιστεί με λανθασμένο τρόπο.
γ) Να αυξάνονται ή να μειώνονται κατά περίπτωση πιστώσεις που αφορούν σε δαπάνες που προβλέπονται από διατάξεις και έχουν υπολογιστεί με τρόπο λανθασμένο.
δ) Να διαγράφονται πιστώσεις στο σκέλος των εσόδων ή των εξόδων του προϋπολογισμού, εφόσον έχουν εγγραφεί χωρίς να προβλέπονται από τις ισχύουσες ειδικές ή γενικές διατάξεις.
2. Ο Τομέας Επικουρικής Ασφάλισης Ελληνικής Χωροφυλακής (ΤΕΑΕΧ) του Ταμείου Επικουρικής Ασφάλισης και Πρόνοιας Απασχολούμενων στα Σώματα Ασφαλείας (ΤΕΑΠΑΣΑ) δύναται να συστήσει νέο έντοκο λογαριασμό διαθεσίμων στην Τράπεζα της Ελλάδος, στον οποίο θα μεταφέρονται ανά δεκαπενθήμερο τα κατατιθέμενα στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος ποσά, που προέρχονται από το ποσοστό 5% επί του αντιτίμου του εισιτηρίου των αγώνων ποδοσφαίρου, καλαθοσφαίρισης, πετοσφαίρισης, υδατοσφαίρισης και χειροσφαίρισης. Τα ανωτέρω ποσά αποτελούν κοινό πόρο των τομέων Επικουρικής Ασφάλισης Ελληνικής Χωροφυλακής (ΤΕΑΕΧ) και Επικουρικής Ασφάλισης Υπαλλήλων Αστυνομίας Πόλεων (ΤΕΑΥΑΠ) του Ταμείου Επικουρικής Ασφάλισης και Πρόνοιας Απασχολούμενων στα Σώματα Ασφαλείας (ΤΕΑΠΑΣΑ), το οποίο κατανέμεται αντίστοιχα σε ποσοστό 68% και 32% στη λήξη κάθε οικονομικού έτους.
3. Οι Ασφαλιστικοί Φορείς λαμβάνουν από την Ενιαία Αρχή Πληρωμών αρμοδιότητας Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, που συστήθηκε με το ν.3845/2010 (ΦΕΚ 45 Α΄), τα δεδομένα της ηλεκτρονικής βάσης που αφορούν στις πάσης φύσεως τακτικές και έκτακτες εισφορές ή κρατήσεις, εξαγορές χρόνου ασφάλισης, κρατήσεις δανείων, πάσης φύσεως τακτικές ή έκτακτες αμοιβές και αποζημιώσεις, καθώς και κάθε άλλο στοιχείο που λαμβάνεται υπόψη για την ασφάλιση του προσωπικού που αμείβεται από την Ενιαία Αρχή Πληρωμών.
Με απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης καθορίζεται ο χρόνος έναρξης, καθώς και τα διαδικαστικά θέματα εφαρμογής της διάταξης.
4. Οι έμμισθοι ασφαλισμένοι μετά την 1.1.1993 στον Τομέα Ασφάλισης Νομικών του ΕΤΑΑ (πρώην Ταμείο Νομικών), οι οποίοι διεγράφησαν από την ασφάλιση, σε εκτέλεση αποφάσεων του Δ.Σ. του Ταμείου Νομικών, θεωρούνται ότι ουδέποτε ασφαλίστηκαν στο Ταμείο ως έμμισθοι, το σύνολο δε των εισφορών που κατέβαλαν από 1.1.1993 τους επιστρέφεται, εφάπαξ, ατόκως, έως 31.12.2010.
5. To πρώτο εδάφιο της παραγράφου 5 του άρθρου 38 του π.δ. 213/1992 (ΦΕΚ 102 Α΄) «Οργανισμός της Γενικής Γραμματείας Κοινωνικών Ασφαλίσεων», όπως τροποποιήθηκε και ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής:
«5. Των Τμημάτων προΐστανται υπάλληλοι του κλάδου ΠΕ Κοινωνικής Ασφάλισης ή ΤΕ Διοικητικού−Λογιστικού, πλην των παρακάτω που προΐστανται υπάλληλοι κλάδων που αναφέρονται στο καθένα.»
6. Στο τέλος του άρθρου 23 του ν. 3569/2007 (ΦΕΚ 122 Α΄) προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«Για το προσωπικό που προσλαμβάνεται στις ανωτέρω θέσεις έχουν εφαρμογή οι διατάξεις των παραγράφων 11 και 16 του άρθρου 55 και της παραγράφου 8 του άρθρου 57 του π.δ. 63/2005 (ΦΕΚ 98 Α΄), από την ημερομηνία ισχύος του ν. 3569/2007.»
7. Από τη δημοσίευση του παρόντος λήγει η θητεία όλων των Διοικητών, Υποδιοικητών και Προέδρων των Ασφαλιστικών Οργανισμών αρμοδιότητας της Γενικής Γραμματείας Κοινωνικών Ασφαλίσεων του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, καθώς και των Διοικητικών Συμβουλίων αυτών, πλην των εκλεγμένων μελών, των μελών που υποδεικνύονται από επαγγελματικές οργανώσεις και του Ε.Δ.Ο.Ε.Α.Π..
Όλα τα παραπάνω πρόσωπα συνεχίζουν να ασκούν τα καθήκοντά τους μέχρι την αντικατάστασή τους. Τα Διοικητικά Συμβούλια συνεχίζουν να λειτουργούν με την υφιστάμενη σύνθεση μέχρι την ανασυγκρότησή τους. Ο Διοικητής του ΙΚΑ−ΕΤΑΜ επιλέγεται με τη διαδικασία του άρθρου 49Α΄ του Κανονισμού της Βουλής χωρίς άλλη διαδικασία και διορίζεται με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου για τριετή θητεία. Απαιτούμενα προσόντα για την πλήρωση της θέσης είναι αυτά που ορίζονται με τις διατάξεις του δεύτερου εδαφίου της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 134 του ν. 3655/2008. Από την έναρξη ισχύος του παρόντος κάθε αντίθετη διάταξη καταργείται.
8. Από τις διατάξεις της παραγράφου 7 του άρθρου 11 του ν. 3833/2010 (ΦΕΚ 40 Α΄) εξαιρείται η έγκριση συμβάσεων μίσθωσης έργου στους Φ.Κ.Α. με ιατρούς και οδοντιάτρους.
9. α. Οι υφιστάμενοι στο ΤΑΥΤΕΚΩ Τομείς Επικουρικής Ασφάλισης, Πρόνοιας και Υγείας Προσωπικού ΔΕΗ ενοποιούνται και συνιστούν στο εν λόγω Ταμείο κλάδο με την ονομασία «Κλάδος Ασφάλισης Προσωπικού ΔΕΗ» με πλήρη λογιστική και οικονομική αυτοτέλεια.
β. Για τη χρηματοδότηση του Τομέα Ασφάλισης Προσωπικού ΔΕΗ του ΙΚΑ – ΕΤΑΜ και του κλάδου ασφάλισης προσωπικού του ΤΑΥΤΕΚΩ ισχύουν οι διατάξεις του άρθρου 132 του ν. 3655/2008.
10. Για τον κλάδο σύνταξης του ΤΑΠ−ΟΤΕ που εντάχθηκε στο ΙΚΑ−ΕΤΑΜ εξακολουθούν να ισχύουν οι διατάξεις του άρθρου 26 του ν. 2843/2000 (ΦΕΚ 197 Α΄).
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΟΓΔΟΟ
ΘΕΣΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΕΠΕΝΔΥΣΕΩΝ
ΚΑΙ ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΩΝ ΦΟΡΕΩΝ
ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ
Άρθρο 45
Επενδύσεις διαθεσίμων σε κινητές αξίες που διενεργούνται χωρίς όρια
1. Το άρθρο 3 του ν. 3586/2007 (ΦΕΚ 151 Α΄) αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 3
Επενδύσεις διαθεσίμων σε κινητές αξίες που διενεργούνται χωρίς όρια
1. Οι Φ.Κ.Α. επενδύουν χωρίς περιορισμούς στις παρακάτω κινητές αξίες:
α. σε τίτλους του Ελληνικού Δημοσίου, σταθερού ή κυμαινόμενου επιτοκίου πλην των σύνθετων (structured) ομολόγων,
β. σε τίτλους του Ελληνικού Δημοσίου με τη μορφή της αγοράς με σύμφωνο επαναπώλησης (πράξεις REPOS).
2. Η διαχείριση των επενδύσεων αυτών γίνεται από την Τράπεζα της Ελλάδος σύμφωνα με τις διατάξεις του τρίτου άρθρου του ν. 2216/1994 (ΦΕΚ 83 Α΄) και της παραγράφου 11α του άρθρου 15 του ν. 2469/1997 (ΦΕΚ 38 Α΄) περί «Κοινού Κεφαλαίου των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου και Ασφαλιστικών Φορέων».
3. Χωρίς περιορισμούς πραγματοποιούνται και οι ρευστοποιήσεις όλων των κινητών αξιών της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου.»
2. Οι τίτλοι που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου και τα δομημένα ομόλογα του Δημοσίου που βρίσκονται στα χαρτοφυλάκια των Φ.Κ.Α. μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, μεταφέρονται στην Τράπεζα της Ελλάδος χωρίς προμήθεια, η οποία λειτουργεί ως θεματοφύλακάς τους. Οι Φ.Κ.Α., σε συνεργασία με την Τράπεζα της Ελλάδος, δύνανται με αποφάσεις των Δ.Σ. τους να δίνουν εντολές ρευστοποίησής τους προς την Τράπεζα, στο πλαίσιο της προσπάθειας ενσωμάτωσης των κεφαλαίων αυτών στο Κοινό Κεφάλαιο χωρίς τη δημιουργία κεφαλαιακών ζημιών για τους Φορείς ή την Τράπεζα της Ελλάδος εκτός εάν υπάρχει θέμα ταμειακών αναγκών των Ταμείων.
3. Η παράγραφος 4 του άρθρου 149 του ν. 3655/2008 (ΦΕΚ 58 Α΄) αντικαθίσταται ως εξής:
«4. Η επένδυση των κεφαλαίων του «Ασφαλιστικού Κεφαλαίου Αλληλεγγύης Γενεών» (Α.Κ.Α.ΓΕ.) γίνεται από την Τράπεζα της Ελλάδος σύμφωνα με τις διατάξεις του τρίτου άρθρου του ν. 2216/1994 (ΦΕΚ 83 Α΄) και της παραγράφου 11α του άρθρου 15 του ν. 2469/ 1997 (ΦΕΚ 38 Α΄) περί «Κοινού Κεφαλαίου των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου και Ασφαλιστικών Φορέων.»
Άρθρο 46
Επενδύσεις διαθεσίμων σε περιουσιακά στοιχεία που διενεργούνται με προϋποθέσεις και όρια
Το άρθρο 4 του ν. 3586/2007 (ΦΕΚ 151 Α΄) τροποποιείται και συμπληρώνεται ως εξής:
Α. Η παράγραφος 3 αντικαθίσταται ως κατωτέρω:
«3. Επίσης, οι Φ.Κ.Α. δύνανται, με αποφάσεις των Διοικητικών Συμβουλίων τους, να επενδύουν, μέχρι ποσοστού 5% του ποσού που προκύπτει από το συνυπολογισμό των στοιχείων της παραγράφου 4 του παρόντος άρθρου σε προθεσμιακές καταθέσεις σε πιστωτικά ιδρύματα της ημεδαπής.»
Β. Το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 5 καταργείται.
Γ. Οι παράγραφοι 8 και 9 αντικαθίστανται ως εξής:
«8. Παρέχεται η δυνατότητα στους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης να συστήνουν Ανώνυμες Εταιρείες Διαχείρισης Αμοιβαίων Κεφαλαίων (Α.Ε.Δ.Α.Κ.) και Εταιρείες Επένδυσης Ακίνητης Περιουσίας (Ε.Ε.Α.Π.) σύμφωνα με τα άρθρα 13 και 14 του παρόντος και με την προϋπόθεση ότι συμμετέχουν τουλάχιστον τρεις Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης.
9. Με αποφάσεις των Διοικητικών Συμβουλίων τους, οι Φ.Κ.Α. δύνανται να διαθέτουν εκ των διαθεσίμων τους ποσά για τη χορήγηση δανείων προς ασφαλισμένους, συνταξιούχους και υπαλλήλους τους, σύμφωνα με τα άρθρα 15 και 16 του παρόντος. Επίσης, με παρόμοιες αποφάσεις, οι Φορείς ή Κλάδοι ή Τομείς Κοινωνικής Ασφάλισης δύνανται, μετά από σύμφωνη γνώμη των εκπροσώπων των Φορέων ή Κλάδων ή Τομέων, να διαθέτουν έντοκα δάνεια προς άλλους Φορείς ή Κλάδους ή Τομείς Κοινωνικής Ασφάλισης. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης εγκρίνονται οι όροι και η διαδικασία χορήγησης αυτών των δανείων, το χορηγούμενο ποσό, η διάρκειά του, καθώς και ο τρόπος εξόφλησης αυτού. Το επιτόκιο χορήγησης των δανείων προς άλλους Φορείς ή Κλάδους ή Τομείς Κοινωνικής Ασφάλισης είναι κυμαινόμενο για κάθε εξάμηνο και αντιστοιχεί με το ποσοστό απόδοσης του «Κοινού Κεφαλαίου Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου και Ασφαλιστικών Φορέων» (Κοινό Κεφάλαιο) που διαχειρίζεται η Τράπεζα της Ελλάδος, όπως αυτό διαμορφώθηκε στο τέλος της τελευταίας διαχειριστικής χρήσης του Κοινού Κεφαλαίου.»
Δ. Στο τέλος του άρθρου προστίθεται παράγραφος 13 ως εξής:
«13. Οι κατά τα οριζόμενα στο παρόν άρθρο κινητές αξίες των Φ.Κ.Α. κατατίθενται προς φύλαξη σε θεματοφύλακα, ο οποίος επιλέγεται από τον Φορέα σύμφωνα με τις διαδικασίες που προβλέπονται από τις διατάξεις του άρθρου 83 του ν. 2362/1995 (ΦΕΚ 247 Α΄), του άρθρου 19 του ν. 2947/2001 (ΦΕΚ 228 Α΄) και του π.δ. 60/2007 (ΦΕΚ 64 Α΄), ή από τον διαχειριστή κατόπιν εντολής του Φορέα.»
Ε. Η Διεύθυνση Εγγυοδοσίας και Πιστοδοσίας του Τομέα Μηχανικών του Ε.Τ.Α.Α. εφαρμόζει τις διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 2 του ν.δ. 2724/1953, του άρθρου 7 του ν. 440/1945 και ασκεί τις δραστηριότητές της.
Άρθρο 47
Διαδικασία διενέργειας επενδύσεων σε κινητές αξίες
Το άρθρο 5 του ν. 3586/2007(ΦΕΚ 151 Α΄) αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 5
Διαδικασία διενέργειας επενδύσεων σε κινητές αξίες
1. Διενέργεια Επενδύσεων
Τα ποσά προς επένδυση σε κινητές αξίες αποφασίζονται από τα Δ.Σ. των Φ.Κ.Α. μετά από εμπεριστατωμένη και πλήρως αιτιολογημένη εισήγηση των υπηρεσιών τους.
Η ανάληψη των απαιτούμενων κεφαλαίων για επενδύσεις σε κινητές αξίες πραγματοποιείται με εντολή του Φ.Κ.Α. προς την Τράπεζα της Ελλάδος, η οποία συνοδεύεται από την απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου.
2. Καταθέσεις σε Πιστωτικά Ιδρύματα
Η ανάθεση από Φ.Κ.Α. της ταμιακής του διαχείρισης σε Πιστωτικό Ίδρυμα περιορίζεται αποκλειστικά στην είσπραξη και πληρωμή τακτικών μόνο εσόδων και δαπανών του οικείου Φ.Κ.Α., σύμφωνα με τον α.ν. 1611/1950 (ΦΕΚ 304 Α΄), όπως ισχύει και ενεργείται με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του Φορέα σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 83 του ν. 2362/1995 (ΦΕΚ 247 Α΄) και του άρθρου 19 του ν. 2947/2001 (ΦΕΚ 228 Α΄).
3. Προθεσμιακές Καταθέσεις
Οι προθεσμιακές καταθέσεις σε Πιστωτικά Ιδρύματα ενεργούνται με απόφαση του Δ.Σ. του Φορέα με τη διαδικασία που ορίζεται από τις διατάξεις του άρθρου 83 του ν. 2362/1995 (ΦΕΚ 247 Α΄). Με σύμβαση που καταρτίζεται καθορίζονται το ύψος του επενδυόμενου ποσού κατάθεσης, η χρονική διάρκεια αυτής, το ύψος του επιτοκίου και κάθε αναγκαία λεπτομέρεια διασφάλισης των κεφαλαίων του Φ.Κ.Α..
4. Συμβάσεις Χρηματοδοτικής Μίσθωσης
Οι Φ.Κ.Α. δύνανται να συνάπτουν συμβάσεις χρηματοδοτικής μίσθωσης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 1665/1986 (ΦΕΚ 194 Α΄), όπως ισχύει, που διέπουν την κατάρτιση αυτών των συμβάσεων. Εάν η χρηματοδοτική μίσθωση καταλήξει είτε σε απόκτηση είτε σε οριστική μεταβίβαση του κινητού ή ακίνητου περιουσιακού στοιχείου, ισχύουν οι σχετικές με την εν λόγω απόκτηση ή μεταβίβαση διατάξεις, σύμφωνα με το άρθρο 8 του ν. 2469/1997 (ΦΕΚ 38 Α΄).
5. Κινητές αξίες
Η πραγματοποίηση των επενδύσεων σε Αμοιβαία Κεφάλαια γίνεται μέσω της Α.Ε.Δ.Α.Κ. Α.Ο. και των Α.Ε.Δ.Α.Κ.−Φ.Κ.Α. που δύνανται να συσταθούν σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου. Η πραγματοποίηση των επενδύσεων σε κινητές αξίες των περιπτώσεων β1, β2, β3, β4, β5, γ΄και δ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του ν. 3586/2007 (ΦΕΚ 151 Α΄) γίνεται μέσω της Ε.Δ.Ε.Κ.Τ. Α.Ε.Π.Ε.Υ. στην οποία οι Φ.Κ.Α. αναθέτουν τη διαχείριση των αξιών αυτών σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 19 του ν. 3586/2007 (ΦΕΚ 151 Α΄).
6. Υποχρεώσεις διαχειριστών
Ο διαχειριστής υποχρεούται να ενημερώνει κατά τακτά χρονικά διαστήματα τον Φορέα του οποίου το χαρτοφυλάκιο διαχειρίζεται και στο τέλος κάθε μήνα την Ειδική Επιτροπή Ελέγχου Επενδύσεων Φ.Κ.Α., με κοινοποίηση στην αρμόδια διεύθυνση της Γενικής Γραμματείας Κοινωνικών Ασφαλίσεων, ως προς το σύνολο των υποχρεώσεών του έναντι του Φ.Κ.Α. σχετικά με τα περιουσιακά στοιχεία τα οποία φυλάσσει ή διαχειρίζεται.»
Άρθρο 48
Διαδικασίες διενέργειας επενδύσεων σε ακίνητα
Το άρθρο 6 του ν. 3586/2007 (ΦΕΚ 151 Α΄) τροποποιείται ως εξής:
Η παράγραφος 3 αντικαθίσταται ως κατωτέρω:
«3. Οι εκποιήσεις ακινήτων ενεργούνται με αιτιολογημένη απόφαση των Διοικητικών Συμβουλίων των Φ.Κ.Α. μετά από εμπεριστατωμένη και αιτιολογημένη εισήγηση της αρμόδιας Υπηρεσίας του Φορέα.»
