ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ
ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΤΕΥΧΟΣ ΠΡΩΤΟ | Αρ. Φύλλου 66 | 31 Μαρτίου 2011 |
__________________________________________________
ΝΟΜΟΣ ΥΠ’ ΑΡΙΘ. 3943
Καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, στελέχωση των ελεγκτικών υπηρεσιών και άλλες διατάξεις αρμοδιότητας Υπουργείου Οικονομικών.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ
ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή:
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄
Άρθρο 1
Εθνικό Επιχειρησιακό Πρόγραμμα Καταπολέμησης της Φοροδιαφυγής
1. Συνιστάται, ως συλλογικό κυβερνητικό όργανο, Επιτροπή για την αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής, στην οποία μετέχουν ο Υπουργός Οικονομικών, ως Πρόεδρος, και οι Υπουργοί: α) Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας, β) Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και γ) Προστασίας του Πολίτη. Η Επιτροπή για την αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής εγκρίνει το Εθνικό Επιχειρησιακό Πρόγραμμα Καταπολέμησης της Φοροδιαφυγής, λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα για την εφαρμογή του και παρακολουθεί, εποπτεύει, ελέγχει και συντονίζει την εφαρμογή του.
2. Συνιστάται στο Υπουργείο Οικονομικών η Εκτελεστική Διυπουργική Επιτροπή του Εθνικού Επιχειρησιακού Προγράμματος Καταπολέμησης της Φοροδιαφυγής, η οποία αποτελείται από:
α) τον Υπουργό Οικονομικών, με αναπληρωτή τον Υφυπουργό Οικονομικών με αρμοδιότητα στα έσοδα, ως Πρόεδρο,
β) τον επικεφαλής Εισαγγελέα της Αρχής για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας,
γ) τον Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος,
δ) τον Γενικό Γραμματέα του Υπουργείου Οικονομικών,
ε) τον Γενικό Γραμματέα Φορολογικών και Τελωνειακών Θεμάτων,
στ) τον Γενικό Γραμματέα Πληροφοριακών Συστημάτων,
ζ) τον Γενικό Γραμματέα του Υπουργείου Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας,
η) τον Γενικό Γραμματέα του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων,
θ) τον Γενικό Γραμματέα του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη,
ι) τον Διοικητή, με αναπληρωτή τον έναν εκ των Υποδιοικητών της Ε.Υ.Π.,
ια) τον Ειδικό Γραμματέα του Σ.Δ.Ο.Ε.,
ιβ) τον Προϊστάμενο της Γενικής Διεύθυνσης Ελέγχων του Υπουργείου Οικονομικών,
ιγ) τον Προϊστάμενο της Γενικής Διεύθυνσης Φορολογίας του Υπουργείου Οικονομικών,
ιδ) τον Προϊστάμενο της Γενικής Διεύθυνσης Τελωνείων και Ειδικών Φόρων Κατανάλωσης του Υπουργείου Οικονομικών,
ιε) τον Προϊστάμενο της Διεύθυνσης Οικονομικής Αστυνομίας του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη.
Η Εκτελεστική Διυπουργική Επιτροπή συνεδριάζει τουλάχιστον μια φορά κάθε μήνα στο Υπουργείο Οικονομικών. Υποστηρίζεται γραμματειακά και διοικητικά από τη Γενική Διεύθυνση Φορολογικών Ελέγχων του Υπουργείου Οικονομικών. Ενημερώνει την Επιτροπή που προβλέπεται στην παράγρ. 1 για την πορεία εφαρμογής του Προγράμματος τουλάχιστον κάθε τρεις μήνες.
3. Το Εθνικό Επιχειρησιακό Πρόγραμμα Καταπολέμησης της Φοροδιαφυγής εκπονείται κάθε τρία χρόνια και περιλαμβάνει σχέδιο δράσεων για την αντιμετώπιση και την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, εισηγήσεις για θεσμικές αλλαγές και μέτρα για την αποτελεσματική και συντονισμένη λειτουργία των φορολογικών, δικαστικών και διωκτικών αρχών. Το Εθνικό Επιχειρησιακό Πρόγραμμα Καταπολέμησης της Φοροδιαφυγής εκπονείται από τη Γενική Διεύθυνση Φορολογικών Ελέγχων της Γενικής Γραμματείας Φορολογικών και Τελωνειακών Θεμάτων του Υπουργείου Οικονομικών, σύμφωνα με τις οδηγίες της Εκτελεστικής Διυπουργικής Επιτροπής για την αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής, η οποία παρακολουθεί, αξιολογεί και ελέγχει την εφαρμογή του Εθνικού Επιχειρησιακού Προγράμματος.
4. Το Εθνικό Επιχειρησιακό Πρόγραμμα Καταπολέμησης της Φοροδιαφυγής περιλαμβάνει άξονες, ετήσιες ή και εξαμηνιαίες δράσεις και μέτρα και στόχους με ποσοτικούς και ποιοτικούς μετρήσιμους δείκτες για:
α) Τη σύλληψη φορολογητέας ύλης μέσω προγραμμάτων προληπτικών και τακτικών ελέγχων των επιχειρήσεων και των επιτηδευματιών.
β) Τη σύλληψη φορολογητέας ύλης μέσω προγράμματος τεκμηρίων και πόθεν έσχες και εντοπισμού προσαυξήσεων περιουσίας που υποκρύπτουν αδήλωτα εισοδήματα.
γ) Την ενίσχυση της φορολογικής συμμόρφωσης μέσω: αα) της παροχής υπηρεσιών ενημέρωσης και διευκόλυνσης προς τους φορολογούμενους, ββ) της άρσης αδικιών, της απλούστευσης και κωδικοποίησης της φορολογικής νομοθεσίας και γγ) της εφαρμογής των κειμένων διατάξεων για την ποινική καταστολή της φοροδιαφυγής.
δ) Τη βελτίωση και επιτάχυνση της εισπραξιμότητας των βεβαιωθέντων εσόδων και ληξιπρόθεσμων οφειλών.
ε) Την αναγνώριση, ταξινόμηση, κατάταξη, μεταχείριση και αντιμετώπιση των κινδύνων στα θέματα: αα) του Φ.Π.Α. και λοιπών έμμεσων φόρων, ββ) της άμεσης φορολογίας και γγ) της φορολογίας κεφαλαίου.
στ) Την εισαγωγή κριτηρίων για την επιλογή των προς έλεγχο υποθέσεων στα πεδία της φορολογίας και την ανάπτυξη τεχνικών ελέγχου για ομάδες φορολογούμενων, στους οποίους παρατηρείται μεγάλο ποσοστό φοροαποφυγής ή φοροδιαφυγής, καθώς και για τις μεγάλες επιχειρήσεις, ιδιαίτερα στο πεδίο των ενδοομιλικών συναλλαγών.
ζ) Τη συλλογή, ανάλυση, αξιολόγηση και αξιοποίηση όλων των πληροφοριών και στοιχείων που λαμβάνονται από τις αρμόδιες υπηρεσίες για την αμοιβαία διοικητική και δικαστική συνδρομή, των κρατών − μελών της Ε.Ε., τρίτων χωρών, χωρών με τις οποίες έχουν συναφθεί Συμβάσεις για την Αποφυγή της Διπλής Φορολογίας σχετικά με τους φόρους εισοδήματος και κεφαλαίου ή Συμβάσεις Ανταλλαγής Πληροφοριών, καθώς και από διεθνείς υπηρεσίες και οργανισμούς.
η) Την ισχυροποίηση της φορολογικής διοίκησης με την εφαρμογή δράσεων για την καταπολέμηση της διαφθοράς.
5. Κατά την πρώτη εφαρμογή του παρόντος το Εθνικό Επιχειρησιακό Πρόγραμμα Καταπολέμησης της Φοροδιαφυγής εκπονείται και εγκρίνεται μέχρι 30 Απριλίου 2011.
Άρθρο 2
Εισαγγελέας Οικονομικού Εγκλήματος
1. Μετά το άρθρ. 17 του ν. 2523/1997 (ΦΕΚ Α΄ 179) προστίθεται νέο άρθρο 17Α ως εξής:
«Άρθρο 17Α
Εισαγγελέας Οικονομικού Εγκλήματος
1. Εισαγγελέας Οικονομικού Εγκλήματος ορίζεται με τον αναπληρωτή του, εισαγγελικός λειτουργός με βαθμό αντεισαγγελέα εφετών, από εκείνους που υπηρετούν στην Εισαγγελία Εφετών Αθηνών. Η τοποθέτησή τους διενεργείται με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται ύστερα από απόφαση του οικείου Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου. Ο Εισαγγελέας Οικονομικού Εγκλήματος εκτελεί τα καθήκοντά του με πλήρη και αποκλειστική απασχόληση και συνεπικουρείται από τρεις, τουλάχιστον, εισαγγελείς ή αντεισαγγελείς πρωτοδικών, εκ των οποίων δύο τουλάχιστον από εκείνους που υπηρετούν στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών και ένας από εκείνους που υπηρετούν στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης. Οι τελευταίοι ορίζονται από τους διευθύνοντες τις οικείες Εισαγγελίες.
2. Το έργο των αρμόδιων για τα οικονομικά εγκλήματα Εισαγγελέων εποπτεύει και συντονίζει Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου που ορίζεται με πλήρη ή μερική απασχόληση από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου.
3. Στα καθήκοντα του Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος, η κατά τόπο αρμοδιότητα του οποίου επεκτείνεται σε όλη την Επικράτεια, ανήκει η εποπτεία, η καθοδήγηση και ο συντονισμός των ενεργειών των γενικών κατά το άρθρο 33 παράγραφος 1 περίπτωση α΄ του Κ.Π.Δ. και ειδικών προανακριτικών υπαλλήλων, ιδίως δε υπαλλήλων του Σώματος Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος (Σ.Δ.Ο.Ε.), των Τελωνείων, της Ε.Λ.Υ.Τ. και των φοροελεγκτικών υπηρεσιών, εν γένει, του Υπουργείου Οικονομικών, κατά τη διενέργεια ερευνών, προκαταρκτικής εξέτασης ή προανάκρισης για την εξακρίβωση τελέσεως κάθε είδους φορολογικών και οικονομικών εγκλημάτων και οποιωνδήποτε άλλων συναφών, εφόσον αυτά διαπράττονται σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου, οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, νομικών προσώπων του ευρύτερου δημόσιου τομέα και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ή βλάπτουν σοβαρά την εθνική οικονομία.
4. Ο Εισαγγελέας Οικονομικού Εγκλήματος ενημερώνεται για όλες τις καταγγελίες και τις πληροφορίες που περιέχονται στις υπηρεσίες της παραγράφου 3 για εγκλήματα της αρμοδιότητάς του, αξιολογεί δε και διερευνά τις πληροφορίες αυτές, καθώς και κάθε άλλη πληροφορία που περιέρχεται σε γνώση του, σχετικά με αυτά, με οποιονδήποτε τρόπο και μέσο.
5. Για τη διερεύνηση των υποθέσεων που ανήκουν στην αρμοδιότητά του ο Εισαγγελέας Οικονομικού Εγκλήματος μπορεί να παραγγέλλει τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης ή προανάκρισης από τους κατά την παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου γενικούς ή ειδικούς προανακριτικούς υπαλλήλους.
6. Η δικογραφία που σχηματίζεται μετά την ολοκλήρωση της προκαταρκτικής εξέτασης ή προανάκρισης διαβιβάζεται στους κατά τόπο αρμόδιους για την ποινική δίωξη εισαγγελείς πρωτοδικών, με την παραγγελία άμεσης άσκησης ποινικής δίωξης.
7. Με σύμφωνη γνώμη του εποπτεύοντος Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που έχει ορισθεί σύμφωνα με την παράγραφο 2, ο Εισαγγελέας Οικονομικού Εγκλήματος μπορεί να παραγγέλλει τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης από τον κατά τόπο αρμόδιο εισαγγελέα πρωτοδικών, χωρίς να στερείται τις αρμοδιότητες που αναφέρονται στην προηγούμενη παράγραφο, μετά το πέρας της οποίας ενημερώνεται εγγράφως για την πορεία της.
8. Οι εισαγγελικοί λειτουργοί της παραγράφου 1 έχουν πρόσβαση σε κάθε πληροφορία ή στοιχείο που αφορά ή είναι χρήσιμο για την άσκηση του έργου τους, μη υποκείμενοι στους περιορισμούς της νομοθεσίας περί φορολογικού, τραπεζικού, χρηματιστηριακού και κάθε άλλου είδους απορρήτου και σε κάθε μορφής αρχείο Δημόσιας Αρχής ή Οργανισμού που τηρεί και επεξεργάζεται δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα.
9. Για τη διοικητική και γραμματειακή υποστήριξη του Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος και των εισαγγελικών λειτουργών της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, συστήνεται στο Υπουργείο Οικονομικών Γραφείο Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος, το οποίο διευθύνεται από τον Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος.
Υπηρεσιακή Μονάδα του Γραφείου Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος μπορεί να συστήνεται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών και στην Περιφερειακή Διεύθυνση Κεντρικής Μακεδονίας του Σ.Δ.Ο.Ε.. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, μετά από εισήγηση του Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος, δημιουργούνται οι αναγκαίες θέσεις επιστημονικού, διοικητικού και βοηθητικού προσωπικού του Γραφείου, οι οποίες καλύπτονται με μετακίνηση προσωπικού του Υπουργείου Οικονομικών ή με απόσπαση, μετά από πρόταση του ίδιου Εισαγγελέα. Καθήκοντα προϊσταμένου του Γραφείου ασκεί υπάλληλος ΠΕ, με βαθμό Α΄ που ορίζεται με απόφαση του Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος. Η απόσπαση διενεργείται με κοινή απόφαση του Υπουργού Οικονομικών και του καθ’ ύλην αρμόδιου Υπουργού για διάρκεια δύο ετών, χωρίς να απαιτείται γνώμη των υπηρεσιακών συμβουλίων, και μπορεί να ανανεώνεται με όμοια απόφαση, για ίσο χρονικό διάστημα μέχρι δύο φορές.
10. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, μπορεί να αποσπώνται στις Εισαγγελίες Πρωτοδικών και Εφετών υπάλληλοι του Υπουργείου Οικονομικών, για την υποβοήθηση του έργου των εισαγγελικών λειτουργών όταν διενεργείται προανάκριση ή προκαταρκτική εξέταση για οικονομικά ή άλλα συναφή με αυτά εγκλήματα, για χρονικό διάστημα δύο ετών που μπορεί να παρατείνεται με όμοια απόφαση, για ίσο χρονικό διάστημα μέχρι δύο φορές. Οι υπάλληλοι που αποσπώνται λαμβάνουν το σύνολο των πάσης φύσεως αποδοχών της θέσης από την οποία αποσπάστηκαν.»
2. Τα τέσσερα πρώτα εδάφια της παραγράφου 17 του άρθρου 4 του ν. 2343/1995 (ΦΕΚ 211 Α΄) καταργούνται.
Άρθρο 3
Μέτρα για την καταστολή της φοροδιαφυγής στην άμεση και έμμεση φορολογία.
Τροποποίηση διατάξεων των νόμων 1882/1990, 2523/1997, 2960/2001
1. α) Η παράγραφος 1 του άρθρου 25 του ν. 1882/1990 αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Όποιος δεν καταβάλλει τα βεβαιωμένα στις δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες (Δ.Ο.Υ.) και τα τελωνεία χρέη προς το Δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, τις επιχειρήσεις και τους οργανισμούς του ευρύτερου δημόσιου τομέα για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης:
α) έως ένα έτος, εφόσον το συνολικό χρέος από κάθε αιτία, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων μέχρι την ημερομηνία σύνταξης του πίνακα χρεών, που αναφέρεται στην παράγραφο 5, υπερβαίνει το ποσό των πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ,
β) έξι τουλάχιστον μηνών, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α΄, υπερβαίνει το ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ,
γ) ενός τουλάχιστον έτους, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α΄, υπερβαίνει το ποσό των πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ,
δ) τριών τουλάχιστον ετών, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α΄, υπερβαίνει το ποσό των εκατόν πενήντα χιλιάδων (150.000) ευρώ.
Χρόνος τέλεσης του αδικήματος είναι το χρονικό διάστημα από την παρέλευση των τεσσάρων μηνών μέχρι τη συμπλήρωση χρόνου αντίστοιχου με το 1/3 της κατά περίπτωση προβλεπόμενης προθεσμίας παραγραφής.
Η ποινική δίωξη ασκείται ύστερα από αίτηση του προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. ή του Τελωνείου προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών της έδρας τους, που συνοδεύεται υποχρεωτικά από πίνακα χρεών, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων.
Η πράξη μπορεί να κριθεί ατιμώρητη, εάν το ποσό που οφείλεται εξοφληθεί μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης σε οποιονδήποτε βαθμό.»
β) Στην παράγραφο 8 του άρθρου 25 του ν. 1882/1990 προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«Η εμφάνιση του μάρτυρα στο ακροατήριο δεν είναι υποχρεωτική, εφόσον έχει λάβει χώρα έγγραφη ενημέρωση του αρμόδιου εισαγγελέα ή του δικαστηρίου εκ μέρους της Δ.Ο.Υ. σχετικά με τη διαδικαστική εξέλιξη της οφειλής, τρεις τουλάχιστον ημέρες πριν από τη δικάσιμο.»
γ) Στο άρθρο 25 του ν. 1882/1990 προστίθεται παράγραφος 9 ως εξής:
«9. Προκειμένου περί χρεών της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, ήδη ληξιπρόθεσμων κατά την έναρξη ισχύος της παρούσης παραγράφου, τα ποινικά αδικήματα των περιπτώσεων α΄, β΄, γ΄ και δ΄ της παραγράφου αυτής, τελούνται με τη συνέχιση της μη καταβολής τους μετά την πάροδο τεσσάρων (4) μηνών από την έναρξη ισχύος των διατάξεων της παρούσας παραγράφου.»
2. α) Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 17 του ν. 2523/1997 αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Όποιος, προκειμένου να αποφύγει την πληρωμή φόρου εισοδήματος, αποκρύπτει καθαρά εισοδήματα από οποιαδήποτε πηγή, παραλείποντας να υποβάλει δήλωση ή υποβάλλοντας ανακριβή δήλωση, τελεί αδίκημα φοροδιαφυγής στη φορολογία εισοδήματος.»
β) Στην περίπτωση β΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 17 του ν. 2523/1997 αντί των λέξεων «με ποινή κάθειρξης μέχρι δέκα (10) ετών» τίθενται οι λέξεις «με κάθειρξη».
γ) Στο τέλος της παραγράφου 2 του άρθρου 17 του ν. 2523/1997 προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«Κατά την επιμέτρηση της ποινής λαμβάνεται υπόψη και η διάρκεια της απόκρυψης.»
δ) Η πρώτη περίοδος της παραγράφου 1 του άρθρου 18 του ν. 2523/1997 αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Όποιος, προκειμένου να αποφύγει την πληρωμή του φόρου προστιθέμενης αξίας, του φόρου κύκλου εργασιών και των παρακρατούμενων και επιρριπτόμενων φόρων, τελών ή εισφορών, δεν απoδίδει ή αποδίδει ανακριβώς ή συμψηφίζει αυτούς, καθώς και όποιος παραπλανά τη φορολογική αρχή με την παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή με την αθέμιτη παρασιώπηση ή απόκρυψη αληθινών γεγονότων και λαμβάνει επιστροφή, καθώς και όποιος διακρατεί τέτοιους φόρους, τέλη ή εισφορές, τιμωρείται:».
ε) Στην περίπτωση γ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 18 του ν. 2523/1997 αντί των λέξεων «με κάθειρξη μέχρι δέκα (10) έτη» τίθενται οι λέξεις «με κάθειρξη».
στ) Στο τέλος της παραγράφου 1 του άρθρου 18 του ν. 2523/1997 προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«Κατά την επιμέτρηση της ποινής λαμβάνεται υπόψη και η διάρκεια της μη απόδοσης ή ανακριβούς απόδοσης ή διακράτησης τέτοιων φόρων, τελών ή εισφορών.»
ζ) Στο άρθρο 18 του ν. 2523/1997 προστίθεται παράγραφος 3 ως εξής:
«3. Αν η διάρκεια της μη απόδοσης ή ανακριβούς απόδοσης ή διακράτησης τέτοιων φόρων, τελών ή εισφορών δεν υπερβαίνει το ένα έτος, ο υπαίτιος απαλλάσσεται, εφόσον καταβληθούν, από την ημέρα που γεννήθηκε η υποχρέωση καταβολής, οι κατά περίπτωση οφειλόμενοι φόροι, τέλη ή εισφορές με τις κάθε είδους προβλεπόμενες προσαυξήσεις, τέλη και πρόστιμα επί αυτών. Εάν η καταβολή συντελεστεί μετά τη συμπλήρωση έτους, αλλά πριν τη λήξη της αποδεικτικής διαδικασίας σε πρώτο βαθμό, επιβάλλεται ποινή μειωμένη κατά το άρθρο 83 του Ποινικού Κώδικα.»
η) Στην περίπτωση β΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 19 του ν. 2523/1997 αντί των λέξεων «με κάθειρξη μέχρι δέκα (10) ετών» τίθενται οι λέξεις «με κάθειρξη».
θ) Η παράγραφος 2 του άρθρου 21 του ν. 2523/1997 αντικαθίσταται ως εξής:
«2. Η ποινική δίωξη ασκείται αυτεπάγγελτα. Η μηνυτήρια αναφορά υποβάλλεται από τον Προϊστάμενο της αρμόδιας Δ.Ο.Υ. ή τον Προϊστάμενο της υπηρεσίας που διενήργησε τον έλεγχο σε περίπτωση που ο έλεγχος διενεργήθηκε από όργανα του Σώματος Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος (Σ.Δ.Ο.Ε.) ή των ελεγκτικών κέντρων του άρθρου 3 του ν. 2343/1995 (ΦΕΚ 211 Α΄) ή υποβάλλεται από τον Προϊστάμενο της Γενικής Διεύθυνσης Φορολογικών Ελέγχων της Γενικής Γραμματείας Φορολογικών και Τελωνειακών Θεμάτων του Υπουργείου Οικονομικών, ως εξής:
α) Η μηνυτήρια αναφορά υποβάλλεται αμέσως με την ολοκλήρωση του ελέγχου και ζητείται από τον αρμόδιο εισαγγελέα η κατά προτεραιότητα εκδίκαση της υπόθεσης, με βάση τα πορίσματα του φορολογικού ελέγχου, ανεξάρτητα εάν έχει ασκηθεί προσφυγή ενώπιον του αρμόδιου διοικητικού δικαστηρίου:
αα) στην περίπτωση β΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 17, εφόσον ο Εισαγγελέας Οικονομικού Εγκλήματος παραγγείλει την άμεση άσκηση ποινικής δίωξης,
ββ) στις περιπτώσεις α΄ και β΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 18, εφόσον ο φορολογικός έλεγχος έχει διαταχθεί για την ημερομηνία που διενεργήθηκε, με ειδική εντολή ελέγχου του Υπουργού Οικονομικών,
γγ) στην περίπτωση γ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 18,
δδ) στην περίπτωση β΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 19 και
εε) στις περιπτώσεις της παραγράφου 5 του άρθρου 19, εφόσον το πλήθος των μη εκδοθέντων παραστατικών στοιχείων είναι πλέον των δέκα ή υπερβαίνουν σε αξία τα πεντακόσια (500) ευρώ.
β) Η μηνυτήρια αναφορά υποβάλλεται μέσα σε ένα (1) μήνα από την πάροδο άπρακτης της προθεσμίας διοικητικής επίλυσης της διαφοράς, επί της οικείας απόφασης επιβολής προστίμου του Κ.Β.Σ. ή κατά της οικείας πράξης επιβολής φόρου, τέλους ή εισφοράς και ανεξάρτητα αν κατά της απόφασης αυτής ή της πράξης ασκήθηκε προσφυγή ενώπιον του αρμόδιου διοικητικού δικαστηρίου:
αα) στις περιπτώσεις α΄ και β΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 18, εφόσον ο φορολογικός έλεγχος δεν έχει διαταχθεί με ειδική εντολή του Υπουργού Οικονομικών,
ββ) στην περίπτωση του πρώτου εδαφίου και την περίπτωση α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 19 και
γγ) στις περιπτώσεις της παραγράφου 5 του άρθρου 19, εφόσον το πλήθος των μη εκδοθέντων παραστατικών στοιχείων δεν υπερβαίνει τα δέκα ή δεν υπερβαίνει σε αξία τα πεντακόσια (500) ευρώ.
Η ποινική δίωξη δεν αρχίζει πριν από την τελεσίδικη κρίση του διοικητικού δικαστηρίου στην προσφυγή που ασκήθηκε ή σε περίπτωση μη άσκησης προσφυγής πριν από την οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής με την πάροδο της νόμιμης προθεσμίας για την άσκηση προσφυγής κατά της εγγραφής αυτής:
αα) στην περίπτωση α΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 17 και
ββ) στην περίπτωση β΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 17, εφόσον δεν παραγγέλθηκε η άμεση άσκηση ποινικής δίωξης από τον Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος.
Η ποινική δίωξη δεν αρχίζει σε καμία από τις ανωτέρω περιπτώσεις, επίσης, αν αυτός κατά του οποίου πρόκειται να ασκηθεί, αποδεικνύει ότι έχει έναντι του Δημοσίου ή των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α.) απαίτηση βέβαιη και εκκαθαρισμένη, ποσού ίσου ή μεγαλύτερου του ποσού των φόρων, τελών και εισφορών, για τα οποία επρόκειτο να ασκηθεί η ποινική δίωξη.»
ι) Η παράγραφος 5 του άρθρου 21 του ν. 2523/1997 αντικαθίσταται ως εξής:
«5. Αρμόδιο δικαστήριο είναι, κατά περίπτωση, το μονομελές ή το τριμελές πλημμελειοδικείο ή το τριμελές εφετείο κακουργημάτων της έδρας της αρμόδιας για τη φορολόγηση Δ.Ο.Υ..»
ια) Η παράγραφος 8 του άρθρου 21 του ν. 2523/1997 αντικαθίσταται ως εξής:
«8. Για τα πλημμελήματα των άρθρων 17 παράγραφος 2 περίπτωση α΄, 18 παράγραφος 1 περιπτώσεις α΄ και β΄, 19 παράγραφος 1 περίπτωση α΄, 25 παράγραφος 1 του ν. 1882/1990 και 157 παράγραφος 1 περιπτώσεις α΄ και β΄ του Εθνικού Τελωνειακού Κώδικα που κυρώθηκε με το ν. 2960/2001 (ΦΕΚ 265 Α΄), μετατροπή και αναστολή της ποινής γίνεται κατά τις σχετικές διατάξεις των άρθρων 82 και 99 επ. του Ποινικού Κώδικα. Δεν επιτρέπεται αναστολή ή μετατροπή της ποινής σε περίπτωση δεύτερης και κάθε περαιτέρω υποτροπής. Αν μετατραπεί η ποινή, κάθε ημέρα φυλάκισης υπολογίζεται σε ποσό από είκοσι (20) έως εκατό (100) ευρώ.»
ιβ) Η παράγραφος 9 του άρθρου 21 του ν. 2523/1997 αντικαθίσταται ως εξής:
«9. Στα κακουργήματα του παρόντος νόμου, καθώς και στο κακούργημα της περίπτωσης γ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 157 του Εθνικού Τελωνειακού Κώδικα ως «συγκεκριμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της πράξης», κατά το άρθρο 497 παράγραφος 8 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, νοείται και η εκ μέρους του κατηγορουμένου καταβολή όλων ή μέρους των οφειλόμενων φόρων, τελών, εισφορών ή δασμών με τις κάθε είδους προβλεπόμενες προσαυξήσεις, τέλη και πρόστιμα επί αυτών.
Εάν το δικαστήριο κρίνει ότι δεν πρέπει να χορηγηθεί ανασταλτικό αποτέλεσμα στην έφεση, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις παραγράφους 4 και 8 του άρθρου 497 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, τάσσει προθεσμία τριών εργάσιμων ημερών μέσα στην οποία ο κατηγορούμενος μπορεί να καταβάλει τους κατά περίπτωση οφειλόμενους φόρους, τέλη, εισφορές ή δασμούς με τις κάθε είδους προβλεπόμενες προσαυξήσεις, τέλη και πρόστιμα επί αυτών. Η καταβολή των ως άνω ποσών συνεπάγεται υποχρεωτικά την αναστολή εκτέλεσης της πρωτόδικης απόφασης. Το ίδιο αποτέλεσμα έχει η καταβολή των ως άνω ποσών όταν ζητείται η αναστολή εκτέλεσης της απόφασης, κατά το άρθρο 497 παράγραφος 7 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.»
ιγ) Στην παράγραφο 10 του άρθρου 21 του ν. 2523/1997 προστίθεται εδάφιο πρώτο ως εξής:
«Στα αδικήματα του παρόντος νόμου, χρόνος τέλεσης είναι το χρονικό διάστημα από την ημέρα κατά την οποία για πρώτη φορά όφειλε να ενεργήσει ο υπαίτιος μέχρι τη συμπλήρωση χρόνου αντίστοιχου με το 1/3 της κατά περίπτωση προβλεπόμενης προθεσμίας παραγραφής.»
ιδ) Στην παράγραφο 10 του άρθρου 21 του ν. 2523/1997 προστίθεται τελευταίο εδάφιο ως εξής: «Για τα αδικήματα της περίπτωσης β΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 17, εφόσον ο Εισαγγελέας Οικονομικού Εγκλήματος παραγγείλει την άμεση άσκηση ποινικής δίωξης, η παραγραφή αρχίζει από την ημερομηνία άσκησης της δίωξης αυτής.»
3. Η περίπτωση γ΄ της παρ. 1 του άρθρου 157 του Εθνικού Τελωνειακού Κώδικα, που κυρώθηκε με το ν. 2960/ 2001 (ΦΕΚ 265 Α΄), όπως η περίπτωση αυτή προστέθηκε με την παράγραφο 4 του άρθρου 77 του ν. 3842/2010 (ΦΕΚ 58 Α΄) αντικαθίσταται ως εξής:
«γ. Με κάθειρξη, εάν οι δασμοί, φόροι και λοιπές επιβαρύνσεις που στερήθηκε το Δημόσιο ή η Ευρωπαϊκή Ένωση υπερβαίνουν το ποσό των εκατόν πενήντα χιλιάδων (150.000) ευρώ.»
4.α. Η παράγραφος 2 του άρθρου 235 του Ποινικού Κώδικα αντικαθίσταται ως εξής:
«2. Αν η αξία των ωφελημάτων υπερβαίνει το ποσό των εβδομήντα τριών χιλιάδων (73.000) ευρώ ή αν ο δράστης έχει την ιδιότητα του υπαλλήλου του Υπουργείου Οικονομικών επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα (10) ετών.»
β. Στην περίπτωση της παραγράφου 2 του άρθρου 235 Π.Κ., αν ο δράστης έχει την ιδιότητα του υπαλλήλου του Υπουργείου Οικονομικών, για την επιβολή προσωρινής κράτησης αρκεί και η αιτιολογημένη κρίση ότι αν αφεθεί ελεύθερος ο κατηγορούμενος είναι πολύ πιθανό, όπως προκύπτει από τα συγκεκριμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της πράξης, να διαπράξει και άλλα εγκλήματα.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄
ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΣΗ ΤΩΝ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΩΝ
ΚΑΙ ΕΛΕΓΚΤΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΚΑΙ ΒΕΛΤΙΩΣΗ
ΤΩΝ ΕΛΕΓΚΤΙΚΩΝ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΩΝ
ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
Άρθρο 4
Σύσταση θέσεων Ελεγκτών Βεβαίωσης και Αναγκαστικής Είσπραξης των Εσόδων του Κράτους στο Υπουργείο Οικονομικών
1. Συνιστώνται στο Υπουργείο Οικονομικών θέσεις Ελεγκτών Βεβαίωσης και Αναγκαστικής Είσπραξης των Εσόδων του Κράτους, ο αριθμός των οποίων καθορίζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών, Αποκέντρωσης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης και Οικονομικών.
Με όμοια απόφαση ανακαθορίζεται ο αριθμός των θέσεων αυτών, κατανέμονται ή ανακατανέμονται οι θέσεις αυτές σε υπηρεσιακές μονάδες και καθορίζονται ή ανακαθορίζονται οι οργανικές μονάδες επιπέδου Αυτοτελούς Γραφείου, Τμήματος, Υποδιεύθυνσης ή Διεύθυνσης, κεντρικών ή περιφερειακών υπηρεσιών, της Γενικής Γραμματείας Φορολογικών και Τελωνειακών Θεμάτων του Υπουργείου Οικονομικών, των οποίων οι θέσεις, με εξαίρεση τις θέσεις Προϊσταμένου Αυτοτελούς Γραφείου, Τμήματος, Υποδιεύθυνσης ή Διεύθυνσης, καλύπτονται από υπαλλήλους που κατέχουν τις θέσεις που συνιστώνται με τη διάταξη του πρώτου εδαφίου της παραγράφου αυτής.
2. Οι θέσεις καλύπτονται από υπαλλήλους όλων των κλάδων του Υπουργείου Οικονομικών κατηγορίας ΠΕ και ΤΕ, οι οποίοι επιλέγονται, μετακινούνται ή αποσπώνται με απόφαση του ίδιου Υπουργού, με τη διαδικασία που ορίζεται στις επόμενες παραγράφους. Εξαιρετικά, κατά την πρώτη εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου, με την προκήρυξη μπορεί να προβλέπεται ότι ποσοστό των θέσεων που δεν υπερβαίνει το πέντε τοις εκατό ( 5%) του συνολικού αριθμού τους μπορεί να καλύπτεται από υπαλλήλους κατηγορίας ΔΕ και να καθορίζονται τα ειδικότερα πρόσθετα προσόντα που απαιτούνται για την επιλογή αυτή.
3. Οι θέσεις προκηρύσσονται και οι υποψήφιοι επιλέγονται από πίνακα επιτυχόντων που καταρτίζει η Ειδική Επιτροπή που προβλέπεται στην παράγραφο 16 με τη σειρά επιτυχίας αυτών, ύστερα από αξιολόγηση των τυπικών και ουσιαστικών προσόντων τους και μετά από συνέντευξη, προκειμένου η Επιτροπή να διαμορφώσει γνώμη για την προσωπικότητα και την ουσιαστική ικανότητα άσκησης των ειδικών καθηκόντων της θέσης.
Ο πίνακας κατάταξης των επιλεγέντων ισχύει για μια τριετία και οι θέσεις που κενώνονται καλύπτονται από αυτόν.
4. Με την προκήρυξη προσδιορίζονται οι θέσεις, καθορίζονται οι όροι και οι προϋποθέσεις συμμετοχής στη διαδικασία της επιλογής, ορίζονται τα απαιτούμενα τυπικά προσόντα για την κάλυψη αυτών και προσδιορίζονται οι τίτλοι σπουδών, η εξειδίκευση, τα πρόσθετα προσόντα ή η προηγούμενη εμπειρία για ορισμένο ποσοστό των θέσεων έτσι ώστε να επιτυγχάνεται η ανανέωση του ελεγκτικού δυναμικού. Κατά τα λοιπά, εφαρμόζεται το π.δ. 50/2001 (ΦΕΚ 39 Α΄). Η αίτηση για συμμετοχή στη διαδικασία επιλογής, η επιλογή και η τοποθέτηση σε θέση Ελεγκτή Βεβαίωσης και Αναγκαστικής Είσπραξης των Εσόδων του Κράτους δεν επηρεάζει με οποιονδήποτε τρόπο την υπηρεσιακή κατάσταση των υπαλλήλων.
5. Στις θέσεις Ελεγκτών Βεβαίωσης και Αναγκαστικής Είσπραξης των Εσόδων του Κράτους δεν επιτρέπεται να υπηρετεί υπάλληλος ο οποίος έχει τιμωρηθεί ή έχει ασκηθεί και εκκρεμεί σε βάρος του πειθαρχική δίωξη για οποιοδήποτε παράπτωμα ή συμπληρώνει το όριο ηλικίας ή το χρόνο υπηρεσίας για συνταξιοδότηση, μέσα στην επόμενη τριετία από την ημερομηνία επιλογής.
6. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών, Αποκέντρωσης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης και Οικονομικών καθορίζονται και ανακαθορίζονται τα ουσιαστικά και τυπικά προσόντα που απαιτούνται για την κάλυψη των θέσεων Ελεγκτών Βεβαίωσης και Αναγκαστικής Είσπραξης των Εσόδων του Κράτους και μπορεί να ορίζονται ποιοτικά και ποσοτικά κριτήρια, καθώς και συντελεστές βαρύτητας των κριτηρίων αυτών για την επιλογή, οι προϋποθέσεις, ο τρόπος και η διαδικασία επιλογής, καθώς και κάθε άλλο θέμα σχετικά με την αξιολόγηση και την επιλογή των υποψήφιων Ελεγκτών Βεβαίωσης και Αναγκαστικής Είσπραξης των Εσόδων του Κράτους, την κατάρτιση του πίνακα επιτυχόντων, τα όργανα που συνομολογούν το συμβόλαιο αποδοτικότητας για λογαριασμό του Δημοσίου, τα στοιχεία που πρέπει αυτό να περιλαμβάνει, ο χρόνος, η διαδικασία και τα αρμόδια όργανα που ελέγχουν την εφαρμογή του συμβολαίου αποδοτικότητας, καθώς και κάθε θέμα σχετικά με την τακτική και ενδιάμεση επαναξιολόγηση των υπαλλήλων, ο τρόπος και το όργανο που διενεργεί την επαναξιολόγηση και κάθε άλλο θέμα για την εφαρμογή του εδαφίου αυτού. Με την ίδια απόφαση καθορίζονται τα στοιχεία του συμβολαίου αποδοτικότητας για τους προϊσταμένους των οργανικών μονάδων που προβλέπονται στις παραγράφους 21 και 22, ο χρόνος, η διαδικασία και τα αρμόδια όργανα που ελέγχουν την εφαρμογή του συμβολαίου αποδοτικότητας, καθώς και κάθε θέμα σχετικά με την τακτική και ενδιάμεση επαναξιολόγηση των προϊσταμένων αυτών των οργανικών μονάδων, ο τρόπος και το όργανο που διενεργεί την επαναξιολόγηση και κάθε άλλο σχετικό θέμα.
7. Οι υποψήφιοι, με την αίτηση επιλογής τους σε θέση Ελεγκτή Βεβαίωσης και Αναγκαστικής Είσπραξης των Εσόδων του Κράτους, υποβάλλουν Ειδική Αναλυτική Δήλωση Περιουσιακής Κατάστασης (Πόθεν Έσχες). Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών καθορίζεται το περιεχόμενο της δήλωσης περιουσιακής κατάστασης.
Κατά την πρώτη εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος, το περιεχόμενο της δήλωσης περιουσιακής κατάστασης ορίζεται με την προκήρυξη.
8. Όσοι υπάλληλοι επιλεγούν και τοποθετηθούν με μετακίνηση ή απόσπαση σε θέση Ελεγκτή Βεβαίωσης και Αναγκαστικής Είσπραξης των Εσόδων του Κράτους, υπογράφουν με την ανάληψη των καθηκόντων τους συμβόλαιο αποδοτικότητας, για χρονικό διάστημα οκτώ μηνών. Στο συμβόλαιο αποδοτικότητας περιλαμβάνονται οι υποχρεώσεις και οι ποσοτικοί και ποιοτικοί στόχοι που αναλαμβάνουν να επιτύχουν.
9. Όσοι υπάλληλοι επιλεγούν, τοποθετούνται στις θέσεις αυτές και αξιολογούνται, υποχρεωτικά κατά τη λήξη του συμβολαίου αποδοτικότητας, με δυνατότητα ενδιάμεσης αξιολόγησης. Για την αξιολόγηση συντάσσεται Έκθεση. Εκθέσεις Αξιολόγησης συντάσσονται και όταν υπάρχει ενδιάμεση αξιολόγηση. Αν, σύμφωνα με την Έκθεση Αξιολόγησης, δεν έχουν επιτευχθεί όλοι οι ποσοτικοί και ποιοτικοί στόχοι του συμβολαίου αποδοτικότητας ή δεν έχουν τηρηθεί οι λοιπές υποχρεώσεις που αναφέρονται σε αυτό και οφείλεται αυτό και σε υπαιτιότητα του υπαλλήλου, απαλλάσσονται αυτοδίκαια από τα καθήκοντα της θέσης του Ελεγκτή Βεβαίωσης και Αναγκαστικής Είσπραξης των Εσόδων του Κράτους και επανέρχονται υποχρεωτικά στην υπηρεσία από όπου μετακινήθηκαν, με διαπιστωτική πράξη του Υπουργού Οικονομικών. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, ύστερα από αίτηση του υπαλλήλου, μπορεί αυτός να επανέρχεται οποτεδήποτε στην υπηρεσία από την οποία προέρχεται, εφόσον συντρέχουν σοβαροί προσωπικοί λόγοι, ύστερα από γνώμη της αρμόδιας Ειδικής Επιτροπής που προβλέπεται στην παράγραφο 16.
10. Οι υπάλληλοι που υπηρετούν σε θέσεις Ελεγκτών Βεβαίωσης και Αναγκαστικής Είσπραξης των Εσόδων του Κράτους απαλλάσσονται από τα καθήκοντά τους και επανέρχονται υποχρεωτικά στην υπηρεσία από την οποία μετακινήθηκαν, με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, ανεξάρτητα από την αξιολόγησή τους, αν ασκηθεί σε βάρος τους πειθαρχική δίωξη για οποιοδήποτε παράπτωμα ή δεν υποβάλλουν δήλωση περιουσιακής κατάστασης ή αν υποβάλλουν ανακριβή δήλωση περιουσιακής κατάστασης.
11. Ο χρόνος υπηρεσίας σε θέση Ελεγκτή Βεβαίωσης και Αναγκαστικής Είσπραξης των Εσόδων του Κράτους, θεωρείται για τον υπάλληλο χρόνος πραγματικής υπηρεσίας στην οργανική του θέση.
12. Οι υπάλληλοι που μετακινούνται σε εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος, έχουν δικαίωμα να κριθούν για επιλογή Προϊσταμένου Γενικής Διεύθυνσης, Διεύθυνσης, Τμήματος ή Αυτοτελούς Γραφείου, σε θέσεις που καλύπτονται από τον κλάδο προέλευσής τους ή στο φορέα προέλευσης αυτών, αντίστοιχα. Εφόσον αποδεχθούν τη θέση αυτή απαλλάσσονται από τα καθήκοντα του Ελεγκτή Βεβαίωσης και Αναγκαστικής Είσπραξης των Εσόδων του Κράτους το αργότερο μέσα σε πέντε ημέρες από την επιλογή τους.
13. Οι υπηρετούντες σε θέσεις Ελεγκτών Βεβαίωσης και Αναγκαστικής Είσπραξης των Εσόδων του Κράτους απαγορεύεται να ασκούν οποιοδήποτε ιδιωτικό έργο με αμοιβή, για όσο διάστημα υπηρετούν σε αυτές.
14. Οι Ελεγκτές Βεβαίωσης και Αναγκαστικής Είσπραξης των Εσόδων του Κράτους μετακινούνται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, ύστερα από αίτησή τους ή αίτημα του Προϊσταμένου της Γενικής Διεύθυνσης Φορολογικών Ελέγχων, σε θέση Ελεγκτή Βεβαίωσης και Αναγκαστικής Είσπραξης των Εσόδων του Κράτους άλλης οργανικής μονάδας από αυτές που προβλέπονται στο δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1, σύμφωνα με το άρθρο 66 του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. που κυρώθηκε με το ν. 3528/2007 (ΦΕΚ 26 Α΄) και την παράγραφο 2 του άρθρου έκτου του ν. 3845/2010 (ΦΕΚ 65 Α΄). Οι Ελεγκτές Βεβαίωσης και Αναγκαστικής Είσπραξης των Εσόδων του Κράτους μετατίθενται σε θέση Ελεγκτή Βεβαίωσης και Είσπραξης των Εσόδων του Κράτους με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, ύστερα από γνώμη της Ειδικής Επιτροπής Αξιολόγησης και Επιλογής, η οποία στη συγκεκριμένη περίπτωση αποτελεί το υπηρεσιακό συμβούλιο της παραγράφου 5 του άρθρου 67 του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ..
Για τη μετάθεση εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των παραγράφων 1, 2, 3, 6 και 8 του ίδιου άρθρου και Κώδικα.
15. Οι Ελεγκτές Βεβαίωσης και Αναγκαστικής Είσπραξης των Εσόδων του Κράτους, για τα πειθαρχικά τους παραπτώματα που τελούνται κατά το χρονικό διάστημα που υπηρετούν στις θέσεις αυτές, υπάγονται ακόμη και μετά από την αποχώρησή τους από αυτές στην αποκλειστική αρμοδιότητα του Δευτεροβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου που προβλέπεται στις διατάξεις της παραγράφου 1 περίπτωση δ΄ του άρθρου 157 και του άρθρου 163 του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ., το οποίο κρίνει τις πειθαρχικές τους υποθέσεις κατά προτεραιότητα σε πρώτο και τελευταίο βαθμό.
16. Στο Υπουργείο Οικονομικών συνιστάται πενταμελής Ειδική Επιτροπή Αξιολόγησης και Επιλογής Προσωπικού για τις θέσεις που καλύπτονται από Ελεγκτές Βεβαίωσης και Αναγκαστικής Είσπραξης των Εσόδων του Κράτους, η οποία συγκροτείται από:
1) Τον Προϊστάμενο της Γενικής Διεύθυνσης Διοικητικής Υποστήριξης της Γενικής Γραμματείας Φορολογικών και Τελωνειακών Θεμάτων του Υπουργείου Οικονομικών, με αναπληρωτή του Προϊστάμενο Διεύθυνσης που υπάγεται στην ίδια Γενική Διεύθυνση, ως Πρόεδρο.
2) Τον Προϊστάμενο της Γενικής Διεύθυνσης Φορολογίας της Γενικής Γραμματείας Φορολογικών και Τελωνειακών Θεμάτων του Υπουργείου Οικονομικών, με αναπληρωτή του Προϊστάμενο Διεύθυνσης που υπάγεται στην ίδια Γενική Διεύθυνση, ως μέλος.
3) Τρείς Προϊσταμένους Διευθύνσεων της Γενικής Γραμματείας Φορολογικών και Τελωνειακών Θεμάτων, με αναπληρωτές τους Προϊσταμένους Τμημάτων Διευθύνσεων της ίδιας Γενικής Γραμματείας, με εμπειρία στο φορολογικό έλεγχο, ως μέλη.
Ως Εισηγητής, χωρίς δικαίωμα ψήφου, ορίζεται ο Προϊστάμενος της Γενικής Διεύθυνσης Φορολογικών Ελέγχων, με αναπληρωτή έναν Προϊστάμενο Διεύθυνσης της ίδιας Γενικής Διεύθυνσης.
17. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών ορίζονται ο Πρόεδρος και τα μέλη της Ειδικής Επιτροπής της προηγούμενης παραγράφου, με τους αναπληρωτές τους, για θητεία δύο ετών, καθώς και οι Γραμματείς αυτών, με τους αναπληρωτές τους.
18. Για τα θέματα της εν γένει υπηρεσιακής κατάστασης των υπηρετούντων σε θέσεις Ελεγκτών Βεβαίωσης και Αναγκαστικής Είσπραξης των Εσόδων του Κράτους, για τα οποία δεν ορίζεται, με τις διατάξεις του παρόντος, ως αρμόδια η Ειδική Επιτροπή που προβλέπεται στην παράγραφο 16, αρμοδιότητα έχουν τα υπηρεσιακά συμβούλια, που ήταν αρμόδια πριν από την επιλογή τους για τη θέση αυτή.
19. Οι υπηρετούντες σε θέσεις Ελεγκτών Βεβαίωσης και Αναγκαστικής Είσπραξης των Εσόδων του Κράτους λαμβάνουν το σύνολο των αποδοχών τους με τα κάθε είδους γενικά ή ειδικά επιδόματα της οργανικής τους θέσης, καθώς και όλες τις πρόσθετες αμοιβές και αποζημιώσεις που προβλέπονται για τους υπαλλήλους του Υπουργείου Οικονομικών.
20. Αν επιτευχθούν οι ποιοτικοί και ποσοτικοί στόχοι του συμβολαίου αποδοτικότητας, εκδίδεται ειδικά αιτιολογημένη απόφαση του οργάνου που διενεργεί την αξιολόγηση και επαναξιολόγηση που προβλέπεται στην παράγραφο 6. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται οι διατάξεις της παραγράφου 25 του παρόντος άρθρου και της κανονιστικής απόφασης που εκδίδεται κατ’ εξουσιοδότησή της.
21. Οι Προϊστάμενοι των οργανικών μονάδων επιπέδου Αυτοτελούς Γραφείου, Τμήματος, Υποδιεύθυνσης ή Διεύθυνσης, οι οποίες καθορίζονται με την κοινή απόφαση που προβλέπεται στο δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1, υπογράφουν μέσα σε προθεσμία από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού που ορίζεται με την απόφαση που προβλέπεται στην παράγραφο 6, συμβόλαιο αποδοτικότητας για χρονικό διάστημα μέχρι τη λήξη της θητείας που προβλέπεται στην παράγραφο 7 του άρθρου πέμπτου του ν. 3839/2010 (ΦΕΚ 51 Α΄).
22. Οι Προϊστάμενοι των οργανικών μονάδων που προβλέπονται στην προηγούμενη παράγραφο, οι οποίοι επιλέγονται σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του ν. 3839/2010 (ΦΕΚ 51 Α΄), υπογράφουν με την ανάληψη των καθηκόντων τους συμβόλαιο αποδοτικότητας για χρονικό διάστημα δεκαοκτώ μηνών οι Προϊστάμενοι Διευθύνσεων και δώδεκα μηνών οι Προϊστάμενοι Υποδιευθύνσεων, Τμημάτων ή Αυτοτελών Γραφείων.
23. Οι Προϊστάμενοι των οργανικών μονάδων των δύο προηγούμενων παραγράφων αξιολογούνται υποχρεωτικά κατά τη λήξη του συμβολαίου αποδοτικότητας και προκειμένου περί Προϊσταμένων της παραγράφου 21 κατά τη λήξη της θητείας τους, με δυνατότητα ενδιάμεσης αξιολόγησης. Για την αξιολόγησή τους συντάσσεται Έκθεση. Εκθέσεις αξιολόγησης συντάσσονται και όταν υπάρχει ενδιάμεση αξιολόγηση. Αν σύμφωνα με την Έκθεση αξιολόγησης δεν έχουν επιτευχθεί όλοι οι ποσοτικοί ή ποιοτικοί στόχοι του συμβολαίου αποδοτικότητας ή δεν έχουν τηρηθεί οι λοιπές υποχρεώσεις που αναφέρονται σε αυτό και αυτό οφείλεται και σε υπαιτιότητα του Προϊσταμένου, μετακινούνται υποχρεωτικά από τη θέση που κατέχουν σε όμοια θέση οργανικής μονάδας του Υπουργείου Οικονομικών, εκτός εκείνων που καθορίζονται με την κοινή απόφαση του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 1.
24. Οι διατάξεις των παραγράφων 10, 13, 15 και 20 εφαρμόζονται αναλόγως και για τους Προϊσταμένους οργανικών μονάδων των παραγράφων 21 και 22.
25. Οι Εκθέσεις αξιολόγησης και επαναξιολόγησης που προβλέπονται στις παραγράφους 9 και 23 λαμβάνονται υπόψη για την εφαρμογή του άρθρου 81 του Υ.Κ. και αποτελούν την υπηρεσιακή αξιολόγηση που προβλέπεται στις περιπτώσεις γ(1) των παραγράφων 1, 2 και 3 του άρθρου 85 του ίδιου Κώδικα, για την εφαρμογή και αξιολόγηση των κριτηρίων που προβλέπονται στο ίδιο άρθρο του ίδιου Κώδικα.
Με κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών, Αποκέντρωσης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης και Οικονομικών μπορεί να ορίζονται οι συντελεστές, τα μόρια και κάθε σχετικό θέμα για τη συμμετοχή μεταξύ των κριτηρίων επιλογής του άρθρου 85 του Υ.Κ., των εκθέσεων αξιολόγησης και επαναξιολόγησης των παραγράφων 9 και 23.
Άρθρο 5
Αντιμετώπιση διαφθοράς – Πειθαρχική δίωξη
Σύσταση Υπηρεσίας Εσωτερικών Υποθέσεων στο Υπουργείο Οικονομικών
1. Συνιστάται στο Υπουργείο Οικονομικών αυτοτελής Υπηρεσία Εσωτερικών Υποθέσεων, επιπέδου Διεύθυνσης, που υπάγεται απευθείας στον Υπουργό Οικονομικών και έχει έδρα την Αθήνα. Ως παράρτημα αυτής λειτουργεί η Υποδιεύθυνση Εσωτερικών Υποθέσεων Βορείου Ελλάδος, με έδρα την Περιφερειακή Ενότητα Θεσσαλονίκης.
2. Η Υπηρεσία Εσωτερικών Υποθέσεων είναι αρμόδια για τη συλλογή, επεξεργασία, σύνθεση, ανάλυση, αξιολόγηση και αξιοποίηση των πληροφοριών και στοιχείων, που αφορούν στην εμπλοκή υπαλλήλων του Υπουργείου Οικονομικών και των εποπτευόμενων από αυτό νομικών προσώπων, σε ποινικά και πειθαρχικά αδικήματα, την εξιχνίαση, την πειθαρχική τους δίωξη και την άμεση ενημέρωση των αρμόδιων για την ποινική δίωξη αρχών.
3. Η Υπηρεσία Εσωτερικών Υποθέσεων ελέγχει τις δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης (πόθεν έσχες) των υπαλλήλων του Υπουργείου Οικονομικών και των εποπτευόμενων από αυτό νομικών προσώπων.
4. Η κατά τόπον αρμοδιότητα της Υποδιεύθυνσης Εσωτερικών Υποθέσεων Βορείου Ελλάδος εκτείνεται στα όρια των Περιφερειών Κεντρικής Μακεδονίας, Δυτικής Μακεδονίας και Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης και της Υπηρεσίας Εσωτερικών Υποθέσεων εκτείνεται στις λοιπές περιοχές της χώρας.
Με ειδική εντολή του Υπουργού Οικονομικών, μπορεί να ανατίθεται στη Διεύθυνση και Υποδιεύθυνση η διενέργεια ελέγχων και ερευνών, στα πλαίσια της καθ’ ύλην αρμοδιότητάς τους, εκτός των ορίων της κατά τόπον αρμοδιότητας αυτών.
5. Οι διατάξεις των παραγράφων 6, 8, 19, 21 και 22 του άρθρου 30 του ν. 3296/2004 (ΦΕΚ 253 Α΄) ισχύουν και για την Υπηρεσία Εσωτερικών Υποθέσεων και το προσωπικό αυτής.
6. Η Υπηρεσία Εσωτερικών Υποθέσεων στελεχώνεται από υπαλλήλους του κλάδου Οικονομικών Επιθεωρητών του Υπουργείου Οικονομικών.
7. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών, Αποκέντρωσης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης και Οικονομικών καθορίζεται και ανακαθορίζεται η διάρθρωση των υπηρεσιακών μονάδων της Υπηρεσίας Εσωτερικών Υποθέσεων και η κατανομή ή ανακατανομή των αρμοδιοτήτων και των θέσεων και θεσπίζεται ο Ειδικός Κανονισμός Λειτουργίας και Καθηκόντων του προσωπικού της.
8. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών ορίζεται ο χρόνος έναρξης της λειτουργίας της Υπηρεσίας Εσωτερικών Υποθέσεων. Από την έναρξη λειτουργίας της Υπηρεσίας Εσωτερικών Υποθέσεων παύουν να ισχύουν οι αρμοδιότητες των κεντρικών και περιφερειακών υπηρεσιών της Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικής Επιθεώρησης, κατά το μέρος που αυτές ασκούνται από την Υπηρεσία Εσωτερικών Υποθέσεων σύμφωνα με τον ειδικό κανονισμό οργάνωσης και λειτουργίας της.
Με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται ύστερα από πρόταση των Υπουργών Εσωτερικών, Αποκέντρωσης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης και Οικονομικών ανακαθορίζονται οι αρμοδιότητες της Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικής Επιθεώρησης και των κεντρικών και περιφερειακών υπηρεσιών αυτής, σύμφωνα με την κοινή υπουργική απόφαση που προβλέπεται στην προηγούμενη παράγραφο.
Άρθρο 6
Ανανέωση προσωπικού του Σώματος Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος (Σ.Δ.Ο.Ε.)
Η παράγραφος 3 του άρθρου 27 του π.δ. 85/2005 (ΦΕΚ 122 Α΄) αντικαθίσταται ως εξής:
«3. Οι υπάλληλοι που τοποθετούνται, μετατίθενται ή αποσπώνται στις Υπηρεσίες του Σ.Δ.Ο.Ε., εκτός από τους προϊσταμένους όλων των οργανικών μονάδων, προέρχονται από τους κλάδους Εφοριακών και Τελωνειακών ή από αυτούς που υπηρετούν σε θέσεις Ελεγκτών Βεβαίωσης και Αναγκαστικής Είσπραξης των Εσόδων του Κράτους και έχουν πραγματική υπηρεσία στους κλάδους των οργανικών θέσεων που καλύπτουν, μέχρι είκοσι έτη.
Εφόσον πρόκειται για νεοδιόριστους υπαλλήλους, αμέσως μετά την τοποθέτησή τους παρακολουθούν εκπαιδευτικό πρόγραμμα στα κύρια αντικείμενα του Σ.Δ.Ο.Ε., διάρκειας τουλάχιστον δύο μηνών, το οποίο διοργανώνεται από την Κεντρική Υπηρεσία του Σ.Δ.Ο.Ε..
Κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται να υπηρετούν και υπάλληλοι με περισσότερο από είκοσι έτη χρόνου υπηρεσίας, όχι όμως πάνω από είκοσι πέντε έτη συνολικό χρόνο υπηρεσίας και σε ποσοστό όχι μεγαλύτερο του δέκα τοις εκατό (10%) του συνολικού αριθμού των θέσεων. Για τους υπαλλήλους που αναφέρονται στα προηγούμενα εδάφια εκτιμώνται ιδίως τα παρακάτω προσόντα, όπως αυτά προκύπτουν από τα στοιχεία του προσωπικού μητρώου και του πειθαρχικού τους φακέλου:
αα) Το ήθος και η προσήλωση στο υπηρεσιακό τους καθήκον.
ββ) Η επαγγελματική επάρκεια και η υπηρεσιακή κατάρτιση στα αντικείμενα αρμοδιότητας του Σ.Δ.Ο.Ε..
γγ) Η ικανότητα συνεργασίας και επίδειξης ομαδικού πνεύματος.
δδ) Η δυνατότητα ανάπτυξης πρωτοβουλιών και ο επαγγελματικός ζήλος.»
Άρθρο 7
Ενίσχυση της διεθνούς διοικητικής συνεργασίας στον τομέα της άμεσης φορολογίας
1. Συνιστάται στη Διεύθυνση Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων του Υπουργείου Οικονομικών Τμήμα Διεθνούς Διοικητικής Συνεργασίας στον τομέα της άμεσης φορολογίας.
2. Στο τέλος του άρθρου 2 του π.δ. 249/1998 (ΦΕΚ 186 Α΄) προστίθενται τα ακόλουθα:
«γ) Τμήμα Διεθνούς Διοικητικής Συνεργασίας στον τομέα της άμεσης φορολογίας
Α. Ανταλλαγή των πληροφοριών και ενίσχυση της αμοιβαίας διοικητικής συνδρομής στο πλαίσιο εφαρμογής:
αα) Των διεθνών συμβάσεων αποφυγής της διπλής φορολογίας του εισοδήματος και του κεφαλαίου.
ββ) Των διεθνών συμβάσεων που έχουν συναφθεί μεταξύ διεθνών οργανισμών, σχετικά με την αμοιβαία διοικητική συνδρομή στον τομέα της άμεσης φορολογίας.
γγ) Των διατάξεων του κοινοτικού δικαίου για την αμοιβαία διοικητική συνδρομή των αρμόδιων αρχών των κρατών − μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον τομέα της άμεσης φορολογίας.
δδ) Των διεθνών συμβάσεων με άλλες χώρες για την ανταλλαγή των πληροφοριών στον τομέα της άμεσης φορολογίας.
εε) Των μνημονίων συνεργασίας ή πρωτοκόλλων ή ειδικότερων συμφωνιών, που έχουν συναφθεί με άλλες χώρες για την ανταλλαγή πληροφοριών στον τομέα της άμεσης φορολογίας, βάσει συμβάσεων για την αποφυγή της διπλής φορολογίας του εισοδήματος και του κεφαλαίου ή των οικείων διατάξεων του κοινοτικού δικαίου.
Β. Διεξαγωγή των διαπραγματεύσεων μεταξύ της Ελλάδας και άλλων χωρών με σκοπό τη σύναψη ή αναθεώρηση διεθνών συμφωνιών ή μνημονίων συνεργασίας ή πρωτοκόλλων για την ανταλλαγή των πληροφοριών στον τομέα της άμεσης φορολογίας.
Γ. Συνεργασία με τη Γ.Γ.Π.Σ., τη Γενική Διεύθυνση Φορολογίας, τη Γενική Διεύθυνση Φορολογικών Ελέγχων, το Σ.Δ.Ο.Ε. και κάθε αρμόδια φορολογική ή ελεγκτική υπηρεσία ή αρχή με σκοπό την άμεση προώθηση και αξιοποίηση των πληροφοριών που προωθούνται από τις αρμόδιες αλλοδαπές αρχές.
Δ. Εισήγηση και μέριμνα για την εναρμόνιση του εσωτερικού δικαίου με το παράγωγο κοινοτικό δίκαιο στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων του τμήματος.»
3. Στο άρθρο 3 του π.δ. 249/1998 η παράγραφος 4 αναριθμείται σε παράγραφο 5 και προστίθεται παράγραφος 4 ως εξής:
«4. Του Τμήματος Διεθνούς Διοικητικής Συνεργασίας στον τομέα της άμεσης φορολογίας προΐσταται μόνιμος υπάλληλος, κατηγορίας ΠΕ, του κλάδου Εφοριακών.»
Άρθρο 8
Βελτίωση αποτελεσματικότητας συστήματος ελέγχων
1. Στον Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (Κ.Φ.Ε., ν. 2238/ 1994, ΦΕΚ 151 Α΄) μετά το άρθρο 67 προστίθεται νέο άρθρο 67Α, ως εξής:
«Άρθρο 67Α
Έλεγχος από το γραφείο
1. Οι υποκείμενοι σε φόρο με τις διατάξεις των άρθρων 2 και 101 του Κ.Φ.Ε. μπορούν να υπαχθούν σε τακτικό ή προσωρινό έλεγχο από το γραφείο της ελεγκτικής υπηρεσίας στην οποία υπάγονται για το μερικό προσδιορισμό του εισοδήματός τους. Ο έλεγχος αυτός διατάσσεται από τον προϊστάμενο της ελεγκτικής υπηρεσίας για ένα ή περισσότερα συγκεκριμένα θέματα και φορολογικά αντικείμενα και διενεργείται στην ελεγκτική υπηρεσία με βάση:
α) τα στοιχεία του φακέλου,
β) τα δελτία πληροφοριών,
γ) τις εκθέσεις ελέγχου του Σ.Δ.Ο.Ε. και άλλων υπηρεσιών του Υπουργείου Οικονομικών,
δ) τα βιβλία και στοιχεία που θα κληθεί να προσκομίσει ο ελεγχόμενος,
ε) τα στοιχεία και τις πληροφορίες των προσώπων που ορίζονται στο άρθρο 17 του ν. 3842/2010 και
στ) τα στοιχεία που προκύπτουν από τη μηχανογραφική επεξεργασία δεδομένων της Γ.Γ.Π.Σ..
2. Ο προϊστάμενος της ελεγκτικής υπηρεσίας διενεργεί έλεγχο στην έδρα της επιχείρησης, ιδίως σε υποθέσεις για τις οποίες:
α) αποφαίνεται ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 32 για τον εξωλογιστικό προσδιορισμό του εισοδήματος, σύμφωνα με τον έλεγχο που διενεργήθηκε από το γραφείο που προβλέπεται στο άρθρο 67 και στην προηγούμενη παράγραφο,
β) απαιτείται έλεγχος της παραγωγής για τον προσδιορισμό των οικονομικών αποτελεσμάτων της επιχείρησης,
γ) απαιτείται χρήση ειδικού λογισμικού για την επαλήθευση της εγκυρότητας των οικονομικών στοιχείων που δίνονται στις φορολογικές αρχές,
δ) απαιτείται έλεγχος των ειδικών αρχείων προκειμένου για επιχειρήσεις που ασχολούνται με το ηλεκτρονικό εμπόριο,
ε) κρίνει αιτιολογημένα ότι είναι αναγκαίο,
στ) έχει διενεργηθεί έλεγχος από το γραφείο, για συγκεκριμένο ποσοστό υποθέσεων το οποίο καθορίζεται με υπουργική απόφαση.
3. Οι διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 66, των παραγράφων 3, 4 και 5 του άρθρου 67 και της παραγράφου 5 του άρθρου 68 έχουν ανάλογη εφαρμογή.
4. Τα δικαιώματα ελέγχου που αναφέρονται στο παρόν άρθρο, καθώς και στα προηγούμενα άρθρα 66 και 67 έχει και η Γενική Διεύθυνση Φορολογικών Ελέγχων, η οποία μπορεί να διατάσσει και επανέλεγχο για οποιαδήποτε φορολογική υπόθεση με υπαλλήλους της αρμόδιας ελεγκτικής υπηρεσίας ή με άλλους υπαλλήλους των ελεγκτικών υπηρεσιών που εποπτεύει, οι οποίοι μετακινούνται για το σκοπό αυτόν με απόφασή της.
5. Η Γενική Διεύθυνση Φορολογικών Ελέγχων σχεδιάζει, επιβλέπει τη διενέργεια των ελέγχων και διασταυρώσεων με βάση καθορισμένες ελεγκτικές διαδικασίες και τεχνικές ελέγχου και συμμετέχει στη διαδικασία ελέγχου.
Η επιλογή υποθέσεων που θα ελεγχθούν γίνεται από τη Γενική Διεύθυνση Φορολογικών Ελέγχων, μετά από εισήγηση του προϊστάμενου της ελεγκτικής υπηρεσίας, με τη συνεργασία της Γ.Γ.Π.Σ. σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 80 του ν. 3842/2010 (ΦΕΚ 58 Α΄).»
2. Η παράγραφος 1 του άρθρου 66 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Ο προϊστάμενος της ελεγκτικής υπηρεσίας ελέγχει την ακρίβεια των επιδιδόμενων δηλώσεων και προβαίνει σε έρευνα για την εξακρίβωση των υπόχρεων που δεν έχουν υποβάλει δήλωση. Για το σκοπό αυτό δικαιούται:
α. Να καλεί εγγράφως τον υπόχρεο, ανεξάρτητα αν έχει υποβάλει ή όχι φορολογική δήλωση, να δώσει μέσα σε τακτή και σύντομη προθεσμία, είτε αυτοπροσώπως είτε με εντολοδόχο που ορίζεται με δήλωσή του προς την ελεγκτική υπηρεσία, τις αναγκαίες διευκρινίσεις και να προσκομίσει κάθε λογαριασμό και κάθε στοιχείο που είναι χρήσιμο για τον καθορισμό του εισοδήματος.
β. Να ζητεί από κάθε φορέα της Γενικής Κυβέρνησης, όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 1Β του ν. 2362/1995 (ΦΕΚ 247 Α΄), που έχει προστεθεί με το άρθρο 2 του ν. 3871/2010 (ΦΕΚ 141 Α΄), κάθε χρηματοπιστωτικό ίδρυμα, ιδιωτική επιχείρηση και γενικά από κάθε οργάνωση επαγγελματική, εμπορική, βιομηχανική, γεωργική κ.λπ. οποιαδήποτε πληροφορία θεωρεί αναγκαία για τη διευκόλυνση του ελεγκτικού έργου του, οι οποίοι υποχρεούνται να την παρέχουν. Για την εκπλήρωση της υποχρέωσης αυτής, οποιασδήποτε μορφής γενικό ή ειδικό απόρρητο αίρεται με πράξη του Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος, μετά από αίτημα του οργάνου που διενεργεί τον έλεγχο και σύμφωνη γνώμη του προϊσταμένου της Γενικής Διεύθυνσης Φορολογικών Ελέγχων.
γ. Να καλεί οποιοδήποτε πρόσωπο και να ζητεί από αυτό τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για τη διευκόλυνση του ελεγκτικού έργου του και οι οποίες δίνονται εγγράφως.
δ. Να ενεργεί, είτε ο ίδιος είτε ο οριζόμενος με έγγραφη εντολή του υπάλληλος της ελεγκτικής υπηρεσίας ή άλλος δημόσιος υπάλληλος ή άλλη αρχή, οποιαδήποτε επιτόπια εξέταση που θα κρίνει αναγκαία και ειδικά, προκειμένου για υπόχρεους που υπάγονται στις διατάξεις του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων και σύμφωνα με αυτές.
ε. Να ενεργεί, είτε ο ίδιος είτε ο οριζόμενος με έγγραφη εντολή του υπάλληλος της ελεγκτικής υπηρεσίας, ελεγκτικές επαληθεύσεις στα βιβλία και στοιχεία επιτηδευματία αρμοδιότητας άλλου προϊσταμένου Δ.Ο.Υ., που έχει την έδρα του στην ίδια πόλη ή στον ίδιο νομό, για να διαπιστώνει την ακρίβεια των δεδομένων των στοιχείων και βιβλίων επιτηδευματία ο οποίος υπάγεται στη δική του ελεγκτική αρμοδιότητα, καλώντας τον επιτηδευματία να προσκομίσει τα ζητούμενα βιβλία και στοιχεία στα γραφεία της ελεγκτικής υπηρεσίας.
Ο έλεγχος του άλλου επιτηδευματία περιορίζεται στη διαδικασία διασταύρωσης στοιχείων που φέρεται ως εκδότης ή λήπτης αυτών, με τα δεδομένα των βιβλίων και στοιχείων του. Στον έλεγχο αυτό δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις των παραγράφων 3 και 4 του άρθρου 36 του π.δ. 186/1992 (ΦΕΚ 84 Α΄).»
3. Στον Κώδικα Φ.Π.Α., που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2859/2000 (ΦΕΚ 248 Α΄), μετά το άρθρο 48 προστίθεται νέο άρθρο 48 Α ως εξής:
«Άρθρο 48Α
Έλεγχος από το γραφείο
1. Αν από τα βιβλία και στοιχεία του υπόχρεου στο φόρο, τις ήδη διαπιστωμένες παραβάσεις και τα λοιπά στοιχεία του φακέλου, τα δελτία πληροφοριών, τις εκθέσεις ελέγχου του Σ.Δ.Ο.Ε. και άλλων υπηρεσιών του Υπουργείου Οικονομικών, τα στοιχεία και τις πληροφορίες των προσώπων που ορίζονται στο άρθρο 17 του ν. 3842/2010, καθώς και τα στοιχεία που προκύπτουν από τη μηχανογραφική επεξεργασία δεδομένων της Γ.Γ.Π.Σ., προκύπτει ότι ο υπόχρεος στο φόρο παρέλειψε να δηλώσει ή δήλωσε ανακριβώς τη φορολογητέα αξία ή υπολόγισε εσφαλμένα τα ποσοστά ή τις εκπτώσεις, ο προϊστάμενος της ελεγκτικής υπηρεσίας μπορεί να εκδώσει από το γραφείo μερική πράξη προσδιορισμού του φόρου για μία ή περισσότερες φορολογικές περιόδους ή και για ολόκληρη διαχειριστική περίοδο ακόμα και χωρίς έλεγχο όλων των βιβλίων και στοιχείων και χωρίς να είναι αναγκαία η διενέργεια ελέγχου σε άλλες φορολογίες.
2. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών καθορίζονται τα κριτήρια και οι τεχνικές βάσει των γενικά παραδεκτών αρχών και τεχνικών της ελεγκτικής με τις οποίες προσδιορίζονται οι εκροές του ελεγχόμενου επιτηδευματία.»
4. Οι παράγραφοι 2, 3 και 4 του άρθρου 50 του Κώδικα Φ.Π.Α., αναριθμούνται σε 3, 4 και 5 και προστίθεται νέα παράγραφος 2 ως εξής:
«2. Εφόσον διαπιστώνεται η μη υποβολή από τον υπόχρεο του φόρου, περιοδικής δήλωσης για κάποια φορολογική περίοδο, ο προϊστάμενος της ελεγκτικής υπηρεσίας μπορεί, χωρίς άλλη ελεγκτική ενέργεια, να εκδώσει προσωρινή πράξη προσδιορισμού του φόρου, με την οποία προβαίνει στον προσδιορισμό της φορολογητέας αξίας, των ποσοστών και των εκπτώσεων του φόρου με βάση τα στοιχεία των περιοδικών δηλώσεων στις οποίες έχει προβεί ο υπόχρεος κατά τις τρεις προηγούμενες φορολογικές περιόδους. Στην περίπτωση αυτή, ως φορολογητέα αξία ανά συντελεστή φόρου λαμβάνονται οι αντίστοιχοι μέσοι όροι που προκύπτουν από τις παραπάνω δηλώσεις.
Για επιχειρήσεις που λειτουργούν εποχιακά ο προσδιορισμός της φορολογητέας αξίας, των ποσοστών και των εκπτώσεων του φόρου γίνεται με βάση τα στοιχεία της αντίστοιχης περιόδου του προηγούμενου έτους, προσαυξημένα κατά δεκαπέντε τοις εκατό (15%).»
5. Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 36 του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων αντικαθίσταται ως εξής:
«Ο έλεγχος των βιβλίων και στοιχείων που ορίζονται από τον Κώδικα αυτό γίνεται στην επαγγελματική εγκατάσταση του επιτηδευματία ή στην έδρα της Δ.Ο.Υ. ή της ελεγκτικής υπηρεσίας μετά από έγγραφη πρόσκληση του προϊσταμένου αυτής.»
6. Οι καταλογιστικές εν γένει πράξεις φόρου, τέλους, εισφοράς ή προστίμου που εκδίδονται από τις φορολογικές και τελωνειακές αρχές μπορεί να επιδίδονται στον υπόχρεο και στα πρόσωπα γενικώς στα οποία προβλέπεται η επίδοσή τους με δικαστικούς επιμελητές.
Η επιλογή των δικαστικών επιμελητών γίνεται από τον προϊστάμενο της φορολογικής και τελωνειακής αρχής με βάση κατάσταση που αποστέλλεται από τον πρόεδρο του συλλόγου των δικαστικών επιμελητών του οικείου πρωτοδικείου.
Η αμοιβή των δικαστικών επιμελητών για τις επιδόσεις των ως άνω πράξεων ορίζεται στο ήμισυ αυτής που καθορίζεται με την κοινή υπουργική απόφαση που εκδίδεται κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 50 του Κώδικα Δικαστικών Επιμελητών, που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2318/1995 (ΦΕΚ 126 Α΄) και βαρύνει το Δημόσιο.
Σε περίπτωση μη επίτευξης διοικητικής επίλυσης της διαφοράς για πράξη που επιδόθηκε με δικαστικό επιμελητή κατά τα ανωτέρω οριζόμενα, η δαπάνη για την επίδοσή της βεβαιώνεται σε βάρος του υπόχρεου και καταβάλλεται εφάπαξ.
Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, καθορίζεται το είδος των παραπάνω πράξεων που επιδίδονται αποκλειστικά με δικαστικούς επιμελητές, ο τρόπος και o χρόνος βεβαίωσης σε βάρος του υπόχρεου της δαπάνης για την επίδοση των σχετικών πράξεων, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου. Ειδικά ως προς τις ως άνω αναφερόμενες καταστάσεις δικαστικών επιμελητών που αποστέλλονται στις φορολογικές και τελωνειακές αρχές, καθορίζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ο τρόπος και ο χρόνος αποστολής τους στις εν λόγω αρχές, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια σε σχέση με το θέμα αυτό.
Άρθρο 9
Δημοσιοποίηση ληξιπρόθεσμων οφειλών προς το Δημόσιο
1. Τα στοιχεία των συνολικών ληξιπρόθεσμων οφειλών προς το Δημόσιο από κάθε αιτία, όταν αυτές υπερβαίνουν το ποσό των εκατόν πενήντα χιλιάδων (150.000) ευρώ ανά φυσικό ή νομικό πρόσωπο, δημοσιοποιούνται υποχρεωτικά σε δικτυακό τόπο του Υπουργείου Οικονομικών, εφόσον η καταβολή τους καθυστερεί για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο του έτους.
2. Από τη ρύθμιση της προηγούμενης παραγράφου εξαιρούνται οι οφειλές, για τις οποίες έχει χορηγηθεί στον οφειλέτη διευκόλυνση τμηματικής καταβολής του χρέους, για όσο χρόνο διαρκεί η διευκόλυνση και εφόσον ο οφειλέτης είναι συνεπής με τους όρους της, καθώς και οι οφειλές για την καταβολή των οποίων έχει διαταχθεί αναστολή με δικαστική απόφαση.
3. Δημοσιοποιούνται, επίσης, στοιχεία των παραβάσεων του Κ.Β.Σ. οι οποίες συνίστανται στην έκδοση πλαστών ή στην έκδοση και λήψη εικονικών ως προς τη συναλλαγή φορολογικών στοιχείων ή στη μη έκδοση ή στην ανακριβή έκδοση φορολογικών στοιχείων, από τα οποία προκύπτει απόκρυψη φορολογητέας ύλης, καθώς και παραβάσεων που συνίστανται στην καταχώριση στα βιβλία αγορών ή εξόδων που δεν έχουν πραγματοποιηθεί και δεν έχει εκδοθεί φορολογικό στοιχείο.
4. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών ορίζονται οι προϋποθέσεις, η διαδικασία και οι τεχνικές προδιαγραφές δημοσιοποίησης στο διαδίκτυο, τα δεδομένα που δημοσιοποιούνται, μεταξύ των οποίων και τα στοιχεία των οφειλετών, των παραβατών και των συνυπόχρεων με αυτούς προσώπων, η διαδικασία και οι προϋποθέσεις άρσης της δημοσιοποίησης, τα οργανωτικά και τεχνικά μέτρα για την ασφάλεια της επεξεργασίας και κάθε άλλο σχετικό θέμα, αφού ληφθούν υπόψη και οι διατάξεις του ν. 2472/1997 (ΦΕΚ 50 Α΄).»
Άρθρο 10
Διάκριση ληξιπρόθεσμων χρεών σε εισπράξιμα και ανεπίδεκτα είσπραξης
Μετά το άρθρο 82 του Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων (Κ.Ε.Δ.Ε., ν.δ. 356/1974, ΦΕΚ 90 Α΄) προστίθεται νέο άρθρο 82Α ως εξής:
«Άρθρο 82Α
Διάκριση ληξιπρόθεσμων χρεών σε εισπράξιμα και ανεπίδεκτα είσπραξης
1. Ληξιπρόθεσμες οφειλές προς το Δημόσιο, καθώς και συμβεβαιωμένες οφειλές προς τρίτους, που έχουν βεβαιωθεί κατά τις διατάξεις του Κ.Ε.Δ.Ε. και θεωρούνται ανεπίδεκτες είσπραξης από την υπηρεσία στην οποία είναι βεβαιωμένες καταχωρίζονται σε ειδικά βιβλία της υπηρεσίας, με απόφαση Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, που συγκροτείται με απόφαση της Ολομέλειάς του. Το Τμήμα του Ελεγκτικού Συνεδρίου αποφασίζει οριστικά μετά από γνωμοδότηση της Επιτροπής που προβλέπεται στην παράγραφο 5 και εισήγηση της αρμόδιας υπηρεσίας Επιτρόπου του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
2. Ως ανεπίδεκτες είσπραξης οφειλές χαρακτηρίζονται εκείνες για τις οποίες έχουν εξαντληθεί όλες οι ενέργειες εντοπισμού πηγών αποπληρωμής και αναγκαστικής είσπραξης και σε κάθε περίπτωση οι εξής:
α. Έχουν ολοκληρωθεί οι έρευνες και δεν προέκυψε η ύπαρξη περιουσιακών στοιχείων.
β. Έχει ολοκληρωθεί, εφόσον έχουν εντοπιστεί ακίνητα ή κινητά πράγματα, ικανά να καλύψουν μέρος ή το σύνολο των οφειλών, η διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης με επίσπευση από το Δημόσιο ή τρίτους και από το προϊόν της εκποίησης των πάσης φύσεως περιουσιακών στοιχείων και προσόδων του οφειλέτη δεν εξοφλήθηκαν πλήρως οι απαιτήσεις του Δημοσίου.
γ. Έχει πραγματοποιηθεί έλεγχος από ειδικά οριζόμενο για το σκοπό αυτόν ελεγκτή, ο οποίος πιστοποιεί με βάση εμπεριστατωμένη έκθεση ελέγχου ότι δεν υφίσταται άλλη πηγή αποπληρωμής.
δ. Δεν υφίσταται πτωχευτική και μεταπτωχευτική περιουσία ή έχει εκποιηθεί η υπάρχουσα, εφόσον πρόκειται για πτωχό.
ε. Έχει ολοκληρωθεί, εφόσον πρόκειται για επιχείρηση υπό εκκαθάριση, η διαδικασία αυτής και δεν υπάρχουν περιουσιακά στοιχεία.
στ. Έχουν ολοκληρωθεί, προκειμένου για χρέη για την καταβολή των οποίων υπάρχουν συνυπόχρεοι, και ως προς αυτούς τουλάχιστον οι ενέργειες που αναφέρονται στις περιπτώσεις α΄, β΄ και γ΄.
ζ. Έχει ολοκληρωθεί με αμετάκλητη δικαστική απόφαση, η ποινική διαδικασία σε βάρος των υπευθύνων κατά τις διατάξεις του άρθρου 25 του ν.1882/1990 (ΦΕΚ 43 Α΄) και ο οφειλέτης έχει υποβληθεί σε εκτέλεση της ποινής που έχει καταγνωσθεί σε βάρος του.
3. Η πρόταση για την καταχώριση στα ειδικά βιβλία ανεπίδεκτων είσπραξης υποβάλλεται οίκοθεν από τον προϊστάμενο της υπηρεσίας στην οποία είναι βεβαιωμένη η οφειλή προς την αρμόδια Κεντρική Υπηρεσία, με τα πλήρη στοιχεία και την αιτιολογημένη άποψη αυτού. Από τα στοιχεία πρέπει να αποδεικνύεται ότι έχουν εξαντληθεί όλες οι απαραίτητες ενέργειες για την είσπραξη της οφειλής η οποία θεωρείται ανεπίδεκτη είσπραξης και ότι δεν υπάρχει πλέον καμία πηγή αποπληρωμής της. Έλεγχος και επαλήθευση των υποβαλλόμενων στοιχείων διενεργείται από την αρμόδια Κεντρική Υπηρεσία, η οποία και εισηγείται στην Επιτροπή που προβλέπεται στην παράγραφο 5.
4. Η πρόταση δεν υποβάλλεται εφόσον υπάρχει πιθανότητα έστω και μερικής είσπραξης της οφειλής. Αν εντοπιστούν κενά στην πρόταση ο φάκελος με τα επισυναπτόμενα στοιχεία επιστρέφεται από την Κεντρική Υπηρεσία για να συμπληρωθεί ενώ, αν εντοπιστεί πηγή μερικής ή ολικής αποπληρωμής, ο φάκελος επιστρέφεται και η απαίτηση κατά το μέρος που μπορεί να εισπραχθεί χαρακτηρίζεται εισπράξιμη.
5. Η πρόταση αναρτάται στο διαδίκτυο (Πρόγραμμα «Διαύγεια») και μετά παρέλευση τριάντα ημερών από την ανάρτησή της, η πρόταση και τα παραστατικά της στοιχεία υποβάλλονται σε επιτροπή που αποτελείται από:
α) έναν Νομικό Σύμβουλο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους (Ν.Σ.Κ.), ως Πρόεδρο, με αναπληρωτή του Νομικό Σύμβουλο ή Πάρεδρο του Ν.Σ.Κ.,
β) έναν προϊστάμενο Διεύθυνσης της Γενικής Διεύθυνσης Φορολογίας, ως μέλος,
γ) έναν προϊστάμενο Διεύθυνσης της Γενικής Διεύθυνσης Φορολογικών Ελέγχων, ως μέλος.
Εισηγητής στην Επιτροπή είναι, χωρίς δικαίωμα ψήφου, ο προϊστάμενος της Διεύθυνσης Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων.
Αν η αίτηση αφορά τελωνειακή οφειλή συμμετέχει στην Επιτροπή και ένας προϊστάμενος Διεύθυνσης της Γενικής Διεύθυνσης Τελωνείων και Ειδικών Φόρων Κατανάλωσης, με εισηγητή τον προϊστάμενο της Διεύθυνσης Τελωνειακών Διαδικασιών.
Η Επιτροπή συγκροτείται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών. Με την απόφαση αυτή ορίζονται και οι αναπληρωτές των μελών της Επιτροπής, καθώς και υπάλληλοι κατηγορίας ΠΕ της Διεύθυνσης Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων ως Γραμματείς της Επιτροπής.
6. Η Επιτροπή αξιολογεί τα στοιχεία του φακέλου της υπόθεσης, αναζητά εφόσον το κρίνει σκόπιμο συμπληρωματικά στοιχεία από οποιαδήποτε υπηρεσία ή τρίτο και γνωμοδοτεί θετικά ή αρνητικά, για την καταχώριση της οφειλής στα βιβλία των ανεπίδεκτων είσπραξης ή για την απόρριψη του αιτήματος. Το Τμήμα του Ελεγκτικού Συνεδρίου που αναφέρεται στην παράγραφο 1, αφού λάβει υπόψη τη γνωμοδότηση της Επιτροπής, αποφασίζει για την καταχώριση ή μη του συνόλου ή μέρους της οφειλής στα βιβλία των ανεπίδεκτων είσπραξης.
7. Με απόφαση του Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου ύστερα από εισήγηση της αρμόδιας για τον οφειλέτη φορολογικής αρχής, ή ύστερα από αίτηση του οφειλέτη και μετά από γνωμοδότηση της Επιτροπής που προβλέπεται στην παράγραφο 5 και εισήγηση της αρμόδιας υπηρεσίας Επιτρόπου του Ελεγκτικού Συνεδρίου, οφειλή που έχει καταχωρισθεί κατά τα ανωτέρω στα βιβλία των ανεπίδεκτων είσπραξης διαγράφεται από τα βιβλία αυτά και επανεγγράφεται στα βιβλία των εισπράξιμων, εάν σε χρονικό διάστημα είκοσι ετών από την εγγραφή της διαπιστωθεί ότι υπάρχει ή αποκτήθηκε περιουσιακό στοιχείο από τον οφειλέτη ή συνυπόχρεο πρόσωπο που καλύπτει μερικά ή ολικά την οφειλή. Κατά το χρονικό διάστημα από την καταχώριση της οφειλής στα βιβλία των ανεπίδεκτων είσπραξης μέχρι και την ημερολογιακή λήξη του εικοστού έτους από αυτή, αναστέλλεται αυτοδίκαια η παραγραφή της, δεν χορηγείται φορολογική ενημερότητα στον οφειλέτη και σε όλα τα συνυπόχρεα πρόσωπα για οποιαδήποτε αιτία, δεσμεύονται οι τραπεζικοί λογαριασμοί κατά τις διατάξεις του άρθρου 14 του ν. 2523/1997 και δεν χορηγούνται πιστοποιητικά για μεταβίβαση ή απόκτηση περιουσιακών στοιχείων.
8. Οι διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων εφαρμόζονται και για τις διαγραφές που διενεργούνται με το άρθρο 82.
9. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, ύστερα από γνώμη της Διοικητικής Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, μπορεί να προστίθενται περαιτέρω κριτήρια και προϋποθέσεις καταχώρισης στα βιβλία των ανεπίδεκτων είσπραξης, καθώς και διαγραφής από τα βιβλία αυτά και επανεγγραφής τους στην κατηγορία των εισπράξιμων των παραπάνω οφειλών και να ρυθμίζεται ο ειδικότερος τρόπος, η διαδικασία και κάθε θέμα σχετικό με τη διαχείριση, την παρακολούθηση, τις συνέπειες και τα χρονικά όρια ισχύος των συνεπειών καταχώρισης στα ειδικά βιβλία ανεπίδεκτων είσπραξης, καθώς και κάθε άλλο σχετικό θέμα.»
Άρθρο 11
Συμψηφισμός απαιτήσεων
Το άρθρο 83 του Κ.Ε.Δ.Ε. αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 83
Ενέργειες και αποτελέσματα συμψηφισμού
1. Βέβαιη και εκκαθαρισμένη χρηματική απαίτηση του οφειλέτη κατά του Δημοσίου, η οποία αποδεικνύεται με τελεσίδικη δικαστική απόφαση ή δημόσιο έγγραφο, συμψηφίζεται με βεβαιωμένα χρέη αυτού προς το Δημόσιο.
2. Ο συμψηφισμός προτείνεται με δήλωση του οφειλέτη που υποβάλλεται στη Δ.Ο.Υ., η οποία είναι αρμόδια για την είσπραξη του χρέους. Ο συμψηφισμός μπορεί να ενεργείται και αυτεπάγγελτα, με πράξη του προϊσταμένου της ίδιας υπηρεσίας, εφόσον από τα υπάρχοντα στοιχεία αποδεικνύεται η απαίτηση του οφειλέτη. Απαίτηση του Δημοσίου παραγεγραμμένη αντιτάσσεται σε συμψηφισμό για μια τριετία από τη συμπλήρωση της παραγραφής.
Η δήλωση του οφειλέτη για συμψηφισμό της απαίτησης κατά του Δημοσίου ή το έγγραφο του προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. για αυτεπάγγελτο συμψηφισμό κοινοποιείται στην εκκαθαρίζουσα την απαίτηση υπηρεσία, η οποία υποχρεούται σε άμεση απόδοση του συμψηφισθέντος ποσού.
3. Με τις πιο πάνω προϋποθέσεις επιτρέπεται ο συμψηφισμός απαιτήσεων κατά του Δημοσίου με χρέη προς το Δημόσιο που καταβάλλονται με ταυτόχρονη υποβολή δήλωσης φόρου ή άλλου εσόδου. Η δήλωση συμψηφισμού, που υποβάλλεται μετά τη λήξη της προθεσμίας υποβολής της δήλωσης που αναφέρεται στο προηγούμενο εδάφιο, δεν απαλλάσσει τον οφειλέτη από τις συνέπειες της εκπρόθεσμης υποβολής της.
4. Με το συμψηφισμό οι αμοιβαίες απαιτήσεις αποσβένονται από την ημερομηνία που συνυπήρξαν και κατά το μέρος που καλύπτονται, με την επιφύλαξη των άρθρων 89 και 94 του ν. 2362/1995 (ΦΕΚ 247 Α΄).
5. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών καθορίζονται οι προϋποθέσεις και η ειδικότερη διαδικασία, με την τήρηση των οποίων εξαιρούνται από τον αυτεπάγγελτο συμψηφισμό χρηματικές απαιτήσεις του οφειλέτη έναντι του Δημοσίου με βεβαιωμένα αλλά μη ληξιπρόθεσμα χρέη του προς το Δημόσιο.
6. Κατά τα λοιπά ισχύουν οι διατάξεις του Αστικού Κώδικα.»
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄
ΒΕΛΤΙΩΣΗ ΤΩΝ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ
ΤΟΥ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ
Άρθρο 12
Κατοικία και αλλαγή κατοικίας
1. Οι παράγραφοι 1 και 2 του άρθρου 2 του Κ.Φ.Ε.
αντικαθίστανται ως εξής:
«1. Σε φόρο για το παγκόσμιο εισόδημά του υπόκειται κάθε φυσικό πρόσωπο, το οποίο έχει την κατοικία ή τη συνήθη διαμονή του στην Ελλάδα.
Σε φόρο για το εισόδημα που προκύπτει στην Ελλάδα υπόκειται κάθε φυσικό πρόσωπο, ανεξάρτητα από τον τόπο κατοικίας του ή της συνήθους διαμονής του.
Ως συνήθης θεωρείται η διαμονή στην Ελλάδα η οποία υπερβαίνει τις εκατόν ογδόντα τρεις ημέρες συνολικά μέσα στο ίδιο ημερολογιακό έτος. Η διαμονή τεκμαίρεται ως συνήθης, εκτός αν ο φορολογούμενος αποδείξει διαφορετικά.
2. Κάθε φυσικό πρόσωπο που υπηρετεί στην αλλοδαπή, αν:
α) είναι λειτουργός ή συνδέεται με οποιαδήποτε σχέση εργασίας δημόσιου ή ιδιωτικού δικαίου με φορέα της Γενικής Κυβέρνησης, όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 1Β του ν. 2362/1995, που έχει προστεθεί με το άρθρο 2 του ν. 3871/2010 ή
β) συνδέεται με οποιαδήποτε σχέση εργασίας δημόσιου ή ιδιωτικού δικαίου με θεσμικό όργανο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή Διεθνή Οργανισμό και είχε κατά το χρόνο της εισόδου του στην υπηρεσία του θεσμικού οργάνου της Ε.Ε. ή του Διεθνούς Οργανισμού την κατοικία ή τη συνήθη διαμονή του στην Ελλάδα, θεωρείται ότι συνεχίζει να έχει την κατοικία του στην Ελλάδα.
Ομοίως, θεωρούνται ότι έχουν την κατοικία τους στην Ελλάδα και τα μέλη της οικογένειας που το βαρύνουν, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 7, εκτός αν έχουν την κατοικία ή τη συνήθη διαμονή τους σε κράτος στο οποίο υπόκεινται σε φόρο για το παγκόσμιο εισόδημά τους και το κράτος αυτό δεν περιλαμβάνεται στον κατάλογο των κρατών που περιέχεται στην παράγραφο 4 του άρθρου 51Α.»
2. Στο άρθρο 2 του Κ.Φ.Ε. προστίθεται νέα παράγραφος 5, που έχει ως εξής:
«5. Κατ’ εξαίρεση από τα οριζόμενα στην παράγραφο 1, υπόκειται σε φόρο μόνο για το εισόδημα που προκύπτει στην Ελλάδα, για τρία διαδοχικά έτη και για μία μόνο φορά, το φυσικό πρόσωπο που έχει τη συνήθη διαμονή του στην Ελλάδα και υπόκειται σε φόρο για το παγκόσμιο εισόδημά του σε κράτος το οποίο δεν έχει συνάψει με την Ελλάδα Σύμβαση για την Αποφυγή Διπλής Φορολογίας (Σ.Α.Δ.Φ.), σχετικά με τους φόρους εισοδήματος και κεφαλαίου και εφόσον το κράτος αυτό δεν περιλαμβάνεται στον κατάλογο των κρατών που περιέχεται στην παράγραφο 4 του άρθρου 51Α. Το χρονικό διάστημα των τριών ετών υπολογίζεται από την έναρξη διαμονής του φυσικού προσώπου στην Ελλάδα.»
3. Το πρώτο εδάφιο της περίπτωσης β΄ της παραγράφου 8 του άρθρου 9 αντικαθίσταται ως εξής:
«Ο φόρος που αποδεδειγμένα καταβλήθηκε σε κράτος με το οποίο η Ελλάδα έχει θέσει σε ισχύ Σ.Α.Δ.Φ. για το εισόδημα που προέκυψε σε αυτό και μέχρι του ποσού του φόρου που αναλογεί για το εισόδημα αυτό στην Ελλάδα, εφόσον ο φόρος που παρακρατήθηκε στο άλλο κράτος ορίζεται στις διατάξεις της Σ.Α.Δ.Φ..»
4. Στο τέλος του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 61 προστίθεται η φράση: «, καθώς και όταν ο υπόχρεος υπόκειται σε φόρο μόνο για το εισόδημα που προκύπτει στην Ελλάδα σύμφωνα με το άρθρο 2.»
5. Στο άρθρο 61 του Κ.Φ.Ε. προστίθενται παράγραφοι 7 και 8 ως εξής:
«7. Το φυσικό πρόσωπο που δηλώνει ότι υπόκειται σε φόρο μόνο για το εισόδημά του που προκύπτει στην Ελλάδα, υποχρεούται να υποβάλλει τα δικαιολογητικά που ορίζονται με την απόφαση που προβλέπεται στην επόμενη παράγραφο στην αρμόδια Δ.Ο.Υ..
Αν τα δικαιολογητικά δεν υποβληθούν ή υποβληθούν εκπρόθεσμα, το φυσικό πρόσωπο θεωρείται ότι έχει την κατοικία του στην Ελλάδα.
8.α. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών καθορίζονται τα δικαιολογητικά, τα οποία υποχρεούται να υποβάλλει κάθε φυσικό πρόσωπο που δηλώνει ότι υπόκειται σε φόρο μόνο για τα εισοδήματα που προκύπτουν στην Ελλάδα, καθώς και οι προθεσμίες υποβολής τους στις αρμόδιες φορολογικές αρχές.
β. Όσοι έχουν δηλώσει τόπο κατοικίας ή συνήθους διαμονής στην αλλοδαπή και υπόκεινται, κατά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, σε φόρο μόνο για το εισόδημά τους που προκύπτει στην Ελλάδα, υποχρεούνται να προσκομίσουν τα δικαιολογητικά που προβλέπονται στην παράγραφο 8 του άρθρου 61, μέσα σε προθεσμία που ορίζεται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών.
Αν δεν προσκομισθούν ή δεν προσκομισθούν εμπρόθεσμα τα δικαιολογητικά αυτά, οι υπόχρεοι θεωρούνται ότι έχουν την κατοικία τους στην Ελλάδα και υπόκεινται σε φόρο για το παγκόσμιο εισόδημά τους. Με την απόφαση του Υπουργού Οικονομικών καθορίζεται ο τρόπος κλήσης των φορολογουμένων, η διαδικασία υποβολής των δικαιολογητικών και κάθε άλλο σχετικό θέμα.»
6. Στο άρθρο 76 του Κ.Φ.Ε. προστίθενται παράγραφοι 5 και 6 ως εξής:
«5. Αν ο υπόχρεος σε δήλωση μεταφέρει την κατοικία ή τη συνήθη διαμονή του σε κράτος που εμπίπτει στον κατάλογο των κρατών που περιέχεται στην παράγραφο 4 του άρθρου 51Α, θεωρείται ότι έχει την κατοικία του στην Ελλάδα και υπόκειται σε φόρο για το παγκόσμιο εισόδημά του σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 2.
6.α. Αν ο υπόχρεος σε δήλωση μεταφέρει την κατοικία ή τη συνήθη διαμονή του εκτός Ελλάδας και υπαγόταν σε φόρο στην Ελλάδα για το παγκόσμιο εισόδημά του τα τελευταία πέντε έτη πριν από τη δήλωση μεταβολής της κατοικίας ή της συνήθους διαμονής του, εφόσον:
αα) μεταβάλλει την κατοικία του ή τη συνήθη διαμονή του με μεταφορά της σε κράτος στο οποίο το εισόδημά του υπόκειται σε προνομιακό φορολογικό καθεστώς, κατά την έννοια της παραγράφου 7 του άρθρου 51Α, και
ββ) διαθέτει σημαντικά οικονομικά συμφέροντα στην Ελλάδα, όπως αυτά ορίζονται στην περίπτωση β΄, θεωρείται ότι υπόκειται σε φόρο στην Ελλάδα, για το παγκόσμιο εισόδημά του για χρονικό διάστημα πέντε ετών, που αρχίζει από την υποβολή της δήλωσης μεταβολής της κατοικίας ή της συνήθους διαμονής του.
β. Το φυσικό πρόσωπο θεωρείται ότι έχει σημαντικά οικονομικά συμφέροντα στην Ελλάδα, εφόσον κατά τη δήλωση μεταβολής της κατοικίας ή της συνήθους διαμονής του:
αα) συμμετέχει σε ποσοστό τουλάχιστον 25% σε εταιρεία που υπόκειται σε φόρο σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 4 του άρθρου 2 ή συμμετέχει σε ποσοστό τουλάχιστον 5% σε νομικό πρόσωπο που υπόκειται σε φόρο σύμφωνα με τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 101, ή
ββ) το εισόδημά του που προκύπτει στην Ελλάδα υπερβαίνει το 30% των συνολικών του εισοδημάτων ή υπερβαίνει το ποσό των σαράντα πέντε χιλιάδων ευρώ, ή
γγ) η αξία των περιουσιακών του στοιχείων στην Ελλάδα, από τα οποία προκύπτει εισόδημα, υπερβαίνει το 30% της αξίας των συνολικών περιουσιακών του στοιχείων ή υπερβαίνει σε ύψος το ποσό των εκατόν πενήντα χιλιάδων ευρώ.»
Άρθρο 13
Πληρωμές σε φυσικά πρόσωπα ή νομικές οντότητες μη συνεργάσιμων κρατών
1.α) Στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 4 του άρθρου 51Α του Κ.Φ.Ε, οι λέξεις «κατά την 1η Ιανουαρίου 2010 και εφεξής» και οι λέξεις «μέχρι την 1η Ιανουαρίου 2010» διαγράφονται.
β) Στο τέλος της παραγράφου 5 του άρθρου 51Α προστίθενται εδάφια ως εξής:
«Για το έτος 2010 ως μη συνεργάσιμα θεωρούνται τακράτη που περιλαμβάνονται στην 1108437/2565/ΔΟΣ/ 15.11.2005 απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών (ΦΕΚ 1590 Β΄). Για το έτος 2011 ως μη συνεργάσιμα θεωρούνται τα κράτη που καθορίζονται ως τέτοια με την 1150236/ΔΟΣ/2010 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών (ΦΕΚ 1805 Β΄).»
γ) Στην περίπτωση β΄ της παραγράφου 7 του άρθρου 51Α του Κ.Φ.Ε. οι λέξεις «κατώτερος σε ποσοστό πάνω από το ήμισυ του φόρου» αντικαθίστανται από τις λέξεις «ίσος ή κατώτερος με τα εξήντα εκατοστά του φορολογικού συντελεστή».
2. Στο τέλος του προτελευταίου εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 51Β του Κ.Φ.Ε. προστίθεται, από τότε που ίσχυσε το άρθρο 51Β, η εξής φράση:
«, εκτός αν ο ενδιαφερόμενος αποδείξει ότι οι δαπάνες αυτές αφορούν πραγματικές και συνήθεις συναλλαγές και δεν έχουν ως αποτέλεσμα τη μεταφορά κερδών ή εισοδημάτων ή κεφαλαίου με σκοπό τη φοροαποφυγή ή φοροδιαφυγή.»
Άρθρο 14
Φορολογία των μερισμάτων και των κερδών που διανέμουν τα νομικά πρόσωπα
1. Η παράγραφος 1 του άρθρου 54 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Στα κέρδη που διανέμουν οι ημεδαπές ανώνυμες εταιρείες με τη μορφή αμοιβών και ποσοστών στα μέλη του διοικητικού συμβουλίου και στους διευθυντές και αμοιβών στο εργατοϋπαλληλικό προσωπικό, εκτός μισθού, καθώς και μερισμάτων ή προμερισμάτων σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα, ημεδαπά ή αλλοδαπά, ενώσεις προσώπων ή ομάδες περιουσίας, ανεξάρτητα αν η καταβολή τους γίνεται σε μετρητά ή μετοχές, ενεργείται παρακράτηση φόρου με συντελεστή είκοσι πέντε τοις εκατό. Με την παρακράτηση αυτή εξαντλείται η φορολογική υποχρέωση του δικαιούχου για τα πιο πάνω εισοδήματα. Αν δικαιούχος των μερισμάτων είναι φυσικό πρόσωπο και ο υψηλότερος συντελεστής φορολογίας της κλίμακας του άρθρου 9 που προκύπτει μετά τη συνάθροιση των μερισμάτων με τα λοιπά εισοδήματα είναι μικρότερος του 25%, με την πιο πάνω παρακράτηση δεν εξαντλείται η φορολογική υποχρέωση του δικαιούχου, αλλά τα υπόψη μερίσματα φορολογούνται με τις γενικές διατάξεις και το πιστωτικό υπόλοιπο φόρου επιστρέφεται.
Όταν ημεδαπή ανώνυμη εταιρεία προβαίνει σε διανομή κερδών και στα έσοδά της περιλαμβάνονται έσοδα από τη συμμετοχή της σε άλλο νομικό πρόσωπο της παραγράφου 1 του άρθρου 101, από το φόρο που υποχρεούται να αποδώσει με τη δήλωση που ορίζεται από τις διατάξεις της παραγράφου 6 του άρθρου 54, αφαιρείται το μέρος του φόρου που έχει ήδη παρακρατηθεί σε βάρος της και αναλογεί στα διανεμόμενα από την ίδια κέρδη τα οποία προέρχονται από τις πιο πάνω συμμετοχές.
Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής δεν εφαρμόζονται όταν τα μερίσματα καταβάλλονται σε εταιρεία άλλου κράτους − μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της οποίας είναι θυγατρική η καταβάλλουσα τα μερίσματα ημεδαπή ανώνυμη εταιρεία, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 11 του ν. 2578/1998 (ΦΕΚ 30 Α΄). Ο φόρος που έχει παρακρατηθεί σε βάρος της ανώνυμης εταιρείας επιστρέφεται σε αυτή κατά το μέρος που αναλογεί στα μερίσματα που διανέμει σε εταιρεία άλλου κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εφόσον τηρούνται οι προϋποθέσεις του προηγούμενου εδαφίου.
Οι διατάξεις της παραγράφου 1 εφαρμόζονται ανάλογα και για τα διανεμόμενα ή κεφαλαιοποιούμενα κέρδη παρελθουσών χρήσεων.»
2. Οι διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 54 του Κ.Φ.Ε., όπως αντικαθίστανται με την προηγούμενη παράγραφο, έχουν εφαρμογή για διανεμόμενα κέρδη που εγκρίνονται από γενικές συνελεύσεις από την 1η Ιανουαρίου 2012 και μετά. Ειδικά για τα κέρδη που διανέμονται εντός του έτους 2011, ενεργείται παρακράτηση φόρου με συντελεστή είκοσι ένα τοις εκατό, με την οποία εξαντλείται η φορολογική υποχρέωση των δικαιούχων, με την επιφύλαξη αυτών που ορίζονται στο τρίτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 54 του Κ.Φ.Ε..
3. Η παράγραφος 3 του άρθρου 54 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται ως εξής:
«3. Στα μερίσματα που εισπράττει φυσικό πρόσωπο, κάτοικος Ελλάδας, από αλλοδαπή ανώνυμη εταιρεία ενεργείται παρακράτηση φόρου με συντελεστή είκοσι πέντε τοις εκατό. Με την παρακράτηση αυτή εξαντλείται η φορολογική υποχρέωση του δικαιούχου για τα πιο πάνω εισοδήματα. Ειδικά για τα μερίσματα που εισπράττονται εντός του έτους 2011, ενεργείται παρακράτηση φόρου με συντελεστή είκοσι ένα τοις εκατό, με την οποία εξαντλείται η φορολογική υποχρέωση του δικαιούχου.»
4. Στην παράγραφο 6 του άρθρου 54 του Κ.Φ.Ε. προστίθεται περίπτωση ζ΄ που έχει ως εξής:
«ζ) Ειδικά για τα εισοδήματα που αναφέρονται στην παράγραφο 1, η παρακράτηση ενεργείται κατά την καταβολή ή πίστωση των δικαιούχων με τα εισοδήματα αυτά και σε κάθε περίπτωση μέσα σε ένα μήνα από την έγκριση του ισολογισμού από την τακτική γενική συνέλευση των μετόχων. Αν διανεμηθούν μερίσματα από κέρδη προηγούμενων χρήσεων, η παρακράτηση φόρου ενεργείται μέσα σε ένα μήνα από τη λήψη της απόφασης διανομής από τη γενική συνέλευση των μετόχων.
Ειδικά επί διανομής προμερισμάτων, η παρακράτηση φόρου ενεργείται κατά την καταβολή ή πίστωση των δικαιούχων με τα εισοδήματα αυτά και σε κάθε περίπτωση μέσα σε ένα μήνα από τη λήψη της απόφασης διανομής από το διοικητικό συμβούλιο. Ο φόρος που παρακρατείται αποδίδεται με την υποβολή δήλωσης στο Δημόσιο εφάπαξ μέσα στον επόμενο μήνα από αυτόν στον οποίο έγινε η παρακράτηση.»
5. Οι περιπτώσεις α΄ και β΄ της παραγράφου 7 του άρθρου 54 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίστανται ως εξής:
«α) Για τα εισοδήματα των περιπτώσεων α΄, β΄, γ΄ και ζ΄ της προηγούμενης παραγράφου, η ημεδαπή ανώνυμη εταιρεία που τα καταβάλλει.
β) Για τα εισοδήματα της παραγράφου 3 και της περίπτωσης δ΄ της προηγούμενης παραγράφου, αυτός που ενεργεί στην Ελλάδα την εξαργύρωση ή την καταβολή τους. Ειδικά για τα μερίσματα που εισπράττει φυσικό πρόσωπο, κάτοικος Ελλάδας, από αλλοδαπή ανώνυμη εταιρεία και τα οποία παραμένουν στην αλλοδαπή, ο δικαιούχος του εισοδήματος αποδίδει ο ίδιος τον οφειλόμενο φόρο εφάπαξ με την υποβολή δήλωσης, μέσα στον επόμενο μήνα από αυτόν εντός του οποίου έγινε στην αλλοδαπή η καταβολή ή η πίστωση.»
