ΜΙΑ ΠΡΟΣΦΟΡΑ ΤΗΣ ΜΗΝΙΑΙΑΣ ΕΠΙΣΤΗΜOΝΙΚΗΣ ΚΑΙ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ
"ΛΟΓΙΣΤΙΚΟΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟΣ ΦΟΡΟΤΕΧΝΙΚΟΣ & ΝΟΜΙΚΟΣ ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ"

ΑΝΑΛΥΤΙΚΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΘΕΜΑΤΟΣ "ΝΟΜΟΙ - NOMOI Π.Δ."
Πίσω Aρχική σελίδα

 ΘΕΜΑ:  
ΝΟΜΟΣ 3867/2010 (ΦΕΚ Α΄ 128/03.08.2010)

Εποπτεία ιδιωτικής ασφάλισης, σύσταση εγγυητικού κε­φαλαίου ιδιωτικής ασφάλισης ζωής, οργανισμοί αξιο­λόγησης πιστοληπτικής ικανότητας και άλλες διατά­ξεις αρμοδιότητας του Υπουργείου Οικονομικών.

Πρωτότυπο έγγραφο

ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ

ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

ΤΕΥΧΟΣ ΠΡΩΤΟ          Αρ. Φύλλου 128          3 Αυγούστου 2010

_____________________________________________________

ΝΟΜΟΣ ΥΠ' ΑΡΙΘ. 3867

Εποπτεία ιδιωτικής ασφάλισης, σύσταση εγγυητικού κε­φαλαίου ιδιωτικής ασφάλισης ζωής, οργανισμοί αξιο­λόγησης πιστοληπτικής ικανότητας και άλλες διατά­ξεις αρμοδιότητας του Υπουργείου Οικονομικών

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ

ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α'

Εποπτεία Ιδιωτικής Ασφάλισης

Άρθρο 1

1. Το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με την επω­νυμία «Επιτροπή Εποπτείας Ιδιωτικής Ασφάλισης» (ΕΠ. Ε.Ι.Α.), που συνεστήθη με τη διάταξη του άρθρου 1 του ν. 3229/2004 (ΦΕΚ 38 Α') καταργείται από την πρώτη ημέρα του τέταρτου μήνα μετά τη δημοσίευση αυτού του νόμου και ο σκοπός αυτού, όπως καθορίζεται στο άρθρο 2 του παραπάνω νόμου, ανατίθεται στην Τράπεζα της Ελλάδος, στην οποία μεταφέρονται από την ίδια ημερομηνία όλες οι αρμοδιότητες της ΕΠ.Ε.Ι.Α., όπως αυτές ενδεικτικά απαριθμούνται στην παράγραφο 1 του άρθρου 3 του ίδιου νόμου, πλην της υπό στοιχείο ι', η οποία καταργείται. Η Τράπεζα της Ελλάδος υποβάλλει στη Βουλή σχετική ετήσια έκθεση.

Μεταφέρονται, επίσης, στην Τράπεζα της Ελλάδος και οι εποπτικές αρμοδιότητες, που έχουν ανατεθεί με διατάξεις νόμων σε άλλα όργανα εποπτείας της ιδιω­τικής ασφάλισης.

Όπου στην κείμενη νομοθεσία αναφέρεται η «ΕΠ.Ε.Ι.Α.» νοείται εφεξής η Τράπεζα της Ελλάδος. Το κέντρο πλη­ροφοριών του άρθρου 27 β του ν. 489/1976 (ΦΕΚ 331 Α') αποτελεί, από την ημέρα κατάργησης της Ε.Π.Ε.Ι.Α., υπη­ρεσιακή μονάδα του επικουρικού κεφαλαίου ασφάλισης ευθύνης από ατυχήματα αυτοκινήτων, που συστάθηκε με το άρθρο 16 του ίδιου νόμου. Με αποφάσεις της Τράπεζας της Ελλάδος ρυθμίζεται κάθε ειδικό ή τεχνικό θέμα για την εφαρμογή της διάταξης αυτής.

2. Οι αρμοδιότητες εποπτείας της ιδιωτικής ασφά­λισης, όπως καθορίζονται στην ισχύουσα νομοθεσία, ασκούνται με πράξεις του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος ή εξουσιοδοτημένου από αυτόν οργάνου της Τράπεζας. Οι αρμοδιότητες αυτές μπορεί να εξειδικεύ­ονται, ως προς τις λεπτομέρειες εφαρμογής τους, με αποφάσεις της Τράπεζας της Ελλάδος.

3. Με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος καθορίζε­ται η εισφορά των εποπτευόμενων ασφαλιστικών επιχει­ρήσεων, για την εξασφάλιση των πόρων που απαιτού­νται για την επιτέλεση του σκοπού που ανατίθεται στην Τράπεζα αυτή με τις διατάξεις αυτού του άρθρου, σε ποσοστό μέχρι 1,5 τοις χιλίοις επί της ετήσιας συνολικής παραγωγής καθαρών καταχωρημένων ασφαλίστρων και ρυθμίζεται κάθε άλλο σχετικό θέμα.

4. Για παραβάσεις των διατάξεων που είναι σχετικές με τις αρμοδιότητες που της ανατίθενται με αυτό το άρθρο, η Τράπεζα της Ελλάδος επιβάλλει κατά των επο­πτευόμενων επιχειρήσεων, των νομίμων εκπροσώπων τους και όσων ασκούν διοίκηση, είτε πρόστιμο υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου κατά τους όρους του άρθρου 55Α του καταστατικού της (ν. 3424/1927 ΦΕΚ 298 Α', όπως ισχύει), είτε τις διοικητικές ποινές που προβλέπονται από τις διατάξεις του ν.δ. 400/1970 (ΦΕΚ 10 Α'), όπως κάθε φορά ισχύουν.

5. Στο τέλος του άρθρου 17γ του ν.δ. 400/1970 (ΦΕΚ 10 Α') προστίθεται παράγραφος 9, ως εξής:

«9. Οι διατάξεις για το διορισμό Επιτρόπου των παρα­γράφων 2 και 3 του άρθρου 63 του ν. 3601/2007 (ΦΕΚ 178 Α') εφαρμόζονται αναλόγως και στις ασφαλιστικές επιχειρήσεις. Επίτροπος μπορεί επίσης να διοριστεί, κατά τις ανωτέρω διατάξεις, στις περιπτώσεις των άρ­θρων 9 παρ. 4 και 17γ παράγραφοι 3, 4 και 5 αυτού του διατάγματος.»

6. Από την ημέρα κατάργησης της ΕΠ.Ε.Ι.Α.:

α) Ανακαλούνται αυτοδικαίως οι αποσπάσεις και κάθε άλλη πράξη διάθεσης προς αυτή μόνιμου προσωπικού υπηρεσιών του Δημοσίου ή φορέων του δημόσιου το­μέα.

Το προσωπικό της κατηγορίας αυτής δύναται, μετά από αίτηση του, να αποσπαστεί, στην Επιτροπή Λογιστικής Τυποποίησης και Ελέγχων (ΕΛΤΕ), κατά τις διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 10 του ν. 3229/2004 , που προστέ­θηκε με την παρ. 4 του άρθρου 19 του ν. 3581/ 2007 (ΦΕΚ 140 Α').

β) Το μόνιμο προσωπικό που υπάγεται στο άρθρο 15 του π.δ. 20/2006 (ΦΕΚ 17 Α') μπορεί να μεταταχθεί, με­τά από αίτηση του, στην Επιτροπή Λογιστικής Τυποποίη­σης και Ελέγχων (ΕΛΤΕ) και να ενταχθεί, ανάλογα με τα προσόντα του, σε κενές οργανικές θέσεις ή προσωποπα­γείς θέσεις που συνιστώνται με την απόφαση μετάταξης και καταργούνται με την με οποιοδήποτε τρόπο αποχώ­ρηση του υπαλλήλου από την υπηρεσία. Ο χρόνος υπη­ρεσίας που διανύθηκε στην ΕΠ.Ε.Ι.Α. θεωρείται ότι δια­νύθηκε στην ΕΛΤΕ για όλα τα θέματα υπηρεσιακής κατά­στασης του υπαλλήλου. Η μετάταξη ενεργείται με από­φαση του Υπουργού Οικονομικών μετά από εισήγηση της ΕΛΤΕ.

Το προσωπικό που δεν επιλέγει τη μετάταξή του στην ΕΛΤΕ ή δεν μετατάσσεται στην ΕΛΤΕ με την παραπάνω διαδικασία, μετατάσσεται σε κενή οργανική θέση υπηρε­σιών του δημόσιου τομέα, με ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων της παρ. 4 του άρθρου 154 του Κώδικα Δημο­σίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ., που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 3528/ 2007 (ΦΕΚ 26 Α') και του π.δ. 117/2008 (ΦΕΚ 180 Α'). Αρμόδια διοικητική υπηρεσία για τη διαδικασία μετάτα­ξης ορίζεται η Διεύθυνση Προσωπικού (Δ-4) της Γενικής Διεύθυνσης Διοίκησης και Δημοσιονομικών Ελέγχων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους.

γ) Με πράξη του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, ο Γενικός Διευθυντής της ΕΠ.Ε.Ι.Α. που προβλέπεται στο άρθρο 14 του π.δ. 20/2006 (ΦΕΚ 17 Α') μπορεί να μετα­φέρεται στην Τράπεζα της Ελλάδος με την ίδια σχέση εργασίας μέχρι τη λήξη της θητείας του. Ο Γενικός Διευ­θυντής της ΕΠ.Ε.Ι.Α. δύναται, επί πλέον, να ζητήσει την ένταξή του στο μόνιμο προσωπικό της Τράπεζας της Ελ­λάδος, κατά τις διατάξεις της επόμενης περίπτωσης δ'.

δ) Όσοι υπάλληλοι της καταργούμενης υπηρεσίας α­νήκουν στο ειδικό επιστημονικό προσωπικό με σχέση ερ­γασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου του άρθρου 17 του π.δ. 20/2006, καθώς και το προσωπικό με έμμισθη εντολή του άρθρου 18 του ίδιου προεδρικού διατάγμα­τος δύνανται να ζητήσουν την ένταξή τους στο μόνιμο προσωπικό της Τράπεζας της Ελλάδος, μετά από αίτηση και αξιολόγησή τους, αποδεχόμενοι τους κατά περίπτω­ση όρους βαθμολογικής και μισθολογικής τακτοποίησης, που θα γνωστοποιηθούν από την Τράπεζα της Ελλάδος μέσα σε δύο μήνες από τη δημοσίευση αυτού του νόμου. Το ίδιο δικαίωμα παρέχεται και στους υπαλλήλους που έ­χουν αποσπαστεί από φορείς του δημόσιου τομέα και α­σκούσαν καθήκοντα ειδικού επιστημονικού προσωπικού, εφόσον διαθέτουν τα σχετικά τυπικά προσόντα. Η σχετι­κή αίτηση των ενδιαφερομένων, συνοδευόμενη από βιο­γραφικό σημείωμα, υποβάλλεται εντός δεκαπέντε ημε­ρών από τη δημοσίευση αυτού του νόμου, στην αρμόδια υπηρεσία της Τράπεζας της Ελλάδος. Όσοι αξιολογού­νται θετικά οφείλουν να καταθέσουν δήλωση αποδοχής των κατά περίπτωση βαθμολογικών και μισθολογικών ό­ρων της ένταξης μέσα σε αποκλειστική προθεσμία δεκα­πέντε ημερών από την παραλαβή της σχετικής ειδοποίη­σης της Τράπεζας της Ελλάδος. Η Τράπεζα της Ελλάδος δεν βαρύνεται με οικονομικές υποχρεώσεις, που απορ­ρέουν από την προηγούμενη απασχόληση του παραπά­νω προσωπικού στην ΕΠ.Ε.Ι.Α..

Το προσωπικό που δεν θα εκδηλώσει ενδιαφέρον ή δεν θα ενταχθεί στην Τράπεζα της Ελλάδος με την πα­ραπάνω διαδικασία, με εξαίρεση όσους έχουν αποσπα­στεί από φορείς του δημόσιου τομέα, μεταφέρεται με την ίδια σχέση εργασίας σε αντίστοιχες οργανικές θέ­σεις ή συνιστώμενες, με την απόφαση μεταφοράς, προ­σωποπαγείς θέσεις του δημόσιου τομέα, οι οποίες κα­ταργούνται με την με οποιοδήποτε τρόπο αποχώρηση του υπαλλήλου από την υπηρεσία. Ο χρόνος που διανύ­θηκε στην ΕΠ.Ε.Ι.Α. και ο χρόνος που αναγνωρίσθηκε θεωρείται ότι διανύθηκε στο φορέα που μεταφέρεται ο υπάλληλος για όλα τα θέματα της υπηρεσιακής του κα­τάστασης. Η μεταφορά ενεργείται με απόφαση του Υ­πουργού Οικονομικών και του καθ' ύλην αρμόδιου Υ­πουργού. Αρμόδια διοικητική υπηρεσία για τη διαδικασία μεταφοράς ορίζεται η Διεύθυνση Προσωπικού (Δ-4) της Γενικής Διεύθυνσης Διοίκησης και Δημοσιονομικών Ελέγχων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους.

7. Το κεφάλαιο που έχει σχηματιστεί από τις εισφορές των ασφαλιστικών επιχειρήσεων περιέρχεται κατά το 1/10 στο «Εγγυητικό Κεφάλαιο Ιδιωτικής Ασφάλισης Ζω­ής» που συνιστάται με τις διατάξεις του άρθρου 4 αυτού του νόμου. Τα υπόλοιπα 9/10 του κεφαλαίου αυτού εισά­γονται, ως δημόσιο έσοδο, σε ειδικό κωδικό αριθμό του Κρατικού Προϋπολογισμού και διατίθενται όπως ορίζεται στο άρθρο 2 παρ.1 αυτού του νόμου. Η λοιπή περιουσία της ΕΠ.Ε.Ι.Α., κατά το ενεργητικό και παθητικό, περιέρ­χεται στο δημόσιο και διατίθεται με απόφαση του Υ­πουργού Οικονομικών.

8. Μέχρι την κατάργηση της ΕΠ.Ε.Ι.Α. το Διοικητικό Συμβούλιο αυτής επιλαμβάνεται επειγόντων ή τρέχου­σας φύσης θεμάτων. Στις συνεδριάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου δικαιούται να συμμετέχει, χωρίς δικαίωμα ψήφου, εκπρόσωπος της Τράπεζας της Ελλάδος προς τον οποίο το Διοικητικό Συμβούλιο και οι υπηρεσιακές μονάδες της ΕΠ.Ε.Ι.Α. οφείλουν να παρέχουν κάθε ζη­τούμενη πληροφορία.

