ΜΙΑ ΠΡΟΣΦΟΡΑ ΤΗΣ ΜΗΝΙΑΙΑΣ ΕΠΙΣΤΗΜOΝΙΚΗΣ ΚΑΙ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ
"ΛΟΓΙΣΤΙΚΟΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟΣ ΦΟΡΟΤΕΧΝΙΚΟΣ & ΝΟΜΙΚΟΣ ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ"

ΑΝΑΛΥΤΙΚΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΘΕΜΑΤΟΣ "ΝΟΜΟΙ - NOMOI Π.Δ."
Πίσω Aρχική σελίδα

 ΘΕΜΑ:  
ΝΟΜΟΣ 3296/2004 (ΦΕΚ Α΄ 253/14.12.2004)

Φορολογία εισοδήματος φυσικών και νομικών προσώπων, φορολογικοί έλεγχοι και άλλες διατάξεις

Πρωτότυπο έγγραφο

ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ

ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

ΤΕΥΧΟΣ ΠΡΩΤΟ          Αρ. Φύλλου 253           14 Δεκεμβρίου 2004

_______________________________________________________

ΝΟΜΟΣ ΥΠ' ΑΡΙΘ. 3296

Φορολογία εισοδήματος φυσικών και νομικών προσώπων, φορολογικοί έλεγχοι και άλλες διατάξεις.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ

ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄

ΦΟΡΟΛΟΓΙΑ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ

Άρθρο 1

Φορολογική κλίμακα - Μειώσεις φόρου

1. Στην παράγραφο 1 του άρθρου 9 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, όπως αυτός κυρώθηκε με το Ν. 2238/ 1994 (ΦΕΚ 151 Α΄), η κλίμακα του πρώτου εδαφίου και το δεύτερο εδάφιο αντικαθίστανται ως εξής:

«(α) ΚΛΙΜΑΚΑ ΜΙΣΘΩΤΩΝ – ΣΥΝΤΑΞΙΟΥΧΩΝ

Κλιμάκιο Εισοδήματος (ευρώ)

Φορολ. Συντελεστής %

Φόρος κλιμακίου (ευρώ)

Σύνολο

Εισοδήματος (ευρώ)

Φόρου (ευρώ)

11.000

0

0

11.000

0

2.000

15

300

13.000

300

10.000

30

3.000

23.000

3.300

Υπερβάλλον

40

(β) ΚΛΙΜΑΚΑ ΜΗ ΜΙΣΘΩΤΩΝ – ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΩΝ

Κλιμάκιο Εισοδήματος (ευρώ)

Φορολ. Συντελεστής %

Φόρος κλιμακίου (ευρώ)

Σύνολο

Εισοδήματος (ευρώ)

Φόρου (ευρώ)

9.500

0

0

9.500

0

3.500

15

525

13.000

525

10.000

30

3.000

23.000

3.525

Υπερβάλλον

40

Όταν στο εισόδημα του μισθωτού ή συνταξιούχου περιλαμβάνεται και εισόδημα από άλλη πηγή, το επιπλέον αφορολόγητο ποσό των χιλίων πεντακοσίων (1.500) ευρώ του πρώτου κλιμακίου της κλίμακας (α), σε σχέση με το αφορολόγητο ποσό του πρώτου κλιμακίου της κλίμακας (β) περιορίζεται στο ποσό του μισθού ή της σύνταξης που δηλώνεται, εφόσον το ποσό του μισθού ή της σύνταξης είναι μικρότερο από το επιπλέον αυτό αφορολόγητο ποσό.»

2. Η υποπερίπτωση αα΄ της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 3 του άρθρου 9 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος αντικαθίσταται ως εξής:

«αα) Οι αμοιβές που καταβάλλονται για ιατρικές επισκέψεις και εξετάσεις γενικά, στις οποίες περιλαμβάνονται και οι ακτινολογικές και μικροβιολογικές εξετάσεις, οι δαπάνες που καταβάλλονται για διαρκή κάλυψη τέτοιων αναγκών, καθώς και η δαπάνη για οδοντοθεραπεία και οδοντοπροσθετική.»

3. Στην περίπτωση α΄ της παραγράφου 3 του άρθρου 9 του Κ.Φ.Ε. προστίθεται τελευταίο εδάφιο, ως εξής:

«Επίσης περιλαμβάνονται οι δαπάνες για έξοδα ιατρικής και νοσοκομειακής περίθαλψης των τέκνων που ορίζονται στο άρθρο 7, στην περίπτωση που καταβάλλονται από γονέα που δεν συνοικεί μαζί τους λόγω διάζευξης με τον άλλο γονέα.»

4. Στην υποπερίπτωση ββ΄ της περίπτωσης β΄ της παραγράφου 3 του άρθρου 9 του Κ.Φ.Ε. προστίθεται νέο δεύτερο εδάφιο, ως εξής:

«Στη δαπάνη της υποπερίπτωσης αυτής περιλαμβάνεται και η δαπάνη του πρώτου εδαφίου που καταβάλλεται ετησίως από γονείς που βρίσκονται σε διάζευξη, για κάθε τέκνο από αυτά που ορίζονται στο άρθρο 7, στην περίπτωση που δεν συνοικούν μαζί του.»

5. Η περίπτωση δ΄ της παραγράφου 3 του άρθρου 9 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται ως εξής:

«δ) Κατά ποσοστό είκοσι τοις εκατό (20%) του ποσού της διατροφής που καταβάλλεται από τον έναν σύζυγο στον άλλο και επιδικάστηκε ή συμφωνήθηκε με συμβολαιογραφική πράξη. Το ποσό της διατροφής επί της οποίας υπολογίζεται η μείωση φόρου δεν μπορεί να υπερβεί τα τρεις χιλιάδες (3.000) ευρώ.»

6. Η περίπτωση ε΄ της παραγράφου 3 του άρθρου 9 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται ως εξής:

«ε) Για το φορολογούμενο που αποκτά εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες, εφόσον αυτός προσφέρει υπηρεσίες ή κατοικεί για εννέα (9) τουλάχιστον μήνες μέσα στο έτος που απέκτησε το εισόδημα αυτό στους Νομούς Ξάνθης, Ροδόπης, Έβρου, Λέσβου, Χίου, Σάμου και Δωδεκανήσου, καθώς και σε περιοχή των νομών Θεσπρωτίας, Ιωαννίνων, Καστοριάς, Φλώρινας, Πέλλης, Κιλκίς, Σερρών και Δράμας, η οποία περιλαμβάνεται σε ζώνη βάθους είκοσι (20) χιλιομέτρων από τη μεθοριακή γραμμή, κατά εξήντα (60) ευρώ για κάθε τέκνο που τον βαρύνει.»

7. Το ποσοστό μείωσης φόρου των περιπτώσεων α΄, β΄ και γ΄ της παραγράφου 3 του άρθρου 9 του Κ.Φ.Ε. αυξάνεται σε είκοσι τοις εκατό (20%) για τις δαπάνες που πραγματοποιούνται από 1.1.2005 και εξής. Ειδικά για τη δαπάνη της περίπτωσης γ΄ της παραγράφου 3 του άρθρου 9 του Κ.Φ.Ε., το ποσοστό του προηγούμενου εδαφίου ισχύει για τους τόκους δανείων που έχουν συναφθεί ή τις προκαταβολές που έχουν χορηγηθεί από 1ης Ιανουαρίου 2003 και μετά.

8. Η παράγραφος 4 του άρθρου 9 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται ως εξής:

«4. Για τη σύζυγο η οποία έχει εισόδημα από το οποίο προκύπτει φόρος, οι μειώσεις των περιπτώσεων α΄, γ΄ και δ΄ της προηγούμενης παραγράφου που αφορούν την ίδια και των περιπτώσεων α΄ και ε΄ της προηγούμενης παραγράφου που αφορούν τα τέκνα της από προηγούμενο γάμο, τα χωρίς γάμο τέκνα της, τους γονείς της και τους ανήλικους ορφανούς από πατέρα και μητέρα συγγενείς της μέχρι το δεύτερο βαθμό, αφαιρούνται από το δικό της φόρο που προκύπτει με βάση την κλίμακα. Όταν λόγω θανάτου του ενός από τους συζύγους υποβάλλονται χωριστές δηλώσεις, αν στο εισόδημα του ενός συζύγου δεν προκύπτει φόρος ή ο φόρος που προκύπτει είναι κατώτερος από το άθροισμα των μειώσεων των περιπτώσεων α΄ έως και ε΄ της προηγούμενης παραγράφου, το άθροισμα αυτών ή η διαφορά που προκύπτει δεν μειώνει το φόρο του άλλου συζύγου. Κατ΄ εξαίρεση, στην περίπτωση αυτή, μειώνουν το φόρο του άλλου συζύγου τα ποσά των μειώσεων που αφορούν τα έξοδα ιατρικής και νοσοκομειακής περίθαλψης του ενός συζύγου και των λοιπών προσώπων που συνοικούν μαζί του και τον βαρύνουν. Αν με βάση τη φορολογική κλίμακα δεν προκύπτει για τον φορολογούμενο ποσό φόρου ή αυτό που προκύπτει είναι μικρότερο από το άθροισμα των μειώσεων των περιπτώσεων α΄, β΄ και ε΄ της προηγούμενης παραγράφου που αφορούν αυτόν προσωπικά και τα πρόσωπα που τον βαρύνουν, τότε ολόκληρο το ποσό των μειώσεων των περιπτώσεων αυτών ή η διαφορά που προκύπτει, μειώνει το ποσό του φόρου που προκύπτει με βάση τη φορολογική κλίμακα για τον άλλο σύζυγο. Αν το συνολικό ποσό των μειώσεων είναι μεγαλύτερο του φόρου, ο οποίος προκύπτει με βάση τη φορολογική κλίμακα για τον φορολογούμενο και τη σύζυγό του, η διαφορά δεν επιστρέφεται ούτε συμψηφίζεται. Το ποσό που απομένει ύστερα από τις μειώσεις αποτελεί το φόρο που αναλογεί στο συνολικό καθαρό εισόδημα του φορολογουμένου.»

9. Τα ποσοστά έκπτωσης δυόμισι τοις εκατό (2,5%) που αναφέρονται στα τρία τελευταία εδάφια της παραγράφου 9 του άρθρου 9 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος μειώνονται σε ενάμισι τοις εκατό (1,5%).

Το ποσοστό ενενήντα επτά και ήμισυ τοις εκατό (97,5%) του τελευταίου εδαφίου της παραγράφου 9 του άρθρου 9 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος αυξάνεται σε ενενήντα οκτώ και ήμισυ τοις εκατό (98,5%).

10. Το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 57 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται, ως εξής:

«Ο φόρος που παρακρατείται σύμφωνα με τις διατάξεις αυτής της παραγράφου μειώνεται κατά ποσοστό ενάμισι τοις εκατό (1,5 %) κατά την παρακράτησή του.»

11. Στην περίπτωση γ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 7 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος προστίθεται δεύτερο εδάφιο ως εξής:

«Eιδικά, για τα τέκνα του προηγούμενου εδαφίου, καθώς και για τα τέκνα που δεν σπουδάζουν, το χρονικό διάστημα κατά το οποίο θεωρούνται προστατευόμενα μέλη παρατείνεται μέχρι και δύο έτη, εφόσον κατά τα έτη αυτά είναι εγγεγραμμένα στα μητρώα ανέργων του Ο.Α.Ε.Δ.»

Άρθρο 2

Έκπτωση δαπανών από το εισόδημα

1. Στην περίπτωση α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 8 του Κ.Φ.Ε. προστίθεται νέο δεύτερο εδάφιο ως εξής:

«Στη δαπάνη της περίπτωσης αυτής περιλαμβάνεται και η δαπάνη του πρώτου εδαφίου για ασφάλιση τέκνου, από αυτά που ορίζονται στο άρθρο 7, η οποία καταβάλλεται ετησίως από γονείς που βρίσκονται σε διάζευξη, στην περίπτωση που δεν συνοικούν μαζί του.»

2. Στην παράγραφο 1 του άρθρου 8 του Κ.Φ.Ε. προστίθεται περίπτωση γ΄, ως εξής:

«γ) Το ποσό του μισθώματος που καταβάλλει ο φορολογούμενος: αα) για κύρια κατοικία δική του και της οικογένειάς του, εφόσον η ηλικία του είναι μέχρι σαράντα (40) ετών και εγκαθίσταται ή μετακινείται εκτός των νομών Αττικής και Θεσσαλονίκης. Η έκπτωση παρέχεται για τα πρώτα πέντε (5) έτη της εγκατάστασής του, και ββ) για τη μίσθωση κύριας κατοικίας από υπάλληλο στον τόπο που μετατίθεται εφόσον εκμισθώνει ιδιόκτητη κατοικία του σε άλλο τόπο. Το ποσό του μισθώματος των περιπτώσεων αυτών που αφαιρείται δεν μπορεί να υπερβεί τα τριακόσια (300) ευρώ μηνιαίως. Δεν δικαιούνται την έκπτωση αυτή όσοι παίρνουν στεγαστικό επίδομα.»

3. Στην παράγραφο 1 του άρθρου 8 του Κ.Φ.Ε. προστίθεται περίπτωση στ΄ ως εξής:

«Ποσοστό είκοσι τοις εκατό (20%) της δαπάνης που καταβλήθηκε από τον υπόχρεο για την αγορά μεριδίων μετοχικών και μεικτών αμοιβαίων κεφαλαίων εσωτερικού, εφόσον αυτά δεν μεταβιβαστούν για τρία (3) έτη από την αγορά τους.

Το ποσό της έκπτωσης αφαιρείται από το συνολικό εισόδημα του έτους μέσα στο οποίο συμπληρώνονται τα τρία (3) έτη από την αγορά τους και δεν μπορεί να υπερβεί το ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ συνολικά κατά φορολογούμενο. Προϋπόθεση της έκπτωσης είναι το ποσό της δαπάνης για την αγορά των μεριδίων αμοιβαίων κεφαλαίων να μην προέρχεται από ρευστοποιήσεις ήδη υπαρχόντων μετοχικών και μεικτών αμοιβαίων κεφαλαίων, αλλά από νέα κεφάλαια. Όταν αγοράζουν αμοιβαία κεφάλαια από κοινού περισσότερα πρόσωπα, το ποσό έκπτωσης των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ επιμερίζεται ανάλογα με τον αριθμό τους.

Με τις ίδιες ως άνω προϋποθέσεις η έκπτωση αυτή παρέχεται και επί αγοράς μεριδίων μετοχικών και μεικτών αμοιβαίων κεφαλαίων εσωτερικού που είναι συνδεδεμένα με ασφαλιστήρια συμβόλαια ζωής.

Οι διατάξεις αυτές ισχύουν για αγορές μεριδίων αμοιβαίων κεφαλαίων που πραγματοποιούνται από 1.1.2005 έως 31.12.2009. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών μπορεί να παρατείνεται η χρονική περίοδος ισχύος.»

4. Στην παράγραφο 1 του άρθρου 8 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος προστίθεται περίπτωση ζ΄, ως εξής:

«ζ) Ποσοστό είκοσι τοις εκατό (20%) της δαπάνης είτε για την αλλαγή εγκατάστασης χρήσης καυσίμου από πετρέλαιο σε φυσικό αέριο είτε για νέα εγκατάσταση φυσικού αερίου, ηλιοθερμικών και φωτοβολταϊκών συστημάτων. Το ποσό που αφαιρείται δεν μπορεί να υπερβεί τα πεντακόσια (500) ευρώ.»

5. Η παράγραφος 3 του άρθρου 8 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται ως εξής:

«3. Για τη σύζυγο η οποία έχει εισόδημα, οι δαπάνες των περιπτώσεων β΄, γ΄, δ΄, ε΄, στ΄ και ζ΄ της παραγράφου 1 και της παραγράφου 2 που αφορούν την ίδια, καθώς και της παραγράφου 2, που αφορούν τα τέκνα της από προηγούμενο γάμο, τα χωρίς γάμο τέκνα της, τους γονείς της και τους ανήλικους ορφανούς από πατέρα και μητέρα συγγενείς της μέχρι το δεύτερο βαθμό, αφαιρούνται από το δικό της εισόδημα.»

Άρθρο 3

Φορολογία επιχειρήσεων

1. Οι περιπτώσεις α΄ και β΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 10 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίστανται ως εξής:

«α) Είκοσι τοις εκατό (20%), προκειμένου για ομόρρυθμες και ετερόρρυθμες εταιρίες και για τις κοινωνίες αστικού δικαίου που ασκούν επιχείρηση ή επάγγελμα.

β) Είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) προκειμένου για κοινοπραξίες της παραγράφου 2 του άρθρου 2 του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων και για αστικές εταιρίες, συμμετοχικές και αφανείς εταιρίες.»

2. Η ισχύς της προηγούμενης παραγράφου αρχίζει από 1.1.2007, για τα εισοδήματα που προκύπτουν από διαχειριστικές χρήσεις που αρχίζουν από την ημερομηνία αυτή και μετά.

3. Ειδικά για τα εισοδήματα των ομόρρυθμων και ετερόρρυθμων εταιριών, καθώς και των κοινωνιών αστικού δικαίου που ασκούν επιχείρηση ή επάγγελμα, που προκύπτουν από διαχειριστικές περιόδους από 1.1.2005 και μέχρι 31.12.2005, ο συντελεστής φορολογίας της παραγράφου 1 του άρθρου 10 του Κ.Φ.Ε. ορίζεται σε είκοσι τέσσερα τοις εκατό (24%), ενώ για αυτά που προκύπτουν από διαχειριστικές χρήσεις από 1.1.2006 και μέχρι 31.12.2006 ο συντελεστής ορίζεται σε είκοσι δύο τοις εκατό (22%).

4. Επίσης, για τα εισοδήματα των κοινοπραξιών της παραγράφου 2 του άρθρου 2 του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων, καθώς και των αστικών εταιριών, συμμετοχικών ή αφανών, που προκύπτουν από διαχειριστικές χρήσεις από 1.1.2005 και μέχρι 31.12.2005, ο συντελεστής φορολογίας της παραγράφου 1 του άρθρου 10 του Κ.Φ.Ε., που εφαρμόζεται για την επιβολή του φόρου, ορίζεται σε τριάντα δύο τοις εκατό (32%), ενώ για αυτά που προκύπτουν από διαχειριστικές χρήσεις από 1.1.2006 και μέχρι 31.12.2006 ο συντελεστής ορίζεται σε είκοσι εννέα τοις εκατό (29%).

Ειδικά για τις εταιρίες των προεδρικών διαταγμάτων 518/1989 (ΦΕΚ 220 Α΄) και 284/1993 (ΦΕΚ 123 Α΄) ο συντελεστής φορολογίας της παραγράφου 1 του άρθρου 10 του Κ.Φ.Ε. ορίζεται σε είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) για τα εισοδήματα διαχειριστικών χρήσεων 2005 και 2006.

5. Η περίπτωση γ΄ της παραγράφου 7 του άρθρου 64 του Κ.Φ.Ε. καταργείται και η περίπτωση δ΄ της ίδιας παραγράφου αναριθμείται σε γ΄.

6. Το όγδοο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 10 του Κ.Φ.Ε. καταργείται και το έβδομο εδάφιο της ίδιας παραγράφου αντικαθίσταται ως εξής:

«Σε περίπτωση συμμετοχής του υπόχρεου φυσικού προσώπου, ως ομόρρυθμου εταίρου ή κοινωνού σε περισσότερες εταιρίες ή κοινωνίες, αυτός δικαιούται επιχειρηματική αμοιβή, μόνο από εκείνη που δηλώνει τα μεγαλύτερα καθαρά κέρδη.»

7. Το ποσοστό έκπτωσης δυόμισι τοις εκατό (2,5%) που αναφέρεται στο τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 3 του άρθρου 64 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος μειώνεται σε ενάμισι τοις εκατό (1,5%).

8. Το πρώτο εδάφιο της περίπτωσης β΄ της παραγράφου 5 του άρθρου 33 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος αντικαθίσταται, ως εξής:

«Στις επιχειρήσεις που εκμεταλλεύονται φορτηγά αυτοκίνητα δημόσιας χρήσης επιβάλλεται ποσό καταβαλλόμενου ετήσιου φόρου, με το οποίο εξαντλείται η φορολογική τους υποχρέωση για τη δραστηριότητα αυτή, με βάση το ωφέλιμο φορτίο του αυτοκινήτου ως εξής: α) για αυτοκίνητα με ωφέλιμο φορτίο μέχρι πέντε (5) τόννους πεντακόσια ενενήντα (590) ευρώ με οδηγό τον ιδιοκτήτη και τετρακόσια δεκαπέντε (415) ευρώ με οδηγό τρίτο, β) για αυτοκίνητα με ωφέλιμο φορτίο πάνω από πέντε (5) μέχρι και έντεκα (11) τόννους οκτακόσια εικοσιπέντε (825) ευρώ με οδηγό τον ιδιοκτήτη και πεντακόσια ενενήντα (590) ευρώ με οδηγό τρίτο, γ) για αυτοκίνητα με ωφέλιμο φορτίο πάνω από έντεκα (11) μέχρι και δεκαεξήμιση (16,5) τόννους χίλια τετρακόσια δεκαπέντε (1.415) ευρώ με οδηγό τον ιδιοκτήτη και εννιακόσια σαράντα (940) ευρώ με οδηγό τρίτο και δ) για αυτοκίνητα με ωφέλιμο φορτίο πάνω από δεκαεξήμιση (16,5) τόννους χίλια εφτακόσια εξηνταπέντε (1.765) ευρώ με οδηγό τον ιδιοκτήτη και χίλια εκατόν ογδόντα (1.180) ευρώ με οδηγό τρίτο.»

