Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο Α’
ΜΕΤΡΑ ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ
ΑΡΘΡΟ1 - Φορολογικές ρυθμίσεις για παραγωγικές επενδύσεις
1. Για τις επιχειρήσεις οι οποίες αναφέρονται της περιπτώσεις α΄, β΄, γ΄, δ΄, ε΄, στ΄, ζ΄, η΄, θ΄, ι΄, κ΄, μ΄, ν΄, ξ΄, ο΄, τ΄, χ΄, ψ΄, ω΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 3 του ν. 2601/1998, (ΦΕΚ 81 Α΄) εφόσον πραγματοποιούν παραγωγική επένδυση αξίας τουλάχιστον τριάντα εκατομμυρίων (30.000.000,00) ευρώ για επενδυτικές και λοιπές δαπάνες που περιλαμβάνονται στις διατάξεις του άρθρου 3 του νόμου αυτού, ανεξάρτητα από την υπαγωγή ή μη της επένδυσης στις ενισχύσεις που προβλέπονται από τις διατάξεις του νόμου αυτού, είτε οι επιχειρήσεις ιδρύονται για πρώτη φορά είτε οι επιχειρήσεις είναι υφιστάμενες, εφόσον η αξία κτήσης του πάγιου ενεργητικού τους κατά τον χρόνο έναρξης της επένδυσης είναι μικρότερη της αξίας της επένδυσης, εφαρμόζονται τα ακόλουθα:
α) Τα καθαρά κέρδη της επιχείρησης προσδιορίζονται με βάση της κείμενες διατάξεις και ορίζεται φορολογικός συντελεστής είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) στο σύνολο των κερδών για χρονικό διάστημα δέκα (10) ετών με χρόνο έναρξης το έτος κατά τη διάρκεια του οποίου θα αρχίσει η παραγωγική λειτουργία της επένδυσης.
Για τις υφιστάμενες επιχειρήσεις ως χρόνος έναρξης εφαρμογής του ως άνω συντελεστή λαμβάνεται το έτος κατά την διάρκεια του οποίου θα αρχίσει η λειτουργία της νέας επένδυσης, και εφαρμόζεται στα συνολικά καθαρά κέρδη που πραγματοποιεί η επιχείρηση.
β) Με Προεδρικό Διάταγμα που προτείνεται από τον υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών συνίσταται στο Εθνικό Ελεγκτικό Κέντρο (ΕΘΕΚ) ειδικό τμήμα φορολογικού ελέγχου των επιχειρήσεων που υπάγονται στις διατάξεις του άρθρου αυτού.
γ) Κάθε διαφορά που ανακύπτει από την εφαρμογή των διατάξεων της φορολογικής νομοθεσίας, για τις επιχειρήσεις αυτού του άρθρου, επιλύεται από ειδική επιτροπή που αποτελείται από ένα Σύμβουλο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, ως πρόεδρος αυτής, ένα Διευθυντή της Κεντρικής Υπηρεσίας του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών, καθώς και ένα εκπρόσωπο που ορίζεται από το Σύνδεσμο Ελληνικών Βιομηχανιών που ορίζεται από αυτόν. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών ρυθμίζονται τα θέματα συγκρότησης και λειτουργίας της επιτροπής αυτής.
2. Μετά την παρέλευση του χρονικού διαστήματος των δέκα (10) ετών που προβλέπεται από της διατάξεις της παραγράφου 1, τα καθαρά κέρδη της επιχείρησης φορολογούνται με τον ισχύοντα κατά τον χρόνο κτήσης του εισοδήματος συντελεστή φορολογίας των Ανωνύμων Εταιρειών.
3. Για την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου αυτού, ο ενδιαφερόμενος υποχρεούται όπως, μέσα σε ένα (1) μήνα από την έναρξη της παραγωγικής λειτουργίας της επένδυσης, υποβάλλει σχετική ανέκκλητη δήλωση στον προϊστάμενο της αρμόδιας δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας.
4. Στις επιχειρήσεις που έχουν επιλέξει την υπαγωγή τους στις διατάξεις του άρθρου αυτού, εφόσον συγχωνευθούν με άλλη εταιρεία ή απορροφήσουν τις εταιρείες οποιασδήποτε μορφής, εξακολουθούν να έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του άρθρου αυτού.
Στην περίπτωση αυτή ο συντελεστής φορολογίας της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού εφαρμόζεται στο μέρος των κερδών της εταιρείας που προήλθε από τη συγχώνευση ή απορρόφηση και τα οποία προκύπτουν από τη σχέση μεταξύ των ιδίων κεφαλαίων της επιχείρησης που αρχικά είχε υπαχθεί της διατάξεις του άρθρου αυτού, όπως της τα ίδια αυτά κεφάλαια εμφανίστηκαν στον ισολογισμό μετασχηματισμού ή στον ισολογισμό που υποβάλλεται για εκτίμηση στην Επιτροπή του άρθρου 9 του κ.ν. 2190/1920 (ΦΕΚ 37Α΄/1963), και των αρχικών ιδίων κεφαλαίων της εταιρείας που προήλθε από τη συγχώνευση ή απορρόφηση, με χρόνο έναρξης το έτος μέσα στο οποίο ολοκληρώνεται η συγχώνευση ή απορρόφηση.
5. Για τις επιχειρήσεις που υπάγονται της διατάξεις αυτού του άρθρου, δεν μεταβάλλεται το φορολογικό καθεστώς για το χρονικό διάστημα των δέκα (10) ετών που προβλέπεται από την παράγραφο 1. Εάν θεσπιστεί ευνοϊκότερο φορολογικό καθεστώς εφαρμόζεται αυτό και στις επιχειρήσεις του άρθρου αυτού.
6. Οι διατάξεις του άρθρου αυτού έχουν εφαρμογή και για τις Εταιρίες Παροχής Αερίου του ν.2364/1995 (ΦΕΚ 252Α΄), ανεξάρτητα από τον τόπο εγκατάστασής τους, για τις επενδύσεις που πραγματοποιούνται σύμφωνα με τις διατάξεις των υποπεριπτώσεων Ι έως ΧΙΙ της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 3 του ν.2601/1998.
7. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών καθορίζεται ο τρόπος ελέγχου των δαπανών της επένδυσης, η διαδικασία, τα όργανα ελέγχου και κάθε άλλο σχετικό θέμα για την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου αυτού.
8. Οι διατάξεις του άρθρου αυτού έχουν εφαρμογή για δαπάνες επενδύσεων που πραγματοποιούνται από τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
ΑΡΘΡΟ 2 - Σχηματισμός Ειδικού Αφορολόγητου Αποθεματικού Επενδύσεων
1. Οι επιχειρήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 3 του ν. 2601/1998, ανεξάρτητα από την κατηγορία των βιβλίων που τηρούν και του τόπου εγκατάστασης τους, δικαιούνται να σχηματίζουν από τα κέρδη των χρήσεων 2004 έως και 2008 (οικονομικά έτη 2005 έως και 2009) ειδικό αφορολόγητο αποθεματικό επενδύσεων μέχρι τριάντα πέντε τοις εκατό (35%) των συνολικών αδιανέμητων κερδών της που δηλώνονται με βάση την εμπρόθεσμη δήλωση φορολογίας εισοδήματος του οικείου οικονομικού έτους.
2. Το αποθεματικό αυτό σχηματίζεται για να χρησιμοποιηθεί για την πραγματοποίηση επενδύσεων ισόποσης τουλάχιστον αξίας μέσα στην επόμενη τριετία από το χρόνο σχηματισμού του. Ως επενδύσεις, για την κάλυψη του πιο πάνω αποθεματικού, νοούνται οι επενδυτικές και λοιπές δαπάνες που αναφέρονται για κάθε κατηγορία δραστηριότητας στην παράγραφο 1 του άρθρου 3 του ν. 2601/1998.
Ειδικά για τις εμπορικές επιχειρήσεις, ως επενδύσεις, για την κάλυψη του πιο πάνω αποθεματικού, θεωρούνται:
α. Η αγορά καινούργιου μηχανολογικού και λοιπού εξοπλισμού που αφορά τη διαλογή, συσκευασία, αποθήκευση των προϊόντων και συστημάτων οργάνωσης της αποθήκης της επιχείρησης.
β. Η αγορά καινούργιων ηλεκτρονικών υπολογιστών και λοιπών συστημάτων μηχανοργάνωσης ή αυτοματοποίησης των σχετικών διαδικασιών.
3. Οι πιο πάνω επιχειρήσεις υποχρεούνται μέσα στον πρώτο χρόνο της τριετίας να δαπανήσουν για την πραγματοποίηση της επένδυσης ποσό ίσο τουλάχιστον με το ένα τρίτο (1/3) του σχηματισθέντος ειδικού αφορολόγητου αποθεματικού.
4. Ως αδιανέμητα κέρδη για τον υπολογισμό του αποθεματικού λαμβάνονται:
α) Για επιχειρήσεις που τηρούν βιβλία Γ’ κατηγορίας του Π.Δ. 186/1992 (ΦΕΚ 84 Α΄), περί Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων (Κ.Β.Σ.), τα καθαρά κέρδη που προκύπτουν από αυτά και εμφανίζονται στον ισολογισμό, μετά την αφαίρεση των κρατήσεων για σχηματισμό τακτικού αποθεματικού, των κερδών που διανέμονται ή αναλαμβάνονται από τους εταίρους των προσωπικών εταιριών και εταιριών περιορισμένης ευθύνης ή του επιχειρηματία που ασκεί ατομικά την επιχείρησή του. Ειδικά για τα νομικά πρόσωπα της παραγράφου 1 του άρθρου 101 του Κ.Φ.Ε., που κυρώθηκε με το ν. 2238/1994 (ΦΕΚ 151 Α΄) τα πιο πάνω ποσά αφαιρούνται αφού προηγουμένως αναχθούν σε μικτά με την προσθήκη του αναλογούντος φόρου.
β) Για επιχειρήσεις που τηρούν βιβλία Β’ κατηγορίας του Κ.Β.Σ., τα καθαρά κέρδη που προκύπτουν σύμφωνα με της διατάξεις του άρθρου 31 του Κ.Φ.Ε.
5. Για επιχειρήσεις που έχουν και άλλο κλάδο εκμετάλλευσης που δεν αναφέρεται στις διατάξεις του άρθρου 3 του ν. 2601/1998 (μικτές επιχειρήσεις), για τον υπολογισμό του αφορολόγητου αποθεματικού λαμβάνονται τα συνολικά αδιανέμητα κέρδη της επιχείρησης.
6. Το συνολικό ποσό του αφορολόγητου αποθεματικού που χρησιμοποιήθηκε για την πραγματοποίηση επενδύσεων σύμφωνα με της διατάξεις της παραγράφου 2 μεταφέρεται, μετά την παρέλευση τριετίας από το χρόνο σχηματισμού του αποθεματικού, σε αύξηση του κεφαλαίου της επιχείρησης και απαλλάσσεται από το φόρο εισοδήματος.
Οι διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 20 του ν. 1892/1990 (ΦΕΚ 101Α’) έχουν ανάλογη εφαρμογή και για το αφορολόγητο αποθεματικό του άρθρου αυτού.
7. Οι επιχειρήσεις της παραγράφου 1 θα εφαρμόσουν για τις επενδύσεις εναλλακτικά τις διατάξεις του άρθρου αυτού ή τις διατάξεις του ν. 2601/1998. Οι ανώνυμες εταιρίες ή εταιρίες περιορισμένης ευθύνης οι οποίες προέρχονται από μετασχηματισμό άλλων επιχειρήσεων με βάση τις διατάξεις του ν.δ. 1297/1972 (ΦΕΚ 217Α’) ή του ν. 2166/1993 (ΦΕΚ 137Α’) δύνανται να σχηματίζουν ειδικό αφορολόγητο αποθεματικό επενδύσεων είτε με τις διατάξεις της παραγράφου 7 του άρθρου 9 του ν. 2992/2002 (ΦΕΚ 54Α’), είτε με βάση τις διατάξεις του παρόντος άρθρου.
8. Αν μέσα στον πρώτο χρόνο της τριετίας δεν δαπανήθηκε για πραγματοποίηση επενδύσεων ποσό ίσο τουλάχιστον με το ένα τρίτο (1/3) του σχηματισθέντος αποθεματικού, αίρεται η φορολογική απαλλαγή και η επιχείρηση υποχρεούται να υποβάλει εκπρόθεσμη συμπληρωματική δήλωση φορολογίας εισοδήματος του οικείου οικονομικού έτους για όλα τα κέρδη που απηλλάγησαν της φορολογίας σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 1. και για τη δήλωση αυτή εφαρμόζονται οι διατάξεις περί εκπρόθεσμου υποβολής. Αν τηρήθηκε η προϋπόθεση της παραγράφου 3, αλλά κατά τη λήξη της τριετίας οι πραγματοποιηθείσες επενδύσεις είναι μικρότερης αξίας από το ύψος του σχηματισθέντος αποθεματικού, τα κέρδη που απηλλάγησαν της φορολογίας και δεν διατέθηκαν για την πραγματοποίηση επενδύσεων, φορολογούνται σύμφωνα με τις γενικές διατάξεις. Για το σκοπό αυτό, η επιχείρηση υποχρεούται να υποβάλει εκπρόθεσμη συμπληρωματική δήλωση φορολογίας εισοδήματος του οικείου οικονομικού έτους από τα κέρδη του οποίου είχε σχηματισθεί το αποθεματικό.
9. Σε περίπτωση πώλησης των επενδυτικών αγαθών ή των αναφερόμενων στις περιπτώσεις α’ και β’ της παραγράφου 2 πάγιων στοιχείων εντός των τριών (3) επόμενων ημερολογιακών ετών από τη λήξη της τριετίας της παραγράφου 2, το μέρος του αφορολόγητου αποθεματικού που αντιστοιχεί σε αυτά προστίθεται στα καθαρά κέρδη της χρήσης εντός της οποίας έγινε η εκποίηση. Οι διατάξεις του προηγούμενου εδαφίου δεν έχουν εφαρμογή αν η επιχείρηση αντικαταστήσει τα πάγια που πουλήθηκαν, μέσα σε έξι (6) μήνες από την πώλησή τους, με καινούργια πάγια ίσης τουλάχιστον αξίας, τα οποία αποτελούν επενδυτική δαπάνη, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 2.
10. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών δύναται να ρυθμίζεται κάθε λεπτομέρεια για την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου αυτού.
11. Οι διατάξεις του άρθρου αυτού εφαρμόζονται και για τα κέρδη της χρήσης 2003 (οικονομικού έτους 2004). Στην περίπτωση αυτή, το αποθεματικό υπολογίζεται με συντελεστή μέχρι πενήντα τοις εκατό (50%) στο υπόλοιπο των κερδών που προκύπτει μετά την αφαίρεση των κερδών που προκύπτουν από τα βιβλία της χρήσης 2002 (οικονομικού έτους 2003) από τα αντίστοιχα κέρδη της χρήσης 2003 (οικονομικού έτους 2004). Οι επιχειρήσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1, οι οποίες μέσα από την χρήση 2003 έχουν πραγματοποιήσει επενδύσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 2, δικαιούνται για τις επενδύσεις αυτές να σχηματίσουν ισόποσο αφορολόγητο αποθεματικό, το οποίο δεν μπορεί να υπερβεί το τριάντα πέντε τοις εκατό (35%) των συνολικών αδιανεμήτων κερδών της χρήσης 2003.
ΑΡΘΡΟ 3 - Σχηματισμός Ειδικού Αφορολόγητου Αποθεματικού Επενδύσεων από τις Εταιρείες Παροχής Αερίου του ν. 2364/1995 και τις επιχειρήσεις που θα χρησιμοποιήσουν στο μέλλον φυσικό αέριο
1. Οι διατάξεις του προηγούμενου άρθρου εφαρμόζονται και στις Εταιρείες Παροχής Αερίου (Ε.Π.Α.) του ν.2364/1995 (ΦΕΚ 252Α΄) Το αποθεματικό που προβλέπεται στο άρθρο 2 καλύπτεται με τις εξής δαπάνες επενδύσεων:
α) Η κατασκευή, η επέκταση, ο εκσυγχρονισμός αποθηκευτικών χώρων, κτιριακών, ειδικών και βοηθητικών εγκαταστάσεων, καθώς και οι δαπάνες διαμόρφωσης περιβάλλοντος χώρου.
β) Η αγορά και εγκατάσταση καινούργιων σύγχρονων συστημάτων αυτοματοποίησης διαδικασιών και μηχανοργάνωσης, συμπεριλαμβανομένων των δαπανών αγοράς του αναγκαίου λογισμικού και των δαπανών εκπαίδευσης του προσωπικού στο στάδιο εγκατάστασής του.
γ) Οι δαπάνες μελετών που αποσκοπούν στην εισαγωγή, ανάπτυξη και εφαρμογή σύγχρονης τεχνολογίας, τεχνογνωσίας και σύγχρονων μεθόδων σχετικών με την ανάπτυξη του δικτύου φυσικού αερίου.
δ) Η αγορά καινούργιων μεταφορικών μέσων διακίνησης υλικών και προϊόντων εντός του ευρύτερου εργοστασιακού χώρου. Η αγορά καινούργιων μεταφορικών μέσων μαζικής μεταφοράς προσωπικού. Η αγορά και εγκατάσταση καινούργιου σύγχρονου εξοπλισμού και η κατασκευή εγκαταστάσεων για τη διακίνηση υλικών και προϊόντων.
Η αγορά επιβατικών αυτοκινήτων μέχρι έξι (6) θέσεων δεν θεωρείται επένδυση που καλύπτει το αποθεματικό του άρθρου αυτού .
2. Επίσης, οι διατάξεις των παραγράφων 1 έως και 10 του προηγούμενου άρθρου εφαρμόζονται και για τις επιχειρήσεις οι οποίες, ανεξάρτητα από το αντικείμενο εργασιών τους, επιλέγουν για χρήση το φυσικό αέριο, με εξαίρεση τις επενδύσεις με τις οποίες καλύπτεται το αποθεματικό του άρθρου αυτού, που πρέπει να είναι οι ακόλουθες:
α) Οι δαπάνες σύνδεσης για την τροφοδοσία του ακινήτου με το δίκτυο του φυσικού αερίου.
β) Οι δαπάνες μελέτης, κατασκευής και επέκτασης εσωτερικού δικτύου φυσικού αερίου από τη μετρητική διάταξη έως τις καταναλώσεις (σωληνώσεις και όλες οι ασφαλιστικές διατάξεις).
γ) Οι δαπάνες αγοράς εξοπλισμού και συσκευών εστίασης, συσκευών παραγωγής ζεστού νερού χρήσης, συσκευών παραγωγής ζεστού νερού θέρμανσης, συσκευών παραγωγής ατμού, συσκευών κλιματισμού, πλυντηρίων, σιδερωτήριων και ξηραντήριων.
δ) Οι δαπάνες μετατροπής και προσαρμογής του εξοπλισμού για χρήση φυσικού αερίου.
ε) Οι δαπάνες για την αποκατάσταση των χώρων από τις εργασίες για την εγκατάσταση δικτύου φυσικού αερίου και του αντίστοιχου εξοπλισμού χρήσης.
3. Οι επενδύσεις της παραγράφου 2 λαμβάνονται υπόψη και για την κάλυψη του ειδικού αφορολόγητου αποθεματικού που σχηματίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του προηγούμενου άρθρου.
4. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών μπορεί να ρυθμίζεται κάθε σχετικό θέμα για την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου αυτού.
ΑΡΘΡΟ 4 - Τροποποίηση του άρθρου 12 του ν.δ. 1297/1972
Στο άρθρο 12 του ν.δ. 1297/1972 (ΦΕΚ 217Α’) προστίθεται εδάφιο, που έχει ως εξής:
«Αντίθετα, οι διατάξεις του παρόντος εφαρμόζονται στη συγχώνευση ανωνύμων εταιριών με απορρόφηση σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 68 και επόμενα του κ.ν. 2190/1920, όταν το αντικείμενο των εργασιών της απορροφώσας είναι κατά κύριο λόγο η κατασκευή ή εκμετάλλευση πάσης φύσεως ακινήτων και με την προϋπόθεση ότι το αντικείμενο εργασιών της απορροφούμενης δεν εμπίπτει σε κάποιο από αυτά τα αντικείμενα.».
ΑΡΘΡΟ 5 - Ανακύκλωση προϊόντων συσκευασίας
1. Τα κέρδη των επιχειρήσεων που λειτουργούν, μετά από έγκριση του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων, ως «Σύστημα Εναλλακτικής Διαχείρισης» που προβλέπεται από την παράγραφο 19 του άρθρου 2 του ν. 2939/2001 (ΦΕΚ 179Α') και τα οποία απομένουν μετά την αφαίρεση του τακτικού αποθεματικού και την αναγωγή του σε μικτό ποσό με την προσθήκη του αναλογούντος σε αυτό φόρου εισοδήματος, απαλλάσσονται του φόρου εισοδήματος, εφόσον εμφανισθούν σε λογαριασμό ειδικού αποθεματικού. Το αποθεματικό αυτό χρησιμοποιείται για την υποχρεωτική κάλυψη των ζημιών επόμενων χρήσεων. Αν μετά το συμψηφισμό απομένει ακάλυπτο ποσό ζημιών, μεταφέρεται σε ειδικό λογαριασμό των ιδίων κεφαλαίων, με σκοπό το συμψηφισμό του με κέρδη που θα προκύψουν στο μέλλον.
2. Οι διατάξεις της παραγράφου 4 του άρθρου 106 του Κ.Φ.Ε., έχουν εφαρμογή σε περίπτωση διανομής ή κεφαλαιοποίησης του αποθεματικού της προηγούμενης παραγράφου.
3. Στην παράγραφο 1 του άρθρου 31 του Κ.Φ.Ε. προστίθεται νέα περίπτωση λ', που έχει ως εξής:
«λ) Των παροχών σε είδος ή σε χρήμα που πραγματοποιούν οι επιχειρήσεις της παραγράφου 19 του άρθρου 2 του ν. 2939/2001 (ΦΕΚ 179Α') για τους σκοπούς του ίδιου νόμου, προς Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α.) ή άλλους αρμόδιους φορείς διαχείρισης αποβλήτων που αναφέρονται στην 69728/824/1996 (ΦΕΚ 358Β΄) Υπουργικής Απόφασης ή άλλες σχετικές διατάξεις, καθώς και των σχετικών με αυτές δαπανών που πραγματοποιούνται.»
4. Οι διατάξεις του άρθρου αυτού ισχύουν για διαχειριστικές περιόδους που κλείνουν μετά την 30η Δεκεμβρίου 2003.
ΑΡΘΡΟ 6 - Φορολογική αντιμετώπιση της υπεραξίας από πώληση ή εισφορά ακινήτων
1. Στην περίπτωση ζ΄ της παραγράφου 3 του άρθρου 28 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος προστίθενται τα ακόλουθα εδάφια, ως εξής:
«Η υπεραξία που προκύπτει από την πώληση ακινήτου επιχείρησης σε εταιρία χρηματοδοτικής μίσθωσης, για το οποίο στη συνέχεια θα συναφθεί σύμβαση χρηματοδοτικής μίσθωσης και της πωλήτριας επιχείρησης, απαλλάσσεται από το φόρο εισοδήματος, με την προϋπόθεση ότι θα εμφανισθεί σε ιδιαίτερο λογαριασμό αφορολόγητου αποθεματικού, το οποίο φορολογείται, σε περίπτωση διανομής ή διάλυσης της επιχείρησης, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις. Για τον προσδιορισμό της ανωτέρω υπεραξίας, ως τιμή πώλησης λαμβάνεται αυτή που ορίζεται στη σύμβαση. Οι διατάξεις των δύο προηγούμενων εδαφίων δεν εφαρμόζονται για συμβάσεις αγοράς ακινήτων στις οποίες αντισυμβαλλόμενος είναι εξωχώρια εταιρία.»
2. Μετά το τρίτο εδάφιο της περίπτωσης ζ' της παραγράφου 3 του άρθρου 28 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, προστίθεται νέο εδάφιο, ως εξής:
«Οι διατάξεις των δύο προηγούμενων εδαφίων εφαρμόζονται ανάλογα και για την υπεραξία που προκύπτει κατά την εισφορά ακινήτων που βρίσκονται σε Περιοχές Ολοκληρωμένης Τουριστικής Ανάπτυξης (Π.Ο.Τ.Α.) της παραγράφου 3 του άρθρου 29 του ν. 2545/1997 (ΦΕΚ 254Α'), σε επιχείρηση - φορέα ίδρυσης και εκμετάλλευσης των Π.Ο.Τ.Α.»
3. Οι διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων εφαρμόζονται για πράξεις που ενεργούνται από την 1 Ιανουαρίου 2003.
ΑΡΘΡΟ 7 - Αύξηση βασικών συντάξεων Ο.Γ.Α.
Η προβλεπόμενη από τις διατάξεις της παραγράφου 6 του άρθρου 12 του ν.2458/1997 (ΦΕΚ 15/τ.Α΄) αύξηση των ποσών των μηνιαίων βασικών συντάξεων που καταβάλλονται από τον Οργανισμό Γεωργικών Ασφαλίσεων (Ο.Γ.Α.) (ν.4169/1961), ορίζεται από 1ης Ιανουαρίου 2004 σε τριάντα ευρώ (30,00 €).
ΑΡΘΡΟ 8 - Απαλλαγή αγροτών από το φόρο μεταβίβασης
1. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 13 του ν. 634/1977 (Φ.Ε.Κ. 186 Α΄) αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«2. Συμβάσεις αγοράς ή ανταλλαγής κυριότητας γεωργικών και κτηνοτροφικών εκτάσεων, μαζί με τις εγκαταστάσεις τους που εξυπηρετούν αποκλειστικά την εκμετάλλευσή τους, απαλλάσσονται από το φόρο μεταβίβασης ακινήτων, εφόσον η μεταβίβαση γίνεται σε αγρότη».
2. Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 5 του άρθρου 13 του ν. 634/1977 αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«Στις περιπτώσεις αυτές ο αγοραστής ή οι κληρονόμοι του υποχρεούνται μέσα σε προθεσμία τριάντα (30) ημερών από την αλλαγή της χρήσης, την εκμίσθωση ή τη συμπλήρωσή της διετίας, να υποβάλουν δήλωση και να καταβάλουν εφάπαξ ολόκληρο το φόρο που αναλογεί στην κατά το χρόνο αυτό αξία της έκτασης ή στο δηλωθέν τίμημα εφόσον αυτό είναι μεγαλύτερο, με βάση τους συντελεστές που ίσχυαν κατά το χρόνο της απαλλαγής, εκτός αν ο φόρος που αναλογούσε στην αξία του ακινήτου κατά το χρόνο της απαλλαγής είναι μεγαλύτερος, οπότε καταβάλλεται ο μεγαλύτερος αυτός φόρος».
3. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 6 του άρθρου 2 του ν. 2520/1997 αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«6. Κατά την αγορά αγροτικών εκτάσεων κατά πλήρη κυριότητα ή κατ’ επικαρπία από νομικά πρόσωπα κατά κύρια απασχόληση αγρότες, όπως η έννοια ορίζεται με απόφαση του Υπουργού Γεωργίας, εφόσον αυτά έχουν σαν σκοπό τη διαχείριση κοινής αγροτικής εκμετάλλευσης, μειώνεται ο ισχύων συντελεστής φόρου μεταβίβασης ακινήτων στο ήμισυ αυτού».
4. Τα εδάφια δεύτερο, τρίτο, τέταρτο, πέμπτο, έκτο, έβδομο, όγδοο, ένατο και δέκατο της παραγράφου 2 του άρθρου 13 του ν. 634/1977 και τα εδάφια, τρίτο της παραγράφου 2 του άρθρου 1 και δεύτερο της παραγράφου 6 του άρθρου 2 του ν. 2520/1997 καταργούνται.
5. Το τέταρτο εδάφιο της παραγράφου 3 του άρθρου 1 του ν. 2520/1997, όπως τέθηκε με την παράγραφο 3 του άρθρου 70 του ν.2538/1997(ΦΕΚ 242 Α΄), αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«Ειδικότερα για την επιβολή του φόρου κληρονομιών, δωρεών, γονικών παροχών και μεταβίβασης ακινήτων εφαρμόζονται ανάλογα οι διατάξεις που ισχύουν στις περιπτώσεις άρσης της απαλλαγής.»
ΑΡΘΡΟ 9 - Απαλλαγή αγροτών από το φόρο κληρονομιών, δωρεών και γονικών παροχών
1. Η παράγραφος 1 της ενότητας Β΄ του άρθρου 26 του ν.2961/2001(ΦΕΚ 266 Α΄) αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«1. Οι αιτία θανάτου κτήσεις γεωργικής ή κτηνοτροφικής έκτασης, μαζί με τις εγκαταστάσεις που βρίσκονται πάνω σε αυτήν και εξυπηρετούν αποκλειστικά την εκμετάλλευσή της, δεν φορολογούνται αν αθροιστικώς:
α) Οι κληρονόμοι ή κληροδόχοι είναι τέκνα (από νόμιμο γάμο, εξώγαμα έναντι της μητέρας, που αναγνωρίσθηκαν έναντι του πατέρα, που νομιμοποιήθηκαν έναντι και των δύο συζύγων, θετά), σύζυγος, γονείς ή αδελφοί του κληρονομούμενου.
β) Οι κληρονόμοι ή κληροδόχοι ασχολούνται προσωπικά και κατά κύριο επάγγελμα στη γεωργία ή κτηνοτροφία, ακόμα και αν αυτοί χρησιμοποιούν επιβοηθητικά τα μέλη της οικογένειάς τους ή τρία πρόσωπα. Η καταλληλότητα της έκτασης, με τις εγκαταστάσεις που βρίσκονται πάνω σε αυτή, για γεωργική ή κτηνοτροφική εκμετάλλευση αποδεικνύεται με βεβαίωση της αρμόδιας υπηρεσίας του Υπουργείου Γεωργίας, που εκδίδεται ατελώς και επισυνάπτεται στη δήλωση κληρονομιάς.
γ) Η έκταση χρησιμοποιείται από τους κληρονόμους ή κληροδόχους αδιάλειπτα για δεκαπέντε (15) συναπτά έτη από την κτήση της, αποκλειστικά για γεωργική ή κτηνοτροφική εκμετάλλευση».
2. Οι παράγραφοι 2 και 5 της ενότητας Β του άρθρου 26 του ν. 2961/2001 καταργούνται.
3. Η παράγραφος 4 της ενότητας Β΄ του άρθρου 26 του ν. 2961/2001 αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«4. Απαγορεύεται η μεταβίβαση γεωργικής ή κτηνοτροφικής έκτασης, η οποία δεν έχει υπαχθεί σε φόρο, κατά την παράγραφο 1, πριν από την πάροδο της προθεσμίας των δεκαπέντε (15) ετών, αν δεν υποβληθεί δήλωση με την αξία που έχει αυτή κατά το χρόνο της μεταβίβασης και δεν καταβληθεί ολόκληρος ο φόρος που αναλογεί επιμεριστικά στην αξία της έκτασης αυτής. Αν η αξία της γεωργικής ή κτηνοτροφικής έκτασης κατά το χρόνο μεταβίβασης είναι μικρότερη εκείνης του χρόνου της απαλλαγής, λαμβάνεται υπόψη η μεγαλύτερη αξία. Εξαιρείται η μεταβίβαση αιτία δωρεάς ή γονικής παροχής προς τα πρόσωπα της παραγράφου 1 της ενότητας αυτής».