Άρθρο 49
Ανάθεση έργων και εργασιών αξιοποίησης ακινήτων
1. Το άρθρο 10 του ν. 3586/2007 (ΦΕΚ 151 Α΄) αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 10
Ανάθεση έργων και εργασιών αξιοποίησης ακινήτων
1. Η διαχείριση και αξιοποίηση της ακίνητης περιουσίας ενεργείται με αιτιολογημένη απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του Φ.Κ.Α., μετά από εμπεριστατωμένη εισήγηση της αρμόδιας υπηρεσίας του.
2. Με αποφάσεις των Διοικητικών Συμβουλίων τους, οι Φ.Κ.Α., στο πλαίσιο αξιοποίησης της ακίνητης περιουσίας τους, υποχρεούνται να αναθέτουν σε εταιρίες διαχείρισης και αξιοποίησης ακινήτων τα ακόλουθα έργα και εργασίες:
α. Τη μελέτη και πρόταση αξιοποίησης ακινήτων ιδιοκτησίας τους για την αποδοτικότερη εκμετάλλευσή τους.
β. Τις διαδικασίες αγοράς, πώλησης, μισθώσεως, εκμισθώσεως και ανταλλαγής ακινήτων. Τη σύνταξη προδιαγραφών και την κατάρτιση σχεδίου συμβάσεων για αγορές, πωλήσεις, μισθώσεις, εκμισθώσεις και ανταλλαγές ακινήτων, την οργάνωση αρχείου ακινήτων, καθώς και την έρευνα αγοράς για αγορές, πωλήσεις, μισθώσεις, εκμισθώσεις και ανταλλαγές ακινήτων.
γ. Την κατάρτιση προγραμμάτων στέγασης των διοικητικών και υγειονομικών υπηρεσιών αυτών, με τα οποία εξετάζονται οι εναλλακτικές δυνατότητες αγοράς ακινήτων ή αξιοποίησης των υφισταμένων.
δ. Το σύνολο ή μέρος των διαδικασιών και εργασιών διαχείρισης της ακίνητης περιουσίας, καθώς και εργασίες συντήρησης των ακινήτων.
ε. Την ανάληψη και διεκπεραίωση των απαιτούμενων διαδικασιών για εκπόνηση τεχνικών μελετών ή εκτέλεση τεχνικών έργων.
στ. Τη διεκπεραίωση των διαδικασιών έκδοσης τίτλων μεταφοράς συντελεστή δόμησης ακινήτων που έχουν κριθεί διατηρητέα με σκοπό την αξιοποίηση του υπολειπόμενου συντελεστή δόμησης.
ζ. Τις αποτυπώσεις οικοπέδων και κτιρίων, τις επιθεωρήσεις και πραγματογνωμοσύνες των ακινήτων, καθώς και τις εκτιμήσεις για αγορά, πώληση, εκμίσθωση, μίσθωση και ανταλλαγή ακινήτων.
η. Κάθε άλλη απαιτούμενη προκαταρτική ή συμπληρωματική πράξη ή ενέργεια που αφορά στην εκτέλεση οποιουδήποτε από τα παραπάνω έργα ή εργασίες.
3. Η ανάθεση γίνεται με συμβάσεις που βασίζονται σε συμφωνίες−πλαίσια. Οι Φ.Κ.Α. συνάπτουν συμφωνίες-πλαίσια με τις εταιρίες διαχείρισης και αξιοποίησης ακινήτων, που έχουν γίνει δεκτές από το σύστημα επιλογής της «Εταιρείας Διαχείρισης Επενδυτικών Κεφαλαίων Ταμείων Ασφάλισης Ανώνυμη Εταιρεία Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών» (Ε.Δ.Ε.Κ.Τ. Α.Ε.Π.Ε.Υ.), ακολουθώντας τους διαδικαστικούς κανόνες που ορίζονται στο π.δ. 60/2007 (ΦΕΚ 64 Α΄) και στο παρόν άρθρο. Η επιλογή των συμβαλλομένων στη συμφωνία γίνεται κατ’ εφαρμογή των κριτηρίων ανάθεσης, τα οποία καθορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 51 του π.δ. 60/2007 (ΦΕΚ 64 Α΄). Οι συμβάσεις που βασίζονται σε συμφωνίες−πλαίσια για την αξιοποίηση της ακίνητης περιουσίας των Φ.Κ.Α. συνάπτονται σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται από τις κείμενες διατάξεις.
Η διάρκεια μιας συμφωνίας δεν μπορεί να υπερβαίνει τα τέσσερα (4) έτη, εκτός εξαιρετικών περιπτώσεων που δικαιολογούνται ειδικώς, ιδίως λόγω του αντικειμένου της συμφωνίας.
4. Με τη σύμβαση ανάθεσης περιγράφεται το ανατιθέμενο έργο και καθορίζεται το ύψος της αμοιβής, ο τρόπος πληρωμής, καθώς και κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την εκτέλεση του έργου.
Με την ίδια σύμβαση δύναται να παρέχεται πληρεξουσιότητα στους αντισυμβαλλόμενους της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου φορείς, να ενεργούν ως νόμιμοι αντιπρόσωποι, με δικαίωμα υπογραφής εγγράφων για λογαριασμό του Διοικητικού Συμβουλίου του Φ.Κ.Α., στην ευθύνη του οποίου εναπόκειται η οριστική απόφαση αγοράς, πώλησης, μίσθωσης και εκμίσθωσης ακινήτων και η εν γένει αξιοποίηση της περιουσίας.
5. Οι εταιρίες διαχείρισης και αξιοποίησης ακινήτων στις οποίες ανατίθενται τα οριζόμενα στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου έργα και εργασίες ενεργούν σύμφωνα με τις δικές τους διαδικασίες, δεν υπόκεινται στην τήρηση των διαδικασιών του π.δ. 715/1979 (ΦΕΚ 212 Α΄), κατά την εκπλήρωση του ανατεθέντος σε αυτές έργου για τη διενέργεια αγοραπωλησιών, μισθώσεων και εκμισθώσεων ακινήτων και εν γένει για την αξιοποίηση της ακίνητης περιουσίας των Φ.Κ.Α..
6. Οι εταιρίες διαχείρισης και αξιοποίησης ακινήτων επιλέγονται από την Ε.Δ.Ε.Κ.Τ. Α.Ε.Π.Ε.Υ. που δημοσιεύει προκήρυξη διαγωνισμού με την οποία καλεί όλες τις ενδιαφερόμενες εταιρίες διαχείρισης και αξιοποίησης ακινήτων να υποβάλουν προσφορές, εντός προκαθορισμένης προθεσμίας αρχομένης από την ημερομηνία δημοσίευσης της προκήρυξης, για να γίνουν δεκτοί στο σύστημα επιλογής, προκειμένου να συμμετάσχουν σε διαγωνισμούς ανάθεσης έργων και εργασιών αξιοποίησης ακίνητης περιουσίας Φ.Κ.Α..
Στο σύστημα επιλογής γίνονται δεκτές όσες εταιρίες διαχείρισης και αξιοποίησης ακινήτων υποβάλλουν προσφορές των οποίων τα στοιχεία πληρούν τα κριτήρια επιλογής και η προσφορά τους είναι σύμφωνη προς τη συγγραφή υποχρεώσεων και τα λοιπά τεύχη του διαγωνισμού.
Η Ε.Δ.Ε.Κ.Τ. Α.Ε.Π.Ε.Υ. παρέχει τη δυνατότητα σε κάθε εταιρεία διαχείρισης και αξιοποίησης ακινήτων να υποβάλλει, μετά την κατάρτιση του πίνακα επιλογής, σχετικές προσφορές με σκοπό να γίνει δεκτή στο σύστημα, και ενημερώνει το ταχύτερο δυνατό την προσφέρουσα, σχετικά με την αποδοχή της στο σύστημα επιλογής για συμμετοχή ή την απόρριψη της σχετικής προσφοράς της.
Επίσης, η Ε.Δ.Ε.Κ.Τ. Α.Ε.Π.Ε.Υ. υποχρεούται να διαγράφει από το σύστημα επιλογής όσες εταιρίες διαχείρισης και αξιοποίησης ακινήτων έχουν παύσει να πληρούν τα οριζόμενα από τη σχετική προκήρυξη κριτήρια επιλογής.
7. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου ισχύουν για όλους τους εποπτευόμενους από το Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης Οργανισμούς, Ν.Π.Δ.Δ. και Ν.Π.Ι.Δ..
8. Κατά τη διαδικασία ανάθεσης, μέρος των οριζομένων από την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου έργων και εργασιών, δύναται να ανατίθενται από τα Δ.Σ. των ΙΚΑ−ΕΤΑΜ και ΟΕΚ στις Τεχνικές Υπηρεσίες των Φορέων τους.»
2. Η διαδικασία επιλογής των εταιριών διαχείρισης και αξιοποίησης ακινήτων από την Ε.Δ.Ε.Κ.Τ. Α.Ε.Π.Ε.Υ. αρχίζει από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου.
3. Τα άρθρα 7 και 8 του ν. 3586/2007 (ΦΕΚ 151 Α΄) καταργούνται ένα (1) έτος μετά τη δημοσίευση του παρόντος νόμου. Έως τότε η αξιοποίηση της ακίνητης περιουσίας των Φ.Κ.Α. πραγματοποιείται σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις.
Άρθρο 50
Τήρηση στοιχείων επενδύσεων
Το άρθρο 11 του ν. 3586/2007 (ΦΕΚ 151 Α΄) αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 11
Τήρηση στοιχείων επενδύσεων
Οι Φ.Κ.Α. ή Κλάδοι ή Τομείς Κοινωνικής Ασφάλισης υποχρεούνται να τηρούν μηχανογραφικές καταστάσεις βεβαίας χρονολογίας οι οποίες περιέχουν τα εξής στοιχεία που σχετίζονται με τις επενδύσεις τους:
α) Μερίδες Διαχειριστών για τα επενδεδυμένα κεφάλαια. Τηρείται από τους Φ.Κ.Α. σε ειδικούς για κάθε διαχειριστή λογαριασμούς και περιλαμβάνει σε ειδικές στήλες τους τίτλους κατ’ είδος οι οποίοι αγοράστηκαν και πωλήθηκαν, την ένδειξη του καταβληθέντος αντιτίμου και τον αριθμό του παραληφθέντος πινακιδίου.
β) Μητρώο Συμβάσεων Επενδύσεων. Σε αυτό αναγράφονται με χρονολογική σειρά όλες οι συμβάσεις που συνάπτουν είτε με διαχειριστές είτε με θεματοφύλακες.
Για κάθε σύμβαση αναγράφονται τα εξής στοιχεία:
βα) Το είδος της σύμβασης
ββ) Η επωνυμία του αντισυμβαλλομένου
βγ) Το είδος και η χρονική διάρκεια της παροχής υπηρεσιών, καθώς και η αμοιβή
βδ) Η ημερομηνία σύναψης της σύμβασης
βε) Κάθε άλλο στοιχείο το οποίο κρίνεται αναγκαίο από τον Φορέα.
γ) Εντολές προς διαχειριστές πραγματοποίησης επενδύσεων ή ρευστοποιήσεων προϊόντων που βρίσκονται στην κατοχή των Φ.Κ.Α..
Οι Φ.Κ.Α. οφείλουν να διατηρούν φακέλους ανά διαχειριστή και θεματοφύλακα στους οποίους τηρούνται όλα τα στοιχεία σχετικά με τις συμβάσεις παροχής υπηρεσιών διαχείρισης χαρτοφυλακίου και φύλαξης, τις εντολές του Φορέα στους διαχειριστές και τις πράξεις που εκτελούν οι διαχειριστές και οι θεματοφύλακες στο πλαίσιο των παρεχόμενων από αυτούς υπηρεσιών, την κατάθεση και ανάληψη τίτλων στα πλαίσια είτε υπηρεσιών διαχείρισης χαρτοφυλακίου είτε υπηρεσιών φύλαξης.»
Άρθρο 51
Α.Ε.Δ.Α.Κ. Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης
1. Το άρθρο 13 του ν. 3586/2007 (ΦΕΚ 151 Α΄) αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 13
Α.Ε.Δ.Α.Κ. Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης
1. Οι επενδύσεις των Φ.Κ.Α. σε αμοιβαία κεφάλαια γίνονται μέσω της Α.Ε.Δ.Α.Κ. των Ασφαλιστικών Οργανισμών (Α.Ε.Δ.Α.Κ. Α.Ο.) ή μέσω άλλων Ανωνύμων Εταιριών Διαχείρισης Αμοιβαίων Κεφαλαίων Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης (Α.Ε.Δ.Α.Κ.− Φ.Κ.Α.) που συστήνονται για το σκοπό αυτόν. Η σύσταση νέων Α.Ε.Δ.Α.Κ.−Φ.Κ.Α. έχει ως αποκλειστικό σκοπό τη διαχείριση, συγκρότηση και λειτουργία αμοιβαίων κεφαλαίων, που διέπονται από τις διατάξεις του ν. 3283/2004 (ΦΕΚ 210 Α΄).
2. Για τη σύσταση της Α.Ε.Δ.Α.Κ.−Φ.Κ.Α., εκτός των προβλεπομένων από τις διατάξεις του άρθρου 6 του ν.3283/2004 (ΦΕΚ 210 Α΄), απαιτείται η συμμετοχή τριών τουλάχιστον Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης, καθώς και απόφαση των Διοικητικών Συμβουλίων αυτών που εισφέρουν τα κεφάλαια, η οποία εγκρίνεται από τον Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης. Η απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του Φ.Κ.Α. θα πρέπει να αναφέρει τους ενδιαφερόμενους φορείς που θα συμμετάσχουν στη σύσταση της εταιρείας, τον τίτλο, το ποσό που θα συνεισφέρουν και αντιστοιχεί στο μετοχικό κεφάλαιο της εταιρείας και τη διάρκεια της λειτουργίας της. Επίσης, με την απόφαση υποβάλλεται και το επιχειρησιακό ή επενδυτικό σχέδιο και έκθεση σχετικά με την οργανωτική διάρθρωση και τα τεχνικά και οικονομικά μέσα της υπό ίδρυση Α.Ε.Δ.Α.Κ.−Φ.Κ.Α..
3. Η διαχείριση αμοιβαίων κεφαλαίων των Φ.Κ.Α. από την Α.Ε.Δ.Α.Κ.−Φ.Κ.Α. περιλαμβάνει:
α. τη συγκρότηση αμοιβαίων κεφαλαίων,
β. τη διαχείριση επενδύσεων και
γ. τη διοίκηση της Α.Ε.Δ.Α.Κ.−Φ.Κ.Α. Σε αυτήν περιλαμβάνονται νομικές υπηρεσίες, υπηρεσίες λογιστικής διαχείρισης του Αμοιβαίου Κεφαλαίου, υπηρεσίες εξυπηρέτησης Φ.Κ.Α., αποτίμηση του ενεργητικού του Αμοιβαίου Κεφαλαίου και καθορισμός της αξίας των μεριδίων του, έλεγχος τήρησης των κανονιστικών διατάξεων, έκδοση και εξαγορά μεριδίων Αμοιβαίου Κεφαλαίου, διεκπεραίωση εγγράφων και αποστολής εντύπων και βεβαιώσεων και τήρηση αρχείων.
4. Οι μετοχές της Α.Ε.Δ.Α.Κ.−Φ.Κ.Α. είναι ονομαστικές και δεν αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε οργανωμένη αγορά. Το μετοχικό κεφάλαιο της Α.Ε.Δ.Α.Κ.−Φ.Κ.Α. ανήκει σε περισσότερους του ενός Φ.Κ.Α., καταβάλλεται σε μετρητά και έχει ελάχιστο ύψος τριών εκατομμυρίων (3.000.000) ευρώ και δύναται να μεταβιβάζεται από Φ.Κ.Α. σε Φ.Κ.Α.. Η μεταβίβαση των μετοχών γίνεται με απόφαση του Δ.Σ. του Φ.Κ.Α. σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις.
Οι διατάξεις του άρθρου 5 παρ. 2 του ν. 3283/2004 (ΦΕΚ 210 Α΄ ) εφαρμόζονται προκειμένου για την αύξηση των ιδίων κεφαλαίων της με πρόσθετο ποσό, όταν η αξία των χαρτοφυλακίων της Α.Ε.Δ.Α.Κ.−Φ.Κ.Α. υπερβαίνει τα διακόσια πενήντα εκατομμύρια (250.000.000) ευρώ.
Οι Α.Ε.Δ.Α.Κ.−Φ.Κ.Α., καθώς και η Α.Ε.Δ.Α.Κ. Α.Ο. συγκροτούν και λειτουργούν αμοιβαία κεφάλαια όλων των κατηγοριών σύμφωνα με το ν. 3283/2004 (ΦΕΚ 210 Α΄).»
2. Τα υφιστάμενα, επενδεδυμένα μερίδια αμοιβαίων κεφαλαίων των Φ.Κ.Α. εξαγοράζονται εντός διμήνου από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου από τα αμοιβαία κεφάλαια της Α.Ε.Δ.Α.Κ. Α.Ο., χωρίς τη δημιουργία κεφαλαιακών ζημιών για τους Φορείς ή την Α.Ε.Δ.Α.Κ. Α.Ο.. Σε αντίθετη περίπτωση η προθεσμία εξαγοράς παρατείνεται, πάντως όχι πέραν του ενός (1) έτους από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου. Οι πράξεις εξαγοράς απαλλάσσονται από κάθε φόρο, τέλος, τέλος χαρτοσήμου, εισφορά, δικαίωμα ή οποιαδήποτε άλλη επιβάρυνση υπέρ του Δημοσίου, Ν.Π.Δ.Δ. και γενικώς τρίτων.
Άρθρο 52
Διαχειριστές περιουσιακών στοιχείων
1. Το άρθρο 19 του ν. 3586/2007 (ΦΕΚ 151 Α΄) αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 19
Διαχειριστές περιουσιακών στοιχείων
1. Η διαχείριση των κινητών αξιών του άρθρου 4 του παρόντος νόμου γίνεται αποκλειστικά μέσω διαχειριστών.
2. Οι Φ.Κ.Α. αναθέτουν στην Ε.Δ.Ε.Κ.Τ. Α.Ε.Π.Ε.Υ., η οποία ασκεί διαχείριση και μέσω εξωτερικών διαχειριστών, τη διαχείριση των περιουσιακών τους στοιχείων, όπως αυτά ορίζονται από το άρθρο 4 του παρόντος νόμου.
Με την Ε.Δ.Ε.Κ.Τ. Α.Ε.Π.Ε.Υ. καταρτίζεται σχετική σύμβαση παροχής υπηρεσιών, στην οποία καθορίζονται:
α) η χρονική διάρκεια αυτής,
β) το ύψος και ο συγκεκριμένος τρόπος της αμοιβής,
γ) το είδος και η διαδικασία παροχής υπηρεσιών,
δ) τα προς επένδυση κεφάλαια,
ε) κάθε άλλο στοιχείο που είναι αναγκαίο για την υλοποίηση αυτής της παροχής.
3. Έργο του διαχειριστή είναι:
α. Η διαχείριση επενδυτικών χαρτοφυλακίων Φ.Κ.Α., στο πλαίσιο εντολής τους, εφόσον τα χαρτοφυλάκια συμπεριλαμβάνουν έναν ή περισσότερους από τους τίτλους που αναφέρονται στο άρθρο 4 του παρόντος νόμου.
β. Η εκτέλεση εντολών για αγοραπωλησία τίτλων που βρίσκονται στη κατοχή των Φ.Κ.Α..