9. Τα ποσά φόρου της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζονται για τις διαχειριστικές χρήσεις 2005 και 2006.

Άρθρο 4

Τεκμήρια δαπανών διαβίωσης και απόκτησης περιουσιακών στοιχείων

1. Στην περίπτωση α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 16 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος προστίθεται τελευταίο εδάφιο ως εξής:

«Τα ποσά της ετήσιας τεκμαρτής δαπάνης που προκύπτουν από την εφαρμογή των διατάξεων της περίπτωσης αυτής περιορίζονται κατά ποσοστό πενήντα τοις εκατό (50%) στις περιπτώσεις όπου οι κατοικίες - κύριες και δευτερεύουσες - που προσδιορίζουν την τεκμαρτή δαπάνη αποκτήθηκαν από κληρονομιά ή δωρεά ή γονική παροχή, καθώς και αυτές που αποκτήθηκαν από επαχθή αιτία από συνταξιούχο πριν από τη συνταξιοδότησή του.»

2. Η περίπτωση ιγ΄ του άρθρου 18 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται ως εξής:

«ιγ) Προκειμένου για αγορά πάγιου εξοπλισμού επαγγελματικής χρήσης από πρόσωπα που ασκούν εμπορική ή γεωργική επιχείρηση ή ελευθέριο επάγγελμα.»

3. Στο άρθρο 18 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος η περίπτωση ιδ΄ αναριθμείται σε ιε΄ και προστίθεται περίπτωση ιδ΄ ως εξής:

«ιδ) Προκειμένου για αγορά επιβατικών αυτοκινήτων ιδιωτικής χρήσης, ειδικά διασκευασμένων για πρόσωπα που παρουσιάζουν κινητικές αναπηρίες που υπερβαίνουν σε ποσοστό το εξήντα επτά τοις εκατό (67%). Ως επιβατικά αυτοκίνητα ιδιωτικής χρήσης ειδικά διασκευασμένα για κινητικά ανάπηρους θεωρούνται εκείνα που διασκευάστηκαν ύστερα από άδεια της αρμόδιας αρχής για να οδηγούνται από πρόσωπα που παρουσιάζουν κινητική αναπηρία με ποσοστό πάνω από εξήντα επτά τοις εκατό (67%) ή για να μεταφέρουν αυτά τα πρόσωπα μαζί με τα αντικείμενα που είναι απαραίτητα για τη μετακίνησή τους.»

4. Το δεύτερο εδάφιο της περίπτωσης ζ΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 19 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος αντικαθίσταται ως εξής :

«Για τον προσδιορισμό του κεφαλαίου κάθε έτους από τα πραγματικά εισοδήματα που έχουν φορολογηθεί ή νόμιμα απαλλαγεί από το φόρο, τα οποία προκύπτουν από συμψηφισμό των θετικών και αρνητικών στοιχείων αυτών, τα χρηματικά ποσά, τα οριζόμενα στις περιπτώσεις β΄,γ΄,δ΄,ε΄ και στ΄ και οποιοδήποτε άλλο ποσό το οποίο αποδεδειγμένα έχει εισπραχθεί, εκπίπτουν οι δαπάνες που ο προσδιορισμός τους ορίζεται από τα άρθρα 16 και 17, ανεξάρτητα από το αν απαλλάσσονται της εφαρμογής του τεκμηρίου.»

Άρθρο 5

Άλλες ρυθμίσεις

1. Το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 3 του άρθρου 4 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται ως εξής:

«Τα παραπάνω εφαρμόζονται αναλόγως και για το αρνητικό στοιχείο (ζημία) του εισοδήματος από εμπορικές επιχειρήσεις που προκύπτει από επαρκή και ακριβή βιβλία δεύτερης κατηγορίας του Κ.Β.Σ., το οποίο μεταφέρεται για να συμψηφισθεί διαδοχικώς στα πέντε (5) επόμενα οικονομικά έτη.»

2. Ο συντελεστής φόρου δεκαπέντε τοις εκατό (15%) των παραγράφων 10 και 11 του άρθρου 13 του Κ.Φ.Ε. αυξάνεται σε είκοσι τοις εκατό (20%).

3. Στην παράγραφο 1 του άρθρου 45 του Κ.Φ.Ε. προστίθεται νέο δεύτερο εδάφιο, ως εξής:

«Ειδικότερα, στα εισοδήματα αυτά περιλαμβάνονται και οι ακόλουθες παροχές:

α) η αξία των αγαθών που αντιπροσωπεύουν οι χορηγούμενες «δωροεπιταγές»,

β) η αξία των χορηγούμενων διατακτικών για την αγορά αγαθών από συμβεβλημένα καταστήματα, με την εξαίρεση των διατακτικών τροφής για εργαζόμενους μέχρι ποσού έξι (6) ευρώ ανά διατακτική,

γ) το ποσό του καταβαλλόμενου ενοικίου, καθώς και του τεκμαρτού ενοικίου όπως αυτό προσδιορίζεται με βάση το άρθρο 23 του Κ.Φ.Ε., για παροχή κατοικίας,

δ) το καταβαλλόμενο ποσό για οικιακό προσωπικό,

ε) τα επιδόματα θέσεως και ευθύνης.»

4. Το άρθρο 56 του Κ.Φ.Ε. καταργείται.

5. Οι υποπεριπτώσεις αα΄, ββ΄ και γγ΄ της περίπτωσης ε΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 57 του Κ.Φ.Ε. τροποποιούνται ως εξής:

«αα) Με συντελεστή πέντε τοις εκατό (5%), αν το καθαρό ποσό της παροχής δεν υπερβαίνει τα δύο χιλιάδες πεντακόσια (2.500) ευρώ ετησίως.

ββ) Με συντελεστή δέκα τοις εκατό (10%), αν το καθαρό ποσό της παροχής υπερβαίνει ετησίως τα δύο χιλιάδες πεντακόσια (2.500) ευρώ και μέχρι τέσσερις χιλιάδες πεντακόσια (4.500) ευρώ.

γγ) Με συντελεστή δεκαπέντε τοις εκατό (15%), αν το καθαρό ποσό της παροχής υπερβαίνει τα τέσσερις χιλιάδες πεντακόσια (4.500) ευρώ ετησίως.»

6. Τα εδάφια τέταρτο και πέμπτο της παραγράφου 1 του άρθρου 61 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίστανται ως εξής:

«Ειδικά προκειμένου για τα φυσικά πρόσωπα, τα οποία αποκτούν αποκλειστικά εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες, αυτά υποχρεούνται να υποβάλλουν δήλωση, αν το ετήσιο φορολογούμενο εισόδημά τους υπερβαίνει το ποσό των έξι χιλιάδων (6.000) ευρώ, εφόσον έχουν την κατοικία τους στην Ελλάδα και δεν συντρέχει μία από τις περιπτώσεις α΄, ε΄, στ΄, η΄ ή ι΄ αυτής της παραγράφου.»

7. Η περίπτωση β΄ του όγδοου εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 61 του Κ.Φ.Ε. καταργείται και οι περιπτώσεις γ΄, δ΄, ε΄, στ΄, ζ΄, η΄, θ΄, ι΄, ια΄ αναριθμούνται σε β΄, γ΄, δ΄, ε΄, στ΄, ζ΄, η΄, θ΄, ι΄.

8. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 6 του άρθρου 64 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται και προστίθενται νέα εδάφια δεύτερο, τρίτο και τέταρτο, ως εξής:

«6. Οι διατάξεις του άρθρου 52, εκτός από το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 1 του ίδιου άρθρου, του άρθρου 53, των δεύτερου και τρίτου εδαφίων και της περίπτωσης ι΄ της παραγράφου 1, καθώς και των παραγράφων 4 και 5 του άρθρου 61, των άρθρων 65 έως και 90, εφαρμόζονται ανάλογα. Για τους υποχρέους της παραγράφου 4 του άρθρου 2 ο συντελεστής υπολογισμού της προκαταβολής φόρου της παραγράφου 1 του άρθρου 52 μειώνεται κατά ποσοστό πενήντα τοις εκατό (50%) κατά τα τρία πρώτα οικονομικά έτη από την έναρξη της δραστηριότητάς τους. Εξαιρούνται οι εταιρίες που κάνουν έναρξη δραστηριότητας μετά από εικονική λύση ή διακοπή άλλης επιχείρησης. Ως εικονική θεωρείται η λύση εταιρίας ή η διακοπή ατομικής επιχείρησης, όταν, μετά τη λύση ή διακοπή, στην ίδια επαγγελματική εγκατάσταση συνεχίζεται η ίδια δραστηριότητα από νέα εταιρία με άλλη μορφή αλλά τους ίδιους εταίρους ή εταιρία στην οποία συμμετέχει το φυσικό πρόσωπο που είχε την ατομική επιχείρηση.»

9. Το ποσοστό βεβαίωσης φόρου σε περίπτωση άσκησης προσφυγής του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 6 του άρθρου 74 του Κ.Φ.Ε. και της παραγράφου 2 του άρθρου 53 του Ν. 2859/2000 (ΦΕΚ 248 Α΄) μειώνεται από είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) και τριάντα τοις εκατό (30%) αντίστοιχα, σε δέκα τοις εκατό (10%).

10. H προθεσμία παραγραφής των υποθέσεων του οικονομικού έτους 1999 (χρήση 1998), καθώς και των υποθέσεων προηγούμενων ετών για τις οποίες έχει παραταθεί ο χρόνος παραγραφής, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 19 του Ν. 3091/2002 και του άρθρου 22 του Ν. 3212/2003, η οποία λήγει στις 31.12.2004, ημερομηνία μετά την οποία παραγράφεται το δικαίωμα του Δημοσίου για την κοινοποίηση φύλλων ελέγχου επιβολής φόρου, τελών και εισφορών, παρατείνεται για ένα (1) έτος από τη λήξη της.

Η διάταξη του προηγούμενου εδαφίου δεν ισχύει για υποθέσεις φορολογίας κληρονομιών, δωρεών, γονικών παροχών, προικών, μεταβιβάσεων ακινήτων, φόρου μεγάλης ακίνητης περιουσίας (Φ.Μ.Α.Π.) και φόρου ακίνητης περιουσίας (Φ.Α.Π.).

11. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 118 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται ως εξής:

«1. Για τα φυσικά πρόσωπα που κατοικούν μόνιμα σε νησιά με πληθυσμό, σύμφωνα με την τελευταία απογραφή, κάτω από τρεις χιλιάδες εκατό (3.100) κατοίκους, το ποσό του πρώτου κλιμακίου εισοδήματος της κλίμακας (α) της παραγράφου 1 του άρθρου 9, προκειμένου να υπολογιστεί ο φόρος που αναλογεί στο εισόδημά τους αυξάνεται κατά πενήντα τοις εκατό (50%).»

12. Η περίπτωση ε΄ της παραγράφου 5 του άρθρου 85 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, όπως αυτή προστέθηκε με την παράγραφο 5 του άρθρου 16 του Ν. 3232/ 2004 (ΦΕΚ 48 Α΄), αναριθμείται σε ζ΄, από το χρόνο που ίσχυσε.

13. Στην παράγραφο 5 του άρθρου 85 του Ν. 2238/1994 προστίθεται περίπτωση η΄ ως εξής:

«η) Η χορήγηση σε επιτηδευματίες του ΑΦΜ, του αντικειμένου εργασιών και της επαγγελματικής εγκατάστασης άλλων επιτηδευματιών χωρίς να υπάρχει έννομο συμφέρον.»

14. Η παράγραφος 3 του άρθρου 10 του Ν. 3220/2004 (ΦΕΚ 15 Α΄) τροποποιείται ως εξής:

«3. Δικαιούχος του επιδόματος είναι το πρόσωπο που θεωρείται ότι βαρύνει ο φοιτητής, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 7 του Ν. 2238/1994. Κατ' εξαίρεση, δικαιούχος θα είναι ο ίδιος ο φοιτητής εφόσον:

α) είναι ορφανός από τους δύο γονείς ή

β) οι γονείς του είναι κάτοικοι εξωτερικού ή

γ) είναι πάνω από είκοσι πέντε (25) ετών ή

δ) είναι υπόχρεος σε υποβολή φορολογικής δήλωσης σύμφωνα με το άρθρο 61 του Ν. 2238/1994 και δεν θεωρείται προστατευόμενο μέλος σύμφωνα με το άρθρο 7 του ίδιου Νόμου.»

15. Ειδικά για το οικονομικό έτος 2005 (χρήση 2004) υποχρέωση για υποβολή δήλωσης φορολογίας εισοδήματος φυσικών προσώπων και δήλωση στοιχείων ακινήτων έχουν και οι φορολογούμενοι οι οποίοι την 1.1.2005 κατέχουν ακίνητα κατά πλήρες δικαίωμα ιδιοκτησίας ή κατ' επικαρπία ή ψιλή κυριότητα ή έχουν δικαίωμα χρήσης ή οίκησης σε αυτά.

Επίσης, την ανωτέρω υποχρέωση υποβολής δήλωσης στοιχείων ακινήτων έχουν και τα πρόσωπα των παραγράφων 3 και 4 του άρθρου 2 και του άρθρου 101 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος.

Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών καθορίζονται ο τύπος και το περιεχόμενο της δήλωσης στοιχείων ακινήτων και κάθε άλλη σχετική λεπτομέρεια που είναι αναγκαία για την εφαρμογή των διατάξεων αυτής της παραγράφου.

16. Μέσα σε τέσσερις (4) μήνες από τη λήξη κάθε διαχειριστικής περιόδου οι διοικητικές λύσεις που έχουν δοθεί από τις αρμόδιες υπηρεσίες του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών περιλαμβάνονται σε σχετική απόφαση του αρμόδιου Υπουργού, που εκδίδεται κάθε χρόνο, με σκοπό την ενημέρωση όλων των φορολογουμένων.

17. Η παράγραφος 18 του άρθρου 30 του Ν. 3220/2004 (ΦΕΚ 15 Α΄) αντικαθίσταται ως εξής:

«18. Οι διατάξεις των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 6 του Ν. 2753/1999 (ΦΕΚ 249 Α΄) καταργούνται για τις υποθέσεις φορολογίας εισοδήματος και λοιπών φορολογιών για την τριετία που αρχίζει από 1.1.2001 και εφεξής.»

Άρθρο 6

Φορολογία εισοδήματος νομικών προσώπων

1. Η περίπτωση β΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 103 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος αντικαθίσταται ως εξής:

«β) Τα εισοδήματα από οικοδομές γενικά και από εκμίσθωση γαιών που ανήκουν στους Ιερούς Ναούς, στις Ιερές Μητροπόλεις, στις Ιερές Μονές, στις Ιερές Μονές του Αγίου Όρους, στην Ιερά Μονή Πάτμου, στην Ιερά Μονή Σινά, στην Αποστολική Διακονία, στον Πανάγιο Τάφο, στο Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, στα Πατριαρχεία Ιεροσολύμων και Αλεξανδρείας, στην Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου, καθώς και στις Ιερές Σταυροπηγιακές Μονές Κύπρου».

2. Στην παράγραφο 1 του άρθρου 103 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, προστίθεται περίπτωση δ΄, που έχει ως εξής:

«δ) Τα εισοδήματα από οικοδομές γενικά και από εκμίσθωση γαιών τα οποία αποκτούν τα ημεδαπά νομικά πρόσωπα που νόμιμα έχουν συσταθεί ή συνιστώνται και τα οποία επιδιώκουν αποδεδειγμένα κοινωφελείς σκοπούς. Κατ' εξαίρεση, τα ημεδαπά κοινωφελή ιδρύματα απαλλάσσονται και για τα εισοδήματα από μερίσματα μετοχών αλλοδαπών ανωνύμων εταιριών.»

3. Οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 έχουν εφαρμογή για εισοδήματα οικονομικού έτους 2008 και μετά.

4. Η παράγραφος 1 του άρθρου 109 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος αντικαθίσταται ως εξής:

«1. Για τα νομικά πρόσωπα της παραγράφου 1 του άρθρου 101 ο φόρος υπολογίζεται με συντελεστή είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) στο συνολικό φορολογητέο εισόδημά τους, το οποίο προκύπτει από διαχειριστικές περιόδους που αρχίζουν από την 1η Ιανουαρίου 2007 και μετά. Ειδικά, για τα κέρδη τα οποία προκύπτουν από διαχειριστικές περιόδους που αρχίζουν από την 1η Ιανουαρίου 2005, ο συντελεστής φορολογίας ορίζεται σε τριάντα δύο τοις εκατό (32%) και για τα κέρδη τα οποία προκύπτουν από διαχειριστικές περιόδους που αρχίζουν από την 1η Ιανουαρίου 2006 έως την 31η Δεκεμβρίου του ίδιου έτους, ο συντελεστής αυτός ορίζεται σε είκοσι εννέα τοις εκατό (29%). Για τα κέρδη τα οποία προκύπτουν από διαχειριστικές περιόδους που άρχισαν μέσα στο έτος 2004, ο συντελεστής φορολογίας ορίζεται σε τριάντα πέντε τοις εκατό (35%).»

5. Στο άρθρο 109 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος προστίθεται παράγραφος 2, που έχει ως εξής:

«2. Για τα ημεδαπά και αλλοδαπά νομικά πρόσωπα μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, ο φόρος υπολογίζεται με συντελεστή τριάντα πέντε τοις εκατό (35%) για τα εισοδήματα του οικονομικού έτους 2005, τριάντα δύο τοις εκατό (32%) για τα εισοδήματα του οικονομικού έτους 2006, είκοσι εννέα τοις εκατό (29%) για τα εισοδήματα του οικονομικού έτους 2007 και είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) για τα εισοδήματα του οικονομικού έτους 2008 και επομένων. Επίσης, τα εισοδήματα που αποκτούν από την εκμίσθωση οικοδομών και γαιών οι Ιεροί Ναοί, οι Ιερές Μητροπόλεις, οι Ιερές Μονές, η Αποστολική Διακονία, η Ιερά Μονή Πάτμου, η Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου και Ιερές Σταυροπηγιακές Μονές Κύπρου, τα ημεδαπά νομικά πρόσωπα που νόμιμα έχουν συσταθεί ή συνιστώνται και τα οποία επιδιώκουν αποδεδειγμένα κοινωφελείς σκοπούς, καθώς και τα ημεδαπά κοινωφελή ιδρύματα, φορολογούνται για το οικονομικό έτος 2005 με συντελεστή δέκα τοις εκατό (10%), ο οποίος μειώνεται σε επτά τοις εκατό (7%) για τα εισοδήματα οικονομικού έτους 2006 και σε τέσσερα τοις εκατό (4%) για τα εισοδήματα οικονομικού έτους 2007.»

6. Η περίπτωση γ΄ της παραγράφου 4 του άρθρου 109 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος αντικαθίσταται ως εξής:

«γ) Ο φόρος που αποδεδειγμένα καταβλήθηκε στην αλλοδαπή για το εισόδημα που προέκυψε σε αυτήν και υπόκειται σε φορολογία. Ειδικά, για μερίσματα που εισπράττει ημεδαπή μητρική εταιρεία από αλλοδαπή θυγατρική εταιρεία, εκπίπτει το ποσό του φόρου που καταβλήθηκε ως φόρος εισοδήματος νομικού προσώπου, καθώς και το ποσό που παρακρατήθηκε ως φόρος επί του μερίσματος κατά το μέρος το οποίο αναλογεί στα πιο πάνω διανεμόμενα μερίσματα. Όταν τα μερίσματα αυτά έχουν διανεμηθεί προηγουμένως από θυγατρική της πιο πάνω αλλοδαπής εταιρείας, του ίδιου ή άλλου κράτους, και η καταβάλλουσα στην ημεδαπή εταιρεία τα μερίσματα δεν έχει προβεί σε παρακράτηση φόρου ή δεν έχει καταβάλει η ίδια φόρο εισοδήματος, το ημεδαπό νομικό πρόσωπο δικαιούται να εκπέσει από τον αναλογούντα φόρο εισοδήματος το ποσό φόρου εισοδήματος που έχει καταβάλει η θυγατρική της αλλοδαπής εταιρείας ή που έχει παρακρατήσει για τα υπόψη μερίσματα, τα οποία τελικά έχουν διανεμηθεί προς το ημεδαπό νομικό πρόσωπο.

Για την απόδειξη του ύψους του φόρου που έχει καταβληθεί εκτός Ελλάδας για το ποσό του διανεμόμενου μερίσματος που τελικώς κτάται από την ημεδαπή ανώνυμη εταιρεία απαιτείται βεβαίωση εκδιδόμενη στη χώρα καταβολής του φόρου, από Ορκωτό Ελεγκτή ή άλλη αρμόδια αρχή της χώρας.

Το ποσό φόρου που εκπίπτει σύμφωνα με την περίπτωση αυτή σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να είναι ανώτερο από το ποσό του φόρου που αναλογεί για το εισόδημα αυτό στην Ελλάδα.»

7. Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 110 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος αντικαθίσταται ως εξής:

«Στην περίπτωση εφάπαξ καταβολής του συνολικού ποσού της οφειλής, που αναφέρεται στην προηγούμενη παράγραφο με την εμπρόθεσμη δήλωση, παρέχεται έκπτωση ενάμισι τοις εκατό (1,5%) επί του καταβαλλόμενου ποσού.»

8. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζονται για τις δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος οικονομικού έτους 2005 και μετά.