4. Η παράγραφος 6 της ενότητας Β΄ του άρθρου 26 του ν. 2961/2001 αντικαθίσταται ως ακολούθως :
«6. Απαγορεύεται η σύνταξη συμβολαιογραφικού εγγράφου για τη μεταβίβαση της κυριότητας ή τη σύσταση εμπράγματων δικαιωμάτων σε γεωργική ή κτηνοτροφική έκταση, η οποία δεν έχει υπαχθεί σε φόρο κατά την παράγραφο 1 της ενότητας αυτής, αν δεν προσαρτηθεί από το συμβολαιογράφο στο συμβόλαιο που συντάσσει, βεβαίωση του προϊσταμένου της αρμόδιας δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας για την υποβολή δήλωσης και την καταβολή ολόκληρου του ποσού του φόρου που επιμεριστικά αναλογεί στην έκταση».
5. Η παράγραφος 1 της ενότητας Δ του άρθρου 26 του ν. 2961/2001 αντικαθίσταται ως ακολούθως :
«1. Αν υπάρχουν συγκληρονόμοι μιας αγροτικής εκμετάλλευσης και εφόσον αυτοί, μέσα σε ένα έτος από την αιτία θανάτου κτήση, μεταβιβάσουν με οποιαδήποτε αιτία την πλήρη κυριότητα ή την επικαρπία της εκμετάλλευσης σε έναν από αυτούς αγρότη κατά την έννοια του άρθρου 1 του ν. 2520/1997 (ΦΕΚ 173 Α'), όπως ισχύει, ή αποδεχθούν με συμβολαιογραφικό έγγραφο την επί μια δεκαετία αποκλειστική διαχείριση της αγροτικής εκμετάλλευσης από έναν από αυτούς αγρότη, επιστρέφεται ο φόρος κληρονομιάς που επιμεριστικά αναλογεί στην αγροτική εκμετάλλευση και απαλλάσσεται από την επιβολή του οικείου φόρου η μεταβίβαση αυτή.
Στο συμβολαιογραφικό έγγραφο που συντάσσεται κατά τις διατάξεις του προηγούμενου εδαφίου πρέπει να γίνεται ρητή μνεία ότι η αγροτική εκμετάλλευση δεν θα μεταβιβαστεί περαιτέρω ή δεν θα συσταθούν εμπράγματα δικαιώματα επ’ αυτής πριν την παρέλευση δεκαετίας από την κτήση ή ότι ο αγρότης θα διαχειριστεί την κληρονομιαία έκταση για μια τουλάχιστον δεκαετία. Οι απαλλαγές αυτές αίρονται, αν ο αγρότης δεν διαχειριστεί την κληρονομιαία έκταση για μια τουλάχιστον δεκαετία ή μεταβιβάσει περαιτέρω αυτήν με οποιαδήποτε αιτία ή συστήσει εμπράγματα δικαιώματα πριν την πάροδο της δεκαετίας. Στις περιπτώσεις αυτές οι κληρονόμοι υποχρεούνται πριν την περαιτέρω μεταβίβαση της αγροτικής εκμετάλλευσης ή τη σύσταση εμπράγματων δικαιωμάτων επ’ αυτής ή μέσα σε προθεσμία τριάντα (30) ημερών από την παύση της διαχείρισης, να υποβάλουν τις οικείες δηλώσεις φόρου κληρονομιάς και δωρεάς ή γονικής παροχής ή μεταβίβασης με την κατά το χρόνο αυτόν αξία της αγροτικής εκμετάλλευσης. Απαγορεύεται η σύνταξη συμβολαιογραφικού εγγράφου, με το οποίο μεταβιβάζεται η κυριότητα ή συνιστώνται εμπράγματα δικαιώματα επί της αγροτικής εκμετάλλευσης, που έτυχε απαλλαγής κατά τα προηγούμενα εδάφια, αν δεν προσαρτηθεί από το συμβολαιογράφο στο συμβόλαιο που συντάσσει βεβαίωση του προϊσταμένου της αρμόδιας δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας ότι υποβλήθηκαν οι οικείες δηλώσεις και καταβλήθηκε ολόκληρο το ποσό του φόρου που αναλογεί Οι διατάξεις των προηγούμενων εδαφίων δεν έχουν εφαρμογή στις περιπτώσεις αναγκαστικού πλειστηριασμού ή αναγκαστικής απαλλοτρίωσης για δημόσια ωφέλεια ολόκληρης της έκτασης ή τμήματος αυτής ή θανάτου του αγρότη, εφόσον η δεκαετία συμπληρωθεί στο πρόσωπο των κληρονόμων αυτού. Αν η παύση της διαχείρισης από τον αγρότη πριν από την παρέλευση δεκαετίας συνίσταται σε ανέγερση κτισμάτων που δεν εξυπηρετούν την αγροτική εκμετάλλευση, για την οποία απαιτείται η έκδοση άδειας της αρμόδιας πολεοδομικής υπηρεσίας, η άδεια αυτή δεν χορηγείται, αν δεν προσκομιστεί το πιστοποιητικό της αρμόδιας δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας, ότι υποβλήθηκαν οι οικείες δηλώσεις και καταβλήθηκε ολόκληρος ο φόρος κληρονομιάς και δωρεάς, γονικής παροχής ή μεταβίβασης».
6. Το τρίτο εδάφιο της ενότητας Ε του άρθρου 26 του ν.2961/2001 αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«Ειδικότερα για την επιβολή του φόρου κληρονομιών, δωρεών και γονικών παροχών εφαρμόζονται ανάλογα οι διατάξεις που ισχύουν στις περιπτώσεις άρσης της απαλλαγής.»
ΑΡΘΡΟ 10 - Στεγαστικό Επίδομα Φοιτητών
1. Στους προπτυχιακούς φοιτητές των Ανωτάτων και Ανωτέρων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων καθώς και των Ανώτερων Σχολών Τουριστικών Επαγγελμάτων και των Ακαδημιών Εμπορικού Ναυτικού της Ελλάδος, καθώς και των σχολών της Κύπρου που περιλαμβάνονται στο σύστημα των Πανελλαδικών Εξετάσεων, Έλληνες υπηκόους ή υπηκόους άλλων χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, χορηγείται ετήσιο στεγαστικό επίδομα ίσο με χίλια (1000) ΕΥΡΩ. Δεν δικαιούνται του επιδόματος αυτού όσοι φοιτούν για την απόκτηση δεύτερου πτυχίου.
2. Προϋποθέσεις χορήγησης του επιδόματος αυτού αθροιστικά είναι οι εξής:
α) ο φοιτητής να διαμένει σε μισθωμένη οικία λόγω των σπουδών του, σε πόλη άλλη της κύριας κατοικίας του στην οποία οι γονείς του ή ο ίδιος δεν έχουν πλήρη κυριότητα ή επικαρπία άλλης κατοικίας, με εξαίρεση τον νομό Αττικής και το πολεοδομικό συγκρότημα Θεσσαλονίκης, που θεωρούνται ως μία πόλη.
β) να αποδεικνύεται η φοίτησή τους με πιστοποιητικό της σχολής ή τμήματος στο οποίο βεβαιώνεται ότι είχε επιτυχία στις εξετάσεις τουλάχιστον στα μισά του συνολικού αριθμού των μαθημάτων του, που προβλέπεται στο ενδεικτικό πρόγραμμα σπουδών του προηγούμενου έτους ή των αντίστοιχων δύο εξαμήνων, εκτός του πρώτου έτους για το οποίο απαιτείται μόνο πιστοποιητικό εγγραφής.
γ) το ετήσιο οικογενειακό εισόδημα του προηγούμενου έτους, να μην υπερβαίνει τα τριάντα χιλιάδες (30.000) ευρώ προσαυξανόμενο κατά τρεις χιλιάδες ευρώ (3.000) για κάθε προστατευόμενο παιδί πέραν του ενός. Ως ετήσιο οικογενειακό επίδομα θεωρείται το συνολικό ετήσιο φορολογούμενο πραγματικό ή τεκμαρτό, καθώς και το απαλλασσόμενο ή φορολογούμενο με ειδικό τρόπο εισόδημα του φορολογούμενου, της συζύγου του και των ανήλικων τέκνων του από κάθε πηγή. Η εν λόγω εισοδηματική ενίσχυση δεν λαμβάνεται υπόψη για τον προσδιορισμό του ετήσιου οικογενειακού εισοδήματος με βάση το οποίο χορηγείται.
δ) οι γονείς του φοιτητή ή ο ίδιος να μην είναι κύριος ή επικαρπωτής κύριας κατοικίας που υπερβαίνει τα διακόσια (200) τ.μ , με εξαίρεση κατοικίες ή διαμερίσματα που βρίσκονται σε δήμο ή κοινότητα με πληθυσμό λιγότερο των τριών (3.000) χιλιάδων κατοίκων όπως οι Οργανισμοί αυτοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης προβλέπονταν πριν από την ισχύ του νόμου 2539/1997 (ΦΕΚ 244Α΄).
3. Δικαιούχος του επιδόματος είναι το πρόσωπο που θεωρείται ότι βαρύνει ο φοιτητής, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 7 του ν.2238/1994, διαφορετικά ο ίδιος ο φοιτητής.
4. Το επίδομα χορηγείται για τόσα έτη όσα είναι και τα έτη σπουδών της αντίστοιχης σχολής ή τμήματος, σύμφωνα με τον κανονισμό λειτουργίας τους, η διάρκεια δε αυτών βεβαιώνεται στο πιστοποιητικό καλής επίδοσης που χορηγείται στο φοιτητή.
5. Το επίδομα δεν κατάσχεται, χορηγείται ολόκληρο χωρίς καμία κράτηση υπέρ του Δημοσίου ή τρίτου και δεν υπόκειται σε φορολογία.
6. Αν μετά από έλεγχο αποδειχθεί ότι το επίδομα εισπράχθηκε από μη δικαιούχο, λόγω μη συνδρομής των προϋποθέσεων, αυτό καταλογίζεται στο τριπλάσιο και επιδιώκεται η επιστροφή του στο δημόσιο, κατά τις διατάξεις του ΚΕΔΕ.
7. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, καθορίζεται ο τρόπος πληρωμής του ανωτέρω επιδόματος, ο χρόνος πληρωμής του, τα απαιτούμενα δικαιολογητικά, η Αρχή ελέγχου και εκκαθάρισης της δαπάνης, η Αρχή πληρωμής αυτής, ο τρόπος λογιστικής τακτοποίησης, καθώς και κάθε άλλο σχετικό θέμα για την εφαρμογή του άρθρου αυτού.
ΑΡΘΡΟ 11 - Επίδομα ανέργων γονέων με παιδιά στη στοιχειώδη και μέση εκπαίδευση
1. Στους άνεργους για χρονικό διάστημα άνω των έξι μηνών γονείς παιδιών, που είναι μαθητές στη στοιχειώδη και μέση εκπαίδευση χορηγείται ετήσιο επίδομα εκατόν πενήντα ΕΥΡΩ ανά μαθητή.
2. Προϋποθέσεις χορήγησης του επιδόματος αυτού είναι:
α) ο μαθητής να παρακολουθεί μαθήματα σε οποιοδήποτε δημοτικό σχολείο στοιχειώδους ή μέσης εκπαίδευσης της ημεδαπής, που αποδεικνύεται από πιστοποιητικό που εκδίδεται από το σχολείο αυτό.
β) να μην υπερβαίνει το δέκατο όγδοο έτος της ηλικίας του.
γ) ο ένας τουλάχιστον από τους γονείς του να είναι άνεργος, που αποδεικνύεται από σχετικά στοιχεία του Ο.Α.Ε.Δ.
δ) ο ένας τουλάχιστον από τους γονείς να έχει την ελληνική υπηκοότητα.
ε) το ετήσιο οικογενειακό εισόδημα να μην υπερβαίνει τα 5.000 ευρώ. Ως ετήσιο οικογενειακό εισόδημα νοείται το συνολικού ετήσιο φορολογούμενο πραγματικό ή τεκμαρτό, καθώς και το απαλλασσόμενο ή φορολογούμενο με ειδικό τρόπο εισόδημα του φορολογούμενου, της συζύγου του και των ανήλικων τέκνων του, από κάθε πηγή. Η εν λόγω εισοδηματική ενίσχυση του οικογενειακού εισοδήματος με βάση το οποίο χορηγείται αυτή.
3. Δικαιούχος του επιδόματος είναι ο άνεργος γονέας ή σε περίπτωση που και οι δύο είναι άνεργοι, ο πατέρας. Ελλείψει των γονέων, δικαιούχος του επιδόματος είναι ο ασκών τη γονική μέριμνα εφόσον είναι άνεργος.
4. Το επίδομα δεν κατάσχεται και καταβάλλεται χωρίς καμία κράτηση υπέρ του Δημοσίου ή τρίτου.
5. Σε περίπτωση είσπραξης του επιδόματος από μη δικαιούχο, λόγω μη συνδρομής των προϋποθέσεων που αναφέρθηκαν, εφόσον αποδειχθεί από επιγενόμενο έλεγχο, αυτό καταλογίζεται στο τριπλάσιο και επιδιώκεται η επιστροφή του στο Δημόσιο κατά τις διατάξεις του Κ.Ε.Δ.Ε.
6. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας Οικονομικών και Εργασίας Κοινωνικών Ασφαλίσεων καθορίζονται ο τρόπος και ο χρόνος πληρωμής του ανωτέρω επιδόματος, τα απαιτούμενα δικαιολογητικά, η Αρχή ελέγχου και εκκαθάρισης της δαπάνης, η Αρχή πληρωμής, καθώς και κάθε άλλη διαδικαστική λεπτομέρεια εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου αυτού.
ΑΡΘΡΟ 12 - Απαλλαγή πολυτέκνων από το τέλος ταξινόμησης επιβατικών αυτοκινήτων
1. Το άρθρο 36 του ν. 1563/1985( ΦΕΚ 151 Α’) αντικαθίσταται ως εξής:
«Αυτοκίνητα για τη μεταφορά προσώπων, με κυλινδρισμό κινητήρα μέχρι και 2000 κυβικά εκατοστά, που παραλαμβάνονται για προσωπική και οικογενειακή χρήση από πολύτεκνους γονείς, που έχουν κατά το χρόνο της παραλαβής τέσσερα (4) τουλάχιστον ανήλικα παιδιά, απαλλάσσονται από το προβλεπόμενο τέλος ταξινόμησης.
Για αυτοκίνητα με κυλινδρισμό κινητήρα άνω των 2000 κυβικών εκατοστών η απαλλαγή περιορίζεται στο 50% του τέλους ταξινόμησης.
Η απαλλαγή αυτή παρέχεται μόνο για μία φορά και για ένα αυτοκίνητο κατά οικογένεια.
Σε περίπτωση μεταβίβασης, μίσθωσης, ενεχύρου, χρησιδανείου ή παραχώρησης με οποιονδήποτε άλλο τρόπο της χρήσης των παραπάνω αυτοκινήτων πριν από τη συμπλήρωση τριετίας από την παραλαβή, εισπράττεται το τέλος ταξινόμησης που αναλογεί κατά το χρόνο της μεταβίβασης ή η διαφορά μεταξύ του τέλους αυτού και του τέλους ταξινόμησης που έχει καταβληθεί.
Αν η μεταβίβαση , η μίσθωση, το ενέχυρο, το χρησιδάνειο ή η παραχώρηση με οποιονδήποτε άλλο τρόπο της χρήσης των αυτοκινήτων αυτών γίνεται χωρίς την άδεια της τελωνειακής αρχής εισπράττεται το τέλος ταξινόμησης της προηγούμενης παραγράφου καθώς και πρόσθετο τέλος ίσο με το 1/4 του ακέραιου συντελεστή του τέλους ταξινόμησης που αναλογεί στο αυτοκίνητο.
Σε περίπτωση ολικής καταστροφής των ως άνω παραλαμβανόμενων αυτοκινήτων θα επιτρέπεται η αντικατάσταση αυτών, με τη συνδρομή των προϋποθέσεων της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου.
Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών καθορίζονται οι λεπτομέρειες εφαρμογής του άρθρου αυτού».
ΑΡΘΡΟ 13 - Απαλλαγή από το φόρο επιχειρήσεων σε μικρά χωριά
Στην παράγραφο 1 του άρθρου 9 του Κ.Φ.Ε. προστίθεται τελευταίο εδάφιο ως εξής:
«Η κλίμακα (α) εφαρμόζεται ειδικά και στις ατομικές εμπορικές επιχειρήσεις που είναι εγκατεστημένες σε οικισμούς με πληθυσμό, σύμφωνα με την τελευταία απογραφή, κάτω από χίλιους (1.000) κατοίκους, εκτός αν οι οικισμοί αυτοί έχουν χαρακτηρισθεί τουριστικοί τόποι.».
ΑΡΘΡΟ 14 - Τεκμήρια δαπανών διαβίωσης αυτοκινήτων
1. Στο άρθρο 18 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος οι περιπτώσεις θ, ι και ια αναριθμούνται σε ιβ, ιγ και ιδ αντίστοιχα, η περίπτωση η’ αντικαθίσταται και προστίθενται νέες περιπτώσεις θ, ι και ια, ως εξής:
«η) Προκειμένου για τεκμαρτή δαπάνη που προκύπτει με βάση επιβατικά αυτοκίνητα ιδιωτικής χρήσης κυριότητας ή κατοχής του φορολογουμένου, της συζύγου του και των προσώπων που τους βαρύνουν τα οποία έχουν αποκτηθεί μέχρι την 31.12.1992.
θ) Προκειμένου για τεκμαρτή δαπάνη η οποία προκύπτει με βάση ένα ή περισσότερα επιβατικά αυτοκίνητα ιδιωτικής χρήσης μέχρι και δεκατέσσερις (14) φορολογήσιμους ίππους, κυριότητας ή κατοχής του φορολογουμένου, της συζύγου του και προσώπων που τους βαρύνουν, που έχουν αποκτηθεί από 1.1.1993 μέχρι την 31.12.2003. Επίσης, προκειμένου για τεκμαρτή δαπάνη που προκύπτει με βάση επιβατικά αυτοκίνητα ιδιωτικής χρήσης άνω των δεκατεσσάρων (14) φορολογήσιμων ίππων που έχουν αποκτηθεί το ίδιο χρονικό διάστημα, εφόσον η εργοστασιακή τιμολογιακή αξία του έτους πρώτης κυκλοφορίας τους, μειωμένη λόγω παλαιότητας κατά τα ποσοστά της κλίμακας της παραγράφου 1 του άρθρου 126 του ν. 2960/2001 (ΦΕΚ 265Α’) δεν υπερβαίνει το ποσό των πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ.
ι) Προκειμένου για τεκμαρτή δαπάνη που προκύπτει με βάση επιβατικά αυτοκίνητα ιδιωτικής χρήσης κυριότητας ή κατοχής του φορολογουμένου της συζύγου του και των προσώπων που τους βαρύνουν, τα οποία αποκτώνται από την 1.1.2004 και εφεξής και η εργοστασιακή τιμολογιακή αξία του έτους πρώτης κυκλοφορίας τους μειωμένη λόγω παλαιότητας κατά τα ποσοστά της κλίμακας της παραγράφου 1 του άρθρου 126 του ν. 2960/2001 (ΦΕΚ 265Α) δεν υπερβαίνει το ποσό των πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ.
ια) Οι περιπτώσεις η, θ και ι του παρόντος άρθρου έχουν ανάλογη εφαρμογή και στα εδάφια τρίτο, τέταρτο, πέμπτο, δέκατο πέμπτο και δέκατο έκτο της περίπτωσης β’ της παραγράφου 1 του άρθρου 16.».
2. Τα τρία τελευταία εδάφια της περίπτωσης β’ της παραγράφου 1 του άρθρου 16 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος καταργούνται.
3. Οι διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων έχουν εφαρμογή από 1η Ιανουαρίου 2003.
ΑΡΘΡΟ 15 - Κατάργηση εισφοράς ναών
Καταργείται η εισφορά που προβλέπεται από τις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 2 του α.ν. 536/1945 (ΦΕΚ Α 226).
Η ισχύς του άρθρου αυτού αρχίζει από 1 Ιανουαρίου 2004.
Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο Β’
ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ
ΑΡΘΡΟ 16 - Σύστημα επιλογής ελέγχου υποθέσεων
1. Στο άρθρο 66 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος προστίθενται παράγραφοι 11, 12 και 13 ως εξής:
«11. Καθιερώνεται Σύστημα Επιλογής Υποθέσεων για τακτικό φορολογικό έλεγχο, το οποίο στηρίζεται σε κλίμακα μορίων.
Η κλίμακα αυτή διαμορφώνεται κάθε χρόνο από τη συγκέντρωση, επεξεργασία και αξιολόγηση:
α. Των παραβάσεων και παραλείψεων των διατάξεων της φορολογικής και τελωνειακής νομοθεσίας, ανάλογα με το είδος, τη βαρύτητα και τη συχνότητα εμφάνισής τους.
β. Των δεδομένων που προκύπτουν από τις υποβληθείσες δηλώσεις και καταστάσεις όλων των φορολογιών.
γ. Των στοιχείων και πληροφοριών που είναι διαθέσιμα στο Υπουργείο Οικονομίας και Οικονομικών από κάθε πηγή.
12. Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, που εκδίδονται το Σεπτέμβριο κάθε έτους για τους ελέγχους που θα διενεργηθούν το επόμενο έτος, καθορίζονται:
α. Οι παραβάσεις ή παραλείψεις, τα στοιχεία και γενικά τα κριτήρια που λαμβάνονται υπόψη για τον καθορισμό των προς έλεγχο υποθέσεων, τα μόρια που αντιστοιχούν, ο χρόνος έναρξης των διατάξεων της προηγούμενης παραγράφου, καθώς και κάθε άλλο σχετικό θέμα για την εφαρμογή των διατάξεων αυτών.
β. Υποθέσεις για έλεγχο ανά κλάδο δραστηριότητας ή ανά ελεγκτική αρχή ή ανά γεωγραφική περιοχή, σε συνδυασμό με τα παραπάνω οριζόμενα κριτήρια. Με όμοια απόφαση μπορεί να ορίζεται και τυχαίο δείγμα υπαγόμενο σε έλεγχο υποθέσεων, ανεξάρτητα από τα παραπάνω οριζόμενα κριτήρια.
13. Ελέγχονται υποχρεωτικά:
α Δηλώσεις με ακαθάριστα έσοδα άνω των 30.000.000 ευρώ καθώς και δηλώσεις επιχειρήσεων που είναι εισηγμένες στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών ή αλλοδαπά χρηματιστήρια, ελέγχονται υποχρεωτικά και β. υποθέσεις για τις οποίες έχουν περιέλθει στις ελεγκτικές υπηρεσίες στοιχεία από τις διασταυρώσεις του πληροφοριακού συστήματος ή από ελέγχους σε τρίτες επιχειρήσεις, για απόκρυψη φορολογητέας ύλης ή διάπραξη φορολογικών αδικημάτων.»
2. Οι διατάξεις των παραγράφων 11, 12 και 13 του άρθρου 66 του ν.2238/1994 ισχύουν ανάλογα και για τις λοιπές φορολογίες.
ΑΡΘΡΟ 17 -Προσδιορισμός ακαθάριστου εισοδήματος εμπορικών επιχειρήσεων
1. Το πρώτο εδάφιο της περίπτωσης α’ της παραγράφου 2 του άρθρου 30 του ν. 2238/1994 αντικαθίσταται ως εξής:
«Για επιχειρήσεις που τηρούν βιβλία και στοιχεία δεύτερης ή τρίτης κατηγορίας του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων (Κ.Β.Σ.), τα ακαθάριστα έσοδα εξευρίσκονται με βάση τα δεδομένα των βιβλίων και στοιχείων εφόσον πρόκειται για διαχειριστικές περιόδους που δεν βαρύνονται με οποιαδήποτε παράβαση της φορολογικής ή τελωνειακής νομοθεσίας ή βαρύνονται με παραβάσεις γενικά που δεν επηρεάζουν τον προσδιορισμό των ακαθαρίστων εσόδων κατά τα οριζόμενα στην περίπτωση δ.»
2. Το πρώτο εδάφιο της περίπτωσης β’ της παραγράφου 2 του άρθρου 30 του ν. 2238/1994 αντικαθίσταται ως εξής:
«Για επιχειρήσεις που τηρούν βιβλία και στοιχεία πρώτης κατηγορίας του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων, εξαιρουμένων αυτών που είχαν υποχρέωση τήρησης βιβλίων και στοιχείων ανώτερης κατηγορίας, τα ακαθάριστα έσοδα εξευρίσκονται με την προσθήκη του μικτού κέρδους στο συνολικό κόστος των εμπορεύσιμων αγαθών, χωρίς φόρο προστιθέμενης αξίας, τα οποία αγοράστηκαν μέσα στη χρήση ή των έτοιμων προϊόντων που έχουν παραχθεί από τις πρώτες και βοηθητικές ύλες που αγοράστηκαν μέσα στην ίδια χρήση, εφόσον πρόκειται για διαχειριστικές περιόδους που δεν βαρύνονται με οποιαδήποτε παράβαση της φορολογικής ή τελωνειακής νομοθεσίας ή βαρύνονται με παραβάσεις γενικά που δεν επηρεάζουν το ανωτέρων κατά περίπτωση συνολικό κόστος, κατά τα οριζόμενα στην περίπτωση ε».
3. Το πρώτο εδάφιο της περίπτωσης γ΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 30 του ν.2238/1994 αντικαθίσταται ως εξής:
«Με την επιφύλαξη των διατάξεων της περίπτωσης στ’, για επιχειρήσεις που δεν τηρούν βιβλία και στοιχεία του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων επειδή δεν έχουν σχετική υποχρέωση ή δεν τηρούν αν και ήταν υπόχρεοι ή δεν διαφυλάττουν τα βιβλία ή στοιχεία της περίπτωσης στ΄ της παραγράφου 4 του άρθρου 30 του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων ή τηρούν βιβλία και στοιχεία Α’ κατηγορίας του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων ενώ ήταν υπόχρεοι σε τήρηση βιβλίων και στοιχείων Β’ ή Γ’ κατηγορίας του Κώδικα αυτού, τα ακαθάριστα έσοδα προσδιορίζονται εξωλογιστικά με βάση τα στοιχεία και τις πληροφορίες που διαθέτει ο προϊστάμενος της αρμόδιας ελεγκτικής υπηρεσίας για την έκταση της συναλλακτικής δράσης και τις συνθήκες λειτουργίας της επιχείρησης.»
4. Στην παράγραφο 2 του άρθρου 30 του ν. 2238/1994 προστίθενται περιπτώσεις δ΄, ε’, και στ’ ως εξής:
«δ) Για επιχειρήσεις που τηρούν βιβλία και στοιχεία δεύτερης ή τρίτης κατηγορίας του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων, καθώς και για επιχειρήσεις που τηρούν βιβλία δεύτερης κατηγορίας, ενώ είχαν υποχρέωση τήρησης βιβλίων τρίτης κατηγορίας του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων, με παραβάσεις της φορολογικής ή τελωνειακής νομοθεσίας που επηρεάζουν τα ακαθάριστα έσοδα, τα ακαθάριστα έσοδα προσδιορίζονται με την εφαρμογή Συντελεστή Προσδιορισμού Διαφορών Ακαθαρίστων Εσόδων (Σ.Π.Δ.Α.Ε.) στο άθροισμα των ακαθαρίστων εσόδων που προκύπτουν από τα βιβλία και τα στοιχεία πλέον των εσόδων που έχουν αποκρυφθεί στην ίδια διαχειριστική περίοδο και την προσθήκη στο ανωτέρω άθροισμα των διαφορών που προκύπτουν από την εφαρμογή του παραπάνω συντελεστή.
Κάθε ένας από τους πιο πάνω συντελεστές αντιστοιχεί σε συγκεκριμένο κλιμάκιο μορίων τα οποία προκύπτουν με βάση τις φορολογικές ή τελωνειακές παραβάσεις που βαρύνουν την οικεία διαχειριστική περίοδο. Οι διαφορές ακαθαρίστων εσόδων που προκύπτουν με την εφαρμογή των κατά περίπτωση Συντελεστών Προσδιορισμού Διαφορών Ακαθαρίστων Εσόδων δεν μπορεί να είναι μικρότερες από συγκεκριμένα, ανά κλιμάκιο μορίων, Ελάχιστα Ποσά Διαφορών Ακαθαρίστων Εσόδων.
Οι κατά τα ανωτέρω Συντελεστές Προσδιορισμού Διαφορών Ακαθαρίστων Εσόδων και τα Ελάχιστα Ποσά Διαφορών Ακαθαρίστων Εσόδων, ανά κλιμάκιο μορίων, ορίζονται σύμφωνα με τον ακόλουθο Πίνακα:
ΠΙΝΑΚΑΣ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΑΚΑΘΑΡΙΣΤΩΝ ΕΣΟΔΩΝ | ||
Κλιμάκια Μορίων | Συντελεστές Προσδιορισμού Διαφορών Ακαθαρίστων Εσόδων επί τοις εκατό (%) | Ελάχιστα Ποσά Διαφορών Ακαθαρίστων Εσόδων (σε ευρώ) |
1 - 200 | 0,5 | 1000 |
201 - 500 | 1 | 2000 |
501 - 1000 | 1.5 | 4000 |
1001 - 2000 | 2 | 6000 |
2001 - 4000 | 3 | 8000 |
4001 - 7000 | 5 | 10.000 |
7001 - 10000 | 7 | 15.000 |
10001 - 25000 | 10 | 20.000 |
25001 - 50000 | 13 | 25.000 |
50001 - 100000 | 16 | 30.000 |
100001 - άνω | 20 | 40.000 |
Ο Συντελεστής Προσδιορισμού Διαφορών Ακαθαρίστων Εσόδων δεν μπορεί να είναι μικρότερος από το ποσοστό των ακαθαρίστων εσόδων που έχουν αποκρύβει σε σχέση με τα δηλωθέντα ακαθάριστα έσοδα, τα οποία προκύπτουν από τα βιβλία και στοιχεία του επιτηδευματία.
Εφόσον ο Συντελεστής Προσδιορισμού Διαφορών Ακαθαρίστων Εσόδων με βάση τον παραπάνω πίνακα είναι μεγαλύτερος από 10 και συγχρόνως το ποσοστό των αποκρυβέντων ακαθαρίστων εσόδων σε σχέση με τα δηλωθέντα ακαθάριστα έσοδα είναι μικρότερο από 10, τότε ως τελικός Συντελεστής Προσδιορισμού Διαφορών Ακαθαρίστων Εσόδων εφαρμόζεται το πενταπλάσιο του παραπάνω ποσοστού, χωρίς ο τελικός αυτός Συντελεστής να μπορεί να είναι μικρότερος του 10 και μεγαλύτερος από το Συντελεστή Προσδιορισμού Διαφορών Ακαθαρίστων Εσόδων με βάση τον πίνακα.