9. Εκκρεμείς δίκες που αφορούν διαφορές ή υποθέ­σεις της καταργούμενης Επιτροπής αναλαμβάνονται α­πό το Ελληνικό Δημόσιο χωρίς να επέρχεται διακοπή της δίκης. Αξιώσεις που αφορούν το προ της κατάργη­σης της ΕΠ.Ε.Ι.Α. χρονικό διάστημα ασκούνται υπό ή κα­τά του Ελληνικού Δημοσίου. Αρμόδια διοικητική υπηρε­σία ορίζεται η διεύθυνση οικονομικού (Δ-40) της Γενικής Διεύθυνσης Διοίκησης και Δημοσιονομικών Ελέγχων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, προς την οποία η καταργούμενη υπηρεσία παραδίδει τους σχετικούς φα­κέλους.

Εκκρεμείς διοικητικές υποθέσεις, κατά το χρόνο κα­τάργησης της ΕΠ.Ε.Ι.Α., αναλαμβάνονται από την Τρά­πεζα της Ελλάδος.

10. Όπου διατάξεις αυτής της παραγράφου άπτονται ρυθμίσεων του καταστατικού της Τράπεζας της Ελλά­δος, το καταστατικό τροποποιείται κατά την προβλεπό­μενη σε αυτό διαδικασία.

11. Με κοινή απόφαση του Υπουργού Οικονομικών και του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος καθορίζονται τα ειδικότερα θέματα για την ακώλυτη υπεισέλευση της Τράπεζας της Ελλάδος στο έργο της καταργούμενης Ε­πιτροπής και ρυθμίζεται κάθε άλλο ζήτημα σχετικό με την εφαρμογή των διατάξεων αυτού του άρθρου.

Άρθρο 2

Κατάργηση της παραγράφου 4α του άρθρου 10 του ν.δ. 400/1970 και ρύθμιση εκκρεμών υποθέσεων

1.α. Οι διατάξεις της παραγράφου 4α του άρθρου 10 του ν.δ. 400/1970 (ΦΕΚ 10 Α'), που προστέθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 17 του ν. 3790/2009 (ΦΕΚ 143 Α'), κα­θώς και η απόφαση του Υπουργού Οικονομικών Β. 2574/ 2009 «Ρύθμιση θεμάτων εφαρμογής του άρθρου 10 παρ. 4α του ν.δ. 400/1970, όπως ισχύει» (ΦΕΚ 2509 Β΄), κα­ταργούνται από τη δημοσίευση αυτού του νόμου, με την επιφύλαξη των ρυθμίσεων αυτού του άρθρου για τις υφι­στάμενες εκκρεμείς υποθέσεις.

β. Εκκρεμείς διαδικασίες, που αφορούν ασφαλιστικές επιχειρήσεις των οποίων, κατά την ημέρα δημοσίευσης αυτού του νόμου, έχει ήδη ανακληθεί η άδεια λειτουρ­γίας και έχει οριστεί επόπτης χαρτοφυλακίων ζωής εξα­κολουθούν να διέπονται από τις διατάξεις που καταρ­γούνται με την προηγούμενη περίπτωση α', όπως αυτές τροποποιούνται και συμπληρώνονται με τις επόμενες διατάξεις αυτού του άρθρου, με σκοπό την περάτωση των υποθέσεων με τη μεταβίβαση του χαρτοφυλακίου ζωής σε ανάδοχο ασφαλιστική εταιρεία ή σε περισσότε­ρες συνεργαζόμενες ή μη ασφαλιστικές εταιρείες, μετά από συμβατική αναμόρφωση των παροχών, κατά τα προ­βλεπόμενα στην παράγραφο 5 αυτού του άρθρου. Για α­ντιρρήσεις κατά του προσωρινού χαρτοφυλακίου ζωής, που καταρτίζεται κατά το άρθρο 4 της Β. 2574/2009 από­φασης του Υπουργού Οικονομικών, εφαρμόζεται η διά­ταξη της περίπτωσης γ' της παρ. 3 του άρθρου 10 του ν.δ. 400/1970.

γ. Η είσπραξη ασφαλίστρων του χαρτοφυλακίου ζωής και η υποχρέωση ικανοποίησης απαιτήσεων από ασφάλι­ση αναστέλλονται από την ημέρα ανάκλησης της άδειας λειτουργίας της επιχείρησης μέχρι την περάτωση της διαδικασίας των παραγράφων 2 έως 5 αυτού του άρ­θρου.

Αναστέλλεται, επίσης, κατά το ίδιο χρονικό διάστημα, η εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων, που αναγνωρίζουν απαιτήσεις φορέων παροχής υπηρεσιών υγείας, με υπο­κείμενη αιτία τη νοσηλεία ασφαλισμένων των υπό ανά­κληση της άδειας λειτουργίας επιχειρήσεων.

δ. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, το δημό­σιο έσοδο που προβλέπεται στην παρ. 7 του άρθρου 1 του νόμου αυτού, μπορεί να διατίθεται για την εξόφληση των απαιτήσεων των φορέων παροχής υπηρεσιών υγεί­ας, που προέρχονται από νοσηλεία των παραπάνω α­σφαλισμένων, με την προϋπόθεση του περιορισμού των απαιτήσεων των φορέων αυτών κατά ποσοστό τουλάχι­στον 50%. Για το σκοπό αυτό, μπορεί με την ίδια ή όμοια απόφαση να ανατίθεται η διαχείριση του παραπάνω εσό­δου στο Εγγυητικό Κεφάλαιο Ιδιωτικής Ασφάλισης Ζωής που συνιστάται με το άρθρο 4 του νόμου αυτού ή σε υ­πηρεσία του Υπουργείου Οικονομικών ή στον επόπτη χαρτοφυλακίων ζωής, να καθορίζονται η διαδικασία και τα απαραίτητα δικαιολογητικά και να ρυθμίζεται κάθε α­ναγκαίο θέμα για την εφαρμογή της διάταξης αυτής.

2. Αν η μεταβίβαση του χαρτοφυλακίου ζωής δεν επι­τευχθεί κατά τις διατάξεις της παρ. 4α του άρθρου 10 του ν.δ. 400/1970, ο επόπτης χαρτοφυλακίων των κλά­δων ζωής, παραδίδει στην Τράπεζα της Ελλάδος, το αρ­γότερο μέσα σε έξι μήνες από τη δημοσίευση αυτού του νόμου:

α) Κατάλογο των ασφαλισμένων και των απαιτήσεων τους, που απορρέουν από τις συμβάσεις ασφαλίσεως. Η σύμβαση ασφάλισης θεωρείται ισχύουσα για αιτήσεις ε­ξαγοράς που είχαν υποβληθεί πριν από την ανάκληση της άδειας λειτουργίας της επιχείρησης και είχαν γίνει δεκτές χωρίς να καταβληθεί στον καταναλωτή το οφει­λόμενο χρηματικό ποσό.

β) Κατάλογο των φερόμενων ως ασφαλισμένων, των οποίων αμφισβητείται από τον επόπτη χαρτοφυλακίου ζωής η εγκυρότητα των συμβολαίων ή το ύψος των προ­βαλλόμενων απαιτήσεών τους για καταβολή ασφαλίσματος και εξαγορές.

γ) Το Αρχείο Τεχνικών Αποθεμάτων Ζωής.

δ) Το μητρώο Ασφαλιστικής Τοποθέτησης Ασφαλίσε­ων Ζωής.

ε) Έκθεση για το συνολικό χρηματικό ποσό που βαρύ­νει το ενεργητικό του χαρτοφυλακίου για αμοιβή του ε­πόπτη χαρτοφυλακίου ζωής, μισθοδοσία του προσωπι­κού του και κάλυψη των λοιπών λειτουργικών εξόδων του, καθώς και για την αναλογία αμοιβής και εξόδων του επόπτη εκκαθάρισης του εκκαθαριστή.

στ) Κατάλογο με τις λοιπές υποχρεώσεις του χαρτο­φυλακίου, που υπάγονται στην κοινή εκκαθάριση.

ζ) Εισηγητικό σχέδιο αναμόρφωσης παροχών, κατ' ε­φαρμογή του άρθρου 5 της Β. 2574/2009 απόφασης του Υπουργού Οικονομικών «Ρύθμιση θεμάτων εφαρμογής του άρθρου 10 παρ.4α του ν.δ. 400/1970, όπως ισχύει» (ΦΕΚ 2509 Β'). Αν υπάρχουν ασφαλιστήρια συμβόλαια, των οποίων τα τεχνικά σημειώματα ή οι όροι παραβιά­ζουν την κείμενη ασφαλιστική νομοθεσία ή αντιβαίνουν στο δημόσιο συμφέρον, ο επόπτης χαρτοφυλακίων ζωής προβαίνει στις απαραίτητες αναλογιστικές πράξεις και προσαρμογές των όρων αυτών των ασφαλιστηρίων συμ­βολαίων. Στα προγράμματα κλάδου ασφάλισης ζωής που συνδέονται με επενδύσεις η συνολική εγγυημένη από­δοση δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει το εγγυημένο τεχνι­κό επιτόκιο. Ο επόπτης χαρτοφυλακίων ζωής δύναται να προτείνει:

α) την περαιτέρω αναμόρφωση των παροχών, λαμβά­νοντας υπόψη το άνοιγμα του χαρτοφυλακίου και την υ­πάρχουσα κατανομή των περιουσιακών στοιχείων κατά ασφαλιστική τοποθέτηση,

β) την αναμόρφωση των όρων και των παροχών των προσαρτημάτων των συμβάσεων ασφάλισης ζωής.

η) Κατάλογο των εργαζομένων κατά την ημερομηνία ανάκλησης της άδειας της ασφαλιστικής επιχείρησης και του ύψους των αιτούμενων απαιτήσεών τους, συνοδευό­μενη και από αντίστοιχη κατάσταση με το κατά τον επό­πτη εκτιμώμενο ύψος των εν λόγω απαιτήσεων.

3. Η Τράπεζα της Ελλάδος, αφού λάβει υπόψη τα πα­ραπάνω στοιχεία και τις διατάξεις του ν.δ. 400/1970, ό­πως ισχύουν, επιβεβαιώνει το άνοιγμα του χαρτοφυλακί­ου ζωής, που συνίσταται στη διαφορά μεταξύ των υπο­χρεώσεων του χαρτοφυλακίου για μαθηματικά και τεχνι­κά αποθέματα και των αντίστοιχων στοιχείων της ασφα­λιστικής τοποθέτησης.

Στη συνέχεια, η Τράπεζα της Ελλάδος, γνωστοποιεί δημοσίως τα υπάρχοντα στοιχεία, με δύο τουλάχιστον δημοσιεύσεις σε εφημερίδες ευρείας κυκλοφορίας και ανάρτηση στην ιστοσελίδα της, και απευθύνει δημόσια πρόσκληση προς κάθε ασφαλιστική επιχείρηση, που μπορεί να ασκεί νόμιμα στην Ελλάδα εργασίες ασφαλί­σεων κλάδων ζωής σύμφωνα με τις διατάξεις του άρ­θρου 13 παρ. 2 του ν.δ. 400/1970, όπως ισχύει, να δηλώ­σει ότι μετέχει στη διαδικασία αναδοχής του χαρτοφυ­λακίου ασφαλίσεων κλάδων ζωής, το οποίο σύμφωνα με τις καταργούμενες διατάξεις δεν έχει τεθεί ακόμα σε εκ­καθάριση και να καταθέσει εγγράφως την προσφορά της, η οποία διαμορφώνεται με βάση τις παρακάτω υπο­χρεωτικές προϋποθέσεις, που μπορεί να τροποποιούνται με την υποβαλλόμενη πρόταση μόνο προς το συμφέρον των ασφαλισμένων:

α) Ο υποψήφιος ανάδοχος προτείνει τη μείωση των υ­φιστάμενων απαιτήσεων των ασφαλισμένων ή των πο­σών καλύψεων, η οποία δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερη από την προβλεπόμενη στο εισηγητικό σχέδιο αναμόρ­φωσης παροχών του επόπτη χαρτοφυλακίων ζωής.

Η μείωση κάθε κατηγορίας απαιτήσεων μπορεί να δια­φοροποιείται ανάλογα με το είδος του συμβολαίου και το σχετικό αποθεματικό.

β) Οι απαιτήσεις των ασφαλισμένων, είτε υφιστάμε­νες, είτε μελλοντικές, περιορίζονται κατά το ποσοστό του εισηγητικού σχεδίου αναμόρφωσης παροχών, εκτός αν υποβληθεί από τον υποψήφιο ανάδοχο ευνοϊκότερη για τους ασφαλισμένους πρόταση.

γ) Κάθε υφιστάμενη αίτηση εξαγοράς ή μελλοντική ε­ξαγορά ασφαλιστηρίου της επιχείρησης ή λήξη ασφαλι­στηρίου, με εξαίρεση τις απαιτήσεις για καταβολή ασφαλίσματος υγείας, αναστέλλεται για δύο χρόνια από την ημέρα ανάληψης του χαρτοφυλακίου από τον ανάδοχο.

δ) Εγγυημένα τεχνικά επιτόκια, πέραν των οριζομένων στο νόμο ορίων, δεν αναγνωρίζονται.

ε) Νοσοκομειακά συμβόλαια ή νοσοκομειακά προσαρ­τήματα συμβολαίων ασφάλειας ζωής, στην περίπτωση που οι ασφαλισμένοι κρίνονται από τον ανάδοχο ασφαλίσιμοι με βάση την ηλικία τους και την κατάσταση της υ­γείας τους, αντικαθίστανται με ανάλογα προϊόντα που ή­δη διαθέτει ο ανάδοχος στο κοινό. Όλα τα λοιπά προ­σαρτήματα του συμβολαίου παύουν εκτός αν υπάρξει α­ντίθετη πρόταση του αναδόχου.

στ) Νοσοκομειακά συμβόλαια ή νοσοκομειακά προ­σαρτήματα συμβολαίων ασφάλειας ζωής, στην περίπτω­ση που οι ασφαλισμένοι, κατά το χρόνο μεταβίβασης του χαρτοφυλακίου, δεν κρίνονται ασφαλίσιμοι με βάση την ηλικία και την κατάσταση της υγείας τους, σύμφωνα με τα κριτήρια καθορισμού μη ασφαλίσιμων κινδύνων της α­ναδόχου εταιρείας, συνεχίζονται από τον ανάδοχο, ο ο­ποίος δύναται να εξαλείψει τυχόν όρους που αντιβαί­νουν στα συναλλακτικά ήθη της ασφαλιστικής αγοράς και να αυξήσει το ασφάλιστρο κατά ποσοστό μέχρι 20%, αναπροσαρμοζόμενο εφεξής με το κοινό ποσοστό ανα­προσαρμογής ασφαλίστρων των νοσοκομειακών προ­γραμμάτων του.