9. Στην παράγραφο 1 του άρθρου 111 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος και μετά το δεύτερο εδάφιο, προστίθενται δύο νέα εδάφια που έχουν ως εξής:

«Τα ανωτέρω ποσοστά μειώνονται κατά πενήντα τοις εκατό (50%) για τα νέα νομικά πρόσωπα κατά τα τρία (3) πρώτα οικονομικά έτη από τη δήλωση έναρξης εργασιών τους, που προβλέπεται από τις διατάξεις της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 36 του Ν. 2859/ 2000 (ΦΕΚ 248 Α΄). Η μείωση αυτή δεν εφαρμόζεται για τα νομικά πρόσωπα που προέρχονται από μετατροπή ή συγχώνευση άλλων επιχειρήσεων με βάση τις διατάξεις οποιουδήποτε νόμου.»

10. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου έχουν εφαρμογή για τα νομικά πρόσωπα που ιδρύονται από την 1η Ιανουαρίου 2005 και μετά.

11. Οι διατάξεις του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 1 και της παραγράφου 3 του άρθρου 24 του Ν. 2214/ 1994 (ΦΕΚ 75 Α΄) καταργούνται. Η κατάργηση περιλαμβάνει και υποθέσεις που εκκρεμούν ενώπιον των Φορολογικών Αρχών αναφορικά με την εφαρμογή των καταργούμενων διατάξεων.

Άρθρο 7

Παρακράτηση φόρου εισοδήματος

1. Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 4 του άρθρου 54 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος αντικαθίσταται ως εξής:

«Εξαιρετικά, για αμοιβές μελών Διοικητικού Συμβουλίου και τόκους από ιδρυτικούς τίτλους και προνομιούχες μετοχές, που εκπίπτουν σύμφωνα με τις διατάξεις των περιπτώσεων α΄, β΄ και γ΄ της παραγράφου 6 του άρθρου 105 από τα ακαθάριστα έσοδα, καθώς και για τα εισοδήματα των παραγράφων 2 και 5 του άρθρου 25, γίνεται παρακράτηση φόρου με συντελεστή είκοσι πέντε τοις εκατό (25%), για τα εισοδήματα που καταβάλλονται ή με τα οποία πιστώνονται οι δικαιούχοι από την 1η Ιανουαρίου 2007 και μετά. Ειδικά, στα εισοδήματα του προηγούμενου εδαφίου, που καταβάλλονται ή με τα οποία πιστώνονται οι δικαιούχοι από την 1η Ιανουαρίου 2005, ο συντελεστής παρακράτησης ορίζεται σε τριάντα δύο τοις εκατό (32%) και για τα ίδια εισοδήματα που καταβάλλονται ή με τα οποία πιστώνονται οι δικαιούχοι από την 1η Ιανουαρίου 2006 έως την 31η Δεκεμβρίου του ίδιου έτους, ο συντελεστής αυτός ορίζεται σε είκοσι εννέα τοις εκατό (29%).

Για τα αναφερόμενα πιο πάνω εισοδήματα, τα οποία καταβάλλονται ή με τα οποία πιστώνονται οι δικαιούχοι μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2004, ο συντελεστής παρακράτησης ορίζεται σε τριάντα πέντε τοις εκατό (35%).»

2. Το πρώτο εδάφιο της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 55 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος αντικαθίσταται ως εξής:

«Στα εισοδήματα της περίπτωσης στ΄ της παραγράφου 3 του άρθρου 28 με συντελεστή είκοσι πέντε τοις εκατό (25%), που καταβάλλονται από την 1η Ιανουαρίου 2007 και μετά.

Ειδικά, στα εισοδήματα του προηγούμενου εδαφίου, που καταβάλλονται από την 1η Ιανουαρίου 2005, ο συντελεστής παρακράτησης ορίζεται σε τριάντα δύο τοις εκατό (32%) και για τα ίδια εισοδήματα που καταβάλλονται από την 1η Ιανουαρίου 2006 έως την 31η Δεκεμβρίου του ίδιου έτους, ο συντελεστής αυτός ορίζεται σε είκοσι εννέα τοις εκατό (29%).

Για τα αναφερόμενα πιο πάνω εισοδήματα, τα οποία καταβάλλονται ή με τα οποία πιστώνονται οι δικαιούχοι μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2004, ο συντελεστής παρακράτησης ορίζεται σε τριάντα πέντε τοις εκατό (35%).»

Άρθρο 8

Εισοδήματα από κινητές αξίες

1. Η περίπτωση ι΄ της παραγράφου 3 του άρθρου 6 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος αντικαθίσταται ως εξής:

«ι) Τα κέρδη αμοιβαίων κεφαλαίων του Ν. 3283/2004 (ΦΕΚ 210 Α΄) και του Ν. 2778/1999 (ΦΕΚ 295 Α΄), καθώς και η πρόσθετη αξία που αποκτούν οι μεριδιούχοι αυτών των αμοιβαίων κεφαλαίων από την εξαγορά των μεριδίων τους σε τιμή ανώτερη της τιμής κτήσης, επιφυλασσομένων των διατάξεων της παραγράφου 3 του άρθρου 33 του Ν. 3283/2004 και της παραγράφου 2 του άρθρου 20 του Ν. 2778/1999. Η πιο πάνω απαλλαγή ισχύει και για τα αμοιβαία κεφάλαια που είναι εγκατεστημένα σε άλλο κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε κράτος του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου / Ευρωπαϊκής Ζώνης Ελεύθερων Συναλλαγών (ΕΟΧ/ΕΖΕΣ).»

2. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 12 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος αντικαθίσταται ως εξής:

«Ο φόρος υπολογίζεται στο ποσό των τόκων που προκύπτουν με συντελεστή δέκα τοις εκατό (10%).»

3. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου αφορούν τα ποσά των τόκων από καταθέσεις, που λογίζονται από την 1η Ιανουαρίου 2005 και μετά, με εξαίρεση τα ποσά των τόκων τα οποία προέρχονται από προθεσμιακές καταθέσεις, που έχουν συναφθεί μέχρι και την 31η Δεκεμβρίου 2004 και για το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί μέχρι την πρώτη ανανέωσή τους μετά την ημερομηνία αυτή. Οι τόκοι που αντιστοιχούν μέχρι την ανανέωση φορολογούνται με συντελεστή δεκαπέντε τοις εκατό (15%). Οι διατάξεις του πρώτου εδαφίου έχουν ανάλογη εφαρμογή και για τα εισοδήματα που προκύπτουν από πράξεις που συνάπτονται σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 7 του άρθρου 15 του Ν. 3632/ 1928 (ΦΕΚ 137 Α΄), που προστέθηκαν με το άρθρο 74 του Ν. 1969/1991 (ΦΕΚ 167 Α΄) και όπως ισχύουν μετά την αντικατάστασή τους με την παράγραφο 1 του άρθρου 19 του Ν. 2651/1998 (ΦΕΚ 248 Α΄), από την 1η Ιανουαρίου 2005 και μετά. Για τα εισοδήματα τα οποία προκύπτουν από πράξεις του προηγούμενου εδαφίου που έχουν συναφθεί πριν από την 1η Ιανουαρίου 2005, ο συντελεστής φορολογίας ορίζεται σε επτά τοις εκατό (7%).

Άρθρο 9

Δαπάνες επιχειρήσεων

1. Η πρώτη περίοδος της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 31 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος αντικαθίσταται ως εξής:

«α) Των γενικών εξόδων διαχείρισης, στα οποία περιλαμβάνονται με την επιφύλαξη της παραγράφου 18 του παρόντος άρθρου:».

2. Το δεύτερο εδάφιο της υποπερίπτωσης δδ΄ της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 31 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος αντικαθίσταται ως εξής:

«Το ποσό της έκπτωσης αυτής δεν μπορεί να υπερβεί για καθέναν από τους ασφαλιζόμενους τα χίλια πεντακόσια (1.500) ευρώ.»

3. Τα δύο πρώτα εδάφια της περίπτωσης θ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 31 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος αντικαθίστανται ως εξής:

«θ) Του ποσού των προβλέψεων για απόσβεση επισφαλών απαιτήσεων. Το ποσό της πρόβλεψης αυτής υπολογίζεται σε ποσοστό μισό τοις εκατό (0,5%) επί της αναγραφόμενης αξίας στα τιμολόγια πώλησης ή παροχής υπηρεσιών προς επιτηδευματίες, μετά την αφαίρεση: αα) των επιστροφών ή εκπτώσεων, ββ) της αξίας των πωλήσεων ή παροχής υπηρεσιών προς το Δημόσιο, δήμους και κοινότητες, δημόσιες επιχειρήσεις, οργανισμούς ή επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας και νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου και γγ) του ειδικού φόρου κατανάλωσης πετρελαιοειδών, του φόρου κατανάλωσης καπνού και λοιπών φόρων που εμπεριέχονται στην τιμή πώλησης.

Ειδικά για τις επιχειρήσεις σταθερής και κινητής τηλεφωνίας, τις επιχειρήσεις ύδρευσης - αποχέτευσης, τις επιχειρήσεις παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, καθώς και τις επιχειρήσεις εκμετάλλευσης συνδρομητικών τηλεοπτικών σταθμών, το ποσό της πρόβλεψης υπολογίζεται με ποσοστό ένα τοις εκατό (1%) επί της αξίας των υπηρεσιών ή συνδρομητικών που αναγράφεται στα εκδιδόμενα, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κ.Β.Σ., στοιχεία προς επιτηδευματίες ή ιδιώτες, με εξαίρεση αυτά που εκδίδονται προς το Δημόσιο, δήμους και κοινότητες, δημόσιες επιχειρήσεις, οργανισμούς ή επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας και νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου.

Ομοίως, υπολογίζεται πρόβλεψη με ποσοστό ένα τοις εκατό (1%) επί της αναγραφόμενης στις αποδείξεις λιανικής πώλησης αξίας, η οποία προκύπτει από λιανικές πωλήσεις διαρκών καταναλωτικών αγαθών με πίστωση που περιλαμβάνονται στους με αριθμό 501 - 503, 521 - 528 και 721 - 726 κωδικούς ειδών και υπηρεσιών της έρευνας οικογενειακών προϋπολογισμών των ετών 1993 - 1994 της Ε.Σ.Υ.Ε., με την προϋπόθεση ότι στις αποδείξεις αυτές αναγράφεται διακεκριμένα το είδος, η ποσότητα και η αξία των συγκεκριμένων αγαθών.

Το ποσό των ως άνω προβλέψεων για κάθε διαχειριστική χρήση, συναθροιζόμενο με το ποσό της πρόβλεψης που έγινε σε προγενέστερες διαχειριστικές χρήσεις και η οποία εμφανίζεται στα τηρούμενα βιβλία της επιχείρησης, δεν μπορεί να υπερβεί το ποσοστό τριάντα τοις εκατό (30%) του συνολικού χρεωστικού υπολοίπου του λογαριασμού «Πελάτες», όπως αυτό εμφανίζεται στην απογραφή τέλους χρήσης. Για τον υπολογισμό του χρεωστικού υπολοίπου των πελατών δεν περιλαμβάνονται τυχόν υπόλοιπα που αφορούν το Δημόσιο, δήμους ή κοινότητες, δημόσιες επιχειρήσεις, οργανισμούς ή επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας και νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου.

Η έκπτωση της δαπάνης αυτής από τα ακαθάριστα έσοδα των επιχειρήσεων εμφανίζεται στα τηρούμενα βιβλία αυτών σε ειδικό λογαριασμό «Προβλέψεις για απόσβεση επισφαλών απαιτήσεων».

Η σχηματιζόμενη ως άνω πρόβλεψη χρησιμοποιείται για την απόσβεση (διαγραφή) πελατών οι οποίοι είναι ανεπίδεκτοι είσπραξης.

Για τους πελάτες που διαγράφονται και για τους οποίους δεν έχουν ασκηθεί ένδικα μέσα, η επιχείρηση υποχρεούται να γνωστοποιεί σε αυτούς ότι διέγραψε την επισφαλή απαίτησή της, εφόσον το ποσό της επισφαλούς απαίτησης, ανά πελάτη, υπερβαίνει τα χίλια (1.000) ευρώ. Επίσης, για τους πελάτες των οποίων οι απαιτήσεις διεγράφησαν σύμφωνα με τα πιο πάνω, η επιχείρηση συντάσσει συγκεντρωτική κατάσταση με πλήρη στοιχεία για τον καθένα, στην οποία αναγράφονται το ονοματεπώνυμο ή η επωνυμία, το επάγγελμα, η διεύθυνση, η δημόσια οικονομική υπηρεσία και ο αριθμός φορολογικού μητρώου του πελάτη, καθώς και το διαγραφέν ποσό. Η πιο πάνω κατάσταση υποβάλλεται στην αρμόδια για τη φορολογία της επιχείρησης Δ.Ο.Υ. σε τρία (3) αντίγραφα, μέχρι τη λήξη της προθεσμίας, η οποία ορίζεται από το άρθρο 20 του Π.Δ. 186/1992 (ΦΕΚ 84 Α΄).

Πέραν της σχηματιζόμενης κατά τα ανωτέρω πρόβλεψης, κανένα άλλο ποσό δεν αναγνωρίζεται προς έκπτωση από τα ακαθάριστα έσοδα για απόσβεση επισφαλών απαιτήσεων. Εξαιρετικά, αν σε κάποια διαχειριστική χρήση το ποσό των πράγματι επισφαλών απαιτήσεων, για τις οποίες έχουν εξαντληθεί όλα τα ένδικα μέσα, είναι μεγαλύτερο εκείνου που προκύπτει από την εφαρμογή του αντίστοιχου ποσοστού πρόβλεψης, το επιπλέον ποσό που δεν καλύπτεται από τη σχηματισθείσα πρόβλεψη, μπορεί να αποσβεσθεί στη διαχειριστική αυτή χρήση με οριστικές εγγραφές.

Το ποσό της πρόβλεψης που εμφανίζεται στο λογαριασμό 44.11 «Προβλέψεις για επισφαλείς απαιτήσεις» δεν υπόκειται σε φορολογία εισοδήματος, εκτός και αν στο τέλος κάθε πενταετίας, αρχής γενομένης από τη διαχειριστική περίοδο 2005 υφίσταται στον ως άνω λογαριασμό υπόλοιπο λόγω μη επαληθεύσεως των προβλέψεων με επισφαλείς απαιτήσεις. Το υπόλοιπο αυτό ποσό μεταφέρεται στα ακαθάριστα έσοδα της επόμενης διαχειριστικής περιόδου, υποκείμενο σε φορολογία με τις γενικές διατάξεις.»

4. Το ποσό των προβλέψεων, που εμφανίζουν οι επιχειρήσεις στο λογαριασμό 44.11 «Προβλέψεις για επισφαλείς απαιτήσεις» του πρώτου ισολογισμού που θα συντάξουν μετά την 30ή Δεκεμβρίου 2004, λόγω μη επαλήθευσης των προβλέψεων με επισφαλείς απαιτήσεις, φορολογείται αυτοτελώς με συντελεστή είκοσι πέντε τοις εκατό (25%). Η απόδοση του φόρου αυτού γίνεται με την υποβολή δήλωσης στην αρμόδια για τη φορολογία της επιχείρησης δημόσια οικονομική υπηρεσία, εντός δύο μηνών από τη λήξη της προθεσμίας σύνταξης του ισολογισμού, η οποία ορίζεται από την παράγραφο 8 του άρθρου 17 του Π.Δ. 186/1992. Ο φόρος καταβάλλεται σε τρεις ίσες διμηνιαίες δόσεις, από τις οποίες, η μεν πρώτη με την υποβολή της δήλωσης, οι δε υπόλοιπες δύο, μέχρι την τελευταία εργάσιμη για τις δημόσιες υπηρεσίες ημέρα των αντίστοιχων δύο διμήνων. Δήλωση που υποβάλλεται χωρίς την καταβολή του πιο πάνω ποσού φόρου θεωρείται ως μη υποβληθείσα και δεν παράγει κανένα έννομο αποτέλεσμα. Με την καταβολή του οφειλόμενου φόρου, εξαντλείται η φορολογική υποχρέωση της επιχείρησης, των μετόχων, εταίρων, καθώς και του επιχειρηματία που ασκεί ατομικά την επιχείρηση. Σε περίπτωση κεφαλαιοποίησης ή διανομής του εναπομείναντος ποσού, δεν οφείλεται φόρος εισοδήματος.

Οι διατάξεις των άρθρων 66 έως 71, 74, 75 και 113 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, του Ν. 2523/1997 (ΦΕΚ 179 Α΄) και του Ν. 2717/1999 (ΦΕΚ 97 Α΄) έχουν εφαρμογή και για τον επιβαλλόμενο με τις διατάξεις της παραγράφου αυτής φόρο.

5. Το δεύτερο εδάφιο της περίπτωσης β΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 31 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος αντικαθίσταται ως εξής:

«Ειδικά οι δαπάνες συντήρησης, λειτουργίας, επισκευής, κυκλοφορίας, αποσβέσεων και μισθωμάτων που καταβάλλονται σε εταιρείες χρηματοδοτικής μίσθωσης για επιβατικά αυτοκίνητα ιδιωτικής χρήσης με κυλινδρισμό κινητήρα μέχρι χίλια εξακόσια (1.600) κυβικά εκατοστά, που έχουν στην κυριότητά τους οι επιχειρήσεις ή που έχουν μισθωμένα από τρίτους, εκπίπτουν μέχρι εξήντα τοις εκατό (60%) του συνολικού ύψους αυτών, εφόσον αυτά χρησιμοποιούνται για τις ανάγκες της επιχείρησης.»

6. Το τρίτο εδάφιο της περίπτωσης στ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 31 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος αντικαθίσταται ως εξής:

«Πάγια στοιχεία των οποίων η αξία κτήσης του καθενός είναι μέχρι χίλια διακόσια (1.200) ευρώ, μπορούν να αποσβεσθούν εξ ολοκλήρου μέσα στη χρήση κατά την οποία αυτά χρησιμοποιήθηκαν ή τέθηκαν σε λειτουργία.»

7. Το πέμπτο εδάφιο της περίπτωσης στ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 31 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος αντικαθίσταται ως εξής:

«Για τον υπολογισμό των αποσβέσεων στα πάγια περιουσιακά στοιχεία που ανήκουν στην ίδια κατηγορία, οι επιχειρήσεις μπορούν να επιλέγουν και να χρησιμοποιούν είτε τον κατώτερο είτε τον ανώτερο συντελεστή απόσβεσης είτε οποιονδήποτε άλλο ενδιάμεσο συντελεστή μεταξύ κατώτερου και ανώτερου και με την προϋπόθεση ότι ο συντελεστής που επιλέγεται θα χρησιμοποιείται σταθερά μέχρι την πλήρη απόσβεση των πιο πάνω παγίων στοιχείων.»

8. Στο τέλος της περίπτωσης ια΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 31 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος προστίθενται τέσσερα νέα εδάφια, που έχουν ως εξής:

«Όταν οι δαπάνες που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, υπερβαίνουν μέσα στη χρήση, το μέσο όρο των αντίστοιχων δαπανών που πραγματοποιήθηκαν τις δύο προηγούμενες χρήσεις, αφαιρείται από τα καθαρά κέρδη, όπως αυτά προσδιορίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου αυτού, επιπλέον ποσοστό πενήντα τοις εκατό (50%) των δαπανών αυτών που πραγματοποιήθηκαν στη χρήση. Στην περίπτωση αυτή, οι διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 4 του παρόντος για τη μεταφορά της ζημίας, έχουν εφαρμογή για το υπόλοιπο ζημιών που προκύπτει μετά την αφαίρεση του πιο πάνω ποσοστού. Προϋπόθεση εφαρμογής των δύο προηγούμενων εδαφίων είναι η πιστοποίηση της πραγματοποίησης των πιο πάνω δαπανών από το Υπουργείο Ανάπτυξης. Για το σκοπό αυτόν, η αρμόδια υπηρεσία του Υπουργείου αυτού υποχρεούται να χορηγεί βεβαίωση στην οποία θα αναφέρεται το είδος των δαπανών και ο χρόνος πραγματοποίησής τους.»

9. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου έχουν εφαρμογή για δαπάνες που πραγματοποιούνται από την 1η Ιανουαρίου 2005 μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2008.

10. Το δεύτερο και τα επόμενα εδάφια της περίπτωσης ι΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 31 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος αντικαθίστανται ως εξής:

«Όταν οι πιο πάνω αποζημιώσεις ή δικαιώματα καταβάλλονται σε αλλοδαπούς οργανισμούς ή αλλοδαπές επιχειρήσεις, με εξαίρεση αυτές που αναφέρονται στην παράγραφο 14 του άρθρου αυτού, εκπίπτουν με τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

αα) Η υποχρέωση καταβολής να προκύπτει από έγγραφη σύμβαση και από αντίστοιχο τιμολόγιο του αντισυμβαλλόμενου.

ββ) Να έχει αποδοθεί στο Δημόσιο ο φόρος που ορίζεται από τις διατάξεις της παραγράφου 6 του άρθρου 13 ή της οικείας διμερούς σύμβασης περί αποφυγής της διπλής φορολογίας.

γγ) Σε περίπτωση μη καταβολής του ποσού εντός της οικείας διαχειριστικής περιόδου, αρκεί η πίστωση στο όνομα του αλλοδαπού δικαιούχου μέχρι τη λήξη της προθεσμίας κλεισίματος ισολογισμού της διαχειριστικής περιόδου στην οποία αναφέρονται οι αποζημιώσεις ή τα δικαιώματα.