Δεν εφαρμόζονται οι Συντελεστές Προσδιορισμού Διαφορών Ακαθαρίστων Εσόδων αλλά το ελάχιστο ποσό διαφορών ακαθαρίστων εσόδων που αντιστοιχεί στο πρώτο κλιμάκιο μορίων του παραπάνω πίνακα (1 – 200), στις περιπτώσεις μη έκδοσης ή ανακριβούς έκδοσης και μη καταχώρησης ή ανακριβούς καταχώρησης μέχρι και τριών (3) φορολογικών στοιχείων στην ίδια χρήση συνολικής αξίας μέχρι χίλια (1.000) ευρώ, που διαπιστώνονται από τον ίδιο έλεγχο.
Οι παραβάσεις της φορολογικής ή τελωνειακής νομοθεσίας που επηρεάζουν τον προσδιορισμό των ακαθαρίστων εσόδων και τα αντίστοιχα μόρια που επισύρουν ανάλογα με το είδος και τη βαρύτητα τους, ανά κωδικό κάθε παράβασης, ορίζονται σύμφωνα με τον ακόλουθο Πίνακα:
ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΑΡΑΒΑΣΕΩΝ ΚΑΙ ΜΟΡΙΩΝ ΠΑΡΑΒΑΣΕΩΝ ΠΟΥ ΕΠΗΡΕΑΖΟΥΝ ΤΑ ΑΚΑΘΑΡΙΣΤΑ ΕΣΟΔΑ | ||
ΚΩΔΙΚΟΣ ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ | ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ | ΜΟΡΙΑ ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ |
100 | Μη τήρηση βιβλίων | |
100101 | Πρόσθετων βιβλίων των παραγράφων 1 και 5 του άρθρου 10 του Κ.Β.Σ. | 1350 |
101 | Ανακριβής τήρηση βιβλίων ως προς τα έσοδα ή ανακριβής ή μη καταχώρηση δεδομένων στα πρόσθετα βιβλία που επηρεάζουν τα έσοδα | |
101100 | Βασικών βιβλίων στα οποία διενεργούνται πρωτογενείς εγγραφές | 300 |
101101 | Πρόσθετων βιβλίων των παραγράφων 1 και 5 του άρθρου 10 του Κ.Β.Σ. | 300 |
102 | Ανακριβής τήρηση βιβλίων ως προς τις αγορές ή ανακριβής ή μη καταχώρηση στα πρόσθετα βιβλία δεδομένων που επηρεάζουν τις αγορές | |
102100 | Βασικών βιβλίων στα οποία διενεργούνται πρωτογενείς εγγραφές | 300 |
102102 | Πρόσθετων βιβλίων της παραγράφου 1 του άρθρου 10 του Κ.Β.Σ. | 300 |
103 | Μη διαφύλαξη βιβλίων ή μη επίδειξη βιβλίων μετά από πρόσκληση τακτικού ελέγχου | |
103101 | Πρόσθετων βιβλίων των παραγράφων 1 και 5 του άρθρου 10 του Κ.Β.Σ. | 1350 |
109 | Μη επίδειξη βιβλίων στον προληπτικό έλεγχο | |
109101 | Πρόσθετων βιβλίων των παραγράφων 1 και 5 του άρθρου 10 του Κ.Β.Σ. | 900 |
200 | Μη έκδοση στοιχείων | |
200100 | Απόδειξης λιανικής πώλησης – Απόδειξης παροχής υπηρεσιών | 450 |
200101 | Τιμολογίου, εκκαθάρισης ή άλλου στοιχείου που επέχει θέση τιμολογίου | 450 |
200102 | Μεταφοράς του άρθρου 16 του Κ.Β.Σ. | 480 |
200103 | Ειδικών στοιχείων του άρθρου 13 α του Κ.Β.Σ. | 450 |
200104 | Στοιχείου αυτοπαράδοσης | 150 |
200105 | Τιμολογίου αγοράς | 450 |
200106 | Τιμολογίου της παραγράφου 3 του άρθρου 12 του Κ.Β.Σ. | 300 |
200107 | Τιμολογίου της παραγράφου 5 του άρθρου 12 του Κ.Β.Σ. | 450 |
200108 | Πιστωτικού τιμολογίου- απόδειξης επιστροφής | 300 |
200109 | Ποσοτικής παραλαβής της παραγράφου 1 του άρθρου 10 του Κ.Β.Σ. | 300 |
200110 | Δελτίου αποστολής – συγκεντρωτικού δελτίου αποστολής | 450 |
200112 | Εισιτηρίου γενικά | 300 |
201 | Ανακριβής έκδοση στοιχείων | |
201100 | Απόδειξης λιανικής πώλησης – Απόδειξης παροχής υπηρεσιών | 300 |
201101 | Τιμολογίου, εκκαθάρισης ή άλλου στοιχείου που επέχει θέση τιμολογίου | 300 |
201102 | Μεταφοράς του άρθρου 16 του Κ.Β.Σ. | 300 |
201103 | Ειδικών στοιχείων του άρθρου 13 α του Κ.Β.Σ. | 300 |
201104 | Στοιχείου αυτοπαράδοσης | 75 |
201105 | Τιμολογίου αγοράς | 300 |
201106 | Τιμολογίου της παραγράφου 3 του άρθρου 12 του Κ.Β.Σ. | 300 |
201107 | Τιμολογίου της παραγράφου 5 του άρθρου 12 του Κ.Β.Σ. | 300 |
201108 | Πιστωτικού τιμολογίου- απόδειξης επιστροφής | 150 |
201109 | Ποσοτικής παραλαβής της παραγράφου 1 του άρθρου 10 του Κ.Β.Σ. | 225 |
201110 | Δελτίου αποστολής – συγκεντρωτικού δελτίου αποστολής | 300 |
201112 | Εισιτηρίου γενικά | 225 |
202 | Έκδοση αθεώρητου στοιχείου μη καταχωρημένου στα βιβλία | |
202100 | Απόδειξης λιανικής πώλησης – Απόδειξης παροχής υπηρεσιών | 360 |
202101 | Τιμολογίου, εκκαθάρισης ή άλλου στοιχείου που επέχει θέση τιμολογίου | 360 |
202102 | Μεταφοράς του άρθρου 16 του Κ.Β.Σ. | 360 |
202103 | Ειδικών στοιχείων του άρθρου 13 α του Κ.Β.Σ. | 360 |
202104 | Στοιχείου αυτοπαράδοσης | 120 |
202105 | Τιμολογίου αγοράς | 360 |
202106 | Τιμολογίου της παραγράφου 3 του άρθρου 12 του Κ.Β.Σ. | 240 |
202107 | Τιμολογίου της παραγράφου 5 του άρθρου 12 του Κ.Β.Σ. | 360 |
202108 | Πιστωτικού τιμολογίου- απόδειξης επιστροφής | 240 |
202109 | Ποσοτικής παραλαβής της παραγράφου 1 του άρθρου 10 του Κ.Β.Σ. | 240 |
202110 | Δελτίου αποστολής – συγκεντρωτικού δελτίου αποστολής | 360 |
202112 | Εισιτηρίου γενικά | 240 |
203 | Μη διαφύλαξη στοιχείων | |
203100 | Απόδειξης λιανικής πώλησης – Απόδειξης παροχής υπηρεσιών | 300 |
203101 | Τιμολογίου, εκκαθάρισης ή άλλου στοιχείου που επέχει θέση τιμολογίου | 300 |
203102 | Μεταφοράς του άρθρου 16 του Κ.Β.Σ. | 300 |
203103 | Ειδικών στοιχείων του Κ.Β.Σ ή υπουργικών αποφάσεων. | 300 |
203104 | Στοιχείου αυτοπαράδοσης | 100 |
203105 | Τιμολογίου αγοράς | 300 |
203106 | Τιμολογίου της παραγράφου 3 του άρθρου 12 του Κ.Β.Σ. | 200 |
203107 | Τιμολογίου της παραγράφου 5 του άρθρου 12 του Κ.Β.Σ. | 300 |
203108 | Πιστωτικού τιμολογίου- απόδειξης επιστροφής | 200 |
203109 | Ποσοτικής παραλαβής της παραγράφου 1 του άρθρου 10 του Κ.Β.Σ. | 200 |
203110 | Δελτίου αποστολής – συγκεντρωτικού δελτίου αποστολής | 300 |
203112 | Εισιτηρίου γενικά | 200 |
204 | Έκδοση εικονικού- έκδοση πλαστού- νόθευση φορολογικού στοιχείου | |
204100 | Απόδειξης λιανικής πώλησης – Απόδειξης παροχής υπηρεσιών | 600 |
204101 | Τιμολογίου, εκκαθάρισης ή άλλου στοιχείου που επέχει θέση τιμολογίου | 600 |
204102 | Μεταφοράς του άρθρου 16 του Κ.Β.Σ. | 600 |
204103 | Ειδικών στοιχείων του άρθρου 13 α του Κ.Β.Σ. | 600 |
204104 | Στοιχείου αυτοπαράδοσης | 300 |
204105 | Τιμολογίου αγοράς | 600 |
204106 | Τιμολογίου της παραγράφου 3 του άρθρου 12 του Κ.Β.Σ. | 300 |
204107 | Τιμολογίου της παραγράφου 5 του άρθρου 12 του Κ.Β.Σ. | 600 |
204108 | Πιστωτικού τιμολογίου- απόδειξης επιστροφής | 450 |
204109 | Ποσοτικής παραλαβής της παραγράφου 1 του άρθρου 10 του Κ.Β.Σ. | 450 |
204110 | Δελτίου αποστολής – συγκεντρωτικού δελτίου αποστολής | 600 |
204112 | Εισιτηρίου γενικά | 300 |
204199 | Για κάθε παράβαση από κωδικό 204100 έως 204112 για αξία ανύπαρκτης συναλλαγής μεγαλύτερη των 880 ευρώ | 1.800 |
206 | Έκδοση – σήμανση στοιχείου από μη νόμιμο φορολογικό μηχανισμό, μη καταχωρημένο στα βιβλία | |
206100 | Απόδειξης λιανικής πώλησης – Απόδειξης παροχής υπηρεσιών | 450 |
206101 | Τιμολογίου, εκκαθάρισης ή άλλου στοιχείου που επέχει θέση τιμολογίου | 450 |
206102 | Μεταφοράς του άρθρου 16 του Κ.Β.Σ. | 450 |
206103 | Ειδικών στοιχείων του άρθρου 13 α του Κ.Β.Σ. | 450 |
206104 | Στοιχείου αυτοπαράδοσης | 150 |
206105 | Τιμολογίου αγοράς | 450 |
206106 | Τιμολογίου της παραγράφου 3 του άρθρου 12 του Κ.Β.Σ. | 300 |
206107 | Τιμολογίου της παραγράφου 5 του άρθρου 12 του Κ.Β.Σ. | 450 |
206108 | Πιστωτικού τιμολογίου- απόδειξης επιστροφής | 300 |
206109 | Ποσοτικής παραλαβής της παραγράφου 1 του άρθρου 10 του Κ.Β.Σ. | 300 |
206110 | Δελτίου αποστολής – συγκεντρωτικού δελτίου αποστολής | 450 |
206112 | Εισιτηρίου γενικά | 300 |
240 | Μη διαφύλαξη ληφθέντων στοιχείων | |
240100 | Δικαιολογητικών αγορών | 300 |
270 | Λαθρεμπορίες | |
270100 | Αιθυλικής αλκοόλης – αλκοολούχων ποτών | 1200 |
270101 | Πετρελαιοειδών προϊόντων | 1200 |
270102 | Καπνικών προϊόντων | 1200 |
271 | Νόθευση | |
271100 | Αιθυλικής αλκοόλης – αλκοολούχων ποτών | 800 |
271101 | Πετρελαίου θέρμανσης | 800 |
272 | Παράνομη χρήση | |
272100 | Αιθυλικής αλκοόλης – αλκοολούχων ποτών | 800 |
272101 | Πετρελαιοειδών προϊόντων | 800 |
272102 | Καπνικών προϊόντων | 800 |
ε) Για επιχειρήσεις που τηρούν βιβλία και στοιχεία πρώτης κατηγορίας του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων, εξαιρουμένων αυτών που είχαν υποχρέωση τήρησης Βιβλίων και Στοιχείων ανώτερης κατηγορίας με παραβάσεις της φορολογικής ή τελωνειακής νομοθεσίας που επηρεάζουν τον προσδιορισμό του κόστους των εμπορεύσιμων αγαθών ή των παραχθέντων έτοιμων προϊόντων, τα ακαθάριστα έσοδα προσδιορίζονται με την προσθήκη του μικτού κέρδους στο συνολικό κόστος των εμπορεύσιμων αγαθών ή των παραχθέντων έτοιμων προϊόντων, κατά τα οριζόμενα στην περίπτωση β΄, στο οποίο προστίθενται τα ποσά κόστους που έχουν αποκρυβεί, καθώς και τα ποσά διαφορών κόστους που προκύπτουν με την εφαρμογή συντελεστή προσδιορισμού διαφορών κόστους επί του αθροίσματος των οικείων ποσών που προκύπτουν από τα βιβλία, πλέον αυτών που έχουν αποκρυβεί. Για τους συντελεστές προσδιορισμού διαφορών κόστους και τα ελάχιστα ποσά διαφορών κόστους, ανά κλιμάκιο μορίων, εφαρμόζεται ο πίνακας Υπολογισμού Διαφορών Ακαθαρίστων Εσόδων της περίπτωσης δ’, στον οποίο η δεύτερη στήλη αφορά τους συντελεστές προσδιορισμού διαφορών κόστους και η τρίτη τα ελάχιστα ποσά διαφορών κόστους που αντιστοιχούν σε κάθε κλιμάκιο, εφαρμοζομένων ανάλογα και των λοιπών διατάξεων της περίπτωσης δ’. Ως παραβάσεις της φορολογικής ή τελωνειακής νομοθεσίας που επηρεάζουν τον προσδιορισμό του κόστους των εμπορεύσιμων αγαθών ή των παραχθέντων έτοιμων προϊόντων λαμβάνονται οι παραβάσεις των κωδικών 100101, 102100, 102102, 103101, 109101, 200101, 200104 έως 200110, 201101, 201104 έως 201110, 202105, 202107, 203101, 203104 έως 203110, 204101, 204104 έως 204110, 204199, 206105, 206107, 240100, 270100 έως 270102, 271100, 271101 και 272100 έως 272102 του οικείου πίνακα της περίπτωσης δ’, με τα αντίστοιχα κατά περίπτωση μόρια.
στ) Ειδικά στις περιπτώσεις μη διαφύλαξης μέρους των στοιχείων της περίπτωσης στ’ της παραγράφου 4 του άρθρου 30 του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων, τα ακαθάριστα έσοδα προσδιορίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις των περιπτώσεων δ’ και ε’, κατά περίπτωση, εφόσον οι υπόχρεοι έχουν υποβάλει τις οικείες δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος και λοιπών φορολογιών και από διασταυρωτικό έλεγχο των υφιστάμενων στοιχείων και αυτών που προσκομίζει η επιχείρηση αποδεικνύεται ότι από τη μη διαφύλαξη των στοιχείων δεν έχει επηρεαστεί η εμφάνιση στα βιβλία της πραγματικής κατάστασης της επιχείρησης.
ζ) Αν δεν έχει διαφυλαχθεί μέρος των βιβλίων ή στοιχείων της περίπτωσης στ΄ της παραγράφου 4 του άρθρου 30 του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων, τα ακαθάριστα έσοδα προσδιορίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις των περιπτώσεων δ΄ και ε΄ κατά περίπτωση εφόσον οι υπόχρεοι έχουν υποβάλει τις οικείες δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος και λοιπών φορολογιών και από διασταύρωση των υφιστάμενων στοιχείων και αυτών πού προσκομίζει η επιχείρηση αποδεικνύεται ότι από τη μη διαφύλαξη των στοιχείων δεν έχει επηρεαστεί η εμφάνιση στα βιβλία της πραγματικής κατάστασης της επιχείρησης».
ΑΡΘΡΟ 18 - Λογιστικός προσδιορισμός του Καθαρού Εισοδήματος
1. το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 31 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος αντικαθίσταται ως εξής:
«Το καθαρό εισόδημα των επιχειρήσεων που τηρούν βιβλία και στοιχεία δεύτερης ή τρίτης κατηγορίας του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων, εξευρίσκεται λογιστικά με έκπτωση από τα ακαθάριστα έσοδα, όπως αυτά προσδιορίζονται κατά το προηγούμενο άρθρο, των ακόλουθων εξόδων:»
2. Στο άρθρο 31 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος η παράγραφος 17 αναριθμείται σε 18 και προστίθεται νέα παράγραφος 17 ως εξής:
«17. Για επιχειρήσεις που τηρούν βιβλία και στοιχεία δεύτερης ή τρίτης κατηγορίας του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων, με παραβάσεις της φορολογικής νομοθεσίας που επηρεάζουν τον προσδιορισμό του καθαρού εισοδήματος, το καθαρό εισόδημα εξευρίσκεται λογιστικά με έκπτωση από τα ακαθάριστα έσοδα, όπως αυτά προσδιορίζονται κατά το άρθρο 30, των οριζόμενων κατά τις διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων του άρθρου αυτού εξόδων και δαπανών και με την προσθήκη διαφορών καθαρού εισοδήματος που προκύπτουν με την εφαρμογή Συντελεστή Διαφορών Καθαρού Εισοδήματος (Σ.Δ.Κ.Ε.) επί των εξόδων και δαπανών που εκπίπτουν σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου αυτού.
Κάθε ένας από τους πιο πάνω συντελεστές αντιστοιχεί σε συγκεκριμένο κλιμάκιο μορίων τα οποία υπολογίζονται με βάση τις φορολογικές παραβάσεις που επηρεάζουν τον προσδιορισμό του καθαρού εισοδήματος και βαρύνουν την οικεία διαχειριστική περίοδο. Οι διαφορές καθαρού εισοδήματος που προκύπτουν από την εφαρμογή των κατά περίπτωση Συντελεστών Διαφορών Καθαρού Εισοδήματος δεν μπορεί να είναι μικρότερες από συγκεκριμένα, ανά κλιμάκιο μορίων, Ελάχιστα Ποσά Διαφορών Καθαρού Εισοδήματος.
Οι Συντελεστές Διαφορών Καθαρού Εισοδήματος και τα Ελάχιστα Ποσά Διαφορών Καθαρού Εισοδήματος, ανά κλιμάκιο μορίων, ορίζονται σύμφωνα με τον ακόλουθο Πίνακα:
ΠΙΝΑΚΑΣ
ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΚΑΘΑΡΟΥ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ | ||
Κλιμάκια Μορίων | Συντελεστές Διαφορών Καθαρού Εισοδήματος επί τοις εκατό (%) | Ελάχιστα Ποσά Διαφορών Καθαρού Εισοδήματος (σε ευρώ) |
1 – 200 | 0,5 | 1.000 |
201 – 500 | 1 | 2.000 |
501 – 1.000 | 1,5 | 4.000 |
1.001 – 2.000 | 2 | 6.000 |
2.001 – 4.000 | 3 | 8.000 |
4.001 – 7.000 | 5 | 10.000 |
7.001 – 10.000 | 7 | 15.000 |
10.001 – 25.000 | 10 | 20.000 |
25.001 – 50.000 | 13 | 25.000 |
50.001 – 100.000 | 16 | 30.000 |
100.001 – άνω | 20 | 40.000 |
Οι παραβάσεις της φορολογικής νομοθεσίας που επηρεάζουν τον προσδιορισμό του καθαρού εισοδήματος και τα αντίστοιχα μόρια που επισύρουν ανάλογα με το είδος και τη βαρύτητα τους, ανά κωδικό κάθε παράβασης, ορίζονται σύμφωνα με τον ακόλουθο πίνακα:
ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΑΡΑΒΑΣΕΩΝ ΚΑΙ ΜΟΡΙΩΝ ΠΑΡΑΒΑΣΕΩΝ ΠΟΥ ΕΠΗΡΕΑΖΟΥΝ ΤΟ ΚΑΘΑΡΟ ΕΙΣΟΔΗΜΑ | ||
ΚΩΔΙΚΟΣ ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ | ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ | ΜΟΡΙΑ ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ |
100 | Μη τήρηση βιβλίων | |
100102 | Βιβλίων απογραφών – ισολογισμών | 1350 |
100103 | Αποθήκης - παραγωγής κοστολογίου - τεχνικών προδιαγραφών | 1350 |
100105 | Αναλυτικών καθολικών | 750 |
102 | Ανακριβής τήρηση βιβλίων ως προς τις δαπάνες | |
102101 | Βασικών βιβλίων στα οποία διενεργούνται πρωτογενείς εγγραφές | 300 |
102103 | Βιβλίου απογραφών – ισολογισμών | 300 |
102104 | Αποθήκης - παραγωγής κοστολογίου -τεχνικών προδιαγραφών | 300 |
102105 | Ισοζυγίου γενικού - αναλυτικών καθολικών – μηνιαίων καταστάσεων Α’ - Β’ κατηγορίας βιβλίων Κ.Β.Σ. | 1300 |
102106 | Αναλυτικών καθολικών | 200 |
103 | Μη διαφύλαξη βιβλίων ή μη επίδειξη βιβλίων μετά από πρόσκληση τακτικού έλεγχου | |
103102 | Βιβλίου απογραφών – ισολογισμών | 1350 |
103103 | Αποθήκης - παραγωγής κοστολογίου – τεχνικών προδιαγραφών | 1350 |
103105 | Αναλυτικών καθολικών | 750 |
104 | Μη εξειδίκευση του είδους | |
104100 | Μη εξειδίκευση του είδους στα βιβλία | 400 |
150 | Τήρηση βιβλίων κατώτερης της προβλεπόμενης από τον Κ.Β.Σ. κατηγορίας | |
150100 | Β΄ κατηγορίας αντί Γ΄ κατηγορίας | 200 |
200 | Μη έκδοση στοιχείων | |
200111 | Δελτίου εσωτερικής διακίνησης | 100 |
200113 | Απόδειξης δαπανών | 200 |
201 | Ανακριβής έκδοση στοιχείων | |
201111 | Δελτίου εσωτερικής διακίνησης | 100 |
201113 | Απόδειξης δαπανών | 200 |
202 | Έκδοση αθεώρητου στοιχείου μη καταχωρημένου | |
202111 | Δελτίου εσωτερικής διακίνησης | 80 |
202113 | Απόδειξη δαπάνης | 200 |
203 | Μη διαφύλαξη εκδοθέντων στοιχείων | |
203111 | Δελτίου εσωτερικής διακίνησης | 100 |
200113 | Απόδειξη δαπάνης | 200 |
204 | Έκδοση εικονικού – πλαστού - νόθευση φορολογικού στοιχείου | |
204111 | Δελτίου εσωτερικής διακίνησης | 200 |
204113 | Απόδειξη δαπάνης | 200 |
205 | Λήψη εικονικού στοιχείου ή καταχώρηση στα βιβλία ανύπαρκτων αγορών ή εξόδων | |
205100 | Απόδειξης λιανικής πώλησης – απόδειξης παροχής υπηρεσιών | 400 |
205101 | Τιμολογίου - εκκαθάρισης ή άλλου στοιχείου που επέχει θέση τιμολογίου | 400 |
205102 | Μεταφοράς του άρθρου 16 του Κ.Β.Σ. | 400 |
205103 | Ειδικών στοιχείων του άρθρου 13α του Κ.Β.Σ. | 400 |
205108 | Πιστωτικού τιμολογίου – απόδειξης επιστροφής | 300 |
205109 | Λήψη εικονικού στοιχείου υπαρκτής συναλλαγής (εικονικότητα ως προς το πρόσωπο) | 200 |
205110 | Καταχώρηση στα βιβλία ανύπαρκτων αγορών ή εξόδων | 400 |
205199 | Λήψη εικονικού στοιχείου ανύπαρκτης συναλλαγής από κωδικό 205100 έως και 205108 άνω των 880 ευρώ (εικονικότητα ως προς τη συναλλαγή) ή καταχώρηση στα βιβλία ανύπαρκτων αγορών ή εξόδων ποσού άνω των 880 € | 1.200 |
207 | Εξόφληση στοιχείου άνω των 15.000 ευρώ κατά παράβαση των διατάξεων του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 2 του άρθρου 18 του Κ.Β.Σ. | |
207100 | Στοιχείου αγοράς ή λήψης υπηρεσιών | 60 |
230 | Μη εξειδίκευση του είδους | |
230100 | Μη εξειδίκευση του είδους στα στοιχεία | 400 |
240 | Μη διαφύλαξη ληφθέντων στοιχείων | |
240101 | Δαπανών | 300 |
ΑΡΘΡΟ 19 - Μεταφορά της ζημίας
1. Το τρίτο και το τέταρτο εδάφιο της παραγράφου 3 του άρθρου 4 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος αντικαθίστανται ως εξής:
«Ειδικά, το αρνητικό στοιχείο (ζημία) του εισοδήματος από εμπορικές και γεωργικές επιχειρήσεις, που προκύπτει από βιβλία τρίτης κατηγορίας του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων (Κ.Β.Σ.), αν δεν καλύπτεται με συμψηφισμό θετικού στοιχείου εισοδήματος άλλης πηγής, είτε γιατί δεν υπάρχει τέτοιο στοιχείο εισοδήματος είτε γιατί αυτό που υπάρχει είναι ανεπαρκές, μεταφέρεται για να συμψηφισθεί ολόκληρο στην πρώτη περίπτωση ή κατά το υπόλοιπο αυτού στη δεύτερη, διαδοχικώς στα πέντε (5) επόμενα οικονομικά έτη κατά το υπόλοιπο που απομένει κάθε φορά.
Τα παραπάνω εφαρμόζονται αναλόγως και για το αρνητικό στοιχείο (ζημία) του εισοδήματος από εμπορικές επιχειρήσεις που προκύπτει από βιβλία δεύτερης κατηγορίας του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων, το οποίο μεταφέρεται για να συμψηφισθεί διαδοχικώς στα τρία (3) επόμενα οικονομικά έτη.»
2. Στην παράγραφο 3 του άρθρου 4 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος προστίθεται πέμπτο εδάφιο ως εξής:
«Τα οριζόμενα στα προηγούμενα δύο εδάφια δεν εφαρμόζονται για τις επιχειρήσεις των οποίων τα καθαρά κέρδη προσδιορίζονται εξωλογιστικά.»
ΑΡΘΡΟ 20 - Εξωλογιστικός προσδιορισμός του καθαρού εισοδήματος
1. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 32 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Με την επιφύλαξη των διατάξεων της περίπτωσης στ’ της παραγράφου 2 του άρθρου 30, το καθαρό εισόδημα των επιχειρήσεων που δεν τηρούν βιβλία και στοιχεία του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων επειδή δεν έχουν σχετική υποχρέωση ή δεν τηρούν αν και ήταν υπόχρεοι ή δεν διαφυλάττουν τα βιβλία ή στοιχεία της περίπτωσης στ΄ της παραγράφου 4 του άρθρου 30 του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων ή τηρούν βιβλία και στοιχεία Α’ κατηγορίας του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων ενώ ήταν υπόχρεοι σε τήρηση βιβλίων και στοιχείων Β’ ή Γ’ κατηγορίας του Κώδικα αυτού, προσδιορίζεται εξωλογιστικά με πολλαπλασιασμό των ακαθάριστων εσόδων της επιχείρησης με ειδικούς, κατά γενικές κατηγορίες επιχειρήσεων, συντελεστές καθαρού κέρδους.»
2. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 4 του άρθρου 32 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος αντικαθίσταται ως εξής:
«4. Κατ’ εξαίρεση, για τις επιχειρήσεις που δεν τηρούν βιβλία γιατί δεν έχουν υποχρέωση τήρησης λόγω ύψους αγορών και για τις επιχειρήσεις που έχουν υποχρέωση και τηρούν βιβλία και στοιχεία της πρώτης κατηγορίας του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων, και δεν είχαν υποχρέωση τήρησης Βιβλίων και Στοιχείων ανώτερης κατηγορίας εφόσον περιέχονται στον ειδικό πίνακα που αναφέρεται στο επόμενο εδάφιο, τα καθαρά κέρδη προσδιορίζονται εξωλογιστικώς, με πολλαπλασιασμό των αγορών με ένα μοναδικό συντελεστή καθαρού κέρδους κατά γενικές κατηγορίες επιχειρήσεων.»
ΑΡΘΡΟ 21 - Ακαθάριστο, καθαρό εισόδημα και τεκμαρτός προσδιορισμός εισοδήματος από υπηρεσίες ελευθερίων επαγγελμάτων
1. Η παράγραφος 1 του άρθρου 49 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος αντικαθίστανται ως εξής:
«1. Ως ακαθάριστο εισόδημα από υπηρεσίες ελευθερίων επαγγελμάτων λαμβάνεται το σύνολο των αμοιβών που εισπράττονται από την άσκηση του ελευθέριου επαγγέλματος, όπως αυτό προκύπτει από τα τηρούμενα βιβλία και στοιχεία του υπόχρεου και με ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων των περιπτώσεων δ’, στ’ και ζ’ της παραγράφου 2 του άρθρου 30. Στην περίπτωση υπολογισμού διαφορών ακαθαρίστων αμοιβών κατ’ ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων της περίπτωσης δ’ της παραγράφου 2 του άρθρου 30, η δεύτερη στήλη του οικείου πίνακα των διατάξεων αυτών αφορά το Συντελεστή Προσδιορισμού Διαφορών Ακαθαρίστων Αμοιβών (Σ.Π.Δ.Α.Α.) και η τρίτη τα Ελάχιστα Ποσά Διαφορών Ακαθαρίστων Αμοιβών που αντιστοιχούν σε κάθε κλιμάκιο μορίων.»
2. Στην παράγραφο 4 του άρθρου 49 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος προστίθεται δεύτερο εδάφιο ως εξής:
«Οι διατάξεις της παραγράφου 17 του άρθρου 31 εφαρμόζονται ανάλογα και για τον προσδιορισμό του καθαρού εισοδήματος των ελευθέρων επαγγελματιών που βαρύνονται με παραβάσεις της φορολογικής νομοθεσίας που επηρεάζουν το καθαρό εισόδημα του οικείου πίνακα της ίδιας παραγράφου.»
3. Η παράγραφος 1 του άρθρου 50 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος αντικαθίσταται ως εξής:
«Με την επιφύλαξη των διατάξεων της περίπτωσης στ’ της παραγράφου 2 του άρθρου 30, αν ο υπόχρεος δεν τηρεί ή δεν διαφυλάττει τα βιβλία ή στοιχεία της περίπτωσης στ΄ της παραγράφου 4 του άρθρου 30 του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων ή τηρεί βιβλία και στοιχεία κατώτερης κατηγορίας από αυτήν που είχε υποχρέωση, το ακαθάριστο και καθαρό εισόδημα προσδιορίζονται τεκμαρτά.»
ΑΡΘΡΟ 22 - Αυτοέλεγχος- Μερικό φύλλο ελέγχου - Μερική πράξη προσδιορισμού του φόρου
1. Στην παράγραφο 4 του άρθρου 62 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος προστίθενται νέα εδάφια ως εξής:
«Εξαιρετικά, για τους υπόχρεους που έχουν εφαρμογή οι διατάξεις των περιπτώσεων δ΄ και ε’ της παραγράφου 2 του άρθρου 30 και της παραγράφου 17 του άρθρου 31, η δήλωση φορολογίας εισοδήματος μπορεί να περιλαμβάνει έκτος από τα ακαθάριστα έσοδα ή αμοιβές και το καθαρό εισόδημα που προκύπτει από τα βιβλία και στοιχεία και τα ακαθάριστα έσοδα και το καθαρό εισόδημα που προκύπτουν κατά τις διατάξεις αυτές.