ζ) Για το προσωπικό που απασχολεί ο επόπτης χαρτο­φυλακίου ζωής έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του π.δ. 178/2002 (ΦΕΚ 162 Α'). Η μεταβίβαση του χαρτοφυλακί­ου ζωής, που τίθεται εκτός εκκαθάρισης κατά τις διατά­ξεις της παρ. 4α του άρθρου 10 του ν.δ. 400/1970, δεν α­ποτελεί περίπτωση μεταβίβασης επιχείρησης που βρί­σκεται σε οποιαδήποτε κατάσταση αφερεγγυότητας κα­τά την έννοια του άρθρου 6 παρ. 1 του π.δ. 178/2002. Ο ανάδοχος οφείλει να μεριμνά για τη διασφάλιση της πλήρους ένταξης στην ασφαλιστική επιχείρηση του προ­σωπικού που απορροφάται.

η) Το χαρτοφυλάκιο ζωής μεταβιβάζεται κατά τα λοιπά στον ανάδοχο με όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του. Δικαστικές διεκδικήσεις των φερόμενων ως ασφα­λισμένων, των οποίων δεν έγιναν δεκτά τα νομιμοποιητι­κά έγγραφα από τον επόπτη χαρτοφυλακίων ζωής, α­σκούνται κατά του αναδόχου.

Με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος, καθορίζεται το ειδικότερο περιεχόμενο της δημόσιας πρόσκλησης, ο τρόπος γνωστοποίησης του ανοίγματος και δημοσίευ­σης της δημόσιας πρόσκλησης, η διαδικασία και τα κρι­τήρια επιλογής του αναδόχου του χαρτοφυλακίου ζωής. Στα κριτήρια επιλογής περιλαμβάνονται υποχρεωτικά:

1. Η συμφερότερη για τους καταναλωτές οικονομική προσφορά, με βάση το εισηγητικό σχέδιο αναμόρφωσης παροχών του επόπτη χαρτοφυλακίων ζωής.

2. Η συμφερότερη για τους καταναλωτές που δεν κρί­νονται ασφαλίσιμοι πρόταση αύξησης των ασφαλίστρων.

3. Το προτεινόμενο ποσοστό απορρόφησης του προ­σωπικού της υπό εκκαθάριση επιχείρησης.

Η επιλογή του αναδόχου γίνεται με απόφαση της Τρά­πεζας της Ελλάδος, η οποία γνωστοποιείται στο κοινό κατά το άρθρο 59 του ν.δ. 400/1970 και με ανάρτησή της στην ιστοσελίδα της Τράπεζας της Ελλάδος, μαζί με ο­λόκληρη την πρόταση του αναδόχου.

θ) Το μέρος της απαίτησης από ασφάλιση που δεν α­ναλαμβάνεται από τον ανάδοχο, κατά την περίπτωση β' της παραγράφου αυτής, ικανοποιείται κατά ποσοστό 70% από το Εγγυητικό Κεφάλαιο Ζωής, που συνιστάται με τις διατάξεις του άρθρου 4 αυτού του νόμου. Η κατα­βολή των σχετικών χρηματικών ποσών γίνεται σε πλήρη εξόφληση των απαιτήσεων των καταναλωτών από τη σύμβαση ασφάλισης, καθώς και των απαιτήσεων για α­ποζημίωση από το Δημόσιο για οποιονδήποτε λόγο. Με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος, μετά από εισήγη­ση της Διαχειριστικής Επιτροπής του Εγγυητικού Κεφα­λαίου Ζωής, μπορεί να αναστέλλεται η είσπραξη των πα­ραπάνω απαιτήσεων των καταναλωτών για χρονικό διά­στημα μέχρι τρία χρόνια από τη δημοσίευση αυτού του νόμου, να καθορίζεται η διαδικασία, ο χρόνος και ο τρό­πος πληρωμής, να συνιστάται τριμελής επιτροπή, αποτε­λούμενη από έναν εκπρόσωπο της Τράπεζας της Ελλά­δος και δύο μέλη της Διαχειριστικής Επιτροπής του Εγ­γυητικού Κεφαλαίου Ζωής, για την εξαίρεση από την α­ναστολή των απαιτήσεων που αφορούν σοβαρά περιστα­τικά υγείας και να ρυθμίζεται κάθε ειδικότερο θέμα για την εφαρμογή της διάταξης αυτής. Ειδικά και αποκλει­στικά για την εξόφληση των παραπάνω απαιτήσεων των καταναλωτών, το Εγγυητικό Κεφάλαιο Ζωής δύναται να συνάπτει δάνειο από πιστωτικά ιδρύματα, με την εγγύη­ση του Ελληνικού Δημοσίου. Στην περίπτωση αυτή το Δημόσιο αποκτά αυτοδίκαια ενέχυρο επί των 2/3 των συ­νολικών εσόδων του Εγγυητικού Κεφαλαίου Ζωής, που προέρχονται από τις εισφορές του άρθρου 10 αυτού του νόμου.

4. Οι κάτοχοι ασφαλιστηρίων συμβολαίων ζωής δύνα­νται, με έγγραφη δήλωσή τους προς τον επόπτη χαρτο­φυλακίων ζωής, που υποβάλλεται μέσα σε αποκλειστική προθεσμία τριάντα ημερών από την ημέρα ανάρτησης στο διαδίκτυο της απόφασης της Τράπεζας της Ελλάδος περί επιλογής του αναδόχου, να μην αποδεχθούν την α­ναμόρφωση των συμβολαίων τους και να αντιταχθούν στη μεταβίβαση του χαρτοφυλακίου με την προβλεπόμε­νη στο παρόν άρθρο διαδικασία, οπότε θεωρείται ότι επι­λέγουν τη λύση του συμβολαίου τους και την υπαγωγή τους στη διαδικασία της ασφαλιστικής εκκαθάρισης.

Στην περίπτωση αυτή αποτελεί στοιχείο της ασφαλιστι­κής εκκαθάρισης και δεν μεταβιβάζεται στον ανάδοχο το ανάλογο, όπως θα καθοριστεί από την Τράπεζα της Ελ­λάδος, μέρος των περιουσιακών στοιχείων που έχουν τεθεί σε ασφαλιστική τοποθέτηση ζωής. Αν αντιταχθούν ασφαλισμένοι που αντιστοιχούν σε ποσοστό μεγαλύτε­ρο του 50% της συνολικής παραγωγής ασφαλίστρων κα­τά το τελευταίο έτος λειτουργίας της επιχείρησης, η πε­ραιτέρω διαδικασία αυτού του άρθρου ματαιώνεται και το χαρτοφυλάκιο ζωής τίθεται και αυτό στην ασφαλιστι­κή εκκαθάριση, κατά τις διατάξεις του ν.δ. 400/1970, ό­πως ισχύει. Όσοι ασφαλισμένοι δεν υποβάλλουν την πα­ραπάνω δήλωση τεκμαίρεται ότι αποδέχονται τη διαδι­κασία μεταβίβασης και εκπροσωπούνται σε αυτή από τον επόπτη χαρτοφυλακίων ζωής. Ο ανάδοχος εκδίδει α­σφαλιστήρια, με βάση τη σύμβαση μεταβίβασης του χαρ­τοφυλακίου.

5. Για τη μεταβίβαση του χαρτοφυλακίου εφαρμόζο­νται αναλόγως οι διατάξεις του άρθρου 59 του ν.δ. 400/1970 και συνάπτεται σύμβαση μεταξύ του επόπτη χαρτοφυλακίων ζωής της υπό ανάκληση της άδειας λει­τουργίας επιχείρησης και της εταιρείας που επιλέγεται από την Τράπεζα της Ελλάδος.

Η μεταβίβαση των περιουσιακών στοιχείων του χαρτο­φυλακίου ζωής στον ανάδοχο απαλλάσσεται από την κα­ταβολή οποιουδήποτε φόρου ή τέλους και εφαρμόζονται και στην περίπτωση αυτή οι διατάξεις της παρ. 10 του άρθρου 10 του ν.δ. 400/1970, που προστέθηκε με την παρ.1 του άρθρου 3 του ν. 2837/2000 (ΦΕΚ 178 Α'). Εν­δεχόμενη ρευστοποίηση ακινήτων γίνεται με τη διαδικα­σία της παρ. 7 του άρθρου 10 του ν.δ. 400/1970.

Ο επόπτης χαρτοφυλακίων ζωής συμβάλλεται και ως εκπρόσωπος των ασφαλισμένων που αποδέχονται, κατά την προηγούμενη παράγραφο, τη διαδικασία μεταβίβα­σης του χαρτοφυλακίου.

Η σύμβαση εγκρίνεται με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος. Αν παρέλθει ένα έτος από τη δημοσίευση αυ­τού του νόμου χωρίς να εκδοθεί η εγκριτική απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος, η διαδικασία περατώνεται αυτοδίκαια και για το χαρτοφυλάκιο ζωής εφαρμόζονται οι διατάξεις περί ασφαλιστικής εκκαθάρισης του ν.δ. 400/1970, όπως ισχύουν. Στην περίπτωση αυτή, όσοι α­σφαλισμένοι διαθέτουν νοσοκομειακά συμβόλαια ή νο­σοκομειακά προσαρτήματα συμβολαίων ασφάλισης ζω­ής και δεν είναι ασφαλισμένοι σε κάποιο φορέα κοινωνι­κής ασφάλισης εντάσσονται, με απόφαση του Υπουργού Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, στις κατηγορίες των ατόμων που δικαιούνται δωρεάν νοσοκομειακή περί­θαλψη, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 23 του ν. 1076/1980, όπως ισχύει (ΦΕΚ 224 Α'), μέχρι την ημε­ρομηνία λήξης που αναγράφεται στο συμβόλαιό τους.

Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Υγεί­ας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης καθορίζεται η διαδικα­σία και η αρμόδια υπηρεσία για τη χορήγηση των ασφα­λιστικών βιβλιαρίων, η θέση νοσηλείας και ρυθμίζεται κά­θε αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή της διάτα­ξης αυτής. Αν η διαδικασία περατωθεί χωρίς να αναλη­φθεί το χαρτοφυλάκιο ζωής από ανάδοχο ασφαλιστική εταιρεία, το μέρος της απαίτησης από ασφάλιση που δεν ικανοποιείται από το προϊόν της ασφαλιστικής εκκαθάρι­σης, ικανοποιείται κατά ποσοστό 70% από το εγγυητικό κεφάλαιο ζωής και εφαρμόζονται οι διατάξεις της περί­πτωσης θ' της παραγράφου 3 αυτού του άρθρου.

6. Όσοι ασφαλισμένοι διαθέτουν νοσοκομειακό συμ­βόλαιο ή νοσοκομειακό προσάρτημα συμβολαίου ασφά­λισης ζωής και δεν είναι ασφαλισμένοι σε κάποιο φορέα κοινωνικής ασφάλισης, εντάσσονται, με απόφαση του Υ­πουργού Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, στις κα­τηγορίες των ατόμων που δικαιούνται δωρεάν νοσοκο­μειακή περίθαλψη, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 23 του ν. 1076/1980, όπως ισχύει, μέχρι την περάτωση της διαδικασίας των παραγράφων 2 έως 5 του παρόντος άρθρου. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης καθορίζεται η αρμόδια υπηρεσία και η διαδικασία για τη χορήγηση των ασφαλιστικών βιβλιαρίων, η θέση νοσηλείας και ρυθμίζε­ται κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή της διάταξης αυτής.

7. Το λειτούργημα του επόπτη χαρτοφυλακίων ζωής λήγει με πράξη του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, με την οποία εγκρίνεται ή μη και η λογοδοσία του.

8. Ο επόπτης χαρτοφυλακίων ζωής δεν υπέχει ποινική ευθύνη ούτε προσωποκρατείται ούτε υπέχει οποιαδήπο­τε άλλη ευθύνη για χρέη της ασφαλιστικής επιχείρησης προς το Δημόσιο ή τους φορείς κοινωνικής ασφάλισης, ανεξάρτητα από το χρόνο βεβαίωσής τους. Τα κάθε μορ­φής έξοδα του επόπτη χαρτοφυλακίων ζωής, για την εκ­πλήρωση του έργου του, έχουν το προνόμιο της παρ. 9 του άρθρου 12α' του ν.δ. 400/1970.

9. Αξιώσεις αποζημίωσης των ασφαλισμένων και των λοιπών δικαιούχων κατά των προσώπων που είχαν τη δι­οίκηση της επιχείρησης της οποίας ανακλήθηκε η άδεια ή κατά τρίτων υπαιτίων δεν θίγονται από τις ρυθμίσεις αυτού του νόμου.

10. Με κοινή απόφαση του Υπουργού Οικονομικών και του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος ρυθμίζεται κάθε ειδικότερο θέμα αναγκαίο για την εφαρμογή των διατά­ξεων αυτού του άρθρου.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β'

ΕΓΓΥΗΤΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΔΙΩΤΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΖΩΗΣ

Άρθρο 3

Ορισμοί

Κατά την έννοια του παρόντος νόμου «ασφάλιση ζω­ής» θεωρείται η κατά το άρθρο 13 παρ. 2 του ν.δ. 400/ 1970 (ΦΕΚ 10 Α') πρωτασφάλιση ζωής.

Άρθρο 4

Σύσταση

Συνιστάται νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου με την επωνυμία «Εγγυητικό Κεφάλαιο Ιδιωτικής Ασφάλισης Ζωής» και συντετμημένα «Εγγυητικό Κεφάλαιο Ζωής», το οποίο τελεί υπό την εποπτεία και τον έλεγχο της Τρά­πεζας της Ελλάδος, εδρεύει στην Αθήνα και διέπεται α­πό τις διατάξεις του νόμου αυτού.

Για τις σχέσεις του με την αλλοδαπή, το Εγγυητικό Κε­φάλαιο Ζωής θα χρησιμοποιεί την επωνυμία «Private Life Insurance Guarantee Fund - PLIGF».

Άρθρο 5

Σκοπός

1. Σκοπός του Εγγυητικού Κεφαλαίου Ζωής είναι η διατήρηση και μεταβίβαση του συνόλου ή μέρους του χαρτοφυλακίου ζωής υπό εκκαθάριση ασφαλιστικής ε­ταιρείας σε άλλη ασφαλιστική επιχείρηση ή σε άλλες α­σφαλιστικές επιχειρήσεις και, αν αυτό καταστεί ανέφι­κτο, η καταγγελία και λύση των συμβάσεων ασφάλισης ζωής και η καταβολή χρηματικού ποσού έναντι της αξίας των συμβολαίων αυτών, καθώς και η καταβολή χρηματι­κού ποσού έναντι εκκρεμών ζημιών και πληρωτέων πα­ροχών.