δδ) Απαιτείται προέγκριση από Επιτροπή, η οποία συστήνεται για το σκοπό αυτόν στο Υπουργείο Οικονομίας και Οικονομικών, ως ακολούθως:

i) Όταν τα υπόψη ποσά καταβάλλονται από εμπορικές επιχειρήσεις και αφορούν σήματα, μεθόδους εμπορίας ή διανομής και άλλα συναφή δικαιώματα, ανεξάρτητα από το ύψος αυτών και με την προϋπόθεση ότι δεν έχουν ενσωματωθεί στην τιμή πώλησης των αγαθών. Τα ανωτέρω εφαρμόζονται και για τον κλάδο εμπορίας των μικτών επιχειρήσεων.

ii) Όταν τα υπόψη ποσά καταβάλλονται από επιχειρήσεις με διαφορετικό αντικείμενο εργασιών στη μητρική τους εταιρία, καθώς και σε αλλοδαπές επιχειρήσεις που ανήκουν στον ίδιο όμιλο, και εφόσον υπερβαίνουν στις ανωτέρω περιπτώσεις το τέσσερα τοις εκατό (4%) των ακαθάριστων εσόδων που προκύπτουν από τη χρήση του συγκεκριμένου δικαιώματος και μέχρι πεντακόσιες χιλιάδες (500.000) ευρώ ετησίως.

Για τις αποφάσεις της Επιτροπής εφαρμόζονται οι διατάξεις του Ν. 2717/1999 (ΦΕΚ 97 Α΄).

Η Επιτροπή αυτή, συγκροτούμενη με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, απαρτίζεται από έναν σύμβουλο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, ως Πρόεδρο και μέλη αυτής τους Γενικούς Διευθυντές Ελέγχων και Φορολογίας του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών, έναν ορκωτό ελεγκτή και έναν εκπρόσωπο του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών. Η Επιτροπή, προκειμένου να μορφώσει και τεκμηριώσει γνώμη, μπορεί να ζητά αναλυτικά στοιχεία, δικαιολογητικά και οποιαδήποτε άλλη πληροφορία κρίνει κατά περίπτωση χρήσιμη.

Επίσης, με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, καθορίζονται τα δικαιολογητικά και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή των διατάξεων της περίπτωσης αυτής.

Για τα πνευματικά, συγγενικά και συναφή δικαιώματα που καταβάλλονται για λογαριασμό τρίτων, δεν απαιτείται προέγκριση, ανεξαρτήτως ποσού.

Τα αναγνωριζόμενα σε κάθε περίπτωση ποσοστά που καταβάλλονται δεν μπορεί να είναι ανώτερα από το μέσο όρο των ποσοστών που καταβάλλονται από επιχειρήσεις του ίδιου ομίλου άλλων χωρών προς εταιρία του αυτού ομίλου.»

11. Το δεύτερο και τρίτο εδάφιο της περίπτωσης ιη΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 31 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίστανται ως εξής:

«Τα έξοδα αυτά εκπίπτουν εφόσον και στο βαθμό που η πραγματοποίησή τους συμβάλλει στη δημιουργία εισοδήματος για την επιχείρηση. Όταν τα πιο πάνω ποσά καταβάλλονται σε αλλοδαπούς οργανισμούς ή αλλοδαπές επιχειρήσεις, με εξαίρεση αυτές που αναφέρονται στην παράγραφο 14 του άρθρου αυτού και εφόσον τα ποσά αυτά υπερβαίνουν το πέντε τοις εκατό (5%) των αντίστοιχων δαπανών της επιχείρησης και μέχρι εκατό χιλιάδες (100.000) ευρώ, απαιτείται προέγκριση από την Επιτροπή που προβλέπεται από τις διατάξεις της περίπτωσης ι΄. Οι διατάξεις του τελευταίου εδαφίου της περίπτωσης ι΄ εφαρμόζονται ανάλογα.»

12. Οι διατάξεις των παραγράφων 10 και 11 ισχύουν για τα ποσά των δικαιωμάτων ή αποζημιώσεων, καθώς και για τα ποσά των εξόδων διοικητικής υποστήριξης που καταβάλλονται από την 1η Ιανουαρίου 2005 και μετά.

13. Το πρώτο εδάφιο της περίπτωσης ιστ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 31 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος τροποποιείται ως εξής:

«Των μισθωμάτων που καταβάλλει ο μισθωτής στις εταιρείες του Ν. 1665/1986 (ΦΕΚ 194 Α΄) ή σε αλλοδαπές εταιρείες χρηματοδοτικής μίσθωσης, για την εκπλήρωση υποχρεώσεών του από συμβάσεις χρηματοδοτικής μίσθωσης.»

14. Στην παράγραφο 1 του άρθρου 31 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος προστίθενται περιπτώσεις μ΄, ν΄, ξ΄, ο΄, π΄ και ρ΄, που έχουν ως εξής:

«μ) Των εξόδων διανυκτέρευσης σε ξενοδοχείο, αλλοδαπών πελατών, αντιπροσώπων και διευθυντικών στελεχών ημεδαπών ή αλλοδαπών επιχειρήσεων, καθώς και ειδικών επιστημόνων, που προκύπτει από τα εκδοθέντα φορολογικά στοιχεία. Τα ανωτέρω ισχύουν με την προϋπόθεση, ότι το ξενοδοχείο ευρίσκεται εντός του Δήμου στη χωρική αρμοδιότητα του οποίου είναι εγκατεστημένη η έδρα ή υποκατάστημα της επιχείρησης που επιβαρύνεται με τα πιο πάνω έξοδα. Ειδικά, για τις επιχειρήσεις και τα υποκαταστήματα που λειτουργούν στους Νομούς Αττικής και Θεσσαλονίκης, το ξενοδοχείο φιλοξενίας μπορεί να βρίσκεται εντός των ορίων των νομών αυτών. Η αξία των δώρων που γίνονται προς τα ανωτέρω πρόσωπα και μέχρι είκοσι (20) ευρώ για κάθε δωρεοδόχο. Λοιπά έξοδα φιλοξενίας και διανυκτέρευσης δεν αναγνωρίζονται προς έκπτωση.

ν) Των ποσών που καταβάλλει η επιχείρηση για επιμόρφωση του προσωπικού της με την προϋπόθεση ότι η επιμόρφωση έχει σχέση με το αντικείμενο εργασιών της επιχείρησης ή το αντικείμενο εργασιών του προσωπικού μέσα στην επιχείρηση ή τέλος, με τη χρήση ηλεκτρονικών υπολογιστών ή των προγραμμάτων αυτών που χρησιμοποιούνται για τις ανάγκες της επιχείρησης.

ξ) Των ποσών που καταβάλλει η επιχείρηση για την κάλυψη του ενοικίου κατοικίας των εργαζομένων σε αυτήν, με την προϋπόθεση, ότι τα ποσά αυτά υπόκεινται σε φορολογία σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 45.

ο) Των ποσών που καταβάλλει η επιχείρηση σε παιδικούς και βρεφονηπιακούς σταθμούς.

π) Των χρηματικών βραβείων που καταβάλλει επιχείρηση σε εργαζομένους της λόγω των εξαιρετικών επιδόσεων που έχουν επιτύχει αποδεδειγμένα στα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα που σπουδάζουν και μέχρι τρεις χιλιάδες (3.000) ευρώ για κάθε εργαζόμενο.

ρ) Των ποσών που καταβάλλει η επιχείρηση για την αγορά ειδικής ενδυμασίας του προσωπικού της, η οποία για λόγους υγιεινής ή ασφάλειας, επιβάλλεται ως απαραίτητη για την εκτέλεση του αντικειμένου των εργασιών του.»

15. Στο άρθρο 31 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος προστίθεται παράγραφος 18, που έχει ως εξής:

«18. Δαπάνες που εμπίπτουν στις διατάξεις του παρόντος άρθρου, εκτός εκείνων που ρητά μνημονεύονται σε αυτό, για τις οποίες έχει γίνει δεκτό με διοικητικές λύσεις και με τη δικαστηριακή νομολογία ότι εκπίπτουν από τα ακαθάριστα έσοδα βάσει των διατάξεων του άρθρου αυτού, περιλαμβάνονται σε απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών. Η αναγνώριση των οριζόμενων στην απόφαση αυτή δαπανών είναι δεσμευτική για τις ελεγκτικές υπηρεσίες. Για την υλοποίηση των ανωτέρω, εντός μηνός από την έναρξη ισχύος της παραγράφου αυτής εκδίδεται η οριζόμενη από το πρώτο εδάφιο απόφαση.

Για οποιαδήποτε προσθήκη ή αφαίρεση περίπτωσης από τον κατάλογο αυτόν, η ενδιαφερόμενη επιχείρηση ή η επαγγελματική ένωση στην οποία ανήκει ή η ελεγκτική υπηρεσία δικαιούται να υποβάλει στην αρμόδια για τη φορολογία εισοδήματος υπηρεσία του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών αίτηση, εντός δύο (2) μηνών από την έναρξη ισχύος της παραγράφου αυτής, προκειμένου να εξετασθεί η συγκεκριμένη περίπτωση από ειδική γνωμοδοτική επιτροπή η οποία συνιστάται για το σκοπό αυτόν στο πιο πάνω Υπουργείο. Μέχρι την 30ή Ιουνίου 2005 εκδίδεται νέα απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών με την οποία επιφέρονται οι μεταβολές για τις οποίες γνωμοδότησε, σύμφωνα με τα πιο πάνω, η επιτροπή, κατόπιν της άνω αίτησης ή εισήγησης της υπηρεσίας ή και αυτεπαγγέλτως. Η αναγνώριση των τυχόν επιπλέον αναγνωριζόμενων περιπτώσεων δαπανών είναι δεσμευτική και για προηγούμενες διαχειριστικές περιόδους, εφόσον είναι εκκρεμείς. Τυχόν αφαίρεση αναγνωριζόμενων περιπτώσεων δαπανών θα ισχύει από την επόμενη διαχειριστική χρήση. Με την ίδια διαδικασία θα ορίζονται κάθε χρόνο οι μεταβολές στις περιπτώσεις δαπανών που εκπίπτουν από τα ακαθάριστα έσοδα των επιχειρήσεων.

Η επιτροπή της παραγράφου αυτής αποτελείται από έναν σύμβουλο ή πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, τους προϊσταμένους των Διευθύνσεων Φορολογίας Εισοδήματος και Ελέγχου, έναν εκπρόσωπο της Ένωσης Επιμελητηρίων Ελλάδος, καθώς και έναν καθηγητή Ανώτατου Εκπαιδευτικού Ιδρύματος συναφούς αντικειμένου. Ο Πρόεδρος, τα μέλη και ο γραμματέας αυτής ως και οι αναπληρωτές αυτών, ο τρόπος λειτουργίας και λήψης απόφασης, καθώς και λοιπές λεπτομέρειες ορίζονται με Απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών.»

Άρθρο 10

Εξωλογιστικός προσδιορισμός του καθαρού εισοδήματος

1. Στην περίπτωση γ΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 30 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος προστίθεται τρίτο εδάφιο ως εξής:

«Ειδικά, στην περίπτωση που κατά τον έλεγχο διαπιστωθεί απόκρυψη φορολογητέας ύλης ή/και μη έκδοση στοιχείων ή/και έκδοση πλαστών - εικονικών στοιχείων που συνεπάγονται το χαρακτηρισμό των βιβλίων ως ανακριβών, το σχετικό ποσό που προκύπτει, το οποίο σε περίπτωση επανάληψης των ως άνω παραβάσεων μέσα στην ίδια διαχειριστική χρήση διπλασιάζεται, προστίθεται στα ακαθάριστα έσοδα των βιβλίων και το άθροισμα προσαυξάνεται κατά ένα ποσοστό, ως ακολούθως:

α) κατά τέσσερα τοις εκατό (4%), εάν το ποσό της απόκρυψης της φορολογητέας ύλης που προκύπτει από τους ως άνω λόγους δεν υπερβαίνει το πέντε τοις εκατό (5%) της δηλωθείσας και σε ποσό τα πέντε χιλιάδες (5.000) ευρώ,

β) κατά οκτώ τοις εκατό (8%), εάν το ποσό υπερβαίνει το πέντε τοις εκατό (5%) της δηλωθείσας και σε ποσό τα πέντε χιλιάδες (5.000) ευρώ.»

2. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 32 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος αντικαθίσταται ως εξής:

«Το καθαρό εισόδημα των επιχειρήσεων που τηρούν βιβλία και στοιχεία πρώτης κατηγορίας του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων, καθώς και των επιχειρήσεων που δεν τηρούν βιβλία και στοιχεία ή τηρούν ανακριβή ή ανεπαρκή βιβλία και στοιχεία, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 30 του Κ.Β.Σ., προσδιορίζεται εξωλογιστικώς με πολλαπλασιασμό των ακαθάριστων εσόδων της επιχείρησης με ειδικούς, κατά γενικές κατηγορίες επιχειρήσεων, συντελεστές καθαρού κέρδους.»

3. Το πέμπτο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 32 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος αντικαθίσταται ως εξής:

«Για τις επιχειρήσεις για τις οποίες τα βιβλία και στοιχεία κρίνονται ανακριβή ο συντελεστής προσαυξάνεται κατά σαράντα τοις εκατό (40%). Επίσης, κατά σαράντα τοις εκατό (40%) προσαυξάνεται ο συντελεστής για τις επιχειρήσεις που δεν τηρούν βιβλία που προβλέπονται γι' αυτές από τον Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων στα οποία καταχωρούνται πρωτογενώς οι συναλλαγές ή τηρούν βιβλία κατώτερης κατηγορίας από τα οριζόμενα από τον ίδιο Κώδικα.»

4. Στην παράγραφο 2 του άρθρου 32 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος προστίθεται νέο έβδομο εδάφιο ως εξής:

«Ειδικά, ο συντελεστής του προηγούμενου εδαφίου δεν προσαυξάνεται όταν η τήρηση βιβλίων προκύπτει από υπέρβαση του ορίου των ακαθάριστων εσόδων της επιχείρησης και κατά το πρώτο έτος της υποχρέωσης τήρησης βιβλίων αυτής.»

5. Οι περιπτώσεις β΄ και δ΄ του έβδομου και το όγδοο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 32 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος καταργούνται.

6. Το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 32 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος αντικαθίσταται ως εξής:

«Σε κάθε περίπτωση ο συντελεστής καθαρού κέρδους που τελικά εφαρμόζεται ή αντιστοιχεί στα τελικά προσδιοριζόμενα, κατ' εφαρμογή του παρόντος άρθρου, καθαρά κέρδη, δεν μπορεί να είναι ανώτερος από το εβδομήντα πέντε τοις εκατό (75%).»

Άρθρο 11

Προσδιορισμός των καθαρών κερδών νομικών προσώπων που ασχολούνται με την πώληση ανεγειρόμενων οικοδομών

1. Οι παράγραφοι 12, 13 και 14 του άρθρου 105 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος αναριθμούνται σε 13, 14 και 15, αντίστοιχα, και προστίθεται σε αυτό νέα παράγραφος 12, που έχει ως εξής:

«12. Οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου αυτού εφαρμόζονται και για τον προσδιορισμό των καθαρών κερδών των νομικών προσώπων της παραγράφου 1 του άρθρου 101, που έχουν ως αντικείμενο εργασιών την πώληση ανεγειρόμενων οικοδομών, καθώς και των κοινοπραξιών στις οποίες συμμετέχουν. Ως ακαθάριστα έσοδα για την εφαρμογή των ανωτέρω, λαμβάνονται τα οριζόμενα από την παράγραφο 1 του άρθρου 34.

Όταν κατά τις διαχειριστικές περιόδους μέσα στις οποίες κτώνται έσοδα από τις πιο πάνω εργασίες δεν έχει ολοκληρωθεί η ανέγερση της οικοδομής, ως καθαρά κέρδη δηλώνονται αυτά που προκύπτουν σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 34 και με τη δήλωση φορολογίας εισοδήματος του οικονομικού έτους που αφορά στη διαχειριστική περίοδο της ολοκλήρωσης της οικοδομής δηλώνεται το τελικό αποτέλεσμα το οποίο προέκυψε, σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο, από τη συγκεκριμένη οικοδομή. Από τον αναλογούντα φόρο εισοδήματος της δήλωσης αυτής, εκπίπτει ο φόρος που έχει καταβληθεί με βάση τις προηγούμενες δηλώσεις φορολογίας και ο οποίος αντιστοιχεί στα τεκμαρτά κέρδη της οικοδομής της οποίας ολοκληρώθηκε η κατασκευή.»

2. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζονται για οικοδομές των οποίων η έναρξη της ανέγερσης πραγματοποιείται από την 1η Ιανουαρίου 2004 και μετά.

3. Η παράγραφος 11 του άρθρου 105 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος αντικαθίσταται ως εξής:

«11. Οι διατάξεις των άρθρων 4 παράγραφοι 3, 4 και 7, 32, 34 με την επιφύλαξη των διατάξεων της παραγράφου 12 του άρθρου αυτού, 35, 36 και 38 εφαρμόζονται αναλόγως και για τα νομικά πρόσωπα της παραγράφου 1 του άρθρου 101.»

4. Η παράγραφος 8 του άρθρου 13 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος παύει να ισχύει για δημόσια ή ιδιωτικά τεχνικά έργα που αναλαμβάνονται από την 1η Ιανουαρίου 2002 και μετά.

Άρθρο 12

Μείωση φόρου χρηματιστηριακών συναλλαγών

1. Ο συντελεστής του φόρου που προβλέπεται από τις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 9 του Ν. 2579/ 1998 (ΦΕΚ 31 Α΄) και της παραγράφου 2 του άρθρου 27 του Ν. 2703/1999 (ΦΕΚ 72 Α΄), όπως ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με την παράγραφο 5 του άρθρου 37 του Ν. 2874/2000 (ΦΕΚ 286 Α΄), μειώνεται από τρία τοις χιλίοις (3‰) σε ένα και πενήντα τοις χιλίοις (1,50‰).

2. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζονται για πωλήσεις μετοχών που διενεργούνται από την 1η Ιανουαρίου 2005 και εφεξής.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄

ΠΕΡΑΙΩΣΗ ΥΠΟΒΑΛΛΟΜΕΝΩΝ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΩΝ ΔΗΛΩΣΕΩΝ ΧΩΡΙΣ ΕΛΕΓΧΟ

Άρθρο 13

Αντικείμενο, έννοια και προϋποθέσεις περαίωσης

Δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος και Φ.Π.Α. επιχειρήσεων και ελευθέρων επαγγελματιών, κατά τα οριζόμενα στο επόμενο άρθρο, δεν ελέγχονται ως προς τα δηλούμενα εισοδήματα και ποσά Φ.Π.Α. από την άσκηση της εκμετάλλευσης της επιχείρησης ή του ελευθέριου επαγγέλματος και θεωρούνται περαιωθείσες ως ειλικρινείς για τα εισοδήματα και τα ποσά αυτά, εφόσον δηλώνονται ακαθάριστα έσοδα και καθαρά κέρδη, καθώς και τυχόν διαφορές εκροών στο Φ.Π.Α., κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 15.

Άρθρο 14

Υπαγόμενες και εξαιρούμενες δηλώσεις

1. Στις διατάξεις του προηγούμενου άρθρου υπάγονται:

α. Δηλώσεις επιχειρήσεων και ελευθέρων επαγγελματιών, ανεξαρτήτως νομικής μορφής, με τηρηθέντα βιβλία οποιασδήποτε κατηγορίας του Κ.Β.Σ., που αφορούν διαχειριστικές περιόδους με ύψος ακαθάριστων εσόδων βάσει των βιβλίων και στοιχείων κατά τις ακόλουθες διακρίσεις:

αα. Επί επιχειρήσεων πώλησης εμπορευμάτων ή παραγωγής προϊόντων, μέχρι τριακόσιες χιλιάδες (300.000) ευρώ.

ββ. Επί επιχειρήσεων αμιγώς παροχής υπηρεσιών, μέχρι εκατόν πενήντα χιλιάδες (150.000) ευρώ.

γγ. Επί μικτών επιχειρήσεων πώλησης εμπορευμάτων ή παραγωγής προϊόντων και παροχής υπηρεσιών, μέχρι τριακόσιες χιλιάδες (300.000) ευρώ για το σύνολο των δραστηριοτήτων και με την προϋπόθεση ότι τα ακαθάριστα έσοδα από τη δραστηριότητα παροχής υπηρεσιών είναι κατώτερα ή ίσα των εκατόν πενήντα χιλιάδες (150.000) ευρώ.

δδ. Επί αμιγώς ελευθέρων επαγγελματιών, μέχρι εκατόν πενήντα χιλιάδες (150.000) ευρώ.

εε. Επί ελευθέρων επαγγελματιών με παράλληλη άσκηση εμπορικής δραστηριότητας πώλησης εμπορευμάτων ή παραγωγής προϊόντων ή και παροχής υπηρεσιών, μέχρι τριακόσιες χιλιάδες (300.000) ευρώ για το σύνολο των δραστηριοτήτων και με την προϋπόθεση ότι τα ακαθάριστα έσοδα-αμοιβές από την άσκηση του ελευθέριου επαγγέλματος πλέον των ακαθάριστων εσόδων από την τυχόν άσκηση εμπορικής δραστηριότητας παροχής υπηρεσιών είναι κατώτερα ή ίσα των εκατόν πενήντα χιλιάδες (150.000) ευρώ. Το ίδιο όριο των εκατόν πενήντα χιλιάδων (150.000) ευρώ αθροιστικά για το ελευθέριο επάγγελμα και την εμπορική δραστηριότητα παροχής υπηρεσιών, ισχύει και σε περίπτωση παράλληλης άσκησης μόνο των δύο αυτών δραστηριοτήτων.

β. Δηλώσεις επιχειρήσεων που άσκησαν δραστηριότητες των υποπεριπτώσεων αα΄, ββ΄ και γγ΄ της προηγούμενης περίπτωσης α΄ και δεν τήρησαν βιβλία, επειδή δεν είχαν σχετική υποχρέωση.