Ειδικά στις περιπτώσεις που οι παραβάσεις της φορολογικής ή τελωνειακής νομοθεσίας, των πινάκων της περίπτωσης δ΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 30 και της παραγράφου 17 του άρθρου 31, γνωστοποιούνται στον υπόχρεο σε χρόνο μεταγενέστερο από τη λήξη της προθεσμίας υποβολής της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος, εφόσον υποβληθεί συμπληρωματική δήλωση μέσα σε ένα μήνα από το χρόνο γνωστοποίησης, με τα ακαθάριστα έσοδα και το καθαρό εισόδημα που προκύπτουν από την εφαρμογή των ανωτέρων διατάξεων, ο πρόσθετος φόρος εκ της εκπροθέσμου υποβολής της δήλωσης αυτής περιορίζεται στο ένα τέταρτο (1/4).»
2. Στην παράγραφο 1 του άρθρου 64 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος προστίθεται νέο εδάφιο που έχει ως εξής:
«Τα οριζόμενα στα δύο τελευταία εδάφια της παραγράφου 4 του άρθρου 62 ισχύουν για τους υπόχρεους του άρθρου αυτού.»
3. Η παράγραφος 3 του άρθρου 107 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος αντικαθίσταται ως εξής:
«3. Οι διατάξεις του δεύτερου και τρίτου εδαφίου και η περίπτωση ια΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 61 οι παράγραφοι 4 και 5 του ίδιου άρθρου και τα 2 τελευταία εδάφια της παραγράφου 4 του άρθρου 62 εφαρμόζονται και στα νομικά πρόσωπα της παραγράφου1 του άρθρου 101.»
4. Μετά το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 4 του άρθρου 68 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος προστίθεται νέο εδάφιο ως εξής:
«Επίσης, μερικό φύλλο εκδίδεται και στις περιπτώσεις που έχουν εφαρμογή οι διατάξεις των περιπτώσεων δ’ και ε’ της παραγράφου 2 του άρθρου 30 και της παραγράφου 17 του άρθρο 31, στο οποίο περιλαμβάνεται η φορολογητέα ύλη όπως προσδιορίζεται με τις διατάξεις αυτές.»
5. Στην περίπτωση β΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 38 του ν.2859/2000 (ΦΕΚ 248Α) προστίθεται νέο εδάφιο που έχει ως εξής:
«Για τους υπόχρεους για τους οποίους έχουν εφαρμογή οι διατάξεις των περιπτώσεων δ’ και ε’ της παραγράφου 2 του άρθρου 30 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, η εκκαθαριστική δήλωση δύναται να περιλαμβάνει και τις επιπλέον εκροές που προκύπτουν από την εφαρμογή των διατάξεων αυτών.
Εξαιρετικά στις περιπτώσεις που οι παραβάσεις της φορολογικής ή τελωνειακής νομοθεσίας του πίνακα της περίπτωσης δ΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 30 γνωστοποιούνται στον υπόχρεο σε χρόνο μεταγενέστερο από τη λήξη της προθεσμίας υποβολής της εκκαθαριστικής δήλωσης, εφόσον υποβληθεί συμπληρωματική εκκαθαριστική δήλωση εντός μηνός από το χρόνο γνωστοποίησης με τις εκροές που προκύπτουν από την εφαρμογή των ανωτέρων διατάξεων, ο πρόσθετος φόρος εκ της εκπροθέσμου υποβολής της δήλωσης αυτής περιορίζεται στο ένα τρίτο (1/3).»
6. Στο άρθρο 48 του ν.2859/2000 προστίθεται παράγραφος 9 που έχει ως εξής:
«9. Τα οριζόμενα στην παράγραφο 3 εφαρμόζονται και στην περίπτωση που τα ακαθάριστα έσοδα στη φορολογία εισοδήματος προσδιορίζονται με την εφαρμογή των διατάξεων των περιπτώσεων δ’ και ε’ της παραγράφου 2 του άρθρου 30 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος.»
7. Μετά το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 49 του ν.2859/2000 προστίθεται νέο εδάφιο που έχει ως εξής:
«Επίσης, μερική πράξη προσδιορισμού του φόρου εκδίδεται και στις περιπτώσεις που έχουν εφαρμογή οι διατάξεις των περιπτώσεων δ’ και ε’ της παραγράφου 2 του άρθρου 30 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος.»
ΑΡΘΡΟ 23 - Αναγνώριση δαπανών επιχειρήσεων
1. Η παράγραφος 15 του άρθρου 31 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος αντικαθίσταται ως εξής:
«15. Οι δαπάνες και τα έξοδα των προηγούμενων παραγράφων εκπίπτονται με την προϋπόθεση ότι τα ποσά αυτών έχουν καταχωρηθεί στα βιβλία της επιχείρησης και καλύπτονται με νόμιμα παραστατικά. Δαπάνες που δεν πραγματοποιούνται για τις ανάγκες της επιχείρησης, δεν αναγνωρίζονται προς έκπτωση από τα ακαθάριστα έσοδά της.»
2. Στο άρθρο 31 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος προστίθεται παράγραφος 19, που έχει ως εξής:
«19. Ο Υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών εκδίδει ετήσια Οδηγία προς τις ελεγκτικές υπηρεσίες για τον καθορισμό των δαπανών που αναγνωρίζονται προς έκπτωση, η οποία ιδίως περιλαμβάνει:
· τη μέχρι τότε νομολογία των δικαστηρίων και τις διοικητικές λύσεις
· την αξιολόγηση των δαπανών με βάση τις ιδιαιτερότητες κατά κλάδο επιχειρηματικής δραστηριότητας
· την αξιολόγηση των δαπανών κατά κατηγορία δαπάνης
· την αξιολόγηση και αντιμετώπιση ειδικά των δαπανών για:
· αμοιβές της μητρικής εταιρείας για την παροχή τεχνογνωσίας σε θυγατρικές
· διευθυντικά δικαιώματα
· δαπάνες φιλοξενίας
· τις οδηγίες των διεθνών οικονομικών οργανισμών.
Οι Οδηγίες της παραγράφου αυτής είναι δεσμευτικές ως προς την αναγνώριση των δαπανών από τη φορολογούσα αρχή.»
ΑΡΘΡΟ 24 - Διοικητική επίλυση της διαφοράς και Δικαστικός συμβιβασμός
1. Το άρθρο 70 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Ο υπόχρεος, σε βάρος του οποίου εκδόθηκε το φύλλο ελέγχου, μπορεί, εφόσον δεν αμφισβητεί την προσδιορισθείσα από τον έλεγχο διαφορά φορολογητέας ύλης, να προτείνει με αίτησή του τη διοικητική επίλυση της διαφοράς μεταξύ αυτού και του προϊσταμένου της αρμόδιας ελεγκτικής υπηρεσίας που έχει εκδώσει το φύλλο ελέγχου, με αποδοχή των αποτελεσμάτων του ελέγχου. Εξαιρετικά, διοικητική επίλυση της διαφοράς μεταξύ του υπόχρεου και του προϊσταμένου της αρμόδιας ελεγκτικής υπηρεσίας που έχει εκδώσει το φύλλο ελέγχου διενεργείται και στις περιπτώσεις που ο υπόχρεος αμφισβητεί την προσδιορισθείσα από τον έλεγχο διαφορά φορολογητέας ύλης, επικαλούμενος αριθμητικά ή λογιστικά λάθη.
2. Η αίτηση για διοικητική επίλυση της διαφοράς υποβάλλεται, προκειμένου για σχολάζουσα κληρονομιά, από τον κηδεμόνα, για επιδικία από τον προσωρινό διαχειριστή, για μεσεγγύηση από το μεσεγγυούχο, για πτωχεύσαντα από το σύνδικο, για ανήλικο από τον ασκούντα τη γονική μέριμνα και επί πλειόνων από τον έναν από αυτούς ή γι' αυτόν που έχει υποβληθεί σε δικαστική συμπαράσταση από το δικαστικό συμπαραστάτη και προκειμένου για θανόντα φορολογούμενο από τους κληρονόμους του.
Τα πρόσωπα, που, ζητούν τη διοικητική επίλυση της διαφοράς, υπογράφουν και την πράξη που ορίζεται στην παράγραφο 8 του άρθρου αυτού.
3. Η αίτηση με την πρόταση επίλυσης της διαφοράς υποβάλλεται στον προϊστάμενο της αρμόδιας ελεγκτικής υπηρεσίας που έχει εκδώσει το φύλλο ελέγχου και μπορεί να περιέχεται στο δικόγραφο της προσφυγής ή να υποβάλλεται ιδιαιτέρως, μέσα στη νόμιμη προθεσμία για την άσκηση της προσφυγής.
4. Εφόσον με την αίτηση αμφισβητείται η προσδιορισθείσα από τον έλεγχο διαφορά φορολογητέας ύλης, με εξαίρεση τις περιπτώσεις του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 1, ο οικείος φάκελος με την αίτηση και όλα τα στοιχεία που προσκομίζονται από τον υπόχρεο για την απόδειξη των ισχυρισμών του, διαβιβάζονται από τον προϊστάμενο της αρμόδιας ελεγκτικής υπηρεσίας σε επιτροπή διοικητικής επίλυσης της διαφοράς. Στην έδρα κάθε διοικητικής περιφέρειας πλην της περιφέρειας Αττικής συστήνεται μια Επιτροπή διοικητικής επίλυσης της διαφοράς η οποία έχει αρμοδιότητα για τις υποθέσεις για τις οποίες τα φύλλα ελέγχου εκδόθηκαν από τις φορολογικές υπηρεσίες που εδρεύουν στην ίδια περιφέρεια. Στην περιφέρεια Αττικής συνιστώνται μία Επιτροπή για τις υποθέσεις για τις οποίες τα φύλλα ελέγχου εκδόθηκαν από το Εθνικό Ελεγκτικό Κέντρο (Ε.Θ.Ε.Κ.) και μία Επιτροπή για τις υποθέσεις για τις οποίες τα φύλλα ελέγχου εκδόθηκαν από τις λοιπές φορολογικές υπηρεσίες που εδρεύουν στην περιφέρεια αυτή. Η Επιτροπή που έχει αρμοδιότητα για τις υποθέσεις του Ε.Θ.Ε.Κ. είναι πενταμελής και συγκροτείται σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παράγραφο 5 του άρθρου 30 του Κ.Β.Σ. Κάθε μία από τις λοιπές Επιτροπές είναι τριμελής και αποτελείται από:
α) ένα σύμβουλο ή πάρεδρο του Ν.Σ.Κ. ως πρόεδρο, που ορίζεται με τον αναπληρωτή του,
β) ένα προϊστάμενο Ελεγκτικού Κέντρου ή Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας (Δ.Ο.Υ.) που εδρεύει στην ίδια διοικητική περιφέρεια, ο οποίος αναπληρώνεται από προϊστάμενο άλλου Ελεγκτικού Κέντρου ή Δ.Ο.Υ.,
γ) έναν εκπρόσωπο του τοπικού Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου που προτείνεται με τον αναπληρωτή του από αυτό.
Ο προϊστάμενος Ελεγκτικού Κέντρου ή Δ.Ο.Υ. που εξέδωσε το εξεταζόμενο φύλλο ελέγχου δεν μπορεί να μετέχει στην επιτροπή.
Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών κάθε μία από τις παραπάνω Επιτροπές μπορεί να λειτουργεί και σε περισσότερα από ένα τμήματα.
Για τη συγκρότηση, απαρτία, πλειοψηφία και λειτουργία των παραπάνω επιτροπών εφαρμόζονται οι διατάξεις του Οργανισμού του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών για τα συλλογικά όργανα.
Χρέη γραμματέα των παραπάνω επιτροπών εκτελεί φοροτεχνικός υπάλληλος Π.Ε. κατηγορίας που ορίζεται με τον αναπληρωτή του από τον πρόεδρο κάθε επιτροπής.
5. Οι συμμετέχοντες στις παραπάνω επιτροπές έχουν την ιδιότητα του υπάλλήλου κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 13 του ποινικού κώδικα.
6. Η θητεία των εκπροσώπων του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου, καθώς και των αναπληρωτών τους, που μετέχουν στις επιτροπές της παραγράφου 4, είναι διετής, και αρχίζει από την ημερομηνία που αυτοί ορίστηκαν ως εκπρόσωποι χωρίς δυνατότητα ανανέωσης της για δεύτερη συνεχόμενη φορά.
7. Κατά τη συζήτηση της αίτησης για διοικητική επίλυση της διαφοράς, παρίσταται ο φορολογούμενος αυτοπροσώπως ή με εξουσιοδοτημένο εκπρόσωπό του κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 9. Αν δεν παραστεί ο φορολογούμενος ή εκπρόσωπός του κατά τη συνεδρίαση που έχει ορισθεί για την εξέταση της αίτησής του, ή παραστεί και δεν επιτευχθεί συνολικός διοικητικός συμβιβασμός, η διοικητική επίλυση της διαφοράς ματαιώνεται. Κατά τη συνεδρίαση της επιτροπής της παραγράφου 4 παρίσταται και ο προϊστάμενος της αρμόδιας ελεγκτικής αρχής ή υπάλληλος που ορίζεται από αυτόν για παροχή διευκρινήσεων. Στις τριμελείς Επιτροπές η εξέταση του αιτήματος για τη διοικητική επίλυση της διαφοράς δεν κωλύεται αν απουσιάζει κατά τη συζήτηση ένα από τα τρία μέλη της Επιτροπής.
8. Αν συμπέσουν οι απόψεις του υπόχρεου και του προϊσταμένου της αρμόδιας ελεγκτικής υπηρεσίας ή της κατά περίπτωση επιτροπής, όταν πρόκειται για περιπτώσεις της παραγράφου 1 ή της επιτροπής, όταν πρόκειται για υποθέσεις για τις οποίες αρμόδιες για την επίλυση της διαφοράς είναι οι επιτροπές της παραγράφου 4, συντάσσεται και υπογράφεται, από όλα τα μέρη που μετείχαν στη διαδικασία, πράξη επίλυσης της διαφοράς. Με την πράξη αυτή που είναι αμετάκλητη θεωρείται ότι η διαφορά επιλύθηκε ολικώς ή μερικώς. Στην περίπτωση αυτή, αν ασκήθηκε προσφυγή αυτή δεν παράγει κανένα αποτέλεσμα ή ισχύει μόνο για το μέρος που δεν επιλύθηκε η διαφορά.
Αν ζητηθεί η διοικητική επίλυση της διαφοράς με ιδιαίτερη αίτηση, η προθεσμία για την άσκηση της προσφυγής αναστέλλεται με την υποβολή της αίτησης, μη υπολογιζόμενης της ημέρας υποβολής αυτής και συνεχίζει από την επόμενη εργάσιμη για τις δημόσιες υπηρεσίες ημέρα της ημέρας υπογραφής της πράξης ματαίωσης ή μερικής επίλυσης της διαφοράς.
9. Η παράσταση κατά τη συζήτηση της αίτησης για τη διοικητική επίλυση της διαφοράς και η υπογραφή της σχετικής πράξης μπορεί να γίνει και από ειδικό προς τούτο πληρεξούσιο του υπόχρεου, εφόσον κατατεθεί στον προϊστάμενο της αρμόδιας ελεγκτικής υπηρεσίας ή στην αρμόδια κατά περίπτωση επιτροπή πληρεξούσιο έγγραφο δημόσιο ή ιδιωτικό με θεώρηση του γνήσιου της υπογραφής από την κατά νόμο αρμόδια αρχή.
10. Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών συγκροτούνται οι επιτροπές της παραγράφου 4, ορίζεται η αποζημίωση του προέδρου, των μελών και του γραμματέα αυτών και καθορίζεται η διαδικασία για τη διοικητική επίλυση της διαφοράς καθώς και κάθε άλλο σχετικό θέμα.
11. Επί διοικητικής επίλυσης της διαφοράς, περιορίζεται στο μισό (1/2) το ποσοστό προσαύξησης του συντελεστή καθαρού κέρδους ή καθαρού εισοδήματος ή καθαρών αμοιβών, που προβλέπεται από τις διατάξεις των παραγράφων 2 του άρθρου 32, 2 και 4 του άρθρου 34, 3 του άρθρου 41, 5 του άρθρου 49 και 4 του άρθρου 50. Οι διατάξεις που ορίζουν ότι επί εξωλογιστικού προσδιορισμού εφαρμόζεται ο συντελεστής που προκύπτει από το λογιστικό προσδιορισμό, εφόσον αυτός είναι μεγαλύτερος από τον συντελεστή που προβλέπεται για το οικείο επάγγελμα, ισχύουν και κατά την εφαρμογή των διατάξεων του προηγούμενου εδαφίου.
12. Αντίγραφο της πράξης διοικητικής επίλυσης της διαφοράς που υπογράφετε παραδίδεται στον υπόχρεο. Η πράξη αυτή επέχει και θέση ατομικής ειδοποίησης, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 4 του ν.δ. 356/1974 (ΦΕΚ 90/Α K.E.Δ.E.).»
2. Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 71 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος αντικαθίσταται ως εξής:
«Στο δικαστικό συμβιβασμό δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις της παραγράφου 11 του άρθρου 70.»
3. Η παράγραφος 6 του άρθρου 71 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος αντικαθίσταται ως εξής:
«6. Οι διατάξεις της παραγράφου 9 του άρθρου 70 ισχύουν και στην περίπτωση του δικαστικού συμβιβασμού.»
ΑΡΘΡΟ 25 - Έννοια παραβάσεων – Πρόστιμα Κ.Β.Σ. – Κύρος βιβλίων
1. Για τον εννοιολογικό προσδιορισμό των παραβάσεων της φορολογικής και τελωνειακής νομοθεσίας που λαμβάνονται υπόψη για την επιλογή των υποθέσεων για έλεγχο κατά τα οριζόμενα στις παραγράφους 11 και 12 του άρθρου 66 του ν.2238/1994, καθώς και των παραβάσεων με βάση τις οποίες προκύπτουν τα κλιμάκια μορίων των πινάκων της περίπτωσης δ’ της παραγράφου 2 του άρθρου 30 και της παραγράφου 17 του άρθρου 31 του ίδιου νόμου, έχουν ανάλογη εφαρμογή οι οικείες διατάξεις του ν.2523/1997 (ΦΕΚ 179/Α’), του ν.1809/1988 (ΦΕΚ 222/Α’) και οι οικείες τελωνειακές διατάξεις, κατά περίπτωση.
Τα μόρια που προσμετρώνται κατά τις διατάξεις του προηγούμενου εδαφίου υπολογίζονται ανά διαχειριστική περίοδο και ανά είδος παράβασης ή ανά παράβαση για τις οριζόμενες από τις διατάξεις της παραγράφου 8 του άρθρου 5 του ν.2523/1997 αυτοτελείς παραβάσεις, εφαρμοζομένων αναλόγως των προϋποθέσεων που ορίζονται από τις διατάξεις των παραγράφων 3, 5, 8 και 11 του ίδιου άρθρου. Ειδικά για τη μη διαφύλαξη των βιβλίων και των στοιχείων τα μόρια υπολογίζονται σε κάθε χρήση που αφορά η μη διαφύλαξη αυτών. Για το ανώτατο ύψος των μορίων που υπολογίζονται για τις αυτοτελείς παραβάσεις εφαρμόζονται ανάλογα οι διατάξεις της παραγράφου 9 του άρθρου 5 του ν. 2523/1997.
2. Για παραβάσεις που διαπράττονται στις χρήσεις για τις οποίες τα αποτελέσματα προσδιορίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 4 του άρθρου 17, των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 18, της παραγράφου 1 του άρθρου 19 και των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 21 του παρόντος, δεν επιβάλλονται τα πρόστιμα του άρθρου 5 του ν.2523/1997 πλην των προστίμων που προβλέπονται από τις παραγράφους 7 και 10 περίπτωση β’ του ίδιου άρθρου και νόμου, καθώς και τα πρόστιμα που προβλέπονται από την παράγραφο 3 περίπτωση γ’ του άρθρου 10 του ν. 1809/1988 (ΦΕΚ 222/Α’). Για τις ίδιες ανωτέρω χρήσεις δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 30 του π.δ. 186/1992.
Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο Γ΄
ΑΠΛΟΠΟΙΗΣΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΩΝ
Άρθρο 26 - Κατάργηση Πιστοποιητικών
1. Οι διατάξεις των παραγράφων 1, 2, 3, 4, 9, 10, 11, 12, 13, 14, και του άρθρου 81 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, αντικαθίστανται ως εξής:
«1. Οι συμβολαιογράφοι υποχρεούνται να αρνηθούν τη σύνταξη συμβολαιογραφικών εγγράφων για τις περιπτώσεις α’ και β’ της παραγράφου 1 του άρθρου 10 καθώς και τις περιπτώσεις ε’ της παραγράφου 1 και δ’ της παραγράφου 2 του άρθρου 11 του ν. 2523/1997 , αν δεν προσκομιστεί υπεύθυνη δήλωση του υπόχρεου εις διπλούν, από την οποία να προκύπτει ότι: α) τα μισθώματα του ακινήτου που μεταβιβάζεται ή υποθηκεύεται δηλώθηκαν εμπρόθεσμα στη φορολογία εισοδήματος κατά την τελευταία διετία πριν από τη μεταβίβαση, ή την εγγραφή της υποθήκης ή ότι το γεωργικό εισόδημα από την εκμετάλλευση του ακινήτου που μεταβιβάζεται δηλώθηκε στη φορολογία εισοδήματος κατά την τελευταία διετία πριν από τη μεταβίβαση ή β) το μεταβιβαζόμενο ή υποθηκευόμενο ακίνητο δεν απέφερε εισόδημα κατά το χρόνο που ήταν κύριος, επικαρπωτής ή νομέας του και πάντως όχι πέρα των πέντε (5) ετών από το χρόνο της μεταβίβασης ή της εγγραφής της υποθήκης. Η υπεύθυνη δήλωση μνημονεύεται στο σχετικό συμβόλαιο. Το ένα αντίτυπο της υπεύθυνης δήλωσης οφείλουν οι συμβολαιογράφοι ή οι υποθηκοφύλακες να στέλνουν μέσα στον επόμενο μήνα από τη σύνταξη του συμβολαιογραφικού εγγράφου ή την εγγραφή της υποθήκης στον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. που είναι αρμόδια για τη φορολογία αυτού που μεταβιβάζει ακίνητο ή παραχωρεί υποθήκη. Ειδικά, σε περίπτωση υποβολής εκπρόθεσμης δήλωσης των, αντί για την προσκόμιση της πιο πάνω υπεύθυνης δήλωσης, απαιτείται η προσκόμιση πιστοποιητικού του προϊσταμένου της αρμόδιας δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας, από το οποίο να προκύπτει ότι δηλώθηκαν τα μισθώματα του μεταβιβαζόμενου ή υποθηκευόμενου ακινήτου την τελευταία διετία πριν από τη μεταβίβαση ή την εγγραφή της υποθήκης. Δεν απαιτείται η υποβολή της υπεύθυνης δήλωσης ή του πιστοποιητικού, όταν η εγγραφή υποθήκης γίνεται ύστερα από δικαστική απόφαση ή από το νόμο. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών καθορίζεται ο τύπος και το περιεχόμενο της υπεύθυνης δήλωσης και του πιστοποιητικού, καθώς και κάθε άλλη λεπτομέρεια που είναι αναγκαία για την εφαρμογή αυτής της παραγράφου.
Στις συμβολαιογραφικές πράξεις που συντάσσονται για τη μεταβίβαση ή με σκοπό τη μεταβίβαση ακινήτων, οι συμβολαιογράφοι υποχρεούνται να αναγράφουν, εκτός των λοιπών στοιχείων των αντισυμβαλλομένων και τον αριθμό φορολογικού μητρώου αυτών.
2. Οι φύλακες μεταγραφών υποχρεούνται να αρνηθούν τη μεταγραφή των δικαιοπραξιών για τις περιπτώσεις α’ και β’ της παραγράφου 1 του άρθρου 10 και τις περιπτώσεις ε’ της παραγράφου 1 και δ’ της παραγράφου 2 του άρθρου 11 του ν.2523/1997, όπως επίσης και τη μεταγραφή του πρακτικού συμβιβαστικής επίλυσης ιδιωτικών διαφορών του άρθρου 214Α του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, καθώς και τη μεταγραφή της δήλωσης αποδοχής κληρονομιάς ή κληροδοσίας ή του κληρονομητηρίου, αν δεν υποβληθεί η υπεύθυνη δήλωση ή το πιστοποιητικό, κατά περίπτωση, που αναφέρεται στην προηγούμενη παράγραφο.
Δεν απαιτείται η υποβολή υπεύθυνης δήλωσης ή του πιστοποιητικού, όταν το κληρονομητήριο εκδίδεται από το αρμόδιο δικαστήριο, ύστερα από αίτηση τρίτου. Το ένα αντίτυπο της υπεύθυνης δήλωσης οφείλουν οι φύλακες μεταγραφών να στέλνουν μέσα στον επόμενο μήνα από τη παραλαβή του στον προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. που υπάγεται ο φορολογούμενος.
3. Τα δικαστήρια απέχουν να δικάσουν αγωγή για έξωση μισθωτή ακινήτου, αν δεν υποβληθεί πιστοποιητικό από το οποίο να προκύπτει ότι δηλώθηκαν τα μισθώματα του ακινήτου κατά την τελευταία διετία πριν από την εκδίκαση της υπόθεσης.
4. Οι τράπεζες, το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο και οι λοιποί οργανισμοί, απαγορεύεται να χορηγούν στεγαστικά δάνεια για τα ακίνητα της περίπτωσης γ’ της παρ.1 του άρθρου 10 του ν.2523/1997, αν δεν υποβληθεί η υπεύθυνη δήλωση ή το πιστοποιητικό, που αναφέρεται στην παράγραφο 1. Το ένα αντίτυπο της υπεύθυνης δήλωσης οφείλουν να στέλνουν μέσα στον επόμενο μήνα από την παραλαβή στον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. στην οποία υπάγεται ο φορολογούμενος.
9. Όσοι παραβαίνουν τις υποχρεώσεις, που προβλέπονται από τις παραγράφους 1, 2, 4, έως 8, υπόκεινται σε πρόστιμο που ορίζεται στο άρθρο 4 του ν.2523/1997. Στο ίδιο πρόστιμο υπόκειται και ο υπόχρεος που θα υποβάλλει ψευδή υπεύθυνη δήλωση.
10. Απαγορεύεται η σύνταξη συμβολαιογραφικών εγγράφων, καθώς και η καταχώρηση συμβολαιογραφικού ή ιδιωτικού συμφωνητικού (συμφωνίας) για τη μεταβίβαση της κυριότητας ολικά ή μερικά ή της σύστασης άλλου εμπράγματου δικαιώματος επί σκάφους αναψυχής ή αεροσκάφους ή ελικοπτέρου που αναφέρονται στις περιπτώσεις β, ε και στ της παρ.1 του άρθρου 16, σε δημόσια βιβλία ή έγγραφα, καθώς και η θεώρηση των υπογραφών στις σχετικές δηλώσεις ή συμφωνίες από οποιαδήποτε αρχή ή πρόσωπο έχει το δικαίωμα της θεώρησης αυτής, καθώς και η έκδοση οποιουδήποτε δημόσιου εγγράφου, που να βεβαιώνει τη μεταβολή της κυριότητας ή τη σύσταση εμπράγματου δικαιώματος επί των παραπάνω περιουσιακών στοιχείων, αν δεν προσκομισθεί υπεύθυνη δήλωση του φορολογουμένου εις διπλούν, ότι τα παραπάνω μεταβιβαζόμενα ή βαρυνόμενα περιουσιακά στοιχεία έχουν περιληφθεί στη δήλωση που υπέβαλε ο υπόχρεος για τη φορολογία του εισοδήματός του, που απέκτησε το αμέσως προηγούμενο του έτους της μεταβίβασης ή της σύστασης εμπράγματου δικαιώματος στα παραπάνω περιουσιακά στοιχεία.
11. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ορίζεται το έγγραφο που αναπληρώνει την υπεύθυνη δήλωση της προηγούμενης παραγράφου και γενικά η διαδικασία που θα ακολουθείται στην περίπτωση που η μεταβίβαση ή η σύσταση εμπράγματου δικαιώματος στα περιουσιακά στοιχεία αυτά γίνεται με βάση το νόμο ή δικαστή απόφαση ή αυτοσύμβαση ή αναγκαστικό (δημόσιο) πλειστηριασμό ή ιδιωτικό συμφωνητικό και δεν προσκομίζεται η υπεύθυνη δήλωση των προηγούμενων παραγράφων, καθώς και κάθε άλλο σχετικό θέμα για την εφαρμογή αυτού του άρθρου.
12. Το πρόσωπο, που κατ’ εφαρμογή των διατάξεων της προηγούμενης παραγράφου χρησιμοποίησε άλλο έγγραφο αντί για την υπεύθυνη δήλωση της παραγράφου 1, έχει υποχρέωση μέσα σε ένα (1) μήνα από την καταχώριση στο νηολόγιο ή στο μητρώο αεροσκαφών, των πράξεων μεταβίβασης ή σύστασης εμπράγματου δικαιώματος στα περιουσιακά στοιχεία αυτά υπέρ αυτού, να προσκομίσει στη δημόσια οικονομική υπηρεσία, που ήταν αρμόδια για την φορολογία του, σχετική υπεύθυνη δήλωση για την εγγραφή, διαφορετικά του επιβάλλεται το πρόστιμο του άρθρου 4 του ν.2523/1997.
13. Σε όσους υποβάλλουν εκπρόθεσμα δηλώσεις στις οποίες δηλώνουν δαπάνες των περιπτώσεων β, ε, και στ, της παραγράφου 1 του άρθρου 16 του παρόντος, επιβάλλεται το πρόστιμο κατά το άρθρου 4 του ν. 2523/1997, εφόσον σε έξι (6) μήνες από την υποβολή της εκπρόθεσμης δήλωσης μεταβιβάσουν περιουσιακά στοιχεία της παραγράφου 10.
14. Μετά την παραλαβή της υπεύθυνης δήλωσης της παραγράφου 12 του παρόντος από την οικεία δημόσια οικονομική υπηρεσία, αν διαπιστωθεί ότι δεν έχει δηλωθεί, αν και υπήρχε υποχρέωση, η τεκμαρτή δαπάνη των περιουσιακών στοιχείων που αναφέρονται στην υπεύθυνη δήλωση, επιβάλλεται το πρόστιμο του άρθρου 4 του ν.2523/1997.
15. Όταν οι πωλήσεις αυτοκινήτων γίνονται από αντιπροσώπους, οι συμβολαιογράφοι υποχρεούνται να στέλνουν αντίγραφα των συμβολαίων πώλησης και των σχετικών πληρεξουσίων στην αρμόδια δημόσια οικονομική υπηρεσία για τη φορολογία των αντιπροσώπων. Όσοι παραβαίνουν την υποχρέωση αυτήν υπόκεινται σε πρόστιμο που ορίζεται στο άρθρο 4 του ν.2523/1997. Την ίδια υποχρέωση υπέχουν οι συμβολαιογράφοι και για τις περιπτώσεις καταρτίσεως συμβολαιογραφικών πληρεξουσίων με σκοπό την πώληση αγροτεμαχίων και ακινήτων γενικά.