γ. Η τακτική, περιοδική, έγγραφη ενημέρωση του Φ.Κ.Α. για τις πράξεις που έχει κάνει ο διαχειριστής κατά τη διάρκεια διαχείρισης του χαρτοφυλακίου επενδύσεων, καθώς και έκτακτη ενημέρωση για γεγονότα που ενδέχεται να επηρεάσουν σημαντικά τις επενδύσεις του Φ.Κ.Α..
4. Κριτήρια για την πρόσληψη των εξωτερικών διαχειριστών είναι:
α. Η ορθολογική, διοικητική και τεχνικοοικονομική οργάνωση, οι κατάλληλοι μηχανισμοί ελέγχου και ασφάλειας στον τομέα της ηλεκτρονικής επεξεργασίας δεδομένων, οι αποτελεσματικοί μηχανισμοί εσωτερικού ελέγχου των πράξεων που διενεργούνται από όργανα του διαχειριστή για λογαριασμό του Φ.Κ.Α. και το σύστημα λογιστικής καταχώρησης των διενεργούμενων πράξεων για λογαριασμό του Φ.Κ.Α..
β. Η οργάνωση και οι μηχανισμοί ελέγχου και ασφάλειας που διασφαλίζουν την προστασία των τίτλων που ανήκουν στους Φ.Κ.Α. και αποτρέπουν τη χρησιμοποίηση από τον διαχειριστή των υπό διαχείριση κινητών αξιών του Φορέα για δικό του λογαριασμό.
γ. Να είναι αδειοδοτημένοι και να εποπτεύονται από τις αρμόδιες εποπτικές αρχές των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, για την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών, σύμφωνα με τη νομοθεσία που τους διέπει.
Η πιστοποίηση ελληνικών εταιρειών γίνεται από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς.
δ. Και κάθε άλλο κριτήριο σχετικό με τις ιδιαιτερότητες και τις ανάγκες του Φορέα.
5. Η ανάθεση της διαχείρισης των κινητών αξιών που προβλέπονται από το άρθρο 4 του παρόντος νόμου γίνεται, με απόφαση του Δ.Σ. του Φορέα, στην «Εταιρεία Διαχείρισης Επενδυτικών Κεφαλαίων Ταμείων Ασφάλισης Ανώνυμη Εταιρεία Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών» (Ε.Δ.Ε.Κ.Τ. Α.Ε.Π.Ε.Υ.), στην οποία μπορεί και ο ίδιος ο Φορέας να είναι μέτοχος.
Οι Φ.Κ.Α., κατά την ανάθεση της διαχείρισης οφείλουν να τηρούν τις αρχές επενδυτικής πολιτικής και διαχείρισης της περιουσίας τους που ορίζονται στο άρθρο 17 του ν. 3586/2007 (ΦΕΚ 151 Α΄), καθώς και στις κατ’ εξουσιοδότηση αυτού υπουργικές αποφάσεις.
Στην Ε.Δ.Ε.Κ.Τ. Α.Ε.Π.Ε.Υ. ανατίθεται η παροχή συμβουλών σε Φ.Κ.Α. σχετικά με τη διάρθρωση του κεφαλαίου τους, τη διαμόρφωση της επιχειρηματικής τους στρατηγικής, καθώς και κάθε θέματος σχετιζόμενου με την επιχειρηματική τους δραστηριότητα και την παροχή συμβουλών στον τομέα των επενδύσεων με αντικείμενο έναν ή περισσότερους τίτλους από τους αναφερόμενους στο άρθρο 4 του παρόντος νόμου.
6. Η σύμβαση παροχής υπηρεσιών της Ε.Δ.Ε.Κ.Τ. Α.Ε.Π.Ε.Υ. με τους εξωτερικούς διαχειριστές συνάπτεται για ορισμένο χρόνο, με δυνατότητα ανανέωσης μέχρι δύο (2) φορές. Στη σύμβαση περιγράφονται, μεταξύ άλλων, οι όροι της διαχείρισης, η αμοιβή, ο τρόπος και ο χρόνος καταβολής της αμοιβής του Διαχειριστή, καθώς και τυχόν λοιπά έξοδα που θα βαρύνουν τον Φ.Κ.Α.. Επίσης ο διαχειριστής ενημερώνει τον Φ.Κ.Α. και την Ε.Δ.Ε.Κ.Τ. Α.Ε.Π.Ε.Υ. για σημαντικές εξελίξεις στις αγορές χρήματος και κεφαλαίου, που αναμένεται να επηρεάσουν ουσιωδώς τις αποδόσεις των υπό διαχείριση χαρτοφυλακίων, ενημερώνει την αρμόδια υπηρεσία του Φ.Κ.Α. που του έχει υποδειχθεί, για γεγονότα που σχετίζονται με δικαιώματα και υποχρεώσεις που απορρέουν από την κατοχή τίτλων.
Στη σύμβαση έργου θα περιλαμβάνεται απαραιτήτως όρος για την τήρηση από τον διαχειριστή όλων των διατάξεων της νομοθεσίας των Φ.Κ.Α. και την αποφυγή κάθε συμπεριφοράς του ίδιου ή των υπαλλήλων και στελεχών του, που αποτελούν παραβίαση των κανόνων εχεμύθειας ή διαρροής πληροφοριών που αφορούν το ανατεθέν σε αυτούς έργο και όλων των κανόνων ασυμβιβάστων και δεοντολογίας που τους επιβάλλονται από τη νομοθεσία που ρυθμίζει τη λειτουργία τους. Επίσης, θα περιγράφεται κάθε διαδικασία για την παρακολούθηση του αποτελέσματος της διαχείρισης από τον Φ.Κ.Α..
Στη σύμβαση προβλέπονται λόγοι καταγγελίας της για παραβιάσεις των όρων της συμβάσεως, πάντα αζημίως για τα συμφέροντα του Φ.Κ.Α..
7. Στα υπό διαχείριση επενδυτικά χαρτοφυλάκια των Φ.Κ.Α. στο πλαίσιο εντολής τους, δεν επιτρέπεται η απόκτηση κινητών αξιών εκδόσεως του διαχειριστή ή εταιρειών του ομίλου αυτού άνω του 5% της αξίας, όπως αυτή προκύπτει από την ημερήσια αποτίμηση των χαρτοφυλακίων των οποίων του έχει ανατεθεί η διαχείριση.
8. Οι μετοχές της Ε.Δ.Ε.Κ.Τ. Α.Ε.Π.Ε.Υ. που κατέχονται από την Ο.Τ.Ε. Α.Ε. μεταβιβάζονται στο Ι.Κ.Α.−Ε.Τ.Α.Μ. ή σε άλλους Φ.Κ.Α. σύμφωνα με το καταστατικό της εταιρίας και τις κείμενες περί Ε.Π.Ε.Υ. διατάξεις. Η εκπροσώπηση των μετόχων στο Δ.Σ. της Ε.Δ.Ε.Κ.Τ. Α.Ε.Π.Ε.Υ. πραγματοποιείται με απόφαση της Γενικής Συνέλευσής της. Οι μεταβιβάσεις αυτές απαλλάσσονται από κάθε φόρο, τέλος, εισφορά ή δικαίωμα υπέρ Δημοσίου ή τρίτου.
9. Η διαχείριση των μετοχών της Τράπεζας Αττικής πραγματοποιείται από το Δ.Σ. του Ε.Τ.Α.Α. ή από την Ε.Δ.Ε.Κ.Τ. Α.Ε.Π.Ε.Υ., σύμφωνα με τους όρους, τις προϋποθέσεις και τις διαδικασίες που ορίζονται μετά από απόφαση του Δ.Σ. του Ε.Τ.Α.Α..»
2. Η ανάθεση της διαχείρισης των κινητών αξιών των Φ.Κ.Α. στην Ε.Δ.Ε.Κ.Τ. Α.Ε.Π.Ε.Υ. θα πραγματοποιηθεί εντός μηνός από τη δημοσίευση του παρόντος. Έως τότε, και μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις, οι επενδύσεις της παραγράφου 1β του άρθρου 4 του παρόντος διενεργούνται με αποφάσεις των Δ.Σ. των Φορέων με βάση τους ισχύοντες επενδυτικούς κανόνες.
3. Η παρ. 2 του άρθρου 21 του ν. 3586/2007 (ΦΕΚ 151/Α΄) αντικαθίσταται ως κατωτέρω:
«2. Έργο της Επιτροπής είναι:
α. Ο έλεγχος της νομιμότητας με βάση τα στοιχεία συναλλαγής των πάσης φύσεως επενδύσεων σε κινητές αξίες, καθώς και ο έλεγχος εφαρμογής των αρχών διαχείρισης και των κανόνων επενδυτικής συμπεριφοράς.
β. Ο περιοδικός έλεγχος των στοιχείων στα οποία στηρίζονται οι επενδυτικές επιλογές των Διοικητικών Συμβουλίων των Φ.Κ.Α. και των διαχειριστών της περιουσίας τους.
Οι Φ.Κ.Α., καθώς και οι διαχειριστές των περιουσιακών τους στοιχείων υποχρεούνται να παρέχουν στην Επιτροπή τα απαραίτητα για την πραγματοποίηση του έργου της στοιχεία οποτεδήποτε η Επιτροπή τα ζητήσει.
Για την υποβοήθηση του έργου της Επιτροπής μπορεί κατά περίπτωση να ζητείται η συνδρομή των αρμόδιων υπηρεσιών της Γενικής Γραμματείας Κοινωνικών Ασφαλίσεων, της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, των Τραπεζών και των Α.Χ.Ε.Π.Ε.Υ..»
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΑΤΟ
ΕΝΙΑΙΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΡΥΘΜΙΣΗΣ ΟΦΕΙΛΩΝ
Άρθρο 53
Ρύθμιση οφειλόμενων εισφορών
Με αποφάσεις των αρμόδιων οργάνων όλων των ασφαλιστικών οργανισμών αρμοδιότητας Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης παρέχεται η ευχέρεια εξόφλησης σε δόσεις των καθυστερούμενων ληξιπρόθεσμων ασφαλιστικών εισφορών μετά των πρόσθετων τελών και λοιπών επιβαρύνσεων, κατόπιν αίτησης του οφειλέτη. Στις οφειλόμενες εισφορές συμπεριλαμβάνονται και οι εισφορές που εισπράττονται από ασφαλιστικούς φορείς για λογαριασμό τρίτων φορέων κοινωνικής πολιτικής ως και το αγγελιόσημο.
Άρθρο 54
Αρμόδια όργανα − Αρμοδιότητες
1. Αρμόδια όργανα για τη χορήγηση διευκολύνσεων τμηματικής καταβολής ληξιπρόθεσμων οφειλών προς τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης είναι:
α) Για το Ι.Κ.Α.−Ε.Τ.Α.Μ.: Ο διευθυντής των οικείων περιφερειακών ή τοπικών υποκαταστημάτων ή οι διευθυντές των οικείων ταμείων προκειμένου για περιφερειακά ή τοπικά υποκαταστήματα στην περιοχή των οποίων λειτουργούν ταμεία είσπραξης εσόδων Ι.Κ.Α.−Ε.Τ.Α.Μ. και εφόσον το ποσό της οφειλόμενης κύριας εισφοράς, των πρόσθετων τελών, προστίμων και λοιπών προσαυξήσεων δεν υπερβαίνει τις τριακόσιες χιλιάδες (300.000) ευρώ.
β) Για τους λοιπούς ασφαλιστικούς φορείς: Ο αρμόδιος διευθυντής του οικείου φορέα ή οι διευθυντές ή προϊστάμενοι των περιφερειακών ή λοιπών τοπικών μονάδων εφόσον το ποσό οφειλής από κύριες εισφορές, αυτοτελή πρόσθετα τέλη, πρόστιμα και λοιπές επιβαρύνσεις δεν υπερβαίνει τις ογδόντα χιλιάδες (80.000) ευρώ και ειδικότερα για τις οφειλές των επιχειρήσεων προς τον Ο.Γ.Α. το ποσό των διακοσίων χιλιάδων (200.000) ευρώ.
γ) Για όλους τους ασφαλιστικούς φορείς και εφόσον το προς ρύθμιση ποσό συνολικής οφειλής υπερβαίνει τα ως άνω όρια: η Ειδική Επιτροπή Εσόδων του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης. Έως την έναρξη λειτουργίας της Επιτροπής αυτής τα αιτήματα των οφειλετών αρμοδιότητάς της εξετάζονται από τα όργανα που αναφέρονται στις περιπτώσεις α΄ και β΄ της παραγράφου αυτής.
2. Τα πιο πάνω όργανα κρίνουν, για κάθε περίπτωση, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 56 του παρόντος νόμου και αποφασίζουν για τον καθορισμό της τμηματικής εξόφλησης των καθυστερούμενων εισφορών μετά των αναλογούντων πρόσθετων τελών, προστίμων και λοιπών προσαυξήσεων, εκτός από τις περιπτώσεις θεομηνιών, οπότε η ρύθμιση των οφειλών γίνεται σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παράγραφο 2 του άρθρου 4 του ν. 2556/ 1997 (ΦΕΚ 270 Α΄).
3. Στα πιο πάνω όργανα ανήκει και η αρμοδιότητα:
α) της αναστολής επισπευδόμενης αναγκαστικής εκτέλεσης κατά των οφειλετών του ασφαλιστικού φορέα και των περιουσιακών στοιχείων αυτών,
β) της επιβολής ποσοστού παρακράτησης στα χορηγούμενα, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις, αποδεικτικά ασφαλιστικής ενημερότητας, και
γ) της λήψης κάθε νόμιμου μέτρου προς είσπραξη και εξασφάλιση των απαιτήσεων των ασφαλιστικών φορέων.
Άρθρο 55
Ειδική Επιτροπή Ρύθμισης Εσόδων
1. Στη Γενική Γραμματεία Κοινωνικών Ασφαλίσεων συστήνεται Ειδική Επιτροπή Ρύθμισης Εσόδων, η οποία απαρτίζεται από:
α) τον Γενικό Γραμματέα της Γενικής Γραμματείας Κοινωνικών Ασφαλίσεων με αναπληρωτή του τον Νομικό Σύμβουλο του Κράτους που υπηρετεί στο Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης,
β) τον Διοικητή του Ι.Κ.Α.−Ε.Τ.Α.Μ., με αναπληρωτή του έναν Υποδιοικητή του Ι.Κ.Α.−Ε.Τ.Α.Μ.,
γ) τον Προϊστάμενο της Γενικής Διεύθυνσης Κοινωνικής Ασφάλισης της Γ.Γ.Κ.Α. του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, αναπληρούμενο από τον Προϊστάμενο της Διεύθυνσης Κύριας Ασφάλισης Μισθωτών της Γ.Γ.Κ.Α.,
δ) έναν (1) εκπρόσωπο των ασφαλισμένων με τον αναπληρωτή του, που υποδεικνύονται από τη Γ.Σ.Ε.Ε.,
ε) έναν (1) εκπρόσωπο των εργοδοτών, με τον αναπληρωτή του, που υποδεικνύονται από το Σύνδεσμο Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών (Σ.Ε.Β.), τη Γενική Συνομοσπονδία Επαγγελματιών Βιοτεχνών Εμπόρων Ελλάδος (Γ.Σ.Ε.Β.Ε.Ε.) και την Εθνική Συνομοσπονδία Ελληνικού Εμπορίου (Ε.Σ.Ε.Ε.), που θα συμμετέχει από κάθε οργάνωση.
Ως εκπρόσωπος των εργοδοτών συμμετέχει κάθε φορά, ανάλογα με το είδος της επιχείρησης, ο εκπρόσωπος της αντίστοιχης εργοδοτικής οργάνωσης. Χρέη εισηγητού της Επιτροπής εκτελεί ο Προϊστάμενος του τμήματος αναγκαστικών μέτρων ή εσόδων της αντίστοιχης Διεύθυνσης Εσόδων του Ασφαλιστικού Φορέα στον οποίο υπάγεται ο αιτών τη ρύθμιση των εισφορών οφειλέτης, χρέη δε γραμματέα ένας υπάλληλος της Γ.Γ.Κ.Α.. Η θητεία της Επιτροπής ορίζεται σε ενάμιση (1,5) έτος.
2. Σκοπός της Επιτροπής είναι η ρύθμιση των οφειλών της περίπτωσης γ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 54 του παρόντος νόμου. Η Επιτροπή, μετά από αίτημα του οφειλέτη και ανεξαρτήτως ποσού οφειλής, εφόσον αυτός είναι συνεπής στους όρους της ρύθμισης και δεν οφείλει τρέχουσες εισφορές, μπορεί επιπλέον να αποφασίζει αιτιολογημένα για: − τη χορήγηση βεβαιώσεων ασφαλιστικής ενημερότητας για οποιαδήποτε αιτία, εκτιμώντας ελεύθερα το ύψος του παρακρατούμενου ποσού, χωρίς περιορισμό, με εξαίρεση τους εργοδότες του άρθρου 8 παρ. 5 εδάφιο ε΄, του α.ν. 1846/1951 και − την επαναφορά στη ρύθμιση, σε περίπτωση μη τήρησης των όρων της απόφασης για λόγους ανωτέρας βίας.
Στοιχεία που λαμβάνονται υπόψη για το σχηματισμό της κρίσης της Επιτροπής είναι ιδίως το μέγεθος του κινδύνου για τη βιωσιμότητα της επιχείρησης, ο αριθμός των απασχολουμένων και η συνέπεια που έχει επιδείξει ο οφειλέτης στην εκπλήρωση των υποχρεώσεών του μέχρι την υποβολή της αίτησης.
3. Ο Πρόεδρος, τα μέλη, ο γραμματέας της Επιτροπής και οι αντίστοιχοι αναπληρωτές τους διορίζονται με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης.
Άρθρο 56
Υποβολή αίτησης − Λοιπά δικαιολογητικά
1. Για τη λήψη απόφασης επί των οριζομένων στα άρθρα 54 έως και 56 του παρόντος νόμου υποβάλλεται αίτηση από τον ενδιαφερόμενο στο αρμόδιο προς ρύθμιση όργανο του άρθρου 54, το οποίο αφού λάβει υπόψη του το σύνολο της απαιτητής οφειλής κρίνει επί του αιτήματος ή διαβιβάζει την αίτηση στην Ειδική Επιτροπή Εσόδων.
2. Για τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης Μισθωτών, σε περίπτωση που η επιχείρηση ή το φυσικό πρόσωπο αναπτύσσει δραστηριότητα με την ίδια επωνυμία και νομική μορφή σε περιοχές διαφόρων υποκαταστημάτων ασφαλιστικών οργανισμών, υποβάλλεται αίτηση από τον ενδιαφερόμενο στα οικεία υποκαταστήματα, κρίνεται όμως το αίτημα ρύθμισης για το σύνολο των επί μέρους οφειλών από τον αρμόδιο διευθυντή της έδρας της επιχείρησης ή της Ειδικής Επιτροπής Εσόδων αναλόγως του ύψους της οφειλής.
3. Η αίτηση για ρύθμιση οφειλής εξετάζεται από το αρμόδιο όργανο εφόσον έχει καταβληθεί παράβολο υπέρ του ασφαλιστικού φορέα και έχει επισυναφθεί γραμμάτιο είσπραξης. Το ποσό του παραβόλου που πρέπει να καταβληθεί είναι ίσο:
α) Με πενήντα (50) ευρώ για οφειλή μέχρι πενήντα χιλιάδες (50.000) ευρώ
β) Με εκατό (100) ευρώ για οφειλές από πενήντα χιλιάδες ένα (50.001) ευρώ μέχρι εκατό χιλιάδες (100.000) ευρώ
γ) Με εκατόν πενήντα (150) ευρώ για οφειλή από εκατό χιλιάδες ένα (100.001) ευρώ μέχρι εκατόν πενήντα χιλιάδες (150.000) ευρώ
δ) Με διακόσια (200) ευρώ για οφειλή από εκατόν πενήντα χιλιάδες ένα (150.001) ευρώ μέχρι διακόσιες χιλιάδες (200.000) ευρώ
ε) Με διακόσια πενήντα (250) ευρώ για οφειλή από διακόσιες χιλιάδες ένα (200.001) ευρώ μέχρι διακόσιες πενήντα χιλιάδες (250.000) ευρώ
στ) Με τριακόσια (300) ευρώ για οφειλή από διακόσιες πενήντα χιλιάδες ένα (250.001) ευρώ μέχρι τριακόσιες χιλιάδες (300.000) ευρώ
ζ) Με τετρακόσια (400) ευρώ για οφειλή από τριακόσιες χιλιάδες ένα (300.001) ευρώ και άνω
η) Με είκοσι (20) ευρώ για αυτοαπασχολούμενους του Ο.Γ.Α..