2. Ως ακαθάριστα έσοδα για την εφαρμογή των οριζόμενων στην προηγούμενη παράγραφο 1.α΄ λαμβάνονται αυτά που αναφέρονται στα άρθρα 30 και 49 του Ν. 2238/ 1994, καθώς και στο άρθρο 105 του ίδιου νόμου, εξαιρουμένων των εισοδημάτων από ακίνητα, κινητές αξίες και συμμετοχές σε άλλες επιχειρήσεις και περιλαμβάνονται στην ομάδα επτά (7) του Ελληνικού Γενικού Λογιστικού Σχεδίου (Ε.Γ.Λ.Σ.). Επί περιπτώσεων τήρησης βιβλίων Α΄ κατηγορίας του Κ.Β.Σ., για τον προσδιορισμό των ακαθάριστων εσόδων και την εφαρμογή των οριζόμενων στην προηγούμενη παράγραφο 1.α΄ ανάγονται σε πωλήσεις οι πραγματοποιηθείσες στην οικεία διαχειριστική περίοδο αγορές, όπως αυτές προκύπτουν από τα τηρηθέντα βιβλία και στοιχεία.

3. Από τις δηλώσεις της παραγράφου 1 εξαιρούνται:

α. Δηλώσεις που αφορούν διαχειριστικές περιόδους που βαρύνονται με παραβάσεις του Κ.Β.Σ.

β. Δηλώσεις που δεν υποβάλλονται εντός των προβλεπόμενων προθεσμιών ή υποβάλλονται ανακριβώς εντός των προθεσμιών αυτών, για τα βάσει των τηρηθέντων βιβλίων και στοιχείων δεδομένα, καθώς και δηλώσεις που αφορούν διαχειριστικές περιόδους για τις οποίες δεν υποβάλλονται εντός των προβλεπόμενων προθεσμιών ή υποβάλλονται ανακριβώς εντός των προθεσμιών αυτών, οι δηλώσεις των λοιπών εν γένει φορολογιών, με βάση τα τηρηθέντα βιβλία και στοιχεία.

γ. Δηλώσεις που υποβάλλονται με επιφύλαξη.

δ. Δηλώσεις που αφορούν διαχειριστικές περιόδους για τις οποίες υπάρχουν κατασχεθέντα ανεπίσημα βιβλία και στοιχεία που δεν έχουν ελεγχθεί.

ε. Δηλώσεις που αφορούν διαχειριστικές περιόδους για τις οποίες έχει εκδοθεί εντολή τακτικού ελέγχου.

4. Εξαιρούνται γενικώς της διαδικασίας περαίωσης κατά τις διατάξεις του προηγούμενου άρθρου οι δηλώσεις γεωργικών και τεχνικών επιχειρήσεων, των επιχειρήσεων ειδικών καθεστώτων των παραγράφων 5, 6 και 8 του άρθρου 33 του Ν. 2238/1994, των επιχειρήσεων που υπάγονται στο ειδικό καθεστώς φορολογίας πλοίων για τη δραστηριότητα της εκμετάλλευσης του πλοίου, καθώς και των επιχειρήσεων και ελευθέρων επαγγελματιών που δεν τήρησαν βιβλία αν και είχαν σχετική υποχρέωση.

Άρθρο 15

Δηλούμενα ακαθάριστα έσοδα και καθαρά κέρδη Δηλούμενες διαφορές εκροών στο Φ.Π.Α.

1. Οι δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος και Φ.Π.Α., που υπάγονται στη διαδικασία περαίωσης κατά το άρθρο 13 σύμφωνα με το προηγούμενο άρθρο, δεν ελέγχονται και θεωρούνται περαιωθείσες ως ειλικρινείς, εφόσον με αυτές δηλώνονται ακαθάριστα έσοδα και καθαρά κέρδη, προκειμένου για τις δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος, καθώς και εκροές, προκειμένου για τις δηλώσεις Φ.Π.Α., από την άσκηση της εκμετάλλευσης της επιχείρησης ή του ελευθέριου επαγγέλματος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις επόμενες παραγράφους, ανεξαρτήτως αυτών που προκύπτουν βάσει των τηρηθέντων βιβλίων και στοιχείων ή εκ της εφαρμογής των γενικών φορολογικών διατάξεων.

2. Τα οριζόμενα στην προηγούμενη παράγραφο έχουν εφαρμογή, εφόσον με τις υποβαλλόμενες δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος δηλώνονται τα ακόλουθα ποσά ακαθάριστων εσόδων και καθαρών κερδών:

α. Ακαθάριστα έσοδα:

αα. Επί επιχειρήσεων της υποπερίπτωσης αα΄ της παραγράφου 1.α΄ του προηγούμενου άρθρου, ποσό τουλάχιστον ίσο ή μεγαλύτερο αυτού που προκύπτει από το άθροισμα του κόστους πωληθέντων (εμπορευμάτων ή προϊόντων), των εξόδων και δαπανών που αφορούν τη διαχειριστική περίοδο συμπεριλαμβανομένων και των αποσβέσεων που αναλογούν, καθώς και των μικτών κερδών. Ως μικτό κέρδος λαμβάνεται το ποσό που προκύπτει από τον πολλαπλασιασμό του κόστους πωληθέντων (εμπορευμάτων ή προϊόντων) με το Συντελεστή Μικτού Κέρδους. Συντελεστής Μικτού Κέρδους είναι ο συντελεστής που προκύπτει από τη σχέση του κλάσματος που αριθμητή έχει τον προβλεπόμενο Μοναδικό Συντελεστή Καθαρού Κέρδους και παρονομαστή τον αριθμό εκατό (100) μείον τον προβλεπόμενο Μοναδικό Συντελεστή Καθαρού Κέρδους ήτοι Μ.Σ.Κ.Κ. / (100 - Μ.Σ.Κ.Κ.). Σε περίπτωση που δεν προβλέπεται για την επιχείρηση Μ.Σ.Κ.Κ. εφαρμόζεται ο μέσος όρος των συντελεστών του οικείου πίνακα στον οποίο εντάσσεται η επιχείρηση. Προκειμένου για επιχειρήσεις με περισσότερους του ενός Μ.Σ.Κ.Κ., εφαρμόζεται ο μέσος σταθμικός συντελεστής που προκύπτει από τη διαίρεση των συνολικών καθαρών κερδών που προκύπτουν με την εφαρμογή των Μ.Σ.Κ.Κ. κατά κατηγορία εσόδων δια των συνολικών ακαθάριστων εσόδων της διαχειριστικής περιόδου.

ββ. Επί επιχειρήσεων της υποπερίπτωσης ββ΄ της παραγράφου 1.α΄ του προηγούμενου άρθρου, τα ακαθάριστα έσοδα που προκύπτουν από τα τηρηθέντα βιβλία και στοιχεία.

γγ. Επί επιχειρήσεων της υποπερίπτωσης γγ΄ της παραγράφου 1.α΄ του προηγούμενου άρθρου, το ποσό που προκύπτει από το άθροισμα των ακαθάριστων εσόδων που προσδιορίζονται κατά κατηγορία δραστηριότητας σύμφωνα με τα οριζόμενα στις προηγούμενες υποπεριπτώσεις αα΄ και ββ΄, με επιμερισμό των κοινών δαπανών στις επί μέρους δραστηριότητες ανάλογα με το ποσοστό συμμετοχής των ακαθάριστων εσόδων κάθε δραστηριότητας στο σύνολο των ακαθάριστων εσόδων της διαχειριστικής περιόδου από όλες τις δραστηριότητες.

δδ. Επί ελευθέρων επαγγελματιών της υποπερίπτωσης δδ΄ της παραγράφου 1.α΄ του προηγούμενου άρθρου, με ανάλογη εφαρμογή όσων ορίζονται στην πιο πάνω υποπερίπτωση ββ΄.

εε. Επί ελευθέρων επαγγελματιών με παράλληλη άσκηση εμπορικής δραστηριότητας της υποπερίπτωσης εε΄ της παραγράφου 1.α΄ του προηγούμενου άρθρου, με ανάλογη εφαρμογή όσων ορίζονται στην πιο πάνω υποπερίπτωση γγ΄.

στστ. Επί επιχειρήσεων της παραγράφου 1.β΄ του προηγούμενου άρθρου, με ανάλογη εφαρμογή όσων ορίζονται στην πιο πάνω υποπερίπτωση αα΄. Ειδικά για τις εν λόγω επιχειρήσεις που άσκησαν δραστηριότητα παροχής υπηρεσιών, αντί του μικτού κέρδους λαμβάνεται το ποσό που προκύπτει από τον πολλαπλασιασμό των εξόδων και δαπανών με τον προβλεπόμενο για την επιχείρηση Μ.Σ.Κ.Κ.

β. Καθαρά κέρδη:

αα. Επί επιχειρήσεων της υποπερίπτωσης αα΄ της παραγράφου 1.α΄ του προηγούμενου άρθρου, με βιβλία Β΄ ή Γ΄ κατηγορίας του Κ.Β.Σ., το ποσό που προκύπτει εξωλογιστικώς με πολλαπλασιασμό των ακαθάριστων εσόδων της επιχείρησης, όπως αυτά προσδιορίζονται κατά τα οριζόμενα στην υποπερίπτωση αα΄ της προηγούμενης περίπτωσης α΄ της παρούσας παραγράφου, με τον προβλεπόμενο Μ.Σ.Κ.Κ. ή το μέσο όρο των συντελεστών του οικείου πίνακα στον οποίο εντάσσεται η επιχείρηση, εφόσον δεν προβλέπεται γι' αυτήν Μ.Σ.Κ.Κ., ή το μέσο σταθμικό συντελεστή, εφόσον πρόκειται για επιχείρηση με περισσότερους του ενός Μ.Σ.Κ.Κ., κατά περίπτωση. Ομοίως, επί επιχειρήσεων με βιβλία Α΄ κατηγορίας του Κ.Β.Σ., το ποσό των καθαρών κερδών προσδιορίζεται με πολλαπλασιασμό των κατά τα ανωτέρω ακαθάριστων εσόδων με τον προβλεπόμενο Μ.Σ.Κ.Κ. ή το μέσο όρο των συντελεστών του οικείου πίνακα ή το μέσο σταθμικό συντελεστή, κατά περίπτωση, επί εσόδων.

ββ. Επί επιχειρήσεων της υποπερίπτωσης ββ΄ της παραγράφου 1.α΄ του προηγούμενου άρθρου, το ποσό που προκύπτει λογιστικώς με την αφαίρεση των εκπιπτόμενων κατά τις οικείες διατάξεις του Ν. 2238/1994 εξόδων από τα ακαθάριστα έσοδα, όπως αυτά προκύπτουν από τα τηρηθέντα βιβλία και στοιχεία ή το ποσό που προκύπτει εξωλογιστικώς, εφόσον αυτό είναι μεγαλύτερο, με την εφαρμογή επί των ακαθάριστων αυτών εσόδων του προβλεπόμενου Μ.Σ.Κ.Κ. ή του μέσου όρου των συντελεστών του οικείου πίνακα ή του μέσου σταθμικού συντελεστή, όπως αναλόγως ορίζεται και στην προηγούμενη υποπερίπτωση αα΄.

γγ. Επί επιχειρήσεων της υποπερίπτωσης γγ΄ της παραγράφου 1.α΄ του προηγούμενου άρθρου, το ποσό που προκύπτει από το άθροισμα των ποσών καθαρών κερδών που προσδιορίζονται κατά κατηγορία δραστηριότητας σύμφωνα με τα οριζόμενα στις προηγούμενες υποπεριπτώσεις αα΄ και ββ΄, με επιμερισμό των κοινών δαπανών κατ' ανάλογη εφαρμογή όσων ορίζονται σχετικώς στην υποπερίπτωση γγ΄ της προηγούμενης περίπτωσης α΄ της παρούσας παραγράφου.

δδ. Επί ελευθέρων επαγγελματιών της υποπερίπτωσης δδ΄ της παραγράφου 1.α΄ του προηγούμενου άρθρου, με ανάλογη εφαρμογή όσων ορίζονται στην πιο πάνω υποπερίπτωση ββ΄.

εε. Επί ελευθέρων επαγγελματιών με παράλληλη άσκηση εμπορικής δραστηριότητας της υποπερίπτωσης εε΄ της παραγράφου 1.α΄ του προηγούμενου άρθρου, με ανάλογη εφαρμογή όσων ορίζονται στην πιο πάνω υποπερίπτωση γγ΄.

στστ. Επί επιχειρήσεων της παραγράφου 1.β΄ του προηγούμενου άρθρου, το ποσό που προκύπτει εξωλογιστικώς με πολλαπλασιασμό των ακαθάριστων εσόδων της επιχείρησης, όπως αυτά προσδιορίζονται κατά τα οριζόμενα στην υποπερίπτωση στστ΄ της προηγούμενης περίπτωσης α΄ της παρούσας παραγράφου, με τον προβλεπόμενο Μ.Σ.Κ.Κ. ή το μέσο όρο των συντελεστών του οικείου πίνακα ή το μέσο σταθμικό συντελεστή, κατά περίπτωση, επί εσόδων.

3. Τα προσδιοριζόμενα ποσά ακαθάριστων εσόδων κατά τα οριζόμενα στις υποπεριπτώσεις αα΄, γγ΄ και εε΄ της προηγούμενης παραγράφου 2.α΄, επί βιβλίων Β΄ ή Γ΄ κατηγορίας του Κ.Β.Σ., δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να είναι μικρότερα αυτών που προκύπτουν από τα τηρηθέντα βιβλία και στοιχεία. Επίσης, τα προσδιοριζόμενα ποσά ακαθάριστων εσόδων κατά τα οριζόμενα στις ίδιες πιο πάνω υποπεριπτώσεις της προηγούμενης παραγράφου 2.α΄ επί βιβλίων Α΄ κατηγορίας του Κ.Β.Σ. δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να είναι μικρότερα από τις βάσει βιβλίων και στοιχείων εκροές στη φορολογία Φ.Π.Α., καθώς και από το σύνολο των τυχόν χονδρικών πωλήσεων της οικείας διαχειριστικής περιόδου που προκύπτουν από τα οικεία φορολογικά στοιχεία εσόδων.

4. Τα προσδιοριζόμενα ποσά καθαρών κερδών κατά τα οριζόμενα στις υποπεριπτώσεις αα΄, γγ΄ και εε΄ της πιο πάνω παραγράφου 2.β΄, επί βιβλίων Β΄ ή Γ΄ κατηγορίας του Κ.Β.Σ., δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να είναι μικρότερα αυτών που προκύπτουν σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 31 και 49 του Ν. 2238/1994, κατά περίπτωση. Επίσης, τα προσδιοριζόμενα ποσά καθαρών κερδών κατά τα οριζόμενα στις ίδιες ως άνω υποπεριπτώσεις της πιο πάνω παραγράφου 2.β΄ επί βιβλίων Α΄ κατηγορίας του Κ.Β.Σ., δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να είναι μικρότερα αυτών που προκύπτουν σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 4 του άρθρου 32 του Ν. 2238/1994.

5. Τα οριζόμενα στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου έχουν εφαρμογή, εφόσον με τις υποβαλλόμενες εκκαθαριστικές δηλώσεις Φ.Π.Α. δηλώνονται και οι τυχόν διαφορές εκροών με βάση τα προσδιοριζόμενα ακαθάριστα έσοδα κατά τα οριζόμενα στις υποπεριπτώσεις αα΄, γγ΄ και εε΄ της πιο πάνω παραγράφου 2.α΄. Προκειμένου να υπολογιστεί ο οφειλόμενος Φ.Π.Α. επί των εν λόγω διαφορών, οι διαφορές αυτές κατανέμονται σε εκροές φορολογητέες κατά συντελεστή Φ.Π.Α. και σε εκροές απαλλασσόμενες χωρίς δικαίωμα έκπτωσης του φόρου εισροών, κατ' αναλογία των βάσει βιβλίων και στοιχείων εκροών.

6. Σε κάθε περίπτωση, προϋπόθεση για την εφαρμογή των οριζόμενων στο άρθρο 13 είναι η δήλωση, για την ίδια διαχειριστική περίοδο, τόσο στη φορολογία εισοδήματος, όσο και στη φορολογία Φ.Π.Α., των ακαθάριστων εσόδων και καθαρών κερδών, καθώς και των τυχόν διαφορών εκροών, αντίστοιχα, που ορίζονται από τις προηγούμενες παραγράφους.

Άρθρο 16

Περαίωση δηλώσεων λοιπών φορολογιών

Σε περιπτώσεις επιχειρήσεων και ελευθέρων επαγγελματιών που οι δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος και Φ.Π.Α. θεωρούνται περαιωθείσες ως ειλικρινείς χωρίς έλεγχο κατ΄ εφαρμογή των οριζόμενων στα άρθρα 13 έως και 15, εφόσον επί λοιπών φορολογιών, για τις οποίες ως βάση προσδιορισμού του φόρου ή του τέλους ή της εισφοράς λαμβάνονται τα ακαθάριστα έσοδα της φορολογίας εισοδήματος, δηλώνονται ως ακαθάριστα έσοδα τα οριζόμενα στο άρθρο 15, τότε και οι δηλώσεις των φορολογιών αυτών δεν ελέγχονται και θεωρούνται περαιωθείσες ως ειλικρινείς, κατ΄ ανάλογη εφαρμογή των οριζόμενων στο άρθρο 13.

Άρθρο 17

Μεταβατικές και άλλες διατάξεις

1. Επί υποβολής δηλώσεων φορολογίας εισοδήματος, Φ.Π.Α. και λοιπών φορολογιών πέραν των προθεσμιών που κατά περίπτωση προβλέπονται από τις ισχύουσες διατάξεις, με τις οποίες δηλώνονται επιπλέον ακαθάριστα έσοδα και καθαρά κέρδη, καθώς και οι τυχόν διαφορές εκροών στο Φ.Π.Α., σύμφωνα με τα οριζόμενα στα προηγούμενα άρθρα 15 και 16, εφαρμόζονται και ως προς τα ανωτέρω επιπλέον δηλούμενα ποσά οι ισχύουσες για κάθε φορολογία διατάξεις περί επιβολής πρόσθετων φόρων ή προσαυξήσεων ή προστίμων.

2. Οι διατάξεις των παραγράφων 2 του άρθρου 68 του Ν. 2238/1994 και 3 του άρθρου 49 του Ν. 2859/2000 έχουν εφαρμογή και για τις περαιούμενες κατά τα άρθρα 13 έως και 16 δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος, Φ.Π.Α. και λοιπών φορολογιών. Τα ανωτέρω ισχύουν ανάλογα και σε περιπτώσεις ύπαρξης ανέλεγκτων δελτίων πληροφοριών ή λοιπών εν γένει επιβαρυντικών στοιχείων κατά το χρόνο υποβολής των πιο πάνω δηλώσεων.

3. Δηλώσεις επιχειρήσεων και ελευθέρων επαγγελματιών, που δεν υπάγονται για οποιονδήποτε λόγο στις διατάξεις των άρθρων 13 έως και 16 του νόμου αυτού, υπόκεινται σε έλεγχο κατά τις ισχύουσες διατάξεις.

4. Τα οριζόμενα στις διατάξεις των άρθρων 13 έως και 16 του νόμου αυτού ισχύουν για δηλώσεις που αφορούν διαχειριστικές περιόδους που λήγουν από 31.12.2004 και μετά.

5. Τα οριζόμενα στις διατάξεις των άρθρων 13 έως και 16 του νόμου αυτού ισχύουν ανάλογα και για διαχειριστικές περιόδους που έληξαν ή λήγουν από 1.1.2003 έως και 30.12.2004, με την προϋπόθεση ότι τα τυχόν επιπλέον ποσά ακαθάριστων εσόδων και καθαρών κερδών, καθώς και διαφορών εκροών στο Φ.Π.Α. που προκύπτουν κατά τα οριζόμενα στα άρθρα 15 και 16 για τις διαχειριστικές αυτές περιόδους δηλώνονται το αργότερο μέχρι 15 Μαΐου 2005.

6. Ειδικά για τις τυχόν συμπληρωματικές δηλώσεις που θα υποβληθούν στο πλαίσιο εφαρμογής των οριζόμενων στην προηγούμενη παράγραφο, σε περιπτώσεις που κατά το χρόνο δημοσίευσης του νόμου αυτού έχει λήξει η προθεσμία υποβολής των οικείων δηλώσεων, δεν επιβάλλονται πρόσθετοι φόροι ή προσαυξήσεις ή πρόστιμα.

7. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών καθορίζεται ο τρόπος και η διαδικασία εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος κεφαλαίου του νόμου αυτού, ο τύπος και το περιεχόμενο των υποβαλλόμενων δηλώσεων, καθώς και κάθε άλλο θέμα για την εφαρμογή των εν λόγω διατάξεων.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄

ΛΟΙΠΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 18

Κίνητρα συγχώνευσης μικρομεσαίων επιχειρήσεων

1. Οι διατάξεις των παραγράφων 2 έως και 6 του άρθρου αυτού εφαρμόζονται επί συγχωνεύσεως επιχειρήσεων οποιασδήποτε νομικής μορφής και ανεξάρτητα του αντικειμένου των εργασιών τους, εφόσον σε αυτές δεν συμπεριλαμβάνεται ανώνυμη εταιρεία, με σκοπό την ίδρυση προσωπικής εταιρείας ή εταιρείας περιορισμένης ευθύνης ή ανώνυμης εταιρείας.