2. Όπου στις παραγράφους 16, 17, 18, και 19 του άρθρου 81 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος αναφέρεται «πιστοποιητικό» νοείται η υπεύθυνη δήλωση της παραγράφου 1 του άρθρου 81, όπως αντικαθίσταται με το άρθρο αυτό και όπου αναφέρονται διατάξεις των άρθρων 87 και 89 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος νοούνται αντιστοίχως οι διατάξεις των άρθρων 4 και 11 του ν.2523/1997.
3. Οι διατάξεις των παραγράφων 1, 2 και 4 του άρθρου 77 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος αντικαθίστανται ως εξής:
«1. Ιδιωτικά έγγραφα μίσθωσης αστικών ακινήτων ασχέτως ποσού μισθώματος ή γεωργικών ακινήτων, εφόσον το μίσθωμα είναι ανώτερο των εκατό (100) ευρώ κατά μήνα, προσκομίζονται από τον εκμισθωτή ή τον μισθωτή για θεώρηση, μέσα σε τριάντα (30) ημέρες από τη σύνταξή τους, στον προϊστάμενο οποιασδήποτε δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας. Τα έγγραφα αυτά υποβάλλονται σε δύο αντίγραφα, από τα οποία το ένα επιστρέφεται θεωρημένο σε αυτόν που τα προσκόμισε και το άλλο παραμένει στη δημόσια οικονομική υπηρεσία ή σε περίπτωση αναρμοδιότητος, διαβιβάζεται στον προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας που είναι αρμόδιος για τη φορολογία του εκμισθωτή.
2. Τα έγγραφα της προηγούμενης παραγράφου, εφόσον δεν έχουν θεωρηθεί από τον προϊστάμενο δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας, στερούνται κάθε αποδεικτικής δύναμης και δεν εξετάζονται από τα δικαστήρια και τις δημόσιες γενικά αρχές. Επίσης, στερούνται αποδεικτικής δύναμης και τα αντέγγραφα, με τα οποία συμφωνείται μίσθωμα διαφορετικό από το καθοριζόμενο στο έγγραφο της μίσθωσης.
4. Όσοι δεν προσκομίζουν τα έγγραφα μίσθωσης ακινήτου για θεώρηση ή τα προσκομίζουν εκπρόθεσμα, καθώς και οι συμβολαιογράφοι που δεν εφαρμόζουν τις διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου, υπόκεινται σε πρόστιμο που ορίζεται στο άρθρο 4 του ν.2523/1997.».
4. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών καθορίζεται ο τύπος και το περιεχόμενο της αίτησης για χορήγηση πιστοποιητικού, που προβλέπεται από τις διατάξεις του ν.2961/2001 (ΦΕΚ 266Α΄), καθώς και ο τύπος, το περιεχόμενο και η διαδικασία χορήγησης του πιστοποιητικού αυτού.
5. Όπου δεν απαιτείται η εξόφληση του φόρου και στις περιπτώσεις που έχει εξοφληθεί ολόκληρος ο φόρος κληρονομιάς, δωρεάς ή γονικής παροχής, αντί του πιστοποιητικού της προηγούμενης παραγράφου προσκομίζεται από τον υπόχρεο σε φόρο αντίγραφο της οικείας δήλωσης φόρου καθώς και υπεύθυνη δήλωση του άρθρου 8 του ν.1599/1986 (ΦΕΚ 75 Α΄), με την οποία δηλώνεται ότι τα στοιχεία που προκύπτουν από την προσκομιζόμενη δήλωση φόρου δεν έχουν μεταβληθεί και ότι έχει εξοφληθεί ολόκληρος ο φόρος κληρονομιάς, δωρεάς ή γονικής παροχής.
Αν διαπιστωθεί ανακρίβεια των στοιχείων της υπεύθυνης δήλωσης, εκτός από τις κυρώσεις που επιβάλλονται σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, με απόφαση του προϊσταμένου της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας επιβάλλεται και πρόστιμο που κυμαίνεται από χίλια (1.000) έως τρεις χιλιάδες (3.000) ευρώ.
Τα ανωτέρω ισχύουν και στην περίπτωση ανακρίβειας των στοιχείων της υπεύθυνης δήλωσης του άρθρου 32 του ν. 2459/1997 (ΦΕΚ 16 Α΄) και της υπεύθυνης δήλωσης του άρθρου 8 του ν. 1599/1986, όπου απαιτείται, στη φορολογία μεγάλης ακίνητης περιουσίας.
ΑΡΘΡΟ 27 - Είσπραξη τέλους αδείας και τέλους μεταβίβασης αυτοκινήτων οχημάτων
Το τέλος αδείας οχήματος και το τέλος μεταβίβασης αυτοκινήτου οχήματος, που προβλέπονται από τις διατάξεις των άρθρων 26 και 27 του ν. 2873/2000 (ΦΕΚ 285Α’), εισπράττονται υπέρ της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης.
Τα τέλη αυτά καταβάλλονται πριν την έκδοση της άδειας και τη μεταβίβαση, αντίστοιχα, σε ειδικό λογαριασμό Τράπεζας, ο οποίος θα συσταθεί από τις Νομαρχίες για το σκοπό αυτό. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών, Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και Μεταφορών και Επικοινωνιών θα καθορισθεί η έναρξη ισχύος του άρθρου αυτού και κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή των διατάξεών του.
ΑΡΘΡΟ 28 - Είσπραξη προστίμων παραβάσεων Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας
Στο άρθρο 45 του ν.2218/1994 (ΦΕΚ 90 Α΄) προστίθεται παράγραφος 5 ως εξής:
«5. Η είσπραξη των προστίμων που επιβάλλονται για παραβάσεις του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας (ν. 2696/1999 – ΦΕΚ 57 Α΄) μπορεί να ανατεθεί σε επιχειρήσεις ή οργανισμούς του ευρύτερου δημόσιου τομέα.
Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας – Οικονομικών και Εσωτερικών – Δημόσιας Διοίκησης – Αποκέντρωσης και του καθ’ ύλην αρμόδιου Υπουργού καθορίζεται το παραστατικό στοιχείο που αποδεικνύει την πληρωμή, η αποζημίωση για τη διενέργεια της είσπραξης, ο τρόπος απόδοσης των ποσών στο Δημόσιο ή απευθείας στο δικαιούχο Ο.Τ.Α., οι συνέπειες της μη εμπρόθεσμης απόδοσης, καθώς και κάθε άλλο σχετικό θέμα για την εφαρμογή της παραγράφου αυτής.
Με όμοια απόφαση καθορίζεται η διαδικασία είσπραξης των προστίμων που δεν πληρώνονται εμπρόθεσμα και η απόδοση τους στο Δημόσιο ή στο δικαιούχο Ο.Τ.Α.».
Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο Δ΄
ΦΟΡΟΛΟΓΙΑ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ
ΑΡΘΡΟ 29 - Τεκμήρια δαπανών διαβίωσης
1. Στο άρθρο 17 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος προστίθεται περίπτωση δ’ που έχει ως εξής:
«δ) Χορήγηση δανείων προς οποιονδήποτε, εκτός αυτών προς εταιρίες ή κοινοπραξίες ή κοινωνίες από τα μέλη ή τους μετόχους των».
2. Το τελευταίο εδάφιο της περίπτωσης στ’ του άρθρου 17 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος αντικαθίσταται ως εξής:
«Επίσης, δεν λαμβάνεται υπόψη, για την εφαρμογή αυτής της περίπτωσης, το ποσό της δαπάνης που καταβάλλεται για την τοκοχρεολυτική απόσβεση δανείου, που έχει ληφθεί για την αγορά εξοπλισμού γεωργικής εκμετάλλευσης, καθώς και για την αγορά οικοπέδου από επιτηδευματίες που ασχολούνται επαγγελματικά με την ανέγερση και πώληση οικοδομών.»
3. Οι διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων έχουν εφαρμογή από 1ης Ιανουαρίου 2003, για δαπάνες που πραγματοποιούνται από την ημερομηνία αυτή.
ΑΡΘΡΟ 30 - Προσδιορισμός καθαρού εισοδήματος
1. Στην παράγραφο 9 του άρθρου 31 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος προστίθεται νέο εδάφιο, που έχει ως εξής:
«Τα οριζόμενα στο προηγούμενο εδάφιο δεν ισχύουν προκειμένου για αποζημιώσεις που καταβάλλονται ή πιστώνονται από ασφαλιστικές εταιρίες.».
2. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου έχουν ανάλογη εφαρμογή και για αποζημιώσεις που έχουν καταβληθεί ή πιστωθεί μέχρι την ημερομηνία δημοσίευσης του παρόντος νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και αφορούν υποθέσεις για τις οποίες μέχρι την παραπάνω ημερομηνία δεν έχουν εκδοθεί πράξεις προσδιορισμού αποτελεσμάτων στη φορολογία εισοδήματος ή εφόσον εκδόθηκαν δεν έχουν οριστικοποιηθεί καθ’ οιοδήποτε τρόπο ή εκκρεμούν ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων ή του Σ.τ.Ε.
3. Μετά το δεύτερο εδάφιο της περίπτωσης β΄ της παραγράφου 5 του άρθρου 33 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, προστίθεται νέο εδάφιο, που έχει ως εξής:
«Το ποσό του καταβαλλόμενου φόρου εισοδήματος από τις επιχειρήσεις εκμετάλλευσης φορτηγών αυτοκινήτων δημόσιας χρήσης περιορίζεται σε τόσα δωδέκατα, όσοι οι μήνες εκμετάλλευσης του αυτοκινήτου. Διάστημα μεγαλύτερο από δέκα πέντε (15) ημέρες λογίζεται ως ολόκληρος μήνας».
4. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου ισχύουν για εισοδήματα που αποκτώνται από 1η Ιανουαρίου 2002 και μετά.
5. Στο άρθρο 49 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος προστίθεται νέα παράγραφος 6, που έχει ως εξής:
«6. Οι διατάξεις των υποπεριπτώσεων ii και ιαια΄ της περίπτωσης γ’ της προηγούμενης παραγράφου ισχύουν και για τις αμοιβές των γεωλόγων μελετητών».
6. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου ισχύουν για εισοδήματα που αποκτώνται από 1η Ιανουαρίου 2003 και μετά.
7. Στην παράγραφο 13 του άρθρου 33 του Κώδικα φορολογίας Εισοδήματος προστίθεται δεύτερο εδάφιο ως εξής :
«Ειδικά το καθαρό εισόδημα των επιχειρήσεων της παραγράφου 6 του παρόντος που εκμεταλλεύονται πάνω από επτά ( 7 ) ενοικιαζόμενα δωμάτια και τηρούν βιβλία δεύτερης κατηγορίας του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων , από τη χρήση 2004 εξευρίσκεται λογιστικώς σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 31.»
8. Οι διατάξεις της παραγράφου 11 του άρθρου 4 του Ν.2753/1999 (ΦΕΚ 249Α΄) εφαρμόζονται για υποθέσεις που εκκρεμούν ενώπιον των Φορολογικών Αρχών και αφορούν ισολογισμούς που κλείνουν μετά την 30 Δεκεμβρίου 1992.
9. Οι διατάξεις του άρθρου 17 του ν.2819/2000 (ΦΕΚ 84Α’) καταλαμβάνουν και τους τόκους από ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου, οι οποίοι καταβάλλονται από την 1η Ιανουαρίου 2003 μέχρι και την 31η Δεκεμβρίου 2004.
10. Η παράγραφος 1 του άρθρου 9 του ν. 1809/1988 (Φ.Ε.Κ 222Α΄) αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Η δαπάνη για την αγορά, την εγκατάσταση, καθώς και για τη σύνδεση φορολογικού μηχανισμού αποσβένεται είτε εφάπαξ είτε σε τρεις (3) διαχειριστικές χρήσεις κατ’ ίσα ποσά. Με τον ίδιο τρόπο αποσβένεται και η δαπάνη για την αντικατάσταση μηχανικών αντλιών πετρελαίου πρατηριούχων υγρών καυσίμων».
11. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου έχουν εφαρμογή για δαπάνες που πραγματοποιούνται από 1η Ιανουαρίου 2003 και μετά.
12. Το τρίτο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 5 του ν.δ. 1146/1972 (Φ.Ε.Κ. 64 Α’) καταργείται και στο τέλος της παραγράφου αυτής προστίθεται νέο εδάφιο ως εξής:
«Επίσης εξαιρείται από την αυτοτελή φορολογία η ωφέλεια που προκύπτει από τη μεταβίβαση οχήματος που ανήκει σε επιχείρηση που τηρεί βιβλία τρίτης κατηγορίας του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων (π.δ. 186/1992 – Φ.Ε.Κ. 84 Α’).».
13. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου έχουν εφαρμογή για μεταβιβάσεις που πραγματοποιούνται από 1η Ιανουαρίου 2004 και μετά.
14. Στην παράγραφο 13 του άρθρου 33 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, προστίθεται εδάφιο, ως εξής:
«Κατ’ εξαίρεση, ειδικά για τη χρήση 2004, οι επιχειρήσεις εκμετάλλευσης επιβατικών αυτοκινήτων δημόσιας χρήσης μπορούν να επιλέξουν να φορολογηθούν είτε με τεκμαρτά ποσά καθαρού εισοδήματος της παραγράφου 5 του παρόντος είτε με τα καθαρά κέρδη που εξευρίσκονται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 31.»
15. Στην περίπτωση θ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 31 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, προστίθεται εδάφιο, ως εξής:
«Ειδικά για τον υπολογισμό των καθαρών κερδών των επιχειρήσεων που εκμεταλλεύονται επιβατικά αυτοκίνητα δημόσιας χρήσης επιτρέπεται για την κάλυψη επισφαλών απαιτήσεων πελατών τους να ενεργείται έκπτωση δύο τοις εκατό (2%) επί των ακαθάριστων εσόδων τους».
16. Μετά το τρίτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 58 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, προστίθεται νέο εδάφιο ως εξής:
«Ειδικά για τις παροχές μη έμμισθης υπηρεσίας που καταβάλλονται από τους εκμεταλλευτές επιβατικών αυτοκινήτων δημόσιας χρήσης, ο παραπάνω συντελεστής περιορίζεται σε ποσοστό δέκα τοις εκατό (10%)».
17. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου έχουν εφαρμογή για αμοιβές που καταβάλλονται από 1ης Ιανουαρίου 2004.
18. Οι διατάξεις των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 6 του ν.2753/1999 (ΦΕΚ 249 Α΄) καταργούνται για τις υποθέσεις φορολογίας εισοδήματος και λοιπών φορολογιών, των οποίων ο φορολογικός έλεγχος ρυθμίζεται από τις διατάξεις του παρόντος νόμου.
ΑΡΘΡΟ 31 - Καταβολή φόρου εισοδήματος
1. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 3 του άρθρου 64 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος αντικαθίσταται ως εξής:
«Τα ποσά του φόρου, της προκαταβολής και των τελών ή εισφορών, που οφείλονται με βάση τη δήλωση αυτού του άρθρου, καταβάλλονται σε οκτώ (8) ίσες μηνιαίες δόσεις, από τις οποίες η πρώτη με την υποβολή της εμπρόθεσμης δήλωσης, οι δε υπόλοιπες επτά (7), μέχρι την τελευταία εργάσιμη για τις δημόσιες υπηρεσίες ημέρα των (7) επόμενων μηνών, από τη λήξη προθεσμίας υποβολής της δήλωσης».
2. Η περίπτωση α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 110 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος αντικαθίσταται ως εξής:
«α) Από τα νομικά πρόσωπα που υποβάλλουν δήλωση σύμφωνα με τις διατάξεις των περιπτώσεων α και β της παραγράφου 2 του άρθρου 107 του παρόντος, σε οκτώ (8) ίσες μηνιαίες δόσεις, από τις οποίες, η μεν πρώτη με την υποβολή της εμπρόθεσμης δήλωσης, οι δε υπόλοιπες επτά (7), την τελευταία εργάσιμη ημέρα των επτά (7) επομένων μηνών, από τη λήξη της προθεσμίας υποβολής της δήλωσης.».
3. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζονται για δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος οικονομικού έτους 2004 και μετά.
Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο Ε΄
ΕΙΣΠΡΑΞΗ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ
ΑΡΘΡΟ 32 - Επιστροφή αχρεωστήτως καταβληθέντων φόρων
Φόρος ή πρόστιμο που καταβλήθηκε αχρεωστήτως και δεν υπερβαίνει το ποσό των τριακοσίων χιλιάδων ευρώ, επιστρέφεται χωρίς έγκριση του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών.
ΑΡΘΡΟ 33 - Αύξηση οφειλομένων ληξιπροθέσμων χρεών για προσωπική κράτηση οφειλετών του Δημοσίου
1. Η περίπτωση β΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 234 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν.2717/1999 ΦΕΚ Α’-97) αντικαθίσταται ως εξής:
«β) Το συνολικό ληξιπρόθεσμο χρέος προς το Δημόσιο από κάθε αιτία συμπεριλαμβανομένων και των κάθε είδους τόκων και προσαυξήσεων, υπερβαίνει το ποσό των τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ.
Αποφάσεις πού διατάσσουν προσωπική κράτηση για ποσό χρέους κατώτερο των τριάντα χιλιάδων Ευρώ και δεν έχουν εκτελεσθεί κατά τη δημοσίευση του νόμου αυτού δεν εκτελούνται.
Αν άρχισε η εκτέλεσή τους, διακόπτεται και ο κρατούμενος απολύεται. Εκκρεμείς αιτήσεις καθώς και ένδικα μέσα κατά αποφάσεων για χρέη κατώτερα του πιο πάνω ποσού δεν εισάγονται για συζήτηση και οι υποθέσεις τίθενται στο αρχείο.
Η αναστολή της παραγραφής χρεών, κατώτερων του παραπάνω ορίου, για τα οποία υποβλήθηκε αίτηση προσωπικής κράτησης, λήγει με τη δημοσίευση του νόμου αυτού, η παραγραφή τους όμως δεν συμπληρώνεται πριν την πάροδο τουλάχιστον έτους από τη λήξη της αναστολής.»
ΑΡΘΡΟ 34 - Αύξηση ορίου ληξιπροθέσμων χρεών για ποινική δίωξη οφειλετών
1. Η παράγραφος 1 του άρθρου 25 του ν. 1882/1990 (ΦΕΚ Α’-43), αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Η καθυστέρηση καταβολής των βεβαιωμένων στις Δημόσιες Οικονομικές Υπηρεσίες (Δ.Ο.Υ.) και τα Τελωνεία χρεών προς το Δημόσιο, τα Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου, τις επιχειρήσεις και τους οργανισμούς του ευρύτερου δημόσιου τομέα, για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών, διώκεται ύστερα από αίτηση του προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. ή του Τελωνείου προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών της έδρας τους και τιμωρείται με ποινή φυλάκισης:
α) τεσσάρων τουλάχιστον μηνών εφόσον το συνολικό χρέος από κάθε αιτία, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων μέχρι την ημερομηνία σύνταξης του πίνακα χρεών, ο οποίος συνοδεύει υποχρεωτικά την ως άνω αίτηση, υπερβαίνει το ποσό των δέκα χιλιάδων ΕΥΡΩ.
β) έξι τουλάχιστον μηνών, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση (α), υπερβαίνει το ποσό των πενήντα χιλιάδων ΕΥΡΩ.
γ) ενός τουλάχιστον έτους, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση (α), υπερβαίνει το ποσό των εκατόν είκοσι χιλιάδων ΕΥΡΩ.
Η πράξη μπορεί να κριθεί ατιμώρητη, εάν το ποσό που οφείλεται, εξοφληθεί μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης σε οποιονδήποτε βαθμό».
2. Η παράγραφος 7 του άρθρου 25 ν.1882/1990, αντικαθίσταται ως εξής:
«7. Η υποβολή αίτησης ποινικής δίωξης αναστέλλει την παραγραφή του χρέους για το οποίο υποβλήθηκε μέχρι να εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση ο δε χρόνος παραγραφής του χρέους δεν συμπληρώνεται πριν την πάροδο τουλάχιστον ενός έτους από τη λήξη της αναστολής».
3. Στο άρθρο 25 ν.1882/1990, προστίθεται παράγραφος με αριθμό 8 ως εξής:
«8. Μάρτυρας κλητεύεται ο κατά την ημερομηνία της δικασίμου προϊστάμενος της αρμόδιας Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας ή Τελωνείου, ή υπάλληλος που υπηρετεί στην ίδια ή αντίστοιχη υπηρεσία.»
4. Αποφάσεις ποινικών δικαστηρίων που εκδόθηκαν για χρέη μικρότερα από τα οριζόμενα στην παράγραφο 1 και δεν έχουν εκτελεσθεί κατά τη δημοσίευση του νόμου αυτού, δεν εκτελούνται. Αν άρχισε η εκτέλεσή τους διακόπτεται. Εκκρεμείς αιτήσεις προϊσταμένων Δημοσίων Οικονομικών Υπηρεσιών ή Τελωνείων ή ένδικα μέσα κατά αποφάσεων για χρέη κατώτερα αυτών που ορίζονται ανωτέρω δεν εισάγονται για συζήτηση.
Η αναστολή της παραγραφής χρεών, κατώτερων του ποσού των δέκα χιλιάδων (10.000) ΕΥΡΩ, για τα οποία υποβλήθηκε αίτηση ποινικής δίωξης, λήγει με τη δημοσίευση του νόμου αυτού, η παραγραφή συνεχίζεται και δεν συμπληρώνεται πριν την πάροδο έτους από τη λήξη της αναστολής.
Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο ΣΤ΄
ΘΕΜΑΤΑ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ, ΛΟΙΠΩΝ ΦΟΡΟΛΟΓΙΩΝ ΚΑΙ Φ.Π.Α., ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΕΣ ΚΥΡΩΣΕΙΣ, ΡΥΘΜΙΣΗ ΠΡΟΣΤΙΜΩΝ ΑΓΡΟΤΩΝ
ΑΡΘΡΟ 35 - Θέματα φορολογίας κεφαλαίου
1. Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 18 του ν. 3091/2002 (ΦΕΚ 330 Α΄) αντικαθίσταται ως εξής :
«Εάν η μεταβίβαση του ακινήτου γίνεται προς φυσικό πρόσωπο το οποίο αποδεικνύει ότι είναι ο πραγματικός κύριος του ακινήτου ή σύζυγος αυτού ή έχει σχέση συγγενείας κατευθείαν γραμμή μέχρι δευτέρου βαθμού με αυτόν, δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις της περίπτωσης γ΄ του άρθρου 17 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, και οι διατάξεις των παραγράφων 1, 2 και 3 του άρθρου 34 του ν. 2961/2001 (Φ.Ε.Κ. 266 Α΄), υπό την προϋπόθεση ότι κατά το χρόνο κτήσης του ακινήτου από την εταιρεία δεν θα είχαν εφαρμογή για τον πραγματικό κύριο οι διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 19 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών καθορίζονται τα απαιτούμενα αποδεικτικά στοιχεία και λοιπές λεπτομέρειες εφαρμογής της διάταξης αυτής».
2. Η ισχύς της προηγούμενης παραγράφου αρχίζει 1.1.2003.
3. Η παράγραφος 1 του άρθρου 12 του ν. 2961/2001 (ΦΕΚ 266 τ. Α΄) αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Για εισηγμένες στο χρηματιστήριο μετοχές, ομολογίες, ιδρυτικούς και λοιπούς γενικά τίτλους των εμπορικών εταιρειών, δημόσια χρεόγραφα ή άλλες τέτοιας φύσης αξίες ως αξία αυτών λαμβάνεται η αξία της προηγούμενης ημέρας του χρόνου γένεσης της φορολογικής υποχρέωσης. Αν η μεταβίβαση των περιουσιακών αυτών στοιχείων πραγματοποιείται με ιδιωτικό ή συμβολαιογραφικό έγγραφο ή με εγγραφή στο χρηματιστήριο και αν η διαφορά μεταξύ της αξίας που δηλώθηκε και της ανωτέρω αξίας υπερβαίνει το ποσοστό τρία τοις εκατό (3%) της τελευταίας, υποβάλλεται συμπληρωματική δήλωση για τη διαφορά της αξίας μέσα σε δέκα ημέρες από το χρόνο κατάρτισης του ιδιωτικού ή συμβολαιογραφικού εγγράφου ή της εγγραφής στο χρηματιστήριο.»
4. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου ισχύουν για δηλώσεις φόρου κληρονομιών, δωρεών και γονικών παροχών που θα υποβληθούν από την ημερομηνία δημοσίευσης του παρόντος στην εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
5. Η παράγραφος 10 του άρθρου 15 του ν. 2961/2001, η οποία προστέθηκε με την παράγραφο 3 του άρθρου 12 του ν.3091/2002 αντικαθίσταται ως εξής:
«10. α. Η αξία της πραγματικής δουλείας επί κτίσματος ορίζεται ίση με την αξία που προκύπτει από την εφαρμογή του αντικειμενικού συστήματος προσδιορισμού της φορολογητέας αξίας αυτού.
β. Η αξία της πραγματικής δουλείας επί οικοπέδου ή αγροτεμαχίου ορίζεται ίση με ποσοστό δέκα πέντε τοις εκατό (15 %) της αγοραίας ή αντικειμενικής αξίας της πλήρους κυριότητας ισοδύναμης επιφάνειας οικοπέδου ή αγροτεμαχίου.
γ. Η αξία του δικαιώματος αποκλειστικής χρήσης επί κοινόκτητων κύριων, βοηθητικών ή ειδικών χώρων κτισμάτων ή επί κοινόκτητου οικοπέδου ορίζεται ίση με την αξία που προκύπτει από την εφαρμογή του αντικειμενικού συστήματος προσδιορισμού της φορολογητέας αξίας αυτών στις εξής περιπτώσεις:
γα. χώρου στάθμευσης σε κοινόχρηστη επιφάνεια υπογείου, πυλωτής, ασκεπούς ορόφου, δώματος ή ακάλυπτου χώρου του οικοπέδου,
γβ. βοηθητικών ή αποθηκευτικών χώρων κοινόχρηστων κτισμάτων που δεν χρησιμοποιούνται ως χώροι κύριας χρήσης,
γγ. κοινόχρηστων αθλητικών εγκαταστάσεων,
γδ. κατοικίας ή επαγγελματικής στέγης ή ειδικών κτιρίων.
δ. Η αξία του δικαιώματος αποκλειστικής χρήσης επιφάνειας επί του κοινόκτητου ασκεπούς ορόφου, δώματος ή πυλωτής της οικοδομής ή επί του κοινόκτητου ακάλυπτου χώρου οικοπέδου ή αγροτεμαχίου ορίζεται ίση με ποσοστό δέκα πέντε τοις εκατό (15%) της αξίας της πλήρους κυριότητας ισοδύναμης επιφάνειας οικοπέδου ή αγροτεμαχίου.»
6. Μετά το εδάφιο πρώτο της παραγράφου 20 του άρθρου 6 του ν. 3029/2002 (Φ.Ε.Κ. 160 Α΄) προστίθεται νέο εδάφιο ως εξής:
«Κατά την ανωτέρω μετατροπή, η ακίνητη περιουσία των υφιστάμενων ασφαλιστικών ταμείων περιέρχεται αυτοδίκαια στο νέο ν.π.ι.δ. χωρίς την καταβολή φόρου μεταβίβασης ή τέλους ή δικαιώματος υπέρ του Δημοσίου, Ο.Τ.Α. ή άλλου προσώπου».
7. Η παράγραφος 4 του άρθρου 10 του Ν.973/1979 (ΦΕΚ 226 Α΄), αντικαθίσταται ως εξής:
«4. Με κοινή απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών και των κατά περίπτωση αρμοδίων Υπουργών, μπορεί να παραχωρηθούν κατά κυριότητα στην Εταιρία, ακίνητο του Δημοσίου των οποίων έχει τη διαχείριση, με ή χωρίς αντάλλαγμα ή άλλους όρους, προκειμένου να το εισφέρει σε είδος ως κεφάλαιο σε εταιρίες που αναφέρονται στις δύο προηγούμενες παραγράφους.
Η απόφαση εκδίδεται ύστερα από πρόταση του Διοικητικού Συμβουλίου της Εταιρίας, περιλαμβάνει περιγραφή του ακινήτου και μεταγράφεται στο Υποθηκοφυλακείο της περιφέρειας του ακινήτου.
Η μεταβίβαση κυριότητας που διενεργείται σύμφωνα με τη διαδικασία αυτή, και η εισφορά τους ως κεφάλαιο σε είδος απαλλάσσεται από κάθε φόρο, τέλος, εισφορά ή δικαίωμα υπέρ του Δημοσίου ή τρίτου προσώπου. Τα δικαιώματα και η αμοιβή του Υποθηκοφύλακα ορίζονται στο ποσό των εκατό ευρώ για κάθε μεταγραφή.».
8. Μετά την παράγραφο 3 του άρθρου 1 του α.ν. 1521/1950 (ΦΕΚ 245 Α΄) προστίθεται παράγραφος 4 και οι παράγραφοι 4 έως και 7 αναριθμούνται αντίστοιχα 5 έως και 8:
«4. Ως μεταβίβαση λογίζονται: α) η περαιτέρω, πλην της πρώτης, μεταβίβαση του τίτλου μεταφοράς συντελεστή δόμησης και β) η παραχώρηση ή απόσβεση του δικαιώματος αποκλειστικής χρήσης επί κοινόκτητων κύριων, βοηθητικών ή ειδικών χώρων κτισμάτων ή επί κοινόκτητου τμήματος οικοπέδου.»
9. Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 7 του άρθρου 1 του ν. 1078/1980 (Φ.Ε.Κ. 238/Α΄) αντικαθίσταται ως εξής :
«Αν ο αγοραστής μεταβιβάσει ή συστήσει επ’ αυτού οποιοδήποτε εμπράγματο δικαίωμα, πλην υποθήκης, πριν την παρέλευση πενταετίας, υποχρεούται, πριν την μεταβίβαση ή τη σύσταση του εμπράγματου δικαιώματος, σε υποβολή δήλωσης και καταβολή εφάπαξ του φόρου που αναλογεί στην αξία του ακινήτου.
Ο φόρος υπολογίζεται με βάση την αξία του ακινήτου κατά το χρόνο της νέας μεταβίβασης ή της σύστασης του εμπράγματου δικαιώματος ή το δηλούμενο τίμημα της νέας μεταβίβασης, εφόσον αυτό είναι μεγαλύτερο της αντικειμενικής αξίας, με εφαρμογή των συντελεστών που ίσχυαν κατά το χρόνο χορήγησης της απαλλαγής, εκτός αν ο φόρος που αναλογεί στην αξία του ακινήτου του χρόνου απαλλαγής είναι μεγαλύτερος, οπότε καταβάλλεται ο μεγαλύτερος αυτός φόρος».