4. Οι αιτήσεις διαβιβάζονται στα αρμόδια όργανα και συνοδεύονται:
α) Από πληροφοριακό δελτίο περί του ποσού της οφειλής, των ληφθέντων αναγκαστικών και άλλων μέτρων και κάθε άλλου στοιχείου απαραίτητου για τη μόρφωση γνώμης. Επί επιχειρήσεων, τις κατά καιρούς προηγούμενες ρυθμίσεις και την τήρησή τους ή μη, την απόδοσή τους, την απρόσκοπτη αναγγελία ασφάλισης του προσωπικού, την ύπαρξη καταγγελιών ή ευρημάτων ελέγχου περί ανασφάλιστου προσωπικού.
β) Την εισήγηση του Προϊσταμένου Διεύθυνσης ή τμήματος της αρμόδιας υπηρεσίας για το υποβληθέν αίτημα.
γ) Οικονομικά στοιχεία προσκομισθέντα από την επιχείρηση, όπως Ισοζύγιο Αναλυτικού Καθολικού τελευταίου μήνα, Ισολογισμό τελευταίου χρόνου, αντίγραφο φορολογικών δηλώσεων και οποιοδήποτε άλλο στοιχείο διευκολύνει τη μόρφωση γνώμης των οργάνων.
Άρθρο 57
Τμηματική εξόφληση της οφειλής
1. Ο αριθμός των δόσεων καθορίζεται σε τριάντα έξι (36) μηνιαίες δόσεις, με την προϋπόθεση της καταβολής από τον οφειλέτη των τρεχουσών εισφορών.
Το οφειλόμενο ποσό συμπεριλαμβάνει κύριες οφειλές, προσαυξήσεις, πρόσθετα τέλη, πρόστιμα και λοιπά έξοδα αναγκαστικών μέτρων.
2. Η μηνιαία δόση δεν μπορεί να είναι μικρότερη του ποσού των διακοσίων (200) ευρώ και η διμηνιαία των τετρακοσίων (400) ευρώ και προκειμένου για οφειλέτες του Ο.Γ.Α. και του Ο.Α.Ε.Ε. η μηνιαία δόση δεν μπορεί να είναι μικρότερη του ποσού των εκατό (100) ευρώ και η διμηνιαία των διακοσίων (200) ευρώ. Στην περίπτωση του Ο.Α.Ε.Ε. η προβλεπόμενη δόση καταβάλλεται μαζί με την τρέχουσα εισφορά.
3. Εάν ο οφειλέτης αδυνατεί να καταβάλει την προβλεπόμενη δόση μέχρι και τέσσερις (4) συνεχόμενους μήνες ή για τους οφειλέτες του Ο.Γ.Α. έξι (6) μήνες, μπορεί να συνεχίσει κανονικά την καταβολή από τον επόμενο μήνα. Το 36μηνο παρατείνεται τόσους μήνες όσοι είναι οι μήνες της μη καταβολής της δόσης. Η δυνατότητα αυτή παρέχεται μέχρι και τρεις φορές κατά τη διάρκεια της ρύθμισης, με την προϋπόθεση ότι καταβάλλονται κανονικά οι δόσεις και οι τρέχουσες εισφορές για οκτώ (8) συνεχόμενους μήνες κάθε φορά. Εντός του οκταμήνου αυτού είναι δυνατή η εκπρόθεσμη καταβολή δόσης έως το τέλος του επόμενου μήνα από αυτόν που είναι απαιτητή. Η παραπάνω εκπρόθεσμη καταβολή επιτρέπεται για μία δόση σε κάθε οκτάμηνο. Στη διάταξη αυτή υπάγονται και όσοι οφειλέτες έχουν υπαχθεί στη ρύθμιση του άρθρου 19 του ν. 3833/2010 (ΦΕΚ 40 Α΄) και τηρούν τους όρους αυτής. Σε περίπτωση μηχανογραφικής εφαρμογής συστημάτων υπολογισμού των εισφορών σε διμηνιαία βάση ή εξαμηνιαία για τον Ο.Γ.Α. η καταβολή γίνεται σε ισόποσες δεκαοκτώ (18) διμηνιαίες δόσεις ή για τον Ο.Γ.Α. έξι (6) εξαμηνιαίες.
4. Κατά παρέκκλιση των ανωτέρω, οι οφειλές που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα της Ειδικής Επιτροπής Εσόδων ρυθμίζονται σε σαράντα οκτώ δόσεις. Εάν ο οφειλέτης αδυνατεί να καταβάλει την προβλεπόμενη δόση μέχρι και τέσσερις (4) συνεχόμενους μήνες, μπορεί να συνεχίσει κανονικά την καταβολή από τον επόμενο μήνα. Το 48μηνο παρατείνεται τόσους μήνες όσοι είναι οι μήνες της μη καταβολής της δόσης. Η δυνατότητα αυτή παρέχεται μέχρι και τρεις φορές κατά τη διάρκεια της ρύθμισης, με την προϋπόθεση ότι καταβάλλονται κανονικά οι δόσεις και οι τρέχουσες εισφορές για οκτώ (8) συνεχόμενους μήνες κάθε φορά. Εντός του οκταμήνου αυτού είναι δυνατή η εκπρόθεσμη καταβολή δόσης έως το τέλος του επόμενου μήνα από αυτόν που είναι απαιτητή. Η παραπάνω εκπρόθεσμη καταβολή επιτρέπεται για μία δόση σε κάθε οκτάμηνο. Στη διάταξη αυτή υπάγονται και όσοι οφειλέτες έχουν υπαχθεί στη ρύθμιση του άρθρου 19 του ν. 3833/2010 (ΦΕΚ 40 Α΄) και τηρούν τους όρους αυτής. Σε κάθε περίπτωση απαραίτητη προϋπόθεση είναι η καταβολή από τον οφειλέτη των τρεχουσών εισφορών.
5. Οι οφειλές που βεβαιώνονται ή προκύπτουν μετά την υπαγωγή στη ρύθμιση και ανάγονται σε μισθολογικές περιόδους απασχόλησης μέχρι και τον τελευταίο μήνα υπαγωγής των οφειλών στη ρύθμιση δεν θεωρούνται τρέχουσες. Οι οφειλές αυτές, αν δεν εξοφληθούν εφάπαξ, εντάσσονται αυτεπαγγέλτως στην υφιστάμενη ρύθμιση, με ανακαθορισμό του ποσού των υπολειπόμενων δόσεων.
6. Αν διαγραφεί μέρος της οφειλής, οι δόσεις αναπροσαρμόζονται οίκοθεν από το αρμόδιο όργανο.
7. Εάν ο οφειλέτης απωλέσει ολοκληρωτικά το δικαίωμα της τμηματικής εξόφλησης εισφορών σε δόσεις, δύναται να υποβάλει νέα αίτηση για ρύθμιση, μετά από ένα (1) έτος από την έκδοση της προηγούμενης απόφασης ρύθμισης. Το δωδεκάμηνο αρχίζει από το μήνα καταβολής της πρώτης δόσης.
Το αρμόδιο όργανο δύναται να ρυθμίσει εκ νέου τις οφειλές σύμφωνα με τις προϋποθέσεις των προηγούμενων παραγράφων. Κατ’ εξαίρεση μπορεί να εκδοθεί νέα απόφαση ρύθμισης πριν την παρέλευση του δωδεκαμήνου, εάν ο οφειλέτης καταβάλει το ποσό των τριών (3) δόσεων, η μία από τις οποίες συμψηφίζεται με το ποσό της πρώτης δόσης και οι υπόλοιπες με τις τελευταίες δόσεις.
8. α) Σε περίπτωση εφάπαξ εξόφλησης των καθυστερούμενων ασφαλιστικών εισφορών παρέχεται έκπτωση 40% επί των πρόσθετων τελών.
β) Σε περίπτωση τμηματικής εξόφλησης παρέχεται έκπτωση 20% επί των πρόσθετων τελών. Το ποσό μείωσης των πρόσθετων τελών στην περίπτωση τμηματικής καταβολής επιμερίζεται ισόποσα σε όλες τις δόσεις. Κατά παρέκκλιση των ανωτέρω και εφόσον υποβληθεί μέχρι 15 Οκτωβρίου του τρέχοντος έτους αίτηση εξόφλησης των καθυστερούμενων ασφαλιστικών εισφορών, παρέχεται έκπτωση 80% επί των πρόσθετων τελών σε περίπτωση εφάπαξ εξόφλησης και 60% σε περίπτωση τμηματικής εξόφλησης αυτών. Τα ανωτέρω εφαρμόζονται και επί οφειλετών, οι οποίοι έχουν ήδη υποβάλλει αίτηση ή έχουν υπαχθεί στη ρύθμιση τμηματικής εξόφλησης οφειλετών σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 19 του ν. 3833/2010 (ΦΕΚ 40 Α΄) και τηρούν τους όρους αυτής.
9. Η μη εμπρόθεσμη καταβολή των δόσεων, καθώς και η μη καταβολή των τρεχουσών εισφορών συνεπάγεται την έκπτωση από το δικαίωμα της τμηματικής εξόφλησης των οφειλόμενων εισφορών και καθιστά άμεσα απαιτητό το σύνολο του οφειλόμενου ποσού.
10. Σε περίπτωση που υποβάλλεται αίτημα τμηματικής καταβολής ληξιπρόθεσμων εισφορών από:
α. Επιχείρηση που βρίσκεται στο στάδιο της εκκαθάρισης ή έχει κηρυχθεί σε πτώχευση, της οποίας η κύρια οφειλή έχει επιβαρυνθεί με το ανώτατο ποσοστό προσαυξήσεων και δεν έχουν αποδώσει όλα τα αναγκαστικά και άλλα μέτρα είσπραξης που ισχύουν, είναι δυνατόν, τα αρμόδια όργανα να αποφασίζουν τη ρύθμιση σε εξήντα (60) ισόποσες μηνιαίες δόσεις, με την προϋπόθεση προκαταβολής ποσού ίσου με το 2% της συνολικής οφειλής.
β. Εποχική επιχείρηση, είναι δυνατόν τα αρμόδια όργανα να αποφασίζουν τη ρύθμιση σε μηνιαίες δόσεις, σύμφωνα με τα ανωτέρω οριζόμενα, με τη δυνατότητα αυξημένου ποσού μηνιαίας δόσης, κατά τη διάρκεια λειτουργίας αυτής και μειωμένου ποσού μηνιαίας δόσης κατά 30%, όταν αυτή δεν λειτουργεί.
11. Στην περίπτωση επίσπευσης πλειστηριασμού από τον ασφαλιστικό φορέα πριν την παρέλευση ενός (1) έτους από την έκδοση της απόφασης ρύθμισης, είναι δυνατή η αναστολή αυτού μόνο εφόσον καταβληθεί το 1/5 της συνολικής οφειλής, πλέον των εξόδων εκτέλεσής του και ρυθμιστεί το υπόλοιπο της οφειλής σύμφωνα με τις προϋποθέσεις του παρόντος άρθρου.
12. Εφόσον δεν τηρηθούν οι όροι αυτής της ρύθμισης και με τη λήψη των αναγκαστικών μέτρων είσπραξης δεν έχει εξοφληθεί η οφειλή, τότε επισπεύδεται η διαδικασία για κήρυξη του οφειλέτη σε πτώχευση. Η παραπάνω διαδικασία αναστέλλεται με την καταβολή του 30% της οφειλής και τη ρύθμιση του υπολοίπου σε δόσεις σύμφωνα με τις προϋποθέσεις του παρόντος άρθρου.
13. Στη ρύθμιση αυτή παρέχεται η δυνατότητα υπαγωγής και όσων έχουν ρυθμίσει τις οφειλές τους με άλλες διατάξεις νόμων για το μέρος της οφειλής που δεν έχει εισπραχθεί.
Άρθρο 58
Χορήγηση ασφαλιστικής ενημερότητας
1. Στους οφειλέτες που υπάγονται στην παρούσα ρύθμιση και τηρούν τους όρους της ρύθμισης αυτής, χορηγείται βεβαίωση ασφαλιστικής ενημερότητας διάρκειας ενός (1) μηνός υπό την προϋπόθεση ότι η ρύθμιση τηρείται έναντι όλων των φορέων κύριας και επικουρικής ασφάλισης στους οποίους υπάγεται το προσωπικό των επιχειρήσεων ή ο αυτοαπασχολούμενος.
2. Στο πλαίσιο της ανωτέρω ρύθμισης αποφασίζεται από τα αρμόδια όργανα των ασφαλιστικών φορέων η επιβολή ποσοστού παρακράτησης για τη χορήγηση ασφαλιστικής ενημερότητας, σύμφωνα με τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις, για την είσπραξη χρημάτων από τράπεζες ή πιστωτικά ιδρύματα, με ελάχιστο ποσοστό 2%. Μετά τρεις (3) μήνες από την έκδοση της απόφασης, το όργανο που την εξέδωσε μπορεί να αποφασίσει τη μείωση του ανωτέρω ποσοστού παρακράτησης μέχρι του 2%, εφόσον τα μηνιαία ποσά από παρακρατήσεις είναι μεγαλύτερα του 50% της μηνιαίας δόσης.
3. Για την εντός του μήνα της ρύθμισης είσπραξη όλων των εκκαθαρισμένων απαιτήσεων των επιχειρήσεων από το Δημόσιο, Ν.Π.Δ.Δ., Ο.Τ.Α. α΄ και β΄ βαθμίδας, δημόσιες, δημοτικές και κοινοτικές επιχειρήσεις, δημόσιας ή κοινής ωφέλειας και γενικά επιχειρήσεις και οργανισμούς του ευρύτερου δημόσιου τομέα, όπως αυτός καθορίζεται από την ισχύουσα κάθε φορά νομοθεσία, καθώς και από αυτούς που ενεργούν πληρωμές με εντολή ή εξουσιοδότηση των πιο πάνω, εφόσον το ποσό της εκκαθαρισμένης απαίτησης υπερβαίνει τις τρεις χιλιάδες (3.000) ευρώ, χορηγείται από τα αρμόδια όργανα των ασφαλιστικών φορέων βεβαίωση ασφαλιστικής ενημερότητας με παρακράτηση του διπλάσιου ποσού δόσης, που μπορεί να συμψηφίζεται με το ποσό της πρώτης δόσης και το υπόλοιπο ποσό με τις τελευταίες κατά σειρά δόσεις, όπως αυτές ορίζονται στην απόφαση του αρμόδιου οργάνου του ασφαλιστικού φορέα.
4. Σε περίπτωση είσπραξης χρημάτων από τράπεζες ή πιστωτικά ιδρύματα χορηγείται βεβαίωση οφειλής με παρακράτηση εκτός του οριζόμενου στην απόφαση ρύθμισης ποσοστού παρακράτησης και του ποσού της οφειλόμενης τρέχουσας δόσης, όπως αυτή ορίζεται στην απόφαση του αρμόδιου οργάνου.
5. Σε περίπτωση μη είσπραξης των ποσών των παραγράφων 2 έως και 4 του παρόντος άρθρου, ο οφειλέτης δεν θεωρείται ενήμερος για τη ρύθμιση.
6. Κατά τη διάρκεια της ρύθμισης και εφόσον ο οφειλέτης είναι ενήμερος με τους όρους αυτής, του χορηγείται ασφαλιστική ενημερότητα με παρακράτηση του διπλάσιου ποσού δόσης, που συμψηφίζεται με τις τελευταίες δόσεις, όπως αυτές ορίζονται στην απόφαση του αρμόδιου οργάνου του ασφαλιστικού φορέα.
7. Προκειμένου για το Ι.Κ.Α.−Ε.Τ.Α.Μ. εξακολουθούν να ισχύουν οι διατάξεις του άρθρου 8 παράγραφος 5ε του α.ν. 1846/1951 (ΦΕΚ 179 Α΄).
Άρθρο 59
Δικαιώματα Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης
Οι Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης παρά τη συμμόρφωση του οφειλέτη στη χορηγηθείσα διευκόλυνση τμηματικής καταβολής διατηρούν το δικαίωμα:
α) να δίνουν εντολές παρακράτησης μέρους ή του συνόλου της χρηματικής απαίτησης του οφειλέτη κατά τρίτων προσώπων, για την είσπραξη της οποίας ζητείται βεβαίωση ασφαλιστικής ενημερότητας,
β) να προβαίνουν σε συμψηφισμό των χρηματικών απαιτήσεων του οφειλέτη κατά του οικείου ασφαλιστικού φορέα και μέχρι του ύψους των ληξιπρόθεσμων οφειλών του.
Άρθρο 60
Λοιπές διατάξεις
1. Με την απόφαση παροχής διευκόλυνσης τμηματικής καταβολής αναστέλλεται ο χρόνος παραγραφής των οφειλών, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 87 του ν. 2362/1995 (ΦΕΚ 247 Α΄), που αναλογικά εφαρμόζεται στο Ι.Κ.Α.−Ε.Τ.Α.Μ. και Ε.Τ.Ε.Α.Μ. κατά τις διατάξεις της παραγράφου 8 του άρθρου 2 του ν. 2556/1997 (ΦΕΚ 270 Α΄), καθώς και στο άρθρο 137 του ν. 3655/2008 (ΦΕΚ 58 Α΄) προκειμένου για τους λοιπούς Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης.
2. Οι διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 31 του ν. 2972/2001 (ΦΕΚ 291 Α΄), περί διαγραφής οφειλομένων προς το Ι.Κ.Α.−Ε.Τ.Α.Μ. εισφορών εφαρμόζονται και στους λοιπούς Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης.
Άρθρο 61
Έναρξη καταβολής σύνταξης σε οφειλέτη
1. Όπου από τις κείμενες διατάξεις κάθε ασφαλιστικού οργανισμού ορίζεται ως προϋπόθεση για την έναρξη καταβολής σύνταξης η προηγούμενη εξόφληση των οφειλών, σε περίπτωση υπαγωγής του οφειλέτη στον παρόντα διακανονισμό, η ως άνω προϋπόθεση εξακολουθεί να ισχύει και η σύνταξη καταβάλλεται από την 1η του επόμενου μήνα της εξόφλησης.
2. Η σύνταξη καταβάλλεται από την ημερομηνία που ορίζουν οι καταστατικές διατάξεις του ασφαλιστικού φορέα, αν το οφειλόμενο ποσό δεν είναι μεγαλύτερο των είκοσι (20) μηνιαίων συντάξεων κατώτατων ορίων, όπως αυτά ισχύουν κάθε φορά για καθέναν ασφαλιστικό οργανισμό.
3. Τα ανωτέρω ποσά οφειλής προσαυξημένα με τα πρόσθετα τέλη συμψηφίζονται ή παρακρατούνται από τα ποσά των συντάξεων, σε ίσες μηνιαίες δόσεις, που δεν μπορεί να είναι περισσότερες από σαράντα (40).
Η πρώτη δόση παρακρατείται από τον πρώτο μήνα που απονεμήθηκε η σύνταξη.