2. Τα καθαρά κέρδη που δηλώνονται με βάση την εμπρόθεσμη δήλωση φορολογίας εισοδήματος και τα οποία προκύπτουν από τα τηρούμενα βιβλία Γ΄ κατηγορίας της συνιστώμενης εταιρείας φορολογούνται για το πρώτο οικονομικό έτος με τον ισχύοντα κατά το χρόνο υποβολής της οικείας δήλωσης συντελεστή φορολογίας, μειωμένο κατά δέκα (10) μονάδες και για το επόμενο οικονομικό έτος με συντελεστή μειωμένο κατά πέντε (5) μονάδες.

3. Η μείωση του συντελεστή φορολογίας παρέχεται για τα δύο (2) πρώτα οικονομικά έτη από το χρόνο της ολοκλήρωσης της συγχώνευσης με τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α) Η προερχόμενη από τη συγχώνευση εταιρεία έχει κατά το χρόνο ολοκλήρωσης της συγχώνευσης το κάτωθι ποσό κεφαλαίου:

αα) προκειμένου για προσωπική εταιρεία, τουλάχιστον εξήντα χιλιάδες (60.000,00) ευρώ, εκ των οποίων το ένα τρίτο (1/3) θα είναι καταβεβλημένο σε μετρητά,

ββ) προκειμένου για εταιρεία περιορισμένης ευθύνης, τουλάχιστον εκατόν είκοσι χιλιάδες (120.000,00) ευρώ,

γγ) προκειμένου για ανώνυμη εταιρεία, τουλάχιστον διακόσιες χιλιάδες (200.000,00) ευρώ.

β) Οι συγχωνευόμενες επιχειρήσεις να βρίσκονται σε λειτουργία τουλάχιστον τέσσερα (4) χρόνια πριν από το χρόνο της συγχώνευσης.

4. Η αποτίμηση της αξίας των εισφερόμενων σε είδος, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος, περιουσιακών στοιχείων σε ανώνυμη εταιρεία ή εταιρεία περιορισμένης ευθύνης ή προσωπική εταιρεία ενεργείται από την Επιτροπή του άρθρου 9 του Κ.Ν. 2190/1920, όπως ισχύει.

5. Οι διατάξεις των άρθρων 2,3,5,6,9,10 και 12 του Ν.Δ. 1297/1972 (ΦΕΚ 217 Α΄) εφαρμόζονται ανάλογα και επί των συγχωνεύσεων του παρόντος άρθρου.

6. Οι διατάξεις του άρθρου αυτού εφαρμόζονται για συγχωνεύσεις επιχειρήσεων των οποίων η ολοκλήρωση θα γίνει μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2008.

Άρθρο 19

Αναπροσαρμογή της αξίας γηπέδων και κτιρίων

1. Στην παράγραφο 2 του άρθρου 20 του Ν. 2065/1992 (ΦΕΚ 113 Α΄) προστίθεται νέο εδάφιο, που έχει ως εξής:

«Επίσης, εξαιρούνται από την αναπροσαρμογή οι εταιρείες, οι οποίες αναπροσαρμόζουν, υποχρεωτικά ή προαιρετικά, την αναπόσβεστη αξία των ακινήτων τους με βάση τα Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα, καθώς και αυτές που έχουν ήδη αναπροσαρμόσει, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 15 του Ν. 3229/2004 (ΦΕΚ 38 Α΄), την αξία των ακινήτων τους στους ισολογισμούς που έκλεισαν μετά την 30ή Δεκεμβρίου 2003.»

2. Η παράγραφος 2 του άρθρου 24 του Ν. 2065/1992 αντικαθίσταται ως εξής:

«2. Το υπόλοιπο ποσό της υπεραξίας φορολογείται με συντελεστή δύο τοις εκατό (2%) για τα γήπεδα και οκτώ τοις εκατό (8%) για τα κτίρια.»

3. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου έχουν εφαρμογή για την υπεραξία που προκύπτει από την αναπροσαρμογή της αξίας των ακινήτων του έτους 2004 και μετά.

4. Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 15 του Ν. 3229/2004 αντικαθίσταται ως εξής:

«Ολόκληρο το ποσό ή μέρος της υπεραξίας αναπροσαρμογής μεταφέρεται απευθείας σε λογαριασμό ειδικού αποθεματικού και δεν προστίθεται στα ακαθάριστα έσοδα των εταιρειών για τον προσδιορισμό των κερδών τους, αλλά φορολογείται αυτοτελώς, στο όνομα του νομικού προσώπου, με συντελεστή δύο τοις εκατό (2%) για τα γήπεδα και οκτώ τοις εκατό (8%) για τα κτίρια.»

5. Οι διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 15 του Ν. 3229/2004 καταργούνται, για ισολογισμούς που κλείνουν οι εταιρείες από 31 Δεκεμβρίου 2004 και μετά.

6. Η παράγραφος 4 του άρθρου 15 του Ν. 3229/2004 αντικαθίσταται ως εξής:

«4. Στο ποσό της υπεραξίας που προκύπτει από την αναπροσαρμογή της αξίας των κτιρίων, με βάση τις διατάξεις της παραγράφου 1, ενεργούνται αποσβέσεις, οι οποίες και εκπίπτουν από τα ακαθάριστα έσοδα των επιχειρήσεων για τον προσδιορισμό του φορολογητέου εισοδήματος.»

7. Οι διατάξεις των παραγράφων 4 και 6 εφαρμόζονται για ισολογισμούς που κλείνουν οι εταιρείες με 31 Δεκεμβρίου 2004 και μετά.

Άρθρο 20

Ρυθμίσεις στον Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων

Οι διατάξεις του Π.Δ. 186/1992 (ΦΕΚ 84 Α΄) τροποποιούνται, αντικαθίστανται και συμπληρώνονται ως ακολούθως:

1. Από το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 3 του άρθρου 6 αντικαθίσταται η φράση «την απόφαση Σ1659/ 104/20.6.88 (ΦΕΚ 497 Β΄)» σε «τις εκάστοτε ισχύουσες αποφάσεις περί Τεχνικών Προδιαγραφών των φ.τ.μ.» και προστίθενται στο τέλος του εδαφίου αυτού τρία νέα εδάφια ως εξής:

«Παρέχεται η δυνατότητα καταχώρησης των ημερήσιων δελτίων «Ζ» με μία μηνιαία συγκεντρωτική εγγραφή με βάση δελτίο μηνιαίας αναφοράς, που εκτυπώνεται από την φ.τ.μ., και στο οποίο εμφανίζονται τα αντίστοιχα αθροίσματα των επί μέρους ημερήσιων δελτίων «Ζ», με αναγραφή στο βιβλίο εσόδων-εξόδων της περιόδου που αφορά, καθώς και του πρώτου και του τελευταίου αριθμού του ημερήσιου δελτίου «Ζ» του αντίστοιχου μήνα. Τα ημερήσια δελτία «Ζ» θα συνεχίσουν να εκδίδονται και να διαφυλάσσονται κατά τα οριζόμενα από τις εκάστοτε ισχύουσες αποφάσεις περί τεχνικών προδιαγραφών των φ.τ.μ. και των διατάξεων της παραγράφου 2 του άρθρου 21 του Κώδικα αυτού. Στον ίδιο χρόνο διαφυλάσσονται και τα παραπάνω δελτία αναφοράς.»

2. Η παράγραφος 4 του άρθρου 7 αντικαθίσταται ως εξής:

«4. Η παράγραφος 4 του άρθρου 5, καθώς και το πρώτο και δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 3 του άρθρου 6 έχουν ανάλογη εφαρμογή και επί τήρησης βιβλίων Γ΄ κατηγορίας.»

3. Στην περίπτωση «Α» της παραγράφου 10 του άρθρου 8 προστίθεται υποπερίπτωση «ιδ΄» ως εξής:

«ιδ΄) Ο κατασκευαστής Δημοσίων ή Ιδιωτικών τεχνικών έργων.»

4. Στην παράγραφο 10 του άρθρου 8 προστίθεται νέα περίπτωση Γ΄ ως εξής:

«Γ) Στην τήρηση του βιβλίου αποθήκης κατά την εξαγωγή ο εκμεταλλευτής καταστήματος Σούπερ - Μάρκετ που ασχολείται με την κατά κύριο λόγο λιανική πώληση με το σύστημα της «αυτοεξυπηρέτησης», ειδών διατροφής, κρέατος, απορρυπαντικών, ποτών, ειδών οικιακής χρήσης και άλλων ειδών.»

5. Από την περίπτωση α΄ της παραγράφου 4 του άρθρου 9 απαλείφεται η φράση «την έδρα ή» και προστίθεται περίπτωση γ΄ ως ακολούθως:

«γ) Στο υποκατάστημα που βρίσκεται στον ίδιο νομό και νησί με την έδρα ή σε απόσταση μικρότερη των 50 χιλιομέτρων από αυτή. Τα στοιχεία των συναλλαγών των εγκαταστάσεων αυτών καταχωρούνται στα βιβλία της έδρας και ειδικά οι αγορές και οι πωλήσεις κάθε υποκαταστήματος παρακολουθούνται χωριστά από τα αντίστοιχα δεδομένα της έδρας ή άλλου υποκαταστήματος. Επί τήρησης βιβλίων Γ΄ κατηγορίας παρακολουθείται χωριστά και το ταμείο κάθε υποκαταστήματος. Δεν απαιτείται διακεκριμένη παρακολούθηση στα βιβλία της έδρας των συναλλαγών του υποκαταστήματος που στεγάζεται στο ίδιο ή σε άλλο συνεχόμενο κτιριακό χώρο με αυτή.»

6. Η παράγραφος 17 του άρθρου 12 αντικαθίσταται ως εξής:

«17. Όλα τα φορολογικά στοιχεία του παρόντος άρθρου που εκδίδονται με μηχανογραφικό τρόπο, μέσω ηλεκτρονικού υπολογιστή και σημαίνονται με τη χρήση Ειδικών Ηλεκτρονικών Ασφαλών Διατάξεων Σήμανσης (Ε.Α.Φ.Δ.Σ.Σ.) της παραγράφου 5 του άρθρου 1 του Ν. 1809/1988 (ΦΕΚ 222 Α΄) κάθε μήνα, επιτρέπεται να εκδίδονται μέχρι τη δέκατη πέμπτη ημέρα του επόμενου μήνα με ημερομηνία έκδοσης την τελευταία ημέρα του προηγούμενου μήνα, με εξαίρεση τα τιμολόγια που εκδίδονται στο χρόνο που προβλέπεται από τις διατάξεις του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 14, τα οποία επιτρέπεται να εκδίδονται εντός του επόμενου δεκαπενθημέρου από τον προβλεπόμενο αυτόν χρόνο και με ημερομηνία έκδοσης αυτή της συμπλήρωσης ενός μήνα από την παράδοση ή την αποστολή των αγαθών στον αγοραστή. Για όλα τα φορολογικά στοιχεία του παρόντος άρθρου που εκδίδονται στο τέλος της διαχειριστικής περιόδου, ισχύουν ως προς το χρόνο έκδοσης αυτών τα οριζόμενα από τις διατάξεις της παραγράφου 15.»

7. Το δεύτερο εδάφιο της περίπτωσης γ΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 17 αντικαθίσταται ως εξής:

«Η αξία συμπληρώνεται μέχρι τη δεκάτη πέμπτη (15η) ημέρα του επόμενου μήνα από την έκδοση ή λήψη του στοιχείου αξίας.»

8. Η περίπτωση δ΄ της παραγράφου 10 του άρθρου 17 αντικαθίσταται ως εξής:

«δ) Του βιβλίου συνδρομητών εντός πέντε ημερών από την εγγραφή του συνδρομητή.»

9. Το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 20 καταργείται.

10. Στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 21 η φράση «έξι (6) χρόνια από τη λήξη της διαχειριστικής περιόδου που αφορούν» αντικαθίσταται σε:

«στον εκάστοτε οριζόμενο από τις σχετικές φορολογικές διατάξεις χρόνο παραγραφής του δικαιώματος του Δημοσίου για επιβολή φόρου.»

11. Το τρίτο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 21 καταργείται.

12. Το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 6 του άρθρου 24 αντικαθίσταται ως εξής:

«Με την προϋπόθεση του προηγούμενου εδαφίου μπορεί να εκτυπώνεται μέχρι το τέλος του επόμενου μήνα το βιβλίο κίνησης οχημάτων και το βιβλίο συνδρομητών, παρεχομένης της δυνατότητας εγγραφής των δεδομένων του σε θεωρημένο οπτικό δίσκο τεχνολογίας WORM εφαρμοσμένης αναλόγως της Α.Υ.Ο.Ο. 1016567/190/ ΠΟΛ.1027/20.2.2003 (ΦΕΚ 247 Β΄/2003) αναφορικά με τον τρόπο και τις προϋποθέσεις της εγγραφής αυτής.

13. Μετά την περίπτωση δ΄ του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 3 του άρθρου 30 προστίθεται εδάφιο ως εξής:

«Τα βιβλία του επιτηδευματία δεν κρίνονται ως ανεπαρκή αν για λόγους αποδεδειγμένης ανωτέρας βίας οφειλομένης σε σεισμό, πυρκαγιά ή θεομηνία υπάρχει καταστροφή ή απώλεια αυτών, με την προϋπόθεση της επαναδημιουργίας τους με κάθε πρόσφορο μέσο και σε χρόνο τον οποίο θα καθορίσει ο προϊστάμενος της αρμόδιας Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας, καθώς και της υποβολής γνωστοποίησης της απώλειας αυτών μέχρι το τέλος του επόμενου μήνα.»

14. Το τρίτο εδάφιο της παραγράφου 3 του άρθρου 30 αντικαθίσταται ως εξής:

«Δεν συνιστούν αντικειμενική αδυναμία ελέγχου οι περιπτώσεις που αναφέρονται σε διαπιστωθείσες πλημμέλειες στα τηρηθέντα βιβλία και στοιχεία, καθώς και η αδυναμία αναπαραγωγής του περιεχομένου του θεωρημένου οπτικού δίσκου του βιβλίου αποθήκης, όταν καλύπτονται από καταστάσεις ή ηλεκτρομαγνητικά μέσα ή άλλα αναλυτικά στοιχεία, τα οποία παρέχονται στο φορολογικό έλεγχο στην προθεσμία που τάσσεται από αυτόν, με την προϋπόθεση ότι προκύπτουν με σαφήνεια τα δεδομένα, ώστε να είναι δυνατές οι ελεγκτικές επαληθεύσεις και επαληθεύονται αυτά από τα βιβλία και στοιχεία.»

15. Από το προτελευταίο εδάφιο της παραγράφου 4 του άρθρου 30 απαλείφεται η φράση «ή να οφείλονται σε πρόθεση του υπόχρεου για απόκρυψη φορολογητέας ύλης.»

16. Στην παράγραφο 5 του άρθρου 30 η φράση «Εθνικό Ελεγκτικό Κέντρο» και «ΕΘ.Ε.Κ.» αντικαθίσταται με τη φράση «Διαπεριφερειακό Ελεγκτικό Κέντρο (Δ.Ε.Κ.) Αθηνών ή Θεσσαλονίκης».

17. Από το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 6 του άρθρου 30 απαλείφεται η φράση «ή να οφείλονται σε πρόθεση του υπόχρεου για απόκρυψη φορολογητέας ύλης».

18. Η περίπτωση ε΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 36 αντικαθίσταται ως εξής:

«ε) να επιτρέπει στον επιτηδευματία, που χρησιμοποιεί οχήματα ιδιωτικής χρήσης για τη διακίνηση κάθε είδους αγαθών του, την τήρηση θεωρημένου βιβλίου κινητής αποθήκης, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 8 του Κώδικα αυτού, ξεχωριστά σε κάθε όχημα, αντί της έκδοσης Συγκεντρωτικού Δελτίου Αποστολής.»

19. Οι διατάξεις της παραγράφου 10 του άρθρου αυτού εφαρμόζονται για τα βιβλία και τα στοιχεία, για τα οποία μέχρι τη δημοσίευση του νόμου αυτού δεν έχει παρέλθει ο χρόνος διαφύλαξής τους με τις προϊσχύουσες διατάξεις του άρθρου 21 παράγραφος 2 και της παραγράφου 3 του άρθρου 39 του ίδιου Κώδικα.

20. Οι διατάξεις της παραγράφου 11 του άρθρου αυτού αφορούν τα στοιχεία των χρήσεων εκείνων για τις οποίες οι σχετικές εγγραφές όλων των φορολογικών αντικειμένων δεν έχουν καταστεί αμετάκλητες κατά το χρόνο δημοσίευσης του παρόντος.

21. Οι νέες διατάξεις των παραγράφων 3, 4 και 6 του άρθρου 30 όπου προβλέπουν επιεικέστερη μεταχείριση, εφαρμόζονται και για τις υποθέσεις που μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος νόμου δεν έχουν ελεγχθεί, καθώς και για εκείνες που έχουν ελεγχθεί και δεν έχουν περαιωθεί οριστικά με διοικητική επίλυση της διαφοράς ή δεν έχει παρέλθει προθεσμία ασκήσεως ένδικου βοηθήματος ή ένδικου μέσου ή εκκρεμεί συζήτηση κατά των υποθέσεων αυτών ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων και του Συμβουλίου της Επικρατείας. Για τις υποθέσεις που εκκρεμούν ενώπιον των δικαστηρίων αυτών, οι ενδιαφερόμενοι μπορούν με αίτησή τους, που υποβάλλεται στον αρμόδιο προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας εντός ανατρεπτικής προθεσμίας εξήντα (60) ημερών από τη δημοσίευση του παρόντος να ζητήσουν τη διοικητική επίλυση της διαφοράς, ακολουθούμενης της διαδικασίας του Ν.Δ. 4600/1966 (ΦΕΚ 242 Α΄). Αν δεν επιτευχθεί η διοικητική επίλυση της διαφοράς, στην περίπτωση αυτή οι υποθέσεις αυτές κρίνονται με βάση τις προϊσχύσασες διατάξεις.

Άρθρο 21

Παράταση της εφαρμογής του Φ.Π.Α. στα ακίνητα

1. Η παράγραφος 4 του άρθρου 6 του Κώδικα Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (Ν. 2859/2000 ΦΕΚ 248 Α΄) αντικαθίσταται ως εξής:

«4. Οι διατάξεις της παραγράφου 1 και της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 2 του άρθρου αυτού εφαρμόζονται για ακίνητα των οποίων η άδεια κατασκευής εκδίδεται από 1ης Ιανουαρίου 2006.»

2. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 8 του άρθρου 62 του Κώδικα Φόρου Προστιθέμενης Αξίας αντικαθίσταται ως εξής:

«8. Στο φόρο προστιθέμενης αξίας υπάγονται και τα εργολαβικά προσύμφωνα ανέγερσης οικοδομών με το σύστημα της αντιπαροχής, τα οποία συντάχθηκαν μετά την 21.8.1986 και η σχετική άδεια εκδίδεται μετά την 1η Ιανουαρίου 2006.»

Άρθρο 22

Κατάργηση τέλους χαρτοσήμου καθαρών κερδών

1. Καταργείται το τέλος χαρτοσήμου που προβλέπεται από τις διατάξεις της περίπτωσης γ΄ της παραγράφου 5 του άρθρου 15 του Π.Δ. της 28.7.1931 (ΦΕΚ 239 Α΄), όπως συμπληρώθηκε με την παράγραφο 3 του άρθρου 20 του Ν. 1473/1984 (ΦΕΚ 127 Α΄), για τα καθαρά κέρδη των ομόρρυθμων, ετερόρρυθμων και περιορισμένης ευθύνης εταιρειών, κερδοσκοπικών συνεταιρισμών, κοινοπραξιών, καθώς και αστικών εταιρειών και κοινωνιών αστικού δικαίου που ασκούν επιχείρηση. Η κατάργηση αυτή δεν συνεπάγεται υπαγωγή σε τέλος χαρτοσήμου της ανάληψης ποσών από τους εταίρους, διαρκούσης της εταιρικής χρήσης, έναντι κερδών της χρήσης αυτής, της διανομής των κερδών στους εταίρους ή της πίστωσης με αυτά των προσωπικών λογαριασμών των εταίρων, της μεταφοράς των κερδών στους λογαριασμούς κέρδη και ζημίες, τακτικού και έκτακτου αποθεματικού και της παραμονής των κερδών στους ανωτέρω λογαριασμούς.

2. Η προηγούμενη παράγραφος ισχύει για καθαρά κέρδη που αφορούν διαχειριστικές περιόδους που αρχίζουν από 1 Ιανουαρίου 2005 και μετά.

Άρθρο 23

Τέλη χαρτοσήμου

Το τέλος χαρτοσήμου που προβλέπεται από τις διατάξεις της παραγράφου 9 του άρθρου 15ε του Π.Δ. της 28.7.1931 (ΦΕΚ 239 Α΄) για τις εργολαβικές συμβάσεις για ανέγερση οικοδομής με το σύστημα της αντιπαροχής ποσοστών οικοπέδου, υπολογίζεται στην αντικειμενική αξία, κατά τις διατάξεις του άρθρου 41 του Ν. 1249/1982 (ΦΕΚ 48 Α΄) όπως ισχύει, των ποσοστών οικοπέδου που συμφωνείται να περιέλθουν στον εργολάβο, εφόσον στις εργολαβικές συμβάσεις δεν αναγράφεται αξία μεγαλύτερη από την αντικειμενική αξία.