2. Το Εγγυητικό Κεφάλαιο Ζωής θα παρέχει κάλυψη, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος, σε ασφαλιστι­κές αποζημιώσεις που πηγάζουν από όλα τα συμβόλαια ασφάλισης ζωής και τις εργασίες ασφάλισης ζωής που καταρτίσθηκαν ή διενεργήθηκαν στην Ελλάδα ή σε άλλο κράτος - μέλος της Ε.Ε. και του Ε.Ο.Χ. μέσω υποκατα­στήματος ή με ελεύθερη παροχή υπηρεσιών. Δεν παρέ­χεται κάλυψη στις συμπληρωματικές καλύψεις νοσοκο­μειακής περίθαλψης.

3. Από την ημερομηνία που η ασφαλιστική επιχείρηση κηρύσσεται σε κατάσταση πτώχευσης ή ανακαλείται η ά­δεια λειτουργίας της για παράβαση νόμου, το Εγγυητικό Κεφάλαιο Ζωής υπεισέρχεται αυτοδίκαια στο σύνολο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων της ασφαλιστικής ε­πιχείρησης που πηγάζουν από συμβάσεις ασφάλισης ζω­ής. Εκκρεμείς δίκες συνεχίζονται από το Εγγυητικό Κε­φάλαιο Ζωής. Οι διατάξεις των παραγράφων 7 και 8 του άρθρου 10 του ν.δ. 400/1970, που προστέθηκαν με την παρ. 2 του άρθρου 25 του ν. 2919/2001 (ΦΕΚ 128 Α'), έ­χουν ανάλογη εφαρμογή.

Αρθρο 6

Μέλη

Μέλη του Εγγυητικού Κεφαλαίου Ζωής καθίστανται υ­ποχρεωτικώς και αυτοδικαίως, από την έναρξη της ι­σχύος αυτού του νόμου:

α) όλες οι ασφαλιστικές εταιρίες που έχουν την έδρα τους στην Ελλάδα και δραστηριοποιούνται στις κατά το άρθρο 13 παρ. 2 του ν.δ. 400/1970 ασφαλίσεις ζωής,

β) τα υποκαταστήματα στην Ελλάδα των ασφαλιστι­κών επιχειρήσεων τρίτων χωρών, που δραστηριοποιού­νται στις κατά το άρθρο 13 παρ. 2 του ν.δ. 400/1970 α­σφαλίσεις ζωής,

γ) τα υποκαταστήματα στην Ελλάδα των ασφαλιστι­κών επιχειρήσεων της Ε.Ε. και του Ε.Ο.Χ., που δραστη­ριοποιούνται στις κατά το άρθρο 13 παρ. 2 του ν.δ. 400/ 1970 ασφαλίσεις ζωής, εφόσον δεν καλύπτονται ήδη α­πό αντίστοιχα εγγυητικά κεφάλαια στη χώρα εγκατάστα­σής τους,

δ) οι εταιρείες που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα με ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, εφόσον δεν καλύπτο­νται από αντίστοιχα εγγυητικά κεφάλαια στη χώρα εγκα­τάστασής τους.

Άρθρο 7

Παρεχόμενη κάλυψη

1. Η κάλυψη του Εγγυητικού Κεφαλαίου Ζωής εκτείνε­ται σε όλους τους κλάδους ασφάλισης ζωής, ανά ασφα­λιστήριο και ανά ασφαλισμένο, με εξαίρεση τις απαιτή­σεις που πηγάζουν από συμπληρωματικές καλύψεις νο­σοκομειακής περίθαλψης, και ισούται με το 100% κάθε απαίτησης από ασφάλιση ζωής και μέχρι το ποσό των 30.000 ευρώ ανά δικαιούχο ασφαλίσεων ζωής για τις πα­ροχές στη λήξη και τις εξαγορές των ασφαλιστηρίων συμβολαίων και μέχρι το ποσό των 60.000 ευρώ για τις αποζημιώσεις θανάτου και μόνιμης ολικής αναπηρίας. Το εγγυητικό κεφάλαιο ζωής υποκαθίσταται στα δικαιώμα­τα των δικαιούχων για τα καταβαλλόμενα σε αυτούς χρηματικά ποσά.

2. Το ποσό της απαίτησης από ασφάλιση ζωής υπολο­γίζεται σύμφωνα με τους νόμιμους και συμβατικούς ό­ρους κάθε συμβολαίου και κάθε απαίτησης παροχών (εκ­κρεμών ή πληρωτέων) κατά την ημερομηνία ανάκλησης της άδειας λειτουργίας της ασφαλιστικής επιχείρησης.

Αν υπάρξουν συμβόλαια ασφάλισης ζωής, των οποίων τα τεχνικά σημειώματα ή οι όροι παραβιάζουν την κείμε­νη ασφαλιστική νομοθεσία ή αντιβαίνουν στο δημόσιο συμφέρον, το Εγγυητικό Κεφάλαιο, μετά από απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος, η οποία δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, προβαίνει στις απαραίτη­τες αναλογιστικές πράξεις και προσαρμογές των όρων αυτών των συμβολαίων ασφάλισης ζωής.

3. Κάθε ειδικότερο θέμα που είναι αναγκαίο για την ε­φαρμογή των διατάξεων του άρθρου αυτού ρυθμίζεται με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος, μετά από εισή­γηση του Εγγυητικού Κεφαλαίου Ζωής.

Αρθρο 8

Εξαιρέσεις από την κάλυψη

Δεν περιλαμβάνονται στην κάλυψη του Εγγυητικού Κεφαλαίου Ζωής απαιτήσεις από ασφάλιση, που προ­βάλλονται από:

1. Πρόσωπα που διετέλεσαν, κατά την τελευταία πε­νταετία πριν από την ανάκληση της άδειας λειτουργίας της επιχείρησης ή την πτώχευση αυτής, μέλη του Δ.Σ. ή διευθυντές, καθώς και από τα πρόσωπα του άρθρου 55 του ν.δ. 400/1970 και από τους συζύγους και τους συγ­γενείς τους μέχρι 2ου βαθμού.

2. Πρόσωπα με κατοχή πλέον του 5% του μετοχικού κεφαλαίου της ασφαλιστικής επιχείρησης και τους συζύ­γους και συγγενείς τους μέχρι 2ου βαθμού.

3. Πρόσωπα επιφορτισμένα με τον έλεγχο των οικονο­μικών καταστάσεων της ασφαλιστικής επιχείρησης και τους συζύγους και συγγενείς τους μέχρι 2ου βαθμού.

4. Πρόσωπα των προηγούμενων παραγράφων 1, 2 και 3 συνδεδεμένων επιχειρήσεων με την εν λόγω ασφαλι­στική επιχείρηση.

5. Άλλες επιχειρήσεις που περιλαμβάνονται στη συ­μπληρωματική χρηματοοικονομική εποπτεία της ασφαλι­στικής επιχείρησης στα πλαίσια ενός ασφαλιστικού ή α-ντασφαλιστικού ομίλου, σύμφωνα με τα άρθρα 6α, 6β και 6γ του ν.δ. 400/1970.

6. Πρόσωπα που είχαν οποιαδήποτε ευθύνη ή συνεισέ­φεραν με τις πράξεις ή παραλείψεις τους στην επιδείνω­ση της χρηματοοικονομικής κατάστασης της ασφαλιστι­κής επιχείρησης και τους συζύγους και συγγενείς τους μέχρι 2ου βαθμού.

Άρθρο 9

Διασφάλιση διατήρησης του ασφαλιστικού χαρτοφυλακίου

1. Από την ημέρα ανάκλησης της άδειας λειτουργίας της ασφαλιστικής εταιρίας, το Εγγυητικό Κεφάλαιο Ζω­ής διευκολύνει τη μεταβίβαση του χαρτοφυλακίου ζωής σε άλλη ασφαλιστική εταιρία, η οποία δραστηριοποιείται στις ασφαλίσεις ζωής και λειτουργεί νόμιμα στην Ελλά­δα. Με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος, μετά από εισήγηση του Εγγυητικού Κεφαλαίου Ζωής, καθορίζεται η διαδικασία και ρυθμίζονται οι αναγκαίες λεπτομέρειες για τη μεταβίβαση του χαρτοφυλακίου μέσα σε προθε­σμία που δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερη από τρεις μή­νες από την ημέρα έκδοσης της απόφασης αυτής. Η Τρά­πεζα της Ελλάδος δύναται να παρατείνει την άνω προ­θεσμία μέχρι τρεις μήνες, μετά από αιτιολογημένο αίτη­μα της Διαχειριστικής Επιτροπής.

2. Στα πλαίσια της παραπάνω διαδικασίας, το Εγγυητι­κό Κεφάλαιο Ζωής λαμβάνει κάθε πρόσφορο μέτρο για την αποτίμηση των ασφαλιστικών υποχρεώσεων του υπό μεταβίβαση χαρτοφυλακίου, καθώς και την αποτίμηση των σε ασφαλιστική τοποθέτηση περιουσιακών στοιχεί­ων που καλύπτουν τις υποχρεώσεις αυτές.

3. Το Εγγυητικό Κεφάλαιο Ζωής εξετάζει τις προτά­σεις και τους όρους ανάληψης του χαρτοφυλακίου αυ­τού από άλλες ασφαλιστικές επιχειρήσεις και προβαίνει αιτιολογημένα στη σχετική επιλογή μετά από αναμόρ­φωση των παροχών, με γνώμονα την προστασία των συμφερόντων των ασφαλισμένων και των δικαιούχων ο­ποιασδήποτε παροχής από τις συμβάσεις αυτές. Οι δια­τάξεις των άρθρων 7 παρ. 2 και 8 του παρόντος νόμου ε­φαρμόζονται ανάλογα και στην περίπτωση αυτή, κατά την αναμόρφωση των παροχών. Οι προτάσεις πρέπει να περιλαμβάνουν το ακριβές ποσοστό απορρόφησης του προσωπικού της υπό εκκαθάριση επιχείρησης. Η επιλογή εγκρίνεται με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος.

4. Στην περίπτωση της μεταβίβασης του χαρτοφυλακί­ου ζωής κατά τα οριζόμενα στο παρόν άρθρο δεν είναι δεσμευτική η τήρηση των προθεσμιών που προβλέπουν οι διατάξεις των παραγράφων 6 και 7 του άρθρου 59 του ν.δ. 400/1970.

5. Αν η προθεσμία διερεύνησης της δυνατότητας μετα­βίβασης του χαρτοφυλακίου παρέλθει άκαρπη, λύονται αυτοδικαίως όλες οι ασφαλιστικές συμβάσεις ασφαλίσε­ων ζωής και οι απαιτήσεις των ασφαλισμένων ικανοποι­ούνται κατά τις διατάξεις του άρθρου 7 αυτού του νό­μου.

6. Κάθε ειδικότερο θέμα για τη μεταβίβαση του χαρτο­φυλακίου ρυθμίζεται με απόφαση της Τράπεζας της Ελ­λάδος.

Άρθρο 10

Εισφορές

1. Για την εκπλήρωση του σκοπού του Εγγυητικού Κε­φαλαίου Ζωής επιβάλλεται τακτική εισφορά υπέρ αυτού, η οποία καθορίζεται με απόφαση της Τράπεζας της Ελ­λάδος σε ποσοστό μέχρι 1,5% της συνολικής ετήσιας παραγωγής ακαθάριστων καταχωρημένων ασφαλίστρων κλάδου ζωής. Η εισφορά αυτή βαρύνει κατά το ήμισυ τις ασφαλιστικές εταιρείες και κατά το ήμισυ τους ασφαλι­σμένους, εμφανίζεται στο ασφαλιστήριο και απαλλάσ­σεται παντός φόρου ή τέλους. Ο τρόπος εφαρμογής του ποσοστού αυτού ανά κατηγορία ασφαλιστηρίων συμβο­λαίων ζωής εξειδικεύεται με απόφαση της Διαχειριστι­κής Επιτροπής, που εγκρίνεται από την Τράπεζα της Ελ­λάδος.

2. Ένα μήνα μετά το τέλος κάθε ημερολογιακού διμή­νου, οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις αποδίδουν στο Εγ­γυητικό Κεφάλαιο Ζωής τις εισφορές οι οποίες αναλο­γούν στα ασφαλιστήρια συμβόλαια που συνήψαν ή ανα­νέωσαν κατά το δίμηνο που έληξε, ανεξάρτητα από το αν οι εισφορές αυτές έχουν εισπραχθεί ή όχι. Σε περί­πτωση εκπρόθεσμης καταβολής η εισφορά προσαυξάνε­ται κατά το επιτόκιο υπερημερίας που ισχύει. Οι εν λόγω εισφορές, εξαιρουμένων των απαιτούμενων για την εκ­πλήρωση των υποχρεώσεων του Εγγυητικού Κεφαλαίου Ζωής χρηματικών ποσών, επενδύονται με ευθύνη της Διαχειριστικής Επιτροπής αυτού. Για την επενδυτική πο­λιτική του Εγγυητικού Κεφαλαίου Ζωής εφαρμόζονται α­νάλογα οι διατάξεις του άρθρου 73 του ν. 2533/1997 (ΦΕΚ 228 Α'), όπως κάθε φορά ισχύουν.

3. Για να εξυπηρετήσει τις ανάγκες του το Εγγυητικό Κεφάλαιο Ζωής μπορεί να συνάπτει δάνεια και να εκχω­ρεί ή ενεχυριάζει σε ασφάλεια του δανείου απαιτήσεις του ληξιπρόθεσμες ή και μελλοντικές εισφορές υπέρ αυ­τού μέχρι ποσοστό 2/3 του συνόλου τους.

4. Το Εγγυητικό Κεφάλαιο Ζωής έχει δικαίωμα αγωγής κατά των μελών του για την είσπραξη των εισφορών τους. Με απόφαση του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλά­δος καθορίζεται ο χρόνος και ο τρόπος καταβολής των εισφορών και ρυθμίζεται κάθε ειδικότερο θέμα και κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή των διατάξεων αυτού του άρθρου.

5. Η άρνηση συμμόρφωσης των μελών προς τις υπο­χρεώσεις τους προς το Εγγυητικό Κεφάλαιο Ζωής, που πηγάζουν από τις ισχύουσες νομοθετικές και κανονιστι­κές διατάξεις, συνεπάγεται την ανάκληση της άδειας λειτουργίας τους για τον κλάδο ασφάλισης ζωής, με α­πόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος.