6. Στην παράγραφο 1 του άρθρου 55 του Κ.Φ.Ε. προστίθεται περίπτωση δ΄ που έχει ως εξής:
«δ) Στα κέρδη που διανέμουν οι συνεταιρισμοί ή οι ημεδαπές εταιρείες περιορισμένης ευθύνης, σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα, ημεδαπά ή αλλοδαπά, ενώσεις προσώπων ή ομάδες περιουσίας, ενεργείται παρακράτηση φόρου με συντελεστή είκοσι πέντε τοις εκατό. Με την παρακράτηση αυτή εξαντλείται η φορολογική υποχρέωση των δικαιούχων για τα πιο πάνω εισοδήματα. Αν δικαιούχος των κερδών είναι φυσικό πρόσωπο και ο υψηλότερος συντελεστής φορολογίας της κλίμακας του άρθρου 9 που προκύπτει μετά τη συνάθροιση των υπόψη κερδών με τα λοιπά εισοδήματα είναι μικρότερος του 25%, με την πιο πάνω παρακράτηση δεν εξαντλείται η φορολογική υποχρέωση του δικαιούχου, αλλά τα υπόψη κέρδη από τις πιο πάνω συμμετοχές φορολογούνται με τις γενικές διατάξεις και το πιστωτικό υπόλοιπο φόρου επιστρέφεται. Για την απόδοση του φόρου εφαρμόζονται οι διατάξεις της περίπτωσης ζ΄ της παραγράφου 6 του άρθρου 54.
Όταν συνεταιρισμός ή ημεδαπή εταιρεία περιορισμένης ευθύνης προβαίνει σε διανομή κερδών και στα έσοδά της περιλαμβάνονται έσοδα από τη συμμετοχή της σε άλλο νομικό πρόσωπο της παραγράφου 1 του άρθρου 101, από το φόρο που υποχρεούται να αποδώσει με τη δήλωση που προβλέπεται στην περίπτωση αυτή, αφαιρείται το μέρος του φόρου που έχει ήδη παρακρατηθεί σε βάρος της και αναλογεί στα διανεμόμενα από τα πιο πάνω πρόσωπα κέρδη τα οποία προέρχονται από τις συμμετοχές τους αυτές. Οι διατάξεις της περίπτωσης αυτής δεν εφαρμόζονται όταν τα κέρδη καταβάλλονται σε εταιρεία άλλου κράτους − μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της οποίας είναι θυγατρική η καταβάλλουσα τα κέρδη ημεδαπή εταιρεία περιορισμένης ευθύνης, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 11 του ν. 2578/1998. Ο φόρος που έχει παρακρατηθεί σε βάρος της εταιρείας περιορισμένης ευθύνης επιστρέφεται σε αυτή κατά το μέρος που αναλογεί στα κέρδη που διανέμει σε εταιρεία άλλου κράτους − μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εφόσον τηρούνται οι προϋποθέσεις του προηγούμενου εδαφίου.
Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής εφαρμόζονται ανάλογα και για τα διανεμόμενα ή κεφαλαιοποιούμενα κέρδη παρελθουσών χρήσεων.»
7. Οι διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 55 του Κ.Φ.Ε., όπως αντικαθίστανται με την προηγούμενη παράγραφο, έχουν εφαρμογή για διανεμόμενα κέρδη που εγκρίνονται από τα αρμόδια όργανα από την 1η Ιανουαρίου 2012 και μετά. Ειδικά για τα κέρδη που διανέμονται εντός του έτους 2011, ενεργείται παρακράτηση φόρου με συντελεστή είκοσι ένα τοις εκατό, με την οποία εξαντλείται η φορολογική υποχρέωση των δικαιούχων, με την επιφύλαξη αυτών που ορίζονται στο τρίτο εδάφιο της περίπτωσης δ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 55 του Κ.Φ.Ε..
8. Στην παράγραφο 1 του άρθρου 55 του Κ.Φ.Ε. προστίθεται περίπτωση η΄ που έχει ως εξής:
«η) Στα κέρδη που εισπράττει φυσικό πρόσωπο, κάτοικος Ελλάδας, από αλλοδαπή εταιρεία περιορισμένης ευθύνης ενεργείται παρακράτηση φόρου, με συντελεστή είκοσι πέντε τοις εκατό. Με την παρακράτηση αυτή εξαντλείται η φορολογική υποχρέωση του δικαιούχου για τα πιο πάνω εισοδήματα. Ειδικά για τα κέρδη που εισπράττονται εντός του έτους 2011, ενεργείται παρακράτηση φόρου με συντελεστή είκοσι ένα τοις εκατό, με την οποία εξαντλείται η φορολογική υποχρέωση του δικαιούχου. Υπόχρεος σε παρακράτηση φόρου είναι αυτός που ενεργεί στην Ελλάδα την καταβολή τους.
Ειδικά για τα κέρδη που εισπράττει φυσικό πρόσωπο, κάτοικος Ελλάδας, από αλλοδαπή εταιρεία περιορισμένης ευθύνης και τα οποία παραμένουν στην αλλοδαπή, ο δικαιούχος του εισοδήματος αποδίδει ο ίδιος τον οφειλόμενο φόρο εφάπαξ με την υποβολή δήλωσης, μέσα στον επόμενο μήνα από αυτόν εντός του οποίου έγινε στην αλλοδαπή η καταβολή ή η πίστωση.»
9. Η παράγραφος 1 του άρθρου 109 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Για τα νομικά πρόσωπα της παραγράφου 1 του άρθρου 101, ο φόρος υπολογίζεται με συντελεστή είκοσι τοις εκατό στο συνολικό φορολογητέο εισόδημά τους. Με το συντελεστή αυτόν φορολογούνται και τα κέρδη που δηλώνονται με την οριστική δήλωση που υποβάλλουν τα υπό εκκαθάριση νομικά πρόσωπα της παραγράφου 1 του άρθρου 101 με βάση τις διατάξεις της περίπτωσης γ΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 107, ανεξάρτητα από το χρόνο που τέθηκαν σε εκκαθάριση.
Ειδικά για τα υποκαταστήματα αλλοδαπών ομόρρυθμων ή ετερόρρυθμων εταιρειών έχουν εφαρμογή οι διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 10. Το εισόδημα από επιχειρηματική αμοιβή υπόκειται σε φορολογία με τις γενικές διατάξεις, ανεξάρτητα αν ο δικαιούχος της αμοιβής αυτής είναι κάτοικος ημεδαπής ή αλλοδαπής.
Οι διατάξεις των δύο προηγούμενων εδαφίων έχουν εφαρμογή, εφόσον οι ομόρρυθμοι εταίροι ευθύνονται απεριορίστως και εις ολόκληρον με βάση τη νομοθεσία του κράτους − μέλους στο οποίο έχει την έδρα της η προσωπική εταιρεία.»
10. Οι διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 109 του Κ.Φ.Ε., όπως αντικαθίστανται με την προηγούμενη παράγραφο, έχουν εφαρμογή για εισοδήματα οικονομικού έτους 2012. Ειδικά για τα εισοδήματα οικονομικού έτους 2011, ο συντελεστής φορολογίας ορίζεται σε είκοσι τέσσερα τοις εκατό (24%).
11. Η παράγραφος 1 του άρθρου 114 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Οι ημεδαπές ανώνυμες εταιρείες που κεφαλαιοποιούν ή διανέμουν κέρδη με τη μορφή μερισμάτων, προμερισμάτων, αμοιβών και ποσοστών, εκτός μισθού, στα μέλη του διοικητικού συμβουλίου και στους διευθυντές, καθώς και αμοιβών στο εργατοϋπαλληλικό προσωπικό, προβαίνουν σε παρακράτηση φόρου, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παράγραφο 1 του άρθρου 54. Οι διατάξεις του προηγούμενου εδαφίου εφαρμόζονται ανάλογα και για τα κέρδη που εξάγει ή πιστώνει μόνιμη εγκατάσταση αλλοδαπής επιχείρησης στην Ελλάδα προς την έδρα της ή σε άλλη μόνιμη εγκατάστασή της στην αλλοδαπή. Επίσης, οι συνεταιρισμοί και οι ημεδαπές εταιρείες περιορισμένης ευθύνης που κεφαλαιοποιούν ή διανέμουν κέρδη σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα, ημεδαπά ή αλλοδαπά, ενώσεις προσώπων ή ομάδες περιουσίας, προβαίνουν σε παρακράτηση φόρου, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην περίπτωση δ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 55.»
12. Αφορολόγητα αποθεματικά ή εκπτώσεις που έχουν σχηματισθεί ή σχηματίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3299/2004 (ΦΕΚ 261 Α΄), του ν. 2601/1998 (ΦΕΚ 81 Α΄), του ν. 1262/1982 (ΦΕΚ 70 Α΄), καθώς και με οποιονδήποτε άλλο αναπτυξιακό νόμο, λόγω πραγματοποίησης παραγωγικών επενδύσεων, όταν διανέμονται ή κεφαλαιοποιούνται, προστίθενται στα κέρδη της επιχείρησης και φορολογούνται στη διαχειριστική περίοδο μέσα στην οποία έγινε η διανομή ή ανάληψη του αντίστοιχου ποσού του αφορολόγητου αποθεματικού.
Για τα κέρδη αυτά έχουν εφαρμογή οι διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 54 και της περίπτωσης δ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 55 του Κ.Φ.Ε., κατά περίπτωση, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 13 του ν. 1473/1984 (ΦΕΚ 127 Α΄) ή του άρθρου 101 του ν. 1892/1990 (ΦΕΚ 101 Α΄).
13. Στην παράγραφο 1 του άρθρου 103 του Κ.Φ.Ε. οι περιπτώσεις ια΄, ιβ΄, ιγ΄ και ιδ΄ αναριθμούνται σε ιβ΄, ιγ΄, ιδ΄ και ιε΄, αντίστοιχα και προστίθεται νέα περίπτωση ια΄ που έχει ως εξής:
«ια) Τα κέρδη που εισπράττουν ημεδαπές ανώνυμες εταιρείες και εταιρείες περιορισμένης ευθύνης από εταιρείες που έχουν την έδρα τους σε άλλο κράτος − μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στις οποίες συμμετέχουν κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 11 του ν. 2578/1998, απαλλάσσονται της φορολογίας με την προϋπόθεση ότι εμφανίζονται σε λογαριασμό αφορολόγητου αποθεματικού. Αν διανεμηθεί ή κεφαλαιοποιηθεί το αποθεματικό αυτό ή μέρος του, έχουν εφαρμογή οι διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 54 ή της περίπτωσης δ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 55, κατά περίπτωση, και όχι οι διατάξεις της παραγράφου 4 του άρθρου 106.»
14. Οι διατάξεις της περίπτωσης ια΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 103 του Κ.Φ.Ε., όπως προστέθηκε με την προηγούμενη παράγραφο, έχουν εφαρμογή για μερίσματα που αποκτώνται από την έναρξη ισχύος του παρόντος και εφεξής.
15. Το δεύτερο και τρίτο εδάφιο της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 4 του άρθρου 28 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίστανται ως εξής:
«Ως χρόνος κτήσης, για επιχειρήσεις που τηρούν βιβλία τρίτης κατηγορίας του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων, θεωρείται η ημερομηνία στην οποία έκλεισε η διαχείριση και προκειμένου για τα κέρδη που διανέμουν οι εταιρείες περιορισμένης ευθύνης, ο χρόνος έγκρισης αυτών από τη συνέλευση των εταίρων.»
16. Στην παράγραφο 4 του άρθρου 28 του Κ.Φ.Ε. προστίθεται νέα περίπτωση δ΄ που έχει ως εξής:
«δ) Ως χρόνος κτήσης για τα κέρδη από τη συμμετοχή σε αλλοδαπή εταιρεία περιορισμένης ευθύνης, θεωρείται ο χρόνος είσπραξης αυτών, ανεξάρτητα αν τα κέρδη αυτά εισάγονται στην Ελλάδα ή παραμένουν στην αλλοδαπή. Όταν τα κέρδη προέρχονται από αλλοδαπή προσωπική εταιρεία, χρόνος κτήσης τους είναι ο χρόνος λήξης της διαχειριστικής περιόδου του αλλοδαπού νομικού προσώπου.»
17. Η περίπτωση β΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 105 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται ως εξής:
«β) Το εισόδημα από ακίνητα, από κινητές αξίες, από συμμετοχή σε άλλες εμπορικές επιχειρήσεις, από γεωργικές επιχειρήσεις, όπως αυτό προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 13 παράγραφος 1, 20, 21, 22, 24, 25, 28 παράγραφοι 1, 2, 3 και 4, 30, 37, 40, 41, καθώς και κάθε εισόδημα από οποιαδήποτε άλλη πηγή σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 3 του άρθρου 48.»
18. Το όγδοο εδάφιο της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 99 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται ως εξής:
«Πέραν του φόρου εισοδήματος που οφείλεται στις περιπτώσεις που αναφέρονται στα δύο προηγούμενα εδάφια, στα κέρδη που διανέμονται από την ανώνυμη εταιρεία ή εταιρεία περιορισμένης ευθύνης ενεργείται και παρακράτηση φόρου σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 54 ή την περίπτωση δ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 55, κατά περίπτωση.»
19. Το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 4 του άρθρου 106 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται ως εξής:
«Πέραν του φόρου εισοδήματος που οφείλεται με βάση τα πιο πάνω, στο καθαρό ποσό των μερισμάτων που λαμβάνουν οι μέτοχοι ή τα μέλη του συνεταιρισμού ή των κερδών που λαμβάνουν τα μέλη εταιρείας περιορισμένης ευθύνης, ενεργείται και παρακράτηση φόρου εισοδήματος σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 54 ή την περίπτωση δ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 55, κατά περίπτωση.»
Άρθρο 15
Εταιρικά ομόλογα και ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου
1. Μετά το έκτο εδάφιο της παραγράφου 8 του άρθρου 12 του Κ.Φ.Ε. προστίθενται δύο νέα εδάφια που έχουν ως εξής:
«Οι διατάξεις του προηγούμενου εδαφίου δεν εφαρμόζονται όταν έχει μεσολαβήσει μεταβίβαση του ομολόγου ή τοκομεριδίου αυτού πριν από τη λήξη. Στην περίπτωση αυτή, ο φόρος που παρακρατείται κατά το χρόνο της εξαργύρωσης του τοκομεριδίου ή κατά τη λήξη του ομολόγου και αναλογεί στο χρονικό διάστημα που μεσολαβεί από την τελευταία μεταβίβαση μέχρι το χρόνο εξαργύρωσης, αποδίδεται με δήλωση της δικαιούχου τράπεζας ή αυτής που μεσολαβεί για λογαριασμό τρίτου, μέσα στο πρώτο δεκαπενθήμερο του επόμενου από την παρακράτηση μήνα, με δήλωση που υποβάλλει στη Δ.Ο.Υ. που ανήκει.»
2. Οι διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 10 του ν. 3842/2010 (ΦΕΚ 58 Α΄) δεν έχουν εφαρμογή για τις ομολογίες που εκδίδουν στην ημεδαπή επιχειρήσεις που εδρεύουν στην Ελλάδα.
3. Οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 ισχύουν για με ταβιβάσεις τίτλων που διενεργούνται από τις 23 Μαΐου 2010 και μετά.
Άρθρο 16
Κέρδη από την πώληση μετοχών εισηγμένων στο Χρηματιστήριο Αθηνών
1. Οι διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 9 του ν. 2579/1998 (ΦΕΚ 31 Α΄) και της παραγράφου 2 του άρθρου 27 του ν. 2703/1999 (ΦΕΚ 72 Α΄) εξακολουθούν να εφαρμόζονται για μετοχές εισηγμένες στο Χρηματιστήριο Αθηνών (Χ.Α.) ή σε αλλοδαπό χρηματιστήριο ή σε άλλο διεθνώς αναγνωρισμένο χρηματιστηριακό θεσμό, κατά περίπτωση, οι οποίες έχουν αποκτηθεί μέχρι και την 31η Δεκεμβρίου 2011. Για τις πιο πάνω μετοχές που αποκτώνται από 1η Ιανουαρίου 2012 και μετά έχουν εφαρμογή αποκλειστικά οι διατάξεις των παραγράφων 3 και 4 του άρθρου 38 του Κ.Φ.Ε..
2. Η παράγραφος 2 του άρθρου 9 του ν. 2579/1998 (ΦΕΚ 31 Α΄ ) αντικαθίσταται ως εξής:
«2. Επιβάλλεται φόρος με συντελεστή δύο τοις χιλίοις (2‰) στις πωλήσεις μετοχών εισηγμένων στο Χρηματιστήριο Αθηνών για συναλλαγές που πραγματοποιούνται σε αυτό. Ο φόρος αυτός υπολογίζεται επί της αξίας πώλησης των μετοχών και βαρύνει τον πωλητή, φυσικό ή νομικό πρόσωπο, ενώσεις προσώπων ή ομάδες περιουσίας, χωρίς να εξετάζεται η ιθαγένεια και ο τόπος που διαμένουν ή κατοικούν ή έχουν την έδρα τους και ανεξάρτητα αν έχουν απαλλαγή από οποιονδήποτε φόρο ή τέλος από διατάξεις άλλων νόμων. Η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «Ελληνικά Χρηματιστήρια Α.Ε.» (ΕΧΑΕ) κατά το διακανονισμό των συναλλαγών που διενεργούνται στο Χρηματιστήριο χρεώνει σε ημερήσια βάση με τον πιο πάνω φόρο τις Ανώνυμες Εταιρείες Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών και τα πιστωτικά ιδρύματα τα οποία παρέχουν υπηρεσίες θεματοφυλακής, για λογαριασμό των πωλητών για όλες τις συναλλαγές πώλησης μετοχών που διακανονίστηκαν από τις πιο πάνω εταιρείες και ιδρύματα. Τον αναλογούντα φόρο για τις πωλήσεις μετοχών που διακανονίστηκαν μέσα σε κάθε μήνα, υποχρεούται η ΕΧΑΕ να αποδίδει εφάπαξ στην αρμόδια για τη φορολογία της Δ.Ο.Υ. με δήλωση που υποβάλλεται μέχρι το τέλος του πρώτου δεκαπενθήμερου του επόμενου μήνα από το μήνα που διακανονίστηκαν οι πιο πάνω συναλλαγές. Οι διατάξεις του άρθρου 113 του ν. 2238/1994 (ΦΕΚ 151 Α΄), του ν. 2717/1999 (ΦΕΚ 97 Α΄) και του ν. 2523/1997 (ΦΕΚ 179 Α΄) εφαρμόζονται ανάλογα και στο φόρο που οφείλεται με βάση τις διατάξεις της παραγράφου αυτής. Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής έχουν εφαρμογή για πωλήσεις μετοχών που διενεργούνται από 1ης Απριλίου 2011.»
3. Οι παράγραφοι 3 και 4 του άρθρου 38 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίστανται ως εξής:
«3. Τα κέρδη τα οποία αποκτούν φυσικά πρόσωπα ή επιχειρήσεις που τηρούν βιβλία δεύτερης κατηγορίας του Κ.Β.Σ. από την πώληση μετοχών εισηγμένων στο X.Α., σε τιμή ανώτερη της τιμής απόκτησής τους, φορολογούνται με τις γενικές διατάξεις, όταν οι μετοχές αυτές αποκτώνται με οποιονδήποτε τρόπο από 1η Ιανουαρίου 2012 και μετά. Για τον υπολογισμό του κέρδους που υπόκειται σε φορολογία λαμβάνεται η πραγματική τιμή πώλησης των μετοχών στο Χ.Α., όπως αυτή αναγράφεται στο πινακίδιο που εκδίδει η Ανώνυμη Εταιρεία Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών ή το πιστωτικό ίδρυμα που μεσολαβεί. Όταν η πώληση των μετοχών πραγματοποιείται εξωχρηματιστηριακά ή μέσω πολυμερούς μηχανισμού διαπραγματεύσεων, ως τιμή πώλησης λαμβάνεται αυτή που δηλώνεται στην εταιρεία «Ελληνικά Χρηματιστήρια Ανώνυμη Εταιρεία» (ΕΧΑΕ) για το διακανονισμό της συναλλαγής και αν δεν δηλωθεί η τιμή κλεισίματος της μετοχής κατά την ημέρα της συναλλαγής.
Για τον υπολογισμό του κόστους απόκτησης των μετοχών ισχύουν τα ακόλουθα:
α) Όταν η απόκτηση των μετοχών έχει γίνει σταδιακά για τον υπολογισμό του κόστους κτήσης των πωλούμενων μετοχών λαμβάνεται η μέση τιμή απόκτησης αυτών.
β) Όταν οι μετοχές έχουν αποκτηθεί λόγω κληρονομιάς, δωρεάς ή γονικής παροχής, για τον υπολογισμό του κόστους κτήσης λαμβάνεται η αξία που οριστικοποιήθηκε με οποιονδήποτε τρόπο κατά την εφαρμογή των διατάξεων φορολογίας κεφαλαίου ή αν δεν οριστικοποιήθηκε η δηλωθείσα αξία.
γ) Όταν οι μετοχές έχουν αποκτηθεί δωρεάν μετά από κεφαλαιοποίηση αποθεματικών δεν επηρεάζεται το κόστος κτήσης του συνόλου των μετοχών. Τα ίδια ισχύουν κατά τη μεταβολή του αριθμού των μετοχών με αύξηση ή μείωση της ονομαστικής τους αξίας (split − reverse split).
δ) Όταν οι μετοχές έχουν αποκτηθεί πριν από την έγκριση εισαγωγής τους στο Χ.Α., για τον υπολογισμό του κόστους κτήσης λαμβάνεται υπόψη η τιμή εισαγωγής τους σε αυτό.
ε) Όταν οι μετοχές έχουν αποκτηθεί στο πλαίσιο προγράμματος χορήγησης μετοχών (stock option plan), ως τιμή κτήσης λαμβάνεται η χρηματιστηριακή τιμή των μετοχών κατά το χρόνο άσκησης του δικαιώματος.
στ) Όταν οι μετοχές έχουν αποκτηθεί ως μέρισμα (αντί μετρητών), ως κόστος κτήσης αυτών λαμβάνεται το ποσό του μερίσματος που θα λάμβανε ο κάθε μέτοχος αν η διανομή γινόταν σε χρήμα.
ζ) Όταν οι μετοχές έχουν αποκτηθεί στο πλαίσιο επίτευξης της αναγκαίας διασποράς εν όψει της εισαγωγής τους στο Χ.Α., για τον υπολογισμό του κόστους απόκτησης λαμβάνεται υπόψη η τιμή με την οποία αποκτήθηκαν.
η) Όταν οι μετοχές έχουν αποκτηθεί κατά την εκκαθάριση εισηγμένου στο Χ.Α. παραγώγου προϊόντος επί μετοχών με παράδοση της υποκείμενης αξίας έναντι τιμήματος, για τον υπολογισμό του κόστους κτήσης λαμβάνεται υπόψη η τελική τιμή εκκαθάρισης για τα συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης και η τιμή κλεισίματος της υποκείμενης μετοχής στο Χ.Α. κατά την ημέρα άσκησης του δικαιώματος για τα δικαιώματα προαίρεσης επί μετοχών.
θ) Όταν οι μετοχές έχουν αποκτηθεί από εξαγορά μεριδίων Διαπραγματεύσιμων Αμοιβαίων Κεφαλαίων (Δ.Α.Κ.) του άρθρου 24Α του ν. 3283/2004 (ΦΕΚ 210 Α΄), για τον υπολογισμό του κόστους κτήσης λαμβάνεται υπόψη η τιμή κλεισίματος των υποκείμενων μετοχών στο Χ.Α. κατά την ημέρα της εξαγοράς.
Για τον προσδιορισμό του κέρδους που υπόκειται σε φορολογία, λαμβάνεται υπόψη η ζημία που προκύπτει μέσα στο ίδιο έτος από την ίδια αιτία. Αν από το συμψηφισμό προκύπτει ζημία, έχουν εφαρμογή οι διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 4.
Για την εφαρμογή των ανωτέρω, οι Ανώνυμες Εταιρείες Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών ή τα πιστωτικά ιδρύματα, που χειρίζονται τις μετοχές των πελατών τους σύμφωνα με τον Κανονισμό του Συστήματος Άυλων Τίτλων, χορηγούν, μέχρι την τελευταία εργάσιμη ημέρα του Ιανουαρίου, στους δικαιούχους πελάτες τους κατάσταση κερδών ή ζημιών που προέκυψαν κατά το προηγούμενο έτος από τις πωλήσεις μετοχών κάθε εταιρείας διακεκριμένα και συνολικά, στην οποία αναγράφονται τα στοιχεία του δικαιούχου, καθώς και ο αριθμός φορολογικού μητρώου.
Χρόνος που προκύπτει το εισόδημα είναι ο χρόνος διακανονισμού της πώλησης των μετοχών, χωρίς να ασκεί επιρροή η τιμή στην οποία έχει λάβει χώρα η πώληση. Όταν πραγματοποιείται ανοιχτή πώληση, το εισόδημα προκύπτει κατά το χρόνο διακανονισμού της αγοράς των απαιτούμενων μετοχών ή της μεταφοράς μετοχών στο λογαριασμό του επενδυτή.
Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών ορίζονται τα δικαιολογητικά που συνυποβάλλονται με τη δήλωση φορολογίας εισοδήματος των δικαιούχων, καθώς και κάθε άλλο σχετικό θέμα.
4. Τα κέρδη από την πώληση μετοχών εισηγμένων στο Χ.Α. σε τιμή ανώτερη της τιμής απόκτησής τους, που αποκτούν επιχειρήσεις οποιασδήποτε μορφής με βιβλία τρίτης κατηγορίας του Κ.Β.Σ. φορολογούνται με τις γενικές διατάξεις, όταν οι μετοχές αυτές αποκτώνται με οποιονδήποτε τρόπο από 1η Ιανουαρίου 2012 και μετά.
Για τον υπολογισμό του κέρδους έχουν εφαρμογή τα οριζόμενα στην προηγούμενη παράγραφο.
Για τον προσδιορισμό του κέρδους που υπόκειται σε φορολογία, λαμβάνεται υπόψη η ζημία που προκύπτει εντός του ίδιου έτους από την ίδια αιτία. Αν από το συμψηφισμό προκύπτει ζημία, έχουν εφαρμογή οι διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 4 του παρόντος.»
4. Στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 5 του άρθρου 38 του Κ.Φ.Ε., διαγράφονται οι λέξεις «και της παραγράφου 4», οι οποίες είχαν τεθεί με την παράγραφο 2 του άρθρου 16 του ν. 3842/2010 (ΦΕΚ 58 Α΄).
5. Οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 38 του Κ.Φ.Ε. εξακολουθούν να εφαρμόζονται για μετοχές εισηγμένες στο Χ.Α. ή σε αλλοδαπό χρηματιστήριο όταν έχουν αποκτηθεί μέχρι και την 31η Δεκεμβρίου 2011.
6. Ο φόρος που προβλέπεται από τις διατάξεις του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 2 του άρθρου 27 του ν. 2703/1999 δεν επιβάλλεται στις πωλήσεις μετοχών εισηγμένων σε αναγνωρισμένο αλλοδαπό χρηματιστηριακό θεσμό, που πραγματοποιούν Ειδικοί Διαπραγματευτές στο πλαίσιο της ειδικής διαπραγμάτευσης μεριδίων Διαπραγματεύσιμων Αμοιβαίων Κεφαλαίων, όταν οι μετοχές που πωλούνται συνθέτουν τον αναπαραγόμενο δείκτη. Οι διατάξεις του προηγούμενου εδαφίου εφαρμόζονται για πωλήσεις μετοχών που πραγματοποιήθηκαν από 1η Ιανουαρίου 2010 και μετά.
7. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 12 του άρθρου 106 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται ως εξής:
«Τα κέρδη κάθε διαχειριστικής χρήσης των τραπεζικών ανώνυμων εταιρειών, καθώς και των πιστωτικών ιδρυμάτων που λειτουργούν με τη μορφή αμιγούς πιστωτικού συνεταιρισμού του ν. 1667/1986 (ΦΕΚ 196 Α΄), που προέρχονται από την εφαρμογή των διατάξεων των παραγράφων 1 και 7 του άρθρου 38 και του άρθρου 99 και τα οποία μετά την έγκριση του ισολογισμού και τη διάθεση των κερδών της οικείας διαχειριστικής περιόδου από τη γενική συνέλευση των μετόχων, δεν έχουν φορολογηθεί στο όνομα του νομικού προσώπου και εμφανίζονται σε λογαριασμό αφορολόγητου αποθεματικού ή συγκεντρωτικά στον ισολογισμό και αναλύονται στο προσάρτημα (σημειώσεις επί των οικονομικών καταστάσεων) από τις εταιρείες που τηρούν τα Διεθνή Πρότυπα Χρηματοοικονομικής Πληροφόρησης (Δ.Π.Χ.Π.), υπόκεινται σε φορολογία στο όνομα του νομικού προσώπου με το συντελεστή φορολογίας που ορίζεται στο άρθρο 109 του Κ.Φ.Ε..»
Άρθρο 17
Δαπάνες επιχειρήσεων
1. Μετά το δέκατο πέμπτο εδάφιο της υποπερίπτωσης γγ΄ της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 31 του Κ.Φ.Ε., προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«Οι διατάξεις του προηγούμενου εδαφίου δεν εφαρμόζονται για δωρεές χρηματικών ποσών προς αθλητικά σωματεία.»
2. Οι διατάξεις της υποπερίπτωσης γγ΄ της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 31 του Κ.Φ.Ε., όπως συμπληρώθηκαν με την προηγούμενη παράγραφο, έχουν εφαρμογή προκειμένου για επιχειρήσεις με βιβλία Γ΄ κατηγορίας του Κ.Β.Σ., για κέρδη ισολογισμών που κλείνουν με ημερομηνία 31 Δεκεμβρίου 2010 και μετά και προκειμένου για επιχειρήσεις που τηρούν βιβλία Β΄ κατηγορίας του Κ.Β.Σ., για δωρεές που πραγματοποιούν από την 1η Ιανουαρίου 2010 και μετά.
3. Το τελευταίο εδάφιο της υποπερίπτωσης δδ΄ της περίπτωσης δ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 31 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται ως εξής:
«Οι διατάξεις της υποπερίπτωσης αυτής δεν εφαρμόζονται για τις ανώνυμες εταιρείες χρηματοδοτικής μίσθωσης του ν. 1665/1986 (ΦΕΚ 183 Α΄), τις εταιρείες πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων του ν. 1905/ 1990 (ΦΕΚ 147 Α΄), τις εταιρείες ειδικού σκοπού του ν. 3156/2003 (ΦΕΚ 157 Α΄) και του ν. 3601/2007 (ΦΕΚ 178 Α΄) με έδρα στην Ελλάδα, τις εταιρείες παροχής πιστώσεων του ν. 2937/2001 (ΦΕΚ 169 Α΄), τις Ανώνυμες Εταιρείες Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών (Α.Ε.Π.Ε.Υ.) του ν. 3606/2007 (ΦΕΚ 195 Α΄), καθώς και για τα πιστωτικά ιδρύματα που λειτουργούν στην Ελλάδα.»
4. Οι διατάξεις της υποπερίπτωσης δδ΄ της περίπτωσης δ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 31 του Κ.Φ.Ε., όπως τροποποιήθηκαν με την προηγούμενη παράγραφο, έχουν εφαρμογή για κέρδη ισολογισμών που κλείνουν με ημερομηνία 31 Δεκεμβρίου 2010 και μετά.
5. Στο τέλος της περίπτωσης θ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 31 του Κ.Φ.Ε. προστίθεται νέο τελευταίο εδάφιο που έχει ως εξής:
«Ειδικά στις επιχειρήσεις επαγγελματιών πρακτόρων παιχνιδιών πρόγνωσης της εταιρείας «Οργανισμός Προγνωστικών Αγώνων Ποδοσφαίρου Α.Ε.» (Ο.Π.Α.Π. Α.Ε) και της εταιρείας «ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΔΙΕΞΑΓΩΓΗΣ ΙΠΠΟΔΡΟΜΙΩΝ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.» (Ο.Δ.Ι.Ε. Α.Ε.), παρέχεται η δυνατότητα έκπτωσης για τις πραγματοποιούμενες πωλήσεις τους, ποσοστού με κλίμακα δύο τοις εκατό (2%) για αξίες μέχρι 700.000 ευρώ, ένα τοις εκατό (1%) για αξίες από 700.001 έως 1.500.000 ευρώ και μισό τοις εκατό (0,5%) για ποσά άνω των 1.500.001 ευρώ, ως ποσό πρόβλεψης επισφαλών απαιτήσεων.»
6. Οι διατάξεις της περίπτωσης θ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 31 του Κ.Φ.Ε., όπως συμπληρώθηκαν με την προηγούμενη παράγραφο, έχουν εφαρμογή για χρήσεις που κλείνουν από 31.12.2010 και μετά.
7. Τα τέσσερα τελευταία εδάφια της περίπτωσης ια΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 31 του Κ.Φ.Ε. εξακολουθούν να ισχύουν για τις δαπάνες που αναφέρονται στην ίδια παράγραφο και πραγματοποιούνται από την 1η Ιανουαρίου 2011 μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2014.
8. Η πρώτη περίοδος της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 31 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται ως εξής:
«α) των γενικών εξόδων διαχείρισης, στα οποία περιλαμβάνονται, με την επιφύλαξη της παραγράφου 20 του παρόντος άρθρου:».
Άρθρο 18
Απόδοση μερισμάτων και λοιπών ποσών που παραγράφονται υπέρ του Δημοσίου
1. Αν υποβληθεί εκπρόθεσμη ή ανακριβής δήλωση ή δεν υποβληθεί δήλωση για την καταβολή στο Δημόσιο ποσών που ορίζονται στο άρθρο 1 του ν.δ. 1195/1942 (ΦΕΚ 70 Α΄) και έχουν παραγραφεί υπέρ του Δημοσίου, εφαρμόζονται οι διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 1 και της παραγράφου 4 του άρθρου 2 του ν. 2523/1997 (ΦΕΚ 179 Α΄).
2. Το ποσό που βεβαιώνεται σύμφωνα με την παράγραφο 1 καταβάλλεται εφάπαξ χωρίς δικαίωμα έκπτωσης και δεν αποτελεί αντικείμενο εξωδικαστικής επίλυσης της διαφοράς. Η άσκηση προσφυγής δεν αναστέλλει τη βεβαίωση και την καταβολή των ανωτέρω οφειλόμενων ποσών. Για τα ίδια ποσά που καταβάλλονται ή βεβαιώνονται κατόπιν ελέγχου, δεν επιβάλλεται το πρόστιμο που ορίζεται από τις διατάξεις του άρθρου 10 του ν.δ. 1195/1942.
3. Ποσά που ορίζονται στο άρθρο 1 του ν.δ. 1195/1942 και δεν έχουν καταβληθεί στο Δημόσιο κατά τη δημοσίευση του παρόντος παρά την ύπαρξη της υποχρέωσης αυτής, μπορούν να καταβληθούν μέσα στον επόμενο από τη δημοσίευση μήνα, χωρίς την επιβολή προσαύξησης λόγω εκπρόθεσμης υποβολής.
4. Για την εφαρμογή των παραγράφων 1 έως 3 αρμόδιος είναι ο προϊστάμενος της Δ.Ο.Υ. που είναι αρμόδιος για την παραλαβή της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος του νομικού προσώπου.
Άρθρο 19
Μη βεβαίωση προκαταβολής κατά το μετασχηματισμό εταιρειών
1. Μετά το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 6 του άρθρου 64 του Κ.Φ.Ε., προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«Ειδικότερα, για τα πρόσωπα της παραγράφου 4 του άρθρου 2 που μετατρέπονται ή συγχωνεύονται, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν.δ.1297/1972 (ΦΕΚ 217 Α΄) ή του ν. 2166/1993 (ΦΕΚ 137 Α΄), σε ανώνυμη εταιρεία ή εταιρεία περιορισμένης ευθύνης, οι διατάξεις του άρθρου 52 δεν έχουν εφαρμογή.»
2. Η παράγραφος 6 του άρθρου 111 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται ως εξής:
«6. Οι διατάξεις του άρθρου αυτού δεν έχουν εφαρμογή:
α) για τις ημεδαπές εταιρείες περιορισμένης ευθύνης ή ανώνυμες εταιρείες που μετατρέπονται ή συγχωνεύονται, σε ημεδαπή ανώνυμη εταιρεία ή εταιρεία περιορισμένης ευθύνης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν.δ.1297/1972,
β) για τις ημεδαπές εταιρείες περιορισμένης ευθύνης ή ανώνυμες εταιρείες, καθώς και τα εγκατεστημένα στη χώρα μας υποκαταστήματα αλλοδαπών εταιρειών, που μετασχηματίζονται σε άλλες εταιρείες, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1 έως 6 του ν. 2166/1993,
γ) για τις ημεδαπές ανώνυμες εταιρείες που συγχωνεύονται σε ανώνυμη εταιρεία ή διασπώνται, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 68, 80 και 81, κατά περίπτωση, του κ.ν. 2190/1920 (ΦΕΚ 37 Α΄),
δ) για τις ημεδαπές εταιρείες περιορισμένης ευθύνης που συγχωνεύονται σε εταιρεία περιορισμένης ευθύνης, σύμφωνα με το άρθρο 54 του ν. 3190/1955 (ΦΕΚ 91 Α΄),
ε) για τα πιστωτικά ιδρύματα που μετασχηματίζονται, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 16 του ν. 2515/ 1997 (ΦΕΚ 154 Α΄),
στ) για τις αγροτικές συνεταιριστικές οργανώσεις που συγχωνεύονται σε νέα ή υφιστάμενη αγροτική συνεταιριστική οργάνωση, καθώς και τις δευτεροβάθμιες ή τριτοβάθμιες αγροτικές συνεταιριστικές οργανώσεις που μετατρέπονται σε ανώνυμη εταιρεία ή εταιρεία περιορισμένης ευθύνης, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 21 του ν. 2810/2000 (ΦΕΚ 61 Α΄),
ζ) για τα νομικά πρόσωπα της παραγράφου 1 του άρθρου 101 που μετασχηματίζονται, σύμφωνα με ειδικές διατάξεις νόμου, σε άλλο νομικό πρόσωπο που εμπίπτει στις διατάξεις της ίδιας παραγράφου,
η) για τα διανεμόμενα ή κεφαλαιοποιούμενα κέρδη ανωνύμων εταιρειών, που απαλλάσσονται του φόρου εισοδήματος, βάσει ειδικών διατάξεων νόμων, καθώς και επί των εισοδημάτων που ορίζονται από τις παραγράφους 4 και 5 του άρθρου 106 του παρόντος.»
3. Οι διατάξεις της παραγράφου 6 του άρθρου 64 και της παραγράφου 6 του άρθρου 111 του Κ.Φ.Ε., όπως συμπληρώθηκαν και τροποποιήθηκαν με τις παραγράφους 1 και 2, έχουν εφαρμογή για μετατροπές, συγχωνεύσεις ή διασπάσεις που ολοκληρώνονται ή για ισολογισμούς μετασχηματισμού που συντάσσονται, κατά περίπτωση, από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου.
Άρθρο 20
Υποβολή δηλώσεων φορολογίας και προκαταβλητέων φόρων εισοδήματος
1. Η παράγραφος 2 του άρθρου 59 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται ως εξής:
«2. Ειδικώς, υποχρεούται σε απόδοση των ποσών που παρακρατήθηκαν κατά τη διάρκεια κάθε μήνα, μέχρι την εικοστή ημέρα του επόμενου από την παρακράτηση μήνα:
α) ο υπόχρεος παρακράτησης φόρου που απασχολούσε κατά μέσο όρο, κατά την προηγούμενη χρήση, περισσότερα από πενήντα πρόσωπα, και
β) τα ασφαλιστικά ταμεία για την καταβολή των συντάξεων.
Για την υποβολή της δήλωσης έχουν εφαρμογή οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου.»
2. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζονται για παρακρατήσεις φόρου που διενεργούνται από την 1η Μαΐου 2011 και εφεξής.
3. Το τελευταίο εδάφιο της περίπτωσης ε΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 62 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται ως εξής:
«Ειδικά οι δηλώσεις που υποβάλλονται ηλεκτρονικά μέσω διαδικτύου μπορούν να υποβάλλονται μέχρι την έναρξη του ωραρίου λειτουργίας των δημόσιων υπηρεσιών της επόμενης ημέρας από την ημέρα λήξης της προθεσμίας τους.»
4. Στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 107 του Κ.Φ.Ε. η φράση «Η δήλωση της προηγούμενης παραγράφου υποβάλλεται:» αντικαθίσταται με τη φράση
«Η δήλωση της προηγούμενης παραγράφου υποβάλλεται με τη χρήση σύγχρονων ηλεκτρονικών μεθόδων και δικτυακών υποδομών:».
5. Η παράγραφος 3 του άρθρου 107 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται ως εξής:
«3. Οι διατάξεις του τέταρτου εδαφίου και της περίπτωσης ι΄ της παραγράφου 1, καθώς και των παραγράφων 4, 5 και 6 του άρθρου 61 εφαρμόζονται ανάλογα και στα νομικά πρόσωπα του άρθρου 101.»
6. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών καθορίζονται, για τις δηλώσεις που υποβάλλονται από 1.1.2011 και μετά, ο τύπος και το περιεχόμενο των δηλώσεων, λοιπών εντύπων, καταστάσεων και συμφωνητικών οποιουδήποτε φορολογικού αντικειμένου, οι διαδικασίες υποβολής, η υποχρεωτική υποβολή και πληρωμή του φόρου κατά περίπτωση, με τη χρήση σύγχρονων ηλεκτρονικών μεθόδων και δικτυακών υποδομών και κάθε άλλο σχετικό θέμα.
7.α. Στο άρθρο 52 του Κ.Φ.Ε. προστίθεται παράγραφος 5 και η υφιστάμενη παράγραφος 5 αναριθμείται σε 6 ως εξής:
«5.α) Επί των δικηγορικών αμοιβών οφείλεται προκαταβολή φόρου 15% με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 58. Ο τρόπος, η διαδικασία, ο χρόνος και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια υπολογισμού και απόδοσης του φόρου αυτού καθορίζεται με την απόφαση που εκδίδεται κατ’ εξουσιοδότηση της υποπαραγράφου ζ΄ της παρούσας παραγράφου. Δεν υπολογίζεται προκαταβλητέος φόρος επί των αμοιβών για παραστάσεις, καθώς και για κάθε άλλη νομική υπηρεσία που παρέχουν δικηγόροι οι οποίοι συνδέονται με τον εντολέα τους με σύμβαση έμμισθης εντολής και αμείβονται με πάγια αντιμισθία.
β) Ομοίως, δεν υπολογίζεται και δεν αποδίδεται προκαταβλητέος φόρος στις περιπτώσεις που ενεργείται παρακράτηση φόρου, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 58.
γ) Κάθε δικηγορικός σύλλογος ή ταμείο συνεργασίας ή διανεμητικός λογαριασμός οποιασδήποτε νομικής μορφής υποχρεούται να παρακρατεί φόρο εισοδήματος με συντελεστή δεκαπέντε τοις εκατό (15%) επί οποιουδήποτε ποσού καταβάλλει ως μέρισμα σε δικηγόρο.
δ) Αν με την έγγραφη συμφωνία περί αμοιβής για την παροχή των δικηγορικών υπηρεσιών η αμοιβή ή το ύψος της συναρτάται με το αποτέλεσμα των δικηγορικών υπηρεσιών ή της δίκης, κατά την απόδοση του προκαταβλητέου φόρου υποβάλλονται και τα στοιχεία που αποδεικνύουν το ύψος της αμοιβής, όπως ειδικότερα καθορίζεται με την απόφαση του Υπουργού Οικονομικών που εκδίδεται κατ’ εξουσιοδότηση της κατωτέρω υποπαραγράφου ή
ε) Μέχρι την 20ή ημέρα του μηνός Φεβρουαρίου κάθε έτους ο δικηγόρος υποχρεούται να υποβάλλει στη Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία της περιφέρειας όπου βρίσκεται η επαγγελματική του έδρα, κατάσταση των έγγραφων συμφωνιών που έχει συνάψει με τους εντολείς του, κατά την προηγούμενη διαχειριστική περίοδο, στην οποία αναγράφονται το ονοματεπώνυμο, η διεύθυνση, ο Α.Φ.Μ. του κάθε εντολέα του, η δικηγορική υπηρεσία που παρασχέθηκε και η συμφωνηθείσα αμοιβή.
στ) Οι δικηγορικοί σύλλογοι υποχρεούνται να υποβάλουν στη Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία της περιφέρειας όπου βρίσκεται η επαγγελματική του έδρα μέχρι την 20ή ημέρα του μηνός Φεβρουαρίου κάθε έτους με τη χρήση ηλεκτρονικής μεθόδου επικοινωνίας, κατάσταση των γραμματίων προκαταβολής ανά δικηγόρο, κατά την προηγούμενη διαχειριστική περίοδο στην οποία αναγράφονται το ονοματεπώνυμο του κάθε εντολέα του καθώς, η δικηγορική υπηρεσία την οποία αφορά η προκαταβολή και το ποσό αναφοράς επί του οποίου υπολογίστηκε αυτή. Την ευθύνη για την υποβολή αυτή φέρει ο πρόεδρος του οικείου δικηγορικού συλλόγου.
ζ) Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών, καθορίζεται ο τύπος, το περιεχόμενο, ο τρόπος υποβολής της δήλωσης και καταβολής του φόρου και ο τρόπος και ο χρόνος υποβολής των καταστάσεων και το περιεχόμενο αυτών, καθώς και κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου αυτής.»
β. Η ισχύς των διατάξεων των περιπτώσεων α΄ έως και ε΄έχουν εφαρμογή από 1.7.2011.
8.α) Η παράγραφος 3 του άρθρου 13 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται ως εξής:
«3. Η καθοριζόμενη αμοιβή που ορίζεται από τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του π.δ. 696/1974, όπως ισχύει, όσων ασχολούνται ατομικώς με την ανέγερση οικοδομών προς πώληση, εφόσον αυτοί με την ιδιότητά τους ως αρχιτέκτονες ή πολιτικοί μηχανικοί εκπόνησαν μερικώς ή ολικώς τη μελέτη ή επέβλεψαν την εκτέλεση των εργασιών του οικοδομικού έργου, θεωρείται ότι αποκτάται στο ημερολογιακό έτος που πραγματοποιείται η πρώτη πώληση από το ακίνητο και φορολογείται αυτοτελώς με συντελεστή δεκαπέντε τοις εκατό (15%), πλέον εισφοράς Ο.Γ.Α. δεκαπέντε τοις εκατό (15%) στο ποσό του φόρου. Ο φόρος αυτός υπολογίζεται στην πιο πάνω αμοιβή μειωμένη κατά δέκα τοις εκατό (10%) και καταβάλλεται με δήλωση που υποβάλλεται μέσα στο μήνα Ιανουάριο κάθε χρόνου.»
β) Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 4 του άρθρου 13 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται ως εξής:
«Αν ο αρχιτέκτονας ή πολιτικός μηχανικός, ο οποίος αναλαμβάνει τη σύνταξη της μελέτης ή την επίβλεψη ανέγερσης οικοδομής, συμμετέχει στην επιχείρηση που αναλαμβάνει την ανέγερση και πώληση της οικοδομής, την οποία αφορά η μελέτη ή η επίβλεψη, επιβάλλεται σε βάρος της επιχείρησης φόρος εισοδήματος, ο οποίος υπολογίζεται με συντελεστή δεκαπέντε τοις εκατό (15%) στο ακαθάριστο ποσό της καθοριζόμενης αμοιβής που ορίζεται από τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του π.δ. 696/1974 όπως ισχύει, ανεξάρτητα από κάθε άλλη επιβάρυνση των αποτελεσμάτων της επιχείρησης από φόρο εισοδήματος, πλέον εισφοράς Ο.Γ.Α. δεκαπέντε τοις εκατό (15%) στο ποσό του φόρου.»
γ) Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 5 του άρθρου 13 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται ως εξής:
«Αν ο αρχιτέκτονας ή πολιτικός μηχανικός που υπογράφει τη μελέτη ή αναλαμβάνει την επίβλεψη είναι μισθωτός της επιχείρησης η οποία αναλαμβάνει τη μελέτη ή επίβλεψη ή ανέγερση της οικοδομής, η επιχείρηση μπορεί να ζητήσει να επιβληθεί σε αυτή φόρος δεκαπέντε τοις εκατό (15%) στο ακαθάριστο ποσό της καθοριζόμενης αμοιβής που ορίζεται από τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του π.δ. 696/1974 όπως ισχύει, πλέον εισφοράς Ο.Γ.Α. δεκαπέντε τοις εκατό (15%) στο ποσό του φόρου.»
δ) Η περίπτωση β΄ της παραγράφου 6 του άρθρου 50 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται ως εξής:
«β) Στο ποσό της συμβατικής αμοιβής, για τις υπόλοιπες περιπτώσεις.»
ε) Οι περιπτώσεις α΄ και β΄ και το τρίτο εδάφιο της παραγράφου 4 του άρθρου 52 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίστανται ως εξής:
«α) Σε τέσσερα τοις εκατό (4%) της συμβατικής αμοιβής για εκπόνηση μελετών και σχεδίων που αναφέρονται στις περιπτώσεις β΄ και δ΄ της παραγράφου 5 του άρθρου 49.
β) Σε δέκα τοις εκατό (10%) της συμβατικής αμοιβής για εκπόνηση μελετών και σχεδίων που αφορούν οποιασδήποτε άλλης φύσης έργα και για την επίβλεψη της εκτέλεσης αυτών, καθώς και των έργων της προηγούμενης περίπτωσης και της ενέργειας πραγματογνωμοσύνης κ.λπ. για τα έργα αυτά.
Εξαιρετικά, για αμοιβές αρχιτεκτόνων και μηχανικών για την επίβλεψη της εκτέλεσης κάθε είδους τεχνικών έργων που ορίζονται στις προηγούμενες περιπτώσεις, ο προκαταβλητέος φόρος επιβάλλεται πριν από τη θεώρηση των οικείων εργασιών από την αρμόδια αρχή στο ποσό της αμοιβής επίβλεψης του δικαιούχου, και προκειμένου για εκπόνηση μελετών ή σχεδίων και επίβλεψη έργων του Δημοσίου, νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου και των κοινωφελών ή θρησκευτικών ιδρυμάτων, ο προκαταβλητέος φόρος κατά τα ποσοστά της παραγράφου αυτής υπολογίζεται στο ποσό της συμβατικής αμοιβής.»
στ) Το πέμπτο εδάφιο της παραγράφου 4 του άρθρου 52 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται ως εξής:
«Η δήλωση αυτή περιλαμβάνει το ονοματεπώνυμο του δικαιούχου της αμοιβής, τη διεύθυνσή του, τη συμβατική αμοιβή, τον προκαταβλητέο φόρο, την αρμόδια για τη φορολογία Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία του ίδιου και εκείνου που του ανέθεσε τη σύνταξη της μελέτης ή των σχεδίων ή την επίβλεψη, πλην των περιπτώσεων που την ανάθεση έκανε το Δημόσιο.»
ζ) Μέχρι την 20ή ημέρα του μηνός Φεβρουαρίου κάθε έτους ο μηχανικός υποχρεούται να υποβάλλει, με τη χρήση ηλεκτρονικής μεθόδου επικοινωνίας στο δικτυακό τόπο της Γενικής Γραμματείας Πληροφορικών Συστημάτων (Γ.Γ.Π.Σ.), κατάσταση με τις έγγραφες συμφωνίες που έχει συνάψει με τους αντισυμβαλλομένους του μέσα στην προηγούμενη διαχειριστική περίοδο και στην οποία αναγράφονται το ονοματεπώνυμο, η διεύθυνση, ο Α.Φ.Μ. του κάθε συμβαλλόμενου, το είδος της παρεχόμενης υπηρεσίας και η συμφωνηθείσα αμοιβή.
η) Το Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδος υποχρεούται να υποβάλει, μέχρι την 20ή ημέρα του μηνός Φεβρουαρίου κάθε έτους με τη χρήση ηλεκτρονικής μεθόδου επικοινωνίας στο δικτυακό τόπο της Γενικής Γραμματείας Πληροφορικών Συστημάτων (Γ.Γ.Π.Σ.), κατάσταση των έγγραφων συμφωνιών που έχουν συνάψει οι μηχανικοί με τους αντισυμβαλλομένους τους μέσα στην προηγούμενη διαχειριστική περίοδο και στην οποία αναγράφονται το ονοματεπώνυμο, η διεύθυνση, ο Α.Φ.Μ. του κάθε αντισυμβαλλομένου, το είδος της παρεχόμενης υπηρεσίας και η συμφωνηθείσα αμοιβή. Την ευθύνη για την υποβολή αυτή φέρει ο πρόεδρος του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδος.
θ) Η ισχύς των διατάξεων των περιπτώσεων α΄ έως η΄ έχουν εφαρμογή από 1.7.2011.
ι) Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών, καθορίζεται ο τρόπος και ο χρόνος υποβολής των καταστάσεων, το περιεχόμενο αυτών, καθώς και κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή των διατάξεων αυτής της παραγράφου.
Άρθρο 21
Λοιπές διατάξεις εισοδήματος
1. α) Στην παράγραφο 5 του άρθρου 6 του Κ.Φ.Ε. προστίθεται νέα περίπτωση ιε΄ ως εξής:
«ιε) Από 1.1.2010 και κατά ποσοστό 50% των αποδοχών των προσώπων που παρέχουν υπηρεσίες με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου στα ελληνικά σχολεία που λειτουργούν στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και έχουν την ελληνική ιθαγένεια ή την ελληνική και τη γερμανική ιθαγένεια ή μόνο τη γερμανική ή είναι πολίτες τρίτης χώρας και πληρώνονται από το Ελληνικό Δημόσιο ή φορέα που βρίσκεται στην αλλοδαπή και αποτελεί υποδιαίρεση του Ελληνικού Δημοσίου ή υπηρεσία αυτού. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών καθορίζεται η διαδικασία απόδοσης του παρακρατούμενου φόρου επί του υπολοίπου των αποδοχών τους και κάθε άλλο σχετικό θέμα.»
β) Το πρώτο εδάφιο της περίπτωσης θ΄ της παραγράφου 3 του άρθρου 9 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται ως εξής:
«Κατά ποσοστό 20% της δαπάνης μέχρι ποσού 3.000 ευρώ και κατά ποσοστό 10% της δαπάνης από ποσό 3.001 μέχρι 6.000 ευρώ για επεμβάσεις ενεργειακής αναβάθμισης ακινήτου που εντάσσονται σε έργα του επιχειρησιακού προγράμματος «Περιβάλλον – Αειφόρος Ανάπτυξη» στο πλαίσιο του Εθνικού Στρατηγικού Πλαισίου Αναφοράς (ΕΣΠΑ), σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3614/2007 ή και για επεμβάσεις ενεργειακής αναβάθμισης ακινήτου που θα προκύψουν μετά από ενεργειακή επιθεώρηση, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3661/2008 και τις κανονιστικές πράξεις που εκδίδονται κατ’ εξουσιοδοτησή του και αφορούν:».
2. α) Στο τέλος της περίπτωσης ζ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 16 του Κ.Φ.Ε. προστίθεται υποπερίπτωση δδ΄ που έχει ως εξής:
«δδ. Για τις υπερελαφρές πτητικές αθλητικές μηχανές (Υ.Π.Α.Μ.) που υπάγονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 4 του υπ’ αριθμ. Δ2/26314/8802/27.7.2010 Κανονισμού υπερελαφρών πτητικών αθλητικών μηχανών (ΦΕΚ 1360 Β΄), στο ποσό των είκοσι χιλιάδων (20.000) ευρώ. Η διάταξη του προηγούμενου εδαφίου ισχύει από 1.1.2011 και μετά.»