Άρθρο 62
Εξουσιοδότηση για έκδοση υπουργικών αποφάσεων
1. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης μετά από γνώμη των αρμόδιων Διοικητικών Συμβουλίων των Ασφαλιστικών Φορέων και γνωμοδότηση του Σ.Κ.Α. ρυθμίζονται θέματα λειτουργίας της Ειδικής Επιτροπής Ρύθμισης Εσόδων, καθώς και κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος κεφαλαίου.
2. Οι διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου τροποποιούνται ύστερα από γνώμη της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής, στο βαθμό που ο ΚτΒ της απονέμει την αρμοδιότητα αυτή, της Επιτροπής Ανταγωνισμού και του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ
ΛΟΙΠΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 63
Ασφαλιστική τακτοποίηση προσωπικού Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης
1. Οι προβλεπόμενες εισφορές για την κύρια ασφάλιση του τακτικού προσωπικού του πρώην Ταμείου Υγείας Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων (ΤΥΔΚΥ), που υπηρετούσε σε αυτό κατά την 1.8.2008, το οποίο συνταξιοδοτείτο από τον φορέα αυτόν με διατάξεις ανάλογες του Δημοσίου και του Ειδικού Συνταξιοδοτικού Καθεστώτος του ΙΚΑ−ΕΤΑΜ και επέλεξε μετά την ισχύ του ν. 3655/2008 (ΦΕΚ 58 Α΄) το προηγούμενο καθεστώς ασφάλισης με βάση τις διατάξεις της παραγράφου 17 του άρθρου 4 του ν. 3513/2006 (ΦΕΚ 265 Α΄), καταβάλλονται στον τομέα στον οποίο εντάχθηκε ο φορέας ο οποίος βαρύνετο με την καταβολή της κύριας σύνταξης κατά την έναρξη ισχύος του ν. 3655/2008 (ΦΕΚ 58 Α΄). Ο ίδιος τομέας βαρύνεται και με την καταβολή των συντάξεων του προσωπικού που υπηρετεί, καθώς και αυτού που έχει ήδη συνταξιοδοτηθεί.
Τα ανωτέρω έχουν εφαρμογή και για το προσωπικό του πρώην ταμείου, το οποίο είχε μεταταχθεί ή μεταφερθεί σε θέσεις άλλων υπηρεσιών πριν την ένταξη του Ταμείου ως τομέα στον Οργανισμό Περίθαλψης Δημοσίων Υπαλλήλων (ΟΠΑΔ) και είχε επιλέξει τη διατήρηση του προηγούμενου της μετάταξης ασφαλιστικού − συνταξιοδοτικού καθεστώτος.
2. Οι προβλεπόμενες εισφορές για την κύρια ασφάλιση του τακτικού προσωπικού του πρώην Ταμείου Ασφάλισης Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων (ΤΑΔΚΥ), που υπηρετούσε σε αυτό κατά την 1.8.2008, το οποίο συνταξιοδοτείτο από τον φορέα αυτόν με διατάξεις ανάλογες του Δημοσίου και του Ειδικού Συνταξιοδοτικού Καθεστώτος του ΙΚΑ−ΕΤΑΜ και επέλεξε μετά την ισχύ του ν. 3655/2008 (ΦΕΚ 58 Α΄) το προηγούμενο καθεστώς ασφάλισης με βάση τις διατάξεις της παραγράφου 17 του άρθρου 4 του ν. 3513/2006 (ΦΕΚ 265 Α΄), καταβάλλονται στους τομείς των φορέων στους οποίους εντάχθηκαν οι επί μέρους κλάδοι του πρώην ταμείου και στους οποίους μεταφέρθηκε το προσωπικό. Οι ίδιοι τομείς βαρύνονται και με την καταβολή των συντάξεων του προσωπικού που υπηρετεί, καθώς και αυτού που έχει ήδη συνταξιοδοτηθεί.
Ειδικά για το προσωπικό που μετατάχθηκε ή μεταφέρθηκε από το πρώην ΤΑΔΚΥ σε θέσεις άλλων υπηρεσιών πριν την 1.8.2008 και διατήρησε το προηγούμενο της μετάταξης ασφαλιστικό−συνταξιοδοτικό καθεστώς, οι προβλεπόμενες εισφορές κύριας ασφάλισης καταβάλλονται στον Τομέα Ασφάλισης Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων του Ταμείου Επικουρικής Ασφάλισης Δημοσίων Υπαλλήλων, ο οποίος βαρύνεται και με την καταβολή της σύνταξής τους.
3. Το τακτικό προσωπικό του πρώην Ταμείου Πρόνοιας Εργαζομένων στα Λιμάνια (ΤΑΠΕΛ) οι κλάδοι του οποίου εντάχθηκαν ως Τομείς στο Ταμείο Προνοίας Ιδιωτικού Τομέα (ΤΑΠΙΤ), που υπηρετούσε κατά την 1.8.2008, συνταξιοδοτείτο από τους φορείς αυτούς με διατάξεις ανάλογες του Δημοσίου και του Ειδικού Συνταξιοδοτικού Καθεστώτος του ΙΚΑ−ΕΤΑΜ και επέλεξε μετά την ισχύ του ν. 3655/2008 το προηγούμενο καθεστώς ασφάλισης με βάση τις διατάξεις της παραγράφου 17 του άρθρου 4 του ν. 3513/2006, υπάγεται στην ασφάλιση του ΙΚΑ−ΕΤΑΜ σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 11 του ν.δ. 4277/ 1962 (ΦΕΚ 191 Α΄).
Τα ανωτέρω έχουν εφαρμογή και για το προσωπικό του φορέα αυτού, το οποίο έχει μεταταχθεί ή μεταφερθεί σε θέσεις άλλων υπηρεσιών και έχει επιλέξει τη διατήρηση του προηγούμενου της μετατάξεως ασφαλιστικού συνταξιοδοτικού καθεστώτος.
Οι εισφορές εργαζομένου και εργοδότη που αντιστοιχούν στο χρόνο ασφάλισης που διανύθηκε στον προηγούμενο φορέα μέχρι το τέλος του μήνα έναρξης ισχύος του νόμου αυτού, μεταφέρονται στο ΙΚΑ−ΕΤΑΜ μετά από οικονομική μελέτη της Διεύθυνσης Αναλογιστικών Μελετών και Στατιστικής του ΙΚΑ−ΕΤΑΜ.
Ο χρόνος ασφάλισης των υπαλλήλων της παραγράφου αυτής στο πρώην ΤΑΠΕΛ και στους τομείς του ΤΑΠΙΤ θεωρείται ότι διανύθηκε στην ασφάλιση του Ειδικού Συνταξιοδοτικού Καθεστώτος του ΙΚΑ−ΕΤΑΜ.
4. Για την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 12 παρ. 3 του ν. 3232/2004 (ΦΕΚ 48 Α΄) χορηγείται νέα αποκλειστική προθεσμία υποβολής της σχετικής αίτησης για αναγνώριση, διάρκειας έξι (6) μηνών από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού.
5. Το προσλαμβανόμενο από 1.10.2008 τακτικό προσωπικό των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου, με τις επωνυμίες «Ενιαίο Ταμείο Ανεξάρτητα Απασχολουμένων» (ΕΤΑΑ), «Ενιαίο Ταμείο Ασφάλισης Προσωπικού Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης « (ΕΤΑΠ ΜΜΕ), «Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης Ιδιωτικού Τομέα» (ΤΕΑΙΤ), «Ταμείο Ασφάλισης Υπαλλήλων Τραπεζών και Επιχειρήσεων Κοινής Ωφέλειας» (ΤΑΥΤΕΚΩ), «Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης και Πρόνοιας Απασχολούμενων στα Σώματα Ασφαλείας» (ΤΕΑΠΑΣΑ), «Ταμείο Πρόνοιας Ιδιωτικού Τομέα» (ΤΑΠΙΤ), το οποίο διέπεται από τις διατάξεις του ν. 3528/2007 (ΦΕΚ 26 Α΄) « Κώδικας Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ.» και το οποίο ασφαλίζεται στον κλάδο συντάξεων και στον κλάδο παροχών ασθένειας του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων−Ενιαίο Ταμείο Ασφάλισης Μισθωτών (ΙΚΑ−ΕΤΑΜ), υπάγεται στις διατάξεις του άρθρου 11 του ν.δ. 4277/1962 (ΦΕΚ 191 Α΄).
6. α. Το προσλαμβανόμενο από 1.1.2007 τακτικό προσωπικό του Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου, με την επωνυμία «Οργανισμός Ασφάλισης Ελεύθερων Επαγγελματιών−ΟΑΕΕ», το οποίο διέπεται από τις διατάξεις του ν. 3528/2007 (ΦΕΚ 26 Α΄) «Κώδικας Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων ν.π.δ.δ.» και το οποίο ασφαλίζεται στον κλάδο συντάξεων και στον κλάδο παροχών ασθένειας του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων−Ενιαίο Ταμείο Ασφάλισης Μισθωτών (ΙΚΑ−ΕΤΑΜ), υπάγεται στις διατάξεις του άρθρου 11 του ν.δ. 4277/1962 (ΦΕΚ 191 Α΄).
β. Η ασφαλιστική τακτοποίηση του προσωπικού του προηγούμενου εδαφίου για το χρονικό διάστημα από το διορισμό του στον ΟΑΕΕ έως την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, γίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3163/1955 (ΦΕΚ 71 Α´).
7. Ο χρόνος υπηρεσίας των τακτικών υπαλλήλων του ΙΚΑ−ΕΤΑΜ, οι οποίοι προέρχονται από την Εταιρία Διαχείρισης Ειδών Μονοπωλίου Ελληνικού Δημοσίου «ΕΔΕΜΕΔ», κατά τον οποίο ελάμβαναν σύνταξη και αποδοχές συγχρόνως, θεωρείται ως χρόνος πραγματικής και συντάξιμης υπηρεσίας στο ΙΚΑ−ΕΤΑΜ και ΕΤΕΑΜ, εφόσον οι ενδιαφερόμενοι επιστρέψουν τις συντάξεις που έλαβαν κατά το χρόνο αυτόν και καταβάλλουν τυχόν μη καταβληθείσες κατά το ως άνω χρονικό διάστημα εισφορές για την κύρια και την επικουρική ασφάλιση.
Ο εν λόγω χρόνος θεωρείται χρόνος ασφάλισης και στον Ειδικό Λογαριασμό Προνοίας Προσωπικού ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, στον οποίο έχουν καταβληθεί οι αναλογούσες εισφορές για την καταβολή του εφάπαξ βοηθήματος.
Ο ανωτέρω χρόνος υπηρεσίας λαμβάνεται υπόψη για τη θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος και για τον υπολογισμό του ποσού της σύνταξης μετά την ολοσχερή εξόφληση της οφειλής.
Ο ως άνω χρόνος θεωρείται χρόνος ασφάλισης και στο ΕΤΕΑΜ για τη θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος και για τον υπολογισμό του ποσού της σύνταξης από τον Τομέα Επικουρικής Ασφάλισης Προσωπικού Οργανισμών Κοινωνικής Ασφάλισης του ΤΕΑΔΥ με τις διατάξεις της διαδοχικής ασφάλισης.
Οι καταβληθείσες συντάξεις επιστρέφονται άτοκα σε τριάντα έξι (36) δόσεις μετά από αίτηση των ανωτέρω υπαλλήλων η οποία υποβάλλεται εντός ενός έτους από την ισχύ του παρόντος στο ΙΚΑ−ΕΤΑΜ και ΕΤΕΑΜ.
Τυχόν οφειλόμενες εισφορές, σύμφωνα με τα παραπάνω, εξοφλούνται εφάπαξ.
Σε περίπτωση επέλευσης του ασφαλιστικού κινδύνου πριν από την ολοσχερή εξόφληση των δόσεων, οι υπόλοιπες δόσεις καταβάλλονται εφάπαξ.
Οι διατάξεις αυτές έχουν εφαρμογή και για όσους έχουν εξέλθει ήδη της υπηρεσίας.
8. Η προβλεπόμενη από τη διάταξη της περίπτωσης 2α της παραγράφου 17 του άρθρου 4 του ν. 3513/2006 προθεσμία υποβολής δήλωσης για τη διατήρηση του προηγούμενου της μετάταξης ή μεταφοράς ασφαλιστικού συνταξιοδοτικού καθεστώτος από τους υπαλλήλους των ασφαλιστικών φορέων αρμοδιότητας του
Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, παρατείνεται για τρεις μήνες από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού.
Άρθρο 64
Ασφάλιση του προσωπικού της Τράπεζας της Ελλάδος
1. Από την 1.1.2011 η Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ) αναλαμβάνει και ενεργεί την κοινωνική ασφάλιση του προσωπικού της, ως προς τους κλάδους κύριας και επικουρικής σύνταξης. Ασφαλιστέα πρόσωπα είναι αυτά που ορίζονται στο άρθρο 6 του Καταστατικού του πρώην ΤΣΠ−ΤΕ (ΦΕΚ 174 Β΄, απόφαση Υπουργού Εθνικής Οικονομίας 21545/1927), καθώς και στο άρθρο 2 του Καταστατικού του καταργούμενου με το άρθρο αυτό Μετοχικού Ταμείου ΤτΕ.
Από την ίδια ως άνω ημερομηνία παύει η ασφάλιση των ανωτέρω προσώπων στον κλάδο σύνταξης του ΙΚΑ−ΕΤΑΜ και καταργείται το «Μετοχικό Ταμείο Υπαλλήλων Τράπεζας της Ελλάδος». Το σύνολο του ενεργητικού και παθητικού τόσο του πρώην ΤΣΠ−ΤΕ, που είχε περιέλθει στο ΙΚΑ−ΕΤΑΜ βάσει των άρθρων 1 και 2 του ν. 3655/2008 (ΦΕΚ 58 Α΄), όσο και του καταργούμενου Μετοχικού Ταμείου Τράπεζας της Ελλάδος, περιέρχεται αυτοδίκαια στην Τράπεζα της Ελλάδος, η οποία αποτελεί καθολική διάδοχο αυτών, χωρίς την καταβολή οποιουδήποτε φόρου, τέλους ή δικαιώματος τρίτων. Η οικονομική επιβάρυνση του κλάδου σύνταξης του ΙΚΑ−ΕΤΑΜ, η οποία προκύπτει από την ένταξη σε αυτόν του ΤΣΠ−ΤΕ κατά το χρονικό διάστημα από 1.8.2008 έως 31.12.2010 αφαιρείται από το μεταφερόμενο ενεργητικό υπέρ του κλάδου σύνταξης του ΙΚΑ−ΕΤΑΜ.
Το ύψος της οικονομικής επιβάρυνσης καθορίζεται με οικονομική μελέτη που εκπονείται από τη Διεύθυνση Αναλογιστικών μελετών της Γενικής Γραμματείας Κοινωνικών Ασφαλίσεων σε συνεργασία με τη Διεύθυνση Αναλογιστικών Μελετών και Στατιστικής του ΙΚΑ−ΕΤΑΜ κατά το χρονικό διάστημα 1.1.2011 έως 28.2.2011.
Οι έως την 31.12.2010 συνταξιούχοι του πρώην ΤΣΠ/ ΤΕ−ΙΚΑ/ΕΤΑΜ και του καταργούμενου Μετοχικού Ταμείου Υπαλλήλων Τράπεζας της Ελλάδος καθίστανται συνταξιούχοι της Τράπεζας της Ελλάδος, η οποία βαρύνεται στο εξής με την καταβολή των συντάξεών τους.
Ο καθορισμός του χρόνου ασφάλισης, το είδος και το ύψος των παροχών, το ύψος των εισφορών, ο υπολογισμός του ποσού της σύνταξης και οι προϋποθέσεις συνταξιοδότησης διέπονται αντιστοίχως από τις διατάξεις του καταστατικού του πρώην ΤΣΠ−ΤΕ, όπως διαμορφώνονται με τις γενικές διατάξεις νόμων, τις διατάξεις του παρόντος νόμου, του Καταστατικού του «Μετοχικού Ταμείου Υπαλλήλων Τράπεζας της Ελλάδος» και τις γενικές διατάξεις νόμων.
Οι διατάξεις αυτές καθίστανται καταστατικές διατάξεις της Τράπεζας της Ελλάδος, ως φορέα ασφάλισης του προσωπικού της, μεταφέρονται δε σε αυτήν όλα τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των ασφαλισμένων και συνταξιούχων των κλάδων της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού.
Οι καταστατικές αυτές διατάξεις, προσαρμοσμένες ως ανωτέρω, τροποποιούνται:
α) με απόφαση του Συμβουλίου Ασφάλισης της Τράπεζας της Ελλάδος, εγκρινόμενη από το Γενικό Συμβούλιο της Τράπεζας της Ελλάδος, προκειμένου για θέματα του Καταστατικού του Μετοχικού Ταμείου Υπαλλήλων Τράπεζας της Ελλάδος,
β) με απόφαση του Συμβουλίου Ασφάλισης της Τράπεζας της Ελλάδος, εγκρινόμενη από τον Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, προκειμένου για καταστατικές διατάξεις του πρώην ΤΣΠ−ΤΕ.
Για την εφαρμογή των διατάξεων που αφορούν στη μεταβολή ασφαλιστικού φορέα, η Τράπεζα της Ελλάδος θεωρείται Οργανισμός Ασφάλισης.
Χρόνος απασχόλησης στη ΤτΕ για τον οποίο χώρησε ασφάλιση στο πρώην ΤΣΠ−ΤΕ ή στο ΙΚΑ−ΕΤΑΜ κατά το χρονικό διάστημα από 1.8.2008 μέχρι την 31.12.2010 καθώς και χρόνος που αναγνωρίσθηκε και εξαγοράστηκε ως συντάξιμος στο πρώην ΤΣΠ−ΤΕ ή στον Κλάδο Σύνταξης του ΙΚΑ−ΕΤΑΜ λογίζεται ως διανυθείς στην ασφάλιση της Τράπεζας της Ελλάδος.
Εκκρεμείς δίκες που αφορούν διαφορές ή υποθέσεις του πρώην ΤΣΠ/ΤΕ−ΙΚΑ/ΕΤΑΜ και του καταργούμενου Μετοχικού Ταμείου Τράπεζας της Ελλάδος συνεχίζονται από την Τράπεζα της Ελλάδος, χωρίς να επέρχεται διακοπή δίκης. Δικαστικές αποφάσεις που εκδίδονται ισχύουν έναντι της Τράπεζας της Ελλάδος.
Όπου από τις ισχύουσες γενικές διατάξεις νόμων ρυθμίζεται ζήτημα που αφορά τους ασφαλισμένους και τους συνταξιούχους του πρώην ΤΣΠ−ΤΕ ή εν γένει των πρώην Ειδικών Ταμείων, η ρύθμιση αφορά και τους ασφαλισμένους και συνταξιούχους της Τράπεζας της Ελλάδος.
2. Στην Τράπεζα της Ελλάδος συστήνεται «Συμβούλιο Ασφάλισης της Τράπεζας της Ελλάδος», το οποίο συγκροτείται με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, έχει τριετή θητεία και αποτελείται από:
α) τον Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, ως Πρόεδρο, αναπληρούμενο από έναν Υποδιοικητή ή ένα μέλος του Γενικού Συμβουλίου της Τράπεζας που υποδεικνύει το Συμβούλιο αυτό,
β) έναν (1) υπάλληλο της Γενικής Γραμματείας Κοινωνικών Ασφαλίσεων και έναν (1) υπάλληλο του Υπουργείου Οικονομικών που ορίζονται, με τους αναπληρωτές τους, από τον Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης και τον Υπουργό Οικονομικών αντίστοιχα,
γ) έναν (1) ανώτερο υπάλληλο της Τράπεζας της Ελλάδος, που υποδεικνύεται, με τον αναπληρωτή του, από το Γενικό Συμβούλιο της Τράπεζας της Ελλάδος,
δ) δύο (2) εκπροσώπους των ασφαλισμένων, μέλη του προσωπικού της Τράπεζας της Ελλάδος, που υποδεικνύονται, με τους αναπληρωτές τους, από το Σύλλογο Υπαλλήλων της Τράπεζας της Ελλάδος και
ε) έναν εκπρόσωπο των συνταξιούχων, που υποδεικνύεται, με τον αναπληρωτή του, από το Σύλλογο Συνταξιούχων της Τράπεζας της Ελλάδος.