Άρθρο 24

Μείωση προσαυξήσεων

1. Η παράγραφος 1 του άρθρου 1 του Ν. 2523/1997 αντικαθίσταται ως εξής:

«1. Αν ο κατά τη φορολογική νομοθεσία υπόχρεος να υποβάλει δήλωση και ανεξάρτητα από την πρόθεσή του να αποφύγει ή όχι την πληρωμή φόρου:

α) υποβάλει εκπρόθεσμη δήλωση, υπόκειται σε πρόσθετο φόρο που ορίζεται σε ποσοστό ένα τοις εκατό (1%) επί του οφειλόμενου με τη δήλωση φόρου για κάθε μήνα καθυστέρησης,

β) υποβάλει ανακριβή δήλωση, υπόκειται σε πρόσθετο φόρο που ορίζεται σε ποσοστό δύο τοις εκατό (2%) επί του φόρου την πληρωμή του οποίου θα απέφευγε λόγω της ανακρίβειας, για κάθε μήνα καθυστέρησης,

γ) δεν υποβάλει δήλωση, υπόκειται σε πρόσθετο φόρο που ορίζεται σε ποσοστό δυόμισι τοις εκατό (2,50%) επί του φόρου την πληρωμή του οποίου θα απέφευγε λόγω μη υποβολής δήλωσης, για κάθε μήνα καθυστέρησης.»

2. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 1 του Ν. 2523/1997 αντικαθίσταται ως εξής:

«2. Στο φόρο προστιθέμενης αξίας, στο φόρο κύκλου εργασιών και στους παρακρατούμενους και επιρριπτόμενους φόρους, τέλη και εισφορές τα παραπάνω ποσοστά πρόσθετων φόρων ορίζονται σε ενάμισι τοις εκατό (1,50%) για την εκπρόθεσμη δήλωση, σε τρία τοις εκατό (3%) για την ανακριβή δήλωση και σε τριάμισι τοις εκατό (3,50%) για τη μη υποβολή δήλωσης.»

3. Οι δύο προηγούμενες παράγραφοι ισχύουν:

α) για τα εισοδήματα που αποκτώνται από 1ης Ιανουαρίου 2005 και μετά, β) για το Φ.Π.Α. για τις πράξεις που γίνονται από 1ης Ιανουαρίου 2005 και μετά, γ) για τους παρακρατούμενους ή επιρριπτόμενους φόρους, τέλη και εισφορές, για αυτούς που παρακρατούνται ή επιρρίπτονται από 1ης Ιανουαρίου 2005 και μετά, δ) για τις επιστροφές Φ.Π.Α. στα πρόσωπα του άρθρου 41 του Κώδικα Φ.Π.Α. χωρίς να τον δικαιούνται, για τις επιστροφές που διενεργούνται από τη δημοσίευση του παρόντος και μετά, ε) για τις υποθέσεις φορολογίας κεφαλαίου για τις περιπτώσεις που η φορολογική υποχρέωση γεννιέται από τη δημοσίευση του παρόντος και μετά και στ) για τους λοιπούς φόρους, τέλη και εισφορές, για πράξεις, συναλλαγές ή έγγραφα, για τις οποίες η υποχρέωση γεννιέται από 1ης Ιανουαρίου 2005 και μετά.

Άρθρο 25

Τροποποίηση του Ν. 2682/1999

1. Η παράγραφος 2 του άρθρου 31 του Ν. 2682/1999 (ΦΕΚ 16 Α΄/8.2.1999) καταργείται από τη δημοσίευση του παρόντος Νόμου.

2. Οι συμβάσεις ιατρών, ιατρικών εργαστηρίων και φαρμακοποιών με το Δημόσιο, για παροχή περίθαλψης στους ασφαλισμένους του, που έχουν διακοπεί σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 31 του Ν. 2682/1999 θεωρούνται ως ισχύουσες από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου.

Άρθρο 26

Απόδοση δικαιωμάτων του Ο.Α.Ε.Ε. - Τ.Σ.Α. και του Ταμείου Νομικών

Στο άρθρο 27 του Ν. 3220/2004 (ΦΕΚ 15 Α΄) προστίθενται εδάφια ως εξής:

«Από την έναρξη ισχύος του άρθρου αυτού τα δικαιώματα του Οργανισμού Ασφάλισης Ελευθέρων Επαγγελμάτων (Ο.Α.Ε.Ε.) - Τ.Σ.Α. και του Ταμείου Νομικών που δικαιούνται με βάση τη διάταξη του άρθρου 29 του Ν. 2873/ 2000 και την κοινή απόφαση 1002705/62/Τ. και Ε.Φ. (ΦΕΚ 57 Β΄/24.1.2002) των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων αποδίδονται από τη Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση. Ο τρόπος απόδοσης καθορίζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών, Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας. Με όμοια απόφαση μπορεί να μεταβάλλονται τα ποσά που καθορίστηκαν με την απόφαση 1002705/ 62/Τ. και Ε.Φ. (ΦΕΚ 57 Β΄/24.1.2002) των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων.»

Άρθρο 27

Διασφάλιση των συμφερόντων του Δημοσίου σε περίπτωση φοροδιαφυγής

1. Το άρθρο 14 του Ν. 2523/1997 (ΦΕΚ 179 Α΄) αντικαθίσταται ως εξής:

«1. Κάθε φορά που η φορολογική αρχή διαπιστώνει φορολογικές παραβάσεις, από τις οποίες βάσει ειδικής έκθεσης ελέγχου, προκύπτει ότι δεν έχει αποδοθεί συνολικά στο Δημόσιο ποσό πάνω από εκατόν πενήντα χιλιάδες (150.000) ευρώ από Φ.Π.Α., Φ.Κ.Ε., παρακρατούμενους και επιρριπτόμενους φόρους, τέλη και εισφορές, απαγορεύεται στις αρμόδιες δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες να παραλαμβάνουν δηλώσεις ή να χορηγούν βεβαιώσεις ή πιστοποιητικά που απαιτούνται κατά τις κείμενες διατάξεις και ζητούνται από τον παραβάτη, για την κατάρτιση συμβολαιογραφικών πράξεων μεταβίβασης περιουσιακών στοιχείων. Στην περίπτωση αυτή αναστέλλεται έναντι του Δημοσίου και το απόρρητο των καταθέσεων, των λογαριασμών, των κοινών λογαριασμών, των πάσης φύσεως επενδυτικών λογαριασμών, των συμβάσεων και πράξεων επί παραγώγων χρηματοοικονομικών προϊόντων και του περιεχομένου των θυρίδων του φορολογούμενου σε τράπεζες ή άλλα πιστωτικά ιδρύματα και δεσμεύεται το πενήντα τοις εκατό (50%) αυτών. Οι δεσμεύσεις του προηγούμενου εδαφίου δεν εφαρμόζονται για ποσά μισθών και συντάξεων που κατατίθενται στους οικείους λογαριασμούς φυσικών προσώπων.

Οι κυρώσεις της παραγράφου αυτής επιβάλλονται και στους παραβάτες λήψης και χρήσης εικονικών φορολογικών στοιχείων, έκδοσης εικονικών, πλαστών φορολογικών στοιχείων και νόθευσης τέτοιων στοιχείων, εφόσον η αξία των συναλλαγών που αναγράφονται σε αυτά, αθροιστικά λαμβανομένη κατά το χρόνο διαπίστωσης των παραβάσεων, υπερβαίνει το ποσό των τριακοσίων χιλιάδων (300.000) ευρώ. Κατ' εξαίρεση οι ανωτέρω κυρώσεις δεν επιβάλλονται στους παραβάτες λήψης και χρήσης εικονικών φορολογικών στοιχείων στην περίπτωση που η εικονικότητα ανάγεται αποκλειστικά στο πρόσωπο του εκδότη.

Επίσης οι ίδιες κυρώσεις επιβάλλονται και στους φορολογούμενους στους οποίους έχουν επιβληθεί τα πρόστιμα των τρίτου και τέταρτου εδαφίων της παραγράφου 1 του άρθρου 4.

2. Οι κυρώσεις της προηγούμενης παραγράφου επιβάλλονται και σε όλα τα πρόσωπα που είχαν μία από τις ιδιότητες των παραγράφων 1 έως και 4 του άρθρου 20 του Ν. 2523/1997 από τη γένεση της υποχρέωσης απόδοσης του Φ.Π.Α., Φ.Κ.Ε., παρακρατούμενων και επιρριπτόμενων φόρων, τελών και εισφορών, ανεξάρτητα εάν μεταγενέστερα και μέχρι την ενεργοποίηση των μέτρων απέβαλαν την ιδιότητα αυτή με οποιονδήποτε τρόπο ή για οποιαδήποτε αιτία. Στις περιπτώσεις λήψης και χρήσης εικονικών φορολογικών στοιχείων, έκδοσης εικονικών, πλαστών φορολογικών στοιχείων και νόθευσης τέτοιων στοιχείων, οι ίδιες κυρώσεις επιβάλλονται και για τα πρόσωπα που είχαν μία από τις ιδιότητες των παραγράφων 1 έως και 4 του άρθρου 20 κατά την τέλεση της παράβασης.

3. Η αρμόδια για την έκδοση των οικείων καταλογιστικών πράξεων των φόρων, τελών και εισφορών ή των αποφάσεων επιβολής προστίμου του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων φορολογική αρχή, υποχρεούται να ενημερώσει άμεσα με οποιονδήποτε τρόπο όλες τις δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες, τις τράπεζες και λοιπά πιστωτικά ιδρύματα. Οι ανωτέρω υπηρεσίες και οι φορείς από της ενημερώσεώς τους υποχρεούνται να εφαρμόσουν αμέσως τις απαγορεύσεις και δεσμεύσεις της παραγράφου 1, χωρίς καμία άλλη διαδικασία ή διατύπωση ενημερώνοντας την αρμόδια για την επιχείρηση Δ.Ο.Υ.

4. Η ενέργεια αυτή της φορολογικής αρχής κοινοποιείται με αντίγραφο της σχετικής ειδικής έκθεσης ελέγχου συγχρόνως και στη Διεύθυνση Ελέγχου του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών, καθώς και στο φορολογούμενο στη γνωστή κατοικία του ή στην έδρα της επιχείρησής του, ο οποίος μπορεί να ζητήσει με αίτηση στον Υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών μέσω της αρμόδιας για την έκδοση των πράξεων φορολογικής αρχής, την ολική ή μερική άρση των απαγορευτικών μέτρων. Κατά της απόφασης του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών επιτρέπεται η άσκηση προσφυγής κατά τις διατάξεις του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας.

5. Στις περιπτώσεις που επιτυγχάνεται διοικητική επίλυση ή δικαστικός συμβιβασμός ή κατ' άλλο τρόπο διοικητική περαίωση της φορολογικής διαφοράς και αφορά το συνολικό ποσό των οικείων φόρων, τελών και εισφορών, μετά των νομίμων προσαυξήσεων ή προστίμων του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων, αίρεται περιοριστικά και μόνον η δέσμευση του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 1. Η άρση της δέσμευσης του προηγούμενου εδαφίου παύει να ισχύει σε περίπτωση μη εμπρόθεσμης καταβολής δύο (2) συνεχόμενων εκ των προβλεπόμενων δόσεων του ως άνω οφειλόμενου ποσού. Για την εφαρμογή της διάταξης του πρώτου εδαφίου ο υπόχρεος φορολογούμενος υποβάλλει σχετική αίτηση στον προϊστάμενο της αρμόδιας φορολογικής αρχής, ο οποίος υποχρεούται μέσα σε δύο (2) μήνες να εκδώσει τις οικείες καταλογιστικές πράξεις. Η άσκηση προσφυγής κατά των πράξεων αυτών δεν αίρει την ισχύ των μέτρων που έχουν ληφθεί. Αν μέσα στην προθεσμία αυτή δεν έχουν εκδοθεί οι οικείες καταλογιστικές πράξεις, οι συνέπειες και απαγορεύσεις που καθορίζονται με αυτό το άρθρο αίρονται αυτοδικαίως.

6. Τα μέτρα αίρονται υποχρεωτικά στο σύνολό τους εφόσον ο υπόχρεος φορολογούμενος καταβάλει ποσό πάνω από εβδομήντα τοις εκατό (70%) του συνόλου των οφειλόμενων οικείων ποσών φόρων, τελών και εισφορών μετά των νομίμων προσαυξήσεων ή προστίμων. Σε κάθε περίπτωση εφαρμογής των διατάξεων του προηγούμενου εδαφίου, καθώς και της παραγράφου 5 του άρθρου αυτού η αρμόδια φορολογική αρχή υποχρεούται να ενημερώσει άμεσα με οποιονδήποτε τρόπο τη Διεύθυνση Ελέγχου του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών, όλες τις δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες, τις τράπεζες και λοιπά πιστωτικά ιδρύματα.

7. Τα ποσά και τα ποσοστά που ορίζονται από τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 6 μπορούν να αυξομειώνονται με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, που εκδίδονται το βραδύτερο μέχρι 15 Φεβρουαρίου κάθε έτους.»

2. Οι διατάξεις του άρθρου 14 του Ν. 2523/1997, όπως αντικαταστάθηκαν από τις διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζονται και για τις υποθέσεις για τις οποίες έχουν συνταχθεί ειδικές εκθέσεις ελέγχου της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού μέχρι την ημερομηνία δημοσίευσης του παρόντος νόμου και δεν έχουν ληφθεί τα μέτρα που προβλέπονται από το ίδιο άρθρο. Οι διατάξεις των παραγράφων 5 και 6 του ανωτέρω άρθρου και νόμου εφαρμόζονται και για τις υποθέσεις για τις οποίες έχουν ήδη ληφθεί τα παραπάνω μέτρα.

Άρθρο 28

Θέματα φορολογικών ελέγχων

1. Επιχειρήσεις ή ελεύθεροι επαγγελματίες και γενικά επιτηδευματίες ελέγχονται με τακτικό φορολογικό έλεγχο, ανεξαρτήτως ελεγκτικής αρμοδιότητας και με την επιφύλαξη των οριζόμενων στα άρθρα 13 έως και 17 του παρόντος νόμου, για όλες τις φορολογίες και όλες τις ανέλεγκτες διαχειριστικές περιόδους, εντός τριετίας από τη λήξη της προθεσμίας υποβολής της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος της τελευταίας ανέλεγκτης διαχειριστικής περιόδου, στις ακόλουθες περιπτώσεις:

α. Εφόσον πρόκειται για επιτηδευματίες που εμπλέκονται στην έκδοση πλαστών ή εικονικών ή στη λήψη εικονικών ή στη νόθευση φορολογικών στοιχείων ή σε υποθέσεις λαθρεμπορίας.

β. Σε περιπτώσεις οριστικής παύσης εργασιών.

γ. Εφόσον πρόκειται για επιτηδευματίες υπεράκτιες εταιρείες, κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 1 του άρθρου 2 του Π.Δ. 186/1992 (Κ.Β.Σ.).

2. Κατά τους διενεργούμενους σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις φορολογικούς ελέγχους επί επιτηδευματιών με βιβλία Γ΄ κατηγορίας του Κ.Β.Σ., διενεργείται υποχρεωτικώς έλεγχος ταμείου και αξιογράφων, ο οποίος και προηγείται των λοιπών ελεγκτικών επαληθεύσεων. Σε περιπτώσεις διαπίστωσης αρνητικών ή θετικών διαφορών με βάση τον παραπάνω έλεγχο, οι διαφορές αυτές, πέραν των λοιπών συνεπειών και ανεξαρτήτως της προέλευσής τους, προστίθενται ως διαφορές καθαρών κερδών και παράλληλα προσαυξάνουν τα ακαθάριστα έσοδα του υπόχρεου, προκειμένου τα έσοδα αυτά να ληφθούν υπόψη για τον προσδιορισμό των φόρων, τελών και εισφορών στις λοιπές φορολογίες.

3. Πρακτικά διοικητικής επίλυσης της διαφοράς επί εκκρεμών δικαστικών υποθέσεων για τις οποίες δεν ολοκληρώθηκε η διαδικασία που ορίζεται από το Ν.Δ. 4600/ 1966 και τις διατάξεις του άρθρου 71 του Ν. 2238/1994, λόγω μη αποστολής στα δικαστήρια των πρακτικών του συμβιβασμού, επέχουν θέση αμετάκλητης δικαστικής απόφασης, εφόσον η απόφαση του δικαστηρίου που ακολούθησε το συμβιβασμό εκδόθηκε χωρίς την παράσταση του φορολογούμενου και είναι δυσμενέστερη, για τον φορολογούμενο, από τα αποτελέσματα του συμβιβασμού. Ομοίως, πρακτικά διοικητικής επίλυσης της διαφοράς επί υποθέσεων που λογίσθηκαν εκκρεμείς για την εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου 4 του άρθρου 24 του Ν. 2523/1997, επέχουν θέση αμετάκλητης δικαστικής απόφασης. Σε κάθε περίπτωση, τα ανωτέρω έχουν εφαρμογή εφόσον πληρούνται οι οριζόμενες στην παράγραφο 2 του άρθρου 24 του Ν. 2523/1997 προϋποθέσεις για την επίτευξη συμβιβασμού.

Τα οριζόμενα στα προηγούμενα εδάφια έχουν εφαρμογή για συμβιβασμούς που επιτεύχθηκαν μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ΄

ΘΕΜΑΤΑ ΕΙΣΠΡΑΞΗΣ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ

Άρθρο 29

Θέματα παροχής διευκολύνσεων και διασφάλισης οφειλών

1. Στην παράγραφο 3 του άρθρου 26 του Ν. 1882/1990 (ΦΕΚ 43 Α΄) προστίθεται, μετά την περίπτωση β΄ νέα περίπτωση γ΄, που έχει ως εξής:

«γ) έχει καταθέσει εγγυητική επιστολή Τράπεζας ή άλλου πιστωτικού ιδρύματος, η οποία θα διασφαλίζει την καταβολή της οφειλής για την οποία χορηγήθηκε μαζί με τις προσαυξήσεις της, στην περίπτωση που αυτή δεν καταβληθεί από τον υπόχρεο μέσα στην ορισθείσα προθεσμία, που δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερη των έξι (6) μηνών από την έκδοση της ως άνω επιστολής.»

2. Στην παράγραφο 12 του άρθρου 46 του Ν. 3220/2004 (ΦΕΚ 15 Α΄) προστίθεται νέο εδάφιο που έχει ως εξής:

«Ο Προϊστάμενος της Δ.Ο.Υ. μπορεί να χορηγεί αποδεικτικό ενημερότητας στην ανωτέρω περίπτωση εάν συντρέχουν οι λοιπές προϋποθέσεις του άρθρου 26 του Ν. 1882/1990 (ΦΕΚ 43 Α΄), η δε εναπομένουσα καθαρή αξία της ακίνητης περιουσίας του υποχρέου υπερκαλύπτει το σύνολο της αμφισβητούμενης οφειλής.»

3. Η παράγραφος 6 του άρθρου του 18 του Ν. 2648/ 1998 (ΦΕΚ 238 Α΄) καταργείται.

4. Στο άρθρο 62 του Ν.Δ. 356/1974 (ΦΕΚ 90 Α΄) προστίθεται παράγραφος με αριθμό 6 που έχει ως εξής:

«6. Ο εκκαθαριστής κάθε μορφής επιχείρησης και ο εκκαθαριστής κληρονομίας υποχρεούται εντός μηνός από την ανάληψη των καθηκόντων του να κοινοποιεί πρόσκληση για αναγγελία απαιτήσεων του Δημοσίου προς τον Υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών και στον Διοικητή του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων.»

5. Οι περιπτώσεις α΄, β΄ και γ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 15 του Ν. 2648/1998 (ΦΕΚ 238 Α΄/22.10.1998) αντικαθίστανται ως εξής:

«α) Έναν Αντιπρόεδρο ή Νομικό Σύμβουλο του Κράτους, ως πρόεδρο, με αναπληρωτή του Νομικό Σύμβουλο του Κράτους, που ορίζονται από τον Πρόεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.

β) Τον Γενικό Διευθυντή Φορολογίας ή τον Γενικό Διευθυντή Φορολογικών Ελέγχων ή έναν Διευθυντή από τις Διευθύνσεις που συγκροτούν τις ανωτέρω Γενικές Διευθύνσεις, με αναπληρωτή του Διευθυντή Διεύθυνσης από τις ίδιες Γενικές Διευθύνσεις.

γ) Τον Γενικό Διευθυντή Τελωνείων ή έναν από τους Διευθυντές της Γενικής Διεύθυνσης Τελωνείων με αναπληρωτή του έναν Διευθυντή της ίδιας Γενικής Διεύθυνσης.»

6. Επί διανομής κατατεθείσας αποζημίωσης απαλλοτριωθέντος ενυπόθηκου ακινήτου κατά το άρθρο 1288 Α.Κ., καθώς και επί διανομής κατατεθείσας ασφαλιστικής αποζημίωσης ενυπόθηκου ακινήτου κατά το άρθρο 1287 Α.Κ. η 15νθήμερη προθεσμία αναγγελίας των απαιτήσεων του Δημοσίου και του Ιδρύματος Κοινωνικής Ασφάλισης - Επικουρικού Ταμείου Ασφάλισης Μισθωτών αρχίζει από την επίδοση της σχετικής πρόσκλησης του ορισθέντος συμβολαιογράφου προς τον Υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών και προς τον Διοικητή του Ι.Κ.Α - Ε.Τ.Α.Μ. αντίστοιχα, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε΄

ΣΥΣΤΑΣΗ ΝΕΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ

Άρθρο 30

Σύσταση Υπηρεσίας Ειδικών Ελέγχων (ΥΠ.Ε.Ε.) και κατάργηση του Σώματος Δίωξης

Οικονομικού Εγκλήματος (Σ.Δ.Ο.Ε.)