10. Στην παράγραφο 1 του άρθρου 1 του ν. 1078/1980, προστίθενται εδάφια που έχουν ως ακολούθως :
«Της απαλλαγής του αγάμου μπορεί να τύχει ο σύζυγος που βρίσκεται σε διάσταση κι έχει καταθέσει αίτηση ή αγωγή διαζυγίου τουλάχιστον προ έξι (6) μηνών από το χρόνο της αγοράς. Αν δεν λυθεί ο γάμος με διαζύγιο εντός πενταετίας από της αγοράς, αίρεται η χορηγηθείσα απαλλαγή και καταβάλλεται ο οικείος φόρος σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 5 του άρθρου αυτό».
11. Στην παράγραφο 1 της ενότητας Α΄ του άρθρου 26 του ν. 2961/2001, προστίθενται εδάφια ως εξής:
«Της απαλλαγής του αγάμου μπορεί να τύχει ο σύζυγος που βρίσκεται σε διάσταση κι έχει καταθέσει αίτηση ή αγωγή διαζυγίου τουλάχιστον προ έξι (6) μηνών από το χρόνο της αιτίας θανάτου κτήσης. Αν δεν λυθεί ο γάμος με διαζύγιο μέσα σε πέντε (5) έτη από την αιτία θανάτου κτήση, αίρεται η χορηγηθείσα απαλλαγή και καταβάλλεται ο οικείος φόρος σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφους 5 του άρθρου αυτού.»
12. Στην παράγραφο 7 του άρθρου 1 του ν. 1078/1980 (Φ.Ε.Κ. 238 Α΄) προστίθεται εδάφιο ως εξής :
«Αν έχει χορηγηθεί απαλλαγή και στους δύο συζύγους κατά την αγορά ακινήτου εξ αδιαιρέτου, κατά τη μεταβίβαση του ποσοστού του ενός συζύγου καταβάλλεται ο φόρος που αναλογεί στο ποσοστό αυτό».
13. Το έκτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του ν.1078/1980, αντικαθίσταται ως εξής:
«Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής εφαρμόζονται και στην περίπτωση που ο αγοραστής είναι κύριος εξ αδιαιρέτου ποσοστού ή ψιλός κύριος ή επικαρπωτής κατοικίας ή οικοπέδου και αγοράζει το υπόλοιπο ποσοστό ή το εμπράγματο δικαίωμα της ψιλής κυριότητας ή της επικαρπίας, ώστε να γίνει κύριος ολοκλήρου του ακινήτου.»
14. Η παράγραφος 2 του άρθρου 27 του ν. 2459/1997 αντικαθίσταται ως εξής:
«2. Η δήλωση υποβάλλεται σε ένα (1) αντίτυπο αυτοπροσώπως από τον υπόχρεο ή από πρόσωπο που έχει ειδικά εξουσιοδοτηθεί από αυτόν, στον προϊστάμενο της αρμόδιας για τη φορολογία εισοδήματος δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας και μέσα στις παρακάτω προθεσμίες:
α. Για τα νομικά πρόσωπα μέχρι και τις 3 Μαρτίου του οικείου οικονομικού έτους. Η υποβολή της δήλωσης πραγματοποιείται ανάλογα με το τελευταίο ψηφίο του Α.Φ.Μ. του φορολογουμένου, με αρχή το ψηφίο 1 και ολοκληρώνεται μέσα σε 11 εργάσιμες ημέρες.
β. Για τα φυσικά πρόσωπα μέχρι και τις 2 Ιουνίου του οικείου οικονομικού έτους. Η υποβολή της δήλωσης πραγματοποιείται ανάλογα με το τελευταίο ψηφίο του Α.Φ.Μ. του φορολογουμένου, με αρχή το ψηφίο 1 και ολοκληρώνεται μέσα σε 11 εργάσιμες ημέρες».
15. Στο τέλος του πρώτου εδαφίου της περίπτωσης δ΄ του άρθρου 23 του ν. 2459/1997, προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«Τα ανωτέρω ισχύουν και για τα κτίσματα των πιο πάνω επιχειρήσεων, που έχουν πωληθεί με οριστικά συμβόλαια από τραπεζικά – πιστωτικά ιδρύματα με παρακράτηση της κυριότητας μέχρι της αποπληρωμής του τιμήματος, εφόσον χρησιμοποιούνται για την λειτουργία της αγοράστριας επιχείρησης».
16. Στο τέλος της περίπτωσης ε΄ του άρθρου 23 του ν. 2459/1997, προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«Τα ανωτέρω ισχύουν και για τα γήπεδα των ακινήτων των πιο πάνω επιχειρήσεων, που έχουν πωληθεί με οριστικά συμβόλαια από τραπεζικά – πιστωτικά ιδρύματα με παρακράτηση της κυριότητας μέχρι της αποπληρωμής του τιμήματος, εφόσον χρησιμοποιούνται για την λειτουργία της αγοράστριας επιχείρησης».
17. Στο τέλος της παραγράφου 1 του άρθρου 22 του ν. 2459/1997, προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«Για τα ακίνητα των επιχειρήσεων, που έχουν πωληθεί από τραπεζικά – πιστωτικά ιδρύματα με παρακράτηση της κυριότητας μέχρι της αποπληρωμής του τιμήματος, υπόχρεος σε φόρο είναι ο αγοραστής από το χρόνο σύναψης των οριστικών συμβολαίων, εφόσον χρησιμοποιούνται για την λειτουργία της αγοράστριας επιχείρησης».
ΑΡΘΡΟ 36 - Απαλλαγή από τέλη χαρτοσήμου τραπεζικών δανείων και πιστώσεων
Η απαλλαγή από τα τέλη χαρτοσήμου που προβλέπεται από τις ισχύουσες διατάξεις για τις συμβάσεις δανείων και πιστώσεων που χορηγούνται από τις τράπεζες που λειτουργούν στην Ελλάδα, για τους απορρέοντες από αυτές τόκους καθώς και για τα παρεπόμενα αυτών σύμφωνα , επεκτείνεται σε όλες τις τράπεζες ανεξάρτητα από τον τόπο εγκατάστασης και λειτουργίας τους και τον τόπο κατάρτισης ή εξόφλησης των ανωτέρω πράξεων.
ΑΡΘΡΟ 37 - Φόρος συγκέντρωσης κεφαλαίων
1. Η περίπτωση α΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 23 του Ν. 1676/1986 (ΦΕΚ 204 Α), όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή της με την παράγραφο 1 του άρθρου 1 του Ν. 2941/2001 (ΦΕΚ 201 Α), αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«α. Στη σύσταση, μετατροπή και συγχώνευση των προσώπων του άρθρου 17 μέσα σε δεκαπέντε (15) ημέρες από τη σύνταξη του, κατά νόμο, εγγράφου. Όπου από το νόμο προβλέπεται δημοσίευση των πράξεων αυτών, η δήλωση υποβάλλεται πριν από τη δημοσίευση. Ειδικά επί ανωνύμων εταιρειών, η δήλωση υποβάλλεται μέσα σε δεκαπέντε (15) ημέρες από την καταχώριση των ανωτέρω πράξεων στο Μητρώο Ανωνύμων Εταιρειών.
Στην αύξηση του κεφαλαίου των προσώπων του άρθρου 17, μέσα σε δεκαπέντε (15) ημέρες από την ημερομηνία σύνταξης του, κατά το νόμο, διαπιστωτικού της αύξησης του κεφαλαίου οικείου εγγράφου ή από τη σχετική εγγραφή στα επίσημα βιβλία των προσώπων αυτών, σε περίπτωση, που δεν συντάσσεται έγγραφο. Όπου από το νόμο προβλέπεται δημοσίευση της πράξης αυτής, η δήλωση υποβάλλεται πριν από τη δημοσίευση.».
2. Η παράγραφος 2 του άρθρου 29 του ν. 1676/1986, η οποία προστέθηκε με την παράγραφο 2 του άρθρου 1 του Ν. 2941/2001 (ΦΕΚ Α΄ 201), καταργείται και από την παράγραφο1 διαγράφεται η αρίθμηση.
3. Η ισχύς του άρθρου αυτού αρχίζει την πρώτη του μεθεπόμενου μήνα από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
ΑΡΘΡΟ 38 - Τρόπος απόδοσης ειδικού φόρου κινηματογράφων
1. Ο ειδικός φόρος του άρθρου 60 του ν. 1731/1987 (ΦΕΚ Α 161 Α΄) αποδίδεται από τις κινηματογραφικές επιχειρήσεις με μηνιαίες δηλώσεις οι οποίες υποβάλλονται στην αρμόδια, για τη φορολογία εισοδήματος αυτών Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία, μέχρι το τέλος κάθε μήνα και στις οποίες περιλαμβάνονται τα εισιτήρια που εκδόθηκαν τον προηγούμενο μήνα.
2. Σε περίπτωση εκπρόθεσμης, ανακριβούς δήλωσης καθώς και παράλειψης υποβολής δήλωσης, επιβάλλονται οι κυρώσεις που προβλέπονται από τις διατάξεις του ν. 2523/1997 όπως εκάστοτε ισχύουν.
3. Όλα τα θέματα που αναφέρονται στην υποβολή και επαλήθευση της δήλωσης, στη βεβαίωση και είσπραξη του φόρου και του τυχόν πρόσθετου φόρου, στην παραγραφή του δικαιώματος του Δημοσίου, στην έκδοση καταλογιστικών πράξεων και γενικά στη διαδικασία βεβαίωσης και είσπραξης του φόρου και του πρόσθετου φόρου διέπονται από τις διατάξεις που ισχύουν κάθε φορά στη φορολογία εισοδήματος.
4. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών καθορίζονται ο τύπος και το περιεχόμενο της δήλωσης και της πράξης επιβολής του φόρου και του πρόσθετου φόρου και κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή του άρθρου αυτού.
5. Η ισχύς του άρθρου αυτού αρχίζει από την 1 Ιανουαρίου 2004.
ΑΡΘΡΟ 39 - Θέματα Φ.Π.Α.
1. Οι διατάξεις της περίπτωσης δ΄ της παραγράφου 4 του άρθρου 14 του Κώδικα Φ.Π.Α. αντικαθίστανται ως εξής:
« δ) πραγματογνωμοσύνες γενικά και εργασίες σε ενσώματα κινητά αγαθά, οι οποίες εκτελούνται υλικά σε άλλο κράτος μέλος, εφόσον τα αγαθά μετά την παροχή των υπηρεσιών αποστέλλονται ή μεταφέρονται εκτός του κράτους μέλους.»
2. Οι διατάξεις του πρώτου εδαφίου της περίπτωσης ιβ΄ της παραγράφου 5 του άρθρου 14 του Κώδικα Φ.Π.Α. αντικαθίστανται ως εξής:
«ιβ) εργασίες της περίπτωσης δ΄ της παραγράφου 4 που εκτελούνται υλικά στο εσωτερικό της χώρας και παρέχονται σε λήπτη που διαθέτει αριθμό φορολογικού μητρώου Φ.Π.Α. σε άλλο κράτος μέλος, εφόσον τα αγαθά αυτά στη συνέχεια αποστέλλονται ή μεταφέρονται εκτός του εσωτερικού της χώρας.»
3. Το πρώτο εδάφιο της περίπτωσης γ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 22 του Κώδικα Φ.Π.Α. αντικαθίσταται ως εξής :
«γ) η παροχή νερού μη εμφιαλωμένου και η αποχέτευση που πραγματοποιούνται απευθείας από τους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α.) ή συνδέσμους αυτών, χωρίς τη μεσολάβηση δημοτικών επιχειρήσεων, καθώς και οι ανταποδοτικές εισφορές που επιβάλλουν οι Οργανισμοί Εγγείων Βελτιώσεων – Ο.Ε.Β. – (Ειδικοί Οργανισμοί, ΓΟΕΒ, ΤΟΕΒ) στα μέλη τους για την παροχή αρδευτικού ύδατος και οι λοιπές παροχές που συνδέονται άμεσα με τις πράξεις αυτές.»
4. Στο τέλος της περίπτωσης γ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 22 του Κώδικα Φ.Π.Α. προστίθεται εδάφιο ως εξής :
«Η απαλλαγή των παροχών του πρώτου εδαφίου ισχύει και για πράξεις που πραγματοποιούνται από το Δημόσιο και άλλα Ν.Π.Δ.Δ.»
5. Το εδάφιο γγ΄ της περίπτωσης β΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 25 του Κώδικα Φ.Π.Α. αντικαθίσταται ως εξής :
«γγ) να τεθούν σε καθεστώς φορολογικής αποθήκης του ν.2960/2001 (ΦΕΚ Α/ 265), εφόσον πρόκειται για προϊόντα του άρθρου 53 του ίδιου νόμου για τα οποία οι κοινοτικές διατάξεις προβλέπουν ότι υπάγονται στο καθεστώς των φορολογικών αποθηκών της Οδηγίας 92/12/Ε.Ο.Κ. ή για άλλα προϊόντα που είχαν υπαχθεί στις διατάξεις του νόμου αυτού,»
6. Ο τίτλος του άρθρου 26 του Κώδικα Φ.Π.Α. αντικαθίσταται ως εξής :
«Απαλλαγές στο καθεστώς των φορολογικών αποθηκών, άλλων από αυτές του ν.2960/2001.»
7. Η περίπτωση α΄ της παραγράφου 6 του άρθρου 26 του Κώδικα Φ.Π.Α. αντικαθίσταται ως εξής :
«α) οι παραδόσεις και οι ενδοκοινοτικές αποκτήσεις αγαθών τα οποία προορίζονται να τεθούν στο εσωτερικό της χώρας σε καθεστώς φορολογικής αποθήκευσης, εκτός της τελωνειακής αποταμίευσης και των αποθηκών του ν.2960/2001.»
8. Στην περίπτωση α΄ της παραγράφου 3 του άρθρου 33 του Κώδικα Φ.Π.Α. προστίθεται νέα υποπερίπτωση γγ΄, ως εξής:
«γγ) για παράδοση κατά την έννοια των διατάξεων της περίπτωσης γ΄ της παραγράφου 9 του άρθρου 6 του ν.1665/86».
9. Η παράγραφος 1 του άρθρου 44 του Κώδικα Φ.Π.Α. αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Στις περιπτώσεις παράδοσης ενδοκοινοτικής απόκτησης ή εισαγωγής από τρίτες χώρες βιομηχανοποιημένων καπνών, ο φόρος υπολογίζεται στην τιμή λιανικής πώλησης, χωρίς φόρο προστιθέμενης αξίας. Ως βιομηχανοποιημένα καπνά θεωρούνται τα οριζόμενα στη διάταξη του άρθρου 94 του ν.2960/2001.»
10. Η παράγραφος 2 του άρθρου 44 του Κώδικα Φ.Π.Α. αντικαθίσταται ως εξής:
«2. Η φορολογική υποχρέωση γεννάται και ο φόρος γίνεται απαιτητός, κατά τη θέση των προϊόντων σε ανάλωση ή κατά τη διαπίστωση των ελλειμμάτων, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 56, καθώς και στις ειδικές περιπτώσεις απαιτητού του φόρου, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 57 του ν.2960/2001, όπως ισχύει. Ο φόρος καταβάλλεται μαζί με τον ειδικό φόρο κατανάλωσης των βιομηχανοποιημένων καπνών, από τα υπόχρεα πρόσωπα του άρθρου 101 του ν.2960/2001 και σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 104 και 111 του ιδίου νόμου.»
11. Η παράγραφος 5 του άρθρου 44 του Κώδικα Φ.Π.Α. αντικαθίσταται ως εξής:
«5. Σε περίπτωση φθοράς ή βλάβης βιομηχανοποιημένων καπνών για τις οποίες προβλέπουν οι διατάξεις του άρθρου 105 του ν.2960/2001, παρέχεται στις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις δικαίωμα συμψηφισμού του φόρου του παρόντος νόμου. Ο φόρος επιστρέφεται μόνον εφόσον είναι αδύνατος ο συμψηφισμός του.»
12. Η παράγραφος 1 του άρθρου 57 του Κώδικα Φ.Π.Α. αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Η κοινοποίηση των πράξεων που προβλέπουν οι διατάξεις του άρθρου 49 του παρόντος δεν μπορεί να γίνει ύστερα από πάροδο πενταετίας από το τέλος του έτους μέσα στο οποίο λήγει η προθεσμία για την επίδοση της εκκαθαριστικής δήλωσης ή η προθεσμία για την υποβολή των απαιτούμενων δικαιολογητικών για την εκκαθάριση και την απόδοση του επιστρεπτέου φόρου που προβλέπουν οι διατάξεις του άρθρου 41. Μετά την πάροδο της πενταετίας παραγράφεται το δικαίωμα του Δημοσίου για την επιβολή του φόρου.»
13. Η περίπτωση α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 61 του Κώδικα Φ.Π.Α. αντικαθίσταται ως εξής :
«α) οι διατυπώσεις που προβλέπονται από τον κανονισμό (ΕΟΚ) 2913/92, για την εισαγωγή των αγαθών στο εσωτερικό της χώρας.»
14. Η περίπτωση α΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 61 του Κώδικα Φ.Π.Α. αντικαθίσταται ως εξής :
«α) οι διατυπώσεις που προβλέπονται από τον κανονισμό (ΕΟΚ) 2913/92, για την εξαγωγή των αγαθών εκτός της Κοινότητας.»
15. Δεν οφείλεται φόρος που αποδεδειγμένα δεν εισπράχθηκε από τα πρόσωπα του τελευταίου εδαφίου της περίπτωσης γ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 22 του Κώδικα Φ.Π.Α., για τις παροχές που πραγματοποιήθηκαν μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου.
16. Οι Αγροτικές Συνεταιριστικές Οργανώσεις, για τα ποσά που εισέπραξαν από αγρότες για αμοιβή τους από παροχή υπηρεσιών μεσολάβησης ή για την κάλυψη εξόδων που πραγματοποίησαν για λογαριασμό τους, δεν υποχρεούνται να αποδώσουν το Φ.Π.Α. που αναλογεί επί των ποσών αυτών για πράξεις που έχουν πραγματοποιηθεί μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, εφόσον ο φόρος που αναλογεί επί των ποσών αυτών αποδεδειγμένα δεν επιρρήφθηκε στους αγρότες.
17. Πράξεις επιβολής Φόρου Προστιθέμενης Αξίας και προστίμων Φ.Π.Α. που έχουν εκδοθεί για τις ανωτέρω περιπτώσεις των παραγράφων 15 και 16 του άρθρου αυτού και για φορολογικές περιόδους που έληξαν μέχρι και τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, εφόσον δεν έχουν καταστεί με οποιοδήποτε τρόπο οριστικές, ή σε περίπτωση που έχει ήδη ασκηθεί προσφυγή και δεν έχει εκδοθεί ακόμη τελεσίδικη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου ή απόφαση του ΣτΕ, παύουν να ισχύουν. Ποσά που έχουν βεβαιωθεί βάσει πράξεων που σύμφωνα με τα παραπάνω παύουν να ισχύουν, διαγράφονται. Ποσά που καταβλήθηκαν για την αιτία αυτή, δεν επιστρέφονται ούτε συμψηφίζονται».
18. Στο τέλος της περίπτωσης α’ της παραγράφου 1 του άρθρου 38 του κώδικα Φ.Π.Α., προστίθενται δύο νέα εδάφια ως εξής:
«Τα καταβαλλόμενα εμπροθέσμως κατά τα ανωτέρω ποσά φόρου με βάση τις περιοδικές δηλώσεις, αποτελούν έσοδα για το Δημόσιο του οικονομικού έτους στο οποίο αναφέρονται οι φορολογικές περίοδοι, βεβαιώνονται και λογιστικοποιούνται μέχρι την τελευταία εργάσιμη ημέρα του μηνός Δεκεμβρίου του έτους αυτού. Η εφαρμογή των διατάξεων του προηγουμένου εδαφίου καθώς και κάθε αναγκαία λεπτομέρεια καθορίζονται με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών».
ΑΡΘΡΟ 40 - Ποινικές και Διοικητικές Κυρώσεις για παραβάσεις της φορολογικής νομοθεσίας
1. Μετά το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 19 του ν.2523/97 τίθεται νέο εδάφιο ως εξής:
«Ειδικά όποιος εκδίδει ή αποδέχεται εικονικά φορολογικά στοιχεία για ανύπαρκτη συναλλαγή στο σύνολό της ή για μέρος αυτής, τιμωρείται α) με φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους, εφόσον η συνολική αξία των εικονικών φορολογικών στοιχείων υπερβαίνει το ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ και β) με κάθειρξη μέχρι δέκα (10) ετών, εφόσον το ως άνω ποσό υπερβαίνει τις εκατόν πενήντα χιλιάδες (150.000) ευρώ.»
2. Στην παράγραφο 2 του άρθρου 21 του ν.2523/1997, προστίθεται νέο εδάφιο, ως εξής:
«Ειδικά, όταν η συνολική αξία των εικονικών φορολογικών στοιχείων που αφορούν ανύπαρκτη συναλλαγή στο σύνολό της ή για μέρος αυτής υπερβαίνει το ποσό των εκατό πενήντα χιλιάδων (150.000) ευρώ, δεν ακολουθείται η διαδικασία του προηγούμενου εδαφίου, αλλά η μηνυτήρια αναφορά υποβάλλεται αμέσως με την ολοκλήρωση του ελέγχου και ζητείται από το ποινικό δικαστήριον η κατά προτεραιότητα εκδίκαση της υπόθεσης με βάση τα πορίσματα του φορολογικού ελέγχου.»
3. Επί εικονικών φορολογικών στοιχείων τα οποία φέρονται ότι εκδόθηκαν από εικονική εταιρία, κοινοπραξία, κοινωνία ή άλλη οποιασδήποτε μορφής επιχείρηση ή από οποιοδήποτε φυσικό, νομικό ή άλλης μορφής πρόσωπο, εφόσον τα πρόσωπα αυτά αποδεικνύουν ότι είναι παντελώς αμέτοχα με τη συγκεκριμένη συναλλαγή, οι αναλογούντες φόροι, τέλη και εισφορές και γενικά οι κάθε είδους φορολογικές επιβαρύνσεις και διοικητικές κυρώσεις επιβάλλονται, καθώς και η ποινική δίωξη ασκείται αποκλειστικά κατά του πραγματικού υπόχρεου που υποκρύπτεται και όχι κατά του φερόμενου εκδότη.
4. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζονται και για παραβάσεις που έχουν διαπραχθεί μέχρι το χρόνο δημοσίευσης του νόμου αυτού, για τις οποίες δεν έχουν εκδοθεί οι οικείες καταλογιστικές πράξεις ή εφόσον εκδόθηκαν δεν έχουν οριστικοποιηθεί κατά οποιονδήποτε τρόπο ή εκκρεμούν ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων ή του ΣτΕ, εφαρμοζομένων των διατάξεων περί δικαστικού συμβιβασμού, όπου συντρέχει περίπτωση.
5. Στην παράγραφο 2 του άρθρου 2 του ν.2523/1997 προστίθεται τρίτο εδάφιο, ως εξής:
«Κατά τη διενέργεια της νέας εκκαθάρισης, σύμφωνα με τα οριζόμενα στα προηγούμενα εδάφια, δεν υπολογίζεται πρόσθετος φόρος επί του ποσού του οφειλόμενου κύριου φόρου που τυχόν έχει ήδη βεβαιωθεί λόγω άσκησης της προσφυγής ή εκτέλεσης προηγούμενης δικαστικής απόφασης, για το διάστημα από της ημερομηνίας βεβαίωσης μέχρι της διενέργειας της νέας εκκαθάρισης, εκτός αν κατά τις κείμενες διατάξεις έχει εκδοθεί διαταγή αναστολής εκτέλεσης της πράξης βάσει τη οποίας έγινε η βεβαίωση, με αποτέλεσμα τη μη επιβολή ταμειακών προσαυξήσεων εκ του λόγου αυτού, για όσο χρόνο διαρκεί η αναστολή.»
6. Στην παράγραφο 8 του άρθρου 2 του ν.2523/1997 προστίθεται νέο εδάφιο, ως εξής:
«Τα οριζόμενα στο τρίτο εδάφιο της παραγράφου 2 σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο.»
7. Οι διατάξεις των παραγράφων 5 και 6 του παρόντος άρθρου ισχύουν από τότε που ίσχυσαν οι οικείες διατάξεις του ν.2523/1997.
8. Στο πέμπτο εδάφιο της παραγράφου 4 του άρθρου 14 του ν.2523/1997 όπως αυτό ισχύει και μετά την λέξη «εδαφίου» προστίθενται οι λέξεις «της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού».
9. Στην παράγραφο 2 του άρθρου 1 του ν.2523/1997, προστίθεται νέο εδάφιο ως εξής:
«Ο φόρος προστιθέμενης αξίας που καταλογίζεται στα πρόσωπα του άρθρου 41 του Κώδικα Φ.Π.Α., που έτυχαν επιστροφής χωρίς να τον δικαιούνται, υπόκειται σε πρόσθετο φόρο που ορίζεται στο πρώτο εδάφιο για την ανακριβή δήλωση».
10. Στην παράγραφο 3 του άρθρου 2 του ν.2523/1997 προστίθεται νέο εδάφιο ως εξής:
«Χρόνος αφετηρίας υπολογισμού του πρόσθετου φόρου του τελευταίου εδαφίου της παραγράφου 2 του άρθρου 1 είναι η επόμενη ημέρα εκείνης κατά την οποία πραγματοποιήθηκε η επιστροφή του φόρου από την αρμόδια Δ.Ο.Υ.».
11. Η παράγραφος 4 του άρθρου 2 του ν.2523/1997 αντικαθίσταται ως εξής :
«Τα ποσοστά πρόσθετων φόρων σε καμιά περίπτωση δεν μπορούν να υπερβούν α) το εκατό τοις εκατό (100%) για την υποβολή της εκπρόθεσμης δήλωσης και β) το διακόσια τοις εκατό (200%) για την υποβολή ανακριβούς δήλωσης ή μη υποβολή δήλωσης, του φόρου την πληρωμή του οποίου θα απέφευγε ο υπόχρεος, ή του φόρου που έχει επιστραφεί στα πρόσωπα του άρθρου 41 του Κώδικα Φ.Π.Α. χωρίς να τον δικαιούνται».
12. Οι διατάξεις της προηγουμένης παραγράφου εφαρμόζονται: α) για τα εισοδήματα που αποκτώνται από 1ης Ιανουαρίου 2004 και μετά β) για το Φ.Π.Α. για τις πράξεις που γίνονται από 1ης Ιανουαρίου 2004 και μετά γ) για τους παρακρατούμενους ή επιρριπτόμενους φόρους, τέλη και εισφορές γι’ αυτούς που παρακρατούνται ή επιρρίπτονται από 1ης Ιανουαρίου 2004 και μετά δ) για τις επιστροφές Φ.Π.Α. στα πρόσωπα του άρθρου 41 του Κώδικα Φ.Π.Α. χωρίς να το δικαιούνται, για τις επιστροφές που διενεργούνται από τη δημοσίευση του παρόντος και μετά ε) για τις υποθέσεις φορολογίας κεφαλαίου για τις περιπτώσεις που η φορολογική υποχρέωση γεννιέται από την δημοσίευση του παρόντος και μετά και στ) για τους λοιπούς φόρους, τέλη και εισφορές, για πράξεις, συναλλαγές ή έγγραφα, για τις οποίες η υποχρέωση γεννιέται από 1ης Ιανουαρίου 2004 και μετά.
13. Η παράγραφος 6 του άρθρου 2 του ν.2523/1997 αντικαθίσταται ως εξής :
« 6. Ο πρόσθετος φόρος λόγω εκπρόθεσμης υποβολής της δήλωσης επιβάλλεται και συμβεβαιώνεται με το φόρο της δήλωσης, ενώ στις περιπτώσεις της ανακριβούς δήλωσης, μη υποβολής της δήλωσης, ή επιστροφής φόρου προστιθέμενης αξίας στα πρόσωπα του άρθρου 41 του Κώδικα Φ.Π.Α. χωρίς να τον δικαιούνται, επιβάλλεται με την καταλογιστική πράξη του φόρου. Εξαιρετικά, ο πρόσθετος φόρος λόγω εκπρόθεσμης υποβολής της δήλωσης επιβάλλεται με καταλογιστική πράξη της αρμόδιας δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας στις περιπτώσεις που η δήλωση δεν υποβάλλεται σε δημόσια οικονομική υπηρεσία, ή άλλη αρχή αρμόδια για την επιβολή πρόσθετου φόρου».
14. Στην παράγραφο 1 του άρθρου 6 του ν.2523/1997 προστίθεται εδάφιο, ως εξής :
«Το πρόστιμο αυτό επιβάλλεται και στα πρόσωπα του άρθρου 41 του Κώδικα Φ.Π.Α. που έλαβαν επιστροφή φόρου με βάση πλαστά, εικονικά ή νοθευμένα φορολογικά στοιχεία που εξέδωσαν οι ίδιοι.»
15. Στην παράγραφο 3 του άρθρου 9 του ν.2523/1997 προστίθεται τρίτο εδάφιο, ως εξής :
«Ειδικά, για παραβάσεις των προσώπων του άρθρου 41 του Κώδικα Φ.Π.Α. (ν.2859/2000), αρμόδιος για την έκδοση της απόφασης επιβολής προστίμου είναι ο προϊστάμενος της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας που είναι αρμόδιος για τη φορολογία εισοδήματος.»
16. Στο τέλος της παραγράφου 11 του άρθρου 5 του ν. 2523/1997 (ΦΕΚ Α’ 179) προστίθεται νέο εδάφιο ως εξής:
«Δεν καταλογίζεται ιδιαίτερη παράβαση για την καταχώρηση εικονικών, πλαστών ή νοθευμένων στοιχείων, εφόσον επιβάλλεται πρόστιμο της περίπτωσης β’ της προηγούμενης παραγράφου, ανεξάρτητα από το χρόνο στον οποίο ανάγεται η παράβαση».
17. Οι διατάξεις της προηγουμένης παραγράφου καταλαμβάνουν και τις εκκρεμείς στις φορολογικές αρχές και στα Διοικητικά δικαστήρια και το Σ.τ.Ε. υποθέσεις.
ΑΡΘΡΟ 41 - Υπεραξία από εκτίμηση περιουσιακών στοιχείων Ε.Ρ.Τ. Α.Ε.
Στην παράγραφο 21 του άρθρου 14 του ν. 2328/1995 προστίθενται δύο νέα εδάφια που έχουν ως εξής:
«Η υπεραξία που προκύπτει από την αποτίμηση των περιουσιακών στοιχείων της Ε.Ρ.Τ. Α.Ε., αποβλέπουσα αποκλειστικά στη λογιστική αποκατάσταση της σχέσης Ιδίων Κεφαλαίων και Μετοχικού Κεφαλαίου του Ισολογισμού της, απαλλάσσεται της φορολογίας εισοδήματος. Οι αποσβέσεις που αντιστοιχούν στην υπεραξία αυτή δεν αναγνωρίζονται φορολογικά προς έκπτωση από τα ακαθάριστα έσοδα της εταιρίας.».