Στις συνεδριάσεις του Συμβουλίου Ασφάλισης μετέχει χωρίς δικαίωμα ψήφου ως Κυβερνητικός Επίτροπος υπάλληλος κατηγορίας ΠΕ, προϊστάμενος Γενικής Διεύθυνσης ή Διεύθυνσης ή Τμήματος της Γενικής Γραμματείας Κοινωνικών Ασφαλίσεων του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, ο οποίος καλείται πάντοτε, επί ποινή ακυρότητας της συνεδρίασης, σε όλες τις συνεδριάσεις. Αρμοδιότητες του Κυβερνητικού Επιτρόπου είναι εκείνες που ορίζονται για τους κυβερνητικούς επιτρόπους στα Διοικητικά Συμβούλια των Ασφαλιστικών Οργανισμών από τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις νόμων και για θέματα του κλάδου κύριας σύνταξης.
Οι συνεδριάσεις του Συμβουλίου Ασφάλισης θεωρούνται ότι έγιναν νόμιμα και σε περίπτωση απουσίας του Κυβερνητικού Επιτρόπου ή του αναπληρωτή του, εφόσον αυτοί έχουν προσκληθεί κανονικά και δεν προσήλθαν.
Χρέη γραμματέα του Συμβουλίου Ασφάλισης εκτελεί υπάλληλος της Τράπεζας της Ελλάδος, ο οποίος ορίζεται με τον αναπληρωτή του με πράξη του Προέδρου.
Ο γραμματέας του Συμβουλίου Ασφάλισης επιλαμβάνεται της τήρησης των πρακτικών, τα οποία τηρούνται σε αριθμημένα φύλλα βιβλιοδετημένα στο τέλος κάθε ημερολογιακού έτους, τηρεί ευρετήριο όλων των αποφάσεων του Συμβουλίου Ασφάλισης, συντάσσει και αποστέλλει με εντολή του Προέδρου τις προσκλήσεις στα μέλη αυτού και επιμελείται της κοινοποίησης των αποφάσεων του Συμβουλίου Ασφάλισης στον Πρόεδρο και στις αρμόδιες υπηρεσίες της Τράπεζας της Ελλάδος για την εκτέλεση αυτών.
Το Συμβούλιο Ασφάλισης της Τράπεζας της Ελλάδος εκλέγει στην πρώτη συνεδρίαση με μυστική ψηφοφορία των παρόντων μελών τον Αντιπρόεδρο, ο οποίος αναπληρώνει τον Πρόεδρο όταν απουσιάζει ή κωλύεται. Ο Αντιπρόεδρος διατηρεί το αξίωμά του εφόσον διατηρεί την ιδιότητα του μέλους. Σε περίπτωση έκπτωσης, θανάτου ή καθ’ οιονδήποτε τρόπο αποχώρησης από το Συμβούλιο Ασφάλισης, ενεργείται νέα εκλογή για το υπόλοιπο της θητείας του εκπεσόντος, αποβιώσαντος ή αποχωρήσαντος Αντιπροέδρου.
Οι αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφάλισης της Τράπεζας της Ελλάδος δεν εκτελούνται πριν από την επικύρωσή τους από αυτό. Σε κάθε συνεδρίαση επικυρώνονται τα πρακτικά της προηγούμενης συνεδρίασης, πλην των περιπτώσεων κατά τις οποίες το Συμβούλιο αποφασίζει την επικύρωσή τους αμέσως.
Για τη λειτουργία του Συμβουλίου έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας.
Το Συμβούλιο Ασφάλισης της Τράπεζας της Ελλάδος συγκαλείται και συνεδριάζει στην έδρα της Τράπεζας της Ελλάδος.
Το Συμβούλιο Ασφάλισης της Τράπεζας της Ελλάδος καταρτίζει κανονισμό λειτουργίας, ο οποίος εγκρίνεται με απόφαση του Γενικού Συμβουλίου της Τράπεζας της Ελλάδος.
3. Οι αρμοδιότητες του Συμβουλίου Ασφάλισης της Τράπεζας της Ελλάδος είναι οι εξής:
α) Καθορίζει την πολιτική δράσης του και αποφασίζει για όλα τα ζητήματα διοίκησης, οργάνωσης και διαχείρισης προς εκπλήρωση των σκοπών του, σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία.
β) Εισηγείται προς το εποπτεύον Υπουργείο νομοθετικά μέτρα για τη βελτίωση ή τροποποίηση των καταστατικών διατάξεων.
γ) Εγκρίνει τον προϋπολογισμό, απολογισμό και ισολογισμό εκάστου οικονομικού έτους, καθώς και τις απαιτούμενες τροποποιήσεις του προϋπολογισμού κατά την εκτέλεσή του.
δ) Διαχειρίζεται την περιουσία του πρώην ΤΣΠ−ΤΕ και του καταργούμενου Μετοχικού Ταμείου Τράπεζας της Ελλάδος σύμφωνα με τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις.
ε) Αποφασίζει για την επενδυτική πολιτική και την εν γένει αξιοποίηση των κεφαλαίων, της κινητής και ακίνητης περιουσίας, σύμφωνα με όσα ειδικότερα ορίζονται από την εκάστοτε νομοθεσία.
στ) Μεριμνά για την είσπραξη των πόρων και αποφασίζει με βάση τις ισχύουσες διατάξεις για τις πάσης φύσεως παροχές.
ζ) Αποφασίζει για την εκτέλεση έργων, την εκπόνηση μελετών, την παροχή υπηρεσιών από τρίτους, φυσικά ή νομικά πρόσωπα δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου ή ομάδες εργασίας, εξουσιοδοτώντας τον Πρόεδρο για την υπογραφή των σχετικών συμβάσεων, σύμφωνα με τις διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας.
η) Αποφασίζει επί παντός θέματος σχετικά με τη δικαστική επιδίωξη οποιασδήποτε αξιώσεως υπέρ ή κατά της Τράπεζας της Ελλάδος ως φορέα ασφάλισης του προσωπικού της σε κάθε δικαστήριο ανεξαρτήτως βαθμού και δικαιοδοσίας.
θ) Αποφασίζει για τη συμμετοχή του προσωπικού σε προγράμματα εκπαίδευσης, ενημέρωσης ή επιμόρφωσης.
ι) Αποφασίζει τη σύσταση πάγιας προκαταβολής για μικροδαπάνες, το ύψος αυτής, τις πιστώσεις, εις βάρος των οποίων επιτρέπεται η πληρωμή δαπανών από αυτή ως και τον ορισμό του υπολόγου διαχειριστή της.
ια) Εγκρίνει κάθε είδους δαπάνη για τη διενέργεια διαγωνισμών για την προμήθεια αγαθών, υπηρεσιών και εκτέλεση έργων, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, καθορίζοντας τους όρους και τις προϋποθέσεις των υποβαλλόμενων προσφορών. Δύναται, επίσης, σε εξαιρετικές περιπτώσεις να αναθέτει στον Πρόεδρο του Συμβουλίου Ασφάλισης τη διενέργεια διαγωνισμών για την προμήθεια αγαθών, υπηρεσιών και εκτέλεση εργασιών μέχρι του ποσού που προβλέπεται για τους πρόχειρους διαγωνισμούς, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις.
ιβ) Αποφασίζει για κάθε θέμα που αφορά την εκτέλεση συμβάσεων προμηθειών και μισθώσεων ή την παράταση της ισχύος αυτών, τη χορήγηση προκαταβολών σε προμηθευτές, εφόσον προβλέπεται από τη σύμβαση, την κήρυξη προμηθευτών έκπτωτων και την κατάπτωση ή μη συμβατικών ρητρών, ως και την καταγγελία των σχετικών συμβάσεων.
ιγ) Αποφαίνεται επί ενστάσεων κατά πάσης φύσεως αποφάσεων της Τράπεζας της Ελλάδος ως φορέα ασφάλισης του προσωπικού της, εν όλω ή εν μέρει απορριπτικών.
4. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης ρυθμίζεται κάθε ζήτημα που τυχόν ανακύπτει κατά την εφαρμογή του άρθρου αυτού.
Άρθρο 65
Υπαγωγή εργαζομένων Γενικής Τράπεζας και Τομέα «ΤΕΑΜ−Ν.Π.Δ.Δ.» στο ΕΤΕΑΜ
1. α) Με την επιφύλαξη της περιπτωσης α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 58 του ν. 3371/2005, οι ασφαλισμένοι και οι συνταξιούχοι επικουρικής σύνταξης του Ταμείου Αλληλοβοηθείας Προσωπικού Γενικής Τράπεζας της Ελλάδος, υπάγονται υποχρεωτικά, από την πρώτη του μεθεπομένου μήνα από το μήνα δημοσίευσης του παρόντος νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, στο Ενιαίο Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης Μισθωτών (ΕΤΕΑΜ). Το χορηγούμενο σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 1 του Καταστατικού του ΤΑΠΓΤΕ εφάπαξ βοήθημα, διατηρείται και καταβάλλεται από το ΤΑΠΓΤΕ, το οποίο για το σκοπό αυτόν δεν διαλύεται ούτε θίγεται η περιουσία του.
β) Εξαιρούνται από την υποχρεωτική υπαγωγή στο ΕΤΕΑΜ οι έμμισθοι δικηγόροι και μηχανικοί που υπηρετούν στη Γενική Τράπεζα, οι οποίοι λόγω της ιδιότητάς τους έχουν ασφαλισθεί στους οικείους φορείς επικουρικής ασφάλισης, στους οποίους συνεχίζουν να ασφαλίζονται. Τα πρόσωπα αυτά με βάση το χρόνο ασφάλισής τους στο ΤΑΠΓΤΕ, δύνανται, εφόσον πληρούν τις απαιτούμενες προϋποθέσεις, να ασφαλισθούν προαιρετικά στο ΕΤΕΑΜ, για τη θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος σύμφωνα με τις ισχύουσες προϋποθέσεις του.
γ) Από της υπαγωγής των ανωτέρω προσώπων στο ΕΤΕΑΜ, η ασφαλιστική σχέση αυτών διέπεται από το σύνολο της νομοθεσίας του ΕΤΕΑΜ. Ο χρόνος ασφάλισης που έχει πραγματοποιηθεί στο ΤΑΠΓΤΕ, συμπεριλαμβανομένου και αυτού που έχει αναγνωρισθεί ή προσμετρηθεί από προϋπηρεσία ή άλλη αιτία, σύμφωνα με τις διατάξεις του Καταστατικού του, θεωρείται χρόνος ασφάλισης του ΕΤΕΑΜ.
δ) Αναγνωρίσεις χρόνων σύμφωνα με το άρθρο 18 του Καταστατικού του ΤΑΠΓΤΕ, οι οποίες δεν έχουν ολοκληρωθεί με την πλήρη εξόφληση του ποσού της εξαγοράς, συνεχίζονται στο ΕΤΕΑΜ μέχρι την ολοκλήρωσή τους.
ε) Από την υπαγωγή στο ΕΤΕΑΜ, οι καταβαλλόμενες συντάξεις του ΤΑΠΓΤΕ επανυπολογίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις που διέπουν το ΕΤΕΑΜ. Για τον επανυπολογισμό οι συνταξιούχοι κατατάσσονται στην ασφαλιστική κλάση, που προκύπτει από το ποσό της καταβαλλόμενης σύνταξής τους και του συνόλου του χρόνου ασφάλισής τους στο ΤΑΠΓΤΕ, αφαιρουμένων των πάσης φύσεως επιδομάτων. Το ποσό της προκύπτουσας σύνταξης, σύμφωνα με τα ανωτέρω, αποτελεί εφεξής την καταβαλλόμενη σύνταξη του ΕΤΕΑΜ, η οποία διέπεται από τη νομοθεσία αυτού, μη εφαρμοζομένων των διατάξεων του άρθρου 19 του ν. 2434/1996 (ΦΕΚ 188 Α´), όπως έχει τροποποιηθεί με την παράγραφο 3 του άρθρου 22 του ν. 3232/2004 (ΦΕΚ 48 Α´). Το ΕΤΕΑΜ βαρύνεται εφεξής με την καταβολή των συντάξεων στους ανωτέρω συνταξιούχους, οι οποίες αυξάνονται σύμφωνα με τις αυξήσεις των συντάξεων του ΕΤΕΑΜ.
στ) Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, μετά από πρόταση του Δ.Σ. του ΕΤΕΑΜ, δύναται να ρυθμίζεται κάθε ειδικό θέμα ή λεπτομέρεια που δεν καλύπτεται από τις ανωτέρω διατάξεις.
2. α) Ο Τομέας Επικουρικής Ασφάλισης Μισθωτών Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου (ΤΕΑΜ−Ν.Π.Δ.Δ.) του ΤΕΑΔΥ εντάσσεται στο Eνιαίο Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης Μισθωτών (ΕΤΕΑΜ), από την 1η του επόμενου μήνα μετά το μήνα δημοσίευσης του παρόντος νόμου.
β) Οι ασφαλισμένοι του εντασσόμενου Τομέα καθίστανται ασφαλισμένοι του ΕΤΕΑΜ και διέπονται, από την ένταξη και μετά, από τις καταστατικές διατάξεις του Ταμείου αυτού, καθώς και τις διατάξεις της γενικότερης νομοθεσίας, όπως αυτές εκάστοτε ισχύουν.
Οι ασφαλισμένοι του τομέα δικαιούνται σύνταξη από το ΕΤΕΑΜ ακόμη και αν συνταξιοδοτηθούν από το Δημόσιο ή από φορέα κύριας ασφάλισης με καθεστώς εξομοιούμενο με αυτό του Δημοσίου.
γ) Ο χρόνος ασφάλισης που πραγματοποιήθηκε στον ανωτέρω Τομέα, καθώς και ο χρόνος που αναγνωρίστηκε και εξαγοράστηκε ως συντάξιμος με βάση τις διατάξεις της νομοθεσίας του, καθώς και της γενικότερης νομοθεσίας, λογίζεται ότι πραγματοποιήθηκε στην ασφάλιση του ΕΤΕΑΜ.
δ) Οι συνταξιούχοι του εντασσόμενου Τομέα μέχρι την ημερομηνία της ένταξης, καθίστανται συνταξιούχοι του ΕΤΕΑΜ, το οποίο βαρύνεται εφεξής με την καταβολή των συντάξεών τους και διέπονται από τις διατάξεις της ισχύουσας νομοθεσίας του.
ε) Αιτήσεις συνταξιοδότησης που έχουν υποβληθεί στον Τομέα «ΤΕΑΜ−Ν.Π.Δ.Δ.» μέχρι την ημερομηνία της ένταξής του στο ΕΤΕΑΜ και εκκρεμούν, κρίνονται σύμφωνα με τις διατάξεις της ισχύουσας, μέχρι την ημερομηνία αυτή, νομοθεσίας του.
στ) Οι πόροι που προβλέπονται από την ισχύουσα νομοθεσία υπέρ του εντασσόμενου Τομέα, το σύνολο του ενεργητικού και παθητικού που προέρχεται από αυτό καθώς και η κινητή περιουσία του, περιέρχονται από την ημερομηνία της ένταξής του στο ΕΤΕΑΜ, ως καθολικού διαδόχου αυτού.
ζ) Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, μετά από γνώμη του Δ.Σ. του ΕΤΕΑΜ, ρυθμίζεται κάθε ειδικό θέμα ή λεπτομέρεια που προκύπτει κατά την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου αυτού.
η) Οικονομικά ζητήματα μεταξύ του ΙΚΑ−ΕΤΑΜ και του Τομέα «ΤΕΑΜ−Ν.Π.Δ.Δ.» του ΤΕΑΔΥ, τα οποία αφορούν χρονικές περιόδους πριν την ένταξή του στο ΕΤΕΑΜ, διευθετούνται μεταξύ του ΙΚΑ−ΕΤΑΜ και του ΕΤΕΑΜ.
θ) Εκκρεμείς δίκες με διάδικο τον εντασσόμενο Τομέα του ΤΕΑΔΥ συνεχίζονται υπέρ ή κατά του ΕΤΕΑΜ, χωρίς διακοπή.
Η περίπτωση β΄ της παραγράφου 1 και η παράγραφος 4 του άρθρου 84 του ν. 3655/2008 (ΦΕΚ 58 Α´), του νόμου αυτού καταργούνται.
Άρθρο 66
Ρυθμίσεις προσωπικού ΟΤΑ
1. Το μόνιμο προσωπικό των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α.) που απασχολείται στις αναφερόμενες στο άρθρο 4 του ν. 3660/2008 (ΦΕΚ 78/Α΄) εργασίες, το οποίο ασφαλίζεται για επικουρική σύνταξη στον Τομέα Ασφάλισης Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων «ΤΑΔΚΥ» του ΤΕΑΔΥ υπόκειται, από το διορισμό ή τη μονιμοποίησή του στις ειδικότητες αυτές, στην καταβολή πρόσθετης ειδικής εισφοράς ποσοστού 2%, επιμεριζόμενη κατά ποσοστό 0,75% στον εργοδότη και 1,25% στον ασφαλισμένο επί του ποσού των ασφαλιστέων αποδοχών επί του οποίου υπολογίζονται οι εισφορές για κύρια σύνταξη (βασικός μισθός και επίδομα ειδικής απασχόλησης).
Το προσωπικό που έχει προσληφθεί ή διορισθεί ή μονιμοποιηθεί στις ανωτέρω ειδικότητες μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, υπάγεται στις διατάξεις του άρθρου αυτού αναδρομικά, ύστερα από αίτησή του, καταβάλλοντας την ανωτέρω πρόσθετη ειδική εισφορά επιμεριζόμενη κατά τα οριζόμενα στο προηγούμενο εδάφιο.
2. Το ανωτέρω προσωπικό, που συμπληρώνει τις προϋποθέσεις συνταξιοδότησης με τις διατάξεις περί βαρέων και ανθυγιεινών επαγγελμάτων και συνταξιοδοτείται για κύρια σύνταξη από το Δημόσιο σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 4 του ν. 3660/2008 (ΦΕΚ 78 Α΄), δικαιούται επικουρική σύνταξη από τον Τομέα «ΤΑΔΚΥ» του ΤΕΑΔΥ, εφόσον έχει συμπληρώσει τις ίδιες προυποθέσεις που απαιτούνται κάθε φορά από το Δημόσιο. Ο απαιτούμενος χρόνος ασφάλισης συμπληρώνεται και με χρόνο ασφάλισης που πραγματοποιήθηκε σε άλλο επικουρικό φορέα σε καθεστώς ΒΑΕ, σύμφωνα με τις περί διαδοχικής ασφάλισης διατάξεις.
Η συνταξιοδότηση πραγματοποιείται μετά από αναγνώριση και εξαγορά του ελάχιστου αριθμού ετών ασφάλισης στα βαρέα και ανθυγιεινά επαγγέλματα που απαιτούνται κάθε φορά από το Δημόσιο για τη συνταξιοδότηση με τις προϋποθέσεις αυτές. Η αναγνώριση και εξαγορά πραγματοποιείται με την καταβολή από τον ασφαλισμένο του ποσοστού εισφοράς 2% επί του ποσού των ασφαλιστέων αποδοχών επί του οποίου υπολογίζονται οι εισφορές για την κύρια σύνταξη. Η εξόφληση του προκύπτοντος ποσού πραγματοποιείται, είτε εφάπαξ με έκπτωση 15%, είτε σε εξήντα (60) μηνιαίες ισόποσες άτοκες δόσεις. Σε περίπτωση συνταξιοδότησης καταβάλλεται το 1/3 του ποσού εφάπαξ και το υπόλοιπο εξοφλείται σε σαράντα (40) μηνιαίες δόσεις, το οποίο παρακρατείται κατά μήνα από τη σύνταξη του συνταξιούχου.