Αρθρο 11

Διοίκηση Εγγυητικού Κεφαλαίου Ζωής

1. Η Συνέλευση των Μελών είναι το ανώτατο όργανο του Εγγυητικού Κεφαλαίου Ζωής και αποφασίζει για κά­θε υπόθεση με την απόλυτη πλειοψηφία των μελών της, οι δε αποφάσεις της υποχρεώνουν και τα μέλη που α­πουσιάζουν ή διαφωνούν.

2. Η Συνέλευση των Μελών είναι μόνη αρμόδια να α­ποφασίζει:

α) Για την έγκριση ή τροποποίηση του προϋπολογι­σμού, απολογισμού και ισολογισμού.

β) Για την κατάρτιση εσωτερικού κανονισμού που διέ­πει την όλη λειτουργία του Εγγυητικού Κεφαλαίου Ζωής με βάση τις διατάξεις του νόμου αυτού, ο οποίος εγκρί­νεται από την Τράπεζα της Ελλάδος και δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΤΑΕ και ΕΠΕ).

γ) Για τη σύναψη, από το Εγγυητικό Κεφάλαιο Ζωής, ασφάλισης κατά της αφερεγγυότητας των μελών αυτού για την εκπλήρωση των υποχρεώσεών τους προς το Εγ­γυητικό Κεφάλαιο Ζωής.

3. Με απόφαση της Συνέλευσης των Μελών ανατίθε­ται ο ετήσιος έλεγχος της οικονομικής διαχείρισης και του ισολογισμού του Εγγυητικού Κεφαλαίου Ζωής, σε δύο ορκωτούς ελεγκτές ή αναγνωρισμένη ελεγκτική ε­ταιρεία, που υποβάλλουν σχετική έκθεση. Η έκθεση ανα­κοινώνεται στον Υπουργό Οικονομικών, την Τράπεζα της Ελλάδος και την Ένωση Ασφαλιστικών Εταιρειών Ελλά­δος.

4. Με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος, που δημο­σιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΤΑΕ και Ε­ΠΕ), μετά γνώμη της Συνέλευσης των Μελών του Εγ­γυητικού Κεφαλαίου Ζωής, καθορίζονται:

α) Ο χρόνος και τρόπος σύγκλησης, απαρτίας, τρόπος λήψης αποφάσεων και λειτουργίας της Συνέλευσης των Μελών αυτού.

β) Η διαδικασία και οι προϋποθέσεις επιστροφής, κατά τη διάρκεια της λειτουργίας αυτού, χρηματικών ποσών προς τα μέλη.

γ) Κάθε ειδικό θέμα αναγκαίο για τη στελέχωση, την οργάνωση και τη λειτουργία του Εγγυητικού Κεφαλαίου Ζωής.

Αρθρο 12

Διαχειριστική Επιτροπή

1. Η διαχείριση του Εγγυητικού Κεφαλαίου Ζωής α­σκείται από τη Διαχειριστική Επιτροπή, η οποία έχει την υποχρέωση, εφόσον συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέ­σεις, να λαμβάνει κάθε πρόσφορο μέτρο για την εξυπη­ρέτηση των σκοπών του.

2. Η Διαχειριστική Επιτροπή αποτελείται από πέντε μέ­λη. Ο Πρόεδρος της Επιτροπής ορίζεται από την Τράπε­ζα της Ελλάδος. Τα υπόλοιπα τέσσερα μέλη εκλέγονται από τη Συνέλευση των Μελών. Η θητεία του Προέδρου και των μελών είναι τριετής.

3. Η Διαχειριστική Επιτροπή δημοσιεύει στην Εφημερί­δα της Κυβερνήσεως (τεύχος ΤΑΕ και ΕΠΕ) την ετήσια έκθεση Πεπραγμένων και τον ετήσιο ισολογισμό του Εγ­γυητικού Κεφαλαίου Ζωής.

4. Το Εγγυητικό Κεφάλαιο Ζωής εκπροσωπείται δικα­στικώς και εξωδίκως από τον Πρόεδρο της Διαχειριστι­κής Επιτροπής. Με απόφαση της Διαχειριστικής Επιτρο­πής μπορεί να ορισθεί ότι ένα ή περισσότερα μέλη αυτής ή άλλα πρόσωπα δικαιούνται να εκπροσωπούν το Εγγυη­τικό Κεφάλαιο Ζωής για ορισμένες μόνο πράξεις.

5. Κάθε πρόσωπο που ασκεί ή έχει ασκήσει δραστηριό­τητα για λογαριασμό του Εγγυητικού Κεφαλαίου Ζωής ως μέλος της διαχειριστικής επιτροπής ή ως διευθυντικό ή διοικητικό στέλεχος ή ως σύμβουλος ή ελεγκτής, υπο­χρεούται στην τήρηση του επαγγελματικού απορρήτου, ως προς κάθε πληροφορία που έχει περιέλθει σε γνώση του κατά την άσκηση των καθηκόντων του. Η παράβαση της υποχρέωσης αυτής συνιστά, κατά περίπτωση, λόγο έκπτωσης από την κατεχόμενη θέση ή λόγο καταγγελίας της εργασιακής σχέσης, ανεξάρτητα από τις τυχόν ποι­νικές και πειθαρχικές συνέπειες.

Άρθρο 13

Λύση

Το Εγγυητικό Κεφάλαιο Ζωής λύεται με νόμο, με τον οποίο ορίζονται και τα της εκκαθάρισης και διανομής της περιουσίας αυτού.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ

ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΙ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΠΙΣΤΟΛΗΠΤΙΚΗΣ ΙΚΑΝΟΤΗΤΑΣ

Άρθρο 14

Ορισμός, σκοπός και πεδίο εφαρμογής

1. Ως «Οργανισμός Αξιολόγησης Πιστοληπτικής Ικα­νότητας» (Ο.Α.Π.Ι.) σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγρα­φος 1 περίπτωση Β) του Κανονισμού 1060/2009 του Ευ­ρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Σεπτεμβρίου 2009 (L302, 17.11.2009, εφεξής «Κανονι­σμός») νοείται το νομικό πρόσωπο του οποίου ο σκοπός περιλαμβάνει την έκδοση αξιολογήσεων πιστοληπτικής ικανότητας επί επαγγελματικής βάσεως.

2. Σκοπός των διατάξεων των άρθρων 14 έως 19 αυ­τού του νόμου είναι η ρύθμιση της εγγραφής στην ΕΡΑΑΚΑ, της εποπτείας και της επιβολής κυρώσεων των Ο.Α.Π.Ι..

Άρθρο 15

Εποπτεία των Οργανισμών Αξιολόγησης Πιστοληπτικής Ικανότητας

1. Αρμόδια εποπτική αρχή για την επίβλεψη της τήρη­σης των διατάξεων του παραπάνω κανονισμού, υπό την έννοια του άρθρου 22 αυτού, είναι η Επιτροπή Κεφαλαι­αγοράς, η οποία ασκεί τις εποπτικές της αρμοδιότητες σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 23 του Κανονι­σμού και αυτές του παρόντος νόμου.

2. Για την επίβλεψη της τήρησης των διατάξεων του Κανονισμού, κατά τα οριζόμενα στα άρθρα 23 και 24 αυ­τού, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δύναται να πραγματο­ποιεί γενικούς ή ειδικούς επιτόπιους ή μη ελέγχους, χω­ρίς να απαιτείται ιδιαίτερη αφορμή ή προηγούμενη προ­ειδοποίηση.

Άρθρο 16

Εγγραφή Ο.Α.Π.Ι.

1. Οι αιτήσεις εγγραφής των Ο.Α.Π.Ι. και τα δικαιολο­γητικά που τις συνοδεύουν υποβάλλονται στην ελληνική γλώσσα, εφόσον η Ελλάδα είναι το κράτος - μέλος στο οποίο ο Ο.Α.Π.Ι. έχει την έδρα του ή εφόσον ένας Ο.Α.Π.Ι. υποβάλλει αίτηση για ίδρυση υποκαταστήματος στην Ελλάδα, καθώς και στην αγγλική γλώσσα, σύμφω­να με το άρθρο 15 παράγραφος 3 του Κανονισμού. Με α­πόφαση του το Διοικητικό Συμβούλιο της Επιτροπής Κε­φαλαιαγοράς μπορεί να εξειδικεύει περαιτέρω θέματα σχετικά με τη διαδικασία εγγραφής.

2. Οι γενικές και περιοδικές κοινοποιήσεις, καθώς και η έκθεση διαφάνειας που αναφέρονται στο Παράρτημα I Ενότητα Ε του Κανονισμού, στις οποίες υποχρεούνται οι Ο.Α.Π.Ι. σύμφωνα με τα άρθρα 11 και 12 του Κανονι­σμού, υποβάλλονται στην ελληνική και στην αγγλική γλώσσα, εξαιρουμένων των στοιχείων που προβλέπο­νται στο άρθρο 11 παράγραφος 2 του Κανονισμού, τα ο­ποία υποβάλλονται μόνο στην αγγλική γλώσσα.

Άρθρο 17

Διοικητικές κυρώσεις και εποπτικά μέτρα

1. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να επιβάλει σε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, το οποίο παραβιάζει τις διατάξεις του Κανονισμού, του παρόντος νόμου και των κα­νονιστικών αποφάσεων που εκδίδονται κατ' εξουσιοδό­τησή του:

α) Επίπληξη ή χρηματικά πρόστιμα μέχρι του ποσού των 4.000.000 ευρώ.

β) Τα εποπτικά μέτρα που προβλέπονται στα άρθρα 24 και 25 του Κανονισμού. Το Διοικητικό Συμβούλιο της Επι­τροπής Κεφαλαιαγοράς με απόφασή του μπορεί να εξει­δικεύει τα εποπτικά αυτά μέτρα.

2. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ανακοινώνει δημόσια τα εποπτικά μέτρα και τις διοικητικές κυρώσεις που επι­βάλλει, εκτός εάν αυτή η δημόσια ανακοίνωση θα έθετε σε σοβαρό κίνδυνο τις χρηματοπιστωτικές αγορές ή θα προκαλούσε δυσανάλογη ζημία στα ενδιαφερόμενα μέρη.

Άρθρο 18

Το Διοικητικό Συμβούλιο της Επιτροπής Κεφαλαιαγο­ράς μπορεί με απόφασή του να εξειδικεύει περαιτέρω, σύμφωνα και με τις κατευθυντήριες γραμμές του αρμόδιου οργάνου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τα θέματα που ορίζο­νται στο άρθρο 21 παράγραφοι 2 και 3 του Κανονισμού.

Άρθρο 19

Τροποποίηση του άρθρου 26 του ν. 3371/2005

Στο άρθρο 26 του ν. 3371/2005 (ΦΕΚ 178 Α') μετά την περίπτωση η' προστίθεται περίπτωση θ', ως εξής:

«θ) τέλη από την αρχική εγγραφή Οργανισμών Αξιολό­γησης Πιστοληπτικής Ικανότητας, όπως αυτοί ρυθμίζο­νται από τον Κανονισμό 1060/2009 του Ευρωπαϊκού Κοι­νοβουλίου και Συμβουλίου της 16ης Σεπτεμβρίου 2009».

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ'

ΑΛΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

Άρθρο 20

Σύσταση Συμβουλίου Συστημικής Ευστάθειας

1. Συνιστάται στο Υπουργείο Οικονομικών «Συμβούλιο Συστημικής Ευστάθειας» (Σ.Σ.Ε.), με αποστολή την ανά­λυση της δυναμικής μεταξύ των επί μέρους συστημάτων του χρηματοοικονομικού χώρου και τη συνεχή διερεύνη­ση για την προληπτική αντιμετώπιση έκτακτων ή ακραί­ων καταστάσεων και κρίσεων. Ειδικότερα το Συμβούλιο:

α) Παρακολουθεί τη σχέση και δυναμική μεταξύ των συστημάτων της οικονομίας, με ιδιαίτερη έμφαση στις κεφαλαιαγορές, το τραπεζικό και ασφαλιστικό σύστημα, τη ρευστότητα, το δημόσιο χρέος και τις κρατικές εγ­γυήσεις και την προληπτική δράση κατά ακραίων κατα­στάσεων, ασταθειών και κρίσεων.

β) Παρακολουθεί τη χρηματοοικονομική πολιτική του Υπουργείου Οικονομικών και εισηγείται σχετικώς, καθώς και σε θέματα που ανακύπτουν στο πλαίσιο της λειτουρ­γίας των Ευρωπαϊκών Εποπτικών Θεσμών.

γ) Παρακολουθεί και διασφαλίζει την ανταλλαγή πλη­ροφοριών μεταξύ του Υπουργείου Οικονομικών και των εθνικών ανεξάρτητων εποπτικών αρχών του χρηματοοι­κονομικού τομέα για το συντονισμό της χρηματοοικονο­μικής πολιτικής του Υπουργείου Οικονομικών.

2. Το Σ.Σ.Ε. είναι επταμελές:

Μέλη του Συμβουλίου αποτελούν ο Υπουργός Οικονο­μικών, ο Υφυπουργός Οικονομικών, ο Διοικητής της Τρά­πεζας της Ελλάδος, ο αρμόδιος καθ' ύλην Υποδιοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, ο Πρόεδρος της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και δύο πρόσωπα εγνωσμένου κύρους, με ειδικές γνώσεις στο χρηματοπιστωτικό τομέα, που ο­ρίζονται από τον Υπουργό Οικονομικών. Πρόεδρος του Σ.Σ.Ε. ορίζεται ο Υπουργός Οικονομικών, ο οποίος ανα­πληρώνεται από τον Υφυπουργό Οικονομικών. Στις συ­νεδριάσεις του Σ.Σ.Ε. μπορεί να μετέχουν χωρίς δικαίω­μα ψήφου, ύστερα από πρόσκληση του προέδρου του, διοικητές, πρόεδροι ή διευθύνοντες σύμβουλοι πιστωτι­κών ιδρυμάτων, ειδικοί εμπειρογνώμονες, καθώς και ο­ποιοσδήποτε τρίτος, του οποίου η γνώμη κατά την κρίση του προέδρου θα υποβοηθούσε το έργο του Συμβουλίου. Το Σ.Σ.Ε. συνεδριάζει τακτικά μία φορά κάθε τρεις μήνες και εκτάκτως ύστερα από πρόσκληση του προέδρου του. Οι πληροφορίες από τις συνεδριάσεις του Σ.Σ.Ε. είναι α­πόλυτα εμπιστευτικές, διαβαθμίζονται και κοινοποιού­νται με οποιαδήποτε μορφή μόνο με απόφαση του προέ­δρου του.

Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών ρυθμίζονται τα θέματα λειτουργίας και οργάνωσης της διοικητικής υ­ποστήριξης του Σ.Σ.Ε.. Οι υπηρεσίες του δημόσιου τομέα υποχρεούνται να παρέχουν στο Σ.Σ.Ε. ή στις επιτροπές ή ομάδες εργασίας που συνιστώνται για την υποβοήθη­ση του έργου του κάθε πληροφορία ή στοιχείο που τους ζητείται σε συστηματική ή προσωρινή βάση. Τα μέλη του Σ.Σ.Ε. δεν λαμβάνουν αμοιβή για τη συμμετοχή τους στο Συμβούλιο.

Άρθρο 21

Αποτίμηση ομολόγων από ασφαλιστικές εταιρίες και άλλα ειδικά θέματα του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους

1. Στο άρθρο 43γ του κ.ν. 2190/1920 (ΦΕΚ 37 Α') προ­στίθεται παράγραφος 6.α ως εξής:

«6.α. Ειδικά για τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις, τα μη παράγωγα μέσα που διατηρούνται μέχρι τη λήξη τους α­ποτιμώνται στο κόστος κτήσεως και υπόκεινται σε έλεγ­χο απομείωσης της αξίας τους όταν υπάρχουν αντικειμε­νικές ενδείξεις ότι οι ταμειακές ροές που απορρέουν α­πό αυτά δεν θα ανακτηθούν στο σύνολό τους.»

2. Μετά το τελευταίο εδάφιο της παρ. 6 του άρθρου 6 του ν.δ. 400/1970 προστίθενται νέα εδάφια ως εξής:

«Επίσης, σε εξαιρετικές περιπτώσεις κρίσεων του χρη­ματοπιστωτικού συστήματος, με απόφαση της εποπτικής αρχής, επιτρέπεται ο υπολογισμός των ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου ως στοιχείου περιθωρίου φερεγ­γυότητας και ασφαλιστικής τοποθέτησης να γίνεται με βάση την αξία κτήσης τους. Η διαφορά που τυχόν προκύ­πτει μεταξύ αξίας κτήσης και ονομαστικής αξίας για όσο χρονικό διάστημα εναπομένει ως τη λήξη τους επιμερί­ζεται σε ετήσια βάση, είτε ως απόσβεση, εάν είναι αρνη­τική, είτε ως υπεραξία, εάν είναι θετική. Με απόφαση της εποπτικής αρχής καθορίζεται η διάρκεια ισχύος της ως άνω ρύθμισης, με δυνατότητα παράτασης της για όσο χρόνο υφίστανται οι εξαιρετικές περιστάσεις που την επέβαλαν. Ειδικά για τις χρήσεις 2009 και 2010 επιτρέπε­ται ο υπολογισμός των ομολόγων του Ελληνικού Δημο­σίου, όπως ορίζεται παραπάνω, χωρίς την έκδοση ειδι­κής απόφασης της εποπτικής αρχής.»

3. Το εδάφιο β' της παραγράφου 1 του άρθρου 15 του ν. 3205/2003 (ΦΕΚ 297 Α') αντικαθίσταται ως εξής:

«β. Η προϋπηρεσία σε υπηρεσίες κρατών -μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και της Ελβετικής Συνομο­σπονδίας, αντίστοιχες με αυτές του προηγούμενου εδα­φίου.»

4. Για τα οικονομικά έτη 2010 έως 2014 οι ετήσιες α­ποδόσεις υπέρ τρίτων του Γενικού Προϋπολογισμού του Κράτους περιορίζονται στο 90%. Το υπόλοιπο 10% απο­τελεί δημόσιο έσοδο.

Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης μπορεί να εξαιρού­νται του περιορισμού αυτού αποδόσεις εσόδων υπέρ α­σφαλιστικών φορέων.

5. Στην παράγραφο 7 του άρθρου 2 του ν. 3816/2010 (ΦΕΚ 6 Α') αντί των λέξεων «μέχρι την 15.4.2010» τίθε­νται οι λέξεις «μέχρι την 30.8.2010».

6. Δεν εξαιρούνται από τις διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 5 του ν. 3833/2010 (ΦΕΚ 40 Α') φορείς του ευρύτε­ρου δημόσιου τομέα που διέπονται από ειδικά καθεστώ­τα, όπως οι ανώνυμες εταιρείες, οι οποίες έχουν ιδρυθεί βάσει των διατάξεων του άρθρου πρώτου του ν. 1955/ 1991 (ΦΕΚ 112 Α').

Άρθρο 22

Τροποποίηση διατάξεων του άρθρου 47 του ν. 3220/2004

1. Τα εδάφια τέταρτο, πέμπτο, έκτο και έβδομο του άρ­θρου 47 του ν.3220/2004 (ΦΕΚ 15 Α') αντικαθίστανται ως εξής:

«Οι εισφορές για τη συνέχιση της ασφάλισης βαρύ­νουν το ειδικό τοπικό πρόγραμμα. Ο χρόνος αυτός α­σφάλισης λαμβάνεται υπόψη και για τη συμπλήρωση των προϋποθέσεων που ορίζονται στην παράγραφο 1 του άρ­θρου 10 του ν. 825/1978 (ΦΕΚ 189 Α'), όπως ισχύει. Η συμμετοχή των δικαιούχων στο πρόγραμμα και η συνέχι­ση της ασφάλισης τους χωρεί μέχρι τη συμπλήρωση των κατά περίπτωση προϋποθέσεων για λήψη πλήρους σύ­νταξης, δεν μπορεί, όμως, να υπερβεί τα πέντε έτη συ­νολικά, με την επιφύλαξη του επόμενου εδαφίου. Οι συμμετέχοντες στο πρόγραμμα άνεργοι, που κατά την ο­λοκλήρωση πενταετούς συμμετοχής σε αυτό δεν συ­μπληρώνουν τις ανωτέρω προϋποθέσεις, παραμένουν στο πρόγραμμα χωρίς το δικαίωμα ασφάλισης, εκτός της ασφάλισης του κλάδου υγείας, και το πρόγραμμα εφαρ­μόζεται κατά τα λοιπά σε αυτούς για όσο χρόνο απαιτεί­ται μέχρι τη συμπλήρωσή τους και πάντως όχι πέραν των έξι ετών συνολικά.»

2. Η εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου 1 έχει αναδρομική ισχύ από την έναρξη εφαρμογής των προ­γραμμάτων που υλοποιούνται δυνάμει του άρθρου 47 του ν. 3220/2004 (ΦΕΚ 15 Α') και σε κάθε περίπτωση α­πό την ημερομηνία υπαγωγής των δικαιούχων σε αυτά.

3. Από τις ρυθμίσεις του παρόντος άρθρου εξαιρούνται πλήρως οι υπαχθέντες στις διατάξεις του άρθρου 11 του ν. 3408/2005 (ΦΕΚ 272 Α').

Άρθρο 23

Υγειονομική περίθαλψη υπαλλήλων της Επιτροπής Ολυμπίων και Κληροδοτημάτων

Στο άρθρο 3 της Κοινής Υπουργικής Απόφασης οικ./2/7029/0094 (ΦΕΚ 213 Β') «Περί Κανονισμού Παρο­χών του Οργανισμού Περίθαλψης Ασφαλισμένων του Δημοσίου (Ο.Π.Α.Δ.), προστίθεται παράγραφος 47 ως ε­ξής:

«47. Η υγειονομική περίθαλψη (νοσοκομειακή, εξωνοσοκομειακή, οδοντιατρική, φαρμακευτική) των τακτικών υπαλλήλων και συνταξιούχων της Επιτροπής Ολυμπίων και Κληροδοτημάτων, που δεν υπάγονται σε ασφάλιση του κλάδου υγείας του ΙΚΑ ή άλλου ασφαλιστικού φο­ρέα, καθώς και των μελών της οικογένειάς τους, παρέ­χεται από τον Οργανισμό Περίθαλψης Ασφαλισμένων Δημοσίου, σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν για τους υπαλλήλους του Δημοσίου και για τα μέλη των οι­κογενειών αυτών.

Οι συμμετοχές-κρατήσεις υγειονομικής περίθαλψης ε­πί των πάσης φύσεως αποδοχών των ανωτέρω δικαιού­μενων περίθαλψης από τον Ο.Π.Α.Δ., καθώς και των πρόσθετων απολαβών και των κατ' αποκοπήν εξόδων κί­νησης αυτών περιέρχονται στο Δημόσιο, οι δε σχετικές δαπάνες για την υγειονομική περίθαλψη αυτών βαρύ­νουν τον προϋπολογισμό του Ο.Π.Α.Δ., ο οποίος επιχο­ρηγείται προς τούτο με τις εισφορές των ασφαλισμένων και τη διπλάσια συνεισφορά, που θα βαρύνει κατά το ήμι­συ την Επιτροπή Ολυμπίων και Κληροδοτημάτων και κα­τά το ήμισυ το Δημόσιο.

Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Υ­γείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης καθορίζεται ο χρό­νος έναρξης της ισχύος των διατάξεων αυτού του άρ­θρου και ρυθμίζεται κάθε ειδικότερο θέμα και αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή τους.»

Άρθρο 24

Ρυθμίσεις θεμάτων Ο.Π.Α.Δ. και ειδικών θεμάτων Υπουργείου Οικονομικών

1. Η τελευταία περίοδος του εδαφίου γ' της παρ. 1 του άρθρου 7 του ν. 2768/1999 (ΦΕΚ 273 Α'), όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 41 παρ. 3 του ν. 3329/2005 (ΦΕΚ 81 Α'), καταργείται.

2. Δαπάνες για ορθοπεδικά είδη, προθέματα και λοιπά βοηθητικά μέσα που δεν περιλαμβάνονται στον κανονι­σμό παροχών του Ο.Π.Α.Δ. και έχουν πληρωθεί ή των ο­ποίων εκκρεμεί η πληρωμή τους μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος, θεωρούνται νόμιμες ή εκκαθαρίζονται α­ντίστοιχα, με βάση κοστολογήσεις που διενεργήθηκαν μέχρι 30 Απριλίου 2009 με αποφάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου του Οργανισμού Περίθαλψης Ασφαλισμέ­νων Δημοσίου (Ο.Π.Α.Δ.).

Δαπάνες για ιατρικές πράξεις και παρακλινικές εξετά­σεις που δεν έχουν περιληφθεί στο κρατικό τιμολόγιο και έχουν πληρωθεί ή των οποίων εκκρεμεί η πληρωμή μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος, θεωρούνται νόμιμες ή εκκαθαρίζονται αντίστοιχα, με βάση τις κοστολογήσεις που διενεργήθηκαν με αποφάσεις του Υπουργού Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, ύστερα από γνωμοδότηση του Κεντρικού Συμβουλίου Υγείας (Κε.Σ.Υ.).

3. Από την έναρξη ισχύος του παρόντος δαπάνες για ορθοπεδικά είδη, προθέματα και λοιπά βοηθητικά μέσα δεν εκκαθαρίζονται αν δεν κοστολογούνται με τροπο­ποίηση του Κανονισμού Παροχών του Ο.Π.Α.Δ..

Ομοίως δεν εκκαθαρίζονται, από την έναρξη ισχύος του παρόντος, δαπάνες που αφορούν ιατρικές πράξεις και παρακλινικές εξετάσεις, αν δεν έχουν κοστολογηθεί με προεδρικό διάταγμα σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 29 του α.ν. 1565/1969.

4. Από την 1η Αυγούστου 2008 η εκκαθάριση, ο έλεγ­χος νομιμότητας και η εντολή πληρωμής των δαπανών του Τομέα Υγείας Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων του Οργανισμού Περίθαλψης Ασφαλισμένων του Δημο­σίου (Ο.Π.Α.Δ.) πλην αυτών που απορρέουν από τις δια­τάξεις του Κανονισμού Παροχών του Τομέα, όπως ισχύ­ει, διενεργείται από τις Υπηρεσίες Δημοσιονομικού Ε­λέγχου του Υπουργείου Οικονομικών. Οι ανωτέρω δαπά­νες του προϋπολογισμού του Ο.Π.Α.Δ. υπόκεινται στον κατασταλτικό έλεγχο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, σύμ­φωνα με τις ισχύουσες διατάξεις.

5.α) Στο τέλος της παραγράφου 3 του άρθρου 47 του ν. 2238/1994 (ΦΕΚ 151 Α') προστίθενται οι λέξεις «κα­θώς και το 50% των αποδοχών που λαμβάνουν λόγω της υπηρεσίας τους στο εξωτερικό, με εξαίρεση τις προσαυ­ξήσεις κατοικίας και τέκνων που αντιστοιχούν στην απο­ζημίωση υπηρεσίας αλλοδαπής.»

β) Στην παράγραφο 5 του άρθρου 70 του ν. 2238/1994 (ΦΕΚ 151 Α') προστίθεται τέταρτο εδάφιο ως εξής:

«Κατ' εξαίρεση, οι επιτροπές του Δ.Ε.Κ. Αθηνών και των Π.Ε.Κ. Αθηνών και Πειραιώς είναι πενταμελείς και σε αυτές μετέχουν, εκτός από τα ανωτέρω προβλεπόμε­να μέλη, ο προϊστάμενος της Διεύθυνσης Ελέγχου της Γενικής Διεύθυνσης Φορολογικών Ελέγχων του Υπουρ­γείου Οικονομικών και ο προϊστάμενος της Διεύθυνσης Φορολογίας Εισοδήματος της Γενικής Διεύθυνσης Φορο­λογίας του ίδιου Υπουργείου.»

6. Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 9 του άρθρου 5 του ν. 3620/2007 (ΦΕΚ 276 Α') αντικαθίσταται από τότε που ίσχυσε ως εξής:

«Η έκτακτη αυτή παροχή θα καταβληθεί τμηματικά σε μια εξαετία και θα υπολογιστεί με βάση μηνιαίο βασικό μισθό των Προέδρων των Ανωτάτων Δικαστηρίων της χώρας, ύψους 4.072 ευρώ για το πρώτο και 3.994 ευρώ για τα λοιπά έτη και τους συντελεστές, τις προσαυξή­σεις και τα χρονοεπιδόματα των μηνιαίων βασικών μι­σθών των δικαστικών λειτουργών και των μελών του Νο­μικού Συμβουλίου του Κράτους, ανά βαθμό, όπως ορίζο­νται από τις διατάξεις των άρθρων 29 (παρ. 1), 30 (παρά­γραφοι Α1 και Β'), 31, 32 και 33 (παράγραφοι Α1, Β' και Γ') του ν. 3205/2003.»

Οι παραπάνω τμηματικές παροχές μπορεί να καταβάλ­λονται και με την έκδοση ομολόγων του Ελληνικού Δη­μοσίου. Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών κα­θορίζεται το ύψος των εκδιδόμενων ομολόγων, οι όροι και η διαδικασία έκδοσής τους.