ΑΡΘΡΟ 42 - Ανακυκλώσιμα απορρίμματα
1. Επιχειρήσεις που προμηθεύτηκαν ανακυκλώσιμα απορρίμματα μέχρι 24.12.2002, ημερομηνία ισχύος των διατάξεων της παραγράφου 16 του άρθρου 19 του Ν.3091/2002 (ΦΕΚ 330 Α'), με φορολογικά στοιχεία που εκδόθηκαν μέχρι την ημερομηνία αυτή από τους φερόμενους στα στοιχεία αυτά προμηθευτές των ανακυκλώσιμων απορριμμάτων, τα οποία αποδείχθηκαν πλαστά ή εικονικά ως προς το πρόσωπο του εκδότη, ενώ αφορούν στο σύνολό τους πραγματική συναλλαγή, απαλλάσσονται από τα πρόστιμα του Κ.Β.Σ. και τις λοιπές διοικητικές και ποινικές κυρώσεις, καθώς και από οποιαδήποτε άλλη κύρωση που προβλέπεται από τις σχετικές φορολογικές διατάξεις, εφόσον μέσα σε αποκλειστική προθεσμία εξήντα (60), ημερών από τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως καταβληθεί από τους λήπτες των παραπάνω φορολογικών στοιχείων ο αναγραφόμενος σε αυτό φόρος προστιθέμενης αξίας.
2. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζονται και για τις υποθέσεις για τις οποίες έχουν εκδοθεί οι οικείες καταλογιστικές πράξεις, εφόσον δεν έχουν οριστικοποιηθεί κατά οποιονδήποτε τρόπο ή εκκρεμούν ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων ή του Σ.Τ.Ε., εφαρμοζομένων των διατάξεων περί δικαστικού συμβιβασμού, όπου συντρέχει περίπτωση.
ΑΡΘΡΟ 43 - Επιτροπή Λογιστικών Βιβλίων
Στην παράγραφο 1Α του άρθρου 37 του Π.Δ.186/1992 (ΦΕΚ 84 Α') προστίθεται περίπτωση ια' ως εξής:
«ια) Έναν αντιπρόσωπο της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Φοροτεχνικών Ελεύθερων Επαγγελματιών (Π.Ο.Φ.Ε.Ε.) που ορίζεται με τον αναπληρωτή του από αυτήν.»
ΑΡΘΡΟ 44 - Παρατάφρια Πρέβεζας
1. Επιτρέπεται η κατά κυριότητα παραχώρηση στο Δήμο Πρέβεζας τμήματος εμβαδού 29.000,22 τ.μ. του δημόσιου κτήματος με Α.Β.Κ. 111, που υπάγεται στην αρμοδιότητα της Κτηματικής Υπηρεσίας ν. Πρεβέζης, εντάχθηκε στο σχέδιο πόλης με την αρ. 3746/31.10.1981 απόφαση του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας Ηπείρου (ΦΕΚ 992 Δ') και απεικονίζεται στο ρυμοτομικό διάγραμμα που συνοδεύει την απόφαση αυτή και στο κτηματογραφικό διάγραμμα, κλίμακας 1/500, που θεωρήθηκε από τη Διευθύντρια της Διεύθυνσης Τεχνικών Υπηρεσιών του Δήμου Πρέβεζας και του οποίου αντίτυπο σε φωτοσμίκρυνση δημοσιεύεται με το νόμο αυτόν στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Στο δημόσιο αυτό κτήμα δεν περιλαμβάνεται η έκταση που έχει απαλλοτριωθεί με την 253/1998 απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου Πρέβεζας (ΦΕΚ 849 Δ’/10.10.2001) και του Π.Δ., από 29.5.1986 (ΦΕΚ 585 Β’/3.7.1986).
Η παραχώρηση θα τελεί υπό τη διαλυτική αίρεση ότι ο Δήμος Πρέβεζας θα παραχωρήσει κατά κυριότητα σε δημότες του τα τμήματα του ακινήτου, τα οποία κατέχουν αυθαίρετα και επί των οποίων έχουν ανεγείρει πριν από την 31.12.1981, αυτοί ή οι νόμιμοι δικαιοπάροχοί τους, οικοδομή πρώτης κατοικίας, με την προϋπόθεση ότι κατοικούν μονίμως στην κατοικία αυτή και υπό τους ειδικότερους όρους που αναφέρονται στην παράγραφο 3.
Στους δημότες του που κατέχουν αυθαίρετα τμήματα έκτασης που έχει απαλλοτριωθεί με την 253/1998 απόφαση του δημοτικού συμβουλίου του Δήμου Πρέβεζας και του ανωτέρω Π.Δ. από 29.5.1986 και συγκεντρώνουν τις προϋποθέσεις που αναφέρονται στο προηγούμενο εδάφιο, ο Δήμος Πρέβεζας υποχρεούται να παραχωρήσει κατά κυριότητα εκτάσεις ανάλογες με αυτές που κατέχουν μέσα στην έκταση που παραχωρείται.
Οι χώροι που προορίζονται από την πολεοδομική μελέτη του δημόσιου κτήματος που παραχωρείται σύμφωνα με την παράγραφο 1 στο Δήμο Πρέβεζας για κοινόχρηστες εκτάσεις, θεωρούνται ότι εισφέρονται αυτοδίκαια για τους σκοπούς της αρμοδιότητας του φορέα για τον οποίο προορίζονται από το χρόνο παραχώρησης των εκτάσεων αυτών στο Δήμο και δεν υπόκεινται σε απαλλοτρίωση. Οι διατάξεις των άρθρων 8, 9 και 12 του Ν.1337/1983 δεν έχουν εφαρμογή στη ρύθμιση αυτή.
Στις εκτάσεις που παραχωρούνται επιβάλλεται χρηματική εισφορά, η οποία βεβαιώνεται από το Δήμο και ανέρχεται στο 5% της αντικειμενικής αξίας που έχει η έκταση που παραχωρείται κατά το χρόνο της παραχώρησης. Τα χρήματα αυτά διατίθενται από το Δήμο για την κατασκευή των βασικών κοινόχρηστων πολεοδομικών έργων.
2. Ο Δήμος Πρέβεζας υποχρεούται να συντάξει και να υποβάλει για έγκριση στον υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών ειδικό κτηματολογικό διάγραμμα και πίνακα, όπου θα αναφέρονται τα ονόματα των φερόμενων ως δικαιούχων και θα αποτυπώνονται οι προς παραχώρηση εκτάσεις κατά θέση, εμβαδόν και διαστάσεις, καθώς και πρόγραμμα πραγματοποίησης της παραχώρησης. Τροποποιήσεις του ανωτέρω κτηματολογικού διαγράμματος και του πίνακα υποβάλλονται για έγκριση στον Υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών.
3. Με απόφαση του υπουργού οικονομίας και Οικονομικών, που εκδίδεται ύστερα από πρόταση του Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου Πρέβεζας, καθορίζονται οι όροι, οι προϋποθέσεις, η διαδικασία παραχώρησης, ο τύπος του παραχωρητηρίου ή άλλου τίτλου κυριότητας και κάθε άλλο σχετικό θέμα. Στους όρους παραχώρησης μπορεί να περιλαμβάνεται και η υποχρέωση των δικαιούχων να αποδεχθούν, πριν από τη χορήγηση των τίτλων κυριότητας, τη μεταβολή της θέσης των κατεχομένων, σύμφωνα με το κτηματολογικό διάγραμμα που αναφέρεται στην παράγραφο 2, εφόσον η μεταβολή αυτή επιβάλλεται για την εφαρμογή του ρυμοτομικού σχεδίου.
4. Τα τμήματα του πιο πάνω δημόσιου κτήματος, τα οποία δεν κατέχονται αυθαίρετα ή που παραμένουν αδιάθετα μετά την πραγματοποίηση του προγράμματος αποκατάστασης, παραμένουν στην κυριότητα του Δήμου Πρέβεζας και διατίθενται για τη δημιουργία κοινόχρηστων χώρων.
ΑΡΘΡΟ 45 - Ρυθμίσεις για υπαλλήλους υπουργείου Οικονομικών
1. Στο τέλος της παραγράφου 1Β του άρθρου 17 του Ν.2676/1999 (ΦΕΚ 1A’) προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«Εισφορές που κατεβλήθησαν από τους μετά την 1.1.1993 ασφαλισμένους, κατ’ εφαρμογή της διάταξης της περίπτωσης δ' της παρ. 1Α' από τις παροχές των ΔΕΤΕ και ΔΙΒΕΕΤ θεωρούνται εισφορές των διατάξεων της περίπτωσης α' της παραγράφου 1Β και δεν αναζητούνται επιπλέον από τον εργοδότη ούτε επιστρέφονται σε ασφαλισμένους».
2. Μετά το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 3 του άρθρου 17 του Ν.2676/1999 προστίθενται εδάφια, ως εξής:
«Ειδικά για όλους τους ασφαλισμένους του ΤΕΑΔΥ που λαμβάνουν παροχές μέσω ειδικών λογαριασμών εκτός του Κρατικού προϋπολογισμού από ΔΙΒΕΕΤ και ΔΕΤΕ, επιβάλλεται κράτηση ή εισφορά κατά περίπτωση επί των παροχών αυτών ως ακολούθως:
α) στους δικαιούχους ΔΙΒΕΕΤ επιβάλλεται κράτηση σε ποσοστό έξι επί τοις εκατό (6%), η οποία υπολογίζεται επί της καταβαλλόμενης σε κάθε δικαιούχο παροχής ΔΙΒΕΕΤ, ως μηνιαίας αποζημίωσης.
β) Εισφορά σε ποσοστό είκοσι επί τοις εκατό (20%), η οποία υπολογίζεται επί του συνόλου των εισπραττόμενων στα τελωνεία ΔΕΤΕ, για τους δικαιούχους ΔΕΤΕ. Από το ποσοστό αυτό αφαιρούνται οι κρατήσεις της περίπτωσης δ' της παραγράφου 1Α και της εισφοράς του ασφαλισμένου της περίπτωσης α' της παραγράφου 1Β του άρθρου αυτού.
Το ύψος των ποσοστών των κρατήσεων ή εισφορών της παραγράφου αυτής μπορούν να αναπροσαρμόζονται με κοινή απόφαση των υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Τα ποσά κάθε λογαριασμού, που προκύπτουν σύμφωνα με τα ανωτέρω, χορηγούνται για την αύξηση της μηνιαίας σύνταξής τους πέραν των καθοριζομένων κάθε φορά από τις παραγράφους 1 και 3 του άρθρου 19 του νόμου αυτού. Για όσους λαμβάνουν παροχές μέσω ΔΕΤΕ τα ποσοστά των αυξήσεων καθορίζονται σε συνάρτηση με τα ποσά της βασικής τους σύνταξης. Τα ποσά των προσαυξήσεων καθορίζονται με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων ύστερα από γνώμη του Δ.Σ του Ταμείου και ανάλογα με την οικονομική δυνατότητα του κάθε ειδικού λογαριασμού. Συνταξιούχοι, για τη χορήγηση της άνω αυξήσεως στη μηνιαία σύνταξή τους από τον ειδικό λογαριασμό ΔΙΒΕΕΤ, θεωρούνται εκείνοι στους οποίους έχει χορηγηθεί η παροχή αυτή. Η αύξηση είναι ανάλογη και με το χρόνο καταβολής της παροχής και καθορίζεται με την προαναφερόμενη υπουργική απόφαση.
Ποσά, τα οποία έχουν αποδοθεί στο ΤΕΑΔΥ και στα ταμεία που συγχωνεύτηκαν σε αυτό, μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, από τους λογαριασμούς ΔΙΒΕΕΤ, ΔΕΤΕ ή τους δικαιούχους των λογαριασμών αυτών και τηρούνται στους ειδικούς λογαριασμούς κατά την έννοια της παραγράφου αυτής, θεωρούνται ότι καταβλήθηκαν νόμιμα υπέρ των ειδικών αυτών λογαριασμών του ΤΕΑΔΥ».
ΑΡΘΡΟ 46 - Διάφορες ρυθμίσεις αρμοδιότητας Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών
1. Στην παράγραφο 5 του άρθρου 85 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος προστίθεται περίπτωση στ', ως εξής:
«στ) Η χορήγηση των στοιχείων του Υποσυστήματος Μητρώου φορολογουμένων και του Αρχείου Οχημάτων σε δημόσιες υπηρεσίες και ασφαλιστικά ταμεία που αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, από τη Γενική Γραμματεία Πληροφοριακών Συστημάτων του υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών, με την υποχρέωση χρησιμοποίησης αυτών αποκλειστικά για τις υπηρεσιακές τους ανάγκες».
2. Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 7 του άρθρου 26 του Ν.1882/1990, όπως προστέθηκε με την παράγραφο 3 του άρθρου 18 του Ν.2753/1999, αντικαθίσταται ως εξής:
«Σε ειδικές περιπτώσεις διασφάλισης σοβαρών συμφερόντων του Δημοσίου ή περιπτώσεις οικονομικού εγκλήματος και μεγάλης έκτασης φοροδιαφυγή, ο προϊστάμενος της Δ.Ο.Υ., με γραπτή συναίνεση της Διεύθυνσης Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων, μπορεί να αρνηθεί τη χορήγηση αποδεικτικού φορολογικής ενημερότητας ακόμη και αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις χορήγησης αυτού».
3. Η παράγραφος 6 του άρθρου 12 του Ν.2753/1999 καταργείται.
4. Κατά την έναρξη εργασιών ημεδαπών και αλλοδαπών επιχειρήσεων κατατίθεται στη Δ.Ο.Υ., ως ασφάλεια, εγγυητική επιστολή τράπεζας, ισχύος ενός (1) έτους. Η εγγυητική επιστολή επιστρέφεται στο δικαιούχο μετά την πάροδο του ενός (1) έτους, εφόσον διαπιστωθεί ότι έχει εκπληρώσει όλες τις φορολογικές του υποχρεώσεις όπως αυτές προκύπτουν από τις κείμενες διατάξεις, διαφορετικά καταπίπτει υπέρ του Δημοσίου. Με αποφάσεις του υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών καθορίζονται οι περιπτώσεις των επιτηδευματιών που είναι υπόχρεοι σε κατάθεση της εγγυητικής επιστολής, το ποσό αυτής, ο χρόνος έναρξης εφαρμογής των διατάξεων της προηγούμενης παραγράφου, καθώς και κάθε άλλο σχετικό θέμα ή διαδικασία που απαιτείται για την εφαρμογή τους.
5. Μέσα σε αποκλειστική προθεσμία εξήντα (60) ημερών από τη δημοσίευση του νόμου αυτού μπορεί να ενεργείται, μετά από αίτηση των ενδιαφερομένων προς τον Προϊστάμενο της αρμόδιας Δ.Ο.Υ., διοικητική επίλυση της διαφοράς επί αποφάσεων επιβολής προστίμων του Κ.Β.Σ., οι οποίες εμπίπτουν στις περιπτώσεις των διατάξεων της παραγράφου 4 του άρθρου 24 του Ν.2523/1997 ή της παραγράφου 12 του άρθρου 10 του Ν.2753/1999 ή της παραγράφου 9 του άρθρου 9 του νόμου 3052/2002 (ΦΕΚ 221 Α'), με τους όρους και τη διαδικασία που ορίζονται στις διατάξεις αυτές, κατά περίπτωση και εφόσον κατά το χρόνο δημοσίευσης του παρόντος νόμου δεν έχει παρέλθει προθεσμία ασκήσεως ενδίκου βοηθήματος ή ενδίκου μέσου ή εκκρεμεί συζήτηση κατά των υποθέσεων αυτών ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων και του Συμβουλίου της Επικρατείας.
6. Η αληθής έννοια του τελευταίου εδαφίου της παραγράφου 12 του άρθρου 10 του Ν.2753/1999 και του τελευταίου εδαφίου της παραγράφου 9 των άρθρων 7 και 9 του Ν.3052/2002 είναι ότι αναφέρεται στην μη επίτευξη της διοικητικής επίλυσης της διαφοράς με τις ευνοϊκότερες διατάξεις των νόμων αυτών για τις υποθέσεις που εκκρεμούν ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων και του Συμβουλίου της Επικρατείας και για τις αποφάσεις επιβολής προστίμου ή τα φύλλα ελέγχου που είχαν εκδοθεί κατά το χρόνο δημοσίευσης των νόμων αυτών και όχι για τις εκκρεμείς υποθέσεις ενώπιον των Δ.Ο.Υ. για τις οποίες δεν είχαν εκδοθεί οι αποφάσεις επιβολής προστίμου ή τα φύλλα ελέγχου.
7. Για παραβάσεις έκδοσης πλαστών ή εικονικών φορολογικών στοιχείων ή νόθευσης αυτών, που διαπράχθηκαν μέχρι 31-10.2003 από τα πρόσωπα της παραγράφου 4 του άρθρου 2 του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων (Κ.Β.Σ.), για τις οποίες δεν έχουν εκδοθεί οι σχετικές αποφάσεις επιβολής προστίμου ή έχουν εκδοθεί αυτές κατά το χρόνο δημοσίευσης του νόμου αυτού, εφαρμόζονται οι διατάξεις της περίπτωσης γ' της παραγράφου 10 του άρθρου 5 του Ν.2523/1997, εφόσον από τα πρόσωπα αυτά δεν έχει εισπραχθεί κανένα ποσό για επιστροφή Φ.Π.Α., ή για ειδικό φόρο κατανάλωσης εσωτερικής καύσης (DIESEL) κίνησης ή για επιδότηση αγροτικής παραγωγής, με βάση τα στοιχεία αυτά.
Οι διατάξεις του προηγούμενου εδαφίου εφαρμόζονται και στις περιπτώσεις που από τα ανωτέρω πρόσωπα εισπράχθηκαν οποιοδήποτε ποσά από τις προαναφερόμενες αιτίες, εφόσον εντός ανατρεπτικής προθεσμίας εξήντα (60) ημερών από τη δημοσίευση του νόμου αυτού επιστραφούν τα ποσά που εισπράχθηκαν στο διπλάσιο. Για τις αποφάσεις επιβολής προστίμου του Κ.Β.Σ. που έχουν εκδοθεί και εκκρεμούν στις Δ.Ο.Υ. ή έχουν οριστικοποιηθεί κατά οποιονδήποτε τρόπο επαναπροσδιορίζεται το ποσό του προστίμου σύμφωνα με τους όρους και τις προϋποθέσεις που ορίζονται στα προηγούμενα εδάφια. Για τις αποφάσεις επιβολής προστίμου του Κ.Β.Σ. που εκκρεμούν ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων ή του Συμβουλίου της Επικρατείας, οι ενδιαφερόμενοι μπορούν με αίτησή τους, που υποβάλλεται στον αρμόδιο προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας εντός ανατρεπτικής προθεσμίας εξήντα (60) ημερών από τη δημοσίευση του νόμου αυτού, να ζητούν τη διοικητική επίλυση της διαφοράς με βάση τις διατάξεις των προηγούμενων εδαφίων, ακολουθούμενης της διαδικασίας του Ν.Δ.4600/1966 (ΦΕΚ 242 A’), Ποσά προστίμων Κ.Β.Σ. και λοιπών κυρώσεων που καταβλήθηκαν δεν επιστρέφονται ούτε συμψηφίζονται. Στην περίπτωση που δεν επιτευχθεί η διοικητική επίλυση της διαφοράς, οι υποθέσεις αυτές κρίνονται με βάση τις διατάξεις που ίσχυαν κατά το χρόνο διάπραξης της παράβασης.
8. Η περίπτωση γ' της παραγράφου 1Α του άρθρου 37 του Κ.Β.Σ. αντικαθίσταται ως εξής:
«γ) έναν αντιπρόσωπο του Συμβουλίου Λογιστικής Τυποποίησης (Σ.ΛΟ. Τ.) με γνώσεις λογιστικής, που ορίζεται με τον αναπληρωτή του από αυτό».
9. Στην παράγραφο 6 του άρθρου 74 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«Η αναστολή που χορηγείται κατά τις διατάξεις των άρθρων 200 έως 205 του Ν.2717/1999 (ΦΕΚ 97 Α'), δεν αποκλείει την ολοκλήρωση της διαδικασίας βεβαίωσης και ταμιακώς του παραπάνω ποσοστού του αμφισβητούμενου κύριου φόρου, του πρόσθετου φόρου και των λοιπών συμβεβαιούμενων φόρων και τελών».
10. Στην παράγραφο 9 του άρθρου 74 του Κώδικα φορολογίας Εισοδήματος προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«Οι διατάξεις του τελευταίου εδαφίου της παραγράφου 6 ισχύουν και για τη βεβαίωση των φόρων, τελών και εισφορών βάσει προσωρινού φύλλου ελέγχου για το οποίο ασκήθηκε προσφυγή.
11. Η παράγραφος 3 του άρθρου 53 του Κώδικα Φ.Π.Α. αντικαθίσταται ως εξής:
«3. Η αναστολή που χορηγείται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 200 έως 205 του Ν.2717/1999 δεν αποκλείει την ολοκλήρωση της διαδικασίας βεβαίωσης και ταμιακώς του ποσοστού του αμφισβητούμενου κύριου φόρου και του πρόσθετου φόρου που ορίζεται στην προηγούμενη παράγραφο. Τα ίδια ισχύουν και ως προς τη βεβαίωση του συνολικού ποσού του κύριου φόρου και του πρόσθετου φόρου βάσει προσωρινής πράξης του άρθρου 50 για την οποία ασκήθηκε προσφυγή».
12. Σε κάθε περίπτωση χορήγησης αναστολής, κατ' εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 200 έως 209, 227 και 228 του Ν.2717/1999, ο προϊστάμενος της Δ.Ο.Υ. μπορεί, εφόσον συντρέχουν λόγοι δημόσιου συμφέροντος, να αρνηθεί στον υπόχρεο τη χορήγηση αποδεικτικού ενημερότητας για μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων ή σύσταση εμπραγμάτων δικαιωμάτων επ' αυτών.
13. Στην περίπτωση δ' της παρ. 1 του άρθρου 123 του Ν.2960/2001 (ΦΕΚ 256 Α’) προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«Απαλλάσσονται από το τέλος ταξινόμησης οι καινούργιες βάσεις φορτηγών αυτοκινήτων για τις οποίες μέχρι 24.6.2003 είχαν υποβληθεί δεσμευτικές και μη τροποποιήσιμες προσφορές με απαλλαγή από το τέλος ταξινόμησης σε εκτέλεση διαγωνισμών φορέων του Δημοσίου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα για την κατασκευή οχημάτων διαφόρων τύπων και εκκρεμεί η παράδοσή τους. Οι λεπτομέρειες για την εφαρμογή της διάταξης αυτής θα καθορισθούν με απόφαση του υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών».
14. Η ισχύς της διάταξης της προηγούμενης παραγράφου αρχίζει από 25 Ιουνίου 2003.
15. Το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 14 του άρθρου 12 του Π.Δ.186/1992 αντικαθίσταται και προστίθεται νέο εδάφιο ως εξής:
«Ειδικά σε περίπτωση παροχής σε πελάτη δικαιώματος λήψης υπηρεσιών, για συγκεκριμένο ή μη χρονικό διάστημα, έναντι προκαθορισμένης αμοιβής, ανεξάρτητα αν αυτή αφορά συγκεκριμένο ή μη πλήθος υπηρεσιών, το τιμολόγιο εκδίδεται κατά το χρόνο που η αμοιβή είναι απαιτητή και ο πελάτης αποκτά το σχετικά δικαίωμα λήψης των υπηρεσιών και όχι αργότερα από το τέλος της διαχειριστικής περιόδου των συμβαλλομένων. Εξαιρετικά, για τις κατά το ανωτέρω εδάφιο παροχές, σε πελάτες στους οποίους το δικαίωμα λήψης υπηρεσιών αποκτήθηκε στο έτος 2003, το τιμολόγιο για την απαιτητή αμοιβή εκδίδεται το αργότερο στις 31 Μαΐου 2004».
16. Η προθεσμία που ορίζεται στις παραγράφους 9 και 10 του άρθρου 27 του Ν.2971/2001 (ΦΕΚ 285 Α') παρατείνεται μέχρι 31.12.2004.
17. Στο άρθρο 74 του Κώδικα φορολογίας Εισοδήματος προστίθεται παράγραφος 10 ως εξής:
«10. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών ο φόρος που προκύπτει στην περίπτωση β' της παραγράφου 5 μπορεί να καταβάλλεται και σε περισσότερες μηνιαίες δόσεις που σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να υπερβαίνουν τις τριάντα έξι (36)».
18. Οι διατάξεις της παραγράφου 10 του άρθρου 74 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος εφαρμόζονται και στο Φ.Π.Α. και τις λοιπές φορολογίες. 19. Στην παράγραφο 1 του άρθρου 15 του ΚΒΣ (Π.Δ.186/1992) προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«Διπλότυπη απόδειξη δαπάνης εκδίδεται επίσης και από τον εκμεταλλευτή επιβατικού αυτοκινήτου δημόσιας χρήσης για την καταβολή στους οδηγούς αμοιβών οι οποίες δεν υπάγονται στο φόρο προστιθέμενης αξίας».
20. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου έχουν εφαρμογή για τις αμοιβές που καταβάλλονται από 1.1.2004 και μετά.
21. Από 10.4.2004 αρμοδιότητες του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών οι οποίες ανήκαν ή είχαν μεταβιβασθεί στους Νομάρχες μέχρι την έναρξη λειτουργίας των Νομαρχιακών Αυτοδιοικήσεων και αφορούν θέματα των Υπηρεσιών του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών, που εξαιρέθηκαν από την κατάργηση με τις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 39 του Ν.2218/1994, περιέρχονται στο Γενικό Γραμματέα της Περιφέρειας, εκτός των θεμάτων των ΥΔΕ.
Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών μπορεί να γίνεται καταγραφή και διοικητική κωδικοποίηση των αρμοδιοτήτων που περιέρχονται στους Γενικούς Γραμματείς Περιφερειών, σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο.
Με απόφαση του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας καθορίζονται οι οργανικές μονάδες της Περιφέρειας που θα ασκούν τις πιο πάνω αρμοδιότητες που περιέρχονται σε αυτόν με τις διατάξεις του πρώτου εδαφίου.
Σε κάθε περιφέρεια συνιστώνται πέντε (5) οργανικές θέσεις μόνιμου προσωπικού του κλάδου ΠΕ Διοικητικού - Οικονομικού.
ΑΡΘΡΟ 47
Άνεργοι, κατόπιν καταγγελίας της σύμβασης εργασίας τους ή μετά από οικειοθελή αποχώρηση, από την «ΑΘΗΝΑΪΚΗ ΧΑΡΤΟΠΟΙΙΑ, SOFTEX Α.Ε.» την «Τ.V.Χ. Hellas Α.Ε.», από την «ΑΓΝΟ Βιομηχανία Γάλακτος Α.Ε.» και από τις Ενώσεις Αγροτικών Συνεταιρισμών που προήλθαν από συγχώνευση βάσει του Ν.2810/2000 (ΦΕΚ 61 Α'), λόγω της οποίας μετά από οικονομοτεχνική μελέτη προκύπτει ότι υπάρχει πλεονάζον προσωπικό, μπορεί να συμμετέχουν σε «ειδικό τοπικό πρόγραμμα» επανειδίκευση, κατάρτιση και απόκτηση επαγγελματικής εμπειρίας», με τους όρους και προϋποθέσεις που καθορίζονται στο πρόγραμμα αυτό. Κατά τη διάρκεια της συμμετοχής τους στο πρόγραμμα διατηρούν την ασφάλισή τους στους οικείους ασφαλιστικούς φορείς κύριας και επικουρικής ασφάλισης για όλους τους κλάδους στους οποίους ήταν ασφαλισμένοι ως εργαζόμενοι με τους ίδιους όρους και προϋποθέσεις ασφάλισης και δεν δικαιούνται να λαμβάνουν το επίδομα ανεργίας. Για όσους ως εργαζόμενοι υπάγονταν στις διατάξεις του ΚΒΑΕ, ο χρόνος αυτός θεωρείται ως χρόνος στην ασφάλιση του εν λόγω κανονισμού. Η συνέχιση της ασφάλισης κατά τη διάρκεια του προγράμματος χωρεί μέχρι τη συμπλήρωση των κατά περίπτωση προϋποθέσεων για συνταξιοδότησή τους, δεν μπορεί όμως σε οποιαδήποτε περίπτωση να υπερβεί τα πέντε έτη. Οι εισφορές για τη συνέχιση της ασφάλισης βαρύνουν «το ειδικό τοπικό πρόγραμμα». Ο χρόνος αυτός λαμβάνεται υπόψη και για τη συμπλήρωση των προϋποθέσεων που ορίζονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 10 του Ν.825/1978 (ΦΕΚ 189 Α') όπως ισχύει. Οι συμμετέχοντες στο πρόγραμμα άνεργοι που έχουν συμπληρώσει ή συμπληρώνουν κατά τη διάρκεια αυτή τον απαιτούμενο για τη συνταξιοδότησή τους χρόνο ασφάλισης, δεν έχουν όμως συμπληρώσει το κατά περίπτωση όριο ηλικίας για συνταξιοδότηση, εντάσσονται στο πρόγραμμα χωρίς το δικαίωμα ασφάλισης εκτός της ασφάλισης του κλάδου υγείας και το πρόγραμμα εφαρμόζεται κατά τα λοιπά σε αυτούς για όσο χρόνο απαιτείται μέχρι τη συμπλήρωση του ορίου ηλικίας για να συνταξιοδοτηθούν και πάντως όχι πέραν των έξι ετών συνολικά. Τυχόν αντίθετες διατάξεις, ως προς το χρόνο απόλυσης για τους ανέργους της παραγράφου αυτής, δεν ισχύουν για τη συνταξιοδότησή τους. Στο τέλος της παραγράφου 1 του άρθρου 35 του Π.Δ.410/1995 (ΦΕΚ 231 Α') όπως αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 1 του άρθρου 25 του Ν.2738/1999 (ΦΕΚ 180 Α'), προστίθεται εδάφιο ως εξής: «Με απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων μπορεί να επιτρέπεται και η συμμετοχή τραπεζών και πιστωτικών ιδρυμάτων».
ΑΡΘΡΟ 48
1. Οι παράγραφοι 1 και 2 του άρθρου 5 του Ν.2232/1994 (ΦΕΚ 140 Α’) αντικαθίστανται ως εξής:
«1. Ο Πρόεδρος της ΟΚΕ ορίζεται με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών για μία τριετία μετά από πρόταση της ολομέλειας της ΟΚΕ. Η επιλογή του Προέδρου γίνεται από προσωπικότητες αναγνωρισμένου κύρους που προέρχονται και υποδεικνύονται διαδοχικά ανά τριετία από κάθε μία των τριών ομάδων που, κατά το άρθρο 3, συγκροτούν την ΟΚΕ και κατά τη σειρά που αναφέρονται σε αυτό, μπορεί δε να είναι και μέλος αυτής. Το προτεινόμενο για τη θέση του Προέδρου πρόσωπο πρέπει να συγκεντρώνει την πλειοψηφία των δύο τρίτων (2/3) του συνόλου των μελών της ΟΚΕ. Μετά από τρεις άκαρπες ψηφοφορίες η πρόταση γίνεται με πλειοψηφία των τριών πέμπτων (3/5) του συνόλου των μελών της Ο.Κ.Ε.. Στην περίπτωση που ως Πρόεδρος ορίζεται μέλος της Ο.Κ.Ε., τη θέση του καταλαμβάνει το αναπληρωματικό μέλος, κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 6 του άρθρου 3.