β) Στην περίπτωση γ΄ του άρθρου 18 του Κ.Φ.Ε. προστίθενται προτελευταία εδάφια ως εξής:
«Προκειμένου για ατομικές επιχειρήσεις μεταπώλησης αυτοκινήτων της περίπτωσης αυτής, η ετήσια αντικειμενική δαπάνη που προκύπτει από τα προς πώληση οχήματα, όταν δεν κατατεθούν η άδεια και οι πινακίδες κυκλοφορίας τους στη Δ.Ο.Υ., σύμφωνα με τα ανωτέρω, δεν μπορεί να υπερβαίνει τη μεγαλύτερη αντικειμενική δαπάνη που προκύπτει από αυτοκίνητο της επιχείρησης. Οι διατάξεις του προηγούμενου εδαφίου έχουν εφαρμογή για δαπάνες που προκύπτουν από 1.1.2010 και μετά.»
3α. Στο άρθρο 18 του Κ.Φ.Ε. προστίθεται νέα περίπτωση η΄ ως εξής:
«η) Προκειμένου για φυσικό πρόσωπο που έχει την κατοικία ή τη συνήθη διαμονή του στην αλλοδαπή, εφόσον δεν αποκτά εισόδημα στην Ελλάδα.»
β) Η περίπτωση η΄ του άρθρου 18 του Κ.Φ.Ε., όπως προστέθηκε με την προηγούμενη υποπαράγραφο, ισχύει από 1.1.2011 και μετά.
4. Στις διατάξεις της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 23 του Κ.Φ.Ε. προστίθεται νέο πέμπτο εδάφιο ως εξής:
«Ειδικά για τα πρόσωπα των παραγράφων 3 και 4 του άρθρου 2 που αποκτούν εισόδημα από ακίνητα και τους επιτηδευματίες φυσικά πρόσωπα που αποκτούν εισόδημα από ιδιοχρησιμοποίηση ακινήτων και πραγματοποιούν δαπάνες επισκευής και συντήρησης των ακινήτων αυτών, έχουν εφαρμογή οι διατάξεις της περίπτωσης β΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 31.»
5. Στο άρθρο 46 του Κ.Φ.Ε. προστίθεται παράγραφος 4 ως εξής:
«4. Η εφάπαξ προεξόφληση επικουρικής σύνταξης αλλοδαπού ασφαλιστικού φορέα σε δικαιούχο κάτοικο Ελλάδας, η οποία απαλλάσσεται του φόρου στην αλλοδαπή, κατανέμεται για να φορολογηθεί σε ίσα μέρη, στο έτος της καταβολής της και στα τέσσερα επόμενα έτη.
Οι διατάξεις του προηγούμενου εδαφίου έχουν εφαρμογή για τις επικουρικές συντάξεις που δηλώνονται με τις αρχικές ή τροποποιητικές ή συμπληρωματικές δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος και υποβάλλονται από 1.1.2010 και μετά.»
6. Η περίπτωση στ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 57 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται ως εξής:
«στ) Στις αμοιβές των αξιωματικών και του κατώτερου πληρώματος του εμπορικού ναυτικού για τις υπηρεσίες που παρέχουν σε εμπορικά πλοία, με βάση τις διατάξεις της παραγράφου 6 του άρθρου 9. Οι διατάξεις του προηγούμενου εδαφίου έχουν εφαρμογή από 1.1.2010 και μετά.»
7. α) Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 6 του άρθρου 74 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται ως εξής:
«Αν δεν επιτευχθεί διοικητική επίλυση της διαφοράς και ασκηθεί από το φορολογούμενο εμπρόθεσμη προσφυγή, βεβαιώνεται αμέσως από τον προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. ποσοστό πενήντα τοις εκατό του αμφισβητούμενου κύριου φόρου, πρόσθετου φόρου και λοιπών συμβεβαιούμενων με αυτόν φόρων και τελών.»
β) Οι διατάξεις της προηγούμενης περίπτωσης της παραγράφου αυτής ισχύουν για προσφυγές που ασκούνται από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου και εφεξής.
8. α) Το δύο πρώτα εδάφια της παραγράφου 9 του άρθρου 74 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίστανται ως εξής:
«Φόροι, τέλη και εισφορές που βεβαιώνονται, βάσει προσωρινού φύλλου ελέγχου, που εκδόθηκε μετά από προσωρινό έλεγχο που προβλέπεται από την παράγραφο 4 του άρθρου 67, μετά την υπογραφή του πρακτικού και την καταβολή του 1/5 αυτών, όπως προβλέπεται στην παράγραφο 2 του άρθρου 24 του ν. 2523/1997, καταβάλλονται, κατά το υπόλοιπο μέρος αυτών, σε έξι ισόποσες μηνιαίες δόσεις με τον περιορισμό ότι κάθε δόση δεν είναι μικρότερη των τριακοσίων ευρώ, εκτός της τελευταίας. Η πρώτη δόση καταβάλλεται μέχρι την τελευταία εργάσιμη, για τις δημόσιες υπηρεσίες, ημέρα του επόμενου από την υπογραφή του πρακτικού μήνα και οι υπόλοιπες μέχρι την τελευταία εργάσιμη, για τις δημόσιες υπηρεσίες, ημέρα των μηνών που ακολουθούν.
Επί δικαστικού συμβιβασμού ο φόρος καταβάλλεται εφάπαξ. Η άσκηση προσφυγής ενώπιον του διοικητικού δικαστηρίου δεν αναστέλλει την προσωρινή βεβαίωση του φόρου, ο οποίος καταβάλλεται εφάπαξ.»
β) Οι διατάξεις της παραγράφου 9 του άρθρου 74 του Κ.Φ.Ε., όπως τροποποιήθηκε με την προηγούμενη παράγραφο, εφαρμόζονται για πρακτικά που υπογράφονται ή οριστικοποιούνται ή για τις προσφυγές που ασκούνται από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού και μετά.»
9. Στην παράγραφο 2 του άρθρου 82 του Κ.Φ.Ε. μετά τις λέξεις: «πιστωτικά ιδρύματα» προστίθενται οι λέξεις:
«οι οργανισμοί συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες, τα επιμελητήρια, οι συμβολαιογράφοι, οι υποθηκοφύλακες, οι προϊστάμενοι των κτηματολογικών γραφείων».
10. α) Η παράγραφος 3 του άρθρου 82 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται ως εξής:
«3. Στα πρόσωπα που παραβαίνουν τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 ή δηλώνουν ανακριβή στοιχεία, επιβάλλονται οι διοικητικές κυρώσεις που προβλέπονται στην παράγραφο 3 του άρθρου 4 του ν. 2523/1997.»
β) Η παράγραφος 5 του άρθρου 82 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται ως εξής:
«5. Νόμιμοι ελεγκτές και ελεγκτικά γραφεία, που είναι εγγεγραμμένοι στο δημόσιο μητρώο του ν. 3693/2008 (ΦΕΚ 174 Α΄) και διενεργούν υποχρεωτικούς ελέγχους σε ανώνυμες εταιρείες και εταιρείες περιορισμένης ευθύνης, υποχρεούνται στην έκδοση ετήσιου πιστοποιητικού. Το πιστοποιητικό αυτό εκδίδεται μετά από έλεγχο που διενεργείται, παράλληλα με τον έλεγχο της οικονομικής διαχείρισης, ως προς την εφαρμογή των φορολογικών διατάξεων σε φορολογικά αντικείμενα. Φορολογικές παραβάσεις, καθώς και μη απόδοση ή ανακριβής απόδοση φόρων που διαπιστώνονται από τα τηρούμενα βιβλία και στοιχεία, κατά τη διενέργεια του διαχειριστικού ελέγχου, αναφέρονται αναλυτικά στο πιστοποιητικό αυτό. Αν το πιστοποιητικό δεν περιλαμβάνει παρατηρήσεις και διαπιστώσεις παραβάσεων της φορολογικής νομοθεσίας, δεν διενεργείται τακτικός φορολογικός έλεγχος, επιφυλασσομένων των διατάξεων του άρθρου 80 του ν. 3842/2010 (ΦΕΚ 58 Α΄). Αν από το πιστοποιητικό προκύπτουν συγκεκριμένα φορολογικά δεδομένα για την ελεγχθείσα εταιρεία με τα οποία συμφωνεί και η αρμόδια ελεγκτική φορολογική αρχή, το εν λόγω πιστοποιητικό αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα των εκθέσεων ελέγχου της ως άνω αρχής. Τα πιο πάνω πρόσωπα διώκονται και τιμωρούνται για κάθε παράλειψη των υποχρεώσεών τους σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3693/2008.»
γ) Η παράγραφος 8 του άρθρου 82 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται ως εξής:
«8.α) Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, που εκδίδεται ύστερα από γνώμη της ΕΛΤΕ, καθορίζονται τα συγκεκριμένα επί μέρους φορολογικά αντικείμενα του ελέγχου αυτού, το ειδικότερο περιεχόμενο του πιστοποιητικού που εκδίδεται, ο τρόπος, ο χρόνος και η διαδικασία υποβολής του και κάθε άλλο σχετικό θέμα. Πέραν της εφαρμογής του τελευταίου εδαφίου της παραγράφου 5, στους νόμιμους ελεγκτές και στα ελεγκτικά γραφεία που παραβαίνουν τις διατάξεις της παραγράφου 5 και της κανονιστικής απόφασης που προβλέπεται στο προηγούμενο εδάφιο επιβάλλονται οι διοικητικές κυρώσεις που προβλέπονται στην παράγραφο 4 του άρθρου 4 του ν. 2523/1997.
β) Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών καθορίζεται το είδος των υποβαλλόμενων στοιχείων και πληροφοριών, ο χρόνος και ο τρόπος υποβολής τους και κάθε άλλο σχετικό θέμα για την εφαρμογή της προηγούμενης παραγράφου.»
11. Στην παράγραφο 5 του άρθρου 85 του Κ.Φ.Ε. προστίθεται περίπτωση ιβ΄ ως εξής:
«ιβ) η χορήγηση στοιχείων σε δημόσιες υπηρεσίες, νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης, καθώς και σε δημόσιες επιχειρήσεις που υπάγονται στο Κεφάλαιο Α΄ ή Β΄ του ν. 3329/2005 (ΦΕΚ 314 Α΄), εφόσον το Δημόσιο στην περίπτωση αυτή συμμετέχει σε ποσοστό άνω του 50% του μετοχικού τους κεφαλαίου, και μόνο για την ταυτοποίηση φορολογουμένων ή διασταύρωση ή επαλήθευσή της, η οποία είναι αναγκαία για την εκτέλεση καθηκόντων ή την άσκηση αρμοδιοτήτων ή την παροχή υπηρεσιών που ορίζει ο νόμος.»
12. H λέξη «και» στο τέλος της υποπερίπτωσης μμ΄ της περίπτωσης ε΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 12 του ν. 3842/2010 (ΦΕΚ 58 Α΄) διαγράφεται και στην ίδια περίπτωση προστίθεται νέα υποπερίπτωση ξξ΄ ως εξής:
«ξξ) με τα άρθρα 25 και 26 του ν. 27/1975 (ΦΕΚ 77 Α΄), όπως ισχύουν.»
13. Οι διατάξεις της υποπερίπτωσης ξξ΄ της περίπτωσης ε΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 12 του ν. 3842/2010, όπως προστέθηκαν με την προηγούμενη παράγραφο, εφαρμόζονται για εισοδήματα που αποκτώνται από την 1η Ιανουαρίου 2010 και μετά.
14. Το προτελευταίο εδάφιο της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 13 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται ως εξής:
«Αν μεταβιβαστεί από επαχθή αιτία ατομική επιχείρηση ή μερίδιο προσωπικής εταιρείας ή εταιρείας περιορισμένης ευθύνης από δικαιούχο με βαθμό συγγένειας της Α΄ κατηγορίας της παραγράφου 1 του άρθρου 29 του ν. 2961/2001, η υπεραξία φορολογείται με συντελεστή πέντε τοις εκατό (5%).»
15. Η ισχύς των διατάξεων της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 5 του άρθρου 24 του ν. 3867/2010 (ΦΕΚ 128 Α΄) αρχίζει από 1.1.2010 και μετά.
16. Οι διατάξεις της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 1, καθώς και της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 10 του ν. 2579/1998, καταργούνται από 30.9.2010.
Ποσά φόρου που καταβλήθηκαν από 1.10.2010 και μετά δεν επιστρέφονται.
17. Η παράγραφος 10 του πέμπτου άρθρου του ν. 3845/ 2010 (ΦΕΚ 65 Α΄) αντικαθίσταται ως εξής:
«10. Η έκτακτη εισφορά επιστρέφεται κατά το μέρος που αντιστοιχεί σε εισόδημα ή κέρδη άλλης επιχείρησης, για τα οποία καταβλήθηκε έκτακτη εισφορά σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου αυτού ή του άρθρου 2 του ν. 3808/2009 (ΦΕΚ 227 Α΄).»
18. Η παράγραφος 2 του άρθρου 34 του ν. 3634/2008 (ΦΕΚ 9 Α΄) αντικαθίσταται ως εξής:
«2. Η διάταξη της προηγούμενης παραγράφου ισχύει από την 1.1.2012 για τις δηλώσεις οικονομικού έτους 2012 και μετά.»
19. Η παράγραφος 1 του άρθρου 18 του ν. 3842/2010 (ΦΕΚ 58 Α΄) αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Φυσικά ή νομικά πρόσωπα που υπόκεινται σε φόρο εισοδήματος στην Ελλάδα μπορούν να μεταφέρουν ή να δηλώσουν μέχρι την 30ή Σεπτεμβρίου 2011, κεφάλαια για τα οποία συνέτρεχε είτε υποχρέωση δήλωσής τους είτε υποχρέωση καταβολής φόρου σύμφωνα με τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις, στην ημεδαπή και τα οποία βρίσκονται στην αλλοδαπή, σε προθεσμιακό λογαριασμό κατάθεσης στην Ελλάδα, διάρκειας τουλάχιστον ενός έτους, εφόσον καταβάλουν φόρο με συντελεστή οκτώ τοις εκατό (8%) επί της αξίας των καταθέσεων που μεταφέρουν, κατά το χρόνο της μεταφοράς, ή προκειμένου περί καταθέσεων που παραμένουν κατατεθειμένες στην αλλοδαπή, επί της αξίας των καταθέσεων κατά το χρόνο υποβολής της δήλωσης.
Ως κεφάλαια νοούνται οι καταθετικοί και επενδυτικοί λογαριασμοί που τηρούνται σε τράπεζα στην αλλοδαπή ή παρακολουθούνται από αυτή, καθώς και από αλλοδαπή ασφαλιστική εταιρία, προκειμένου για ασφαλιστήρια συμβόλαια ζωής που συνδέονται με επενδύσεις. Ως φορολογητέα αξία των επενδυτικών λογαριασμών λαμβάνεται: α) η τιμή κλεισίματος του χρηματοπιστωτικού μέσου στην οργανωμένη αγορά που διαπραγματεύεται, κατά την προηγούμενη ημέρα από αυτή που καταβάλλεται ο οφειλόμενος φόρος, προκειμένου για χρηματοπιστωτικά μέσα που διαπραγματεύονται σε οργανωμένη αγορά χώρας − πλήρους μέλους του Ο.Ο.Σ.Α. και β) η ονομαστική αξία για τα μη εισηγμένα σε οργανωμένη αγορά χρηματοπιστωτικά μέσα τα οποία έχουν εκδοθεί σε χώρα − πλήρες μέλος του Ο.Ο.Σ.Α.. Η ρευστοποίηση των χρηματοπιστωτικών μέσων και η εισαγωγή τους στην Ελλάδα δεν είναι υποχρεωτική.
Για την εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου αυτής, τα κεφάλαια αυτά πρέπει να υπάρχουν κατατεθειμένα ή επενδεδυμένα στην αλλοδαπή κατά την ημερομηνία δημοσίευσης του παρόντος.»
Άρθρο 22
Αναπροσαρμογή συντελεστών φόρου και εισφοράς πλοίων
1. Τα ποσά φόρου που οφείλονται σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 6 του ν. 27/1975 (ΦΕΚ 77 Α΄) προσαυξάνονται για τα έτη 2011 έως και 2015 κατά ποσοστό τέσσερα τοις εκατό (4%) ετησίως.
Το ποσό που προκύπτει από τον υπολογισμό της προσαύξησης προστίθεται στα ποσά φόρου όπως έχουν διαμορφωθεί κατά το έτος 2010, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου 4 του άρθρου 6 του ν. 27/1975 και σε αυτά των επόμενων ετών, όπως αυτά θα διαμορφωθούν μέσα στην παραπάνω πενταετία.
Τα ανωτέρω εφαρμόζονται αναλόγως και κατά τον υπολογισμό της εισφοράς που οφείλεται κατά το άρθρο 10 του ν. 27/1975.
2. Τα ποσά εισφοράς που οφείλονται σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του ν. 29/1975 (ΦΕΚ 75 Α΄) προσαυξάνονται για τα έτη 2011 έως και 2015 κατά ποσοστό τέσσερα τοις εκατό (4%) ετησίως.
Το ποσό που προκύπτει από τον υπολογισμό της προσαύξησης προστίθεται στα ποσά εισφοράς όπως έχουν διαμορφωθεί κατά το έτος 2010, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου 4 του άρθρου 4 του ν. 29/1975 και σε αυτά των επόμενων ετών, όπως αυτά θα διαμορφωθούν μέσα στην παραπάνω πενταετία.
Άρθρο 23
Φορολογία κληρονομιών, δωρεών και γονικών παροχών
1. Οι διατάξεις του Κώδικα Φορολογίας Κληρονομιών, Δωρεών, Γονικών Παροχών, Προικών και Κερδών από Λαχεία, ο οποίος κυρώθηκε με το ν. 2961/2001 (ΦΕΚ 266 Α΄), αντικαθίστανται, τροποποιούνται και συμπληρώνονται ως εξής:
α) Στην περίπτωση α΄της παραγράφου 1 του άρθρου 8, η φράση: «Αν τα αντικείμενα της κτήσης κατέστησαν επίδικα ή κηρύχθηκαν αναγκαστικά απαλλοτριωτέα μετά το χρόνο θανάτου του κληρονομουμένου» αντικαθίσταται με τη φράση: «Αν τα αντικείμενα της κτήσης κατέστησαν επίδικα μετά το χρόνο θανάτου του κληρονομουμένου» και η φράση: «πριν ή μετά το θάνατο του κληρονομουμένου ή κηρύχθηκαν αναγκαστικά απαλλοτριωτέα μετά το θάνατο του κληρονομουμένου» αντικαθίσταται με τη φράση: «πριν ή μετά το θάνατο του κληρονομουμένου.»
β) Η περίπτωση ε΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 25, η οποία έχει καταργηθεί με την περίπτωση α΄της παραγράφου 8 του άρθρου 25 του ν. 3842/2010 (ΦΕΚ 58 Α΄) επαναφέρεται σε ισχύ από την κατάργησή της.
γ) Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 4 του άρθρου 69 αντικαθίσταται ως εξής:
«4. Οποιαδήποτε λάθη των δηλώσεων είτε κατά την περιγραφή ή την απαρίθμηση ή τον υπολογισμό της αξίας των περιουσιακών στοιχείων ενεργητικού και παθητικού, που δηλώθηκαν, είτε κατά τον υπολογισμό του φόρου, διορθώνονται από τον προϊστάμενο της αρμόδιας Δ.Ο.Υ. οίκοθεν ή μετά από αίτηση του φορολογουμένου το αργότερο με την πράξη καταλογισμού του φόρου.»
δ) Στα δύο πρώτα εδάφια της παραγράφου 5 του άρθρου 81 η φράση: «είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) επί του αμφισβητούμενου φόρου (κύριου, πρόσθετων και κάθε άλλης προσαύξησης)» αντικαθίστανται με τη φράση: «πενήντα τοις εκατό επί του αμφισβητούμενου φόρου (κύριου, πρόσθετου προστίμου και κάθε άλλης προσαύξησης)» και οι λέξεις: «τριακοσίων ευρώ» με τις λέξεις: «πεντακοσίων ευρώ».
ε) Το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 4 του άρθρου 82 αντικαθίσταται ως εξής:
«Σε κάθε άλλη περίπτωση που οφείλεται φόρος που αναλογεί σε μετρητά και γενικά κινητά πράγματα, εφόσον κατά την κρίση του προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. δεν διασφαλίζεται η πληρωμή του από την περιουσία του υπόχρεου, παρέχεται ασφάλεια με την υποβολή της δήλωσης, άλλως καταβάλλεται αμέσως ολόκληρος ο φόρος αυτός και γίνεται μνεία στη δήλωση για την καταβολή.»
στ) Στο τέλος της παραγράφου 1 του άρθρου 87 προστίθεται δεύτερο εδάφιο, που έχει ως εξής:
«Για την παραλαβή των δηλώσεων και τη βεβαίωση του φόρου για τις χρηματικές δωρεές προς τα πρόσωπα που ορίζονται στην παράγραφο 3 του άρθρου 25, αρμόδιος είναι ο προϊστάμενος της Δ.Ο.Υ. της περιφέρειας της κατοικίας του δωρεοδόχου.»
ζ) Στο άρθρο 89 προστίθεται παράγραφος 3 που έχει ως εξής:
«3. Για τις χρηματικές δωρεές προς τα πρόσωπα που ορίζονται στην παράγραφο 3 του άρθρου 25 μπορεί να υποβληθεί από αυτά δήλωση για το συνολικό ποσό των δωρεών και χωρίς την αναγραφή των στοιχείων των δωρητών, εφόσον δεν είναι γνωστά στον δωρεοδόχο και δεν υπερβαίνουν τα χίλια (1.000) ευρώ ανά δωρητή κατ’ έτος.»
η) Η παράγραφος 4 του άρθρου 102 αντικαθίσταται ως εξής:
«4. Στις περιπτώσεις των εδαφίων α΄, β΄ και γ΄ της προηγούμενης παραγράφου, η πράξη του προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. κοινοποιείται μέσα σε ένα έτος από την ακύρωση της προγενέστερης πράξης ή από την κοινοποίηση της απόφασης του διοικητικού δικαστηρίου στη Δ.Ο.Υ.
ή από την υποβολή της δήλωσης του υπόχρεου, ενώ στην περίπτωση του εδαφίου δ΄, μέσα σε ένα έτος από την κοινοποίηση στη Δ.Ο.Υ. της αμετάκλητης σχετικής απόφασης.»
2. Οι διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 87 και της παραγράφου 3 του άρθρου 89 του Κώδικα Φορολογίας Κληρονομιών, Δωρεών, Γονικών Παροχών, Προικών και Κερδών από Λαχεία, όπως συμπληρώθηκαν με τις περιπτώσεις στ΄ και ζ΄ της προηγούμενης παραγράφου ισχύουν από 23 Απριλίου 2010. Για τις δηλώσεις που έχουν ήδη υποβληθεί, για χρηματικές δωρεές προς τα πρόσωπα που ορίζονται σε αυτές, στη Δ.Ο.Υ. της περιφέρειας της κατοικίας του δωρητή, αρμόδιος είναι ο προϊστάμενος αυτής. Για τις δηλώσεις που δεν έχουν υποβληθεί και έχει λήξει η προθεσμία υποβολής τους, παρέχεται προθεσμία τριών μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου για την υποβολή αυτών χωρίς την επιβολή πρόσθετου φόρου ή προστίμου.
3. Οι διατάξεις της παραγράφου 5 του άρθρου 81 του Κώδικα Φορολογίας Κληρονομιών, Δωρεών, Γονικών Παροχών, Προικών και Κερδών από Λαχεία, όπως τροποποιήθηκαν με την περίπτωση δ΄της παραγράφου 1 ισχύουν για προσφυγές που ασκούνται από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου και εφεξής.
4. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 3 του άρθρου 1 του ν. 1078/1980 (ΦΕΚ 238 Α΄) αντικαθίσταται ως εξής:
«Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται σε συμβάσεις αγοράς ακινήτων, εφόσον ο αγοραστής κατοικεί μόνιμα στην Ελλάδα ή προτίθεται να εγκατασταθεί σε αυτή και εντάσσεται στις ακόλουθες κατηγορίες δικαιούχων:».
5. Στην παράγραφο 7 του άρθρου 1 του ν. 1078/1980 προστίθενται εδάφια ως εξής:
«Αν ο αγοραστής δεν εγκατασταθεί στην Ελλάδα εντός προθεσμίας δύο ετών από την αγορά, υποχρεούται να υποβάλει δήλωση το αργότερο εντός προθεσμίας έξι μηνών από τη συμπλήρωση της διετίας και να καταβάλει το φόρο, κατά τα οριζόμενα στο προηγούμενο εδάφιο. Για τον υπολογισμό του φόρου λαμβάνεται υπόψη η αξία του ακινήτου κατά το χρόνο υποβολής της δήλωσης.»
Άρθρο 24
Φόροι επί της ακίνητης περιουσίας
1. Η περίπτωση ιβ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 29 του ν. 3842/2010 (ΦΕΚ 58 Α΄) αντικαθίσταται ως εξής:
«ιβ) Τα ακίνητα που ιδιοχρησιμοποιούνται από τα Μουσεία, όπως ορίζονται με τις διατάξεις του ν. 3028/2002 (ΦΕΚ 153 Α΄), το Ευρωπαϊκό Πολιτιστικό Κέντρο Δελφών, τις Ξένες Αρχαιολογικές Σχολές και την Αμερικανική Γεωργική Σχολή.»
2. Στο τέλος της παραγράφου 1 του άρθρου 32 του ν. 3842/2010 προστίθενται εδάφια ως εξής:
«Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών καθορίζονται, για τις περιοχές που εντάσσονται στο σύστημα του αντικειμενικού προσδιορισμού αξίας ακινήτων για πρώτη φορά, οι συντελεστές αξιοποίησης οικοπέδου, καθώς και κάθε άλλο θέμα για τον προσδιορισμό της αξίας των ακινήτων για τη φορολογία ακίνητης περιουσίας.
Για την εφαρμογή των διατάξεων των προηγούμενων εδαφίων ως δήμοι και κοινότητες νοούνται οι δήμοι και κοινότητες του ν. 2539/1997 (ΦΕΚ 244 Α΄). »
3. Στο τέλος του άρθρου 48 του ν. 3842/2010 προστίθεται παράγραφος 4 ως εξής:
«4. Οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου αυτού εφαρμόζονται σε συμβολαιογραφικά έγγραφα που καταρτίζονται μετά την 1η Ιανουαρίου 2012.»
4. Στο άρθρο 56 του ν. 3842/2010 προστίθεται παράγραφος 3 ως εξής:
«3. Οποιαδήποτε μεταβολή της περιουσιακής κατάστασης υπόχρεων φυσικών προσώπων που αφορά τα έτη 2005 έως και 2009 πραγματοποιείται με υποβολή δήλωσης στοιχείων ακινήτων έτους 2009.»
5. Η παράγραφος 2 του άρθρου 23Α του ν. 3427/2005 (ΦΕΚ 312 Α΄) αντικαθίσταται ως εξής:
«2. Το Περιουσιολόγιο Ακινήτων προκύπτει από τη μηχανογραφική διαχείριση των δηλώσεων στοιχείων ακινήτων των ετών 2005 έως 2009, οι οποίες υποβάλλονται από τα υπόχρεα φυσικά και νομικά πρόσωπα. Έτος δημιουργίας του Περιουσιολογίου Ακινήτων ορίζεται το έτος 2009.»
6. Στα εδάφια τρίτο και τέταρτο της περίπτωσης β΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 15 του ν. 3091/2002 (ΦΕΚ 330 Α΄), όπου υπάρχει η φράση «από την έκδοση της αρχικής οικοδομικής άδειας» αντικαθίσταται από τη φράση «από την κατάθεση των δικαιολογητικών στην αρμόδια δημόσια υπηρεσία για έκδοση αρχικής οικοδομικής άδειας».
7. α) Στο τέλος της περίπτωσης γ΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 15 του ν. 3091/2002 (ΦΕΚ 330 Α΄) προστίθεται η εξής φράση:
«ή που εκμισθώνουν σε ναυτιλιακές επιχειρήσεις της παρούσας περίπτωσης αποκλειστικά ως γραφεία ή αποθήκες για την κάλυψη των λειτουργικών τους αναγκών.»
β) Η περίπτωση γ΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 15 του ν. 3091/2002, όπως συμπληρώθηκε με την προηγούμενη περίπτωση, ισχύει από την 1.1.2010 και εφεξής.
Μεταβιβάσεις ακινήτων από επαχθή ή χαριστική αιτία, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν σύμφωνα με τις διατάξεις της περίπτωσης γ΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 15 του ν. 3091/2002, όπως ίσχυαν πριν τη συμπλήρωσή τους με τις διατάξεις της προηγούμενης περίπτωσης δεν θίγονται.»
8. Στο τέλος της παραγράφου 2 του άρθρου 15 του ν. 3091/2002 προστίθεται περίπτωση ζ΄, ως εξής:
«ζ) Ασφαλιστικά ταμεία ή οργανισμοί κοινωνικής ασφάλισης, καθώς και εταιρείες συλλογικών επενδύσεων σε ακίνητη περιουσία που εποπτεύονται από αρχή της χώρας της καταστατικής τους έδρας, εκτός αυτών των οποίων η καταστατική έδρα βρίσκεται σε μη συνεργάσιμα κράτη, σύμφωνα με τις διατάξεις των παραγράφων 4 και 5 του άρθρου 51Α του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (Κ.Φ.Ε., ν. 2238/1994, ΦΕΚ 151 Α΄).»
9. α) Το τέταρτο εδάφιο από το τέλος της παραγράφου 3 του άρθρου 15 του ν. 3091/2002 αντικαθίσταται ως εξής:
«Αν το σύνολο ή μέρος των ονομαστικών μετοχών, μεριδίων ή μερίδων των εταιρειών των ανωτέρω α΄, β΄ και γ΄ περιπτώσεων κατέχουν πιστωτικά ιδρύματα περιλαμβανομένων και των ταμιευτηρίων ή ταμείων παρακαταθηκών και δανείων, ασφαλιστικά ταμεία, ασφαλιστικές εταιρείες, αμοιβαία κεφάλαια περιλαμβανομένων και των αμοιβαίων κεφαλαίων επενδύσεων σε ακίνητη περιουσία κλειστού τύπου, εταιρείες διαχείρισης αμοιβαίων κεφαλαίων, εταιρείες συλλογικών επενδύσεων σε ακίνητη περιουσία κλειστού τύπου, η καταστατική έδρα των οποίων δεν βρίσκεται σε μη συνεργάσιμο κράτος, όπως αυτό ορίζεται με τις διατάξεις των παραγράφων 4 και 5 του άρθρου 51Α του Κ.Φ.Ε., και εποπτεύονται από αρχή της χώρας της έδρας τους, καθώς και θεσμικοί επενδυτές που λειτουργούν σε οργανωμένη αγορά κράτους − μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως αυτή νοείται σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 23 του ν. 2778/1999 (ΦΕΚ 295 Α΄), δεν απαιτείται περαιτέρω δήλωση των φυσικών προσώπων κατά το ποσοστό συμμετοχής τους.»
β) Στο τρίτο από το τέλος εδάφιο της παρ. 3 του άρθρου 15 του ν. 3091/2002, μετά τις λέξεις «εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης χώρα» προστίθεται η φράση «με την επιφύλαξη όσων ορίζονται στο προηγούμενο εδάφιο».
10. α) Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 5 του άρθρου 44 του ν. 3842/2010 αντικαθίσταται ως εξής:
«5. Αν δεν έχει επιτευχθεί διοικητική επίλυση της διαφοράς και ασκήθηκε από τον φορολογούμενο εμπρόθεσμη προσφυγή, βεβαιώνεται αμέσως από τον προϊστάμενο της Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας ποσοστό πενήντα τοις εκατό (50%) του αμφισβητούμενου κύριου και πρόσθετου φόρου.»
β) Οι διατάξεις του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 5 του άρθρου 44 του ν. 3842/2010, όπως αντικαταστάθηκε με την προηγούμενη περίπτωση ισχύουν για προσφυγές που ασκούνται από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου και μετά.
11. Οι διατάξεις των παραγράφων 1, 2, 3, 6, 8 και 9 του άρθρου αυτού ισχύουν από την 1η Ιανουαρίου 2011. Οι διατάξεις των παραγράφων 4 και 5 του άρθρου αυτού ισχύουν από την 1η Ιανουαρίου 2010.
Άρθρο 25
Θέματα Τελών και Ειδικών Φορολογιών
1. Μετά την υποπερίπτωση ε΄της περίπτωσης Α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 20 του ν. 2948/2001 (ΦΕΚ 242 Α΄) προστίθενται υποπεριπτώσεις στ) και ζ) ως εξής:
«στ) Ειδικά, τα ετήσια τέλη κυκλοφορίας των ιδιωτικής χρήσης επιβατικών οχημάτων που τελούν στο ανασταλτικό τελωνειακό καθεστώς της προσωρινής εισαγωγής, υπολογίζονται αποκλειστικά με βάση τον κυλινδρισμό του κινητήρα αυτών, όπως ορίζεται από τις διατάξεις της υποπερίπτωσης α) της περίπτωσης Α΄ της παραγράφου 1.
ζ) Στα εκποιούμενα από το Δημόσιο ή τον Οργανισμό Διαχείρισης Δημόσιου Υλικού (Ο.Δ.Δ.Υ.) Α.Ε. επιβατικά αυτοκίνητα οχήματα, τα οποία τίθενται από τους αγοραστές σε κυκλοφορία, ως ιδιωτικής χρήσης, τα τέλη κυκλοφορίας υπολογίζονται όπως και στην προηγούμενη υποπερίπτωση.»
2. Από 1.1.2010 καταργείται η εισφορά υπέρ Ο.Γ.Α. που επιβάλλεται με τις διατάξεις της παραγράφου 1Α του άρθρου 11 του ν. 4169/1961 (ΦΕΚ 81 Α΄), οι οποίες διατηρήθηκαν σε ισχύ με την περίπτωση γ΄ του άρθρου 47 του ν. 1473/1984 (ΦΕΚ 127 Α΄), για τις αμοιβές που αποκτά το ιπτάμενο προσωπικό της πολιτικής αεροπορίας.
3. Αντί των ενσήμων ταινιών φορολογίας αλκοολούχων ποτών και βιομηχανοποιημένων καπνών που προβλέπονται από τα άρθρα 84 και 106 του ν. 2960/2001 (ΦΕΚ 265 Α΄), είναι δυνατόν με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών να χρησιμοποιούνται για την επισήμανση των προϊόντων αυτών σύγχρονα ολοκληρωμένα συστήματα σήμανσης και ιχνηλασιμότητας ή ψηφιακής επαλήθευσης. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών καθορίζονται οι όροι και προϋποθέσεις, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου.
Άρθρο 26
Θέματα Κυρώσεων, Μητρώου και άλλες διατάξεις
1. Η παράγραφος 4 του άρθρου 2 του ν. 2523/1997 αντικαθίσταται ως εξής:
«4. Τα ποσοστά πρόσθετων φόρων δεν μπορούν να υπερβούν: α) το εξήντα τοις εκατό για την υποβολή της εκπρόθεσμης δήλωσης και β) το εκατόν είκοσι τοις εκατό για την υποβολή ανακριβούς δήλωσης ή μη υποβολή δήλωσης, του φόρου την πληρωμή του οποίου θα απέφευγε ο υπόχρεος ή του φόρου που έχει επιστραφεί στα πρόσωπα του άρθρου 41 του Κώδικα Φ.Π.Α. χωρίς να τον δικαιούνται.»
2. Οι διατάξεις της παραγράφου 4 του άρθρου 2 του ν. 2523/1997, όπως τροποποιήθηκαν με την προηγούμενη παράγραφο, έχουν εφαρμογή για δηλώσεις που υποβάλλονται εκπρόθεσμα μετά τη δημοσίευση του νόμου αυτού και για φύλλα ελέγχου και πράξεις προσδιορισμού που εκδίδονται μετά τη δημοσίευση του νόμου αυτού.
3. Στο άρθρο 4 του ν. 2523/1997 προστίθενται παράγραφοι 2 και 3 και 4 και η παράγραφος 2 αναριθμείται σε παράγραφο 5 ως εξής:
«2. Στους υπόχρεους που παραβαίνουν τις υποχρεώσεις που ορίζονται από τις διατάξεις των περιπτώσεων α΄ και β΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 66 και των περιπτώσεων α΄ και β΄ της παραγράφου 9 του άρθρου 67Α του Κ.Φ.Ε., επιβάλλεται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών διοικητικό πρόστιμο από χίλια (1.000) έως πενήντα χιλιάδες (50.0000) ευρώ, ανάλογα με τη βαρύτητα της παράβασης και την ενδεχόμενη υποτροπή.
3. Στα πρόσωπα που παραβαίνουν τις υποχρεώσεις που ορίζονται από τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 82 του Κ.Φ.Ε. ή δηλώνουν ανακριβή στοιχεία, επιβάλλεται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών διοικητικό πρόστιμο από πέντε χιλιάδες (5.000) ευρώ έως εκατό χιλιάδες (100.000) ευρώ, ανάλογα με τη βαρύτητα της παράβασης και την ενδεχόμενη υποτροπή. Αν το πρόσωπο που παραβίασε τις διατάξεις είναι υπάλληλος του Δημοσίου, νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ.) ή οργανισμού τοπικής αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α.), ασκείται υποχρεωτικώς πειθαρχική δίωξη για παράβαση καθήκοντος από τον πειθαρχικό προϊστάμενό του μετά από αίτημα του Γενικού Γραμματέα Φορολογικών και Τελωνειακών Θεμάτων ή του Γενικού Γραμματέα Πληροφοριακών Συστημάτων.
4. Στους νόμιμους ελεγκτές και τα ελεγκτικά γραφεία που παραβαίνουν τις διατάξεις της παραγράφου 5 του άρθρου 82 του Κ.Φ.Ε. και της κανονιστικής απόφασης που προβλέπεται στην παράγραφο 8 του ίδιου άρθρου και Κώδικα, επιβάλλεται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών διοικητικό πρόστιμο ύψους από δέκα χιλιάδες (10.000) ευρώ έως εκατό χιλιάδες (100.000) ευρώ, ανάλογα με τη βαρύτητα της παράβασης και την ενδεχόμενη υποτροπή.»
4. Στο τέλος της περίπτωσης β΄ της παραγράφου 8 του άρθρου 5 του ν. 2523/1997 προστίθενται νέο εδάφιο ως εξής:
«Εξαιρετικά στις περιπτώσεις που εκδοθέντα φορολογικά στοιχεία λογίζονται ως αθεώρητα, γιατί συντρέχουν οι προϋποθέσεις της παραγράφου 8 του άρθρου 36 του π.δ. 186/1992 καταλογίζεται μια γενική παράβαση με συντελεστή βαρύτητας τρία (3) εφόσον τα στοιχεία αυτά έχουν καταχωρηθεί στα βιβλία πριν από οποιονδήποτε έλεγχο. Τα αναφερόμενα στα δύο προηγούμενα εδάφια ισχύουν αναλόγως και όταν δεν έχει παρέλθει ο χρόνος εμπρόθεσμης ενημέρωσης των βιβλίων.»
5. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών μπορεί να ορίζεται διαδικασία εκκαθάρισης του Υποσυστήματος Μητρώου του TAXIS από τους ανενεργούς Αριθμούς Φορολογικού Μητρώου (Α.Φ.Μ.) που υπάρχουν στο σύστημα, είτε από τη μετάπτωση του παλαιού μηχανογραφικού συστήματος είτε λόγω μη ενημέρωσης του Μητρώου από τους ίδιους τους φορολογούμενους είτε λόγω μη χρησιμοποίησής τους, να ορίζονται όλες οι διαδικασίες για την τακτοποίησή τους και κάθε άλλο σχετικό θέμα.
6. Η παράγραφος 1 του άρθρου 119Α του ν. 2960/2001 (ΦΕΚ 265 Α΄) αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Με την επιφύλαξη των διατάξεων της επόμενης παραγράφου, η μη τήρηση των διατυπώσεων του τρίτου μέρους του παρόντος Κώδικα χαρακτηρίζεται ως απλή τελωνειακή παράβαση κατά τα προβλεπόμενα από τα άρθρα 142 και επόμενα του παρόντος Κώδικα και επισύρει πρόστιμο από πεντακόσια (500) ευρώ μέχρι δεκαπέντε χιλιάδες (15.000) ευρώ για κάθε παράβαση, ανάλογα με τη βαρύτητα και τη συχνότητά της. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών μπορεί να αναπροσαρμόζονται τα ελάχιστα όρια του προστίμου που προβλέπεται στο προηγούμενο εδάφιο. Με όμοια απόφαση μπορεί οι απλές τελωνειακές παραβάσεις να κατατάσσονται σε κατηγορίες ανάλογα με τη σοβαρότητά τους και να προσδιορίζεται ειδικότερα το ύψος του προστίμου μέσα στα όρια που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο.»
7. α) Στην παράγραφο 1 του άρθρου 14 του ν. 2523/1997 προστίθενται μετά το τρίτο εδάφιο τα εξής εδάφια:
«Επίσης δεν εφαρμόζονται στις περιπτώσεις που αποδεικνύεται από δημόσια έγγραφα ότι ο φορολογούμενος έχει κατά του Δημοσίου βέβαιη και εκκαθαρισμένη απαίτηση ποσού ίσου ή μεγαλύτερου του ποσού των φόρων, τελών και εισφορών που δεν έχει αποδοθεί στο Δημόσιο, εφόσον η απαίτηση αυτή δεν έχει εκχωρηθεί.
Για την απόδειξη της μη εκχώρησης της απαίτησης υποβάλλεται από τον φορολογούμενο και σχετική υπεύθυνη δήλωση. Αν ο φορολογούμενος έχει απαίτηση μικρότερη από το ποσό αυτό, το ποσό της δέσμευσης των καταθέσεων περιορίζεται κατά το ποσό της οφειλής του Δημοσίου προς τον φορολογούμενο. Στις περιπτώσεις των δύο προηγούμενων εδαφίων ενημερώνονται άμεσα οι υπηρεσίες που αναφέρονται στις περιπτώσεις α΄ έως δ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 95 του ν. 2362/1995, ώστε να μην καταβληθεί το οφειλόμενο ποσό σε αυτόν ή να μην γίνει δεκτή τυχόν εκχώρηση της απαίτησης από αυτόν σε τρίτο πρόσωπο.»
β) Στην παράγραφο 4 του άρθρου 14 του ν. 2523/1997, όπως ισχύει, προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«Η προθεσμία για την άσκηση της προσφυγής και η άσκησή της δεν αναστέλλουν την εκτέλεση της προσβαλλόμενης πράξης.»
8. Η παράγραφος 5 του άρθρου 20 του ν. 3842/2010 αντικαθίσταται με παραγράφους 5 και 6 ως εξής:
«5. Επιτρέπεται η δημοσίευση του Α.Φ.Μ., του αντικειμένου εργασιών, της ημερομηνίας έναρξης και λήξης εργασιών και της επαγγελματικής εγκατάστασης των επιτηδευματιών, φυσικών και νομικών προσώπων, μέσω ηλεκτρονικής υπηρεσίας της Γ.Γ.Π.Σ. του Υπουργείου Οικονομικών.
6. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών καθορίζονται ο χρόνος διαβίβασης των δεδομένων των στοιχείων που αναφέρονται στην παράγραφο 1, ο τρόπος, η διαδικασία, η έκταση εφαρμογής, το όριο της αξίας των στοιχείων, ο τρόπος επιβεβαίωσης, η διαδικασία πρόσβασης των πιστοποιημένων χρηστών και κάθε άλλο θέμα για την εφαρμογή του άρθρου αυτού και των διατάξεων του άρθρου 18 παράγραφος 2 του Κ.Β.Σ..»
9. Στο άρθρο 1 του ν. 1809/1988 (ΦΕΚ 222 Α΄) προστίθεται παράγραφος 8 ως εξής:
«8. Οι επιτηδευματίες που εκδίδουν αποδείξεις λιανικής πώλησης ή παροχής υπηρεσιών με χρήση φορολογικών ταμειακών μηχανών, υποχρεούνται να διαβιβάζουν ηλεκτρονικά τα δεδομένα των φορολογικών στοιχείων που εκδίδονται, σε βάση δεδομένων της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων του Υπουργείου Οικονομικών. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών ορίζονται: α) η έκταση εφαρμογής και οι ειδικότερες υποχρεώσεις των επιτηδευματιών, β) η διαδικασία και οι τεχνικές προδιαγραφές διαβίβασης των δεδομένων, γ) τα εν γένει οργανωτικά και τεχνικά μέτρα για την ασφάλεια της επεξεργασίας των δεδομένων, δ) η διαδικασία και τα αρμόδια όργανα για την επιβολή του προστίμου και τον τρόπο βεβαίωσης και είσπραξης, καθώς και κάθε άλλο σχετικό θέμα. Σε όσους παραβαίνουν τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τις διατάξεις της παραγράφου αυτής και της κανονιστικής απόφασης, που εκδίδεται σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο, επιβάλλεται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών διοικητικό πρόστιμο ύψους από διακόσια (200) μέχρι πέντε χιλιάδες (5.000) ευρώ ανάλογα με τη συχνότητα και τη βαρύτητα της παράβασης.»
Άρθρο 27
Τροποποιήσεις διατάξεων του Κώδικα Φ.Π.Α.
Στις διατάξεις του Κώδικα Φ.Π.Α., ο οποίος κυρώθηκε με το ν. 2859/2000 (ΦΕΚ 248 Α΄), επέρχονται οι εξής τροποποιήσεις:
1. Η περίπτωση β΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 6 αντικαθίσταται ως εξής:
«β) ως πρώτη εγκατάσταση, η πρώτη χρησιμοποίηση με οποιονδήποτε τρόπο των κτιρίων ύστερα από την ανέγερσή τους, όπως είναι η ιδιοκατοίκηση, η ιδιόχρηση, η μίσθωση ή άλλη χρήση. Θεωρείται επίσης ότι πραγματοποιείται η πρώτη εγκατάσταση κατά το χρόνο που συμπληρώνεται τριετία από την ημερομηνία αποπεράτωσης της οικοδομής».
2. α) Η περίπτωση δ΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 8 αντικαθίσταται ως εξής:
«δ) η μίσθωση βιομηχανοστασίων και χρηματοθυρίδων. Επίσης, η μίσθωση χώρων, αυτοτελώς ή στα πλαίσια μικτών συμβάσεων, που πραγματοποιείται από επιχειρήσεις που εκμεταλλεύονται εμπορικά κέντρα ή τα εμπορευματικά κέντρα του ν. 3333/2005 (ΦΕΚ 91 Α΄), εφόσον ο υποκείμενος το επιθυμεί και υποβάλλει για αυτό αίτηση επιλογής φορολόγησης».
β) Μετά το πρώτο εδάφιο της περίπτωσης ε΄ της παρ. 1 του άρθρου 24 προστίθεται, από τότε που ίσχυσε ο ν. 2859/2000, εδάφιο ως εξής: «Ως μεταφορές για την εφαρμογή του προηγούμενου εδαφίου νοούνται και οι μεταφορές αγαθών μέσω αγωγών ή η παροχή πρόσβασης σε τέτοιους αγωγούς.»
3. Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 33 αντικαθίσταται ως εξής:
«Για τα ακίνητα, η μίσθωση των οποίων υπάγεται στο φόρο, κατόπιν της επιλογής που προβλέπεται στην περίπτωση δ΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 8, η έκπτωση του φόρου που ενεργήθηκε υπόκειται σε δεκαετή διακανονισμό με αφετηρία το έτος χρησιμοποίησής τους. Ο διακανονισμός ενεργείται κάθε έτος για το ένα δέκατο του φόρου που επιβάρυνε το αγαθό, ανάλογα με τις μεταβολές του δικαιώματος έκπτωσης. Το ποσό του φόρου που εναπομένει για διακανονισμό κατά το χρόνο άσκησης της επιλογής φορολόγησης, διακανονίζεται με βάση συνολική περίοδο δέκα ετών.»
4. Στην παράγραφο 2 του άρθρου 37 προστίθεται νέο εδάφιο ως εξής:
«Το Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων (Ι.Κ.Α.) υποχρεούται μέσα στο μήνα Φεβρουάριο κάθε έτους, να αποστέλλει στη Γενική Γραμματεία Πληροφοριακών Συστημάτων του Υπουργείου Οικονομικών (Γ.Γ.Π.Σ.), τα στοιχεία των οικοδομών που δηλώθηκαν ως αποπερατωθείσες κατά το αμέσως προηγούμενο ημερολογιακό έτος, καθώς και τα στοιχεία του κυρίου του έργου και του κατασκευαστή.»
5. Στο άρθρο 38 προστίθεται παράγραφος 1α, ως εξής:
«1.α. Εφημεριδοπώλες, η δραστηριότητα των οποίων προσδιορίζεται από τις διατάξεις του ν.δ. 2943/1954 (ΦΕΚ 181 Α΄), δεδομένου ότι πραγματοποιούν πράξεις για τις οποίες δεν επιβάλλουν Φ.Π.Α., έχοντας παράλληλα δικαίωμα έκπτωσης του φόρου των εισροών τους, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 8 του άρθρου 19, μπορούν να επιλέγουν τη μη υποβολή περιοδικών και εκκαθαριστικών δηλώσεων, εφόσον με δήλωσή τους επιλέγουν τη μη διενέργεια έκπτωσης του φόρου εισροών.
Η δήλωση αυτή υποβάλλεται στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. μέσα σε τριάντα ημέρες από την έναρξη της διαχειριστικής περιόδου και δεν μπορεί να ανακληθεί πριν την παρέλευση πενταετίας. Ειδικά κατά την πρώτη εφαρμογή για πράξεις που πραγματοποιήθηκαν από 1.7.2010, η εν λόγω δήλωση μπορεί να υποβληθεί μέχρι 31.5.2011.»
6. Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 38 αντικαθίσταται με τέσσερα εδάφια, ως εξής:
«Με την υποβολή περιοδικής ή εκκαθαριστικής δήλωσης καταβάλλεται το συνολικά οφειλόμενο ποσό. Αν υποβάλλεται εμπρόθεσμα περιοδική δήλωση, μπορεί να καταβληθεί ταυτόχρονα με την υποβολή ποσοστό τουλάχιστον σαράντα τοις εκατό (40%) του συνολικά οφειλόμενου ποσού και το υπολειπόμενο ποσό μπορεί να καταβάλλεται, σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 54, προσαυξημένο κατά δύο τοις εκατό (2%). Ως καταβολή λογίζεται και η απόσβεση της οφειλής δια συμψηφισμού, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 83 του ν.δ. 356/1974 (Κ.Ε.Δ.Ε., ΦΕΚ 90 Α΄). Εκκαθαριστική δήλωση και εκπρόθεσμη περιοδική δήλωση, χωρίς την καταβολή όλου του ποσού και εμπρόθεσμη περιοδική δήλωση χωρίς την καταβολή τουλάχιστον του ανωτέρω ποσοστού δεν επάγονται έννομα αποτελέσματα.»
7. Η παράγραφος 8 του άρθρου 38 αντικαθίσταται ως εξής:
«8. Τα πρόσωπα που καθίστανται υποκείμενα στο φόρο από περιστασιακή παράδοση καινούριου μεταφορικού μέσου υποχρεούνται να υποβάλουν έκτακτη περιοδική δήλωση, πριν από την άσκηση του δικαιώματος επιστροφής του φόρου, που προβλέπεται από το άρθρο 34.»
8. Η παράγραφος 9 του άρθρου 38 καταργείται.
9. Στην παράγραφο 11 του άρθρου 38 προστίθεται τρίτο εδάφιο ως εξής:
«Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών καθορίζεται ο τρόπος άσκησης της επιλογής που αναφέρεται στην παράγραφο 1α.»
10. Ο τίτλος του άρθρου 39α αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 39α
Ειδικό καθεστώς καταβολής του φόρου από τον λήπτη αγαθών και υπηρεσιών».
11. Στο άρθρο 39α προστίθεται νέα παράγραφος 3 ως εξής:
«3. Αν μεταβιβαστούν σε άλλο υποκείμενο στο φόρο εγκατεστημένο στο εσωτερικό της χώρας δικαιώματα εκπομπής αερίων θερμοκηπίου, σύμφωνα με τις διατάξεις της Οδηγίας 2003/87/ΕΚ (L 275/25.10.2003) «σχετικά με τη θέσπιση συστήματος εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου εντός της Κοινότητας και την τροποποίηση της Οδηγίας 96/61/ΕΚ του Συμβουλίου», ο φόρος καταβάλλεται από τον λήπτη. Ο παρέχων τις υπηρεσίες αυτές έχει δικαίωμα έκπτωσης του φόρου εισροών σχετικά με τις εν λόγω πράξεις, δεν χρεώνει φόρο στα εκδιδόμενα φορολογικά στοιχεία και υποχρεούται να αναγράφει σε αυτά «Άρθρο 39α, υπόχρεος για την καταβολή του φόρου είναι ο λήπτης των υπηρεσιών.»»
12 α) Η περίπτωση γ΄ της παραγράφου 4 του άρθρου 41 αντικαθίσταται ως εξής:
«γ) ασκούν παράλληλα και άλλη οικονομική δραστηριότητα, για την οποία έχουν υποχρέωση να τηρούν βιβλία δεύτερης ή ανώτερης κατηγορίας του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων. Η διάταξη αυτή δεν ισχύει για τους αγρότες που πωλούν προϊόντα δικής τους παραγωγής από δικό τους κατάστημα ή από λαϊκές αγορές ή πραγματοποιούν εξαγωγές ή παραδόσεις προς άλλο κράτος − μέλος, καθώς και για τους αγρότες οι οποίοι εντάσσονται στο Μητρώο Αγροτών και Αγροτικών Εκμεταλλεύσεων, σύμφωνα με το ν. 3874/2010 (ΦΕΚ 151 Α΄) και ασχολούνται με τη διαχείριση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας έως 100 KW ή τη λειτουργία αγροτουριστικών μονάδων έως 10 δωματίων.»
β) Δεν αναζητούνται επιστροφές Φ.Π.Α. που έχουν καταβληθεί από τις αρμόδιες Δ.Ο.Υ. σε αγρότες του ειδικού καθεστώτος του άρθρου 41, οι οποίες αφορούν επιδοτήσεις. Πράξεις επιβολής φόρου προστιθέμενης αξίας που έχουν εκδοθεί μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, κατά το μέρος που αφορούν την ανωτέρω αιτία παύουν να ισχύουν, με την προϋπόθεση ότι μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου δεν έχουν με οποιονδήποτε τρόπο καταστεί οριστικές.
13. Η παράγραφος 1 του άρθρου 53 αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Ο προϊστάμενος της αρμόδιας Δ.Ο.Υ. βεβαιώνει στο όνομα του υπόχρεου που προβλέπουν οι διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 35 τον κύριο και πρόσθετο φόρο που προκύπτει:
α) Βάσει των δηλώσεων που υποβάλλονται.
Αν δεν καταβληθεί το σύνολο του οφειλόμενου ποσού ταυτόχρονα με την υποβολή της δήλωσης κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 2 του άρθρου 38, με τον κύριο και πρόσθετο φόρο συμβεβαιώνεται και η αναλογούσα προσαύξηση που προβλέπεται στο εν λόγω εδάφιο.