3. Δικαίωμα συνταξιοδότησης από τον Τομέα «ΤΑΔΚΥ» του ΤΕΑΔΥ, σύμφωνα με τις διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων, έχουν και τα πρόσωπα τα οποία κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου έχουν ήδη συνταξιοδοτηθεί από το Δημόσιο με τις διατάξεις του άρθρου 4 του ν. 3660/2008.
4. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, μετά από γνώμη του Δ.Σ. του ΤΕΑΔΥ, οικονομική μελέτη και γνώμη του ΣΚΑ, ρυθμίζεται κάθε θέμα που κρίνεται απαραίτητο για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου.
Άρθρο 67
Αναπροσαρμογή Επιδομάτων Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας
Στο τέλος της παραγράφου 10 του άρθρου τρίτου του ν. 3845/ 2010 (ΦΕΚ 65 Α΄) προστίθεται διάταξη ως εξής:
«Τα ανωτέρω επιδόματα αναπροσαρμόζονται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης για όλους τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης και το Δημόσιο κατά ενιαίο ποσοστό έπειτα από οικονομική μελέτη που εκπονείται από τη Διεύθυνση Αναλογιστικών Μελετών της Γενικής Γραμματείας Κοινωνικών Ασφαλίσεων και εφόσον το επιτρέπουν οι οικονομικές δυνατότητες των ταμείων και η δημοσιονομική κατάσταση της χώρας.»
Άρθρο 68
Συμβάσεις εργολαβίας εταιρειών παροχής υπηρεσιών
1. Όταν το Δημόσιο, τα Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ), οι Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α.), οι φορείς και οι οργανισμοί του δημόσιου τομέα, όπως αυτός προσδιορίζεται από τις οικείες διατάξεις, αναθέτουν ή προκηρύσσουν διαγωνισμό για παροχή υπηρεσιών καθαρισμού ή φύλαξης, οφείλουν να ζητούν από τις εταιρείες παροχής υπηρεσιών καθαρισμού ή φύλαξης (εργολάβοι) να αναφέρουν στην προσφορά τους, εκτός των άλλων, τα εξής:
α) Τον αριθμό των εργαζομένων.
β) Τις ημέρες και τις ώρες εργασίας.
γ) Τη συλλογική σύμβαση εργασίας στην οποία υπάγονται οι εργαζόμενοι.
δ) Το ύψος του προϋπολογισμένου ποσού που αφορά τις πάσης φύσεως νόμιμες αποδοχές αυτών των εργαζομένων.
ε) Το ύψος των ασφαλιστικών εισφορών με βάση τα προϋπολογισθέντα ποσά.
στ) Τα τετραγωνικά μέτρα καθαρισμού ανά άτομο, όταν πρόκειται για καθαρισμό χώρων.
Οι εταιρείες παροχής υπηρεσιών καθαρισμού ή φύλαξης (εργολάβοι) πρέπει, με ποινή αποκλεισμού, να εξειδικεύουν σε χωριστό κεφάλαιο της προσφοράς τους τα ως άνω στοιχεία. Στην προσφορά τους πρέπει να υπολογίζουν εύλογο ποσοστό διοικητικού κόστους παροχής των υπηρεσιών τους, των αναλώσιμων, του εργολαβικού τους κέρδους και των νόμιμων υπέρ Δημοσίου και τρίτων κρατήσεων. Επιπροσθέτως, οφείλουν να επισυνάπτουν στην προσφορά αντίγραφο της συλλογικής σύμβασης εργασίας στην οποία υπάγονται οι εργαζόμενοι.
2. Στη σύμβαση που συνάπτουν οι υπηρεσίες, οι φορείς και οι οργανισμοί της παραγράφου 1 με τους εργολάβους, περιλαμβάνονται τα στοιχεία α΄ έως στ΄ της προηγουμένης παραγράφου καθώς και ειδικός όρος για την εφαρμογή των διατάξεων της εργατικής και ασφαλιστικής νομοθεσίας και της νομοθεσίας περί υγείας και ασφάλειας των εργαζομένων και πρόληψης του επαγγελματικού κινδύνου. Όταν δεν αναγράφονται τα ανωτέρω στοιχεία και όροι, η σύμβαση ακυρώνεται και απορρίπτεται η δαπάνη πληρωμής.
3. Εργολάβος που αναθέτει την εκτέλεση του έργου ή μέρος του έργου σε υπεργολάβο, υποχρεούται άμεσα να ενημερώνει εγγράφως τον αποδέκτη των υπηρεσιών. Ο εργολάβος και ο υπεργολάβος ευθύνονται αλληλεγγύως και εις ολόκληρον, έναντι των εργαζομένων για την καταβολή των πάσης φύσεως αποδοχών και ασφαλιστικών εισφορών.
4. Όταν οι υπηρεσίες ή οι επιτροπές παρακολούθησης καλής εκτέλεσης του έργου του αποδέκτη των υπηρεσιών, διαπιστώνουν παραβάσεις των όρων του παρόντος άρθρου κατά τη διάρκεια υλοποίησης του έργου, η σύμβαση καταγγέλλεται. Όταν οι παραβάσεις διαπιστώνονται κατά την παραλαβή του έργου, τα δικαιώματα που απορρέουν από τη σύμβαση δεν ικανοποιούνται, καταβάλλονται, όμως, από τον αποδέκτη των υπηρεσιών οι αποδοχές στους εργαζόμενους και αποδίδονται οι ασφαλιστικές τους εισφορές.
5. Στις επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα που απασχολούν πάνω από πενήντα (50) άτομα και υποχρεούνται από την κείμενη νομοθεσία, τον οργανισμό ή τον κανονισμό τους να προβαίνουν σε πρόσκληση εκδήλωσης ενδιαφέροντος με διακήρυξη, εφαρμόζονται οι προηγούμενες παράγραφοι. Όταν δεν έχουν τέτοια υποχρέωση και συνάπτουν σύμβαση εργολαβίας του περιεχομένου της παραγράφου 1, εφαρμόζονται οι παράγραφοι 2, 3 και 4 του παρόντος άρθρου.
6. Όταν οι ελεγκτικοί μηχανισμοί του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας (ΣΕΠΕ) και του ΙΚΑ−ΕΤΑΜ διαπιστώνουν παραβάσεις που αφορούν την αδήλωτη εργασία, την παράνομη απασχόληση αλλοδαπών ή παραβάσεις της εργατικής και ασφαλιστικής νομοθεσίας, ενημερώνουν εγγράφως τον αποδέκτη των υπηρεσιών. Επίσης, τον ενημερώνουν εγγράφως για τις πράξεις επιβολής προστίμου που αφορούν τις ανωτέρω διαπιστωθείσες παραβάσεις. Για τους φορείς της παραγράφου 1, η επιβολή δεύτερης κύρωσης στον εργολάβο από τα ίδια όργανα θεωρείται υποτροπή και οδηγεί υποχρεωτικά:
α) στην καταγγελία της σύμβασης και
β) επιφέρει, από τον χρόνο επιβολής της δεύτερης κύρωσης, τον αποκλεισμό του εν λόγω εργολάβου από δημόσιους διαγωνισμούς για τρία (3) χρόνια.
7. Ο εργολάβος υποχρεούται να εφοδιάζει τους εργαζόμενους με αντίγραφο της κατάστασης προσωπικού ή απόσπασμα αυτής όταν απασχολούνται εκτός της έδρας της επιχείρησης.
Άρθρο 69
Παροχές ασθένειας ανέργων ελευθέρων επαγγελματιών και εφαρμογή προγραμμάτων κοινωνικού τουρισμού
1. Στον Οργανισμό Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού (Ο.Α.Ε.Δ.) συστήνεται λογαριασμός με τίτλο «Ειδικός Λογαριασμός Επαγγελματιών (Ε.Λ.Ε.)» με οικονομική και λογιστική αυτοτέλεια. Σκοπός του λογαριασμού αυτού είναι η κάλυψη δαπανών για ιατροφαρμακευτική και νοσοκομειακή περίθαλψη των ελεύθερων επαγγελματιών, μετά τη διακοπή του επαγγέλματός τους, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παράγραφο 8 του άρθρου δεύτερου του ν. 3845/2010 (ΦΕΚ 65 Α΄). Πόροι του λογαριασμού είναι το 60% της μηνιαίας ατομικής εισφοράς των ασφαλισμένων του ΟΑΕΕ, σύμφωνα με την παράγραφο 3 του παρόντος, οι τόκοι των κεφαλαίων του λογαριασμού και κάθε παροχή από χαριστική αιτία.
2. Στον Οργανισμό Εργατικής Εστίας (Ο.Ε.Ε.) συστήνεται λογαριασμός με τίτλο «Ειδικός Λογαριασμός Επαγγελματικής Εστίας (Ε.Λ.Ε.Ε.)» με οικονομική και λογιστική αυτοτέλεια. Πόροι του λογαριασμού είναι το 40% της μηνιαίας ατομικής εισφοράς των ασφαλισμένων του ΟΑΕΕ, σύμφωνα με την παράγραφο 3 του παρόντος, μέρος της εισφοράς συνταξιούχων της παραγράφου 6 του παρόντος, οι τόκοι των κεφαλαίων του λογαριασμού και κάθε παροχή από χαριστική αιτία.
Ο σκοπός του λογαριασμού αυτού είναι η οργάνωση και η εφαρμογή προγραμμάτων κοινωνικού τουρισμού, διακοπών και εκδρομών. Δικαιούχοι των παροχών του λογαριασμού είναι οι ασφαλισμένοι του Οργανισμού Ασφάλισης Ελεύθερων Επαγγελματιών (ΟΑΕΕ), οι οποίοι είναι ταμειακά ενήμεροι κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης για συμμετοχή στις παροχές, οι συνταξιούχοι του οργανισμού, καθώς και τα μέλη οικογενείας ασφαλισμένων και συνταξιούχων.
Με αποφάσεις του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης μετά από γνώμη του Δ.Σ. του Ο.Ε.Ε. καθορίζεται για κάθε έτος ο αριθμός των δικαιούχων που εντάσσονται στα προγράμματα και στις παροχές, οι προϋποθέσεις, τα κριτήρια επιλογής τους, καθώς και κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την υλοποίηση των σκοπών της παρούσας παραγράφου.
3. Για την κάλυψη των παραπάνω παροχών, θεσπίζεται ατομική μηνιαία εισφορά ασφαλισμένων του ΟΑΕΕ ύψους πέντε (5) ευρώ, η οποία συνεισπράττεται με τις τακτικές εισφορές του Οργανισμού, κατανέμεται σε ποσοστό 60% υπέρ του Ε.Λ.Ε. και 40% υπέρ του Ε.Λ.Ε.Ε. και αποδίδεται σε αυτούς μετά από απόφαση του Δ.Σ. του ΟΑΕΕ ανά τετράμηνο με την ολοκλήρωση της είσπραξης της εισφοράς κάθε δεύτερου διμήνου του οργανισμού αυτού.
4. Τα της λογιστικής οργάνωσης, διαχείρισης, κατάρτισης ισοζυγίων, προϋπολογισμών, ισολογισμών, απολογισμών, διενέργειας προμηθειών αγαθών και υπηρεσιών αναγκαίων για τη λειτουργία των λογαριασμών των παραγράφων 1 και 2 του παρόντος, διέπονται από τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις για τον Ο.Α.Ε.Δ. και τον Ο.Ε.Ε. αντίστοιχα.
5. Θεσπίζεται μηνιαία εισφορά ένα (1) ευρώ, η οποία παρακρατείται από τις καταβαλλόμενες από τον ΟΑΕΕ συντάξεις δώδεκα (12) μηνών και αποδίδεται στον Ειδικό Λογαριασμό Επαγγελματικής Εστίας (Ε.Λ.Ε.Ε.), με σκοπό τη συμμετοχή των συνταξιούχων του Οργανισμού στα προγράμματα κοινωνικού τουρισμού, σύμφωνα με την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, καθώς και την οικονομική ενίσχυση της Ομοσπονδίας και των Σωματείων Συνταξιούχων του ΟΑΕΕ. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης καθορίζεται ο τρόπος διάθεσης της εισφοράς αυτής, καθώς και κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή της παρούσας παραγράφου.
Άρθρο 70
Μεικτά κλιμάκια ελέγχου χημικών του Γενικού Χημείου του Κράτους και των Τεχνικών Υγειονομικών Επιθεωρητών του ΣΕΠΕ
1. Οι έλεγχοι που διενεργούνται στις επιχειρήσεις και γενικότερα στους χώρους εργασίας, τόσο από τους υπαλλήλους (χημικούς και χημικούς μηχανικούς) του Γενικού Χημείου του Κράτους (ΓΧΚ), σύμφωνα με την Υ.Α. 450/2008 (ΦΕΚ 2553 Β΄), όσο και από τους Τεχνικούς και Υγειονομικούς Επιθεωρητές Εργασίας του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας (ΣΕΠΕ), σύμφωνα με το ν. 2639/1998 (ΦΕΚ 205 Α΄), όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει, δύνανται να διενεργούνται και από μεικτά κλιμάκια ελέγχου, αποτελούμενα από υπαλλήλους και των δύο παραπάνω Υπηρεσιών.
2. Ο σχεδιασμός, προγραμματισμός, συντονισμός και η συγκρότηση των παραπάνω μεικτών κλιμακίων ελέγχου γίνεται με τη συνεργασία των Προϊσταμένων των Περιφερειακών Χημικών Υπηρεσιών (ΧΥ) του ΓΧΚ αφ’ ενός και των Προϊσταμένων των Κέντρων Πρόληψης Επαγγελματικού Κινδύνου (ΚΕΠΕΚ) του ΣΕΠΕ αφ’ ετέρου, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους.
3. Μετά την περάτωση του κοινού ελέγχου, οι υπάλληλοι του ΓΧΚ και οι Τεχνικοί και Υγειονομικοί Επιθεωρητές Εργασίας του ΣΕΠΕ προβαίνουν αυτοτελώς σε όλες τις νόμιμες ενέργειες, όπως αυτές προβλέπονται από τις αρμοδιότητες της κάθε υπηρεσίας.
Άρθρο 71
Ρυθμίσεις για το προσωπικό της εταιρείας Ολυμπιακό Χωριό 2004 Α.Ε.
1. Το προσωπικό που υπηρετεί με σχέση εργασίας αορίστου χρόνου στην εταιρεία με την επωνυμία Ολυμπιακό Χωριό 2004 Α.Ε. κατά τη δημοσίευση του νόμου αυτού, μπορεί να μεταφέρεται με αίτησή του, που υποβάλλεται εντός προθεσμίας δεκαπέντε (15) ημερών από τη δημοσίευση του νόμου αυτού, σε Υπηρεσίες του Οργανισμού Εργατικής Κατοικίας (ΟΕΚ), του Σώματος Επιθεωρητών Εργασίας (ΣΕΠΕ), του ΙΚΑ−ΕΤΑΜ και του ΟΑΕΕ και να κατατάσσεται σε αντίστοιχες κενές θέσεις με σχέση εργασίας αορίστου χρόνου υπό τον όρο ότι έχει τα προσόντα που προβλέπονται για τις θέσεις αυτές και με τις αποδοχές και τους όρους απασχόλησης που προβλέπονται για τις θέσεις αυτές. Αν δεν υπάρχουν κενές θέσεις, η κατάταξη γίνεται σε θέσεις με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, αντίστοιχης βαθμίδας, οι οποίες συστήνονται αυτοδικαίως με απόφαση του αρμόδιου Υπουργού κατά ειδικότητα και αριθμό ίσο με τον αριθμό των προσώπων που θα καταταγούν σε αυτές.
Στο μεταφερόμενο προσωπικό ουδεμία αποζημίωση οφείλεται από οποιαδήποτε αιτία. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων και Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, καθορίζεται ο τρόπος και η διαδικασία κατανομής των κενών θέσεων, των θέσεων που συστήνονται, καθώς και οι λεπτομέρειες εφαρμογής του παρόντος.
2. Στη ρύθμιση αυτή δεν περιλαμβάνονται:
α) το προσωπικό που τελεί υπό σχέση έμμισθης εντολής, το οποίο μετά τη λύση της εταιρείας απολύεται με καταβολή των τυχόν προβλεπόμενων από το νόμο αποζημιώσεων και
β) το προσωπικό που υπηρετεί με απόσπαση στην εταιρεία, το οποίο μετά τη λύση της εταιρείας, επανέρχεται στις οργανικές θέσεις που κατείχε.
3. Μετά τη λύση της εταιρείας και τη θέση της σε εκκαθάριση, περιορισμένος αριθμός μελών του προσωπικού και πάντως όχι περισσότερων των δέκα (10) ατόμων των παραγράφων 1 και 2 του παρόντος, με απόφαση της Γενικής Συνέλευσης της εταιρείας και ύστερα από πρόταση των εκκαθαριστών, μπορεί να μείνει στη διάθεση των εκκαθαριστών για όσο διάστημα διαρκεί η εκκαθάριση ή να απασχοληθεί με διαφορετικούς όρους, αποκλειστικά για τις ανάγκες της εκκαθάρισης.
4. Το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 10 του άρθρου 1 του ν. 2819/2000 (ΦΕΚ 84 Α΄) καταργείται.
Άρθρο 72
Αμοιβή εμπειρογνωμόνων και αξιολογητών που συμμετέχουν σε επιτροπές και ομάδες εργασίας των διαγωνισμών του ΕΣΠΑ
Η περίπτωση γ΄ της παραγράφου 8 του άρθρου 19 του ν. 3614/2007 (ΦΕΚ 267 Α΄) αντικαθίσταται ως εξής:
«(γ) το είδος των αμειβόμενων επιτροπών ή ομάδων εργασίας, το πλαίσιο και τα ανώτατα όρια της αποζημίωσης των μελών των ως άνω επιτροπών ή ομάδων εργασίας, των εμπειρογνωμόνων και των αξιολογητών.
Μέχρι την έκδοση της κοινής υπουργικής απόφασης του πρώτου εδαφίου, ο καθορισμός της αποζημίωσης των αξιολογητών στο πλαίσιο των συγχρηματοδοτούμενων δράσεων του ΕΣΠΑ θα γίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 17 του ν. 3205/2003 (ΦΕΚ 297 Α΄), αναδρομικά από την έναρξη υλοποίησης των Επιχειρησιακών Προγραμμάτων του ΕΣΠΑ και κατά παρέκκλιση του άρθρου 40 του ν. 849/1978 (ΦΕΚ 232 Α΄). Τυχόν πρόσθετες αμοιβές, που καταβάλλονται σε στελέχη των ειδικών υπηρεσιών λόγω συμμετοχής τους σε επιτροπές ή ομάδες εργασίας, δεν δύναται να υπερβαίνουν ετησίως το ένα όγδοο (1/8) των αποδοχών του προηγούμενου έτους».
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΔΕΚΑΤΟ
ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΕΡΓΑΣΙΑΚΩΝ ΘΕΜΑΤΩΝ
ΓΙΑ ΤΙΣ ΑΝΑΓΚΕΣ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ
ΣΤΑΘΕΡΟΤΗΤΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ
΄Αρθρο 73
Μεσολάβηση − Διαιτησία
1. Αν οι διαπραγματεύσεις εργοδοτών και εργαζομένων με σκοπό την επίλυση συλλογικών διαφορών συμφερόντων αποτύχουν, τα ενδιαφερόμενα μέρη μπορούν να ζητήσουν τις υπηρεσίες μεσολάβησης ή να προσφύγουν στη διαιτησία.