2. Για την πρόταση του υποψηφίου Προέδρου, η Ολομέλεια συνέρχεται με πρωτοβουλία του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών μέσο σε ένα μήνα από τη συγκρότηση της O.Κ.E. σε σώμα. Για τη διεξαγωγή της ψηφοφορίας, η ολομέλεια εκλέγει προσωρινά προεδρείο από τα τρία μέλη που εκπροσωπούν τις τρεις ομάδες».
3. Οι παράγραφοι 1 και 2 του άρθρου 6 του Ν.2232/1994 (ΦΕΚ 140 Α’) αντικαθίστανται ως εξής:
«1. Των υπηρεσιών της Ο.Κ.Ε. προΐσταται Γενικός Γραμματέας, τα προσόντα του οποίου καθαρίζονται από τον Κανονισμό Εσωτερικής Λειτουργίας της Ο.Κ.Ε..
2. Ο Γενικός Γραμματέας προσλαμβάνεται από την Εκτελεστική Επιτροπή της Ο.Κ.Ε. μετά από δημόσια προκήρυξη στην οποία εξειδικεύονται και τα απαιτούμενα προσόντα».
ΑΡΘΡΟ 49
1. α) Αν για την εξυπηρέτηση των σκοπών της «Ελληνικά Τουριστικά Ακίνητα Ανώνυμη Εταιρεία» και μέσα σε ένα έτος από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, απαιτηθεί η απόκτηση κατά κυριότητα από αυτήν ενός ή περισσότερων από τα περιουσιακά στοιχεία κυριότητος ή διοίκησης και διαχείρισης του ΕΟΤ, των οποίων της έχει ανατεθεί η διοίκηση και διαχείριση και ιδίως ξενοδοχειακών και τουριστικών εγκαταστάσεων και περιπτέρων, εγκαταστάσεων κάμπινγκ και εκτάσεων επί των οποίων μπορεί να ανεγείρονται και λειτουργούν τουριστικά καταλύματα που εμπίπτουν στις διατάξεις της παραγράφου 13 του άρθρου 39 του Ν.3105/2003 (ΦΕΚ 29 Α’), η κυριότητα αποκτάται από την «Ελληνικά Τουριστικά Ακίνητα Ανώνυμη Εταιρεία» με κοινή απόφαση των υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών, Ανάπτυξης, Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων, Πολιτισμού και Γεωργίας, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Η απόφαση εκδίδεται ύστερα από αίτηση της εταιρείας, που υποβάλλεται στο Υπουργείο Οικονομίας και Οικονομικών, στην οποία αναφέρονται οι λόγοι που επιβάλλουν τη μετάθεση της κυριότητας. Μαζί με την αίτηση υποβάλλεται από την εταιρεία και φάκελος που περιλαμβάνει το σύνολο των διαθέσιμων από την εταιρεία εγγράφων και στοιχείων για το περιουσιακό στοιχείο του οποίου αιτείται να αποκτήσει την κυριότητα. Η κοινή υπουργική απόφαση που εκδίδεται σύμφωνα με τα προηγούμενα εδάφια περιλαμβάνει υποχρεωτικώς σύντομη περιγραφή του περιουσιακού στοιχείου που μεταβιβάζεται καθώς και το αντίστοιχο τοπογραφικό διάγραμμα σε σμίκρυνση. Η απόφαση αυτή αποτελεί το μεταγραπτέο τίτλο και η μεταγραφή της στα οικεία υποθηκοφυλακεία ή κτηματολογικά γραφεία απαλλάσσεται από κάθε τέλος ή δικαίωμα υπέρ του Δημοσίου, οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης Ν.Π.Δ.Δ. και γενικά υπέρ οιουδήποτε τρίτου νομικού ή φυσικού προσώπου.
β) Δεν επιτρέπεται η μεταβίβαση κατά τις διατάξεις της προηγούμενης περίπτωσης της παραγράφου αυτής περιουσιακών στοιχείων του ΕΟΤ που υπάγονται σε καθεστώς θεσμοθετημένης προστασίας του φυσικού περιβάλλοντος όπως των άρθρων 18 έως και 21 του Ν.1650/1986, καθώς και περιουσιακών στοιχείων τα οποία βρίσκονται σε περιοχή που έχει χαρακτηρισθεί Ζώνη Προστασίας Α κατά την έννοια της παραγράφου 2 του άρθρου 13 και του άρθρου 16 του Ν.3028/2002, ή περιουσιακών στοιχείων του ΕΟΤ που είναι δάση ή δασικές εκτάσεις και παρουσιάζουν ιδιαίτερο επιστημονικό, αισθητικό και οικολογικό ενδιαφέρον, έχουν σημασία για την παραγωγή δασικών προϊόντων ή ασκούν ιδιαίτερη προστατευτική επίδραση επί εδαφών ή υπογείων υδάτων, σύμφωνα με όσα ορίζονται στις περιπτώσεις, α, β και γ της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του Ν.998/1979 (ΦΕΚ 289 Α) καθώς και λιμνών, αιγιαλών και κοινοχρήστων πραγμάτων.
γ) Για την κατά τα παραπάνω απόκτηση περιουσιακών στοιχείων η «Ελληνικά Τουριστικά Ακίνητα Ανώνυμη Εταιρεία» απαλλάσσεται από κάθε φόρο, τέλος, εισφορά ή δικαίωμα υπέρ του Δημοσίου ή οποιουδήποτε νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου και ασφαλιστικών οργανισμών ή τρίτων και καταβάλλει μόνο ειδικό εφάπαξ τέλος για τη χρηματοδότηση της προβολής του ελληνικού τουρισμού από τον ΕΟΤ ή των προγραμμάτων που αναφέρονται στην παράγραφο 18 του άρθρου αυτού, ύψους ίσου προς το 12,5% της αξίας του δικαιώματος διοίκησης και διαχείρισης των αποκτώμενων περιουσιακών στοιχείων. Η αξία αυτή υπολογίζεται με βάση την αποτίμηση που διενεργήθηκε από ορκωτούς ελεγκτές, σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 14Α του Ν.2636/1998, και περιλαμβάνεται σε έκθεση που καταχωρήθηκε στο Μητρώο Ανωνύμων Εταιρειών, που τηρείται στο υπουργείο Ανάπτυξης, προκειμένου να εκδοθεί η υπ' αριθμ. Κ2-10468 2002, εγκριτική απόφαση του Υφυπουργού Ανάπτυξης για την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρείας.
Με την κοινή υπουργική απόφαση, που εκδίδεται σύμφωνα με τις διατάξεις της περίπτωσης α της παραγράφου αυτής καθορίζεται και κάθε θέμα σχετικό με τη βεβαίωση και την καταβολή του παραπάνω τέλους και την κατανομή αστού μεταξύ των παραπάνω δικαιούχων.
2.α) Για την κατά την προηγούμενη παράγραφο απόκτηση κατά κυριότητα περιουσιακών στοιχείων του ΕΟΤ, η Ελληνικά Τουριστικά Ακίνητα Ανώνυμη Εταιρεία» υποχρεούται να σχηματίσει ειδικό αποθεματικό κεφάλαιο ύψους ίσου προς το 12,5% της αξίας του δικαιώματος διοίκησης και διαχείρισης των αποκτώμενων περιουσιακών στοιχείων όπως η αξία αυτή υπολογίζεται με βάση την αποτίμηση που διενεργήθηκε από ορκωτούς ελεγκτές, σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 14 Α του Ν.2636/1998, και αναφέρεται στην προηγούμενη παράγραφο. Στο ειδικό αυτό αποθεματικό κεφάλαιο εντάσσονται και τα ποσό που, σε εφαρμογή της παραγράφου 1 του άρθρου 14Α του Ν.2636/1998, όπως αυτό προστέθηκε με την παράγραφο 18 του άρθρου 9 του Ν.2837/2000 και συμπληρώθηκε με την παράγραφο 2 του άρθρου 39 του Ν.3105/2003, προορίζονται για την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρείας και δεν έχουν κεφαλαιοποιηθεί μέχρι τη δημοσίευση του νόμου αυτού. Η δημιουργία του ειδικού αυτού αποθεματικού κεφαλαίου δεν υπόκειται σε καμία φορολογία.
β) Αν, μέσα σε δέκα χρόνια από τη δημοσίευση του νόμου αυτού, η εκμετάλλευση η αξιοποίηση ορισμένων περιουσιακών στοιχείων του ΕΟΤ, των οποίων η διοίκηση και διαχείριση έχει ανατεθεί στην «Ελληνικά Τουριστικά Ακίνητα Ανώνυμη Εταιρία» κατά τις διατάξεις του άρθρου 13 του Ν.2636/1998, όπως αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 6 του άρθρου 9 του Ν.2837/2000, και τα οποία έχουν περιληφθεί στην αποτίμηση για την αύξηση του μετοχικού της κεφαλαίου, σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 14Α του Ν.2636/1998, καταστεί ασύμφορη ή αδύνατη λόγω περιβαλλοντικών, πολεοδομικών ή άλλων περιορισμών, η «Ελληνικά Τουριστικά Ακίνητα Ανώνυμη Εταιρεία» μπορεί να σχηματίσει τις αναγκαίες για το λόγο αυτό προβλέψεις με ισόποση μείωση του ειδικού αποθεματικού κεφαλαίου που προβλέπεται στην παράγραφο αυτή.
Μετά την παρέλευση δέκα ετών από τη δημοσίευση του νόμου αυτού, το ειδικό αυτό αποθεματικό κεφάλαιο μπορεί να κεφαλαιοποιείται με απόφαση της γενικής συνέλευσης των μετόχων της εταιρείας.
γ) Τα ποσό που καταβάλλει η «Ελληνικά Τουριστικά Ακίνητα Ανώνυμη Εταιρεία» για το ειδικό τέλος της περίπτωσης γ της παραγράφου 1 και για το σχηματισμό του ειδικού αποθεματικού κεφαλαίου της παραγράφου αυτής, αυξάνουν την αξία των παγίων της εταιρείας, όπως αυτή εκτιμήθηκε σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 14α του Ν.2636/1998 και εμφανίζεται στις ενσώματες ακινητοποιήσεις της εταιρείας.
δ) Η παράγραφος 17 του άρθρου 9 του Ν.2837/2000 (ΦΕΚ 178 Α), όπως συμπληρώθηκε με την παράγραφο 1 του άρθρου 4 του Ν.3139/2003 (ΦΕΚ 100 Α) καταργείται. Για περιουσιακά στοιχεία του ΕΟΤ, που έχουν μεταβιβασθεί στην «Ελληνικά Τουριστικά Ακίνητα Ανώνυμη Εταιρεία» κατά τις διατάξεις που καταργούνται δυνάμει του προηγούμενου εδαφίου, χωρίς να έχει ληφθεί μέχρι τη δημοσίευση του νόμου αυτού απόφαση της Γενικής Συνέλευσης των μετόχων της για αύξηση του μετοχικού της κεφαλαίου, εφαρμόζονται οι διατάξεις της περίπτωσης α της παραγράφου αυτής. Το ειδικό αποθεματικό κεφάλαιο σχηματίζεται, για τις ανάγκες εφαρμογής του προηγούμενου εδαφίου, μέσα σε προθεσμία ενός έτους από τη δημοσίευση του νόμου αυτού.
3. α) Το μετοχικό κεφάλαιο της «Ελληνικά Τουριστικά Ακίνητα Ανώνυμη Εταιρεία» ανέρχεται σε 301.850.000 ευρώ, διαιρούμενα σε 120.740.000 ονομαστικές μετοχές ονομαστικής αξίας 2,50 ευρώ εκάστη.
Το μετοχικό κεφάλαιο ανέρχεται στα ποσό αυτό ύστερα από την απογραφή και αποτίμηση της αξίας των περιουσιακών στοιχείων και επιχειρηματικών μονάδων των οποίων η διοίκηση διαχείριση και εκμετάλλευση είχε περιέλθει στην εταιρεία κατά τις διατάξεις του Ν.2636/1998 όπως ισχύει, σε συνδυασμό και με τις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 5 του Ν.3139/2003. Η αποτίμηση αυτή διενεργήθηκε από ορκωτούς ελεγκτές σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 14Α του Ν.2636/1998, όπως αυτό προστέθηκε με την παράγραφο 18 του άρθρου 9 του Ν.2837/2000 και συμπληρώθηκε με την παράγραφο 2 του άρθρου 39 του Ν.3105/2003. Οι κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω αποφάσεις της Γενικής Συνέλευσης των μετόχων της εταιρείας περί αυξήσεως ταυ μετοχικού της κεφαλαίου εγκρίθηκαν αντίστοιχα με τις υπ' αριθμ. Κ2.-13086/2003 και Κ2-1 046812002 αποφάσεις του υφυπουργού Ανάπτυξης και καταχωρήθηκαν, μαζί με τη σχετική έκθεση αποτίμησης των ορκωτών ελεγκτών, στο Μητρώο Ανωνύμων Εταιρειών που τηρείται στο υπουργείο Ανάπτυξης.
β) Η αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της «Ελληνικά Τουριστικά Ακίνητα Ανώνυμη Εταιρεία» και η τροποποίηση εν γένει του σχετικού με το μετοχικό κεφάλαιο άρθρου του καταστατικού της διενεργούνται σύμφωνα με τις διατάξεις του Κ.Ν.2190/1920 και τις διατάξεις του νόμου αυτού για την κεφαλαιοποίηση του ειδικού αποθεματικού κεφαλαίου που προβλέπεται στην παράγραφο 2.
4. Στην παράγραφο 3 του άρθρου 29 του Ν.2160/1993 (ΦΕΚ 118Α) αμέσως μετά τις λέξεις «μετά του Δημοσίου» προστίθενται οι λέξεις «ή» μετά της «Ελληνικά Τουριστικά Ακίνητα Ανώνυμη Εταιρεία».
5. Οι διατάξεις του άρθρου 9 του Ν.2647/1998 (ΦΕΚ 237 Α') δεν θίγουν το δικαίωμα διοίκησης, διαχείρισης και εκμετάλλευσης που είχε ο ΕΟΤ μέχρι τη δημοσίευση του Ν.2647/1998 επί των συνοριακών σταθμών που είχαν ιδρυθεί ή λειτουργούσαν επί εκτάσεων κυριότητάς του ή που τελούσαν κατά την έναρξη ισχύος του ιδίου αυτού νόμου υπό τη διοίκηση και διαχείριση του ΕΟΤ ή βρίσκονταν στην εκμετάλλευσή του υπό οποιανδήποτε άλλη νομική μορφή.
Οι διατάξεις των άρθρων 12 και επόμενα του Ν.2636/1998 εφαρμόζονται και επί των συνοριακών σταθμών που εμπίπτουν στις διατάξεις του προηγούμενου εδαφίου. Η έναρξη ισχύος των διατάξεων των δύο προηγούμενων εδαφίων ανατρέχει στη δημοσίευση του Ν.2647/1998.
6. Το Ξενία Καλετζίου Αχαΐας (ξενώνας «Ερύμανθος») και ο περιβάλλων αυτού χώρος συνολικής έκτασης 8.666 τ.μ. όπως αυτή εμφαίνεται υπό στοιχεία ΕΑΒΗΖΛΚΙΕΑ στο υπ' αριθμ. 162/28.5.2003 τοπογραφικό διάγραμμα της «Ελληνικά Τουριστικά Ακίνητα Ανώνυμη Εταιρεία», που δημοσιεύεται σε φωτοσμίκρυνση με το νόμο αυτό στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, παραχωρείται στο κοινωφελές ίδρυμα με την επωνυμία «Πνευματικό ίδρυμα Γεωργίου Ανδρέα Παπανδρέου».
7. α) Η προθεσμία μέσα στην οποία επιτρέπεται να διενεργούνται οι μετατάξεις που προβλέπονται στο άρθρο 22 του Ν.2636/1998 (ΦΕΚ 198 Α') παρατείνεται από τότε που έληξε μέχρι 31.122004. Η «Ελληνικά Τουριστικά Ακίνητα Ανώνυμη Εταιρεία» μπορεί να διαπιστώνει την ανάγκη αναδιάταξης και μετάταξης του προσωπικού της, σύμφωνα με όσα ορίζονται στην παράγραφο 3 του άρθρου 22 του Ν.2636/1998, μέχρι την εισαγωγή των μετοχών της για διαπραγμάτευση στο Χρηματιστήριο Αθηνών.
β) Για την πλήρωση των θέσεων, που προβλέπονται στον κανονισμό της παραγράφου 2 του άρθρου 18 του Ν.2636/1998 και μέχρι την εισαγωγή της εταιρείας στο Χρηματιστήριο Αθηνών είναι ακόμα κενές, εφαρμόζονται, κατά περίπτωση, το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 11 του Ν.1649/1986 και η διαδικασία της παραγράφου 18 του άρθρου 82 του Ν.3057/2002.
γ) Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 6 του άρθρου 4 του Ν.3139/2003 (ΦΕΚ 100 Α΄) αντικαθίσταται ως εξής: «Το δεύτερο εδάφιο της περίπτωσης β' της παραγράφου 5 του άρθρου 10 του Ν.2837/2000 αντικαθίσταται ως εξής: «Η έναρξη ισχύος της διάταξης του προηγούμενου εδαφίου ανατρέχει στη δημοσίευση του Ν.3139/2003.»
δ) Οι παράγραφοι 3 και 4 του άρθρου 18 του Ν.2636/1998 (ΦΕΚ 198 Α΄), όπως τροποποιήθηκαν και συμπληρώθηκαν με τις παραγράφους 7 και 8 του άρθρου 39 του Ν.3105/2003 (ΦΕΚ 29 Α'), εφαρμόζονται μόνο για το προσωπικό ή τους δικηγόρους που μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού έχουν αποσπασθεί ή διατεθεί αντίστοιχα στην εταιρεία. Από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού δεν επιτρέπεται οποιαδήποτε περαιτέρω διάθεση στην εταιρεία δικηγόρων του ΕΟΤ, καθώς και απόσπαση στην εταιρεία μονίμου ή με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου υπαλλήλων του ΕΟΤ του Υπουργείου Ανάπτυξης ή των λοιπών φορέων και υπηρεσιών του δημόσιου τομέα.
8. Στο τέλος της παραγράφου 9 του άρθρου 9 του Ν.2837/2000 προστίθεται νέο εδάφιο ως εξής: «Η θητεία του παρατείνεται κάθε φορά μέχρι την εκλογή νέου Διοικητικού Συμβουλίου από την πρώτη μετά τη λήξη της τακτικής γενικής συνέλευσης της εταιρείας».
9. Η παράγραφος 2 του άρθρου 12 του Ν.2636/1998 αντικαθίσταται ως εξής: «Η εταιρεία λειτουργεί χάριν του δημοσίου συμφέροντος κατά τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας και διέπεται από τις διατάξεις του νόμου αυτού και συμπληρωματικώς από τις διατάξεις του Κ.Ν.2190/1920».
10. Στην παράγραφο 2 του άρθρου 17 του Ν.2636/1998, όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 11 του άρθρου 9 του Ν.2837/2000, μετά τις λέξεις «Το καταστατικό της Εταιρείας» προστίθεται η εξής φράση: «συμπεριλαμβανομένων των διατάξεών του που ρυθμίζονται κατά περιεχόμενο και από τα άρθρα 12 έως και 23 του νόμου αυτού».
11. Στην παράγραφο 7 του άρθρου 23 του Ν.2636/1998, όπως η παράγραφος αυτή προστέθηκε με την παράγραφο 16 του άρθρου 9 του Ν.2837/2000, μετά τη λέξη «Απαιτήσεις» προστίθενται οι λέξεις «και κάθε άλλο δικαίωμα από σύμβαση».
12. Η έναρξη ισχύος των διατάξεων των τεσσάρων προηγουμένων παραγράφων ανατρέχει στη δημοσίευση του Ν.2837/2000.
13. α) Ο κανονισμός της παραγράφου 2 του άρθρου 18 του Ν.2636/1998 καταρτίζεται και τίθεται σε ισχύ με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της εταιρείας, χωρίς να απαιτείται έγκριση άλλου οργάνου ή διοικητικής αρχής.
β) Οι αρμοδιότητες της Γενικής Συνέλευσης των μετόχων της εταιρείας, που προβλέπονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 10 του Ν.2837/2000, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 2 του άρθρου 24 του Ν.2919/2001 (ΦΕΚ 128 Α’), και στην παράγραφο 1 του άρθρου 14 Α του Ν.2636/1998, όπως αυτό προστέθηκε με την παράγραφο 18 του άρθρου 9 του Ν.2837/2000 και συμπληρώθηκε με την παράγραφο 2 του άρθρου 39 του Ν.3105/2003, ασκούνται από το διοικητικό συμβούλιο της εταιρείας.
14. Το άρθρο 15 του Ν.2636/1998 (ΦΕΚ 198 Α'), όπως αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 8 του άρθρου 9 του Ν.2837/2000 (ΦΕΚ 178 Α'), και το άρθρο 16 του Ν.2636/1998, όπως αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 10 του άρθρου 9 του Ν.2837/2000, καταργούνται.
15. Το άρθρο 19 του Ν.2636/1998 (ΦΕΚ 198 Α’)αντικαθίσταται ως εξής: «Για την εκπλήρωση των σκοπών της η εταιρεία απαλλάσσεται από το φόρο μεγάλης ακίνητης περιουσίας και το φόρο μεταβίβασης ακινήτων. Κάθε πράξη ή συμφωνία, που αφορά στη μεταβίβαση στοιχείων ενεργητικού ή παθητικού και κάθε εμπράγματου δικαιώματος προς την εταιρεία ή από την εταιρεία προς θυγατρικές της εταιρείες, καθώς και η μεταγραφή των πράξεων ή συμφωνιών αυτών στα οικεία υποθηκοφυλακεία ή κτηματολογικά γραφεία, απαλλάσσεται από κάθε φόρο, εκτός του φόρου συγκέντρωσης κεφαλαίου όπου συντρέχει τέτοια περίπτωση, τέλος, εισφορά ή δικαίωμα υπέρ του Δημοσίου ή οποιουδήποτε νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου και ασφαλιστικών οργανισμών ή τρίτων».
16. Η παράγραφος 5 του άρθρου 21 του Ν.2636/1998, όπως αυτή αναριθμήθηκε με την παράγραφο 13 του άρθρου 9 του Ν.2837/2000 και αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 14 του άρθρου 39 του Ν.3105/2003 (ΦΕΚ 29 Α’) καθώς και η παράγραφος 2 του άρθρου 10 του Ν.2837/2000 (ΦΕΚ 178 Α') καταργούνται.
17. α) Στην περίπτωση β' της παραγράφου 13 του άρθρου 2 του Ν.2206/1994 (ΦΕΚ 62 Α'), όπως αυτή προστέθηκε με την παράγραφο 3 του άρθρου 24 του Ν.2919/2001 (ΦΕΚ 128 Α') και συμπληρώθηκε με την παράγραφο 5 του άρθρου 12 του Ν. 2941/2001 (ΦΕΚ 201 Α'), μετά τις λέξεις «για τη διαφήμιση και προβολή του Ελληνικού Τουρισμού» προστίθενται οι λέξεις «και την καταβολή από τον ΕΟΤ του επιδόματος του άρθρου 15 του Ν.3016/2002 (ΦΕΚ 110 Α')».
β) Το δεύτερο και το τρίτο εδάφιο του όρθρου 15 του Ν.3016/2002 (ΦΕΚ 110 Α') καταργούνται. Η δαπάνη για την καταβολή του επιδόματος που προβλέπεται στο πρώτο εδάφιο του άρθρου 15 του Ν.3016/2002 καλύπτεται από το ποσό που προβλέπεται στην περίπτωση β' της παραγράφου 13 του Ν.2206/1994 ως τροποποιηθείσα ισχύει και όπως η διάταξη αυτή συμπληρώνεται με την περίπτωση α' της παραγράφου αυτής.
18. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών, Ανάπτυξης και Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, διοργανώνονται κατά τη διάρκεια του σχολικού έτους προγράμματα μαθητικού τουρισμού και εκπαιδευτικών περιηγήσεων. Με την ίδια απόφαση καθορίζεται το αντικείμενο των προγραμμάτων αυτών, ο τόπος, ο χρόνος, η διάρκεια διεξαγωγής τους, ο τρόπος και οι λεπτομέρειες χρηματοδότησής τους, οι δικαιούμενοι συμμετοχής, το μέγιστο ανά δικαιούμενο κόστος, οι φορείς διαχείρισης και εποπτείας ων προγραμμάτων αυτών και οι αρμοδιότητές τους, καθώς και κάθε θέμα σχετικό με την υλοποίηση των εν λόγω προγραμμάτων. Ως φορέας διαχείρισης των προγραμμάτων αυτών μπορεί να ορίζεται και η «Ελληνικά Τουριστικά Ακίνητα Ανώνυμη Εταιρεία» ή συνδεδεμένη με αυτήν εταιρεία κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 42 Ε του Κ.Ν.2190/1920. Ειδικά για το σχολικό έτος 2003 - 2004, τα προγράμματα αυτά μπορούν να χρηματοδοτούνται με προκαταβολή από την «Ελληνικά Τουριστικά Ακίνητα Ανώνυμη Εταιρεία» έναντι ειδικού τέλους της περίπτωσης γ' της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού.
19. Επιτρέπεται η διάθεση με ιδιωτική τοποθέτηση μετοχών κυριότητας του Ελληνικού Δημοσίου της «Ελληνικά Τουριστικά Ακίνητα Ανώνυμη Εταιρεία» στους εργαζόμενους του ΕΟΤ, καθώς και στους εργαζομένους των συνδεδεμένων, κατά την έννοια του άρθρου 42 Ε του Κ.Ν.2190/1920, με την «Ελληνικά Τουριστικά Ακίνητα Ανώνυμη Εταιρεία» επιχειρήσεων, σύμφωνα με τους ειδικότερους όρους και προϋποθέσεις, που ορίζονται στην απόφαση που εκδίδεται από τη Διυπουργική Επιτροπή Αποκρατικοποιήσεων για την εισαγωγή των μετοχών της εταιρείας στο Χρηματιστήριο Αθηνών.
ΑΡΘΡΟ 50
Η περίπτωση ιγ' της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του Π.Δ.34/1995 (ΦΕΚ Α' 30) «κωδικοποίηση των νόμων περί εμπορικών μισθώσεων» αντικαθίσταται, από το χρόνο που ίσχυε, ως εξής:
«ιγ'. Οι μισθώσεις ακινήτων των οποίων την κυριότητα ή τη χρήση αποκτά η Βουλή των Ελλήνων για τη στέγαση των υπηρεσιών της και η Ευρωπαϊκή Ένωση και τα όργανά της για τη στέγαση των υπηρεσιών της ή των υπηρεσιών των οργάνων της, ανεξαρτήτως του χρόνου σύναψης των μισθώσεων αυτών».
ΑΡΘΡΟ 51 - Κύρωση εξωδικαστικού συμβιβασμού και λοιπές διατάξεις
1. Κυρώνεται και έχει ισχύ νόμου από της υπογραφής της η Σύμβαση Εξωδικαστικού Συμβιβασμού που υπεγράφη στην Αθήνα την 12η Δεκεμβρίου 2003, ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αθηνών Ιωάννας Βασ. Γαβριέλη - Αναγνωσταλάκη, μεταξύ αφενός του Ελληνικού Δημοσίου και αφετέρου των Εταιρειών «TVX HELLAS Α.Ε.» και «TVX GOLD INC», η οποία έχει ως ακολούθως:
ΑΡΘΡΟ 52 - Κύρωση σύμβασης μεταβίβασης και λοιπές διατάξεις
1. Κυρώνεται και έχει ισχύ νόμου από της υπογραφής της η με αριθ. 22.138/12.12.2003 Σύμβαση Μεταβίβασης του συνόλου των στοιχείων του ενεργητικού της «TVX HELLAS Α.Ε.» που περιήλθαν στο Ελληνικό Δημόσιο δυνάμει της κυρούμενης με το προηγούμενο άρθρο της παρούσης σύμβασης, η οποία συνομολογήθηκε την 12.12.2003 ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αθηνών Ιωάννας Βασ. Γαβριέλη - Αναγνωσταλάκη, μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και της Εταιρείας «ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΧΡΥΣΟΣ Ανώνυμη Εταιρεία Μεταλλείων και Βιομηχανίας Χρυσού», η οποία έχει ως ακολούθως:
ΑΡΘΡΟ 53
Κυρώνεται και έχει ισχύ νόμου από της υπογραφής της η σύμβαση που υπεγράφη στην Αθήνα την 22α Δεκεμβρίου 2003 μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και της εταιρείας "ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΧΡΥΣΟΣ Α.Ε.», καθώς και των ως τρίτων συμβληθεισών εταιρειών «TVX HELLAS Α.Ε.» και «TVX GOLD INC.», η οποία έχει ως ακολούθως:
ΑΡΘΡΟ 54
Στις διατάξεις της παρ. 8 του άρθρου 19 του Ν.2753/1999 (ΦΕΚ 249 Α') υπάγονται και οι αγρότες - παραγωγοί. Η προβλεπόμενη για τους αγρότες - παραγωγούς προθεσμία καταβολής της διαφοράς μεταξύ του ΕΦΚ πετρελαίου εσωτερικής καύσης (DIESEL) θέρμανσης και κίνησης ορίζεται για ένα εξάμηνο από τη δημοσίευση του παρόντος Νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
ΑΡΘΡΟ 55
Η προθεσμία που ορίζεται από τις διατάξεις του δευτέρου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 11 του Ν.2873/2000 (ΦΕΚ 285/Α) και αναφέρεται στην καταβολή των ληξιπρόθεσμων χρεών αγροτών που προέρχονται από στεγαστικά δάνεια που χορηγήθηκαν με την εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου και βεβαιώθηκαν στις αρμόδιες Δ.Ο.Υ. μέχρι 30 Νοεμβρίου 2000, παρατείνεται μέχρι και την τελευταία εργάσιμη για τις δημόσιες υπηρεσίες ημέρα του μεθεπομένου από τη δημοσίευση του παρόντος μήνα με τις ίδιες προϋποθέσεις και όρους. Οι διατάξεις του προηγούμενου εδαφίου εφαρμόζονται και για οφειλές της κατηγορίας αυτής που έχουν βεβαιωθεί στις αρμόδιες Δ.Ο.Υ. μέχρι 29 Αυγούστου 2003.
Ποσά της παραπάνω κατηγορίας που έχουν καταβληθεί μέχρι και τη δημοσίευση του Νόμου αυτού δεν επιστρέφονται.
ΑΡΘΡΟ 56 - Έναρξη ισχύος
Η ισχύς των διατάξεων αυτού του νόμου αρχίζει:
α) Των άρθρων 10, 11, 32, 33, 34, 47 και των παραγράφων 14 έως και 17 του άρθρου 35 από της 1ης Ιανουαρίου 2004 και της παραγράφου 18 του άρθρου 39 από το έτος 2003.
β) Του άρθρου 13 για εισοδήματα που αποκτώνται από 1ης Ιανουαρίου 2003.
γ) Των άρθρων 16 έως και 25 από διαχειριστικές περιόδους που αρχίζουν από 1ης Ιανουαρίου 2004.
δ) Των λοιπών διατάξεων από τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά από αυτές.