β) Βάσει των πράξεων προσδιορισμού του φόρου που αναφέρονται στα άρθρα 49 και 50, εφόσον αυτές έχουν οριστικοποιηθεί με διοικητική επίλυση της διαφοράς ή λόγω μη άσκησης ή εκπρόθεσμης άσκησης προσφυγής.
γ) Βάσει οριστικών αποφάσεων διοικητικών δικαστηρίων ή πρακτικών δικαστικού συμβιβασμού.
Για τη βεβαίωση του φόρου, ο προϊστάμενος Δ.Ο.Υ. συντάσσει χρηματικό κατάλογο μέσα σε προθεσμία δύο μηνών από τη λήξη του μήνα που αποκτήθηκε ο τίτλος βεβαίωσης και πάντως όχι αργότερα από τρία έτη από το τέλος του έτους κατά το οποίο αποκτήθηκε ο τίτλος βεβαίωσης.
Η παράλειψη βεβαίωσης του φόρου μέσα στην προθεσμία των δύο μηνών που προβλέπεται στο προηγούμενο εδάφιο αποτελεί πειθαρχικό αδίκημα, που τιμωρείται σύμφωνα με τις διατάξεις του Υπαλληλικού Κώδικα.»
14. Η παράγραφος 2 του άρθρου 53 αντικαθίσταται ως εξής:
«2. Αν δεν επιτευχθεί διοικητική επίλυση της διαφοράς και ασκηθεί από τον υπόχρεο εμπρόθεσμη προσφυγή, βεβαιώνεται αμέσως από τον προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. ποσοστό πενήντα τοις εκατό του αμφισβητούμενου κύριου φόρου και του πρόσθετου φόρου.»
15. Το άρθρο 54 αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 54
Τρόπος καταβολής του φόρου
1. Ο φόρος που οφείλεται, κατά τις διατάξεις του παρόντος νόμου, καταβάλλεται σύμφωνα με τις παραγράφους 2, 3 και 4.
2. Ο φόρος που οφείλεται βάσει περιοδικών και εκκαθαριστικών δηλώσεων, καταβάλλεται εφάπαξ, με την υποβολή των δηλώσεων που προβλέπουν οι διατάξεις του παρόντος νόμου. Ο φόρος που οφείλεται με βάση τις εμπρόθεσμες περιοδικές δηλώσεις μπορεί να καταβάλλεται και σε τρεις δόσεις, η πρώτη από τις οποίες καταβάλλεται ταυτόχρονα με την υποβολή της δήλωσης και δεν μπορεί να είναι μικρότερη από το ποσοστό που ορίζεται με τις διατάξεις του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 2 του άρθρου 38. Το υπόλοιπο ποσό καταβάλλεται προσαυξημένο κατά δύο τοις εκατό, σε δύο ισόποσες μηνιαίες δόσεις, η πρώτη από τις οποίες καταβάλλεται μέχρι την τελευταία εργάσιμη για τις δημόσιες υπηρεσίες ημέρα του επόμενου από τη βεβαίωση μήνα. Το ποσό κάθε δόσης δεν μπορεί να είναι μικρότερο των τριακοσίων (300) ευρώ. Ποσό που οφείλεται βάσει οποιασδήποτε άλλης δήλωσης καταβάλλεται εφάπαξ.
Αν δεν καταβληθεί εμπρόθεσμα μία δόση, ο φορολογούμενος στερείται του δικαιώματος καταβολής του φόρου σε δόσεις, σύμφωνα με τα προηγούμενα εδάφια, για την τρέχουσα και την επόμενη κάθε φορά διαχειριστική περίοδο.
3. Ο φόρος που οφείλεται καταβάλλεται εφάπαξ μέχρι την τελευταία εργάσιμη ημέρα του επόμενου μήνα από τη βεβαίωση, εφόσον αφορά:
α) το ποσοστό πενήντα τοις εκατό (50%) του αμφισβητούμενου κύριου φόρου και πρόσθετου φόρου που προβλέπεται στην παρ. 2 του άρθρου 53, εκτός από τον αμφισβητούμενο φόρο και πρόσθετο φόρο που προκύπτει με βάση προσωρινή πράξη προσδιορισμού του φόρου, ο οποίος καταβάλλεται στο σύνολό του,
β) το φόρο που βεβαιώθηκε με βάση οριστική απόφαση του διοικητικού δικαστηρίου,
γ) φόρο που βεβαιώθηκε, ο οποίος δεν υπερβαίνει το ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.
4. O φόρος που οφείλεται, με βάση οριστική πράξη προσδιορισμού, η οποία οριστικοποιήθηκε λόγω μη άσκησης ή μη εμπρόθεσμης άσκησης προσφυγής, καταβάλλεται σε δύο ισόποσες μηνιαίες δόσεις, αν το συνολικό ποσό του φόρου είναι μεγαλύτερο των τριακοσίων (300) ευρώ. Η πρώτη δόση καταβάλλεται μέχρι την τελευταία εργάσιμη ημέρα, για τις δημόσιες υπηρεσίες, του επόμενου μήνα από τη βεβαίωση.
5. Με την επιφύλαξη της περίπτωσης γ΄ της παραγράφου 3, ο φόρος που οφείλεται, μετά την υπογραφή του πρακτικού και την καταβολή του 1/5 του συνολικά οφειλόμενου φόρου, όπως προβλέπεται στην παράγραφο 2 του άρθρου 24 του ν. 2523/1997 (ΦΕΚ 179 Α΄), καταβάλλεται σε έξι ισόποσες μηνιαίες δόσεις, από τις οποίες η πρώτη μέχρι την τελευταία εργάσιμη ημέρα του επόμενου μήνα από τη βεβαίωση, στις περιπτώσεις:
α) διοικητικής επίλυσης της διαφοράς,
β) κατάργησης της φορολογικής δίκης, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1 του ν.δ. 4600/1966, επί οριστικής πράξης προσδιορισμού του φόρου,
6. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών μπορεί να ορίζονται ο τρόπος καταβολής του φόρου, οι προϋποθέσεις, οι διαδικασίες και κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την απόδοση του οφειλόμενου φόρου και χωρίς την υποβολή περιοδικών δηλώσεων. Με όμοια απόφαση ορίζεται η ημερομηνία από την οποία εφαρμόζεται η κύρωση του τελευταίου εδαφίου της παραγράφου 2 και κάθε άλλο σχετικό θέμα για την εφαρμογή της κύρωσης αυτής.»
16. α) Οι διατάξεις της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται για οικοδομές οι οποίες αποπερατώνονται από 1.1.2011 και εφεξής. Για τις οικοδομές που αποπερατώθηκαν έως 31.12.2010, ως χρόνος έναρξης της τριετίας από την αποπεράτωση θεωρείται η 1.1.2011.
β) Οι διατάξεις της παραγράφου 6 εφαρμόζονται για δηλώσεις των οποίων η προθεσμία υποβολής λήγει μετά την 1.7.2011.
γ) Η ισχύς των διατάξεων των παραγράφων 2, 3, 4, 5, 9, 10 και 11 αρχίζει από 1.1.2011.
δ) Η ισχύς των διατάξεων της παραγράφου 12 αρχίζει από 31.12.2010.
Άρθρο 28
Συμπλήρωση διατάξεων για το αποδεικτικό ενημερότητας χρεών και φορολογικών υποχρεώσεων προς το Δημόσιο
1. Μετά το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 6 του άρθρου 26 του ν. 1882/1992 (ΦΕΚ 43 Α΄) προστίθενται εδάφια ως εξής:
«Οι Ο.Τ.Α. υποχρεούνται να διαβιβάζουν ηλεκτρονικά στη Γενική Γραμματεία Πληροφοριακών Συστημάτων του Υπουργείου Οικονομικών τις οφειλές προς αυτούς, που συνεπάγονται τη μη χορήγηση αποδεικτικού φορολογικής ενημερότητας. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών, Αποκέντρωσης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης και Οικονομικών καθορίζονται τα στοιχεία που διαβιβάζονται, ο υπεύθυνος για τη διαβίβαση των στοιχείων, η ειδικότερη διαδικασία, ο χρόνος και κάθε αναγκαίο ζήτημα για την εφαρμογή του προηγούμενου εδαφίου.»
2. Στο άρθρο 26 του ν.1882/1990 (ΦΕΚ 43 Α΄) προστίθενται παράγραφοι 8 και 9, ως εξής:
«8. Αν ζητείται αποδεικτικό ενημερότητας για είσπραξη χρημάτων και δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις της παραγράφου 3 για τη χορήγησή του, ούτε συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 83 του ν.δ. 356/1974 (Κ.Ε.Δ.Ε.) περί συμψηφισμού, εκδίδεται από την υπηρεσία στην οποία είναι βεβαιωμένη η οφειλή, βεβαίωση οφειλής προς το Δημόσιο, η οποία κατατίθεται αντί του αποδεικτικού ενημερότητας στην υπηρεσία ή τον οργανισμό πληρωμής. Με βάση τη βεβαίωση αυτή αποδίδεται το προς είσπραξη ποσό και μέχρι του ύψους της οφειλής, στην εκδούσα τη βεβαίωση υπηρεσία.
Η βεβαίωση εκδίδεται:
α) μετά από αίτημα της Διεύθυνσης Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων, ή
β) οίκοθεν, από την υπηρεσία στην οποία είναι βεβαιωμένη η οφειλή, όταν εντοπιστεί απαίτηση του οφειλέτη για την είσπραξη της οποίας απαιτείται η κατάθεση αποδεικτικού ενημερότητας ή
γ) μετά από αίτημα της υπηρεσίας ή του φορέα που διενεργεί την εκκαθάριση ή την πληρωμή προς τον οφειλέτη του Δημοσίου, όταν ο δικαιούχος της πληρωμής οφειλέτης αμελεί ή αδυνατεί να προσκομίσει αποδεικτικό ενημερότητας.
Για κάθε τίτλο πληρωμής εκδίδεται χωριστή βεβαίωση οφειλής, η οποία έχει διάρκεια ισχύος ενός μήνα από την έκδοσή της και επισυνάπτεται στον τίτλο πληρωμής αντί του αποδεικτικού ενημερότητας. Για την απόδοση τυχόν επιπλέον ποσού που αποδίδεται στον δικαιούχο, απαιτείται κατάθεση αποδεικτικού φορολογικής του ενημερότητας. Εάν δεν είναι δυνατή η έκδοση αποδεικτικού φορολογικής ενημερότητας λόγω οφειλής προς Ο.Τ.Α., προσκομίζεται στην υπηρεσία ή τον οργανισμό πληρωμής σχετική βεβαίωση οφειλής προς τον Ο.Τ.Α., στον οποίο και αποδίδεται το προς είσπραξη ποσό και μέχρι του ύψους της οφειλής.
Η βεβαίωση οφειλής χορηγείται όταν μεταβιβάζεται ακίνητο, υπό τις παρακάτω προϋποθέσεις που πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά:
α) από το προϊόν του τιμήματος εξοφλούνται πλήρως οι βεβαιωμένες κατά τον Κ.Ε.Δ.Ε. οφειλές και
β) δεν συντρέχουν άλλοι λόγοι μη έκδοσης αποδεικτικού φορολογικής ενημερότητας παρά μόνο οι ανωτέρω βεβαιωμένες οφειλές.
Η βεβαίωση οφειλής επισυνάπτεται στην πράξη μεταβίβασης, αντί του αποδεικτικού φορολογικής ενημερότητας.
Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών καθορίζεται η ειδικότερη διαδικασία και κάθε άλλο θέμα για την εφαρμογή της παραγράφου αυτής.
9. Για την καταβολή των εκχωρημένων χρηματικών απαιτήσεων κατά των φορέων που προβλέπονται στην παράγραφο 1 ή των προϊόντων των πράξεων που προβλέπονται στην παράγραφο 2, το αποδεικτικό ενημερότητας προσκομίζεται τόσο από τον εκχωρητή ή ενεχυράσαντα, όσο και από τον εκδοχέα ή ενεχυρούχο δανειστή. Στην περίπτωση αυτή η έκδοση αποδεικτικού ενημερότητας του εκχωρητή ή ενεχυράσαντα μπορεί να ζητηθεί και από τον εκδοχέα ή ενεχυρούχο δανειστή, στους οποίους χορηγείται, εφόσον συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις. Αν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις χορήγησής του, λόγω οφειλών, τα προς είσπραξη χρήματα αποδίδονται στο Δημόσιο μέχρι το ύψος της βεβαιωμένης οφειλής κατά το χρόνο της απόδοσης αυτών.»
Άρθρο 29
Κάρτα αποδείξεων και ηλεκτρονική φορολογική ενημερότητα
1. Στο τέλος της παραγράφου 1 του άρθρου 9 του Κ.Φ.Ε. προστίθενται εδάφια ως εξής:
«Η καταγραφή των στοιχείων των αποδείξεων δαπανών που απαιτείται να προσκομισθούν σύμφωνα με τις διατάξεις των προηγούμενων εδαφίων μπορεί να γίνεται μέσω διαδικτύου ή μαγνητικής κάρτας που είναι ανώνυμη και προαιρετική για τον φορολογούμενο.
Τα δεδομένα που καταγράφονται για λογαριασμό του φορολογούμενου είναι:
α) ο Α.Φ.Μ. του εκδότη της απόδειξης και β) η ημερομηνία και το ποσό της συναλλαγής.
Αρμόδια αρχή για τη συλλογή και επεξεργασία των δεδομένων είναι η Γ.Γ.Π.Σ. του Υπουργείου Οικονομικών.
Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών ορίζονται: α) η διαδικασία και το σύστημα καταγραφής των στοιχείων των αποδείξεων μέσω διαδικτύου ή μαγνητικής κάρτας,
β) οι φορείς, δημόσιοι ή ιδιωτικοί, που υποχρεούνται να παρέχουν την υποστήριξη και συνεργασία τους για την πραγματοποίηση του ως άνω συστήματος, καθώς και οι σχετικές διαδικασίες, γ) οι τεχνικές προδιαγραφές των απαιτούμενων εφαρμογών και υποδομών για τη λειτουργία του, δ) τα εν γένει οργανωτικά και τεχνικά μέτρα για την ασφάλεια της επεξεργασίας των δεδομένων, ε) η έναρξη εφαρμογής της καταγραφής των στοιχείων των αποδείξεων δαπανών μέσω διαδικτύου ή μαγνητικής κάρτας και κάθε άλλο σχετικό θέμα.»
2. Το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 3 του άρθρου 26 του ν. 1882/1990 (ΦΕΚ 43 Α΄) αντικαθίσταται ως εξής:
«Οι φορείς των προηγούμενων εδαφίων μπορούν να λαμβάνουν αποδεικτικό ενημερότητας ή πληροφόρηση για τη φορολογική ενημερότητα φυσικών ή νομικών προσώπων ή ενώσεων προσώπων και ηλεκτρονικά μέσω διαδικτύου από τη Γ.Γ.Π.Σ. του Υπουργείου Οικονομικών.
Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών καθορίζονται οι ειδικότερες προϋποθέσεις, η διαδικασία, ο χρόνος έναρξης παροχής των υπηρεσιών των προηγούμενων εδαφίων από τη Γ.Γ.Π.Σ., οι λεπτομέρειες και κάθε άλλο σχετικό θέμα.»
3. Όπου, κατά τις ισχύουσες διατάξεις, απαιτείται κατάθεση παραβόλου σε έντυπη μορφή, δύναται να αντικατασταθεί η έντυπη μορφή με ηλεκτρονικό παράβολο. Το ηλεκτρονικό παράβολο δημιουργείται με τη χορήγηση μοναδικού ψηφιακού κωδικού, ο οποίος πιστοποιείται και ελέγχεται από κεντρικό πληροφοριακό σύστημα. Η διάθεση των ηλεκτρονικών παραβόλων δύναται να πραγματοποιείται με χρήση οποιουδήποτε καθιερωμένου στις συναλλαγές τρόπου πληρωμής. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών καθορίζονται οι αρμοδιότητες, οι διαδικασίες, οι λεπτομέρειες και ό, τι άλλο απαιτείται για την εφαρμογή του ηλεκτρονικού παραβόλου.
Άρθρο 30
Τελωνειακές διατάξεις Τροποποίηση του ν. 2960/2001
1. Στο ν. 2960/2001 «Εθνικός Τελωνειακός Κώδικας» (ΦΕΚ 265 Α΄), μετά το άρθρο 100 προστίθεται άρθρο 100Α, ως εξής:
«Άρθρο 100Α
1. Για τη σύσταση καπνοβιομηχανίας ή επαγγελματικού εργαστηρίου παραγωγής προϊόντων καπνού, εκτός από τις άδειες εγκατάστασης και λειτουργίας που χορηγούνται από την αρμόδια Διεύθυνση Ανάπτυξης της οικείας Περιφέρειας, απαιτείται και άδεια του Υπουργού Οικονομικών. Η άδεια αυτή, η οποία εκδίδεται μετά από αίτηση του ενδιαφερόμενου φυσικού ή νομικού προσώπου, είναι τριετούς διάρκειας και για την ανανέωσή της απαιτείται η υποβολή νέας αίτησης.
2. Για τη χορήγηση άδειας σύστασης καπνοβιομηχανίας απαιτείται κατοχή μηχανικών εγκαταστάσεων ετήσιας παραγωγικής δυναμικότητας τουλάχιστον 250.000 χιλιόγραμμων επεξεργασμένου καπνού.
Το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που επιθυμεί να συστήσει καπνοβιομηχανία οφείλει επιπλέον πριν από την έναρξη της εργασίας του να συστήσει φορολογική αποθήκη και να λάβει άδεια εγκεκριμένου αποθηκευτή.
3. Για τη χορήγηση άδειας σύστασης επαγγελματικού εργαστηρίου απαιτείται κατοχή μηχανικών εγκαταστάσεων ετήσιας παραγωγικής δυναμικότητας τουλάχιστον 2.000 χιλιόγραμμων επεξεργασμένου καπνού.
Όταν παράγονται προϊόντα καπνού από επαγγελματικό εργαστήριο υπό καθεστώς αναστολής του φόρου, σύμφωνα με τις διατάξεις του τρίτου μέρους του παρόντος Κώδικα, το ενδιαφερόμενο φυσικό ή νομικό πρόσωπο οφείλει επιπλέον πριν από την έναρξη της εργασίας του να συστήσει φορολογική αποθήκη και να λάβει άδεια εγκεκριμένου αποθηκευτή.
Όταν παράγονται προϊόντα καπνού από επαγγελματικό εργαστήριο εκτός καθεστώτος αναστολής του φόρου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 56, 106 και 111 του παρόντος Κώδικα, το ενδιαφερόμενο φυσικό ή νομικό πρόσωπο πρέπει να πληροί τις προϋποθέσεις που καθορίζονται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών. Το πρόσωπο αυτό υποχρεούται να παρέχει εγγύηση προς το Δημόσιο για τη διασφάλιση των συμφερόντων του και να συμμορφώνεται με τις υποχρεώσεις που επιβάλλει ο Υπουργός Οικονομικών και η αρμόδια αρχή.
4. Για τους σκοπούς εφαρμογής του άρθρου 18 του προεδρικού διατάγματος της 28ης Ιουλίου 1931 (ΦΕΚ 239 Α΄), ως άδεια σύστασης ειδικού καπνεργοστασίου νοείται η άδεια που προβλέπεται από τις διατάξεις του παρόντος άρθρου.»
2. Επιβατικά αυτοκίνητα, στα οποία περιλαμβάνονται και τα αυτοκίνητα τύπου Jeep που πληρούν εκ κατασκευής τις προδιαγραφές των Οδηγιών 98/69/ΕΚ Φάσης Β (L 350/28.12.1998) ή μεταγενέστερης, εξακολουθούν να υπάγονται στους συντελεστές τέλους ταξινόμησης που προβλέπονται από την περίπτωση α΄της παραγράφου 2 του άρθρου 121 του ν. 2960/2001, εφόσον μέχρι και 29.6.2011 τελωνισθούν και καταβληθούν γι’ αυτά, οι οφειλόμενες δασμοφορολογικές επιβαρύνσεις.
3. α) Οι διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 16 του ν. 1798/1988 (ΦΕΚ 166 Α΄) τροποποιούνται ως εξής:
αα) Το πρώτο εδάφιο της περίπτωσης Α΄ αντικαθίσταται ως εξής:
«A. Στους ανάπηρους Έλληνες πολίτες και πολίτες των άλλων κρατών − μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης με κατοικία στην Ελλάδα, κατά την έννοια του άρθρου 2 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (Κ.Φ.Ε., ν. 2238/1994, ΦΕΚ 151 Α΄), ηλικίας άνω των τεσσάρων ετών, οι οποίοι:».
ββ) Το πρώτο εδάφιο της περίπτωσης Β΄ αντικαθίσταται ως εξής:
«Β. Στους τυφλούς Έλληνες πολίτες και πολίτες των άλλων κρατών − μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης με κατοικία στην Ελλάδα κατά την έννοια του άρθρου 2 του Κ.Φ.Ε., που έχουν συμπληρώσει το 4ο έτος της ηλικίας τους, εφόσον έχουν ολική και από τους δύο οφθαλμούς τύφλωση, με ποσοστό αναπηρίας 100%.»
γγ) Το πρώτο εδάφιο της περίπτωσης Γ΄ αντικαθίσταται ως εξής:
«Γ. Στους άνω των τεσσάρων ετών Έλληνες πολίτες και πολίτες των άλλων κρατών − μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης με κατοικία στην Ελλάδα, κατά την έννοια του άρθρου 2 του Κ.Φ.Ε., οι οποίοι:».
β) Στο άρθρο 16 του ν. 1798/1988 προστίθεται νέα παράγραφος 8, ως εξής:
«8. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών καθορίζεται κάθε άλλο θέμα για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου.»
γ) Η περίπτωση β΄της παραγράφου 1 του άρθρου 16 του ν. 2227/1994 (ΦΕΚ 129 Α΄) καταργείται.
4. Η παρ. 4 του άρθρου 5 του ν. 1567/1985 (ΦΕΚ 171 Α΄), όπως έχει αντικατασταθεί με τις διατάξεις της παρ.1 του άρθρου 10 του ν. 2443/1996 (ΦΕΚ 265 Α΄), αντικαθίσταται ως εξής:
«4. Από τις ναρκωτικές ουσίες που κατάσχονται από τις αρμόδιες αρχές κατά το άρθρο 41 του ν. 3459/2006 (ΦΕΚ 103 Α΄), σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, διατίθενται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών οι απολύτως αναγκαίες ποσότητες για την εκπαίδευση των τελωνειακών υπαλλήλων και των σκύλων ανιχνευτών ναρκωτικών ουσιών της Τελωνειακής Υπηρεσίας.»
5. Καινούρια φορτηγά αυτοκίνητα μικτού βάρους μέχρι και 3,5 τόνους, που πληρούν εκ κατασκευής τις προδιαγραφές της Οδηγίας 98/69/ΕΚ «Φάση Β» ή μεταγενέστερης Οδηγίας ή Κανονισμού και παραλαμβάνονται σε αντικατάσταση επιβατικών αυτοκινήτων ιδιωτικής χρήσης ή όμοιων φορτηγών, που αποσύρονται από την κυκλοφορία για καταστροφή, απαλλάσσονται του προβλεπόμενου από τις περιπτώσεις β΄, γ΄και ε΄της παραγράφου 1 του άρθρου 123 του ν. 2960/2001 τέλους ταξινόμησης ως εξής:
α) για τα αυτοκίνητα των παραπάνω περιπτώσεων β΄ και γ΄ κυλινδρισμού κινητήρα μέχρι και 1.600 κυβικά εκατοστά κατά 60% και για τα κυλινδρισμού κινητήρα πάνω από 1.600 μέχρι και 3.500 κυβικά εκατοστά κατά 50%,
β) για τα αυτοκίνητα κυλινδρισμού κινητήρα μέχρι και 3.500 κυβικά εκατοστά της παραπάνω περίπτωσης ε΄κατά 40%.
Οι διατάξεις αυτές εφαρμόζονται μόνο για αυτοκίνητα παλαιάς τεχνολογίας για τα οποία έχει εκδοθεί άδεια κυκλοφορίας στην Ελλάδα μέχρι 31.12.1998 και για τα οποία έχουν καταβληθεί τα τέλη κυκλοφορίας του έτους εντός του οποίου γίνεται η διαγραφή, καθώς και τυχόν οφειλομένων προηγούμενων ετών.
Οι κοινές υπουργικές αποφάσεις που εκδίδονται κατ’ εφαρμογή της περίπτωσης δ΄της παραγράφου 2 του άρθρου 8 του ν. 3899/2010, ισχύουν και για τις διατάξεις της παρούσας παραγράφου.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ΄
ΔΙΑΙΤΗΤΙΚΗ ΕΠΙΛΥΣΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
ΣΩΜΑ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΩΝ ΔΙΑΙΤΗΤΩΝ
Άρθρο 31
Σώμα Φορολογικών Διαιτητών
1. Ιδρύεται ειδικό Σώμα Φορολογικών Διαιτητών (Σ.Φ.Δ.) ως ανεξάρτητη αρχή με έδρα την Αθήνα.
2. Έργο του Σ.Φ.Δ. είναι η διαιτητική επίλυση των διαφορών που αναφύονται:
α) κατά τον καταλογισμό των φόρων, δασμών, τελών και συναφών δικαιωμάτων του Δημοσίου, καθώς και των προστίμων και λοιπών χρηματικών κυρώσεων,
β) κατά την επιβολή, με διοικητικές πράξεις, κάθε είδους κυρώσεων για παράβαση των διατάξεων της φορολογικής και τελωνειακής γενικά νομοθεσίας, ακόμη και αν οι κυρώσεις αυτές επιβάλλονται αυτοτελώς ή άσχετα με υποχρέωση καταβολής φόρου, δασμού, τέλους ή άλλου δικαιώματος του Δημοσίου, εφόσον το αντικείμενό τους υπερβαίνει το ποσό των εκατόν πενήντα χιλιάδων (150.000) ευρώ.
3. Το Σ.Φ.Δ. υπάγεται στα Υπουργεία Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
Δεν υπόκειται σε έλεγχο από κυβερνητικά όργανα ή άλλη διοικητική αρχή και οι πράξεις του δεν υπόκεινται σε ιεραρχικό έλεγχο ούτε από άποψη νομιμότητας, εκτός από εκείνες που αφορούν το προσωπικό του.
4. Μέλη του Σ.Φ.Δ. είναι ο Πρόεδρος, ο Αντιπρόεδρος, οι Πρόεδροι Φορολογικών Διαιτητών και οι Φορολογικοί Διαιτητές, οι οποίοι ασκούν δημόσιο λειτούργημα, έχουν αποκλειστική απασχόληση και διορίζονται με πενταετή θητεία, η οποία μπορεί να ανανεώνεται. Τα μέλη αυτά συγκροτούν την Ολομέλεια του Σώματος.
5. Φορολογικοί Διαιτητές διορίζονται πρόσωπα εγνωσμένου κύρους και επιστημονικής κατάρτισης ή επαγγελματικής επάρκειας, και ιδίως πρόσωπα που έχουν διατελέσει δικαστικοί λειτουργοί ή έχουν διατελέσει ή είναι ανώτεροι ή ανώτατοι κρατικοί λειτουργοί ή δημόσιοι υπάλληλοι με βαθμό Α΄ ή καθηγητές ή αναπληρωτές καθηγητές Α.Ε.Ι. ή ανώτατα στελέχη δημοσίων οργανισμών και επιχειρήσεων, εφόσον όλοι έχουν δεκαετή εμπειρία στην επίλυση φορολογικών διαφορών ή σε ελεγκτικό φορολογικό έργο ή στην άσκηση καθηκόντων επί φορολογικών θεμάτων στην Κεντρική Υπηρεσία του Υπουργείου Οικονομικών.
6. Οι Πρόεδροι Φορολογικών Διαιτητών επιλέγονται από τους Φορολογικούς Διαιτητές με απόφαση Συμβουλίου, το οποίο αποτελείται από: α) έναν επίτιμο αντιπρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας ή έναν επίτιμο Σύμβουλο της Επικρατείας, ως πρόεδρο, β) έναν νομικό σύμβουλο του Κράτους, γ) έναν επίτιμο πρόεδρο εφετών διοικητικών δικαστηρίων, δ) τον Πρόεδρο του Σ.Φ.Δ. και ε) τον Αντιπρόεδρό του, με εμπειρία στα φορολογικά θέματα. Το Συμβούλιο συγκροτείται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
7. To Σώμα Φορολογικών Διαιτητών διοικείται από τον Πρόεδρό του. Πρόεδρος διορίζεται συνταξιούχος ανώτατος δικαστικός λειτουργός του Συμβουλίου της Επικρατείας ή των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων ή Πρόεδρος Φορολογικών Διαιτητών. Ο Πρόεδρος επιλέγεται από την Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής, με πλειοψηφία δύο τρίτων (2/3) των μελών της, διορίζεται δε με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, μέσα σε προθεσμία δεκαπέντε (15) ημερών από την κοινοποίηση σε αυτούς της απόφασης της ανωτέρω Επιτροπής της Βουλής. Μέχρι να επέλθει η αναγκαία τροποποίηση του Κανονισμού της Βουλής, ο Πρόεδρος επιλέγεται με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, ύστερα από γνώμη της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής. Ο Πρόεδρος διορίζεται με θητεία πέντε ετών, η οποία μπορεί να ανανεώνεται μία φορά. Με την αυτή διαδικασία και με την αυτή θητεία επιλέγεται και διορίζεται και ένας Αντιπρόεδρος, ο οποίος αναπληρώνει τον Πρόεδρο όταν απουσιάζει ή κωλύεται. Ο Πρόεδρος μπορεί με πράξη του να αναθέσει την άσκηση ορισμένων αρμοδιοτήτων του στον Αντιπρόεδρο.
Άρθρο 32
Ασφάλιση και φορολογία μελών του Σ.Φ.Δ.
1. Τα μέλη του Σ.Φ.Δ. υπάγονται στον Κλάδο Κύριας Ασφάλισης του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολουμένων−Τομέα Ασφάλισης Νομικών στην κατηγορία των εμμίσθων Α΄ τάξης. Οι ασφαλιστικές εισφορές υπολογίζονται στο σύνολο των αμοιβών τους κατά τις διατάξεις που διέπουν τους δικηγόρους με πάγια αντιμισθία. Κατά την πρώτη θητεία τους μπορούν να διατηρήσουν την ασφάλισή τους στους οργανισμούς κοινωνικής ασφάλισης, στους οποίους υπάγονταν πριν από το διορισμό τους.
2. Οι αμοιβές των μελών του Σ.Φ.Δ. φορολογούνται ως εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες.
Άρθρο 33
Διαδικασίες της διαιτητικής επίλυσης διαφορών
1. Το Σ.Φ.Δ. επιλαμβάνεται του έργου του ύστερα από αίτηση του φορολογουμένου, η οποία υποβάλλεται στο Σ.Φ.Δ. μέσα στην προθεσμία άσκησης της προσφυγής στο διοικητικό δικαστήριο και πρέπει να περιέχει όλα τα κατά τον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας στοιχεία του δικογράφου της προσφυγής. Αντίγραφο της αίτησης επιδίδεται, με τη φροντίδα του αιτούντος, στη φορολογική ή τελωνειακή αρχή που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη, μέσα σε προθεσμία δεκαπέντε (15) ημερών από την υποβολή της αίτησης. Η φορολογική ή τελωνειακή αρχή πρέπει, μέσα σε προθεσμία είκοσι (20) ημερών από την επίδοση, να διαβιβάσει την αίτηση, μαζί με αντίγραφο της προσβαλλόμενης πράξης και της οικείας έκθεσης ελέγχου, στον Υπουργό Οικονομικών, ο οποίος πρέπει να δηλώσει στο Σ.Φ.Δ. αν το Δημόσιο συμφωνεί για τη διαιτητική επίλυση της διαφοράς, μέσα σε προθεσμία δύο (2) μηνών από την επίδοση της αιτήσεως στην αρμόδια φορολογική ή τελωνειακή αρχή. Αν υποβληθεί θετική δήλωση, καλείται ο αιτών, με έγγραφο του Σ.Φ.Δ. που επιδίδεται σε αυτόν, να καταβάλει την προβλεπόμενη αμοιβή μέσα σε προθεσμία είκοσι ημερών από την επίδοση, διαφορετικά η υπόθεση τίθεται στο αρχείο του Σ.Φ.Δ..
2. Η αίτηση διαιτητικής επίλυσης της διαφοράς μπορεί να υποβληθεί μετά την υποβολή αίτησης για διοικητική επίλυση της διαφοράς, κατά τις κείμενες διατάξεις ή την άσκηση προσφυγής στο αρμόδιο διοικητικό δικαστήριο. Στην περίπτωση αυτή αντίγραφα της αίτησης, της θετικής δήλωσης του Δημοσίου για τη διαιτητική επίλυση της διαφοράς και του αποδεικτικού εγγράφου καταβολής της αμοιβής των διαιτητών επιδίδονται, με τη φροντίδα του αιτούντος, στην αρμόδια φορολογική ή τελωνειακή αρχή και στον πρόεδρο του διοικητικού δικαστηρίου, κατά περίπτωση, οπότε η υπόθεση που εκκρεμεί στη φορολογική ή τελωνειακή αρχή ή στο δικαστήριο τίθεται στο αρχείο.
3. Αν η αίτηση για διαιτητική επίλυση της διαφοράς υποβληθεί πριν από την αίτηση διοικητικής επίλυσης της διαφοράς ή την άσκηση της προσφυγής, η προθεσμία για την υποβολή αίτησης διοικητικής επίλυσης της διαφοράς ή την άσκηση προσφυγής αρχίζει από την επίδοση στον αιτούντα βεβαίωσης του Σ.Φ.Δ. για την υποβολή της αρνητικής δήλωσης από το Δημόσιο για τη διαιτητική επίλυση της διαφοράς.
4. Αν κατατεθούν την ίδια ημέρα η αίτηση για διαιτητική επίλυση της διαφοράς και η προσφυγή, θεωρείται ότι έχει κατατεθεί πρώτη η αίτηση για διαιτητική επίλυση της διαφοράς.
5. Η διαφορά επιλύεται από τρεις διαιτητές. Τον πρόεδρο των διαιτητών και τους διαιτητές ορίζει ο Πρόεδρος του Σ.Φ.Δ. ανά δικάσιμο με αλφαβητική σειρά του επωνύμου τους.
6. Η δικάσιμος για τη διαιτητική επίλυση της διαφοράς δεν μπορεί να απέχει περισσότερο από δύο μήνες από την περιέλευση της θετικής δήλωσης του Δημοσίου για τη διαιτητική επίλυση της υπόθεσης. Οι απόψεις της διοικητικής αρχής υποβάλλονται στο Σ.Φ.Δ. μέσα σε προθεσμία ενός μηνός από την υποβολή της θετικής δήλωσης. Η διαιτητική απόφαση εκδίδεται μέσα σε τρεις μήνες από τη συζήτηση της υπόθεσης. Αν η προθεσμία αυτή παρέλθει άπρακτη, παύει αυτοδικαίως η εξουσία των διαιτητών για επίλυση της διαφοράς και αναβιώνει η προθεσμία για τη υποβολή αίτησης διοικητικής επίλυσης της διαφοράς και την άσκηση προσφυγής, εκτός αν οι διάδικοι συμφωνήσουν εγγράφως για την παράταση της προθεσμίας για ορισμένο χρονικό διάστημα.
7. Για τη διαιτητική επίλυση των φορολογικών διαφορών εφαρμόζονται κατά τα λοιπά, αναλόγως, οι οικείες διατάξεις του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, όπως ισχύουν κάθε φορά.
8. Αν η αίτηση διαιτητικής επίλυσης της διαφοράς γίνει εν όλω ή εν μέρει δεκτή, η υπόθεση διαβιβάζεται από το Σ.Φ.Δ. στο διοικητικό δικαστήριο για να προβεί στην ακύρωση ή τροποποίηση της προσβαλλόμενης πράξης, σύμφωνα με τα κριθέντα με τη διαιτητική απόφαση και μέσα στα όρια της αίτησης για διαιτητική επίλυση της διαφοράς. Αρμόδιο δικαστήριο είναι ο Πρόεδρος Πρωτοδικών, ο οποίος δικάζει κατά τη διαδικασία της παραγράφου 9 του άρθρου 13 του ν. 2523/1997 (ΦΕΚ 179 Α΄), όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 51 του ν. 3900/2010 (ΦΕΚ 213 Α΄).
9. Κατά της διαιτητικής απόφασης χωρεί αίτηση ακυρώσεως, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 897 και 899 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, οι οποίες εφαρμόζονται αναλόγως. Η εκδίκαση της αίτησης ακυρώσεως υπάγεται στην αρμοδιότητα του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, το οποίο αποφαίνεται αμετακλήτως. Η άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως δεν επηρεάζει την πρόοδο της διαδικασίας της προηγούμενης παραγράφου.
Άρθρο 34
Οργάνωση και λειτουργία του Σ.Φ.Δ.
1. Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται με πρόταση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων μέσα σε ένα μήνα από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, ρυθμίζονται θέματα σχετικά με τη συγκρότηση, τη σύνθεση, τη διοίκηση και λειτουργία του Σώματος Φορολογικών Διαιτητών, τα όργανα του Σ.Φ.Δ., τις αρμοδιότητες των οργάνων αυτών, του Προέδρου και των μελών του Σ.Φ.Δ., τα απαιτούμενα ειδικότερα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα, τον αριθμό των Φορολογικών Διαιτητών και των Προέδρων Φορολογικών Διαιτητών, τη διαδικασία διορισμού και απόλυσης αυτών, τις ευθύνες που υπέχουν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, τις επιβαλλόμενες κυρώσεις για παράβαση των καθηκόντων τους, τον τρόπο ορισμού της αμοιβής τους, καθώς και κάθε άλλο θέμα σχετικό με την εύρυθμη λειτουργία του Σώματος.
2. Με όμοιο προεδρικό διάταγμα καθορίζονται οι καταβαλλόμενες αμοιβές από τους αιτούντες τη διαιτητική επίλυση φορολογικών διαφορών. Οι αμοιβές αυτές καταβάλλονται από τους υπόχρεους σε ειδικό λογαριασμό που τηρείται στην Τράπεζα της Ελλάδος με τον τίτλο «Λογαριασμός Φορολογικών Διαιτητών».
3. Για την αντιμετώπιση των κατά την εφαρμογή του παρόντος δαπανών είναι δυνατόν κατά τα δύο πρώτα έτη λειτουργίας του Σώματος Φορολογικών Διαιτητών να επιχορηγείται από το Δημόσιο ο ανωτέρω λογαριασμός με ποσό που καθορίζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, εγγράφεται δε προς τούτο σε ιδιαίτερο κεφάλαιο και άρθρο σχετική πίστωση στο προϋπολογισμό του Υπουργείου Οικονομικών.
4. Με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται με πρόταση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ορίζεται η έναρξη λειτουργίας του Σώματος Φορολογικών Διαιτητών.
5. Κατά την πρώτη εφαρμογή του παρόντος ορίζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, Συμβούλιο Διοίκησης του Σ.Φ.Δ. αποτελούμενο από: α) έναν επίτιμο αντιπρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας ή έναν επίτιμο Σύμβουλο της Επικρατείας, ως πρόεδρο, β) ένα νομικό σύμβουλο του Κράτους, γ) έναν επίτιμο πρόεδρο εφετών διοικητικών δικαστηρίων, δ) έναν προϊστάμενο γενικής διεύθυνσης του Υπουργείου Οικονομικών και ε) έναν προϊστάμενο γενικής διεύθυνσης του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Το Συμβούλιο αυτό προβαίνει στο διορισμό των Φορολογικών Διαιτητών και στην επιλογή των Προέδρων Φορολογικών Διαιτητών για την αρχική πλήρωση των θέσεων.
Άρθρο 35
Ίδρυση και οργάνωση Γραμματείας.
Προσωπικό του Σ.Φ.Δ.
1. Στο Σ.Φ.Δ. συνιστάται Γραμματεία, η οποία λειτουργεί σε επίπεδο διεύθυνσης. Ο προϊστάμενος της Γραμματείας επιλέγεται από την ολομέλεια του Σώματος και διορίζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Η πλήρωση της θέσης του προϊσταμένου διεύθυνσης μπορεί, κατά την πρώτη εφαρμογή του παρόντος, να γίνει και με μετάταξη προϊσταμένου διεύθυνσης διοικητικής υπηρεσίας του Δημοσίου ή δικαστηρίου ή Ο.Τ.Α. ή Ν.Π.Δ.Δ. που επιλέγεται από το Συμβούλιο Διοίκησης, ύστερα από ανακοίνωση για υποβολή υποψηφιοτήτων που δημοσιεύεται σε δύο ημερήσιες εφημερίδες των Αθηνών. Για τη μετάταξη απαιτείται γνώμη του υπηρεσιακού συμβουλίου της υπηρεσίας από την οποία ο υπάλληλος μετατάσσεται. Η μετάταξη γίνεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και του οικείου Υπουργού. Ο διοριζόμενος ή μετατασσόμενος δεν πρέπει να έχει υπερβεί το 60ό έτος της ηλικίας του.
2. Κατά την πρώτη εφαρμογή του παρόντος η πλήρωση των θέσεων προϊσταμένων τμημάτων γίνεται με μετάταξη υπαλλήλων βαθμού Α΄ του Δημοσίου, Ο.Τ.Α. ή Ν.Π.Δ.Δ., καθώς και υπαλλήλων των δικαστηρίων και εισαγγελιών, ή με διορισμό, ύστερα από ανακοίνωση για υποβολή υποψηφιοτήτων που δημοσιεύεται σε δύο ημερήσιες εφημερίδες των Αθηνών. Διορισμός γίνεται μόνο στις θέσεις που δεν θα καλυφθούν με μετάταξη.
Η επιλογή των διοριζόμενων ή μετατασσόμενων γίνεται από το Συμβούλιο Διοίκησης. Για τη μετάταξη απαιτείται και γνώμη του υπηρεσιακού συμβουλίου της υπηρεσίας από την οποία ο υπάλληλος μετατάσσεται. Ο διορισμός των επιλεγομένων γίνεται με απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και η μετάταξη με απόφαση των ίδιων και του οικείου Υπουργού. Αποκλείονται υποψήφιοι που έχουν υπερβεί, κατ’ αντιστοιχία των θέσεων του πρώτου εδαφίου, το 55ο και 50ό έτος της ηλικίας τους κατά την ημερομηνία της ανακοίνωσης.
3. Οι λοιπές θέσεις, κατά την πρώτη εφαρμογή του παρόντος, καλύπτονται με τη διαδικασία και τις προϋποθέσεις της παραγράφου 2, εφόσον οι διοριζόμενοι ή μετατασσόμενοι δεν έχουν υπερβεί το 45ο έτος της ηλικίας τους.
4. Το υπηρεσιακό και πειθαρχικό συμβούλιο των υπαλλήλων του Σ.Φ.Δ. συγκροτείται με απόφαση του Προέδρου από έναν Πρόεδρο Φορολογικών Διαιτητών, δύο Φορολογικούς Διαιτητές και δύο αιρετούς εκπροσώπους των υπαλλήλων.
5. Οι υπάλληλοι που αποσπώνται στη Γραμματεία του Σ.Φ.Δ. λαμβάνουν από την υπηρεσία τους το μισθό και όλες τις τυχόν επιπλέον τακτικές αποδοχές, καθώς και τα κάθε είδους τακτικά επιδόματα, όπως και τις ειδικές αποζημιώσεις και απολαβές της οργανικής τους θέσης, που καταβάλλονται παγίως και εξακολουθούν να καταβάλλονται από την υπηρεσία από την οποία αποσπώνται, με την επιφύλαξη των διατάξεων της παρ. 2 του άρθρου 10 του ν. 2470/1997.
6. Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται με πρόταση των Υπουργών Εσωτερικών, Αποκέντρωσης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης, Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, καθορίζονται τα προσόντα, τα κριτήρια επιλογής, η διαδικασία διορισμού και η εν γένει υπηρεσιακή κατάσταση του προσωπικού του Σ.Φ.Δ., οι αποσπάσεις υπαλλήλων σε αυτό, η οργάνωση της Γραμματείας, οι αρμοδιότητες των υπηρεσιών της, ο αριθμός των θέσεων προσωπικού, η κατανομή τους σε κλάδους και ειδικότητες, τα ζητήματα σχετικά με την υπηρεσιακή τους κατάσταση και το πειθαρχικό δίκαιο που διέπει το προσωπικό της Γραμματείας και κάθε άλλο θέμα σχετικό με την οργάνωση, τη λειτουργία της Γραμματείας και το προσωπικό της.
Άρθρο 36
Διοικητική επίλυση φορολογικών διαφορών στη Γενική Διεύθυνση Φορολογικών Ελέγχων του Υπουργείου Οικονομικών
Μετά το άρθρο 70 του Κ.Φ.Ε. προστίθεται άρθρο 70Α που έχει ως εξής:
«Άρθρο 70Α
Διοικητική επίλυση φορολογικών διαφορών στη Γενική Διεύθυνση Φορολογικών Ελέγχων του Υπουργείου Οικονομικών
1. Συνιστάται στη Γενική Διεύθυνση Φορολογικών Ελέγχων του Υπουργείου Οικονομικών πενταμελής Επιτροπή αποτελούμενη από έναν πρώην ανώτατο δικαστικό λειτουργό ή πρώην λειτουργό του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, ως πρόεδρο, δύο υπαλλήλους της Κεντρικής Υπηρεσίας του Υπουργείου, προϊσταμένους οργανικών μονάδων επιπέδου Διεύθυνσης, έναν υπάλληλο του Σώματος Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος με βαθμό Α΄ και έναν εκπρόσωπο του Συνδέσμου Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών (Σ.Ε.Β.). Αν ο φορολογούμενος είναι μέλος ομοσπονδίας επαγγελματιών, βιοτεχνών ή εμπόρων αντί του εκπροσώπου του Σ.Ε.Β. στην επιτροπή που προβλέπεται στο προηγούμενο εδάφιο μετέχει ένας εκπρόσωπος της Γενικής Συνομοσπονδίας Επαγγελματιών, Βιοτεχνών, Εμπόρων Ελλάδος.
Η Επιτροπή Διοικητικής Επίλυσης Φορολογικών Διαφορών συγκροτείται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών. Με την ίδια απόφαση ορίζονται οι αναπληρωτές του Προέδρου και των μελών της.
2. Έργο της Επιτροπής αυτής είναι η διοικητική επίλυση των φορολογικών διαφορών σε κάθε φορολογικό αντικείμενο, εφόσον η διαφορά υπερβαίνει το ποσό των πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ.
3. Δεν θίγονται τα υφιστάμενα όργανα και οι ισχύουσες διαδικασίες για τη διοικητική επίλυση των φορολογικών διαφορών.
4. Ο υπόχρεος, σε βάρος του οποίου εκδόθηκε πράξη καταλογισμού φόρου ή πράξη επιβολής οποιασδήποτε κυρώσεως για παράβαση της φορολογικής εν γένει νομοθεσίας, μπορεί, αν αμφισβητεί την ορθότητά της, να ζητήσει, με αίτησή του απευθυνόμενη στην Επιτροπή Διοικητικής Επίλυσης Φορολογικών Διαφορών (Ε.Δ.Ε.Φ.Δ.), τη διοικητική επίλυση της διαφοράς.
5. Η υποβολή της αίτησης αυτής αποκλείει την υποβολή για την ίδια υπόθεση και άλλης αίτησης διοικητικής επίλυσης της διαφοράς με βάση τις λοιπές ισχύουσες διαδικασίες για τη διοικητική επίλυση των φορολογικών διαφορών.
6. Η αίτηση κατατίθεται στην αρμόδια φορολογική αρχή και διαβιβάζεται, μαζί με το σχετικό φάκελο, από αυτή στην Ε.Δ.Ε.Φ.Δ., μέσα σε προθεσμία δέκα (10) ημερών από την κατάθεσή της. Αν έχει υποβληθεί προγενεστέρως άλλη αίτηση διοικητικής επίλυσης της διαφοράς σε άλλο υφιστάμενο όργανο, η αίτηση προς την Ε.Δ.Ε.Φ.Δ. διαβιβάζεται σε αυτήν, εφόσον ο φορολογούμενος παραιτηθεί από την προγενέστερη αίτηση.
7. Για τη διοικητική επίλυση των φορολογικών διαφορών σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται κατά τα λοιπά οι ισχύουσες διαδικαστικές και ουσιαστικές διατάξεις για τη διοικητική επίλυση των φορολογικών διαφορών.
8. Γραμματειακή υποστήριξη στην Ε.Δ.Ε.Φ.Δ. παρέχεται από τη Γενική Διεύθυνση Ελέγχων του Υπουργείου Οικονομικών.
9. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών ορίζεται η ημερομηνία από την οποία μπορεί να υποβάλλονται στην Ε.Δ.Ε.Φ.Δ. αιτήσεις για διοικητική επίλυση φορολογικής διαφοράς.
10. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών καθορίζεται αποζημίωση για τον Πρόεδρο, τα μέλη και τον Γραμματέα της Επιτροπής και μπορεί να ιδρύονται τμήματα της Ε.Δ.Ε.Φ.Δ., να καθορίζεται η αρμοδιότητά τους, καθώς και κάθε άλλο θέμα σχετικό με την οργάνωση και λειτουργία της Επιτροπής και της υπηρεσίας για τη γραμματειακή της υποστήριξη.»
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε΄
ΕΝΣΩΜΑΤΩΣΗ ΣΤΟ ΕΘΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΤΩΝ ΟΔΗΓΙΩΝ
2008/55/ΕΚ, 2009/162/ΕΚ ΚΑΙ 2009/69/ΕΚ
Άρθρο 37
Σκοπός και πεδία εφαρμογής
1. Με τις διατάξεις του άρθρου 38 του παρόντος Κεφαλαίου σκοπείται η ενσωμάτωση στην ελληνική νομοθεσία των διατάξεων της Οδηγίας 2008/55/ΕΚ του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 26ης Μαΐου 2008 (ΕΕ L 150/28/10.6.2008). Η Οδηγία αυτή κωδικοποιεί την Οδηγία 76/308/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 15ης Μαρτίου 1976 (L 73/19.3.1976), όπως τροποποιήθηκε με τις Οδηγίες: 79/1071/ΕΟΚ (EE L331/27.12.1979), 92/12/ΕΟΚ (EE L76/23.3.1992) και 2001/44/ΕΚ (EE L175/28.6.2001) που έχει ενσωματωθεί στην ελληνική νομοθεσία με τις διατάξεις των άρθρων 86 έως και 98 του Κεφαλαίου ΙΑ΄ του ν.1402/1983 «περί προσαρμογής της τελωνειακής και δασμολογικής νομοθεσίας στο δίκαιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων» (ΦΕΚ 167 Α΄), όπως οι διατάξεις αυτές έχουν τροποποιηθεί με τις διατάξεις του άρθρου 13 του Κεφαλαίου Δ΄ του ν. 3052/2002 (ΦΕΚ 221 Α΄).
2. Με τις διατάξεις του άρθρου 39 του παρόντος Κεφαλαίου σκοπείται η ενσωμάτωση στην ελληνική νομοθεσία των διατάξεων των Οδηγιών 2009/162/ΕΕ (ΕΕ L 10/15.1.2010 και 2009/69/ΕΚ (ΕΕ L175/4.7.2009) του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι Οδηγίες αυτές τροποποιούν την Οδηγία 2006/112/ΕΚ (ΕΕ L 347/11.12.2006), σχετικά με το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας που έχει ενσωματωθεί στην ελληνική έννομη τάξη με τις διατάξεις του Κώδικα Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, ο οποίος κυρώθηκε με το ν. 2859/2000 (ΦΕΚ 248 Α΄).
Άρθρο 38
(άρθρα 1−27 της Οδηγίας 2008/55/ΕΚ που αποτελεί κωδικοποιημένη έκδοση)
Τροποποίηση και συμπλήρωση του ν.1402/1983
Το κεφάλαιο ΙΑ΄ του ν. 1402/1983 όπως έχει τροποποιηθεί από το Κεφάλαιο Δ΄ του ν. 3052/2002 (ΦΕΚ 221 Α΄), αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΑ΄
ΑΜΟΙΒΑΙΑ ΣΥΝΔΡΟΜΗ
ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΙΣΠΡΑΞΗ ΤΩΝ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ
Άρθρο 86
(άρθρα 1 και 2 της Οδηγίας 2008/55/ΕΚ)
1. Οι διατάξεις του κεφαλαίου αυτού αφορούν την είσπραξη απαιτήσεων από την Ελλάδα οι οποίες γεννήθηκαν σε άλλο κράτος − μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και αφορούν σε οφειλέτη που διαμένει στην Ελλάδα, καθώς και την είσπραξη των απαιτήσεων από τα άλλα κράτη − μέλη της Ε.Ε. οι οποίες γεννήθηκαν στην Ελλάδα και αφορούν σε οφειλέτη που διαμένει σε άλλο κράτος − μέλος.
2. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζονται για κάθε απαίτηση που αφορά:
α) τις επιστροφές, παρεμβάσεις και άλλα μέτρα που αποτελούν μέρος του συστήματος ολικής ή μερικής χρηματοδότησης του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Εγγυήσεων και του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Αγροτικής Ανάπτυξης, καθώς και στα εισπρακτέα ποσά στα πλαίσια αυτών των ενεργειών,
β) τις εισφορές και άλλα τέλη που προβλέπονται στα πλαίσια της κοινής οργάνωσης των αγορών για τον τομέα της ζάχαρης,
γ) τους εισαγωγικούς δασμούς που οφείλονται, κατά τα οριζόμενα στο στοιχείο α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 87,
δ) τους εξαγωγικούς δασμούς που οφείλονται, κατά τα οριζόμενα στο στοιχείο β΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 87,
ε) το φόρο προστιθέμενης αξίας,
στ) τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης επί:
αα) των βιομηχανοποιημένων καπνών,
ββ) της αλκοόλης και των αλκοολούχων ποτών,
γγ) των πετρελαιοειδών,
ζ) τους φόρους επί του εισοδήματος και επί της περιουσίας, κατά τα οριζόμενα στο στοιχείο γ΄της παραγράφου 1 του άρθρου 87,
η) τους φόρους επί των ασφαλίστρων, κατά τα οριζόμενα στο στοιχείο δ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 87,
θ) τους τόκους, διοικητικές κυρώσεις και πρόστιμα και τα έξοδα από απαιτήσεις που αναφέρονται στις περιπτώσεις α΄ έως η΄, αποκλειομένης κάθε είδους ποινικής κυρώσεως που προβλέπεται από την ισχύουσα νομοθεσία του κράτους − μέλους, όπου έχει την έδρα της η αρμόδια αρχή.