2. Το νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου με την επωνυμία «Οργανισμός Μεσολάβησης και Διαιτησίας» (ΟΜΕΔ), που έχει συσταθεί με το άρθρο 17 του ν. 1876/ 1990 (ΦΕΚ 27 Α΄ ), εξακολουθεί να λειτουργεί, υπό τους όρους και τις προϋποθέσεις του παρόντος άρθρου.
3. Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται εντός τριών (3) μηνών από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, ύστερα από πρόταση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης και γνώμη της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας, ειδικότερα του Διεθνούς Γραφείου Εργασίας, ρυθμίζονται τα θέματα που αφορούν:
α) τον τρόπο επίλυσης των συλλογικών διαφορών μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων, με βάση τις αρχές της ορθής κρίσης, της αντικειμενικότητας και της αμεροληψίας,
β) τη δυνατότητα, τον τρόπο και τις περιπτώσεις προσφυγής των ενδιαφερόμενων μερών στη μεσολάβηση και τη διαιτησία, με βάση την αρχή της ίσης μεταχείρισης των μερών,
γ) τον καθορισμό ξεχωριστών σωμάτων μεσολαβητών και διαιτητών με την ομόφωνη γνώμη των προέδρων της ΓΣΕΕ, του ΣΕΒ, της ΓΣΕΒΕΕ και της ΕΣΕΕ ή τους από αυτούς οριζομένων, νομίμων αντικαταστατών τους,
δ) τον καθορισμό των προσόντων των μεσολαβητών και των διαιτητών, τον τρόπο διορισμού τους και της τυχόν ανανέωσης της θητείας τους,
ε) τον τρόπο επιλογής των διαιτητών σε περίπτωση συμφωνίας ή ασυμφωνίας των ενδιαφερόμενων μερών,
στ) τις περιπτώσεις κατά τις οποίες η εκδιδόμενη διαιτητική απόφαση θα προσβάλλεται ενώπιον των αρμόδιων πολιτικών δικαστηρίων,
ζ) το σκοπό, την οργάνωση, τη διοίκηση, τη λειτουργία, τη διαχείριση και την περιουσία του ΟΜΕΔ, κάθε ζήτημα σχετικό με τη λειτουργία του, καθώς και κάθε άλλο σχετικό θέμα τεχνικού ή λεπτομερειακού χαρακτήρα.
4. Έως την έκδοση του προεδρικού διατάγματος της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου, και το αργότερο έως την 31.12.2010, εξακολουθούν να ισχύουν τα άρθρα 14, 15, 16 και 17 του ν. 1876/1990 (ΦΕΚ 27 Α΄ ) και τα οποία ακολούθως καταργούνται.
Άρθρο 74
Ρύθμιση θεμάτων εργασιακών σχέσεων
1. Τα όρια, των εδαφίων α΄ και β΄ της παραγράφου 2 του ν.1387/1983 (ΦΕΚ 110 Α΄), πέρα από τα οποία οι απολύσεις θεωρούνται ομαδικές, καθορίζονται ως εξής:
α) Μέχρι έξι (6) εργαζόμενους για επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις που απασχολούν είκοσι (20) έως εκατόν πενήντα (150) εργαζόμενους.
β) Ποσοστό πέντε τοις εκατό (5%) του προσωπικού και μέχρι τριάντα (30) εργαζόμενους για επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις, που απασχολούν πάνω από εκατόν πενήντα (150) εργαζόμενους.
2. Σύμβαση μισθωτού με σχέση εργασίας αορίστου χρόνου, διάρκειας πέραν των δύο (2) μηνών, δύναται να καταγγελθεί κατόπιν προηγούμενης έγγραφης προειδοποίησης του εργοδότη, ως εξής:
α) Για υπαλλήλους που έχουν υπηρετήσει από δύο (2) μήνες έως δύο (2) χρόνια, απαιτείται προειδοποίηση ενός (1) μηνός πριν την απόλυση.
β) Για υπαλλήλους που έχουν υπηρετήσει από δύο (2) χρόνια συμπληρωμένα έως πέντε (5) χρόνια, απαιτείται προειδοποίηση δύο (2) μηνών πριν την απόλυση.
γ) Για υπαλλήλους που έχουν υπηρετήσει από πέντε (5) χρόνια συμπληρωμένα έως δέκα (10) χρόνια, απαιτείται προειδοποίηση τριών (3) μηνών πριν την απόλυση.
δ) Για υπαλλήλους που έχουν υπηρετήσει από δέκα (10) χρόνια συμπληρωμένα έως δεκαπέντε (15) χρόνια, απαιτείται προειδοποίηση τεσσάρων (4) μηνών πριν την απόλυση.
ε) Για υπαλλήλους που έχουν υπηρετήσει από δεκαπέντε (15) χρόνια συμπληρωμένα έως είκοσι (20), απαιτείται προειδοποίηση πέντε (5) μηνών πριν τη λύση της σύμβασης ή της σχέσης εργασίας.
στ) Για υπαλλήλους που έχουν υπηρετήσει από είκοσι (20) χρόνια συμπληρωμένα και άνω, απαιτείται προειδοποίηση έξι (6) μηνών πριν τη λύση της σύμβασης ή της σχέσης εργασίας.
Εργοδότης ο οποίος δεν κάνει χρήση της δυνατότητας έγγραφης προειδοποίησης καταβάλλει στον απολυόμενο την αποζημίωση που προβλέπεται από τις οικείες διατάξεις των νόμων 2112/1920 (ΦΕΚ 67 Α΄) και 3198/1955 (ΦΕΚ 98 Α΄).
Εργοδότης που προειδοποιεί εγγράφως τον εργαζόμενο κατά τα ανωτέρω, καταβάλλει στον απολυόμενο την αποζημίωση, που προβλέπεται από τις οικείες διατάξεις των νόμων 2112/1920 και 3198/1955 για τα χρόνια εργασίας που έχει συμπληρώσει ο απολυόμενος, σε περίπτωση καταγγελίας κατόπιν προειδοποίησης.
3. Όταν η αποζημίωση λόγω καταγγελίας της σύμβασης εργασίας υπερβαίνει τις αποδοχές δύο (2) μηνών, ο εργοδότης υποχρεούται να καταβάλει κατά την απόλυση μέρος της αποζημίωσης που αντιστοιχεί στις αποδοχές δύο (2) μηνών. Το υπόλοιπο ποσό καταβάλλεται σε διμηνιαίες δόσεις, καθεμία από τις οποίες δεν μπορεί να είναι κατώτερη από τις αποδοχές δύο (2) μηνών, εκτός και αν το ποσό που υπολείπεται για την εξόφληση του συνόλου της αποζημιώσεως είναι μικρότερο. Η πρώτη δόση καταβάλλεται την επομένη της συμπλήρωσης διμήνου από την απόλυση.
4. Εργαζόμενοι ηλικίας 55 έως 64 ετών των οποίων η σύμβαση εργασίας καταγγέλλεται, ανεξάρτητα αν πρόκειται για ομαδικές ή μεμονωμένες απολύσεις, εφόσον παραμένουν άνεργοι, έχουν το δικαίωμα της αυτασφάλισης, η οποία ασκείται εντός διμήνου από την καταγγελία, στην οποία υποχρεούται ο εργοδότης που τους απέλυσε να συμμετέχει με:
α) Το πενήντα τοις εκατό (50%) του κόστους της αυτασφάλισης για ασφαλισμένους ηλικίας 55 ετών έως 60 ετών και για χρονικό διάστημα μέχρι τρία (3) χρόνια.
β) Το ογδόντα τοις εκατό (80%) του κόστους της αυτασφάλισης για ασφαλισμένους 60 ετών συμπληρωμένων έως 64 ετών και για χρονικό διάστημα μέχρι τρία (3) χρόνια.
5. Με σκοπό την κάλυψη του λοιπού κόστους αυτασφάλισης των ασφαλισμένων της παραγράφου 4 του παρόντος άρθρου ο ΟΑΕΔ μπορεί να καταρτίζει και να υλοποιεί ειδικά προγράμματα οικονομικής ενίσχυσης, με τα οποία θα προβλέπεται:
α. Η ανάληψη του υπολειπόμενου κόστους αυτασφάλισης, για όσο χρόνο υφίσταται υποχρέωση καταβολής από τον εργοδότη και για ποσοστό 50% ή 20% του κόστους αυτασφάλισης.
β. Η ένταξη του συνόλου αυτής της κατηγορίας των απολυομένων στα προγράμματα εργασίας των μακροχρόνια ανέργων ηλικίας 55 έως 64 ετών για εργασία στο δημόσιο τομέα, όπως αυτός ορίζεται από το άρθρο 51 του ν. 1892/1990 (ΦΕΚ 101 Α΄) κατά παρέκκλιση του άρθρου 1 του ν. 3812/2009 (ΦΕΚ 234 Α΄).
Η δαπάνη για τα ανωτέρω προγράμματα βαρύνει τον κλάδο ΛΑΕΚ.
Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, μετά από γνώμη της Επιτροπής Διαχείρισης του ΛΑΕΚ, που εγκρίνεται από το Δ.Σ. του ΟΑΕΔ, ρυθμίζονται οι όροι, οι προϋποθέσεις, η δυνατότητα επιμήκυνσης σε εξαιρετικές περιπτώσεις του χρόνου της τριετούς κάλυψης των δαπανών αυτασφάλισης με πόρους του ΛΑΕΚ, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή των παραγράφων 4 και 5 του παρόντος άρθρου.
6. Με σκοπό τη διατήρηση των θέσεων εργασίας των εργαζομένων ηλικίας 55 έως 64 ετών, ο ΟΑΕΔ μπορεί να καταρτίζει προγράμματα σύμφωνα με το άρθρο 18 του ν. 3833/2010 (ΦΕΚ 40 Α΄) και των παραγράφων 4 και 5 του παρόντος άρθρου.
7. Στις περιπτώσεις των εδαφίων α΄ και β΄ της παραγράφου 4 του παρόντος άρθρου, ο αριθμός των απολυομένων ηλικίας 55 έως 64 ετών, δεν μπορεί να υπερβαίνει το δέκα τοις εκατό (10%) του συνολικού αριθμού των απολυομένων. Τυχόν κλάσμα στρογγυλοποιείται στον πλησιέστερο ακέραιο.
8. Οι εργοδότες που προσλαμβάνουν νεοεισερχόμενους στην αγορά εργασίας ηλικίας κάτω των 25 ετών και τους αμείβουν με το ογδόντα τέσσερα τοις εκατό (84%) του κατώτατου βασικού μισθού ή ημερομισθίου, όπως αυτό ορίζεται κάθε φορά από την Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας, αυτοδικαίως εντάσσονται σε πρόγραμμα του ΟΑΕΔ για την επιχορήγηση των ασφαλιστικών εισφορών που βαρύνουν τους ως άνω νεοπροσλαμβανόμενους και αφορούν σε όλους τους κλάδους κύριας ασφάλισης του ΙΚΑ−ΕΤΑΜ, στην επικουρική ασφάλιση του ΕΤΕΑΜ ή άλλων επικουρικών ταμείων, καθώς και στις ασφαλιστικές εισφορές που το ΙΚΑ−ΕΤΑΜ εισπράττει ή συνεισπράττει υπέρ Φορέων και Κλάδων Κοινωνικής Ασφάλισης, υπό τον όρο ότι οι εργοδότες θα καταβάλλουν στους νεοπροσλαμβανόμενους, ως μέρος των καθαρών αποδοχών τους, ποσό αντίστοιχο με εκείνο που ο ΟΑΕΔ αναλαμβάνει να καταβάλει στους ανωτέρω ασφαλιστικούς φορείς, προκειμένου να καλύψει τις ασφαλιστικές εισφορές που βαρύνουν τους νεοπροσλαμβανόμενους.
Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, μετά από γνώμη του Δ.Σ. του ΟΑΕΔ, ρυθμίζονται οι όροι, οι προϋποθέσεις, η διάρκεια και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου.
9. Μεταξύ εργοδοτών και ατόμων που έχουν συμπληρώσει το 15ο έτος έως και το 18ο έτος της ηλικίας τους, δύνανται να καταρτίζονται ειδικές συμβάσεις μαθητείας, μέχρι ενός (1) έτους, με σκοπό την απόκτηση δεξιοτήτων. Οι εν λόγω μαθητευόμενοι λαμβάνουν το εβδομήντα τοις εκατό (70%) του κατώτατου ημερομισθίου ή μισθού της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας (Ε.Γ.Σ.Σ.Ε.) και ασφαλίζονται στον κλάδο ασφάλισης ασθενείας σε είδος και ένα τοις εκατό (1%) κατά του κινδύνου ατυχήματος. Για τους έχοντες συμπληρώσει το 16ο έτος ηλικίας η μαθητεία δεν μπορεί να υπερβαίνει τις οκτώ (8) ώρες την ημέρα και τις σαράντα (40) ώρες την εβδομάδα. Όσοι δεν έχουν συμπληρώσει το 16ο έτος της ηλικίας τους, καθώς και όσοι φοιτούν σε γυμνάσια, λύκεια κάθε τύπου ή τεχνικές επαγγελματικές σχολές δημόσιες ή ιδιωτικές αναγνωρισμένες από το κράτος, δεν μπορεί να μαθητεύουν περισσότερο από έξι (6) ώρες την ημέρα και τριάντα (30) ώρες την εβδομάδα. Απαγορεύεται η μαθητεία να πραγματοποιείται από την 22α ώρα μ.μ. έως και την 6η π.μ. της επόμενης ημέρας. Τα άτομα αυτά, με εξαίρεση τις διατάξεις για την υγεία και ασφάλεια των εργαζομένων, δεν υπόκεινται στις διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας.
10. Οι παράγραφοι 1, 3 και 5 του άρθρου 1 του ν. 3385/ 2005 (ΦΕΚ 210 Α΄) αντικαθίστανται ως εξής:
«1. Σε επιχειρήσεις στις οποίες εφαρμόζεται συμβατικό ωράριο εργασίας έως σαράντα (40) ώρες την εβδομάδα, ο εργαζόμενος μπορεί να απασχολείται πέντε (5) επιπλέον ώρες την εβδομάδα κατά την κρίση του εργοδότη (υπερεργασία). Οι ώρες αυτές υπερεργασίας (41η, 42η, 43η, 44η, 45η ώρα) αμείβονται με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά είκοσι τοις εκατό (20%) και δεν συνυπολογίζονται στα επιτρεπόμενα, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις, όρια υπερωριακής απασχόλησης. Για όσους εργαζομένους ισχύει σύστημα εργασίας έξι (6) εργάσιμων ημερών την εβδομάδα η σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο υπερεργασία ανέρχεται σε οκτώ (8) ώρες την εβδομάδα (από 41η έως 48η ώρα).»
«3. Μισθωτοί απασχολούμενοι υπερωριακά δικαιούνται για κάθε ώρα νόμιμης υπερωρίας και μέχρι τη συμπλήρωση εκατόν είκοσι (120) ωρών ετησίως αμοιβή ίση με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά σαράντα τοις εκατό (40%). Η αμοιβή για την πέραν των εκατόν είκοσι (120) ωρών ετησίως νόμιμη υπερωριακή απασχόληση είναι το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά εξήντα τοις εκατό (60%).»
«5. Για κάθε ώρα κατ’ εξαίρεση υπερωρίας ο μισθωτός δικαιούται αποζημίωση ίση με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά ογδόντα τοις εκατό (80%).»
11. Η παράγραφος 4 του άρθρου 8 του ν.δ. 515/1970 (ΦΕΚ 95 Α΄), η οποία προστέθηκε με το άρθρο 1 του ν.δ. 264/1973 (ΦΕΚ 324 Α΄), αντικαθίσταται ως εξής:
«4. Με αποφάσεις του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, που εκδίδονται κάθε φορά μετά από γνώμη του Ανώτατου Συμβουλίου Εργασίας, δύναται να χορηγείται κατά περίπτωση άδεια υπερωριακής απασχόλησης των μισθωτών όλων των επιχειρήσεων και εργασιών εν γένει, καθώς και του Δημοσίου και των Ν.Π.Δ.Δ. επιπλέον των για κάθε κατηγορία επιτρεπόμενων ανωτάτων ορίων υπερωριακής απασχόλησης, στις περιπτώσεις:
α) επείγουσας φύσης εργασίας, η εκτέλεση της οποίας κρίνεται απολύτως επιβαλλόμενη ως μη επιδεχόμενη αναβολή,
β) εξαιρετικά επείγουσας εξυπηρέτησης των Ενόπλων Δυνάμεων, του Δημοσίου και των Ν.Π.Δ.Δ..
Για την κατά τα ανωτέρω υπερωριακή απασχόληση το ωρομίσθιο των μισθωτών καταβάλλεται αυξημένο κατά εξήντα τοις εκατό (60%).»
Άρθρο 75
Καταργούμενες διατάξεις
1. Οι διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 3 του α.ν. 1846/1951 καταργούνται από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου.
2. Οι διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 10 του ν. 825/1978 και των παραγράφων 2, 3 και 4 του άρθρου 143 του ν. 3655/2008 καταργούνται από 1.1.2011.
3. Οι διατάξεις των άρθρων 49−55 και 61 του ν. 2676/ 1999 (ΦΕΚ 1 Α΄) και του άρθρου 19 του ν. 3833/2010 καταργούνται από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου.
4. Οι διατάξεις της παραγράφου 8 του άρθρου 6 του ν. 3586/2007 (ΦΕΚ 151 Α΄) καταργούνται και η παράγραφος 9 αναριθμείται σε 8.
5. Οι διατάξεις των άρθρων 12, 18 και 20 του ν. 3586/ 2007 (ΦΕΚ 151 Α΄) καταργούνται από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου.
6. Οι διατάξεις του τελευταίου εδαφίου της περίπτωσης α΄ και του πρώτου εδαφίου της περίπτωσης β΄ της παραγράφου 3, των παραγράφων 4, 5 και της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 7 του άρθρου 144 του ν. 3655/2008 καταργούνται.
7. Οι διατάξεις των παραγράφων 10 και 11 του άρθρου 1 και του β΄ εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 2 του ν. 3232/2004 (ΦΕΚ 48 Α΄) καταργούνται.
8. Κάθε διάταξη αντίθετη με τις διατάξεις του παρόντος νόμου καταργείται.
Άρθρο 76
Έναρξη ισχύος
Η ισχύς του νόμου αυτού αρχίζει από την ημερομηνία της δημοσίευσής του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά στις επί μέρους διατάξεις.
Παραγγέλλομε τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και την εκτέλεσή του ως νόμου του Κράτους.
Αθήνα, 15 Ιουλίου 2010
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΚΑΡΟΛΟΣ ΓΡ. ΠΑΠΟΥΛΙΑΣ
ΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟΙ
ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΑΠΟΚΕΝΤΡΩΣΗΣ | ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ |
ΕΘΝΙΚΗΣ ΑΜΥΝΑΣ | ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ, ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟΤΗΤΑΣ |
ΥΠΟΔΟΜΩΝ, ΜΕΤΑΦΟΡΩΝ | ΕΡΓΑΣΙΑΣ |
ΥΓΕΙΑΣ | ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ |
ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ, ΔΙΑΦΑΝΕΙΑΣ | ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ |
Θεωρήθηκε και τέθηκε η Μεγάλη Σφραγίδα του Κράτους.
Αθήνα, 15 Ιουλίου 2010
Ο ΕΠΙ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ
Χ. ΚΑΣΤΑΝΙΔΗΣ