Άρθρο 25

Ρυθμίσεις θεμάτων του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων

1. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 5 του άρθρου 62 του ν. 2214/1994 αντικαθίσταται ως εξής:

«Η διάρκεια εξόφλησης των δανείων που χορηγεί το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων καθορίζεται μετά α­πό αίτηση του δικαιούχου και απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου μέχρι σαράντα έτη. Στην παρούσα ρύθμιση εμπίπτουν και τα δάνεια που έχουν χορηγηθεί και δεν έ­χουν εξοφληθεί. Για τα χορηγηθέντα δάνεια, η διάρκεια των σαράντα ετών αρχίζει από το χρόνο της αρχικής σύμβασης.»

2. Η διάταξη της παραγράφου 6 του άρθρου 62 του ν. 2214/1994 αντικαθίσταται, ως εξής:

«6. Το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων δικαιούται οποτεδήποτε να εγγράψει με φροντίδα και δαπάνη του δανειολήπτη υποθήκη ή προσημείωση υποθήκης επί ακι­νήτων των δανειζομένων προς ασφάλεια των πάσης φύ­σεως απαιτήσεών του εκ των χορηγούμενων υπό τούτου στεγαστικών δανείων δυνάμει των δανειστικών ή γενικά των αποδεικτικών των απαιτήσεών του εγγράφων. Η υ­ποθήκη ή προσημείωση αυτή απαλλάσσεται από κάθε τέ­λος και δικαίωμα. Η εξάλειψη, ο περιορισμός και η δια­γραφή των εγγεγραμμένων υπέρ του Ταμείου Παρακα­ταθηκών και Δανείων υποθηκών ή προσημειώσεων υπο­θήκης, μπορεί να γίνει και χωρίς συμβολαιογραφικό έγ­γραφο, με απλή μονομερή αίτηση του Ταμείου προς τον οικείο υποθηκοφύλακα ή προϊστάμενο του κτηματολογι­κού γραφείου και απαλλάσσεται από κάθε τέλος και δι­καίωμα. Απαλλάσσεται επίσης το Ταμείο από την προ­βλεπόμενη από το άρθρο 1308 του Α.Κ. κοινοποίηση της περιλήψεως της εγγραφής της υποθήκης ή προσημείω­σης.»

3. Στο άρθρο 62 του ν. 2214/1994 προστίθεται παρά­γραφος 9, η οποία έχει ως εξής:

«9. Το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων δύναται να χορηγεί δάνεια προς το σκοπό αποπληρωμής στεγαστι­κών δανείων α' κατοικίας που έχουν χορηγήσει άλλα πι­στωτικά ιδρύματα σε ενήμερους στα δάνεια αυτά δανει­ολήπτες δημόσιους υπαλλήλους και σε όσους δικαιού­νται να λάβουν δάνεια από το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων και με τους όρους και εξασφαλίσεις που χο­ρηγεί το ίδιο τα δάνειά του.»

4. Το πρώτο εδάφιο του άρθρου 42 του ν. 2093/1992 α­ντικαθίσταται, ως εξής:

«Ο χρόνος που απαιτείται για τους μόνιμους δημόσι­ους υπαλλήλους και όσους δικαιούνται να λάβουν δά­νεια από το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, έγγα­μους ή άγαμους, για απόκτηση κατοικίας ή επισκευή, βελτίωση, επέκταση υφιστάμενης τοιαύτης, ορίζεται σε δύο έτη από το διορισμό τους.»

5. Η παράγραφος 1 του άρθρου 18 του ν. 3470/2006 ε­φαρμόζεται από την έναρξη της ισχύος του παρόντος νόμου και στα δάνεια που έχουν χορηγηθεί από το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων μέχρι 27.6.2006.

6. Με αποφάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου, μετά α­πό αίτηση του υπόχρεου, μπορούν να καθορίζονται όροι εξυπηρέτησης, επί μέρους συμφωνίες των δανειακών συμβάσεων και η διευθέτηση των τόκων υπερημερίας των μη κανονικά εξυπηρετούμενων οποιουδήποτε εί­δους δανείων, που έχει χορηγήσει προς φυσικά πρόσω­πα το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων.

Με τη ρύθμιση της παρούσας παραγράφου δεν θίγο­νται μέτρα ληφθέντα για τη διασφάλιση των συμφερό­ντων του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων κατ' ε­φαρμογή των διατάξεων του Κ.Ε.Δ.Ε. ούτε απαιτείται ει­δική σχετική σημείωση στα βιβλία του οικείου υποθηκο­φυλακείου ή κτηματολογικού γραφείου.

7. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, που δημο­σιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, μετά από σύμφωνη γνώμη του Διοικητικού Συμβουλίου του Ταμεί­ου Παρακαταθηκών και Δανείων, μπορεί να μεταβιβάζε­ται στον Πρόεδρο ή στο νόμιμο αναπληρωτή του η αρμο­διότητα καθορισμού ειδικού επιτοκίου καταθέσεων σε νομικά ή φυσικά πρόσωπα, εντός των ορίων που καθορί­ζει εκάστοτε το Διοικητικό Συμβούλιο του Ταμείου.

Άρθρο 26

Τροποποίηση διατάξεων του ν. 1667/1986

1. Η παράγραφος 3 του άρθρου 3 του ν. 1667/1986 (ΦΕΚ 196 Α') αντικαθίσταται ως εξής:

«3. Το καταστατικό μπορεί να επιτρέπει την απόκτηση από κάθε συνεταίρο έως πέντε προαιρετικών μερίδων, ε­κτός από την υποχρεωτική μερίδα. Προκειμένου για κα­ταναλωτικούς συνεταιρισμούς, το καταστατικό μπορεί να επιτρέπει την απόκτηση από κάθε συνεταίρο μέχρι ε­κατό προαιρετικών μερίδων, για μεταφορικούς ναυτιλια­κούς συνεταιρισμούς μέχρι το 1% του συνόλου των συ­νεταιριστικών μερίδων, για πιστωτικούς συνεταιρισμούς μέχρι χιλίων πεντακοσίων και μίας προαιρετικών μερί­δων και για πιστωτικούς συνεταιρισμούς που λειτουρ­γούν ως πιστωτικά ιδρύματα ο αριθμός των χιλίων πε­ντακοσίων και μίας προαιρετικών μερίδων μπορεί να α­νέλθει μέχρι το 2% του συνόλου των συνεταιριστικών μερίδων. Επιτρέπεται επίσης να ορίζει, χωρίς περιορι­σμό, τον αριθμό των προαιρετικών μερίδων που μπορεί να αποκτήσουν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου. Η α­ξία κάθε προαιρετικής μερίδας είναι ίση με την αξία της υποχρεωτικής.»

2. Στο τέλος της παραγράφου 5 του άρθρου 3 του ν. 1667/1986, προστίθενται εδάφια ως εξής:

«Επιτρέπεται η ενεχύραση μερίδων για την εξασφάλι­ση πιστώσεων παρεχομένων αποκλειστικά σε μέλη του, από πιστωτικό συνεταιρισμό που λειτουργεί ως πιστωτι­κό ίδρυμα, στο πλαίσιο των τρεχουσών συναλλαγών του. Στο πλαίσιο της διαδικασίας έγκρισης του καταστα­τικού κάθε πιστωτικού συνεταιρισμού που λειτουργεί με τη μορφή πιστωτικού ιδρύματος, η Τράπεζα της Ελλάδος δύναται να θέτει ειδικά κατά περίπτωση όρια.»

3. Στο άρθρο 3 του ν. 1667/1986 προστίθεται παράγρα­φος 6, ως εξής:

«6. Το καταστατικό πιστωτικού συνεταιρισμού που λει­τουργεί ως πιστωτικό ίδρυμα, δύναται να περιέχει διατά­ξεις με τις οποίες:

α) Παρέχεται η δυνατότητα μετατροπής ομολόγων που εκδίδει ο εν λόγω πιστωτικός συνεταιρισμός σε συ­νεταιριστικές μερίδες, τηρουμένων των διατάξεων της παραγράφου 3. Για τον προσδιορισμό της τιμής μετατρο­πής του ομολόγου σε συνεταιριστική μερίδα, ισχύουν οι διατάξεις του παρόντος νόμου για την κτήση συνεταιρι­στικών μερίδων, κατά τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα στο καταστατικό της συνεταιριστικής τράπεζας.

β) Το κατά τα ανωτέρω δικαίωμα μετατροπής ομολό­γων σε συνεταιριστική μερίδα δύναται να ασκήσει και άλλο πρόσωπο καθοριζόμενο από τον ομολογιούχο συ­νεταίρο, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο καταστατικό του συνεταιρισμού. Για την απόκτηση από το εν λόγω πρόσωπο της ιδιότητας του συνεταίρου ισχύουν οι κανό­νες του παρόντος νόμου για την απόκτηση της συνεται­ριστικής ιδιότητας, σε συνδυασμό με τις σχετικές διατά­ξεις του καταστατικού της συνεταιριστικής Τράπεζας. Η άσκηση του δικαιώματος μετατροπής ομολόγων σε συ­νεταιριστικές μερίδες, καθώς και η μεταβίβαση του δικαι­ώματος αυτού απαλλάσσονται παντός φόρου ή τέλους.»

4. Η παράγραφος 2 του άρθρου 4 του ν. 1667/1986, ό­πως ισχύει, συμπληρώνεται ως ακολούθως:

«2. Ο συνεταίρος συμμετέχει στη Γενική Συνέλευση με μία μόνο ψήφο ανεξάρτητα από τον αριθμό των συνεται­ριστικών μερίδων που διαθέτει. Στους πιστωτικούς συνε­ταιρισμούς που λειτουργούν ως πιστωτικά ιδρύματα, ο α­ριθμός ψήφων μπορεί να καθορίζεται σε συνάρτηση προς τον αριθμό των μερίδων. Η σχέση μεταξύ αριθμού μερίδων και αριθμού ψήφων καθορίζεται με το καταστα­τικό. Οι ψήφοι ενός μέλους δεν μπορεί να είναι περισσό­τερες από πέντε ούτε να υπερβαίνουν το 2% του συνο­λικού αριθμού ψήφων.»

5. Η παράγραφος 7 του άρθρου 5 του ν. 1667/1986, ό­πως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής:

«7. Τις εκλογές για την ανάδειξη των μελών των οργά­νων του συνεταιρισμού διενεργεί εφορευτική επιτροπή, που εκλέγεται από τη Γενική Συνέλευση των μελών και αποτελείται από τρία τουλάχιστον μέλη. Στις εκλογές συνεταιρισμών με πάνω από πεντακόσια μέλη ορίζονται εκλογικά κέντρα, τα οποία μπορούν να βρίσκονται και στις έδρες των περιφερειακών εγκαταστάσεων και σε καθένα από αυτά παρίσταται δικαστικός αντιπρόσωπος διοριζόμενος από τον Προϊστάμενο του Πρωτοδικείου της περιφέρειας της έδρας που λειτουργούν τα εκλογικά κέντρα. Σε περίπτωση έλλειψης επαρκούς αριθμού δικα­στικών λειτουργών, μπορεί να διορίζονται δικηγόροι, ύ­στερα από πρόταση του οικείου Δικηγορικού Συλλό­γου.»

6. Η παράγραφος 1 του άρθρου 7 του ν. 1667/1986, ό­πως ισχύει, αντικαθίσταται, ως εξής:

«1. Το Διοικητικό Συμβούλιο αποτελείται από πέντε τουλάχιστον μέλη που εκλέγονται από τη Γενική Συνέ­λευση. Αν στο συνεταιρισμό εργάζονται περισσότερα α­πό είκοσι μη μέλη του συνεταιρισμού ή αν το προβλέπει το καταστατικό, το ένα τουλάχιστον από τα μέλη του Δι­οικητικού Συμβουλίου εκλέγεται από τους εργαζόμε­νους αυτούς. Το μέλος αυτό χάνει τη θέση του στο Διοι­κητικό Συμβούλιο αν πάψει να εργάζεται στο συνεταιρι­σμό.

Στους πιστωτικούς συνεταιρισμούς που λειτουργούν ως πιστωτικά ιδρύματα, το Διοικητικό Συμβούλιο αποτε­λείται από επτά τουλάχιστον μέλη.

Με πρόσκληση του Συμβούλου που πλειοψήφησε, το Διοικητικό Συμβούλιο συνέρχεται και εκλέγει με μυστική ψηφοφορία τον Πρόεδρο, τον Αντιπρόεδρο, τον Γραμμα­τέα και τον Ταμία. Με απόφαση του Διοικητικού Συμβου­λίου συγκροτείται η προβλεπόμενη από το άρθρο 37 του ν. 3693/2008 τριμελής επιτροπή ελέγχου, που αποτελεί­ται από τον Πρόεδρο που είναι ανεξάρτητο μη εκτελε­στικό μέλος με επαρκείς γνώσεις σε θέματα λογιστικής και ελεγκτικής και δύο μέλη που είναι μη εκτελεστικά. Η απόφαση αυτή του Διοικητικού Συμβουλίου εισάγεται προς έγκριση στην επόμενη Γενική Συνέλευση. Μέχρι τότε η επιτροπή ασκεί κανονικά τα καθήκοντά της.

Το Διοικητικό Συμβούλιο μέσα σε ένα μήνα πρέπει να δηλώσει την εκλογή του για καταχώρηση στο οικείο μη­τρώο συνεταιρισμών.

Η διάρκεια της θητείας των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου ορίζεται με το καταστατικό και δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερη των τεσσάρων ετών ούτε μικρότερη των δύο ετών.»

7. Η παράγραφος 1 του άρθρου 9 του ν. 1667/1986, ό­πως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής:

«1.Ο συνεταιρισμός τηρεί τα βιβλία που προβλέπει η φορολογική νομοθεσία και επιπλέον:

α) Βιβλίο μητρώου των μελών στο οποίο καταχωρίζο­νται με χρονολογική σειρά η ημερομηνία εγγραφής, το ονοματεπώνυμο, το πατρώνυμο, η διεύθυνση κατοικίας, ο αριθμός των μερίδων και η αξία τους και η χρονολογία τυχόν διαγραφής των μελών. Σε συνεταιρισμούς με πε­ρισσότερα από χίλια (1.000) μέλη, το μητρώο των μελών τηρείται υποχρεωτικά ηλεκτρονικά. Η τήρηση του ηλε­κτρονικού μητρώου ελέγχεται από την Επιτροπή Ελέγ­χου του Διοικητικού Συμβουλίου.

β) Βιβλίο πρακτικών της Γενικής Συνέλευσης.

γ) Βιβλίο πρακτικών συνεδριάσεων του Διοικητικού Συμβουλίου.

δ) Βιβλίο πρακτικών συνεδριάσεων του εποπτικού Συμβουλίου.»