Άρθρο 87
(άρθρα 3 και 4 παρ.1, 2 και 5 και 7 παρ.1, 3, 4 και 11 και 17 της Οδηγίας 2008/55/ΕΚ)
1. Για την εφαρμογή του κεφαλαίου αυτού νοούνται ως:
α) «εισαγωγικοί δασμοί», οι δασμοί και οι φόροι ισοδύναμου αποτελέσματος επί των εισαγωγών και οι επιβαρύνσεις επί των εισαγωγών, που έχουν θεσπισθεί στα πλαίσια της κοινής γεωργικής πολιτικής ή στα πλαίσια ειδικών καθεστώτων για ορισμένα εμπορεύματα προερχόμενα από τη μεταποίηση γεωργικών προϊόντων,
β) «εξαγωγικοί δασμοί», οι δασμοί και οι φόροι ισοδύναμου αποτελέσματος επί των εξαγωγών και οι επιβαρύνσεις επί των εξαγωγών, που έχουν θεσπισθεί στα πλαίσια της κοινής γεωργικής πολιτικής ή στα πλαίσια ειδικών καθεστώτων για ορισμένα εμπορεύματα προερχόμενα από τη μεταποίηση γεωργικών προϊόντων,
γ) «φόροι εισοδήματος και περιουσίας», αυτοί που ορίζονται από τις σχετικές διατάξεις των νόμων 2238/1994 (ΦΕΚ 151 Α΄), 1587/1950 (ΦΕΚ 294 Α΄) και 2961/2001 (ΦΕΚ 266 Α΄).
δ) «φόροι επί των ασφαλίστρων», ο φόρος κύκλου εργασιών (Φ.Κ.Ε.) και τα τέλη χαρτοσήμου, καθώς και παρόμοιοι ή ανάλογου χαρακτήρα φόροι, που ενδεχομένως προστίθενται ή αντικαθιστούν τους φόρους αυτούς,
ε) «αιτούσα αρχή», η αρμόδια αρχή της Ελλάδας ή άλλου κράτους − μέλους της Ε.Ε., η οποία απευθύνει αίτηση συνδρομής για την είσπραξη απαιτήσεων, όπως προβλέπονται στις παραγράφους 1 και 2 του προηγούμενου άρθρου,
στ) «αρμόδια αρχή», η αρμόδια αρχή της Ελλάδας ή άλλου κράτους − μέλους της Ε.Ε., η οποία δέχεται αίτηση συνδρομής για την είσπραξη απαιτήσεων,
ζ) «αίτηση συνδρομής για την είσπραξη απαιτήσεων» μπορεί να είναι:
(i) «Αίτηση παροχής πληροφοριών», με την οποία ζητούνται πληροφορίες χρήσιμες για την είσπραξη των απαιτήσεων.
Η «αίτηση παροχής πληροφοριών» περιέχει το ονοματεπώνυμο και τη διεύθυνση του οφειλέτη και κάθε άλλο στοιχείο χρήσιμο για τον ακριβή προσδιορισμό της ταυτότητάς του, στο οποίο έχει πρόσβαση η αιτούσα αρχή σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις, καθώς και τη φύση και το ποσό της απαίτησης για την οποία υποβάλλεται η αίτηση.
(ii) «Αίτηση κοινοποίησης», που υποβάλλεται από την αιτούσα αρχή και με την οποία ζητείται η κοινοποίηση στον παραλήπτη όλων των πράξεων ή αποφάσεων, στις οποίες περιλαμβάνονται και οι δικαστικές που αναφέρονται σε μια απαίτηση ή την είσπραξή της, σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία της αρμόδιας αρχής.
Η αίτηση κοινοποίησης περιέχει: (α) το ονοματεπώνυμο και τη διεύθυνση του παραλήπτη και κάθε άλλο στοιχείο χρήσιμο για τον προσδιορισμό της ταυτότητάς του, στο οποίο έχει πρόσβαση η αιτούσα αρχή, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις, (β) τη φύση και το αντικείμενο της πράξεως ή της αποφάσεως προς κοινοποίηση, (γ) αν συντρέχει περίπτωση, το ονοματεπώνυμο και τη διεύθυνση του οφειλέτη και κάθε άλλο στοιχείο χρήσιμο για τον προσδιορισμό της ταυτότητάς του, στο οποίο έχει πρόσβαση η αιτούσα αρχή, καθώς και (δ) την απαίτηση που αναφέρεται στην πράξη ή την απόφαση, καθώς και κάθε σχετική χρήσιμη πληροφορία.
Η αρμόδια αρχή πληροφορεί χωρίς καθυστέρηση την αιτούσα αρχή για τη συνέχεια που δόθηκε στην αίτηση κοινοποίησης και ειδικότερα για την ημερομηνία στην οποία η απόφαση ή η πράξη διαβιβάσθηκε στον παραλήπτη.
(iii) «Αίτηση είσπραξης ή λήψης συντηρητικών μέτρων», η αίτηση την οποία απευθύνει η αιτούσα αρχή προς την αρμόδια αρχή για την είσπραξη απαιτήσεων, σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, που εφαρμόζεται για την είσπραξη παρόμοιων απαιτήσεων, που γεννήθηκαν στο κράτος − μέλος, όπου έχει η αρμόδια αρχή την έδρα της και οι οποίες αποτελούν αντικείμενο τίτλου, ο οποίος επιτρέπει την εκτέλεση. Η αίτηση είσπραξης μιας απαίτησης την οποία η αιτούσα αρχή απευθύνει στην αρμόδια αρχή πρέπει να συνοδεύεται: (α) από ένα επίσημο αντίτυπο ή ακριβές κυρωμένο αντίγραφο του τίτλου, ο οποίος επιτρέπει την εκτέλεσή της, που εκδόθηκε στο κράτος − μέλος όπου η αιτούσα αρχή έχει την έδρα της και (β) αν συντρέχει περίπτωση, από το πρωτότυπο ή από ακριβές κυρωμένο αντίγραφο άλλων εγγράφων που είναι αναγκαία για την είσπραξη.
Η αίτηση είσπραξης περιέχει:
αα) το ονοματεπώνυμο, τη διεύθυνση και κάθε άλλο στοιχείο χρήσιμο για τον προσδιορισμό της ταυτότητας του προσώπου που αφορά ή/και του τρίτου κατόχου των περιουσιακών στοιχείων του,
ββ) το όνομα, τη διεύθυνση και κάθε άλλο στοιχείο χρήσιμο για τον προσδιορισμό της αιτούσας αρχής,
γγ) τον εκτελεστό τίτλο που έχει εκδοθεί στο κράτος − μέλος όπου έχει την έδρα της η αιτούσα αρχή,
δδ) τη φύση και το ποσό της απαίτησης, συμπεριλαμβανομένων του κεφαλαίου και των τόκων, καθώς και κάθε άλλων οφειλόμενων κυρώσεων, προστίμων και εξόδων, εκφρασμένο στο νόμισμα των κρατών − μελών όπου έχουν την έδρα τους οι δύο αρχές,
εε) την ημερομηνία κοινοποίησης του τίτλου στον αποδέκτη της από την αιτούσα αρχή ή/και από την αρμόδια αρχή,
στστ) την ημερομηνία από την οποία και την περίοδο κατά την οποία είναι δυνατή η εκτέλεση βάσει της νομοθεσίας που ισχύει στο κράτος − μέλος, όπου έχει την έδρα της η αιτούσα αρχή,
ζζ) κάθε άλλη χρήσιμη πληροφορία.
Η αίτηση είσπραξης περιέχει επίσης δήλωση της αιτούσας αρχής που βεβαιώνει ότι πληρούνται οι όροι και οι προϋποθέσεις που προβλέπονται στην παράγραφο 3 του επόμενου άρθρου.
Η αρμόδια αρχή πληροφορεί χωρίς καθυστέρηση την αιτούσα αρχή για τη συνέχεια που δόθηκε στην αίτηση είσπραξης.
Η αιτούσα αρχή γνωστοποιεί στην αρμόδια αρχή, μόλις περιέλθει σε γνώση της, κάθε χρήσιμη πληροφορία για την υπόθεση που ήταν η βάση της αίτησης είσπραξης.
2. Οι αιτήσεις των υποπεριπτώσεων (i), (ii) και (iii) της περίπτωσης ζ΄ της προηγούμενης παραγράφου μπορεί να αφορούν οποιοδήποτε από τα πρόσωπα που ορίζονται στο άρθρο 4 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ.1179/2008 της Επιτροπής της 28ης Νοεμβρίου 2008 (L 319/29.11.2008) και είναι:
(α) ο οφειλέτης,
(β) οποιοδήποτε πρόσωπο υπόχρεο για την πληρωμή της απαίτησης σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις στο κράτος − μέλος της αιτούσας αρχής,
(γ) οποιοδήποτε τρίτο πρόσωπο που κατέχει περιουσιακά στοιχεία που ανήκουν στα πρόσωπα των προηγούμενων περιπτώσεων.
3. Οι αιτήσεις συνδρομής, ο εκτελεστός τίτλος που επιτρέπει την είσπραξη και τα λοιπά έγγραφα που αναφέρονται στο κεφάλαιο αυτό συνοδεύονται από μετάφραση στην επίσημη γλώσσα ή σε μια από τις επίσημες γλώσσες του κράτους της αρμόδιας αρχής.
Άρθρο 88
(άρθρα 4 παρ. 3, 4 και 7 παρ. 2 της Οδηγίας 2008/55/ΕΚ)
1. Η αρμόδια αρχή δεν υποχρεούται να διαβιβάζει πληροφορίες στην αιτούσα αρχή για τις απαιτήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 86, αν:
α) δεν είναι σε θέση να έχει για την είσπραξη παρόμοιας φύσεως εθνικών της απαιτήσεων, ή
β) θα αποκάλυπταν εμπορικό, βιομηχανικό ή επαγγελματικό απόρρητο, ή
γ) η γνωστοποίησή τους θα προκαλούσε κίνδυνο για τη δημόσια τάξη ή την ασφάλεια.
2. Η αρμόδια αρχή πληροφορεί την αιτούσα αρχή για τους λόγους για τους οποίους απορρίπτει την αίτηση παροχής πληροφοριών.
3. Η αιτούσα αρχή διατυπώνει αίτηση είσπραξης μόνο αν:
α) η απαίτηση ή ο τίτλος που επιτρέπει την εκτέλεσή της δεν αμφισβητείται στο κράτος − μέλος όπου έχει την έδρα της η αιτούσα αρχή, εκτός από την περίπτωση που εφαρμόζεται το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 91 του παρόντος,
β) έχουν ενεργοποιηθεί οι προβλεπόμενες διαδικασίες είσπραξης στο κράτος − μέλος όπου έχει την έδρα της, οι οποίες μπορούν να ασκηθούν με βάση τον τίτλο που αναφέρεται στο στοιχείο ζ΄ της παραγράφου 1 του προηγούμενου άρθρου, τα μέτρα που έχουν ήδη ληφθεί δεν θα καταλήξουν στην ολική πληρωμή της απαίτησης.
Άρθρο 89
(άρθρα 6 και 8 της Οδηγίας 2008/55/ΕΚ)
1. Ο εκτελεστός τίτλος που επιτρέπει την είσπραξη της απαίτησης αναγνωρίζεται αμέσως και λογίζεται αυτομάτως ως τίτλος που επιτρέπει την εκτέλεση απαίτησης του κράτους − μέλους όπου έχει την έδρα της η αρμόδια αρχή.
Κατά παρέκκλιση του προηγούμενου εδαφίου, ο εκτελεστός τίτλος που επιτρέπει την είσπραξη της απαίτησης μπορεί, αν είναι αναγκαίο και προβλέπεται από τις ισχύουσες διατάξεις του κράτους − μέλους της αρμόδιας αρχής, να γίνει δεκτός ως εκτελεστός τίτλος, να αναγνωρισθεί ως εκτελεστός τίτλος, να συμπληρωθεί με εκτελεστό τίτλο ή να αντικατασταθεί με εκτελεστό τίτλο.
2. Μέσα σε τρεις μήνες από την ημερομηνία παραλαβής της αίτησης είσπραξης, η αρμόδια αρχή προσπαθεί να ολοκληρώσει την αποδοχή, αναγνώριση, τη συμπλήρωση ή αντικατάσταση αυτού, εκτός των περιπτώσεων, κατά τις οποίες εφαρμόζονται οι διατάξεις της παραγράφου 4. Η αρμόδια αρχή ενημερώνει την αιτούσα αρχή για τους λόγους που δικαιολογούν την ενδεχόμενη υπέρβαση του τριμήνου. Η αναγνώριση, αποδοχή, συμπλήρωση ή αντικατάσταση του τίτλου είναι υποχρεωτική για την αρμόδια αρχή, εφόσον ο τίτλος είναι νομότυπος, σύμφωνα με τη νομοθεσία που ισχύει στο κράτος − μέλος της αιτούσας αρχής.
3. Η είσπραξη της απαίτησης ενεργείται σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις για την είσπραξη των δημόσιων εσόδων του κράτους της αρμόδιας αρχής.
4. Αν για την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου αυτού ανακύψουν θέματα αμφισβήτησης, η οποία αφορά την απαίτηση ή τον τίτλο που εκδόθηκε από την αιτούσα αρχή, εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 91.
Άρθρο 90
(άρθρο 9 και άρθρο 10 της Οδηγίας 2008/55/ΕΚ)
1. Η είσπραξη της απαίτησης ενεργείται στο εθνικό νόμισμα του κράτους − μέλους της αρμόδιας αρχής. Η αρμόδια αρχή μεταβιβάζει στην αιτούσα αρχή ολόκληρο το ποσό της εισπραχθείσας απαίτησης.
2. Η αρμόδια αρχή μπορεί, κατόπιν διαβούλευσης με την αιτούσα αρχή, να παρέχει στον οφειλέτη προθεσμία πληρωμής ή να επιτρέπει τμηματική καταβολή της οφειλόμενης απαίτησης, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις της νομοθεσίας του κράτους − μέλους, όπου αυτή εδρεύει.
3. Οι τόκοι που εισπράττονται από την αρμόδια αρχή, λόγω της εκπρόθεσμης καταβολής ή της παροχής προθεσμίας καταβολής ή της τμηματικής καταβολής, σύμφωνα με τις διατάξεις της νομοθεσίας του κράτους όπου εδρεύει η αρμόδια αρχή, αποδίδονται στην αιτούσα αρχή.
4. Κατά παρέκκλιση της παραγράφου 3 του άρθρου 89, οι απαιτήσεις που πρόκειται να εισπραχθούν δεν απολαμβάνουν απαραίτητα των προνομίων, των οποίων τυγχάνουν ανάλογες απαιτήσεις, οι οποίες γεννώνται στο κράτος − μέλος όπου έχει την έδρα της η αρμόδια αρχή.
Άρθρο 91
(άρθρο 12 της Οδηγίας 2008/55/ΕΚ)
1. Αν κατά τη διάρκεια της διαδικασίας είσπραξης, η απαίτηση ή ο τίτλος που εκδόθηκε στο κράτος της αιτούσας αρχής αμφισβητούνται από τον ενδιαφερόμενο, η πράξη με την οποία διατυπώνεται η αμφισβήτηση αυτή (προσφυγή) φέρεται από αυτόν ενώπιον του αρμόδιου οργάνου του κράτους − μέλους της αιτούσας αρχής, σύμφωνα με τη νομοθεσία που ισχύει στο κράτος αυτό.
Η πράξη του προηγούμενου εδαφίου κοινοποιείται από την αιτούσα αρχή στην αρμόδια αρχή. Μπορεί ακόμη να κοινοποιείται σε αυτήν από τον ενδιαφερόμενο.
2. Μόλις η αρμόδια αρχή παραλάβει την κοινοποίηση που προβλέπεται στην παράγραφο 1, είτε από την αιτούσα αρχή είτε από τον ενδιαφερόμενο, αναστέλλει τη διαδικασία εκτέλεσης μέχρι να εκδοθεί απόφαση από το αρμόδιο καθ’ ύλην όργανο του κράτους της αιτούσας αρχής, εκτός αν η αιτούσα αρχή ζητήσει διαφορετικά σύμφωνα με το επόμενο εδάφιο. Η αρμόδια αρχή μπορεί, εάν το κρίνει αναγκαίο και με την επιφύλαξη του άρθρου 92, να λάβει συντηρητικά μέτρα, για να εγγυηθεί την είσπραξη, εφόσον προβλέπονται στην εσωτερική της νομοθεσία για παρόμοιες απαιτήσεις.
Η αιτούσα αρχή μπορεί, σύμφωνα με τη νομοθεσία της, να ζητεί από την αρμόδια αρχή να εισπράξει αμφισβητούμενη απαίτηση, εφόσον η νομοθεσία της χώρας όπου εδρεύει η αρμόδια αρχή, το επιτρέπει. Εάν το αποτέλεσμα της αμφισβήτησης είναι ευνοϊκό για τον οφειλέτη, η αιτούσα αρχή υποχρεούται να επιστρέψει κάθε εισπραχθέν ποσό, προσαυξημένο κατά την τυχόν οφειλόμενη αποζημίωση, σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία όπου έχει την έδρα της η αρμόδια αρχή.
3. Αν η αμφισβήτηση στρέφεται κατά των μέτρων εκτέλεσης που λαμβάνονται στο κράτος − μέλος της έδρας της αρμόδιας αρχής, η πράξη της παραγράφου 1 φέρεται ενώπιον του αρμοδίου οργάνου αυτού του κράτους − μέλους, σύμφωνα με τη νομοθεσία που ισχύει στο κράτος αυτό.
4. Όταν το αρμόδιο όργανο, ενώπιον του οποίου φέρεται η πράξη της παραγράφου 1, είναι πολιτικό ή διοικητικό δικαστήριο, η απόφαση του δικαστηρίου αυτού, εφόσον είναι ευνοϊκή για την αιτούσα αρχή και επιτρέπει την είσπραξη της απαίτησης, αποτελεί τον
«τίτλο που επιτρέπει την εκτέλεση», όπως αναφέρεται στα προηγούμενα άρθρα και η είσπραξη της απαίτησης διενεργείται με βάση την απόφαση αυτή.
Άρθρο 92
(άρθρο 13 της Οδηγίας 2008/55/ΕΚ)
1. Με αιτιολογημένη αίτηση της αιτούσας αρχής, η αρμόδια αρχή λαμβάνει συντηρητικά μέτρα για να εγγυηθεί την είσπραξη της απαίτησης εφόσον η ισχύουσα νομοθεσία στο κράτος − μέλος όπου έχει την έδρα της το επιτρέπει.
2. Για την εφαρμογή της πρώτης παραγράφου εφαρμόζονται ανάλογα τα άρθρα 87, 89, 90, 91 και 93.
Άρθρο 93
(άρθρο 14 της Οδηγίας 2008/55/ΕΚ)
1. Η αρμόδια αρχή δεν υποχρεούται:
α) Να παρέχει τη συνδρομή που προβλέπεται στα προηγούμενα άρθρα του κεφαλαίου αυτού, εάν η είσπραξη της απαίτησης, λόγω της κατάστασης του οφειλέτη, μπορεί να δημιουργήσει σοβαρές οικονομικές ή κοινωνικές δυσχέρειες στο κράτος όπου αυτή εδρεύει, εφόσον η νομοθεσία της επιτρέπει ένα τέτοιο μέτρο για παρόμοιες εθνικές απαιτήσεις.
β) Να παρέχει τη συνδρομή που προβλέπεται στα προηγούμενα άρθρα του κεφαλαίου αυτού, εάν η υποβαλλόμενη αρχική αίτηση αφορά απαιτήσεις παλαιότερες των πέντε ετών, από τη στιγμή της έκδοσης του εκτελεστού τίτλου που επιτρέπει την είσπραξη, σύμφωνα με τη νομοθεσία του κράτους όπου έχει την έδρα της η αιτούσα αρχή, μέχρι την ημερομηνία της αίτησης.
Ωστόσο, όταν αμφισβητείται η απαίτηση ή ο τίτλος, η προθεσμία αρχίζει από τη στιγμή κατά την οποία το αιτούν κράτος αποφαίνεται ότι η παραπάνω απαίτηση ή ο εκτελεστός τίτλος που επιτρέπει την είσπραξη δεν μπορεί πλέον να αμφισβητηθεί.
2. Η αρμόδια αρχή ανακοινώνει στην αιτούσα αρχή τους λόγους για τους οποίους απορρίπτει την αίτηση συνδρομής. Η αιτιολογημένη αυτή απόρριψη ανακοινώνεται και στην Επιτροπή της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Άρθρο 94
(άρθρο 15 της Οδηγίας 2008/55/ΕΚ)
1. Τα θέματα που αφορούν την παραγραφή της απαίτησης ρυθμίζονται από τη νομοθεσία του κράτους στο οποίο έχει την έδρα της η αιτούσα αρχή.
2. Για την αναστολή ή διακοπή της παραγραφής, οι διαδικαστικές ενέργειες είσπραξης της απαίτησης που έγιναν από την αρμόδια αρχή θεωρούνται ότι πραγματοποιήθηκαν από την αιτούσα αρχή, εφόσον κατά τη νομοθεσία του κράτους της αρχής αυτής θα είχαν ως αποτέλεσμα την αναστολή ή διακοπή της παραγραφής.
Άρθρο 95
(άρθρο 16 της Οδηγίας 2008/55/ΕΚ)
Τα έγγραφα και οι πληροφορίες, που κοινοποιούνται στην αρμόδια αρχή για την εφαρμογή του κεφαλαίου αυτού, μπορούν να γνωστοποιηθούν από αυτήν μόνο:
α) στο πρόσωπο που αναφέρεται στην αίτηση συνδρομής,
β) στα πρόσωπα και στις αρμόδιες αρχές για την είσπραξη των απαιτήσεων και
γ) στις δικαστικές αρχές, οι οποίες έχουν επιληφθεί των υποθέσεων που αφορούν στην είσπραξη των απαιτήσεων.
Άρθρο 96
(άρθρο 18 της Οδηγίας 2008/55/ΕΚ)
1. Η αρμόδια αρχή εισπράττει επίσης από τον οφειλέτη και παρακρατεί όλα τα έξοδα που συνδέονται με την είσπραξη, σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία του κράτους που έχει την έδρα της οι οποίες εφαρμόζονται σε παρόμοιες απαιτήσεις.
2. Η Ελλάδα παραιτείται με τον όρο της αμοιβαιότητας απέναντι στα λοιπά κράτη − μέλη από οποιαδήποτε απαίτηση για την απόδοση των εξόδων που προκύπτουν από την αμοιβαία συνδρομή, την οποία παρέχει κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του κεφαλαίου αυτού.
3. Όταν η είσπραξη παρουσιάζει ιδιαίτερη δυσκολία, που χαρακτηρίζεται από πολύ μεγάλο ποσό εξόδων ή συνδέεται με την καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος, οι αιτούσες και οι αρμόδιες αρχές μπορούν να συμφωνούν ειδικούς διακανονισμούς απόδοσης εξόδων.
4. Η Ελλάδα είναι υπεύθυνη έναντι του κράτους −μέλους όπου έχει την έδρα της η αρμόδια αρχή για όλα τα έξοδα και τις ζημίες που ενδεχομένως υπέστη κατόπιν προσφυγών ή αγωγών που κρίθηκαν αβάσιμες, είτε ως προς την ύπαρξη της απαίτησης είτε ως προς το κύρος του τίτλου που εκδόθηκε από την ελληνική αιτούσα αρχή.
Άρθρο 97
(άρθρα 19 και 23 της Οδηγίας 2008/55/ΕΚ)
1. Η Ελλάδα υποχρεούται να κοινοποιεί κατάλογο των αρχών της όπως προβλέπονται στις περιπτώσεις ε΄ και στ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 87.
2. Οι διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου δεν εμποδίζουν την παροχή ευρύτερης αμοιβαίας συνδρομής, την οποία η Ελλάδα και άλλα κράτη − μέλη θα συμφωνούσαν μεταξύ τους, στην οποία περιλαμβάνεται και η συνδρομή για την κοινοποίηση των δικαστικών και εξώδικων πράξεων.
Άρθρο 98
Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών καθορίζονται:
α) η τελωνειακή ή φορολογική ή άλλη αρμόδια αρχή ή υπηρεσία του Υπουργείου Οικονομικών, ανάλογα με το είδος της απαίτησης, που ενεργεί «ως αιτούσα αρχή» και «ως αρμόδια αρχή» για την εφαρμογή των διατάξεων του κεφαλαίου αυτού,
β) οι αρμόδιες αρχές για την είσπραξη, διαχείριση και απόδοση των απαιτήσεων αυτών,
γ) ο τρόπος είσπραξης, διαχείρισης και απόδοσης στους δικαιούχους των απαιτήσεων που προβλέπονται από το κεφάλαιο αυτό, και κάθε άλλο θέμα για την εφαρμογή των διατάξεων του κεφαλαίου αυτού.»
Άρθρο 39
(άρθρο 1 της Οδηγίας 2009/162/ΕΚ και άρθρο 1 παράγραφος 3 περίπτωση β΄ της Οδηγίας 2009/69/ΕΚ)
Τροποποίηση και συμπλήρωση του Κώδικα Φόρου Προστιθέμενης Αξίας
1. Η παράγραφος 1 του άρθρου 5 του Κώδικα Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (Κώδικα Φ.Π.Α.), που κυρώθηκε με το ν. 2859/2000 (ΦΕΚ 248 Α΄), αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Παράδοση αγαθών, κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 2, θεωρείται κάθε πράξη με την οποία μεταβιβάζεται το δικαίωμα να διαθέτει κάποιος ως κύριος ενσώματα κινητά αγαθά, καθώς και τα ακίνητα του άρθρου 6. Eξομοιώνονται με ενσώματα αγαθά η ηλεκτρική ενέργεια, το αέριο, η θερμότητα ή το ψύχος και παρόμοια αγαθά.»
2. Η περίπτωση στ΄ της παραγράφου 3 του άρθρου 7 του Κώδικα Φ.Π.Α., όπως συμπληρώθηκε με την παρ. 3 του άρθρου 18 του ν. 3312/2005 (ΦΕΚ 35 Α΄), αντικαθίσταται ως εξής:
«στ) παράδοση αερίου μέσω συστήματος φυσικού αερίου ευρισκόμενου στο έδαφος της Κοινότητας ή μέσω οποιουδήποτε δικτύου συνδεδεμένου με τέτοιο σύστημα, την παράδοση ηλεκτρικής ενέργειας ή θερμότητας ή ψύχους μέσω των δικτύων θέρμανσης ή ψύξης, σύμφωνα με τις διατάξεις των περιπτώσεων α΄ ή β΄ της παραγράφου 3 του άρθρου 13.»
3. Η περίπτωση α΄ της παραγράφου 4 του άρθρου 11 του Κώδικα Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 21 του ν. 3763/2009 (ΦΕΚ 80 Α΄), αντικαθίσταται ως εξής:
«α) νοούνται ως «προϊόντα υποκείμενα σε ειδικό φόρο κατανάλωσης» τα ενεργειακά προϊόντα, η αλκοόλη και τα αλκοολούχα ποτά και τα βιομηχανοποιημένα καπνά, όπως ορίζονται από τις ισχύουσες κοινοτικές διατάξεις, εκτός από το αέριο που παραδίδεται μέσω συστήματος φυσικού αερίου ευρισκόμενου στο έδαφος της Κοινότητας ή μέσω οποιουδήποτε δικτύου συνδεδεμένου με τέτοιο σύστημα,».
4. Το εισαγωγικό εδάφιο και η περίπτωση α΄ της παραγράφου 3 του άρθρου 13 του Κώδικα Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, όπως η παράγραφος 3 προστέθηκε με την παρ. 4 του άρθρου 10 του ν. 3312/2005, αντικαθίστανται ως εξής:
«3. Στην περίπτωση παράδοσης αερίου μέσω συστήματος φυσικού αερίου, ευρισκόμενου στο έδαφος της Κοινότητας ή οποιουδήποτε άλλου δικτύου συνδεδεμένου με τέτοιο σύστημα, ηλεκτρικής ενέργειας ή θερμότητας ή ψύχους μέσω δικτύων θέρμανσης ή ψύξης:
α) σε μεταπωλητή υποκείμενο στο φόρο, ως τόπος παράδοσης θεωρείται ο τόπος όπου ο υποκείμενος στο φόρο μεταπωλητής έχει την έδρα της οικονομικής δραστηριότητάς του ή τη μόνιμη εγκατάστασή του για την οποία παραδίδονται τα αγαθά ή, σε περίπτωση έλλειψης έδρας ή μόνιμης εγκατάστασης, ο τόπος όπου έχει τη μόνιμη κατοικία ή τη συνήθη διαμονή του.
Για τους σκοπούς της παρούσας διάταξης, ως «μεταπωλητής υποκείμενος στο φόρο» νοείται ο υποκείμενος στο φόρο του οποίου η κύρια δραστηριότητα όσον αφορά τις αγορές αερίου, ηλεκτρικής ενέργειας, θερμότητας ή ψύχους, είναι η μεταπώληση των ανωτέρω προϊόντων και του οποίου η ίδια κατανάλωση των προϊόντων αυτών είναι αμελητέα.»
5. Η περίπτωση η΄ της παραγράφου 14 του άρθρου 14 του Κώδικα Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 22 του ν. 3763/2009, αντικαθίσταται ως εξής:
«η) παροχή πρόσβασης σε σύστημα φυσικού αερίου ευρισκόμενου στο έδαφος της Κοινότητας ή σε δίκτυο συνδεδεμένο με αυτό το σύστημα, στο σύστημα ηλεκτρικής ενέργειας ή στα δίκτυα θέρμανσης ή ψύξης, καθώς και μεταφοράς ή διανομής μέσω των συστημάτων ή των δικτύων αυτών και παροχή άλλων υπηρεσιών που συνδέονται άμεσα με αυτές.»
6. Στην περίπτωση δ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 23 του Κώδικα Φόρου Προστιθέμενης Αξίας προστίθεται νέο εδάφιο ως εξής:
«Η απαλλαγή κατά την εισαγωγή στην περίπτωση αυτή ισχύει μόνον εάν, κατά τη στιγμή της εισαγωγής, ο εισαγωγέας έχει παράσχει στις αρμόδιες αρχές τις ακόλουθες τουλάχιστον πληροφορίες:
i) τον αριθμό φορολογικού μητρώου Φ.Π.Α. που έχει χορηγηθεί στον εισαγωγέα στo εσωτερικό της χώρας, ή μέσω του φορολογικού αντιπροσώπου του, ως υπόχρεου, για την καταβολή του Φ.Π.Α.,
ii) τον αριθμό φορολογικού μητρώου Φ.Π.Α. του αποκτώντος, στον οποίο παραδίδονται τα αγαθά, που έχει χορηγηθεί σε άλλο κράτος − μέλος ή τον δικό του αριθμό φορολογικού μητρώου Φ.Π.Α. ο οποίος έχει χορηγηθεί στο κράτος − μέλος άφιξης της αποστολής ή της μεταφοράς των αγαθών όταν τα αγαθά αποτελούν αντικείμενο μεταφοράς, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου 1 του άρθρου 28,
iii) την απόδειξη ότι τα εισαγόμενα αγαθά προορίζονται να μεταφερθούν ή να αποσταλούν από τη χώρα μας σε άλλο κράτος − μέλος.»
7. Η περίπτωση ε΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 23 του Κώδικα Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, η οποία έχει προστεθεί με την παρ.6 του άρθρου 18 του ν. 3312/2005, αντικαθίσταται ως εξής:
«ε) η εισαγωγή αερίου μέσω συστήματος φυσικού αερίου ή οποιουδήποτε άλλου δικτύου συνδεδεμένου με τέτοιο σύστημα ή που εισάγεται από πλοίο μεταφοράς αερίου σε σύστημα φυσικού αερίου ή σε ανάντη δίκτυο αγωγών, ηλεκτρικής ενέργειας, θερμότητας ή ψύχους μέσω των δικτύων θέρμανσης ή ψύξης.»
8. Στην περίπτωση στ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 27 του Κώδικα Φόρου Προστιθέμενης Αξίας προστίθεται νέα υποπερίπτωση δδ΄ και η υποπερίπτωση ββ΄ αντικαθίσταται ως εξής:
«ββ) για τις ανάγκες αναγνωρισμένων από την Ελλάδα διεθνών οργανισμών άλλων από αυτούς που αναφέρονται στην υποπερίπτωση δδ΄ της περίπτωσης αυτής, ή των μελών τους, με τις προϋποθέσεις και μέσα στα όρια που καθορίζονται από τις ιδρυτικές τους συμβάσεις ή τις συμφωνίες για την εγκατάστασή τους στην Ελλάδα,».
«δδ) για τις ανάγκες της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας, της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ή της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, ή των οργανισμών που έχουν συσταθεί από τις Κοινότητες, για τους οποίους ισχύει το πρωτόκολλο της 8ης Απριλίου 1965 περί προνομίων και ασυλιών των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και οι συμφωνίες για την εφαρμογή του ή οι συμφωνίες για την έδρα τους, ιδίως στο μέτρο που αυτό δεν προκαλεί στρεβλώσεις του ανταγωνισμού,».
9. H παράγραφος 1 του άρθρου 30 του Κώδικα Φόρου Προστιθέμενης Αξίας αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Ο υποκείμενος δικαιούται να εκπέσει, από το φόρο που αναλογεί στις ενεργούμενες από αυτόν πράξεις παράδοσης αγαθών, παροχής υπηρεσιών και ενδοκοινοτικής απόκτησης αγαθών, το φόρο με τον οποίο έχουν επιβαρυνθεί η παράδοση αγαθών και η παροχή υπηρεσιών που έγιναν σε αυτόν και η εισαγωγή αγαθών, που πραγματοποιήθηκε από αυτόν, καθώς και το φόρο που οφείλεται για τις ενδοκοινοτικές αποκτήσεις αγαθών που πραγματοποιήθηκαν από αυτόν.
Η έκπτωση αυτή παρέχεται κατά το μέρος που τα αγαθά και οι υπηρεσίες χρησιμοποιούνται για την πραγματοποίηση πράξεων που υπάγονται στο φόρο.
Ειδικά, για τα αγαθά επένδυσης, το δικαίωμα έκπτωσης κρίνεται οριστικά κατά το χρόνο έναρξης χρησιμοποίησης των αγαθών αυτών.
Στην περίπτωση που αγαθά επένδυσης χρησιμοποιούνται, τόσο για τους σκοπούς των δραστηριοτήτων του υποκειμένου στο φόρο, όσο και για ιδιωτική χρήση του ίδιου ή του προσωπικού του, ή, γενικότερα για σκοπούς άλλους από της επιχείρησης, ο Φ.Π.Α. που βαρύνει τις δαπάνες που συνδέονται με τα επενδυτικά αυτά αγαθά εκπίπτει μόνο κατ’ αναλογία του ποσοστού της χρησιμοποίησής τους για τους σκοπούς των δραστηριοτήτων της επιχείρησης.
Οι μεταβολές στην αναλογία χρήσης των αγαθών επένδυσης που αναφέρονται στο προηγούμενο εδάφιο λαμβάνονται υπόψη υπό τους όρους που προβλέπονται στα άρθρα 31 και 33.»
Άρθρο 40
Τελικές και μεταβατικές διατάξεις του Κεφαλαίου Ε΄
1. Οι διατάξεις του άρθρου 38 του νόμου αυτού εφαρμόζονται για τις αιτήσεις αμοιβαίας συνδρομής, που υποβάλλονται από 1ης Ιανουαρίου 2009.
2. Οι διατάξεις του άρθρου 39 ισχύουν από 1η Ιανουαρίου 2011.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΤ΄
ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΘΕΜΑΤΩΝ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑΣ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ KAI ΑΛΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 41
Θέματα Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς
Τροποποίηση διατάξεων των νόμων 3461/2006 και 3340/2005
1. Η περίπτωση β΄του άρθρου 8 του ν. 3461/2006 (ΦΕΚ 106 Α΄) αντικαθίσταται ως εξής:
«(β) Οι κινητές αξίες της εταιρείας έχουν αποκτηθεί με προαιρετική δημόσια πρόταση που υποβλήθηκε σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου αυτού προς όλους τους κατόχους των κινητών αξιών και για το σύνολο των κινητών αξίων τους, εφόσον το αντάλλαγμα της προαιρετικής δημόσιας πρότασης ήταν εύλογο και δίκαιο κατά την έννοια της παραγράφου 4 του άρθρου 9, χωρίς να απαιτείται στην περίπτωση αυτή η καταβολή του ανταλλάγματος σε μετρητά κατ’ επιλογήν των αποδεκτών.»
2. α) Στο τέλος της παραγράφου 2 του άρθρου 9 του ν. 3461/2006 προστίθεται νέο εδάφιο ως εξής:
«Για την εφαρμογή της παρούσας παραγράφου δεν λαμβάνονται υπόψη αποκτήσεις από πιστωτικά ιδρύματα ή ΕΠΕΥ οι οποίες γίνονται σε ικανοποίηση υποχρεώσεων που έχει αναλάβει το πιστωτικό ίδρυμα ή η ΕΠΕΥ: (α) ως ειδικός διαπραγματευτής σε οργανωμένη αγορά, (β) ως συστηματικός εσωτερικοποιητής ή (γ) ως μέλος σε συστήματα εκκαθάρισης και διακανονισμού το οποίο ευθύνεται για την ολοκλήρωση της εκκαθάρισης συναλλαγών.»
β. Η περίπτωση β΄ της παρ. 4 του άρθρου 9 του ν. 3461/2006 αντικαθίσταται ως εξής:
«(β) από την υψηλότερη τιμή στην οποία το υπόχρεο πρόσωπο ή κάποιο από τα πρόσωπα που ενεργούν για λογαριασμό του ή συντονισμένα με αυτό απέκτησε, κατά τους έξι μήνες που προηγούνται της ημερομηνίας κατά την οποία ο προτείνων κατέστη υπόχρεος να υποβάλει δημόσια πρόταση, κινητές αξίες που αποτελούν αντικείμενο της δημόσιας πρότασης. Για τον υπολογισμό της τιμής δεν λαμβάνονται υπόψη αποκτήσεις από πιστωτικό ίδρυμα ή ΕΠΕΥ, οι οποίες γίνονται σε ικανοποίηση υποχρεώσεων που έχει αναλάβει το πιστωτικό ίδρυμα ή ΕΠΕΥ: (αα) ως ειδικός διαπραγματευτής σε οργανωμένη αγορά, (ββ) ως συστηματικός εσωτερικοποιητής ή (γγ) ως μέλος σε συστήματα εκκαθάρισης και διακανονισμού το οποίο ευθύνεται για την ολοκλήρωση της εκκαθάρισης συναλλαγών.»
3. Πρόστιμα που επιβάλλονται από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς για παραβάσεις των διατάξεων της νομοθεσίας περί κεφαλαιαγοράς μειώνονται από τον Προϊστάμενο της αρμόδιας για την είσπραξη του προστίμου Δ.Ο.Υ. σε ποσοστό είκοσι τοις εκατό (20%) αυτού, εφόσον ο υπόχρεος εντός δύο μηνών από τη γνωστοποίηση σε αυτόν της σχετικής ταμειακής βεβαίωσης, αποδεχθεί την απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς που αποτελεί το νόμιμο τίτλο αυτής και παραιτηθεί από την άσκηση οποιουδήποτε ένδικου βοηθήματος ή μέσου και υπό την προϋπόθεση ότι θα καταβάλει εφάπαξ το μειούμενο πρόστιμο, εντός της ανωτέρω δίμηνης προθεσμίας.
Άρθρο 42
Σύσταση ανώνυμης εταιρείας για την αξιοποίηση της έκτασης του πρώην Αεροδρομίου Ελληνικού
1. Συνιστάται ανώνυμη Εταιρεία με την επωνυμία «ΕΛΛΗΝΙΚΟ − ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΚΑΙ ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗΣ ΑΚΙΝΗΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΑΕΡΟΔΡΟΜΙΟΥ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ » και με διακριτικό τίτλο «ΕΛΛΗΝΙΚΟ Α.Ε.» (στο εξής «Εταιρεία»). Στις διεθνείς συναλλαγές, ο διακριτικός τίτλος αποδίδεται στα αγγλικά ως «ΗELLINIKΟΝ S.A.» ή σε ακριβή μετάφρασή της σε άλλη γλώσσα.
2. α) Η Εταιρεία λειτουργεί χάριν του δημόσιου συμφέροντος κατά τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας.
β) Η Εταιρεία διέπεται αποκλειστικά από τις διατάξεις του νόμου αυτού, και για τα θέματα που δεν ρυθμίζονται ρητά από το νόμο αυτόν από τις διατάξεις του κ.ν. 2190/1920, ενώ εξαιρείται από τις διατάξεις του δημόσιου τομέα.
3. α) Σκοπός της Εταιρείας είναι η διοίκηση, η διαχείριση και η αξιοποίηση της έκτασης και των εγκαταστάσεων του πρώην Αεροδρομίου Ελληνικού.
β) Με την παρέλευση ενός μηνός από την πρώτη συγκρότηση του Διοικητικού Συμβουλίου η διοίκηση, διαχείριση και εκμετάλλευση του ακινήτου και των επ’ αυτού κτιρίων και εγκαταστάσεων του πρώην Αεροδρομίου Ελληνικού, με τα παραρτήματα και τα συστατικά του, περιέρχονται αυτοδικαίως στην Εταιρεία, η οποία δικαιούται να ενεργεί κάθε σχετική πράξη διαχείρισης, αξιοποίησης και εν γένει εκμετάλλευσης για δικό της λογαριασμό και στο όνομά της. Από την ίδια ως άνω ημερομηνία η εταιρεία υπεισέρχεται αυτοδικαίως στις τυχόν συμβάσεις μίσθωσης, παραχώρησης ή άλλες συμβάσεις διοίκησης, διαχείρισης και εκμετάλλευσης των ως άνω ακινήτων.
γ) Ο κινητός εξοπλισμός όλων των ανωτέρω κτιρίων και εγκαταστάσεων περιέρχεται σε αυτήν κατά κυριότητα χωρίς αντάλλαγμα, μετά από προηγούμενη καταγραφή και τη σύνταξη και υπογραφή σχετικού πρωτοκόλλου παράδοσης και παραλαβής.
δ) Το ακριβές εμβαδόν και τα όρια του ανωτέρου ακινήτου ορίζονται βάσει σχετικού τοπογραφικού διαγράμματος που συντάσσεται, μέσα σε σαράντα ημέρες από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, από τη Διεύθυνση Τοπογραφικών Εφαρμογών του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής.
ε) Η Εταιρεία μπορεί για την εξυπηρέτηση του σκοπού της να αποκτά εμπράγματα και ενοχικά δικαιώματα σε άλλα ακίνητα, που βρίσκονται πλησίον της εκτάσεως του πρώην Αεροδρομίου Ελληνικού, με σκοπό τη διοίκηση, αξιοποίηση και εν γένει συνολική εκμετάλλευση αυτών.
4. Το μετοχικό κεφάλαιο της Εταιρείας ανέρχεται στο ποσό του ενός εκατομμυρίου πεντακοσίων χιλιάδων (1.500.000) ευρώ, διαιρούμενο σε δεκαπέντε χιλιάδες (15.000) ονομαστικές μετοχές, ονομαστικής αξίας της καθεμιάς εκατό (100) ευρώ, αναλαμβάνεται εξ ολοκλήρου από το Ελληνικό Δημόσιο και καταβάλλεται μέσα σε ένα μήνα από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου.
5. Με απόφαση της γενικής συνέλευσης του μετόχου της Εταιρείας, η οποία δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καταρτίζεται το προβλεπόμενο στο άρθρο 2 του κ.ν. 2190/1920 προβλεπόμενο καταστατικό της Εταιρείας, με το οποίο ρυθμίζονται όλα τα θέματα που προβλέπονται από την κείμενη για τις ανώνυμες εταιρείες νομοθεσία και καταχωρίζεται στο Μητρώο Ανώνυμων Εταιρειών, που τηρείται στη Γενική Γραμματεία Εμπορίου του Υπουργείου Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας. Το καταστατικό της Εταιρείας, συμπεριλαμβανομένων των διατάξεών του, οι οποίες ρυθμίζονται κατά περιεχόμενο και από τις διατάξεις του νόμου αυτού, μπορεί να τροποποιείται και να κωδικοποιείται με απόφαση της γενικής συνέλευσης του μετόχου της Εταιρείας.
6. Για τη μετάθεση της κυριότητας ολόκληρου ή μέρους του ακινήτου της περίπτωσης δ΄ της παραγράφου 3, στην Εταιρεία απαιτείται τυπικός νόμος, ο οποίος αποτελεί το μεταγραπτέο τίτλο. Η μεταγραφή τίτλων κτήσης ακινήτων, και κάθε πράξη ή συμφωνία για τη μεταβίβαση στην Εταιρεία, της κυριότητας των ανωτέρω περιουσιακών στοιχείων, καθώς και κάθε πράξη ή συμφωνία, που αφορά στη μεταβίβαση κάθε εμπράγματου δικαιώματος στην Εταιρεία, απαλλάσσεται από κάθε φόρο, τέλος ή αμοιβή, συμπεριλαμβανομένου του φόρου εισοδήματος για το κάθε μορφής εισόδημα που προκύπτει από τη δραστηριότητά της, φόρου μεταβίβασης για οποιαδήποτε αιτία, φόρου συγκέντρωσης κεφαλαίου, φόρου έναρξης δραστηριότητας, τέλους, εισφοράς ή δικαιώματος υπέρ του Δημοσίου ή οποιουδήποτε νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου και ασφαλιστικών οργανισμών ή τρίτων, των δικαιωμάτων και αμοιβών συμβολαιογράφων, δικηγόρων, δικαστικών επιμελητών και αμοιβών ή ανταποδοτικών τελών υποθηκοφυλάκων και πάσης φύσης ανταποδοτικών τελών.
Τα περιουσιακά στοιχεία, που μεταβιβάζονται, αποτιμώνται από πιστοποιημένο εκτιμητή ακινήτων σύμφωνα με τα Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα, μέσα σε ένα έτος από τη δημοσίευση του οικείου νόμου και εισφέρονται στην Εταιρεία, με αντίστοιχη αύξηση του μετοχικού της κεφαλαίου, με απόφαση της γενικής συνέλευσης του μετόχου της. Η απόφαση για την αύξηση μετοχικού κεφαλαίου λαμβάνεται μέσα σε δύο μήνες από την κατά τα παραπάνω αποτίμηση της αξίας των περιουσιακών στοιχείων που μεταβιβάζονται. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 7α, 7β, 11, 29, 31 και 34 του κ.ν. 2190/1920.
7. Το διοικητικό συμβούλιο της Εταιρείας απαρτίζεται από εννέα μέλη, που ορίζονται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών, Πολιτισμού και Τουρισμού και Επικρατείας.
8. α) Η Εταιρεία προσλαμβάνει προσωπικό με σύμβαση εργασίας αορίστου και ορισμένου χρόνου, με σύμβαση έμμισθης εντολής, καθώς και με συμβάσεις έργου, σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών, Πολιτισμού και Τουρισμού και Επικρατείας, ύστερα από εισήγηση του Διοικητικού Συμβουλίου, εγκρίνεται ο εσωτερικός κανονισμός λειτουργίας της Εταιρείας, με τον οποίο καθορίζονται η διάρθρωση της Εταιρείας, οι θέσεις προσωπικού, τα αναγκαία προσόντα για την πρόσληψη στη θέση, οι πάσης φύσεως αποδοχές του προσωπικού και κάθε άλλο σχετικό ζήτημα.
β) Η κάλυψη των αναγκών της Εταιρείας σε προσωπικό μπορεί να γίνει και με μεταφορά και ένταξη ή απόσπαση προσωπικού που ήδη υπηρετεί σε φορείς του ευρύτερου δημόσιου τομέα, όπως αυτός ορίζεται στην παρ. 1 του άρθρου 14 του ν. 2190/1994 (ΦΕΚ 28 Α΄), το οποίο κατέχει τα τυπικά προσόντα της θέσης για την οποία προορίζεται, χωρίς να απαιτείται η κατάληψη αντίστοιχης θέσης με αυτή του φορέα προέλευσης. Η μεταφορά και ένταξη πραγματοποιείται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών, Πολιτισμού και Τουρισμού, Επικρατείας και του κατά περίπτωση αρμόδιου Υπουργού. Ο συνολικός χρόνος υπηρεσίας του μεταφερόμενου προσωπικού που έχει διανυθεί στους φορείς προέλευσης λογίζεται ως χρόνος πραγματικής υπηρεσίας στην Εταιρεία. Η απόσπαση προσωπικού διενεργείται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών, Πολιτισμού και Τουρισμού, Επικρατείας και του κατά περίπτωση αρμόδιου Υπουργού, χωρίς να απαιτείται γνώμη του φορέα από τον οποίο αποσπάται. Η διάρκεια της απόσπασης ορίζεται μέχρι δύο χρόνια και μπορεί να παραταθεί με απόφαση των ίδιων Υπουργών μία ή περισσότερες φορές για ίσο χρονικό διάστημα. Ο χρόνος υπηρεσίας των αποσπασθέντων στην Εταιρεία υπαλλήλων θεωρείται χρόνος πραγματικής υπηρεσίας για οποιαδήποτε συνέπεια. Η δαπάνη μισθοδοσίας των αποσπασθέντων υπαλλήλων βαρύνει τους φορείς από τους οποίους προέρχονται, οι οποίοι εξακολουθούν να καταβάλλουν τις πάσης φύσεως αποδοχές και ασφαλιστικές εισφορές αυτών.
9. Με κανονισμό που καταρτίζεται από το Διοικητικό Συμβούλιο της Εταιρείας και εγκρίνεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών, Πολιτισμού και Τουρισμού και Επικρατείας, καθορίζονται οι όροι και οι διαδικασίες ανάθεσης μελετών, υπηρεσιών και εκτέλεσης έργων και εργασιών, προμηθειών κινητών πραγμάτων, εξοπλισμού και συναφών εργασιών, αγορών ακινήτων, μισθώσεων, εκμισθώσεων και γενικά παραχωρήσεων χρήσης και κάθε άλλου ενοχικού ή εμπράγματου δικαιώματος επί ακινήτων.
10. Στην παράγραφο 1 του άρθρου 2 του ν. 3894/2010 (ΦΕΚ 204 Α΄) μετά τις λέξεις «Πολιτισμού και Τουρισμού» τίθενται οι λέξεις «Θαλάσσιων Υποθέσεων, Νήσων και Αλιείας».
Άρθρο 43
Ρυθμίσεις θεμάτων Μετοχικών Ταμείων Ενόπλων Δυνάμεων και Νοσηλευτικού Ιδρύματος Μετοχικού Ταμείου Στρατού
1. Στο τέλος της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του ν. 1105/1980 (ΦΕΚ 299 Α΄) προστίθενται τρία εδάφια ως εξής:
«Το μέρισμα της χηρεύουσας οικογένειας του κυρίως ασφαλισμένου (μερισματούχου ή μετόχου) συνίσταται σε ποσοστό του μερίσματος, το οποίο ελάμβανε ο κυρίως ασφαλισμένος μερισματούχος ή θα δικαιούνταν ο μέτοχος αν κατά το χρόνο του θανάτου του καθίστατο μερισματούχος, ίσο με το ποσοστό της κύριας σύνταξης που της κανονίζεται και καταβάλλεται από το συνταξιοδοτικό φορέα του κυρίως ασφαλισμένου. Οι εισφορές και το ύψος του προβλεπόμενου στην κοινή απόφαση 2412/Φ.951/360/431347/17.1.1984 των Υπουργών Εθνικής Άμυνας και Οικονομικών (ΦΕΚ 74 Β΄) βοηθήματος για τη δημιουργία οικογενειακής ή επαγγελματικής αυτοτέλειας, στις περιπτώσεις των ορφανικών οικογενειών, εξακολουθούν να υπολογίζονται με βάση το πλήρες μέρισμα του αποβιώσαντος κυρίως ασφαλισμένου του Ταμείου. Χηρεύουσες οικογένειες που έχουν δικαιωθεί, με βάση τις προϊσχύουσες διατάξεις, ακέραιο το μέρισμα του κυρίως ασφαλισμένου, διατηρούν, ως προσωπική διαφορά, τη διαφορά μεταξύ του μερίσματος που τους κανονίστηκε και αυτού που δικαιούνται με βάση τη ρύθμιση του τρίτου εδαφίου της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, μέχρι πλήρους συμψηφισμού της διαφοράς αυτής με μελλοντικές αυξήσεις του μερίσματος.»
2. Το πρώτο εδάφιο του άρθρου 5 του α.ν. 559/1937 (ΦΕΚ 107 Α΄), αντικαθίσταται ως εξής:
«Σε οικογένειες θανόντων μερισματούχων που δικαιούνται να συνεχίσουν το μέρισμα του θανόντος σύμφωνα με τις ισχύουσες κάθε φορά διατάξεις, χορηγείται, ύστερα από αίτησή τους και μέσα σε τριάντα ημέρες από το θάνατο του μερισματούχου, εφάπαξ βοήθημα ίσο με δέκα μηνιαία μερίσματα.»
3. α. Η παράγραφος 1 του άρθρου 26 του π.δ. 21/31 Οκτωβρίου 1932 (ΦΕΚ 387 Α΄) όπως αυτή τροποποιήθηκε με το άρθρο 3 του ν.δ. 3967/1959 (ΦΕΚ 176 Α΄) αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Τα μέλη της οικογένειας των μετόχων επί των οποίων εκτείνεται η προστασία του Ταμείου είναι εκείνα που δικαιούνται σύνταξη κατά τις ισχύουσες κάθε φορά διατάξεις για τις συντάξεις του Δημοσίου. Στα μέλη αυτά, καταβάλλεται ποσοστό του μερίσματος που ελάμβανε ο κυρίως ασφαλισμένος μερισματούχος ή θα δικαιούταν ο ενεργός μέτοχος αν κατά το χρόνο του θανάτου του καθίστατο μερισματούχος, ίσο με το ποσοστό της κύριας σύνταξης που τους κανονίζεται και καταβάλλεται από το Δημόσιο.»
β. Το τρίτο εδάφιο του άρθρου 68 του π.δ. 21/31 Οκτωβρίου 1932 (ΦΕΚ 387 Α΄) αντικαθίσταται ως εξής:
«Στις χηρεύουσες οικογένειες καταβάλλεται ποσοστό του μερίσματος, το οποίο θα δικαιούνταν ο προστάτης τους, αν ζούσε και γινόταν μερισματούχος, κατά την προβλεπόμενη στο νόμο σειρά, ίσο με το ποσοστό της κύριας σύνταξης που τους κανονίζεται και καταβάλλεται από το Δημόσιο, παύει δε μόνο, όταν κανένα μέλος αυτής δεν έχει δικαίωμα μεταβιβαζόμενο από τη μία κατηγορία στην άλλη. Χηρεύουσες οικογένειες που έχουν δικαιωθεί, με βάση τις προϊσχύουσες διατάξεις, ακέραιο το μέρισμα του κυρίως ασφαλισμένου, διατηρούν ως προσωπική διαφορά, τη διαφορά μεταξύ του μερίσματος που τους έχει απονεμηθεί και του μερίσματος που δικαιούνται με βάση την προηγούμενη παράγραφο, μέχρι πλήρους συμψηφισμού της διαφοράς αυτής με μελλοντικές αυξήσεις του μερίσματος.
Οι κρατήσεις και το ύψος του προβλεπόμενου από τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις Βοηθήματος Οικογενειακής και Επαγγελματικής Αυτοτέλειας (ΒΟΕΑ), στις περιπτώσεις των χηρευουσών οικογενειών υπολογίζονται με βάση το πλήρες μέρισμα του αποβιώσαντος κυρίως ασφαλισμένου του Ταμείου.»
4. Η παρ. 11 του άρθρου 9 του α.ν. 1988/1939 (ΦΕΚ 414 Α΄), όπως αντικαταστάθηκε από την παρ. 3 του άρθρου 4 του ν.δ. 3981/1959 (ΦΕΚ 193 Α΄), αντικαθίσταται ως εξής:
«11. Το μέρισμα της χηρεύουσας οικογένειας του κυρίως ασφαλισμένου (μερισματούχου ή μετόχου) συνίσταται σε ποσοστό του μερίσματος, που ελάμβανε ο κυρίως ασφαλισμένος μερισματούχος ή θα δικαιούνταν ο μέτοχος αν κατά το χρόνο του θανάτου του καθίστατο μερισματούχος, ίσο με το ποσοστό της κύριας σύνταξης που της κανονίζεται και καταβάλλεται από το συνταξιοδοτικό φορέα του κυρίως ασφαλισμένου.
Οι εισφορές και το ύψος του προβλεπόμενου στην κοινή απόφαση 453090/25.11.1983 των Υπουργών Εθνικής Άμυνας και Οικονομικών (ΦΕΚ 706 Β΄) βοηθήματος, για τη δημιουργία οικογενειακής ή επαγγελματικής αυτοτέλειας, στις περιπτώσεις των ορφανικών οικογενειών, εξακολουθούν να υπολογίζονται με βάση το πλήρες μέρισμα του αποβιώσαντος κυρίως ασφαλισμένου του Ταμείου. Χηρεύουσες οικογένειες που έχουν δικαιωθεί με βάση τις προϊσχύουσες διατάξεις ακέραιο το μέρισμα του κυρίως ασφαλισμένου διατηρούν, ως προσωπική διαφορά, τη διαφορά μεταξύ του μερίσματος που τους κανονίσθηκε και αυτού που δικαιούνται με βάση τη ρύθμιση του προηγούμενου εδαφίου, μέχρι πλήρους συμψηφισμού της διαφοράς αυτής με μελλοντικές αυξήσεις του μερίσματος.»
5. α. Η πολιτική και στρατιωτική υπηρεσία των ασφαλισμένων μετόχων και μερισματούχων του Μετοχικού Ταμείου Αεροπορίας (ΜΤΑ), η οποία δεν υπάγεται υποχρεωτικώς στην ασφάλισή του, αλλά αναγνωρίζεται ως συντάξιμη από τη συνταξιοδοτική νομοθεσία, μπορεί να αναγνωρισθεί ως χρόνος ασφάλισης στο Ταμείο, εφόσον υποβληθεί σχετική αίτηση από τους ενδιαφερόμενους και καταβληθούν οι κρατήσεις που προβλέπονται κατωτέρω:
αα. Οι μέτοχοι υπόκεινται, για όσο χρόνο αναγνωρίζουν, σε κράτηση μερίσματος ΜΤΑ, υπολογιζόμενη στις αποδοχές του βαθμού με τον οποίο μισθοδοτούνται.
ββ. Οι εξερχόμενοι από την ενεργό υπηρεσία μέτοχοι, καθώς και οι μερισματούχοι καταβάλλουν για το χρόνο που αναγνωρίζουν την προβλεπόμενη υπέρ μερίσματος κράτηση, υπολογιζόμενη στις αποδοχές του βαθμού με τον οποίο μισθοδοτήθηκαν κατά την έξοδό τους από την Υπηρεσία. Το ποσό που προκύπτει καταβάλλεται είτε εφάπαξ είτε νομιμοτόκως με υπογραφή σχετικού χρεωστικού ομολόγου με χρόνο αποπληρωμής όχι μεγαλύτερο του αναγνωριζόμενου χρόνου.
β. Οι εξερχόμενοι, μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, από Στρατιωτικές Σχολές, αναγνωρίζουν υποχρεωτικά τα έτη σπουδών τους ως χρόνο μετοχικής σχέσης στο ΜΤΑ, αμέσως μετά την έξοδό τους από τις Σχολές, καταβάλλοντας την κράτηση του εδαφίου (1) της περίπτωσης α΄ της παρούσας παραγράφου.
γ. Από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου καταργείται:
(1) Το δεύτερο εδάφιο της παρ. 4 του άρθρου 3 του α.ν. 1988/1939 (ΦΕΚ 414 Α΄) όπως αυτό είχε αντικατασταθεί με την παρ. 1 του άρθρου 5 του ν. 2913/2001 (ΦΕΚ 102 Α΄).
(2) Οι περιπτώσεις δ΄ και ε΄ του άρθρου 1 της κοινής απόφασης 451890/27.10/16.11.1983 των Υπουργών Εθνικής Άμυνας και Οικονομικών (ΦΕΚ 654 Β΄).
6. Το προβλεπόμενο από το άρθρο 12 του α.ν. 1988/ 1939 (ΦΕΚ 414 Α΄), όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 9 παρ. 1 του ν. 343/1943 (ΦΕΚ 212 Α΄) και αντικαταστάθηκε με το άρθρο 5 παρ. 2 του ν.δ. 3981/1959 (ΦΕΚ 193 Α΄), εφάπαξ βοήθημα πένθους δεκαπέντε αρτίων μηνιαίων μερισμάτων μειώνεται σε δέκα άρτια μηνιαία μερίσματα, των λοιπών προβλέψεων του υπόψη άρθρου παραμενόντων ως έχουν.
7. Η παρ. 8 του άρθρου 9 του α.ν. 1988/1939 (ΦΕΚ 414 Α΄) όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 3 του άρθρου 4 του ν.δ. 3981/1959 (ΦΕΚ 193 Α΄), αντικαθίσταται ως εξής:
«8. Σαν χρόνος πραγματικής συντάξιμης υπηρεσίας για τις παροχές του Ταμείου και ειδικότερα για την αναγνώριση μερίσματος νοείται ο χρόνος πραγματικής υπηρεσίας που προκύπτει από τη συνταξιοδοτική πράξη. Ο χρόνος πραγματικής υπηρεσίας που σύμφωνα με συνταξιοδοτικές διατάξεις, λογίζεται αυξημένος στο διπλάσιο ή τριπλάσιο για τον κανονισμό σύνταξης, δεν λογίζεται αυξημένος για την αναγνώριση μερίσματος και γενικά για τις παροχές του Ταμείου. Ο περιορισμός της ανωτέρω διάταξης δεν ισχύει για όσους έχουν θεμελιώσει συνταξιοδοτικά δικαιώματα μέχρι 31.12.2010 και υπάγονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 20 του ν. 3865/2010 (ΦΕΚ 120 Α΄), για τους οποίους εξακολουθούν να εφαρμόζονται οι προϋσχύουσες διατάξεις.»
8. Η περίπτωση β΄ της παρ. 1 και η παρ. 3 του άρθρου 4 του ν.δ. 1171/1972 (ΦΕΚ 82 Α΄) καταργούνται. Οι εναπομείνασες περιπτώσεις α΄, γ΄, δ΄ και ε΄ της παρ. 1 του άρθρου 4 του ν.δ. 1171/1972 αναριθμούνται αναλόγως σε α΄, β΄, γ΄ και δ΄.
9. α. Η μισθοδοσία του τακτικού (μόνιμου) πολιτικού προσωπικού του Νοσηλευτικού Ιδρύματος Μετοχικού Ταμείου Στρατού (ΝΙΜΤΣ) βαρύνει τις πιστώσεις του προϋπολογισμού του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας.
β. Η μισθοδοσία και η δαπάνη εφημεριών των ιατρών κλάδου ΕΣΥ που διορίζονται στο ΝΙΜΤΣ και των ειδικευόμενων ιατρών ΕΣΥ που απασχολούνται σε αυτό, καθώς και η δαπάνη που απαιτείται για τη συνταξιοδότηση του τακτικού (μόνιμου) πολιτικού προσωπικού του ΝΙΜΤΣ που διορίσθηκε πριν την 1.1.1994, βαρύνουν τις πιστώσεις του προϋπολογισμού του Υπουργείου Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης.
γ. Από της ισχύος του παρόντος νόμου η ετήσια επιχορήγηση του ΝΙΜΤΣ από τον τακτικό Κρατικό Προϋπολογισμό (αρ.κωδ.0100) παύει να καταβάλλεται.
δ. Κάθε διάταξη αντίθετη προς τις ρυθμίσεις του παρόντος άρθρου καταργείται.
ε. Το ισχύον θεσμικό και νομικό καθεστώς του ΝΙΜΤΣ ουδόλως θίγεται από τις οικονομικής φύσης ρυθμίσεις που επέρχονται με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου.
10. Η προβλεπόμενη από το άρθρο 2 του ν. 3818/1958 (ΦΕΚ 36 Α΄) εισφορά του εν ενεργεία στρατιωτικού προσωπικού της Πολεμικής Αεροπορίας υπέρ ΝΙΜΤΣ, το ύψος της οποίας καθορίζεται από τη Φ.870/220838/10.6.1975 απόφαση του Υπουργού Εθνικής Άμυνας ΥΕΘΑ (ΦΕΚ 907 Β΄), επεκτείνεται σε όλους τους μετόχους του Μετοχικού Ταμείου Αεροπορίας (ΜΤΑ) παύει να αποδίδεται στο ΝΙΜΤΣ και αποδίδεται στο ΜΤΑ για την εκπλήρωση του σκοπού του, σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία.
Άρθρο 44
Θέματα Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (Ο.Κ.Ε.)
1. Οι παράγραφοι 1, 3, 4, 5, και 11 του άρθρου 3 του ν.2232/1994 (ΦΕΚ 140 Α΄), αντικαθίστανται ως εξής:
«1. H Ο.Κ.Ε. αποτελείται από τον Πρόεδρο και άλλα εξήντα μέλη τα οποία συνθέτουν τρεις ομάδες με ίσο αριθμό μελών.»
«3. Τα μέλη της πρώτης ομάδας ορίζονται: α) ανά τέσσερα από το Σύνδεσμο Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών (Σ.Ε.Β.), τη Γενική Συνομοσπονδία Επαγγελματιών, Βιοτεχνών, Εμπόρων Ελλάδος (Γ.Σ.Ε.Β.Ε.Ε.), την Ένωση Εμπορικών Συλλόγων Ελλάδος (Ε.Ε.Σ.Ε.), το Σύνδεσμο Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (Σ.Ε.Τ.Ε.) και β) ανά ένα από την Ένωση Ελληνικών Τραπεζών, την Ένωση Ελλήνων Εφοπλιστών, το Σύνδεσμο Ανωνύμων Τεχνικών Εταιρειών και Εταιρειών Περιορισμένης Ευθύνης (Σ.Α.Τ.Ε.), την Ομοσπονδία Κατασκευαστών−Οικοδομικών Επιχειρήσεων Ελλάδος (ΟΜ.Κ.Ο.Ε.Ε.). »
«4. Στη δεύτερη ομάδα δεκατέσσερα μέλη ορίζονται από τη Γενική Συνομοσπονδία Εργατών Ελλάδος (Γ.Σ.Ε.Ε.) και έξι από την Ανώτατη Διοίκηση Ενώσεων Δημοσίων Υπαλλήλων (Α.Δ.Ε.Δ.Υ.) επιλεγόμενα κατά το δυνατόν από διαφορετικούς κλάδους.
5. Στην τρίτη ομάδα τα μέλη ορίζονται: α) τέσσερα από την Πανελλήνια Συνομοσπονδία Ενώσεων Γεωργικών Συνεταιρισμών (ΠΑ.ΣΕ.ΓΕ.Σ.) και δύο από τη Γενική Συνομοσπονδία Αγροτικών Συλλόγων Ελλάδος (ΓΕ. ΣΑ.ΣΕ.), β) ένα μέλος που ασκεί ελευθέριο επάγγελμα από τη Συντονιστική Επιτροπή Δικηγόρων, τον Πανελλήνιο Ιατρικό Σύλλογο, την Κεντρική Ένωση Επιμελητηρίων Ελλάδος, το Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδας, το Οικονομικό Επιμελητήριο Ελλάδας, το Γεωτεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδας, γ) ανά έναν (1) εκπρόσωπο από τους καταναλωτές, τις οργανώσεις προστασίας περιβάλλοντος, την Εθνική Συνομοσπονδία ατόμων με αναπηρία, τις οργανώσεις για θέματα ισότητας των δύο φύλων, δ) δύο (2) μέλη της Κεντρικής Ένωσης Δήμων Ελλάδας και ε) δύο (2) μέλη της Κεντρικής Ένωσης Περιφερειών Ελλάδας.»
«11. Η θητεία των μελών της Ο.Κ.Ε. είναι τετραετής, αρχίζει την επόμενη από τη δημοσίευση της υπουργικής απόφασης στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και είναι ανανεώσιμη. Τα μέλη της όμως εξακολουθούν να ασκούν τα καθήκοντά τους μέχρι τη συγκρότηση της νέας Επιτροπής.»
2. Οι παράγραφοι 1, 3, 4, 6 και 10 του άρθρου 4 του ν. 2232/1994 αντικαθίστανται ως εξής:
«1. Όργανα της Ο.Κ.Ε. είναι: η Ολομέλεια, η Εκτελεστική Επιτροπή, το Συμβούλιο Προέδρων, ο Πρόεδρος και οι τρεις Αντιπρόεδροι.»
«3. Η Ολομέλεια είναι αρμόδια για την έγκριση των αποφάσεων του Συμβουλίου Προέδρων, για τη διατύπωση της γνώμης, την έκδοση κανονισμών που αφορούν την οργάνωση ή τη λειτουργία της Ο.Κ.Ε., καθώς και για οποιοδήποτε άλλο θέμα που δεν έχει ανατεθεί σε άλλο όργανο.»
4. Η Ολομέλεια μπορεί με πλειοψηφία των 2/3 του όλου αριθμού των μελών της να αναθέτει την έκφραση γνώμης για ορισμένο θέμα στην Εκτελεστική Επιτροπή.
Μπορεί επίσης με την ίδια πλειοψηφία να διαχωρίζει την Ο.Κ.Ε. σε τμήματα προσωρινά ή οριστικά μετά από πρόταση του Συμβουλίου των Προέδρων και της Εκτελεστικής Επιτροπής, με ανάλογη εκπροσώπηση των τριών ομάδων. Η Ολομέλεια εγκρίνει τη σύνθεση και τον αριθμό των μελών κάθε τμήματος. Ο Πρόεδρος και τα μέλη κάθε τμήματος έχουν διετή και ανανεώσιμη θητεία.
Ο Πρόεδρος εκλέγεται από την Ολομέλεια, μετά από πρόταση της ομάδας που έχει κάθε φορά την προεδρία του αντίστοιχου τμήματος. Τα μέλη ορίζονται από τις ομάδες. Την επιστημονική στήριξη του τμήματος αναλαμβάνει ο επιστημονικός συνεργάτης της Ο.Κ.Ε. που διαθέτει την ανάλογη εξειδίκευση.»
«6. Η Ολομέλεια συνέρχεται υποχρεωτικά σε δύο συνεδριάσεις το χρόνο, μία φορά ανά εξάμηνο και οποτεδήποτε μετά από πρόσκληση του Προέδρου. Η πρόσκληση κοινοποιείται πέντε ημέρες πριν από την ημέρα της συνεδρίασης. Σε περίπτωση αδυναμίας να παρευρεθεί το τακτικό μέλος ενημερώνεται η Ο.Κ.Ε. και ειδοποιείται ο αναπληρωτής του, ώστε να παραστεί αυτός στη θέση του. Σε περίπτωση αδικαιολόγητης απουσίας ενός τακτικού μέλους σε τρεις διαδοχικές συνεδριάσεις της Ολομέλειας ζητείται από τον αρμόδιο φορέα η άμεση αντικατάστασή του.»
«10. Η Εκτελεστική Επιτροπή αποτελείται από τον Πρόεδρο, τους τρεις αντιπροέδρους και από πέντε εκπροσώπους από κάθε ομάδα που ορίζονται από τις αντίστοιχες ομάδες. Η θητεία των μελών της Εκτελεστικής Επιτροπής είναι διετής, εκτός αν άλλως αποφασίσει η Ολομέλεια, και είναι ανανεώσιμη.»
3. Η παρ. 1 του άρθρου 5 του ν. 2232/1994, όπως αντικαταστάθηκε από το ν. 3220/2004 (ΦΕΚ 15 Α΄), αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Ο Πρόεδρος της Ο.Κ.Ε. ορίζεται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών για μία τετραετία, μετά από πρόταση της ολομέλειας της Ο.Κ.Ε.. Η επιλογή του Προέδρου γίνεται από προσωπικότητες εγνωσμένου κύρους, επαρκούς επιστημονικής κατάρτισης και ευρείας κοινωνικής αποδοχής που υποδεικνύονται ανά τετραετία από καθεμία από τις τρεις ομάδες, οι οποίες κατά το άρθρο 3 συγκροτούν την Ο.Κ.Ε. και κατά τη σειρά που αναφέρονται σε αυτό. Το προτεινόμενο πρόσωπο για τη θέση του Προέδρου πρέπει να συγκεντρώσει την πλειοψηφία των 2/3 του όλου αριθμού των μελών της Ο.Κ.Ε.. Μετά από δύο άκαρπες ψηφοφορίες μπορεί να προταθεί από την Ολομέλεια και νέος ή νέοι υποψήφιοι και τη θέση του Προέδρου καταλαμβάνει εκείνος που θα συγκεντρώσει την πλειοψηφία του όλου αριθμού των μελών της Ολομέλειας. Ο Πρόεδρος της Ο.Κ.Ε. μπορεί να επανεκλεγεί για άλλη μία θητεία, εφόσον υποδειχθεί ως υποψήφιος από την ομάδα της οποίας είναι η σειρά και επανεκλεγεί με την ίδια παραπάνω διαδικασία και πλειοψηφία από την Ολομέλεια.»
4. Οι παράγραφοι 3, 4 και 6 του άρθρου 5 του ν. 2232/ 1994 αντικαθίστανται ως εξής:
«3. Ο Πρόεδρος εκπροσωπεί την Ο.Κ.Ε., έχει την ευθύνη της δράσης της Ο.Κ.Ε., διευθύνει τις συνεδριάσεις του Συμβουλίου Προέδρων, της Ολομέλειας και της Εκτελεστικής Επιτροπής, καθορίζει την ημερήσια διάταξη λαμβάνοντας υπόψη τις αιτήσεις που διατυπώνουν τα μέλη και προβαίνει στη θεώρηση των πρακτικών. Η εγγραφή θεμάτων στην ημερήσια διάταξη της Ολομέλειας που τη ζήτησαν είκοσι τουλάχιστον μέλη είναι υποχρεωτική.»
«4. Η Ο.Κ.Ε. έχει τρεις αντιπροέδρους οι οποίοι εκλέγονται από τα μέλη της Ομάδας από την οποία προέρχονται για μία τετραετία. Η εκλογή απαιτεί πλειοψηφία των 2/3 του όλου αριθμού των μελών της ομάδας. Η θητεία των αντιπροέδρων δεν είναι ανανεώσιμη. Η σύγκλιση των ομάδων προς εκλογή αντιπροέδρων γίνεται με ευθύνη του προέδρου της Ο.Κ.Ε..»
«6. Η εκλογή των λοιπών μελών της Εκτελεστικής Επιτροπής γίνεται από την Ολομέλεια με μυστική ψηφοφορία.»
5. Η παράγραφος 3 του άρθρου 6 του ν. 2232/1994 αντικαθίσταται ως εξής:
« 3. Ο Γενικός Γραμματέας επικουρεί τον Πρόεδρο και τα λοιπά όργανα στη διοίκηση της Ο.Κ.Ε. και είναι υπεύθυνος για τη διεκπεραίωση των αποφάσεων που έχουν ληφθεί. Η θητεία του είναι τετραετής και μπορεί να ανανεωθεί με πλειοψηφία των 2/3 των μελών της Εκτελεστικής Επιτροπής μία μόνο φορά. Η θέση του είναι πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης.»
6. Στο άρθρο 6 του ν. 2232/1994 προστίθεται παράγραφος 5, ως εξής:
«5. Ο Γενικός Γραμματέας εφόσον προέρχεται από φορέα του δημόσιου τομέα επανέρχεται αυτοδικαίως μετά τη λήξη της θητείας του στη θέση που κατείχε πριν από το διορισμό του. Αν είναι μέλος Δ.Ε.Π. ή Ε.Π. Α.Ε.Ι. Πανεπιστημιακού ή Τεχνολογικού Τομέα, του χορηγείται άδεια κατά τη διάρκεια της θητείας του στην Ο.Κ.Ε.. Οι αποδοχές του βαρύνουν τις πιστώσεις της Ο.Κ.Ε. και καθορίζονται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών μετά από γνώμη της Εκτελεστικής Επιτροπής. Η θητεία του λογίζεται ως πραγματική υπηρεσία για όλες τις συνέπειες και κατά τη διάρκειά της δεν διακόπτεται η βαθμολογική και η μισθολογική του εξέλιξη. Αν η θέση που κατείχε ή στην οποία έχει εξελιχθεί δεν είναι κενή ή έχει καταργηθεί, επανέρχεται σε ομοιόβαθμη προσωρινή θέση του κλάδου του, που συνιστάται αυτοδικαίως και καταργείται με την αποχώρησή του από το φορέα.»
7. Το άρθρο 7 του ν. 2232/1994 αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 7
Πόροι
Πόροι της Ο.Κ.Ε. είναι η επιχορήγηση από τον προϋπολογισμό του Υπουργείου Οικονομικών στον οποίο αναγράφεται ειδικός κωδικός αριθμός. Χρηματοδοτήσεις από άλλες πηγές είναι δυνατές, εφόσον γίνουν αποδεκτές ομόφωνα από την Εκτελεστική Επιτροπή της Ο.Κ.Ε.. Αν δεν υπάρξει ομόφωνη απόφαση της Εκτελεστικής Επιτροπής τότε η απόφαση λαμβάνεται με πλειοψηφία του όλου αριθμού των μελών στην Ολομέλεια.
Η διαχείριση της Ο.Κ.Ε. δεν υπάγεται στις διατάξεις του δημόσιου λογιστικού και του δημόσιου τομέα. Η Ολομέλεια καταρτίζει κάθε χρόνο τον προϋπολογισμό και εγκρίνει τον απολογισμό.»
8. Στην παράγραφο 1 του άρθρου 8 του ν. 2232/1994 προστίθενται εδάφια ως εξής:
«Το επιστημονικό προσωπικό, όπως και το διοικητικό προσωπικό της Ο.Κ.Ε. προσλαμβάνονται μέσω Α.Σ.Ε.Π..
Το προσωπικό που προβλέπεται στο προηγούμενο εδάφιο στηρίζει επιστημονικά το έργο της Ο.Κ.Ε.. Του επιστημονικού προσωπικού προΐσταται ο Γενικός Γραμματέας ο οποίος συντονίζει και έχει την επιστημονική ευθύνη του γνωμοδοτικού έργου της Ο.Κ.Ε..
Στις διοικητικές και οικονομικές υπηρεσίες της Ο.Κ.Ε. προΐσταται ο Διευθυντής Διοικητικών και Οικονομικών Υποθέσεων. Η θητεία του είναι τετραετής και ανανεώσιμη, ύστερα από αξιολόγηση από την Εκτελεστική Επιτροπή, με βάση τα κριτήρια αξιολόγησης, όπως αυτά καθορίζονται από τον Εσωτερικό Κανονισμό Λειτουργίας.
Ο Διευθυντής Οικονομικών και Διοικητικών Υποθέσεων προέρχεται από το διοικητικό προσωπικό της Ο.Κ.Ε..»
9. Το άρθρο 12 του ν. 2232/1994 αναριθμείται σε 13 και προστίθεται νέο άρθρο 12 ως εξής:
«Άρθρο 12
1. Συνιστάται στην Ο.Κ.Ε. Συμβούλιο Προέδρων. Το Συμβούλιο Προέδρων αποτελείται από τους προέδρους των τριτοβάθμιων οργανώσεων που είναι μέλη της Ο.Κ.Ε., σύμφωνα με τις παραγράφους 3 έως 5 του άρθρου 3.
2. Τα μέλη του Συμβουλίου Προέδρων δεν έχουν θητεία, αλλά κάθε μέλος μετέχει στο Συμβούλιο για όσο χρόνο προεδρεύει του οικείου φορέα. Οι αρμόδιοι φορείς κοινοποιούν αμέσως στην Ο.Κ.Ε. την εκλογή ή τον ορισμό του προέδρου τους. Τα μέλη του Συμβουλίου εξακολουθούν να ασκούν τα καθήκοντά τους έως την κοινοποίηση αυτή.
3. Το Συμβούλιο Προέδρων χαράσσει τις κατευθυντήριες γραμμές δράσης της Ο.Κ.Ε., καθώς και τα ειδικευμένα τμήματα οριστικά ή προσωρινά στα οποία διαχωρίζεται το έργο της Ο.Κ.Ε., ανάλογα με τους κρίσιμους τομείς κοινωνικού διαλόγου. Οι προτάσεις του επικυρώνονται από την Εκτελεστική Επιτροπή και την Ολομέλεια. Οι αποφάσεις του Συμβουλίου λαμβάνονται με πλειοψηφία των 2/3 των μελών του. Σε περίπτωση αδυναμίας προσέλευσης ενός μέλους αυτό αντικαθίσταται από τον αντιπρόεδρο του αντίστοιχου φορέα.
4. Το Συμβούλιο Προέδρων συνεδριάζει δύο φορές ετησίως ύστερα από πρόσκληση του Προέδρου της Ο.Κ.Ε..
Η πρόσκληση κοινοποιείται πέντε ημέρες πριν από την ημερομηνία της συνεδρίασης. Ο Πρόεδρος της Ο.Κ.Ε. προεδρεύει των συνεδριάσεων του Συμβουλίου.»
10. Η υφιστάμενη σύμβαση εργασίας του Γενικού Γραμματέα της Ο.Κ.Ε. λύεται τέσσερις μήνες μετά τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Για τη λύση της υφιστάμενης εργασιακής σχέσης εφαρμόζεται η εργατική νομοθεσία για τις συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου.
Άρθρο 45
Ρυθμίσεις θεμάτων Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους
1. α) Η παρ. 7 του άρθρου 2 του ν. 2362/1995 (ΦΕΚ 247 Α΄), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 3 του ν. 3781/ 2010 (ΦΕΚ 141 Α΄), αντικαθίσταται ως εξής:
«Ασκεί εποπτεία και έλεγχο στη διαχείριση των δημοσίων χρημάτων και της δημόσιας περιουσίας, καθώς και στη διαχείριση των προγραμμάτων που χρηματοδοτούνται ή επιχορηγούνται από τον Κρατικό Προϋπολογισμό ή την Ευρωπαϊκή Ένωση ή άλλους διεθνείς οργανισμούς σύμφωνα με τις διατάξεις που τα διέπουν.»
β) Στο άρθρο 3 του ν. 2362/1995 προστίθενται περιπτώσεις ως εξής:
«18. Επιμελείται της εκτέλεσης του Κρατικού Προϋπολογισμού και ασκεί έλεγχο στη δημόσια διαχείριση.
19. Εξετάζει και αξιολογεί το συνολικό κόστος λειτουργίας μονάδων ή/και φορέων της Γενικής Κυβέρνησης σε σχέση με τη δραστηριότητά τους και το προσφερόμενο έργο. Η αρμοδιότητα αυτή ασκείται ανεξάρτητα από τυχόν συντρέχουσα σχετική αρμοδιότητα των οικείων φορέων.»
γ) Στο τέλος της περίπτωσης β΄ της παρ. 1 του άρθρου 60 του ν. 2362/1995 προστίθενται μετά την παρένθεση, οι λέξεις «που συνιστώνται με πράξη του Υπουργού Οικονομικών».
δ) Στο τέλος του άρθρου 76Β του ν. 2362/1995 προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, μετά από εισήγηση της Επιτροπής Λογιστικής Τυποποίησης και Ελέγχων (Ε.Λ.Τ.Ε.), συνιστώνται ή καταργούνται λογαριασμοί της Διπλογραφικής Λογιστικής Τροποποιημένης Ταμειακής Βάσης του άρθρου 1 ή παραλείπονται γνωστοποιήσεις από το Προσάρτημα.»
2. Η προβλεπόμενη από το άρθρο 4 του π.δ. 79/1990 (ΦΕΚ 37 Α΄), όπως συμπληρώθηκε με την παράγραφο 22 του άρθρου 27 του ν. 2166/1993 (ΦΕΚ 137 Α΄), Διεύθυνση Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ.) του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, μετονομάζεται σε Διεύθυνση Φορέων Γενικής Κυβέρνησης και υπάγεται στη Γενική Διεύθυνση Θησαυροφυλακίου και Προϋπολογισμού της Γενικής Γραμματείας Δημοσιονομικής Πολιτικής του Υπουργείου Οικονομικών.
3. α) Στο τέλος της περίπτωσης γ΄ της κατηγορίας I της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του ν. 2685/1999 (ΦΕΚ 35 Α΄) προστίθενται οι λέξεις «και ο πρόεδρος του Συμβουλίου Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων (Σ.Ο.Ε.) του Υπουργείου Οικονομικών.»
β) Στο τέλος της περίπτωσης β΄ της κατηγορίας II της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του ν. 2685/1999 προστίθενται οι λέξεις «τα μέλη και οι επιστημονικοί συνεργάτες του Σ.Ο.Ε. του Υπουργείου Οικονομικών.»
4. Μετά το πρώτο εδάφιο της παρ. 16 του άρθρου 28 του ν. 2083/1992 (ΦΕΚ 159 Α΄) προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«Ο υπολογισμός των πρόσθετων αποδοχών, αποζημιώσεων ή απολαβών για την εφαρμογή του προηγούμενου εδαφίου γίνεται σε ετήσια βάση και ως έτος βάσης λαμβάνεται το έτος κατά το οποίο καταβάλλονται από τον υπόχρεο σε καταβολή οι πρόσθετες αποδοχές, αποζημιώσεις ή απολαβές.»
5. Στο τέλος της παραγράφου 18 του άρθρου τρίτου του ν. 3845/2010 (ΦΕΚ 65 Α΄) προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«Από τις διατάξεις των προηγούμενων εδαφίων εξαιρούνται οι απασχολούμενοι σε νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, τα οποία είναι ερευνητικοί και τεχνολογικοί φορείς που επιχορηγούνται και εποπτεύονται από το κράτος, καθώς και τα νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου Ο.Π.Ε.Κ.Ε.Π.Ε., ΚΕ.ΕΛ.Π.ΝΟ., ΚΕ.Θ.Ε.Α. και Ο.ΚΑ.ΝΑ..»
6. Στο άρθρο 28 του ν. 2470/1997 (ΦΕΚ 40 Α΄) προστίθεται παράγραφος 4 ως εξής:
«4. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται και στα Ν.Π.Ι.Δ. και στις δημόσιες επιχειρήσεις των παραγράφων 5 και 6 του άρθρου 1 του ν. 3833/2010, όπως έχουν συμπληρωθεί με τις διατάξεις της παρ. 5 του άρθρου 90 του ν. 3842/2010 (ΦΕΚ 58 Α΄), στις Ανεξάρτητες Διοικητικές Αρχές, καθώς και στα Πανεπιστήμια και Τεχνολογικά Εκπαιδευτικά Ιδρύματα (Τ.Ε.Ι.).»
7. α) Οι διατάξεις του τέταρτου και έκτου εδαφίου της περίπτωσης Β΄της παρ. 3 του άρθρου 18 του ν. 3614/ 2007 (ΦΕΚ 267 Α΄) καταργούνται.
β) Η περίπτωση α΄ της παρ. 5 του άρθρου 18 του ν. 3614/2007 αντικαθίσταται ως εξής:
«(α) Οι αποσπώμενοι ή μετακινούμενοι στις ειδικές υπηρεσίες υπάλληλοι του δημόσιου και ευρύτερου δημόσιου τομέα λαμβάνουν όλες τις αποδοχές της οργανικής τους θέσης, συμπεριλαμβανομένων και των πάσης φύσεως και με οποιαδήποτε ονομασία οριζόμενων ειδικών επιδομάτων, με τις προϋποθέσεις καταβολής τους.»
γ) Στην περίπτωση α΄ της παρ. 6 του άρθρου 18 του ν. 3614/2007, μετά το δεύτερο εδάφιο προστίθενται εδάφια ως εξής:
«Οι υπάλληλοι της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 5, εφόσον λαμβάνουν τα ειδικά ή με οποιαδήποτε ονομασία οριζόμενα επιδόματα της οργανικής τους θέσης, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη αυτή, οφείλουν να προβούν σε δήλωση επιλογής είτε των επιδομάτων αυτών είτε του ειδικού επιδόματος του πρώτου εδαφίου.
Στην περίπτωση που οι αποδοχές των εν λόγω υπαλλήλων, συμπεριλαμβανομένου και του ειδικού επιδόματος του πρώτου εδαφίου, υπολείπονται του συνόλου των αποδοχών που δικαιούνται στην οργανική τους θέση, το ειδικό επίδομα του πρώτου εδαφίου αυξάνεται μέχρι το ύψος των αποδοχών αυτών.»
8. Οι διατάξεις των παραγράφων 1, 2 και 4 του άρθρου 7 του ν. 3833/2010, καθώς και οι διατάξεις του ν. 2685/ 1999 (ΦΕΚ 35 Α΄), όπως κάθε φορά ισχύουν, εφαρμόζονται και στα Ν.Π.Ι.Δ. και στις δημόσιες επιχειρήσεις, που εμπίπτουν στις διατάξεις των παραγράφων 5 και 6 του άρθρου 1 του ν. 3833/2010, καθώς και των διατάξεων του άρθρου 2 του ν.3899/2010 (ΦΕΚ 212 Α΄).
9. Στο τέλος της παραγράφου 1.Γ του άρθρου 17 του ν. 2676/1999 (ΦΕΚ 1 Α΄), όπως ισχύει, προστίθενται εδάφια ως εξής:
«Τα ποσά των πρόσθετων κρατήσεων των υπαλλήλων του Υπουργείου Οικονομικών, τα οποία παρακρατούνται σε μηνιαία βάση από την καταβαλλόμενη σε κάθε δικαιούχο παροχή ΔΙΒΕΕΤ, για τη χορήγηση πρόσθετου μερίσματος, κατατίθενται στο λογαριασμό που λειτουργεί στην Τράπεζα της Ελλάδος με τίτλο «Τ.Ε.Α.Δ.Υ. Ειδικός Λογαριασμός Οικονομικών Υπαλλήλων» και αφορά αποκλειστικά τους δικαιούχος ΔΙΒΕΕΤ.
Στο λογαριασμό αυτόν συγκεντρώνονται:
α) το χρηματικό υπόλοιπο του λογαριασμού «Τ.Ε.Α.Δ.Υ. Ειδικός Λογαριασμός Υπηρεσιακής Μονάδας Ε», που τηρούσε το Τ.Ε.Α.Δ.Υ. στην Τράπεζα της Ελλάδος,
β) το χρηματικό υπόλοιπο του λογαριασμού που τηρείται στην Τράπεζα της Ελλάδος με τίτλο «Ε.Δ. Υπουργείο Οικονομικών − Εισφορές από ΔΙΒΕΕΤ 1.7.2001 – 31.7.2004 Πρόσθετο Μέρισμα»,
γ) Το χρηματικό υπόλοιπο της πρόσθετης κράτησης για το χρονικό διάστημα διαχείρισης του λογαριασμού από το Γ.Λ.Κ. δυνάμει της Οικ.2/42423/Α0024/10.6.2009 απόφασης του Υπουργού Οικονομικών (ΦΕΚ 1162 Β΄).
Η διαχείριση και η λειτουργία του παραπάνω λογαριασμού ασκείται από το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους/ Διεύθυνση 24η Λογαριασμών του Δημοσίου.
Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών ρυθμίζεται κάθε θέμα σχετικό με τη διαχείριση και τη λειτουργία του λογαριασμού αυτού, τους δικαιούχους και το ύψος του πρόσθετου μερίσματος.»
10. Για την οριστική επίλυση της δικαστικής διαφοράς που εκκρεμεί στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης μεταξύ της Ισραηλιτικής Κοινότητας Θεσσαλονίκης (Ι.Κ.Θ.), του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και του Ελληνικού Δημοσίου, ύστερα από την υπό ημερομηνία 21.9.1961 και αύξοντα αριθμό καταθέσεως 2046/1961 αγωγή της πιο πάνω Κοινότητας, το Δημόσιο αναλαμβάνει την υποχρέωση καταβολής στην Ι.Κ.Θ. συνολικά ποσού εννέα εκατομμυρίων εννιακοσίων σαράντα τριών χιλιάδων εξακοσίων ενενήντα επτά (9.943.697) ευρώ σε δύο έντοκες δόσεις, που λήγουν το πέμπτο και το δέκατο έτος από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού και υπό τον όρο ότι πριν από την εξόφληση της οφειλής, όπως ορίζεται κατωτέρω, η Ι.Κ.Θ. θα παραιτηθεί από το δικόγραφο και το δικαίωμα αγωγής. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών ορίζονται η διαδικασία, οι όροι και οι προϋποθέσεις εκδόσεως των δύο ομολόγων, το επιτόκιό τους και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εξόφληση της οφειλής.
11. α) Για την εξυπηρέτηση του δανείου το οποίο έχει χορηγηθεί στην Κτηματική Εταιρία του Δημοσίου (Κ.Ε.Δ.) με την εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου δυνάμει της υπ’ αριθμ. 2/1485/0025/11.4.2003 (ΦΕΚ 459 Β΄) απόφασης του Υφυπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, το Ελληνικό Δημόσιο αναλαμβάνει την υποχρέωση να καταβάλει απευθείας και εμπροθέσμως στη δανείστρια Τράπεζα το ποσό της εκάστοτε οφειλής, σύμφωνα με τους όρους της δανειακής συμβάσεως, χωρίς δικαίωμα αναγωγής ή και συμψηφισμού κατά της Κ.Ε.Δ., και χωρίς εν γένει να διατηρεί αξίωση έναντι της Κ.Ε.Δ. για την αναζήτηση οποιουδήποτε ποσού καταβάλλεται από το Ελληνικό Δημόσιο εξ αυτής της αιτίας.
β) Αντίστοιχη υποχρέωση με την προηγούμενη υποπαράγραφο α΄και με τους ίδιους όρους αναλαμβάνει το Ελληνικό Δημόσιο, για την εξυπηρέτηση του δανείου που έχει χορηγηθεί στον Οργανισμό Μεγάρου Μουσικής Αθηνών (Ο.Μ.Μ.Α.) με την εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου, δυνάμει της υπ’ αριθμ. 2/48243/0025/8.8.2007 απόφασης του Υφυπουργού Οικονομίας και Οικονομικών (ΦΕΚ 1587 Β΄), από της καταθέσεως στη Βουλή για κύρωση τροποποιητικής σύμβασης της υπ’ αριθμ. 7431/1981 «Συμβάσεως Ιδρύσεως Οργανισμού Μεγάρου Μουσικής Αθηνών και Προσυμφώνου Δωρεάς», που κυρώθηκε με το άρθρο 10 του ν. 1198/1981 (ΦΕΚ 238 Α΄). Με την τροποποιητική σύμβαση θα τροποποιείται το άρθρο 3 της υπ’ αριθμ. 7431/1981 Συμβάσεως, κατά τρόπον ώστε η πλειοψηφία των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου του Οργανισμού να διορίζεται απευθείας από τους Υπουργούς Οικονομικών και Πολιτισμού και Τουρισμού. Η ως άνω τροποποίηση δεν θίγει τις διατάξεις του άρθρου 1 της υπ’ αριθμ. 7431/1981 «Συμβάσεως Ιδρύσεως Οργανισμού Μεγάρου Μουσικής Αθηνών και Προσυμφώνου Δωρεάς», οι οποίες εξακολουθούν να ισχύουν για κάθε συνέπεια.
12. Το Ελληνικό Δημόσιο δύναται να εξοφλεί παντός είδους υποχρεώσεις του, σε εθνικό ή αλλοδαπό νόμισμα, προς όλους τους φορείς του δημόσιου ή ιδιωτικού τομέα, με τη σύμφωνη γνώμη τους, με έκδοση κρατικών χρεογράφων εντόκων γραμματίων ή ομολόγων ή άλλων τίτλων δανεισμού, στο πλαίσιο του εκάστοτε εκτελούμενου Κρατικού Προϋπολογισμού. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών καθορίζονται το ύψος των εκδιδόμενων τίτλων, ο σκοπός, οι όροι, οι διαδικασίες και κάθε άλλη τεχνική λεπτομέρεια που αφορά την έκδοσή τους. Η παρούσα διάταξη ισχύει από 12 Δεκεμβρίου 2010.
13. Στο τέλος της παραγράφου 4 του άρθρου 9 του ν. 3833/2010 (ΦΕΚ 38 Α΄) προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«Ειδικά για τους ελεγκτές των υπηρεσιών των περιπτώσεων ε΄ έως και ιε΄ του άρθρου 10 του π.δ. 85/2005 και το προσωπικό (τακτικούς μόνιμους, ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου και μετακλητούς υπαλλήλους) της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛ.ΣΤΑΤ.), εξακολουθούν να ισχύουν από 1.1.2011 τα όρια των 120 και 80 χιλιομέτρων της περίπτωσης α΄ της παρ. 2 του άρθρου 8 του ν. 2685/1999 (ΦΕΚ 35 Α΄).»
14. Στο τέλος της παρ. 1 του άρθρου 19 του ν. 3832/ 2010 (ΦΕΚ 38 Α΄) προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«Οι διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 35 του ν. 1882/ 1990 (ΦΕΚ 43 Α΄) και του άρθρου 5 του ν. 2685/1999 από 1.1.2011 εφαρμόζονται αναλόγως στο σύνολο του προσωπικού (τακτικούς μόνιμους, ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου και μετακλητούς υπαλλήλους) της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛ.ΣΤΑΤ.).»
Άρθρο 46
Τροποποίηση του άρθρου 20 του ν. 3696/2008 (ΦΕΚ 177 Α΄)
1. Το άρθρο 20 του ν. 3696/2008 (ΦΕΚ 177 Α΄) αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 20
Παράβολα – Χρηματικά ποσά
1. Από τα ΚΕ.Μ.Ε. καταβάλλονται παράβολα ως εξής:
(α) για χορήγηση άδειας ίδρυσης δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ,
(β) για εγγραφή στο Μητρώο Διδασκόντων εκατό (100) ευρώ.
Τα παράβολα αυτά εισπράττονται από τις κατά τόπους αρμόδιες Δημόσιες Οικονομικές Υπηρεσίες και αποδίδονται υπέρ του Δημοσίου.
Το ύψος των παραβόλων δύναται να αναπροσαρμόζεται κάθε φορά με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Παιδείας, Δια Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων.
2. Από τα ΚΕ.Μ.Ε. καταβάλλονται στο Εθνικό Κέντρο Πιστοποίησης Δομών Δια Βίου Μάθησης (Ε.ΚΕ.ΠΙΣ.) χρηματικά ποσά ως εξής:
(α) για χορήγηση άδειας λειτουργίας δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ,
(β) για ανανέωση άδειας λειτουργίας δύο χιλιάδων (2.000) ευρώ,
(γ) για άδεια μετεγκατάστασης/προσθήκης κτιρίου πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ,
δ) για λοιπές κτιριακές αλλαγές και προσθήκη νέων ειδικοτήτων, ποσό που δεν υπερβαίνει τα χίλια (1.000) ευρώ, ως ειδικότερα μπορεί να καθοριστεί με απόφαση του Δ.Σ. του Ε.ΚΕ.ΠΙΣ..
Τα χρηματικά αυτά ποσά καταβάλλονται σε τραπεζικό λογαριασμό του Ε.ΚΕ.ΠΙΣ..
Το ύψος των χρηματικών αυτών ποσών δύναται να αναπροσαρμόζεται κάθε φορά με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Παιδείας, Δια Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων.»
2.α) Στην πρώτη περίοδο της παραγράφου 3 του άρθρου 11 του ν. 3696/2008 (ΦΕΚ 177 Α΄) όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 6 του άρθρου 10 του ν. 3879/2010, οι λέξεις «μέχρι την 31η Μαρτίου κάθε έτους για το επόμενο σπουδαστικό έτος» διαγράφονται.
β) Η περίπτωση δ΄ της παραγράφου 3 του άρθρου 11 του ν. 3696/2008, όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 6 του άρθρου 10 του ν. 3879/2010 (ΦΕΚ 163 Α΄), αντικαθίσταται ως εξής:
«δ. Χρηματικό ποσό ύψους χιλίων πεντακοσίων (1.500) ευρώ, το οποίο κατατίθεται σε τραπεζικό λογαριασμό του Εθνικού Κέντρου Πιστοποίησης Δομών Δια Βίου Μάθησης (Ε.ΚΕ.ΠΙΣ.). Εάν το Ε.Ε.Σ. στεγάζεται σε περισσότερα του ενός κτήρια, για κάθε πρόσθετο κτήριο και ανάλογα με το εμβαδόν του καταβάλλεται χρηματικό ποσό που ορίζεται αναλογικά με απόφαση του Δ.Σ. του Ε.ΚΕ.ΠΙΣ. και πάντως όχι πέραν του ως άνω ποσού.
Για τη μετεγκατάσταση των φορέων και λοιπές κτηριακές αλλαγές, μετά τη χορήγηση άδειας λειτουργίας, καθώς και για την ανανέωση άδειας λειτουργίας, ορίζεται με απόφαση του Δ.Σ. του Ε.ΚΕ.ΠΙΣ. χρηματικό ποσό που δεν μπορεί να ξεπερνά το ύψος των χιλίων (1.000) ευρώ.
Το ανώτατο όριο των χιλίων (1.000) ευρώ που αφορά στη μετεγκατάσταση και στις λοιπές αλλαγές των φορέων καθώς και το ποσό των χιλίων πεντακοσίων (1.500) ευρώ που αφορά στην αδειοδότηση των φορέων, δύνανται να αναπροσαρμόζονται κάθε φορά με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Παιδείας, Δια Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων.»
Άρθρο 47
Λοιπές διατάξεις
1. α) Στις περιπτώσεις α΄, β΄ και γ΄ του άρθρου 6 του ν. 3862/2010 (ΦΕΚ 113 Α΄), αντί των στοιχείων «ζ΄», «η΄» και «στ΄» τίθενται τα στοιχεία «στ΄» «ζ΄» και «ε΄» αντίστοιχα.
β) Στις περιπτώσεις α΄, β΄ και γ΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 8 του ν. 3862/2010, αντί των στοιχείων
«ζ΄», «η΄» και «στ΄» τίθενται τα στοιχεία «στ΄» «ζ΄» και «ε΄» αντίστοιχα.
γ) Στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 3 του άρθρου 16 του ν. 3862/2010, αντί των στοιχείων «ε΄», «στ΄» και «η΄» τίθενται τα στοιχεία «δ΄» «ε΄» και «ζ΄» αντίστοιχα.
δ) Στην παράγραφο 3 του άρθρου 81 του ν. 3862/2010 αντί των λέξεων «παραγράφου 2» τίθενται οι λέξεις «παραγράφου 1».
2. Στο άρθρο 21 του ν. 3878/2010 (ΦΕΚ 161 Α΄) προστίθενται παράγραφοι 5, 6 και 7 ως εξής:
«5. Η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «Ολυμπιακά Ακίνητα Ανώνυμη Εταιρεία» συγχωνεύεται με απορρόφηση από την ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «Εταιρεία Τουριστικής Ανάπτυξης Ανώνυμη Εταιρεία» η οποία μετονομάζεται εφεξής σε «Ελληνικά Τουριστικά Ακίνητα Ανώνυμη Εταιρεία». Το σύνολο των στοιχείων του ενεργητικού και παθητικού, της κατά 100% θυγατρικής, απορροφώμενης εταιρείας, όπως αυτά περιγράφονται στον Ισολογισμό Μετασχηματισμού με ημερομηνία 31.12.2010, εισφέρονται στην απορροφώσα εταιρεία, η δε λογιστική αξία τους διαπιστώνεται με σχετική έκθεση ορκωτών ελεγκτών λογιστών, η οποία διενεργείται με εντολή της απορροφώσας εταιρείας.
Οι υφιστάμενες ζημίες της απορροφώμενης εταιρείας κατά την ημερομηνία Ισολογισμού Μετασχηματισμού μειώνουν ισόποσα το μετοχικό κεφάλαιο αυτής.
Από 1.1.2011 όλες οι πράξεις της απορροφώμενης εταιρείας θεωρείται ότι διενεργούνται για λογαριασμό της απορροφώσας και τα ποσά αυτών μεταφέρονται με συγκεντρωτική εγγραφή στα βιβλία της.
Από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, η απορροφώσα εταιρεία «Ελληνικά Τουριστικά Ακίνητα Ανώνυμη Εταιρεία» (Ε.Τ.Α. Α.Ε.) υποκαθίσταται σε όλα τα δικαιώματα, υποχρεώσεις και έννομες σχέσεις της απορροφώμενης εταιρείας, η οποία παύει να υφίσταται.
Η μεταβίβαση της απορροφώμενης εταιρείας εξομοιώνεται με καθολική διαδοχή και οι εκκρεμείς δίκες συνεχίζονται αυτοδικαίως από την απορροφώσα εταιρεία.
Για τη συγχώνευση των άνω εταιρειών εφαρμόζεται, ως προς τις φορολογικές απαλλαγές και διευκολύνσεις, το άρθρο 4 παρ. 4 του ν. 3139/2003 (ΦΕΚ 100 Α΄).
Οι προβλεπόμενες από τις κείμενες διατάξεις διατυπώσεις δημοσιότητας λογίζεται ότι πληρούνται με τη δημοσίευση του παρόντος νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
6. Οι ετήσιες οικονομικές καταστάσεις της ανώνυμης εταιρείας «Ελληνικά Τουριστικά Ακίνητα Ανώνυμη Εταιρεία» καταρτίζονται σύμφωνα με τα διεθνή πρότυπα χρηματοοικονομικής αναφοράς που αποφασίζονται από το Διοικητικό της Συμβούλιο.
7. Απαιτήσεις της εταιρείας «ΟΡΓΑΝΩΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΟΛΥΜΠΙΑΚΩΝ ΑΓΩΝΩΝ – ΑΘΗΝΑ 2004 Α.Ε.» κατά του Ελληνικού Δημοσίου κατά το χρόνο λήξης της εκκαθάρισης του άρθρου 89 του ν. 3606/2007 (ΦΕΚ 195 Α΄), που έχουν διαγραφεί από τα λογιστικά βιβλία της εταιρείας «ΟΛΥΜΠΙΑΚΑ ΑΚΙΝΗΤΑ Α.Ε.», σε βάρος των αποτελεσμάτων αυτής, αναγνωρίζονται προς έκπτωση από τα ακαθάριστα έσοδα της χρήσης πραγματοποίησης της διαγραφής.»
3. Στο άρθρο 21 του ν. 3878/2010 προστίθεται παράγραφος 8 ως εξής:
«8. Με απόφαση του Δ.Σ. της Εταιρείας Ε.Τ.Α. Α.Ε. που εγκρίνεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Πολιτισμού και Τουρισμού, καταρτίζεται Εσωτερικός Κανονισμός Λειτουργίας της Εταιρείας, στον οποίο ορίζονται οι οργανικές θέσεις προσωπικού με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, ορισμένου χρόνου, καθώς και εποχικού προσωπικού, όπως προκύπτουν εν όψει της απορρόφησης της εταιρείας «ΟΛΥΜΠΙΑΚΑ ΑΚΙΝΗΤΑ Α.Ε.». Με απόφαση του Δ.Σ. της εταιρείας το προσωπικό της εταιρείας Ε.Τ.Α. Α.Ε. εντάσσεται και καταλαμβάνει τις οργανικές θέσεις που προβλέπονται στο προηγούμενο εδάφιο. Με όμοια απόφαση εντάσσεται και καταλαμβάνει τις θέσεις αυτές και το προσωπικό της «ΟΛΥΜΠΙΑΚΑ ΑΚΙΝΗΤΑ Α.Ε.» μετά την ολοκλήρωση της συγχώνευσης.»
4. Στις διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 9 του ν. 3861/2010 (ΦΕΚ 112 Α΄) μετά τις λέξεις «Δικαστικοί Λειτουργοί της Διοικητικής» προστίθεται από την ημερομηνία ισχύος του ν. 3861/2010 η φράση «ή της Πολιτικής».
5. α) Στο τέλος της παραγράφου 3 του άρθρου 6 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (Κ.Δ.Δ.) προστίθεται τρίτο εδάφιο, ως εξής:
«Αν στο πλαίσιο του ίδιου προσωρινού ή οριστικού φορολογικού ελέγχου έχουν καταλογιστεί για το ίδιο οικονομικό έτος ή διαχειριστική περίοδο με την ίδια ή περισσότερες πράξεις, διάφορα ποσά, κατά του ίδιου υποχρέου, ανεξαρτήτως αν αυτά αφορούν διαφορετικά φορολογικά αντικείμενα, το εφετείο, εφόσον είναι αρμόδιο για κάποια από αυτές, καθίσταται αρμόδιο και για τις υπόλοιπες, ανεξαρτήτως ποσού.»
β) Η διάταξη της προηγούμενης περίπτωσης της παραγράφου αυτής καταλαμβάνει και τις εκκρεμείς κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος υποθέσεις.
6. Το κατώτατο όριο προμήθειας των εμπόρων χονδρικής και λιανικής πώλησης των καπνοβιομηχανικών προϊόντων ορίζεται σε 8,3% και 31,3% αντίστοιχα επί της τιμής λιανικής τους προ φόρων. Η διάταξη του προηγούμενου εδαφίου ισχύει μέχρι 31.12.2011.
7. α) Στο τέλος του δεύτερου εδαφίου της παρ. 2 του άρθρου 3 του ν. 3429/2005 (ΦΕΚ 314 Α΄) οι λέξεις «με απόφαση της Διυπουργικής Επιτροπής Δημοσίων Επιχειρήσεων και Οργανισμών του άρθρου 10 του παρόντος νόμου.» αντικαθίστανται με τις λέξεις «όπως ορίζεται στο καταστατικό της.».
β) Το τρίτο εδάφιο της παρ. 3 του άρθρου 3 του ν. 3429/2005 διαγράφεται και στο τέλος της παραγράφου προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«Το διοικητικό συμβούλιο υποχρεούται να κοινοποιεί στην Ειδική Γραμματεία Δημοσίων Επιχειρήσεων και Οργανισμών τη σύνθεση των μελών του, όπως αυτή διαμορφώνεται μετά από κάθε αλλαγή των εκπροσώπων των προηγούμενων παραγράφων.»
γ) Στο τέλος του άρθρου 19 του ν 3429/2005 προστίθενται εδάφια ως εξής:
«Ομοίως εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής του Κεφαλαίου Α΄τα νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου με την επωνυμία «Οργανισμός κατά των Ναρκωτικών» (Ο.ΚΑ. ΝΑ.), «Κέντρο Θεραπείας Εξαρτημένων Ατόμων» (ΚΕ.ΘΕ.Α.) και «Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων» (ΚΕ.ΕΛ.Π.ΝΟ.).