Αρθρο 27

Εξόφληση προμηθειών νοσοκομείων και ρυθμίσεις θεμάτων σχετικών διαγωνισμών

1. Οφειλές των νοσοκομείων του ΕΣΥ, του Ωνάσειου Καρδιοχειρουργικού Κέντρου, του ΠΓΝ Παπαγεωργίου, του Αιγινήτειου Νοσοκομείου Αθηνών, του Αρεταίειου Νοσοκομείου Αθηνών και του ΟΚΑΝΑ, που έχουν προκύ­ψει από την προμήθεια φαρμάκων, υγειονομικού υλικού, χημικών αντιδραστηρίων και ορθοπεδικού υλικού, και για τις οποίες έχουν εκδοθεί τα προβλεπόμενα κατά περί­πτωση τιμολόγια και δελτία αποστολής από 1.1.2007 έ­ως και 31.12.2009, δύναται να εξοφληθούν άμεσα με την ολοκλήρωση των σχετικών διαδικασιών εκκαθάρισης, έκδοσης και θεώρησης των σχετικών τίτλων πληρωμής, σύμφωνα με τις ισχύουσες κατά περίπτωση διατάξεις, ως ακολούθως:

α) Οφειλές των ετών 2007, 2008 και 2009 και μέχρι συ­νολικού ποσού τιμολογίων 200.000 ευρώ ανά προμηθευ­τή, εξοφλούνται με την έκδοση χρηματικού εντάλματος.

β) Λοιπές οφειλές του έτους 2007 και μέχρι συνολικού ποσού τιμολογίων 1.100.000.000 ευρώ, εξοφλούνται με ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου ετήσιας διάρκειας και μηδενικού επιτοκίου, που θα εκδοθούν εντός του τρέχο­ντος έτους.

γ) Λοιπές οφειλές του έτους 2008 και μέχρι συνολικού ποσού τιμολογίων 2.200.000.000 ευρώ, εξοφλούνται με ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου διετούς διάρκειας και μηδενικού επιτοκίου, που θα εκδοθούν εντός του τρέχο­ντος έτους.

δ) Λοιπές οφειλές του έτους 2009 και μέχρι συνολικού ποσού τιμολογίων 2.040.000.000 ευρώ, εξοφλούνται με ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου τριετούς διάρκειας και μηδενικού επιτοκίου, που θα εκδοθούν εντός του έ­τους 2010.

Τα ανωτέρω όρια μειώνονται με τα ποσά των βεβαιω­μένων υπέρ του Δημοσίου και των Ασφαλιστικών Φορέ­ων οφειλών, καθώς και με τα ποσά των κατά περίπτωση υπέρ τρίτων κρατήσεων.

2. Ο τρόπος εξόφλησης των ανωτέρω οφειλών εφαρ­μόζεται εφόσον οι προμηθευτές υποβάλλουν μέσα σε α­ποκλειστική προθεσμία δύο (2) μηνών από την έναρξη ι­σχύος του παρόντος:

α) Αίτηση προς την αρμόδια Οικονομική Υπηρεσία των φορέων της προηγούμενης παραγράφου για την εξό­φληση των απαιτήσεών τους που εμπίπτουν στο πεδίο ε­φαρμογής της με τον τρόπο που ορίζεται ανωτέρω. Η αί­τηση περιλαμβάνει επί ποινή απαραδέκτου της, όλες τις απαιτήσεις του προμηθευτή έναντι του φορέα στον ο­ποίο υποβάλλει την αίτηση για καθένα από τα έτη που προβλέπονται στις περιπτώσεις α', β', γ' και δ' της προηγούμενης παραγράφου.

β) Υπεύθυνη δήλωση του άρθρου 8 του ν. 1558/1986 (ΦΕΚ 75 Α') με την οποία ο αιτών προμηθευτής παραι­τείται χωρίς επιφύλαξη από οποιαδήποτε άλλη αξίωση η οποία πηγάζει από την ίδια αιτία συμπεριλαμβανομένης και της αξίωσης για την καταβολή οποιουδήποτε είδους τόκων, για τα ως άνω έτη και μέχρι την εξόφληση κατά τα οριζόμενα ανωτέρω.

3. Το ακριβές ύψος των οφειλών προς κάθε προμηθευ­τή, που εξοφλείται με ομόλογα του Ελληνικού Δημοσί­ου, σύμφωνα με τις προηγούμενες παραγράφους, καθο­ρίζεται με βάση τα χρηματικά εντάλματα πληρωμής ή άλλων κατά περίπτωση τίτλων πληρωμής θεωρημένων από τα αρμόδια όργανα και αφορούν το πληρωτέο στον δικαιούχο ποσό.

4. Η εξόφληση των οφειλών προς τους προμηθευτές πραγματοποιείται με τη σύνταξη από τους φορείς της παραγράφου 1, καταστάσεων ανά δικαιούχο και έτος έκ­δοσης των τιμολογίων και δελτίων αποστολής, στις ο­ποίες περιλαμβάνονται όλες οι ρυθμιζόμενες απαιτή­σεις, με βάση τις οποίες διενεργείται και η παράδοση των ομολόγων. Οι καταστάσεις υπογράφονται από τους δικαιούχους κατά την παραλαβή των ομολόγων και επέ­χουν θέση εξοφλητικής απόδειξης των σχετικών χρημα­τικών ενταλμάτων ή των τυχόν άλλων τίτλων πληρωμής.

5. α) Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών καθορί­ζονται οι όροι, οι προϋποθέσεις, ο τύπος, η διαδικασία και κάθε σχετικό θέμα που αφορά την έκδοση των χρη­ματικών ενταλμάτων και την έκδοση και διάθεση των ο­μολόγων των περιπτώσεων α', β', γ' και δ' της παρα­γράφου 1, καθώς και ο φορέας απόδοσης, η διαδικασία, ο τρόπος και κάθε σχετικό θέμα για την απόδοση των κρατήσεων υπέρ του Δημοσίου, των Ασφαλιστικών Φο­ρέων και τρίτων και την κάλυψη της σχετικής δαπάνης.

β) Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών, Παιδείας, Δια Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων και Υ­γείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης μπορεί να καθορίζο­νται οι προϋποθέσεις και η διαδικασία με την οποία δύ­ναται να ανατίθεται σε τράπεζες το έργο της συγκέ­ντρωσης και εξόφλησης των, κατά τις προηγούμενες παραγράφους, οφειλών με ομόλογα του Ελληνικού Δη­μοσίου.

6. Η αξία των ομολόγων που εκδίδονται σύμφωνα με τους όρους και τη διαδικασία των προηγούμενων παρα­γράφων, αποτελεί έσοδο των φορέων της παραγράφου 1 και εγγράφεται ως ισόποση πίστωση στον προϋπολογι­σμό του έτους έκδοσης των ομολόγων χωρίς να απαιτεί­ται τροποποίηση του προϋπολογισμού του φορέα.

7. Το κόστος της προεξόφλησης των ανωτέρω ομολό­γων εντάσσεται στα φορολογικώς εκπιπτόμενα έξοδα α­πό τα ακαθάριστα έσοδα των επιχειρήσεων των προμη­θευτών, κατά τη διαχειριστική περίοδο προεξόφλησής τους.

8. Οι απαιτήσεις των φορέων της παραγράφου 1 ένα­ντι του ΙΚΑ, του ΟΑΕΕ, του ΟΠΑΔ, του ΟΓΑ και του Οί­κου Ναύτη οι οποίες έχουν προκύψει από υγειονομική περίθαλψη ασφαλισμένων τους μέχρι 31.12.2009, εκχω­ρούνται από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου προς το Δημόσιο. Το ύψος των εν λόγω οφειλών και η διαδι­κασία της εκχώρησης προσδιορίζονται με κοινή απόφα­ση των Υπουργών Οικονομικών, Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης και Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης.

9. Για λόγους διασφάλισης του δημοσίου συμφέρο­ντος και προστασίας της δημόσιας υγείας, θεωρούνται νόμιμες οι δαπάνες που απαιτούνται για την εξόφληση υποχρεώσεων που απορρέουν από προμήθειες των νο­σοκομείων του Εθνικού Συστήματος Υγείας, συμπερι­λαμβανομένων των ψυχιατρικών και των πανεπιστημια­κών κλινικών, των Νοσοκομείων «Αρεταίειο» και «Αιγινίτειο», του Ωνάσειου Καρδιοχειρουργικού Κέντρου και του Νοσοκομείου «Παπαγεωργίου» της Θεσσαλονίκης και των νοσοκομείων και των υγειονομικών μονάδων ΙΚΑ, οι οποίες προμήθειες διενεργήθηκαν μέχρι την κα­τάθεση του παρόντος νόμου στη Βουλή, δυνάμει απευ­θείας αναθέσεων λόγω επειγουσών αναγκών ή παρατά­σεων των συμβάσεων μεταξύ των ανωτέρω φορέων και των προμηθευτών, καθώς και δυνάμει των κοινών υπουρ­γικών αποφάσεων που εκδόθηκαν βάσει των διατάξεων της παραγράφου 2 του άρθρου 7 του ν. 2955/2001 (ΦΕΚ 256 Α'), μέχρι την κατάργησή της από το άρθρο 37 του ν. 3784/2009 (ΦΕΚ 137 Α').

10. Από 1.6.2010 εξουσιοδοτούνται οι φορείς του άρ­θρου 9 του ν. 3580/2007 για τη διενέργεια των διαγωνι­σμών του εγκεκριμένου με την αριθ. 1/1.2.2010 κ.υ.α. (ΦΕΚ 99 Β') Ενιαίου Προγράμματος Προμηθειών τους, του 2010, εντός του τρέχοντος έτους, με την προϋπόθε­ση τήρησης των όρων της παρ. 2 του άρθρου 24 του ν. 3846/2010 και της παρ. 2 του άρθρου 6 του ν. 3580/2007, καθώς και για κάθε άλλη νόμιμη ενέργεια για την προμήθεια των αναφερόμενων στο εγκεκριμένο Ενι­αίο Πρόγραμμα Προμηθειών 2010 υλικών και υπηρεσιών, από τη δημοσίευση του παρόντος και καθ' όλη τη διάρ­κεια του έτους. Εξαιρούνται οι διαγωνισμοί που αναφέ­ρονται στην παρ. 4 του άρθρου 24 του ν. 3846/2010.

11. Από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου οι δι­οικήσεις των φορέων του άρθρου 9 του ν. 3580/2007 έ­χουν την αρμοδιότητα να αποφασίσουν χωρίς προηγού­μενη έγκριση σκοπιμότητας από άλλο όργανο, για την ε­κτέλεση έργων βελτίωσης της κτιριακής υποδομής και των χώρων των ως άνω φορέων, καθώς και για την υλο­ποίηση μελετών, την προμήθεια ιατροτεχνολογικού και ξενοδοχειακού εξοπλισμού, καθώς και ιατροτεχνολογικών προϊόντων και την ανάθεση υπηρεσιών και μέχρι του ποσού των 45.000 ευρώ. Στις ανωτέρω προμήθειες θα γίνεται απολογιστικός έλεγχος από την Επιτροπή Προμηθειών Υγείας ή από τους εξουσιοδοτημένους προς τούτο φορείς.

12. Σε κάθε διαγωνισμό ή πρόσκληση εκδήλωσης εν­διαφέροντος για την προμήθεια ιατροτεχνολογικών προϊόντων και συναφών προς τις προμήθειες αυτές υπη­ρεσιών, που προκηρύσσεται από την έναρξη ισχύος του παρόντος και εφεξής, καθώς και σε όμοιους διαγωνι­σμούς που έχουν προκηρυχθεί και δεν έχει λήξει η προ­θεσμία υποβολής τεχνικών ή οικονομικών προσφορών, οι υποψήφιοι ανάδοχοι υποχρεούνται, επί ποινή απαρα­δέκτου της προσφοράς τους, να υποβάλλουν υπεύθυνη δήλωση με τις τρεις χαμηλότερες τιμές των προϊόντων ή των υπηρεσιών που προσφέρονται, στα άλλα κράτη - μέ­λη της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Οικονομικές προσφορές α­νώτερες από το μέσο όρο των τιμών του προηγούμενου εδαφίου απαγορεύεται να γίνονται δεκτές από τον φο­ρέα που διενεργεί το διαγωνισμό. Μέχρι την ολοκλήρω­ση των διαγωνισμών, καθώς και στις περιπτώσεις που έ­χουν λήξει συμβάσεις ή παρατάσεις προμήθειας ιατρο­τεχνολογικών προϊόντων και συναφών με αυτές υπηρε­σιών, η καθ' οιονδήποτε τρόπο διαπραγμάτευση γίνεται με βάση τη χαμηλότερη τιμή της εγχώριας αγοράς όπως καταγράφεται στο παρατηρητήριο του άρθρου 24 του ν. 3846/2010.

13. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, ρυθμίζεται κάθε α­ναγκαίο θέμα για την εφαρμογή των διατάξεων του άρ­θρου αυτού.

Άρθρο 28

Έναρξη ισχύος

Η ισχύς του νόμου αυτού αρχίζει από τη δημοσίευση του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εκτός αν ορίζε­ται διαφορετικά από τις επί μέρους διατάξεις του.

Παραγγέλλομε τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και την εκτέλεσή του ως νόμου του Κράτους.

Λευκάδα, 31 Ιουλίου 2010

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

ΚΑΡΟΛΟΣ ΓΡ. ΠΑΠΟΥΛΙΑΣ

ΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟΙ

ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΑΠΟΚΕΝΤΡΩΣΗΣ ΚΑΙ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗΣ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ
ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΑΓΚΟΥΣΗΣ

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ

ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ, ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟΤΗΤΑΣ
ΚΑΙ ΝΑΥΤΙΛΙΑΣ
ΛΟΥΚΙΑ ΤΑΡΣΙΤΣΑ ΚΑΤΣΕΛΗ

ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ
ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ
ΑΝΔΡΕΑΣ ΛΟΒΕΡΔΟΣ

ΥΓΕΙΑΣ ΚΑΙ
ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ
Μ.-ΕΛ. ΞΕΝΟΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΥ

ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ, ΔΙΑΦΑΝΕΙΑΣ
ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ
ΧΑΡ. ΚΑΣΤΑΝΙΔΗΣ

Θεωρήθηκε και τέθηκε η Μεγάλη Σφραγίδα του Κράτους

Αθήνα, 31 Ιουλίου 2010

Ο ΕΠΙ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ

ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΚΑΣΤΑΝΙΔΗΣ

       Εκτύπωση σελίδας
Πίσω Αρχή Aρχική σελίδα


ΓΡΑΦΕΙΑ: ΑΓ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ 1, ΜΑΡΟΥΣΙ, Τ.Κ. 151 22. ΤΗΛ. 210 3217721, 210 3310096, 210 3240557, FAX: 210 3216671