Για τα νομικά πρόσωπα του προηγούμενου εδαφίου με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης μπορεί να ορίζεται η υποχρέωση υποβολής προς τη Ε.Γ.Δ.Ε.Κ.Ο. στοιχείων προϋπολογισμού, απολογιστικών στοιχείων και στοιχείων απασχόλησης, να καθορίζεται διαδικασία εσωτερικού ελέγχου και να ρυθμίζεται ο τρόπος, ο χρόνος και το ειδικότερο περιεχόμενο των στοιχείων αυτών, καθώς και κάθε αναγκαίο θέμα.»
Άρθρο 48
Α. Αναστολή μέτρων αναγκαστικής είσπραξης οφειλών
1. Αναστέλλεται έως την 31.12.2012 η λήψη αναγκαστικών και λοιπών μέτρων είσπραξης κατά των οφειλετών των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης, εκτός του ΟΓΑ, οι οποίοι είτε έχουν εκπέσει της ρύθμισης οφειλών του ν. 3863/2010 (ΦΕΚ 115 Α΄) ή αντίστοιχων προηγούμενων ρυθμίσεων είτε δεν έχουν υπαχθεί σε αυτές. Προϋποθέσεις της αναστολής αυτής και της υπαγωγής στον κατωτέρω διακανονισμό είναι:
α) η υποβολή σχετικής αίτησης του οφειλέτη στις αρμόδιες υπηρεσίες των ασφαλιστικών φορέων,
β) η ανελλιπής καταβολή των από 1.1.2011 και εφεξής τρεχουσών ασφαλιστικών εισφορών,
γ) η καταβολή ποσού που αντιστοιχεί τουλάχιστον στο 20% των τρεχουσών ασφαλιστικών εισφορών, όπως προσδιορίζονται παρακάτω έναντι της κατωτέρω κεφαλαιοποιημένης οφειλής.
Ειδικότερα:
i. Το ποσό αυτό σε ό,τι αφορά το ΙΚΑ − ΕΤΑΜ και τα λοιπά ταμεία ασφάλισης μισθωτών καταβάλλεται σε μηνιαία βάση, αντιστοιχεί σε ποσοστό 1,25% της κατά τα κατωτέρω κεφαλαιοποιημένης οφειλής, δεν μπορεί να είναι μικρότερο του 20% και μεγαλύτερο του 40% επί του μέσου όρου των μηνιαίων ασφαλιστικών εισφορών του τελευταίου τριμήνου του έτους 2010 και σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να υπολείπεται των εκατόν πενήντα (150) ευρώ. Εφόσον κατά το τελευταίο τρίμηνο του 2010 ή μέρους αυτού δεν υφίστατο υποχρέωση καταβολής ασφαλιστικών εισφορών υπέρ ταμείων μισθωτών λόγω μη απασχόλησης προσωπικού, το καταβλητέο ποσό αντιστοιχεί στο 1,25% της κεφαλαιοποιημένης οφειλής χωρίς να υπολείπεται των εκατόν πενήντα (150) ευρώ.
ii. Ειδικά για τους οφειλέτες του ΟΑΕΕ, το ποσό της διμηνιαίας καταβολής υπολογίζεται με βάση την εισφορά που ισχύει κατά την ημερομηνία υποβολής του αιτήματος υπαγωγής στόν διακανονισμό, χωρίς να υπολείπεται των εκατόν πενήντα (150) ευρώ. Σε περίπτωση που έχουν διακόψει την ασφάλισή τους στον Οργανισμό αυτόν, ως εισφορά θεωρείται η αντιστοιχούσα στην ασφαλιστική κατηγορία όπου βρίσκονταν κατά το χρόνο διακοπής της ασφάλισης,
iii. Για τους οφειλέτες των ταμείων ασφάλισης αυτοαπασχολούμενων − ανεξάρτητα απασχολούμενων, πλην ΟΑΕΕ, ισχύουν αναλόγως τα αναφερόμενα στην περίπτωση ii της παραγράγου αυτής, με εξαίρεση τη δόση που είναι μηνιαία και το ελάχιστο ποσό αυτής που ανέρχεται στα εκατό (100) ευρώ.
Η υπαγωγή στο διακανονισμό αυτόν συνεπάγεται την κεφαλαιοποίηση των ληξιπρόθεσμων μέχρι 31.12.2010 οφειλόμενων ασφαλιστικών εισφορών μετά των αναλογούντων πρόσθετων τελών, προσαυξήσεων και λοιπών επιβαρύνσεων προστίμων και λοιπών εξόδων αναγκαστικών μέτρων.
2. Στο διακανονισμό της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού δύνανται να υπαχθούν και οι εξής κατηγορίες οφειλετών:
i. Όσοι οφείλουν εισφορές και για το χρονικό διάστημα από 1.1.2011 και εφεξής, εφόσον καταβάλουν τις οφειλές αυτές εφάπαξ ή τις ρυθμίσουν σύμφωνα με το ν. 3863/2010.
ii. Για το υπόλοιπο της οφειλής τους, όσοι έχουν ενταχθεί στη ρύθμιση του v. 3863/2010 ή άλλων αντίστοιχων προηγούμενων ρυθμίσεων, με παράλληλη απώλεια των ευεργετημάτων που τους είχαν παρασχεθεί δυνάμει των προηγούμενων ρυθμίσεων,
iii. Όσοι οφειλέτες του ΙΚΑ − ΕΤΑΜ ή άλλων φορέων ασφάλισης μισθωτών δεν απασχολούν υπαλλήλους, εφόσον απασχολήσουν έναν ή περισσότερους υπαλλήλους για το χρονικό διάστημα έως την 31.12.2012 και για όσο διάστημα απασχολούν προσωπικό.
3. Οφειλέτης του ΟΑΕΕ, ο οποίος προκαταβάλλει τις εισφορές, του δικαιούται έκπτωση, η οποία ορίζεται για τον πρώτο μήνα προπληρωμής σε 1%, προσαυξανόμενο κατά 1% για κάθε επόμενο μήνα προπληρωμής και μέχρι 12 συνεχείς μήνες. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης μπορεί το ποσοστό της έκπτωσης αυτής να τροποποιείται.
4. Στις ως άνω διατάξεις δύνανται να υπαχθούν οφειλέτες, μετά από αίτησή τους στα οριζόμενα από τις περιπτώσεις α΄και β΄της παραγράφου 1 του άρθρου 54 του ν. 3863/2010 αρμόδια όργανα ανεξαρτήτως ποσού οφειλής. Ειδικότερα οφειλέτες, το ποσό της συνολικής οφειλής των οποίων υπερβαίνει: α) για το ΙΚΑ−ΕΤΑΜ το ποσό των τριακοσίων χιλιάδων (300.000) ευρώ, β) για τους λοιπούς ασφαλιστικούς φορείς το ποσό των ογδόντα χιλιάδων (80.000) ευρώ και γ) για τον ΟΓΑ το ποσό των διακοσίων χιλιάδων (200.000) ευρώ, μπορούν να υπαχθούν στις ρυθμίσεις του άρθρου 55 του ν. 3863/2010 και βάσει των κριτηρίων που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του άρθρου αυτού, να τύχουν ευνοϊκότερης ρύθμισης ως προς το ποσό της δόσης, το οποίο αντιστοιχεί στο 0,80% της ως άνω κεφαλοποιημένης οφειλής.
To ποσό αυτό δεν μπορεί να είναι μικρότερο του 20% ούτε μεγαλύτερο του 40% των ασφαλιστικών εισφορών, όπως αυτές προσδιορίζονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου. Στην περίπτωση οφειλετών που κατά το τελευταίο τρίμηνο του 2010 ή μέρους αυτού δεν είχαν υποχρέωση καταβολής ασφαλιστικών εισφορών υπέρ ταμείων μισθωτών λόγω μη απασχόλησης προσωπικού, το καταβλητέο ποσό δόσης αντιστοιχεί στο 0,80% της κεφαλαιοποιημένης οφειλής.
5. Σε περίπτωση που δεν έχει αποπληρωθεί κατά τα ως άνω το σύνολο της οφειλής έως τις 31.12.2012, παύει από 1.1.2013 η περίοδος αναστολής των μέτρων εισπράξεως και το υπόλοιπο της οφειλής εξοφλείται είτε εφάπαξ είτε με εκ νέου ρύθμισή του κατά τα άρθρα 53−62 του ν. 3863/2010.
6. Στους οφειλέτες που υπάγονται στον παρόντα διακανονισμό και τηρούν τους όρους του χορηγείται βεβαίωση ασφαλιστικής ενημερότητας διάρκειας δύο (2) μηνών, υπό την προϋπόθεση ότι ο διακανονισμός τηρείται έναντι όλων των φορέων κύριας και επικουρικής ασφάλισης στους οποίους υπάγεται το προσωπικό των επιχειρήσεων ή ο αυτοαπασχολούμενος. Προκειμένου για το ΙΚΑ − ΕΤΑΜ εξακολουθούν να ισχύουν οι διατάξεις του άρθρου 8 παράγραφος 5ε του α.ν. 1846/1951 (ΦΕΚ 179 A΄).
7. Οι Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης διατηρούν σε κάθε περίπτωση το δικαίωμα: α) να δίνουν εντολές παρακράτησης μέρους ή του συνόλου της χρηματικής απαίτησης του οφειλέτη κατά τρίτων προσώπων, για την είσπραξη της οποίας ζητείται βεβαίωση ασφαλιστικής ενημερότητας, β) να προβαίνουν σε συμψηφισμό των χρηματικών απαιτήσεων του οφειλέτη κατά του οικείου ασφαλιστικού φορέα και μέχρι του ύψους των ληξιπρόθεσμων οφειλών του. Στις ανωτέρω περιπτώσεις α΄και β΄ το παρακρατούμενο ή συμψηφιζόμενο ποσό δεν μπορεί να υπερβαίνει το διπλάσιο της προβλεπόμενης δόσης.
8. Στους αυτοτελώς απασχολούμενους ασφαλισμένους του Κλάδου Κύριας Ασφάλισης Αγροτών, που οφείλουν ληξιπρόθεσμες ασφαλιστικές εισφορές ποσού εξακοσίων (600) ευρώ και άνω, παρέχεται και κατά παρέκκλιση των διατάξεων των παραγράφων 1, 2 και 3 του άρθρου 57 του ν. 3863/2010, χωρίς να απαιτείται η καταβολή του παραβόλου της παρ. 3 του άρθρου 56 του ν. 3863/2010, η ευχέρεια εξόφλησης σε δόσεις των καθυστερούμενων οφειλών τους, υπό την προϋπόθεση της εμπρόθεσμης καταβολής των τρεχουσών εισφορών τους:
i. Προβλέπονται έως είκοσι (20) τριμηνιαίες δόσεις, ελάχιστου ποσού εκατόν πενήντα (150) ευρώ έκαστη. Η πρώτη δόση προκαταβάλλεται μαζί με τις τρέχουσες εισφορές κατά την έναρξη της ρυθμίσεως.
ii. Η μη εμπρόθεσμη καταβολή δύο συνεχόμενων δόσεων, καθώς και η μη καταβολή των τρεχουσών εισφορών συνεπάγεται την έκπτωση από τη ρύθμιση και καθιστά άμεσα απαιτητό το σύνολο του οφειλόμενου ποσού.
iii. Στους οφειλέτες που υπάγονται στην παρούσα ρύθμιση και τηρούν τους όρους αυτής χορηγείται βεβαίωση ασφαλιστικής ενημερότητας διάρκειας έως έξι μηνών.
iν. Στην παρούσα ρύθμιση μπορούν να υπαχθούν και όσοι έχουν ρυθμίσει τις οφειλές τους με άλλες διατάξεις, όσον αφορά στο μέρος της οφειλής που δεν έχει εισπραχθεί.
ν. Με την υπαγωγή τους στην πρόβλεψη της παραγράφου αυτής αναστέλλεται η λήψη αναγκαστικών και λοιπών μέτρων είσπραξης εναντίον τους.
νi. Κατά τα λοιπά ισχύουν οι διατάξεις των άρθρων 53 έως και 62 του ν. 3863/2010.
Β. Εκλογές Επιμελητηρίων
1. Τα εδάφια δεύτερο και τρίτο της παρ. 5 του άρθρου 30 του ν.3419/2005, που προστέθηκαν με την παρ. 1 του άρθρου 14 του ν.3557/2007 και τροποποιήθηκαν με το άρθρο 23 του ν. 3853/2010, αντικαθίστανται ως εξής:
«Οι εκλογές για την ανάδειξη οργάνων διοίκησης των Επιμελητηρίων μετά τις εκλογές που διεξήχθησαν κατά το προηγούμενο εδάφιο, θα διεξαχθούν μεταξύ 15ης Νοεμβρίου και 15ης Δεκεμβρίου 2011. Η θητεία των εκλεγμένων οργάνων διοίκησης των Επιμελητηρίων παρατείνεται μέχρι τη διεξαγωγή των εκλογών κατά το προηγούμενο εδάφιο. Οι εκλογικές επιτροπές που έχουν συγκροτηθεί, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2081/1992, όπως τροποποιήθηκε με τις διατάξεις του ν. 3419/2005, για την ανάδειξη των οργάνων διοίκησης των Επιμελητηρίων, διατηρούνται και παραμένουν αρμόδιες για τις εκλογές που θα διεξαχθούν σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου.»
2. Η ισχύς του παρόντος άρθρου αρχίζει τη 15η Μαρτίου 2011.
Άρθρο 49
Άλλες διατάξεις
1. α. Κατόπιν αιτήσεων των ενδιαφερομένων το Διοικητικό Συμβούλιο (Δ.Σ.) του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων (Τ.Π.Δ.) δύναται να ρυθμίζει εν γένει οφειλές από χορηγηθέντα από αυτό δάνεια σε δήμους, πρώην κοινότητες ή στους καθολικούς διαδόχους τους, που προκύπτουν από την εφαρμογή του ν.3852/2010 (ΦΕΚ 81 Α΄), καθώς και στις περιφέρειες, που δεν πληρούν τις προϋποθέσεις συνομολόγησης δανείων του άρθρου 264 του ν.3852/2010 και των σε εκτέλεση αυτών εκδοθεισών υπουργικών αποφάσεων ή που εντάσσονται στο ειδικό πρόγραμμα για την οικονομική τους εξυγίανση του άρθρου 262 του ίδιου νόμου. Η διάρκεια αποπληρωμής των οφειλών αυτών μπορεί να παρατείνεται μέχρι τα είκοσι πέντε έτη από την ημερομηνία της παρούσας ρύθμισης και με λοιπούς ειδικότερους όρους και ειδικό κατά περίπτωση επιτόκιο που θα καθορίζεται από το Δ.Σ. του Τ.Π.Δ.. Οι κατά τα ανωτέρω οφειλές μπορούν να εξοφληθούν και με συνομολόγηση νέου δανείου από το Τ.Π.Δ. με διάρκεια μέχρι τα είκοσι πέντε έτη από τη συνομολόγηση, με ειδικότερους όρους, επιτόκιο και προϋποθέσεις που θα καθορίζονται από το Διοικητικό Συμβούλιο του Τ.Π.Δ., καθώς και από τα οριζόμενα στο δεύτερο εδάφιο της παρ. 11 του άρθρου 18 του ν. 3870/2010.
β. Η δυνατότητα του Δ.Σ του Τ.Π.Δ. της προηγούμενης περίπτωσης παρέχεται και για τη ρύθμιση:
i. των εν γένει οφειλών των Ν.Π.Δ.Δ. και των Ν.Π.Ι.Δ. των Ο.Τ.Α. και των Περιφερειών, των Συνδέσμων Ο.Τ.Α., των Δημοτικών εν γένει Επιχειρήσεων, με οικονομική αδυναμία ομαλής εξυπηρέτησης των οφειλών τους από τους ίδιους και από τους εγγυητές αυτών,
ii. των εν γένει οφειλών των Ν.Π.Δ.Δ., Ν.Π.Ι.Δ. κοινωφελούς χαρακτήρα, Δημοσίων Οργανισμών, Δημοσίων Επιχειρήσεων, Φιλανθρωπικών και άλλων Κοινωφελών Ιδρυμάτων, με οικονομική αδυναμία ομαλής εξυπηρέτησης των οφειλών τους.
γ. Τα πάσης αιτίας υφιστάμενα στο Τ.Π.Δ., έως τη δημοσίευση του παρόντος, χρεωστικά ανοίγματα των δήμων και πρώην κοινοτήτων δύναται να ρυθμιστούν άπαξ με συνομολόγηση ισόποσων δανείων από το Τ.Π.Δ., εντός αποκλειστικής προθεσμίας μέχρι 31.12.2011, κατόπιν αιτήσεων των δήμων. Τα δάνεια αυτά χορηγούνται σύμφωνα με τα οριζόμενα στο δεύτερο εδάφιο της παρ. 11 του άρθρου 18 του ν. 3870/2010. Με την παρέλευση άπρακτης της παραπάνω προθεσμίας, τα χρεωστικά ανοίγματα, όπως εμφανίζονται στα βιβλία του Τ.Π.Δ., βεβαιώνονται ή επαναβεβαιώνονται στην Κεντρική Υπηρεσία του Τ.Π.Δ. από 1.1.2012 οίκοθεν υπέρ του Τ.Π.Δ. με βάση τα σχετικά στοιχεία που διαθέτει, κατά του οικείου δήμου και εισπράττονται κατά τις διατάξεις του Κ.Ε.Δ.Ε.. Η τυχόν αρχική βεβαίωση των ποσών αυτών σε Δ.Ο.Υ. δεν θίγεται αλλά εξακολουθεί να παράγει όλα τα αποτελέσματα από τη βεβαίωση αυτή σύμφωνα με το νόμο.
Τα χρεωστικά ανοίγματα που ρυθμίζονται σύμφωνα με τα προηγούμενα εδάφια απαλλάσσονται από τόκους υπερημερίας και άλλες προσαυξήσεις μέχρι την ημέρα της ρύθμισης.
Οι όροι και τα κριτήρια δανειοδότησης κατά την περίπτωση αυτή καθορίζονται με απόφαση του Δ.Σ. του Τ.Π.Δ. και σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 176 του ν.3463/2006 (ΦΕΚ 114 Α΄). Τα δάνεια αυτά επιβαρύνονται με κυμαινόμενο επιτόκιο, αναπροσαρμοζόμενο ανά εξάμηνο, ίσο με αυτό της εκάστοτε προηγούμενης έκδοσης εξάμηνων τίτλων Ελληνικού Δημοσίου προσαυξημένου κατά μια μονάδα (1%), η δε διάρκεια αποπληρωμής τους δεν υπερβαίνει τα είκοσι πέντε έτη.
Οι ρυθμίσεις των περιπτώσεων α΄, β΄και γ΄της παρούσας παραγράφου δεν θίγονται από την τυχόν ένταξη του οφειλέτη στο ειδικό πρόγραμμα οικονομικής εξυγίανσης του άρθρου 262 του ν. 3852/2010.
δ. Τα εδάφια γ΄και δ΄της παραγράφου 7 του άρθρου 17 του ν.3491/2006 (ΦΕΚ 207 Α΄) καταργούνται.
Το χρεωστικό υπόλοιπο, καθώς και το εναπομείναν χρέος από την κεφαλαιοποίηση της παρ. 12 του άρθρου 17 του ν.2744/1999 (ΦΕΚ 222 Α΄), όπως εμφανίζεται οριστικά στο λογαριασμό του Τ.Π.Δ. ως απαίτηση κατά το κλείσιμο του έτους 2006 και το οποίο ανέρχεται σε ύψος 23.055.765,94 ευρώ, εξοφλείται σε πέντε συνεχείς, ισόποσες, ετήσιες και άτοκες δόσεις με παρακράτηση από τα καθαρά κέρδη που αποδίδει το Τ.Π.Δ. στο Ελληνικό Δημόσιο, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις.
Η πρώτη δόση καταβάλλεται από τα κέρδη της οικονομικής χρήσης 2011.
Το ανωτέρω συνολικό ποσό θα συμψηφιστεί με παρακράτηση σε πέντε ετήσιες ισόποσες δόσεις, αρχής γενομένης από την οικονομική χρήση 2012, από την απόδοση των οφειλών του Ελληνικού Δημοσίου προς τους Ο.Τ.Α. α΄ βαθμού, όπως αυτές προσδιορίστηκαν στο άρθρο 27 του ν.3756/2009 (ΦΕΚ 53 Α΄).
Με κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών, Αποκέντρωσης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης και Οικονομικών μπορεί να ρυθμίζεται κάθε άλλη λεπτομέρεια για την εφαρμογή της παρούσας.
ε. Με απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών, Αποκέντρωσης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης και Οικονομικών καθορίζονται ειδικές προϋποθέσεις με τις οποίες οι Ο.Τ.Α. μπορούν να προβαίνουν σε δανειακές συμβάσεις για τη χρηματοδότηση χρεών στις περιπτώσεις που καθίσταται αδύνατη η εξασφάλιση της υποχρέωσής τους περί κατάρτισης ισοσκελισμένου προϋπολογισμού, λαμβανομένων υπόψη και των υποχρεώσεων που απορρέουν από την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 4 παρ. 5 του π.δ. 113/2010 (ΦΕΚ 94 Α΄).
2. Οι λογαριασμοί του πρώτου και του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 6 του άρθρου 260 του ν.3852/2010, οι οποίοι τηρούνται στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων υπό τους τίτλους «Κεντρικοί Αυτοτελείς Πόροι των Περιφερειών για την κάλυψη λειτουργικών και λοιπών γενικών δαπανών» και «Κεντρικοί Αυτοτελείς Πόροι των Περιφερειών για κάλυψη επενδυτικών δαπανών», αντιστοίχως, ενοποιούνται σε ένα λογαριασμό υπό τον τίτλο «Κεντρικοί Αυτοτελείς Πόροι των Περιφερειών».
3. Η επιβολή κατασχέσεως κατά δήμου ή συνδέσμου δήμων ή περιφέρειας επί των Κ.Α.Π. ή επί δανείων του δήμου ή συνδέσμου δήμων ή περιφέρειας εις χείρας του Τ.Π.Δ. ως τρίτου, η προθεσμία προς υποβολή δηλώσεως από το Τ.Π.Δ. επί της κατασχέσεως, η προθεσμία ασκήσεως ανακοπής και η άσκηση ανακοπής κατά της κατασχέσεως ή της δηλώσεως του Τ.Π.Δ. δεν αναστέλλουν την απόδοση των Κ.Α.Π. ή των δανείων προς το δήμο ή το σύνδεσμο δήμων ή την περιφέρεια από το Τ.Π.Δ..
Η ικανοποίηση του κατασχόντος πραγματοποιείται, εφόσον υπάρξει τελεσίδικη δικαστική απόφαση αποδοχής της ανακοπής του, για τα ποσά, τα οποία θα αποδοθούν στον ίδιο δήμο ή σύνδεσμο δήμων ή την περιφέρεια δια του Τ.Π.Δ. μετά την έκδοση της ανωτέρω δικαστικής απόφασης.
4. Στο τέλος της παραγράφου 2 του άρθρου 283 του ν. 3852/2010 προστίθενται εδάφια ως εξής:
«Οι δήμοι και οι περιφέρειες υπεισέρχονται αυτοδικαίως σε πάσης φύσεως υποχρεώσεις και δικαιώματα, εξαιρουμένων των εμπραγμάτων, που βάσει διατάξεων νόμων και κανονιστικών πράξεων συνδέονται με αρμοδιότητες που μεταφέρονται σε αυτούς. Όταν οι υποχρεώσεις, που προέρχονται από τη μεταφορά αρμοδιοτήτων, αφορούν στην πληρωμή δαπανών, οι δήμοι και οι περιφέρειες είναι υπόχρεοι για την καταβολή τους στην περίπτωση που δεν έχει εκδοθεί το προβλεπόμενο από τον Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων σχετικό παραστατικό από τους δικαιούχους ή δεν έχει εκδοθεί τελεσίδικη δικαστική απόφαση μέχρι 31.12.2010 για τους δήμους ή 30.6.2011 για τις περιφέρειες.
Ομοίως οι δήμοι και οι περιφέρειες είναι δικαιούχοι απαιτήσεων που συνδέονται με τις μεταφερόμενες αρμοδιότητες, για τις οποίες δεν έχουν αποσταλεί οι χρηματικοί κατάλογοι προς ταμειακή βεβαίωση μέχρι τις ανωτέρω προθεσμίες. Στις περιπτώσεις αυτές, οι σχετικές εκκρεμείς δίκες της πρώην Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης ή της πρώην κρατικής περιφέρειας συνεχίζονται, αυτοδικαίως, από το δήμο ή την περιφέρεια που αφορά το αντικείμενο της δίκης, χωρίς να διακόπτονται και χωρίς να απαιτείται ειδική διαδικαστική πράξη συνέχισής τους.
Οι δήμοι και οι περιφέρειες από την έναρξη άσκησης των μεταφερόμενων σε αυτούς αρμοδιοτήτων υπεισέρχονται αυτοδικαίως στις συμβάσεις μίσθωσης ακινήτων που είχαν συναφθεί για τη στέγαση των υπηρεσιών που συνδέονται με τις αρμοδιότητες αυτές, εφόσον οι οικείες υπηρεσίες εξακολουθούν να στεγάζονται στα μισθωμένα ακίνητα.
Σε περίπτωση που στο ακίνητο στεγάζονται από κοινού και υπηρεσίες άλλων φορέων, η υπεισέλευση πραγματοποιείται κατ’ αναλογία των χρησιμοποιούμενων ανά φορέα τετραγωνικών μέτρων. Ομοίως, αναλογικά επιμερίζονται και οι λοιπές λειτουργικές δαπάνες.»
5. Στις υποχρεωτικές δαπάνες της περίπτωσης β΄ της παρ. 1 του άρθρου 158 του Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων, που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν.3463/2006 (ΦΕΚ 114 Α΄), περιλαμβάνονται και οι δαπάνες που αφορούν αποζημίωση για την υπερωριακή απασχόληση προσωπικού, καθώς και εκείνες που απορρέουν από την εκτέλεση των συμβάσεων έργου.
6. Οι ρυθμίσεις του άρθρου 16 του ν. 3887/2010 (ΦΕΚ 174 Α΄) εξακολουθούν να ισχύουν και μετά την 31η Δεκεμβρίου 2010 έως τη λήξη του τρέχοντος σχολικού έτους, εκτός αν ολοκληρωθούν έως τότε οι σχετικοί διαγωνισμοί προς ανάδειξη νέων μειοδοτών. Δαπάνες οι οποίες αφορούν στη μεταφορά μαθητών μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος, για την οποία δεν τηρήθηκε η διαδικασία του ανωτέρω άρθρου, θεωρούνται νόμιμες εφόσον ο Γενικός Γραμματέας της Αποκεντρωμένης Διοίκησης διαπιστώσει με σχετική πράξη του την εκτέλεση του μεταφορικού έργου και το ύψος της σχετικής δαπάνης.
7. Στο τέλος του άρθρου 109 του ν. 3852/2010 προστίθεται παράγραφος 7 ως εξής:
«7. α) Από 1.1.2011 η Δημοτική Επιχείρηση Ύδρευσης Αποχέτευσης Μείζονος περιοχής Βόλου (ΔΕΥΑΜΒ) διέπεται σχετικά με την εν γένει λειτουργία της από τις σχετικές διατάξεις του ν. 1069/1980. Οι αντίστοιχες διατάξεις του ν. 890/1979 καταργούνται. Η θητεία του παρόντος διοικητικού συμβουλίου λήγει με την εγκατάσταση του νέου, το οποίο ορίζεται κατά τις διατάξεις του άρθρου 3 του ν. 1069/1980.
β) Μέχρι την κατάρτιση και ψήφιση του προϋπολογισμού είναι επιτρεπτή η πραγματοποίηση δαπανών, χωρίς τους περιορισμούς των δωδεκατημορίων, από δήμους και περιφέρειες, οι οποίες αφορούν την εκπλήρωση ανειλημμένων συμβατικών υποχρεώσεων.»
8.α. Κενές ή κενούμενες οργανικές θέσεις μόνιμου προσωπικού και προσωπικού με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, καθώς και με θητεία δημοσίου δικαίου ή ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου σε οργανική θέση με δυνατότητα ανανέωσης, των φορέων της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του ν. 3812/2009, καλύπτονται μετά από προηγούμενη έγκριση της ΠΥΣ 33/2006 (ΦΕΚ 280 Α΄), όπως εκάστοτε ισχύει.
Ειδικά για τις δημόσιες επιχειρήσεις και οργανισμούς των Κεφαλαίων Α΄και Β΄ του ν. 3429/2005 (ΦΕΚ 314 Α΄), προηγείται εισήγηση της Ειδικής Γραμματείας Δημοσίων Επιχειρήσεων και Οργανισμών.
β. Κάθε γενική και ειδική διάταξη αντίθετη προς τις διατάξεις της προηγούμενης περίπτωσης, καθώς και οι εξαιρέσεις που ορίζονται στο άρθρο 4 της ΠΥΣ 33/2006, όσον αφορά στο προσωπικό της προηγούμενης περίπτωσης, καταργείται.
γ. Η παρ. 2 του άρθρου 205 του ν. 3584/2007 (ΦΕΚ 143 Α΄) καταργείται. Οι διατάξεις της περίπτωσης δ΄της παρ. 4 του άρθρου 3 του ν. 3899/2010 (ΦΕΚ 212 Α΄) δεν ισχύουν για το προσωπικό ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου, που προσλαμβάνεται στους Ο.Τ.Α. για κάλυψη αναγκών ανταποδοτικού χαρακτήρα.»
9. Καθιερώνεται από 1ης Ιανουαρίου 2011 η υποχρέωση των οικείων Διευθύνσεων Διοικητικού/Προσωπικού των φορέων της παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 3812/2009, για την τήρηση των στοιχείων για το διορισμό/πρόσληψη προσωπικού ή μεταφορά από τους φορείς των περιπτώσεων στ΄ έως θ΄του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 3812/2009, καθώς και την αποχώρηση, μόνιμου, με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου προσωπικού και υπαλλήλων επί θητεία, εφόσον παρέχεται δυνατότητα ανανέωσης, στην Κεντρική Βάση Δεδομένων Ανθρώπινου Δυναμικού της Γενικής Γραμματείας Δημόσιας Διοίκησης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης του Υπουργείου Εσωτερικών, Αποκέντρωσης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης.
Τα στοιχεία της απόφασης διορισμού/πρόσληψης, μεταφοράς ή αποχώρησης του προσωπικού αυτού πριν τη δημοσίευση της σχετικής πράξης ή της έκδοσής της, όπου δεν απαιτείται δημοσίευση αυτής, καταγράφονται υποχρεωτικά με ευθύνη της οικείας Διεύθυνσης Διοικητικού/Προσωπικού, στο ηλεκτρονικό προσωπικό μητρώο της ανωτέρω βάσης δεδομένων.
Για την ως άνω καταγραφή εκδίδεται σχετική βεβαίωση η οποία αποτελεί ουσιώδη τύπο του κύρους της διαδικασίας πρόσληψης/διορισμού, μεταφοράς ή αποχώρησης του ανωτέρω προσωπικού.
Η παράλειψη της ανωτέρω διαδικασίας συνιστά το πειθαρχικό παράπτωμα της περίπτωσης β΄ της παρ. 1 του άρθρου 107 του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ., όπως κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 3528/2007 (ΦΕΚ 26 Α΄).
10. Όλες οι ατομικές πράξεις διορισμού ή πρόσληψης του τακτικού προσωπικού των φορέων της παρ. 1 του άρθρου 1 του ν.3812/2009, πριν από την έκδοση ή τη δημοσίευσή τους, όπου αυτή απαιτείται, αποστέλλονται για τον έλεγχο της τήρησης του λόγου μία πρόσληψη ανά πέντε αποχωρήσεις στο σύνολο των φορέων στη Διεύθυνση Προσλήψεων Προσωπικού της Γενικής Γραμματείας Δημόσιας Διοίκησης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης. Ο έλεγχος αφορά στη διασφάλιση της τήρησης των οριζομένων στην απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών, Αποκέντρωσης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης, που εκδίδεται κατ’ εξουσιοδότηση των διατάξεων της παρ. 5 του άρθρου 11 του ν. 3833/2010, όπως ισχύει. Για την τήρηση των ανωτέρω εκδίδεται σχετική βεβαίωση η οποία αποτελεί ουσιώδη τύπο του κύρους της διαδικασίας διορισμού ή πρόσληψης.
11. α) Στο τέλος της παραγράφου 1 περίπτωση α.i του άρθρου 18 του ν. 3870/2010 (ΦΕΚ 138 Α΄) προστίθεται εδάφιο, ως εξής:
«Το ανωτέρω προσωπικό, κατά το χρονικό διάστημα που δεν λειτουργούν οι σχολικές μονάδες, απασχολείται για τον καθαρισμό υπηρεσιών του οικείου Δήμου, καθώς και Ν.Π.Δ.Δ. αυτού.»
β) Η παράγραφος 1 περίπτωση β΄του ίδιου άρθρου αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«Για την κάλυψη του κόστους μισθοδοσίας του εν λόγω προσωπικού, το ποσοστό των Κεντρικών Αυτοτελών Πόρων (Κ.Α.Π.) των Δήμων της παραγράφου 1, περίπτωση α΄του άρθρου 259 του ν. 3852/2010 (ΦΕΚ 87 Α΄) που εγγράφεται στον τακτικό προϋπολογισμό αυξάνεται από 1.1.2011 σε 21,3 %. Ειδικά για το έτος 2011, η αναλογούσα αύξηση των Κ.Α.Π. των Δήμων διενεργείται με μεταφορά των αντίστοιχων πιστώσεων από τον προϋπολογισμό του Υπουργείου Παιδείας, Δια Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων.»
12.α) Η παράγραφος 1 του άρθρου 3Β του ν. 2362/1995 (ΦΕΚ 247 Α΄) αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Σε κάθε Υπουργείο συνιστάται Γενική Διεύθυνση Οικονομικών Υπηρεσιών, υπαγόμενη στον Γενικό Γραμματέα αυτού. Στη Γενική Διεύθυνση αυτή υπάγονται όλες οι υφιστάμενες οικονομικές οργανικές μονάδες του Υπουργείου. Για τις προϋποθέσεις, τα κριτήρια και τη διαδικασία επιλογής του προϊσταμένου Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικών Υπηρεσιών εφαρμόζονται οι διατάξεις του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ., που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 3528/2007 (ΦΕΚ 26 Α΄), όπως τροποποιήθηκε με τις διατάξεις του ν. 3839/2010 (ΦΕΚ 51 Α΄), καθώς και οι διατάξεις των άρθρων τέταρτου και πέμπτου του ν. 3839/2010. Στους λοιπούς φορείς της Γενικής Κυβέρνησης οι αρμοδιότητες του παρόντος άρθρου ασκούνται από τον ανώτερο κατά περίπτωση προϊστάμενο Οικονομικών Υπηρεσιών ή τον υπεύθυνο οικονομικών του φορέα.»
β) Στην παράγραφο 2 του άρθρου 3Β του ν. 2362/1995 αντικαθίστανται και προστίθενται λέξεις ως εξής:
αα) Στο πρώτο εδάφιο, αντί της λέξης «χρηματοδοτούμενων» τίθεται η λέξη «εποπτευόμενων».
ββ) Στην περίπτωση α΄αντί των λέξεων «τον επικεφαλής του φορέα από τον οποίο ενδεχομένως χρηματοδοτείται» τίθενται οι λέξεις «τον Προϊστάμενο Οικονομικών Υπηρεσιών του φορέα από τον οποίο εποπτεύεται».
γγ) Στην περίπτωση ε΄μετά τις λέξεις «του φορέα του» προστίθενται οι λέξεις «καθώς και των εποπτευόμενων από αυτόν φορέων».
γ. Στο άρθρο 3Β του ν. 2362/1995 προστίθεται παράγραφος 5 ως εξής:
«5. Μέχρι την επιλογή και την τοποθέτηση Προϊσταμένου Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικών Υπηρεσιών στα Υπουργεία, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παράγραφο 1, τα καθήκοντα και οι αρμοδιότητες των παραγράφων 2 και 3 ασκούνται από τον Γενικό Γραμματέα του οικείου Υπουργείου που ορίζεται με απόφαση του οικείου Υπουργού, πλην του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας, όπου καθήκοντα Οικονομικού Υπευθύνου ασκεί ο Γενικός Διευθυντής Οικονομικού Σχεδιασμού και Υποστήριξης.»
Άρθρο 50
Τροποποίηση διατάξεων του ν. 2362/1995
1. Οι διατάξεις του άρθρου 1Β του ν. 2362/1995 (ΦΕΚ 247 Α΄) αντικαθίστανται, τροποποιούνται και συμπληρώνονται ως εξής:
α) Στο τέλος της παραγράφου 2 προστίθεται νέο εδάφιο ως εξής:
«Αναλυτικά τα νομικά πρόσωπα που περιλαμβάνονται στην Κεντρική Κυβέρνηση, τους Ο.Τ.Α. και τους Ο.Κ.Α. προσδιορίζονται από το Μητρώο Φορέων Γενικής Κυβέρνησης που τηρείται με ευθύνη της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής.»
β) Στο τέλος της παραγράφου 4 προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«Για λόγους στατιστικής ταξινόμησης περιλαμβάνεται και η Βουλή των Ελλήνων, σύμφωνα με τον Κανονισμό της, ως προς τον προϋπολογισμό εξόδων και τον ισολογισμό − απολογισμό αυτής.» γ. Στην παράγραφο 5 διαγράφονται οι λέξεις «που είναι νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου».
2. Στο τέλος της παραγράφου 7 του άρθρου 15 του ν. 2362/1995 προστίθενται νέα εδάφια ως εξής:
«Κατ’ εξαίρεση και μέχρι 31.12.2011, με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, επιτρέπεται:
α. Η μεταφορά πιστώσεων αποδοχών από έναν φορέα της Κεντρικής Διοίκησης σε άλλο φορέα της Κεντρικής Διοίκησης, πιστώσεων για επιχορήγηση φορέων και υπό κατανομή πιστώσεων για νέες προσλήψεις, σε πιστώσεις αποδοχών του ίδιου ή άλλου φορέα της Κεντρικής Διοίκησης για κάλυψη δαπανών πρόσληψης, μετάταξης και απόσπασης προσωπικού ή για την τακτοποίηση γενομένων δαπανών μισθοδοσίας.
β. Η μεταφορά υπό κατανομή πιστώσεων του προϋπολογισμού σε άλλες κατηγορίες δαπανών του ίδιου ή άλλων φορέων της Κεντρικής Διοίκησης για την υλοποίηση του σκοπού για τον οποίο έχουν προβλεφθεί.
γ. Η μεταφορά πιστώσεων από ένα φορέα της Κεντρικής Διοίκησης σε άλλο φορέα της Κεντρικής Διοίκησης για την κάλυψη δαπανών που πραγματοποιούνται για λογαριασμό του φορέα στον προϋπολογισμό του οποίου έχουν αρχικά προβλεφθεί οι πιστώσεις, για την υλοποίηση προγραμμάτων που αφορούν περισσότερους από έναν φορείς της Κεντρικής Διοίκησης ή για την υλοποίηση του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων.»
3.α) Οι παράγραφοι 7 και 9 του άρθρου 21 του ν. 2362/1995 αντικαθίστανται ως έξης:
«7. Για τις δαπάνες για τις οποίες ως εκ της φύσεώς τους δεν είναι δυνατή η τήρηση της ανωτέρω διαδικασίας (συναλλαγματικές διαφορές, εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων, δαπάνες ΔΙΑΣ κ.λπ.) δεσμεύεται η απαραίτητη πίστωση αμέσως μετά την παραλαβή του σχετικού λογαριασμού ή της σχετικής ειδοποίησης ή με την με οποιονδήποτε τρόπο γνωστοποίηση του ύψους και του χρόνου εξόφλησής τους.»
«9. Οι δαπάνες αποδοχών, συντάξεων, εξυπηρέτησης δημόσιου χρέους, ασφαλιστικών και προνοιακών παροχών, οι δαπάνες του άρθρου 37, καθώς και οι δαπάνες πάγιου χαρακτήρα (ηλεκτρική ενέργεια, ύδρευση, επικοινωνίες κ.λπ.) αναλαμβάνονται για ολόκληρο το ετήσιο ποσό από την έναρξη του οικονομικού έτους, με έκδοση αποφάσεων ανάληψης υποχρέωσης. Ειδικά για τις δαπάνες εξυπηρέτησης δημόσιου χρέους, ο χρόνος έναρξης ισχύος του προηγούμενου εδαφίου, όσον αφορά στην έκδοση αποφάσεων ανάληψης υποχρέωσης, καθορίζεται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών.
Για τις πληρωμές του τακτικού προϋπολογισμού που τακτοποιούνται με την έκδοση συμψηφιστικών χρηματικών ενταλμάτων και μέχρι την έκδοση απόφασης του Υπουργού Οικονομικών που θα ορίζει το χρόνο έναρξης της ανάληψης υποχρέωσης αυτών με αποφάσεις, η εντολή πληρωμής υπέχει από 1.1.2011 θέση απόφασης ανάληψης υποχρέωσης.
Ειδικά για τους Οργανισμούς Κοινωνικής Ασφάλισης και μόνο για το έτος 2011, όλες οι πιστώσεις του προϋπολογισμού αναλαμβάνονται για ολόκληρο το ποσό από την έναρξη του οικονομικού έτους.»
β) Στο άρθρο 9 του π.δ. 113/2010 προστίθεται παράγραφος 4, ως εξής:
«4. Για τις δαπάνες που πληρώνονται μέσω προκαταβολών, σύμφωνα με το άρθρο 52 του ν. 2362/1995, η δημοσιονομική δέσμευση, κατά την έννοια της παρ. 2 του άρθρου 21 του ν. 3871/2010, διενεργείται με την έκδοση σχετικής εντολής, από την αρμόδια διεύθυνση της Κεντρικής Υπηρεσίας του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, χωρίς προέγκριση από την οικεία Υ.Δ.Ε..»
4. Στο άρθρο 52 του ν. 2362/1995 προστίθενται νέες περιπτώσεις η΄, θ΄, ι΄ως εξής:
«η. Για την εξόφληση υποχρεώσεων του Ελληνικού Δημοσίου που προκύπτουν από καταπτώσεις εγγυήσεων σε πιστωτικά ιδρύματα εσωτερικού ή εξωτερικού από δάνεια που χορηγήθηκαν σε δημόσιες επιχειρήσεις και οργανισμούς, καθώς και σε ιδιωτικές επιχειρήσεις ή σε φυσικά πρόσωπα.
θ) Για τη συμμετοχή του Ελληνικού Δημοσίου στις αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου επιχειρήσεων, στο μετοχικό κεφάλαιο των οποίων μετέχει και
ι) Για την εξόφληση υποχρεώσεων του Ελληνικού Δημοσίου που προκύπτουν κατά τη διαδικασία αποκρατικοποίησης επιχειρήσεων σύμφωνα με τις διατάξεις του ν.3049/2002.»
5. Η παράγραφος 1 του άρθρου 60 του ν. 2362/1995 αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Λογαριασμοί του Δημοσίου είναι οι λογαριασμοί του λογιστικού σχεδίου της Κεντρικής Διοίκησης, που εισάγεται με το εκδιδόμενο κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 76Β προεδρικό διάταγμα και παρουσιάζουν το σύνολο των χρηματοοικονομικών συναλλαγών της Κεντρικής Διοίκησης.
Οι λογαριασμοί των δημόσιων ταμείων διακρίνονται σε λογαριασμούς που εμφανίζουν την εκτέλεση του προϋπολογισμού και σε λογαριασμούς που απεικονίζουν την εκτός προϋπολογισμού χρηματική διαχείριση, η κίνηση των οποίων εισάγεται με αντιστοίχιση στους λογαριασμούς του νέου λογιστικού σχεδίου της Κεντρικής Διοίκησης. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών συστήνονται και τροποποιούνται οι λογαριασμοί του νέου λογιστικού σχεδίου της Κεντρικής Διοίκησης και των Δ.Ο.Υ. και καθορίζεται ο τρόπος κίνησης των εκτός προϋπολογισμού λογαριασμών.»
6. Στην παράγραφο 4 του άρθρου 64 του ν. 2362/1995 μετά την περίπτωση ε΄προστίθεται νέα περίπτωση στ΄, ως εξής:
«(στ) τις διαδικασίες τακτοποίησης, στα έσοδα και στα έξοδα του προϋπολογισμού, των υποχρεώσεων του Ελληνικού Δημοσίου που εξοφλούνται με έκδοση τίτλων.
Ρυθμίζονται επίσης θέματα σχετικά με την καταγραφή των πράξεων διαχείρισης δημόσιου χρέους, νομίσματος και επιτοκίου που ανακύπτουν από την εφαρμογή του Λογιστικού Σχεδίου της Κεντρικής Διοίκησης.»
Οι περιπτώσεις ζ΄ και στ΄ της ίδιας παραγράφου αναριθμούνται σε ζ΄και η΄.
7. Η παράγραφος 1 του άρθρου 65 του ν. 2362/1995 αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Το Υπουργείο Οικονομικών είναι αποκλειστικά αρμόδιο για την παροχή εγγυήσεων για λογαριασμό του Δημοσίου. Το Υπουργείο Οικονομικών δεν παρέχει εγγυήσεις του Δημοσίου για την κάλυψη υποχρεώσεων επιχειρήσεων του Δημοσίου ή ιδιωτικών επιχειρήσεων που είναι εισηγμένες σε οργανωμένη αγορά, με εξαίρεση:
α. εγγυήσεις που χορηγούνται σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3723/2008 (ΦΕΚ 20 Α΄),
β. τις εγγυήσεις που παρέχονται στους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων κ.λπ.) και στο Ταμείο Κοινωνικής Ανάπτυξης (Τ.Κ.Α.Σ.Ε.) για δάνεια που χορηγούν σε δημόσιες επιχειρήσεις και οργανισμούς και πιστωτικά ιδρύματα και μόνο για επενδυτικούς σκοπούς, και
γ. εγγυήσεις που παρέχονται στην Τράπεζα της Ελλάδος προς εξασφάλιση απαιτήσεων αυτής κατά πιστωτικών ιδρυμάτων.
Το κατά περίπτωση ύψος της προμήθειας για τη χορήγηση των εγγυήσεων για δάνεια προς πιστωτικά ιδρύματα των περιπτώσεων β΄και γ΄ καθορίζεται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, ύστερα από εισήγηση του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος.»
8. Κατά παρέκκλιση των διατάξεων του άρθρου 22 του ν. 2362/1995, καθώς και κάθε άλλης ειδικής διάταξης δεν απαιτείται σύμπραξη του Υπουργού Οικονομικών για τον καθορισμό του ύψους της επιχορήγησης φορέων από τον Κρατικό Προϋπολογισμό.
9. Η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «Δημόσια Επιχείρηση Κινητών Αξιών (Δ.Ε.Κ.Α.) Α.Ε.» που συστήθηκε με το άρθρο 1 του ν.2526/1997 (ΦΕΚ 205 Α΄) λύεται, χωρίς εκκαθάριση, κατά παρέκκλιση των ισχυουσών διατάξεων και η θητεία των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου της λήγει αυτοδίκαια από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου.
Η κυριότητα και οποιοδήποτε άλλο εμπράγματο δικαίωμα επί του συνόλου της κινητής και ακίνητης περιουσίας της Δ.Ε.Κ.Α. Α.Ε. περιέρχονται αυτοδικαίως στο Δημόσιο από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου χωρίς την τήρηση οποιουδήποτε τύπου, πράξης ή συμβολαίου και χωρίς αντάλλαγμα.
Απαιτήσεις, υποχρεώσεις και πάσης φύσεως εκκρεμότητες υφιστάμενες κατά τη λύση της Δ.Ε.Κ.Α. Α.Ε. αναλαμβάνονται από το Δημόσιο, το οποίο συνεχίζει τις εκκρεμείς δίκες. Αρμόδια υπηρεσία για την παρακολούθηση των εκκρεμών δικών και γενικά την παρακολούθηση των εκκρεμών υποθέσεων της Δ.Ε.Κ.Α. Α.Ε. είναι η Διεύθυνση Κίνησης Κεφαλαίων, Εγγυήσεων, Δανείων και Αξιών του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους του Υπουργείου Οικονομικών. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών μπορεί να ανατίθενται, στο σύνολό τους ή εν μέρει, οι αρμοδιότητες που προβλέπονται στο προηγούμενο εδάφιο σε άλλη υπηρεσία του ίδιου Υπουργείου.
10. Το άρθρο 47 του π.δ. 284/1988 «Οργανισμός Υπουργείου Οικονομικών» (ΦΕΚ 128 Α΄), όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«Άρθρο 47
ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ
ΣΤΟ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ
1. Η Υπηρεσία Δημοσιονομικού Ελέγχου στο Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη διαρθρώνεται στα παρακάτω Τμήματα:
α. Τμήμα Α΄− Εκκαθάρισης Δαπανών Τακτικού Προϋπολογισμού Ελληνικής Αστυνομίας (ΕΛ.ΑΣ.).
β. Τμήμα Β΄− Εκκαθάρισης Δαπανών Τακτικού Προϋπολογισμού Λιμενικού Σώματος και Γενικής Γραμματείας Ασφάλειας Ναυσιπλοΐας.
γ. Τμήμα Γ΄− Εκκαθάρισης Δαπανών Προϋπολογισμού Λοιπών Υπηρεσιών.
δ. Τμήμα Δ΄− Εκκαθάρισης: Δαπανών Προϋπολογισμού Δημοσίων Επενδύσεων και Λογιστικό.
2. Στην αρμοδιότητα της Υπηρεσίας Δημοσιονομικού Ελέγχου στο Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη ανήκουν τα πιο κάτω θέματα που κατανέμονται μεταξύ των Τμημάτων της, ως ακολούθως:
α. Τμήμα Α΄
Οι αρμοδιότητες της παραγράφου 1 του άρθρου 43 του παρόντος με στοιχεία γ΄, ε΄, στ΄, θ΄και ιγ΄, σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρο 23 του ν. 2362/1995 (ΦΕΚ 247 Α΄), όσον αφορά στις δαπάνες του τακτικού προϋπολογισμού της Ελληνικής Αστυνομίας που πληρώνονται μέσω πάγιας προκαταβολής.
β. Τμήμα Β΄
Οι αντίστοιχες αρμοδιότητες με το Α΄ Τμήμα, όσον αφορά στις δαπάνες του τακτικού προϋπολογισμού του Λιμενικού Σώματος και όλων των Υπηρεσιών του, της Γενικής Γραμματείας Ασφάλειας Ναυσιπλοΐας [άρθρο 1 παρ. 2 του π.δ. 96/2010 ( ΦΕΚ 170 Α΄)], καθώς και των λοιπών Υπηρεσιών που μεταφέρθηκαν στο Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη από το Υπουργείο Θαλάσσιων Υποθέσεων, Νήσων και Αλιείας [άρθρο 2 παρ. 3 του π.δ. 127/2010 (ΦΕΚ 214 Α΄)].
γ. Τμήμα Γ΄
Οι ίδιες αρμοδιότητες με το Α΄Τμήμα, όσον αφορά στις λοιπές δαπάνες του τακτικού προϋπολογισμού της Ελληνικής Αστυνομίας, καθώς και στις δαπάνες των υπόλοιπων Υπηρεσιών που ανήκουν στην αρμοδιότητα του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη.
δ. Τμήμα Δ΄
Οι αρμοδιότητες της παραγράφου 1 του άρθρου 43 του παρόντος με στοιχεία γ΄και ε΄, σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 23 του ν. 2362/1995, όσον αφορά στις δαπάνες του προϋπολογισμού δημοσίων επενδύσεων του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη.
Οι αρμοδιότητες της παραγράφου 1 του ίδιου άρθρου με στοιχεία α΄, β΄, ζ΄, η΄, ι΄, ια΄, ιβ΄ και ιδ΄, σε συνδυασμό ομοίως με τις διατάξεις του άρθρου 23 του ν.2362/1995.
Τήρηση του Μητρώου Προσωπικού και των λογιστικών βιβλίων που προβλέπονται από τις κείμενες διατάξεις.»
Άρθρο 51
Πρόστιμα του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων (π.δ. 186/1992), φόροι, τέλη, εισφορές, πρόσθετοι φόροι, προσαυξήσεις και λοιπές επιβαρύνσεις που έχουν καταλογιστεί από τις αρμόδιες φορολογικές αρχές σε βάρος σωματείων που επιδιώκουν αποκλειστικά πολιτιστικούς σκοπούς λόγω αμφισβήτησης του μη κερδοσκοπικού τους χαρακτήρα, διαγράφονται με απόφαση του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. στην οποία είναι βεβαιωμένα και τυχόν εκκρεμείς δίκες καταργούνται, εφόσον:
α) υποβληθεί αίτηση προς την αρμόδια για τη διαγραφή Δ.Ο.Υ. μέσα σε αποκλειστική προθεσμία ενός μηνός από τη δημοσίευση του νόμου αυτού,
β) οι πολιτιστικοί σκοποί αποδεικνύονται από το εγκεκριμένο καταστατικό του σωματείου και
γ) το σωματείο έχει ορισθεί ως νομικό πρόσωπο που επιδιώκει πολιτιστικούς σκοπούς για την εφαρμογή των διατάξεων του ν. 2557/1997 (ΦΕΚ 271 Α΄), της περίπτωσης δ΄ της παρ. 1 του άρθρου 31 του ν. 2238/1994, με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Πολιτισμού σε εκτέλεση των διατάξεων της παρ. 3 του άρθρου 9 του ν. 2557/1997 (ΦΕΚ 271 Α΄).
Άρθρο 52
Καταργούμενες διατάξεις – Έναρξη ισχύος
1. Από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού καταργούνται:
α) το άρθρο 13 του Κεφαλαίου Δ΄ του ν. 3052/2002 (ΦΕΚ 221 Α΄),
β) τα άρθρα 1, 2, 3 και 4 του ν. ΒΡΙΑ΄ του 1892 (ΦΕΚ 461 Α΄),
γ) το άρθρο 24 του ν. 522/1914 (ΦΕΚ 1 Α΄),
δ) το τέταρτο άρθρο του ν. 1943/1920 (ΦΕΚ 20 Α΄) και ε) το άρθρο 5 του ν.δ. 2946/1954 (ΦΕΚ 183 Α΄).
2. Η ισχύς του παρόντος νόμου αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά στις επί μέρους διατάξεις του.
Παραγγέλλομε τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και την εκτέλεσή του ως νόμου του Κράτους.
Αθήνα, 31 Μαρτίου 2011
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΚΑΡΟΛΟΣ ΓΡ. ΠΑΠΟΥΛΙΑΣ
ΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟΙ
ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΑΠΟΚΕΝΤΡΩΣΗΣ | ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ |
ΕΘΝΙΚΗΣ ΑΜΥΝΑΣ | ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ, ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟΤΗΤΑΣ |
ΠΑΙΔΕΙΑΣ, ΔΙΑ ΒΙΟΥ ΜΑΘΗΣΗΣ | ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ, ΔΙΑΦΑΝΕΙΑΣ |
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ | ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ |
ΑΝΑΠΛ. ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ
Γ. ΚΟΥΤΡΟΥΜΑΝΗΣ
Θεωρήθηκε και τέθηκε η Μεγάλη Σφραγίδα του Κράτους.
Αθήνα, 31 Μαρτίου 2011
Ο ΕΠΙ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ
ΧAΡΑΛΑΜΠΟΣ ΚΑΣΤΑΝΙΔΗΣ