1. Στο Υπουργείο Οικονομίας και Οικονομικών συνιστάται νέα υπηρεσία με τον τίτλο « Υπηρεσία Ειδικών Ελέγχων» (ΥΠ.Ε.Ε.) υπαγόμενη απευθείας στον Υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών, με την έναρξη λειτουργίας της οποίας παύει η λειτουργία του Σώματος Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος (Σ.Δ.Ο.Ε.) του άρθρου 4 του Ν. 2343/ 1995 (ΦΕΚ 211 Α΄).

Στη νέα υπηρεσία προΐσταται μετακλητός Ειδικός Γραμματέας (άρθρο 28 του Ν. 1558/1985 - ΦΕΚ 137 Α΄) και συνιστάται προς τούτο μία (1) θέση.

2. Κύριο έργο της Υπηρεσίας Ειδικών Ελέγχων είναι η αποκάλυψη και καταπολέμηση εστιών οικονομικού εγκλήματος, μεγάλης φοροδιαφυγής και λαθρεμπορίας, ο έλεγχος της κίνησης κεφαλαίων, ο έλεγχος της διακίνησης αγαθών και υπηρεσιών, καθώς και της κατοχής και διακίνησης απαγορευμένων ή υπό ειδικό καθεστώς ειδών και ουσιών, ο έλεγχος της ορθής εφαρμογής των διατάξεων που σχετίζονται με τις εθνικές και κοινοτικές επιδοτήσεις και επιχορηγήσεις, καθώς επίσης και των διατάξεων που αναφέρονται στην προστασία της δημόσιας περιουσίας.

Ειδικότερα:

α. Η έρευνα, ο εντοπισμός και η καταστολή οικονομικών παραβάσεων ιδιαίτερης βαρύτητας και σημασίας, όπως η νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες (ξέπλυμα χρήματος), οι απάτες και παρατυπίες, οι παραβάσεις που σχετίζονται με προμήθειες, επιδοτήσεις και επιχορηγήσεις, οι παράνομες χρηματιστηριακές και χρηματοπιστωτικές συναλλαγές και γενικά οι οικονομικές απάτες σε βάρος των συμφερόντων του Ελληνικού Δημοσίου και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ανεξάρτητα από τον τόπο τέλεσης.

β. Ο προληπτικός έλεγχος εφαρμογής της φορολογικής νομοθεσίας και ο προσωρινός φορολογικός έλεγχος, ιδίως στους παρακρατούμενους και επιρριπτόμενους φόρους, με έμφαση στο Φ.Π.Α., καθώς και ο έλεγχος εφαρμογής των διατάξεων της τελωνειακής νομοθεσίας.

γ. Η έρευνα, αποκάλυψη και καταπολέμηση παράνομων συναλλαγών, απατών και δραστηριοτήτων, που διενεργούνται με χρήση ηλεκτρονικών μέσων, του διαδικτύου και νέων τεχνολογιών.

δ. Η πρόληψη, δίωξη και καταπολέμηση άλλων παραβάσεων όπως, παράνομη διακίνηση ναρκωτικών, όπλων και εκρηκτικών, πρόδρομων και ψυχοτρόπων ουσιών, τοξικών και επικίνδυνων ουσιών (ραδιενεργά και πυρηνικά υλικά, τοξικά απόβλητα κ.λπ.) αρχαιοτήτων και πολιτιστικών αγαθών.

ε. Η προστασία, σε συνεργασία με τις αρμόδιες υπηρεσίες, του αιγιαλού και της παραλίας, ως και των ανταλλάξιμων και δημόσιων κτημάτων, αρμοδιότητας του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών, από τις αυθαίρετες καταπατήσεις και κατασκευές επ' αυτών.

3. Η Υπηρεσία Ειδικών Ελέγχων λειτουργεί με παραμέτρους δράσης, που στοχεύουν στη διαφάνεια και αντικειμενικοποίηση των ελέγχων, χρησιμοποιώντας κριτήρια και μέσα προγραμματισμού, όπως μεθόδους ανάλυσης κινδύνου, διαθέσιμα στοιχεία από βάσεις δεδομένων, διασταυρώσεις, στατιστική ανάλυση και άλλες πηγές πληροφοριών.

Ειδικότερα ο προγραμματισμός γίνεται στη βάση των θεσμοθετημένων κωδικών δραστηριοτήτων οικονομικών μονάδων, αγαθών, προϊόντων και καθεστώτων και εξειδικεύεται ανά Περιφερειακή Διεύθυνση. Κριτήρια προγραμματισμού αποτελούν κυρίως:

α. Τα ποιοτικά χαρακτηριστικά, όπως τομέας δραστηριότητας, η νομική μορφή, η κατηγορία τηρούμενων βιβλίων, η επικινδυνότητα και η παραβατικότητα κατά κλάδο και δραστηριότητα.

β. Τα οικονομικά χαρακτηριστικά, όπως ακαθάριστα έσοδα, καθαρά κέρδη ή ζημίες, συντελεστής καθαρού κέρδους και ύψος δαπανών, δεδομένα από δηλώσεις άμεσης και έμμεσης φορολογίας, καθώς και η προέλευση κεφαλαίων.

γ. Τα χωροταξικά και χρονικά δεδομένα, όπως τόπος παραγωγής και διακίνησης, εποχιακές δραστηριότητες και τοπικές ιδιαιτερότητες.

4. Για τη νομιμότητα και τη διασφάλιση της αποτελεσματικότητας των ελέγχων διενεργείται δειγματοληπτικός επανέλεγχος των υποθέσεων. Τα κριτήρια επιλογής των υποθέσεων, η διαδικασία λειτουργίας του συστήματος επανελέγχου και κάθε αναγκαία λεπτομέρεια εφαρμογής του ορίζονται με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών.

5. Η Υπηρεσία Ειδικών Ελέγχων προβαίνει σε:

α. Ελέγχους των μεταφορικών μέσων, καταστημάτων, αποθηκών και άλλων χώρων, όπου βρίσκονται αγαθά, ανεξάρτητα από τον φορέα εκμετάλλευσής τους και του τελωνειακού καθεστώτος υπό το οποίο τελούν.

β. Έρευνες εγγράφων και λοιπών στοιχείων, ως και έρευνες σε άλλους χώρους που δεν αφορούν την επαγγελματική απασχόληση του ελεγχόμενου, όταν υπάρχουν στοιχεία ή βάσιμες υπόνοιες για την τέλεση οικονομικών παραβάσεων, μετά από συναίνεση του ελεγχόμενου ή του αρμόδιου εισαγγελέα και, σε περίπτωση έλλειψης αυτού, του επιτόπιου δικαστικού λειτουργού. Όταν πρόκειται για έρευνα σε κατοικία, είναι πάντοτε απαραίτητη η παρουσία εκπροσώπου της δικαστικής αρχής.

γ. Συλλήψεις και ανακρίσεις προσώπων και έρευνες μεταφορικών μέσων, αγαθών, προσώπων, καταστημάτων, αποθηκών, οικιών και λοιπών χώρων, ως και στη διενέργεια ειδικών ανακριτικών πράξεων, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις ισχύουσες κάθε φορά ειδικές διατάξεις και τις διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, για τα αδικήματα που προβλέπονται από τη σχετική νομοθεσία και ανάγονται στην καθ' ύλην αρμοδιότητα της Υπηρεσίας Ειδικών Ελέγχων.

δ. Κατασχέσεις βιβλίων, εγγράφων, αγαθών, μέσων μεταφοράς και άλλων στοιχείων, συμπεριλαμβανομένων και ηλεκτρονικών μέσων αποθήκευσης και μεταφοράς δεδομένων, σύμφωνα με τις ισχύουσες κάθε φορά φορολογικές και τελωνειακές διατάξεις.

ε. Δεσμεύσεις, σε ειδικές περιπτώσεις διασφάλισης συμφερόντων του Δημοσίου ή περιπτώσεις οικονομικού εγκλήματος και μεγάλης έκτασης φοροδιαφυγής και λαθρεμπορίου, τραπεζικών λογαριασμών και περιουσιακών στοιχείων, με έγγραφο του προϊσταμένου της αρμόδιας Περιφερειακής Διεύθυνσης της Υπηρεσίας Ειδικών Ελέγχων, ενημερώνοντας για την ενέργεια αυτή, εντός είκοσι τεσσάρων (24) ωρών, τον αρμόδιο εισαγγελέα.

6. Οι υπάλληλοι της Υπηρεσίας Ειδικών Ελέγχων έχουν πρόσβαση και λαμβάνουν οποιαδήποτε πληροφορία ή στοιχείο που αφορά ή σχετίζεται με την άσκηση του έργου και της αποστολής τους, ύστερα από σχετική υπηρεσιακή εντολή, μη υποκείμενοι σε περιορισμούς διατάξεων περί απορρήτου, υποχρεούμενοι όμως στην τήρηση των διατάξεων περί εχεμύθειας του άρθρου 26 του Υπαλληλικού Κώδικα (Ν. 2683/1999, ΦΕΚ 19 Α΄).

7. Η οργάνωση, η διάρθρωση και οι αρμοδιότητες των υπηρεσιών που συγκροτούν την Υπηρεσία Ειδικών Ελέγχων, καθώς και τα θέματα λειτουργίας αυτών καθορίζονται με προεδρικά διατάγματα που εκδίδονται με πρόταση των Υπουργών Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και Οικονομίας και Οικονομικών.

Επίσης, με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών καθορίζεται ο χρόνος έναρξης λειτουργίας των υπηρεσιών της Υπηρεσίας Ειδικών Ελέγχων, καθώς επίσης και ο χρόνος παύσης του Σώματος Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος.

8. Οι αρμοδιότητες της Υπηρεσίας Ειδικών Ελέγχων εκτείνονται σε όλη την Ελληνική Επικράτεια και ασκούνται από τις επί μέρους υπηρεσίες του, παράλληλα και ανεξάρτητα από τις άλλες υπηρεσίες του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών.

Οι υπηρεσίες της Υπηρεσίας Ειδικών Ελέγχων λειτουργούν όλο το εικοσιτετράωρο και όλες τις ημέρες της εβδομάδας, με κατάλληλη εναλλαγή του προσωπικού, το οποίο υποχρεούται σε τακτική ή και υπερωριακή εργασία και κατά τις ημέρες αργιών και τις νυκτερινές ώρες, ανάλογα με τις ανάγκες των υπηρεσιών τους. Το προσωπικό αυτών τελεί σε διαρκή ετοιμότητα για την ταχεία επέμβασή του, όταν παρίσταται ανάγκη, και θεωρείται ότι βρίσκεται σε διατεταγμένη υπηρεσία σε κάθε τόπο και χρόνο, κάθε φορά που καθίσταται αναγκαία η παρέμβασή του, πάντοτε, όμως, σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, τον κανονισμό λειτουργίας του και τις εντολές των προϊσταμένων του.

Η Υπηρεσία Ειδικών Ελέγχων συνεργάζεται και ανταλλάσσει πληροφορίες και στοιχεία, που έχουν σχέση με το αντικείμενο της αποστολής της, με άλλες αρχές, υπηρεσίες και φορείς του εσωτερικού και του εξωτερικού και συμμετέχει σε θεσμοθετημένα διϋπηρεσιακά όργανα.

Οι αστυνομικές, λιμενικές, στρατιωτικές και λοιπές αρχές και υπηρεσίες υποχρεούνται, όταν τους ζητηθεί, να συνδράμουν άμεσα και αποτελεσματικά τους υπαλλήλους της Υπηρεσίας Ειδικών Ελέγχων, καθώς επίσης και να χορηγούν κάθε σχετική πληροφορία ή στοιχείο.

Η Υπηρεσία Ειδικών Ελέγχων συνεπικουρεί, όποτε της ζητείται, την Τράπεζα της Ελλάδος και την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς για τη διερεύνηση παραβάσεων της τραπεζικής νομοθεσίας και της νομοθεσίας για την κεφαλαιαγορά.

9. Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, είναι δυνατό να ανακαθορίζεται η κατά τόπον και καθ' ύλην αρμοδιότητα των υπηρεσιών της Υπηρεσίας Ειδικών Ελέγχων.

Σε έκτακτες περιπτώσεις, σε υποθέσεις σημαντικού εθνικού και οικονομικού ενδιαφέροντος με ειδική εντολή του Ειδικού Γραμματέα της Υπηρεσίας Ειδικών Ελέγχων, ανατίθεται σε Περιφερειακές Διευθύνσεις του η διενέργεια ελέγχων και ερευνών, εκτός των ορίων της κατά τόπον αρμοδιότητάς τους.

10. Η Υπηρεσία Ειδικών Ελέγχων λειτουργεί με βάση ειδικό κανονισμό λειτουργίας, που εγκρίνεται με προεδρικό διάταγμα, το οποίο εκδίδεται με πρόταση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών.

11. Η Υπηρεσία Ειδικών Ελέγχων στελεχώνεται:

α) Με αποσπάσεις και μεταθέσεις, εκ των υπηρετούντων στο Υπουργείο Οικονομίας και Οικονομικών τελωνειακών και εφοριακών υπαλλήλων. Είναι όμως δυνατόν, ανάλογα με τις υπηρεσιακές ανάγκες της Υπηρεσίας Ειδικών Ελέγχων, να στελεχώνεται και με υπαλλήλους άλλων κλάδων, διαφόρων κατηγοριών και ειδικοτήτων του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών. Ο αναγκαίος αριθμός θέσεων του παραπάνω προσωπικού της Υπηρεσίας Ειδικών Ελέγχων κατά κατηγορία, κλάδο και ειδικότητα, τα κριτήρια και η διαδικασία επιλογής αυτών, ως και κάθε άλλο θέμα στελέχωσης της Υπηρεσίας Ειδικών Ελέγχων καθορίζεται με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται με πρόταση των Υπουργών Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και Οικονομίας και Οικονομικών, και

β) Με πρόσληψη ειδικού επιστημονικού προσωπικού, με επιστημονική εξειδίκευση σε γνωστικά αντικείμενα αρμοδιοτήτων της Υπηρεσίας Ειδικών Ελέγχων τα οποία ορίζονται με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Για τις ανάγκες στελέχωσης της Υπηρεσίας Ειδικών Ελέγχων συνιστώνται στο Υπουργείο Οικονομίας και Οικονομικών είκοσι πέντε (25) θέσεις ειδικού επιστημονικού προσωπικού.

Οι διατάξεις του εδαφίου Α.α της παραγράφου 9 του άρθρου 1 και της παραγράφου 11 του αυτού άρθρου του Ν. 2343/1995 περί των προσόντων και των αποδοχών του ειδικού επιστημονικού προσωπικού, ισχύουν και για το επιστημονικό προσωπικό του παρόντος εδαφίου.

12. Σε κάθε υπηρεσία της Υπηρεσίας Ειδικών Ελέγχων επιπέδου Διεύθυνσης, συνιστάται μία (1) οργανική θέση αναπληρωτή προϊσταμένου, οι αρμοδιότητες του οποίου καθορίζονται με το προεδρικό διάταγμα της παραγράφου 7 του παρόντος άρθρου.

13. Το προσωπικό της Υπηρεσίας Ειδικών Ελέγχων υπάγεται, ως προς τα θέματα υπηρεσιακής κατάστασης αυτού, στο οικείο υπηρεσιακό και πειθαρχικό συμβούλιο του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών του κλάδου στον οποίο ανήκουν οι υπάλληλοι αυτού.

Κατ' εξαίρεση τα θέματα τοποθετήσεων και μεταθέσεων προϊσταμένων των αυτοτελών οργανικών μονάδων της Υπηρεσίας Ειδικών Ελέγχων και των αναπληρωτών προϊσταμένων αυτών σε αντίστοιχες οργανικές θέσεις, υπάγονται στην αρμοδιότητα εννεαμελούς (μικτού) υπηρεσιακού συμβουλίου, που συγκροτείται προς τούτο με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών από τα παρακάτω μέλη:

α. Έναν (1) σύμβουλο ή πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, ως Πρόεδρο.

β. Δύο (2) μέλη, εξ αυτών που ορίζονται από τον Υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών, από κάθε υπηρεσιακό συμβούλιο του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών που είναι αρμόδιο για τα θέματα υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων των κλάδων τελωνειακών και εφοριακών, εξαιρουμένων των προέδρων αυτών.

γ. Τους τέσσερις (4) αιρετούς εκπροσώπους των εργαζομένων, που συμμετέχουν στα υπηρεσιακά συμβούλια του προηγούμενου εδαφίου.

Με την ίδια απόφαση ορίζεται και ο γραμματέας του συμβουλίου αυτού, εκ των υπαλλήλων του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών, καθώς και τα αναπληρωματικά μέλη.

Τα θέματα εισηγείται, στο παραπάνω μικτό υπηρεσιακό συμβούλιο, ο Ειδικός Γραμματέας που προΐσταται της Υπηρεσίας Ειδικών Ελέγχων, ύστερα από σχετική πρόταση των οικείων Διευθύνσεων Προσωπικού (Δ.Ο.Υ. και Τελωνείων).

14. Τα δικαιώματα και καθήκοντα του παραπάνω προσωπικού ορίζονται αναλυτικά με προεδρικό διάταγμα κανονισμού καθηκόντων, το οποίο εκδίδεται με πρόταση των Υπουργών Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και Οικονομίας και Οικονομικών.

Οι διατάξεις των παραγράφων 6 και 7 του άρθρου 2 του Ν. 2343/1995, καθώς και οι διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 25 του Ν. 820/1978 (ΦΕΚ 174 Α΄), περί ανακριτικών καθηκόντων, δικαιωμάτων έρευνας και πρόσβασης σε πληροφορίες και στοιχεία, ισχύουν ανάλογα και για το προσωπικό της Υπηρεσίας Ειδικών Ελέγχων.

15. Οι διατάξεις της παραγράφου 13 του άρθρου 3 του Ν. 2343/1995, περί υποβολής δήλωσης περιουσιακής κατάστασης (πόθεν έσχες), όπως ισχύουν κάθε φορά εφαρμόζονται αναλόγως και για το προσωπικό της Υπηρεσίας Ειδικών Ελέγχων.

16. Οι υπάλληλοι που υπηρετούν στην Υπηρεσία Ειδικών Ελέγχων διατηρούν κατά το διάστημα που εργάζονται σε αυτό όλες τις τυχόν επιπλέον του μισθού τακτικές αποδοχές και τα κάθε φύσης επιδόματα και απολαβές των λοιπών υπαλλήλων της αυτής κατηγορίας, βαθμού και μισθολογικού κλιμακίου, του κλάδου στον οποίο ανήκουν.

Για την εξίσωση των παραπάνω αποδοχών και την εξάλειψη των τυχόν υφιστάμενων σχετικών οικονομικών διαφορών μεταξύ των υπαλλήλων της Υπηρεσίας Ειδικών Ελέγχων είναι δυνατόν να καταβάλλεται σε αυτούς ανάλογο επίδομα, που ορίζεται και αναπροσαρμόζεται με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών. Οι διατάξεις των παραγράφων 2, 3 και 4 του άρθρου 26 και της παραγράφου 2 του άρθρου 27 του Ν. 820/1978 (ΦΕΚ 174 Α΄) ισχύουν και για τους υπαλλήλους και τα οχήματα της Υπηρεσίας Ειδικών Ελέγχων.

17. Τα χρήματα που προέρχονται από την εκποίηση των κινητών και ακινήτων που κατάσχονται από την Υπηρεσία Ειδικών Ελέγχων και τις άλλες διωκτικές αρχές, θα διατίθενται για τη βελτίωση της εν γένει υποδομής της Υπηρεσίας Ειδικών Ελέγχων και των άλλων διωκτικών αρχών, κατατιθέμενα προς τούτο σε ειδικό λογαριασμό.

Οι προϋποθέσεις, η διαδικασία και κάθε άλλη λεπτομέρεια για την υλοποίηση των διατάξεων αυτών καθορίζονται με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών.

18. Οι υπάλληλοι της Υπηρεσίας Ειδικών Ελέγχων, σε περιπτώσεις διενέργειας ελέγχων με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, κατόπιν εντολής και του αρμόδιου προϊσταμένου τους, φέρουν ειδική ενδυμασία ή διακριτικά, σύμφωνα και με τα οριζόμενα, για τα θέματα λειτουργίας των υπηρεσιών της Υπηρεσίας Ειδικών Ελέγχων, στο σχετικό προεδρικό διάταγμα της παραγράφου 7 του παρόντος άρθρου.

Σε εξαιρετικές περιπτώσεις οι υπάλληλοι της Υπηρεσίας Ειδικών Ελέγχων στους οποίους ανατίθενται ειδικές αποστολές και παράλληλα έχουν εκπαιδευτεί στη χρήση όπλων, οπλοφορούν, κατά τη διάρκεια εκτέλεσης των καθηκόντων τους, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις και τις σχετικές εντολές του προϊσταμένου τους ή αποφάσεων του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών και τα οριζόμενα και στο προεδρικό διάταγμα του προηγούμενου εδαφίου.

19. Το προσωπικό της Υπηρεσίας Ειδικών Ελέγχων είναι δυνατόν να αποστέλλεται για εκπαίδευση σε σχολές, μονάδες ή κέντρα εκπαίδευσης του δημόσιου ή ιδιωτικού τομέα, του εσωτερικού ή εξωτερικού, ανάλογα με τις ειδικότερες ανάγκες της αποστολής του και της άσκησης των καθηκόντων του.

20. Για τις προκαταρκτικές εξετάσεις και προανακρίσεις υποθέσεων αρμοδιότητας της Υπηρεσίας Ειδικών Ελέγχων, για τις οποίες επιλαμβάνεται υπηρεσία αυτού με πανελλαδική αρμοδιότητα, η κατά τόπον αρμοδιότητα του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών επεκτείνεται σε όλη την Επικράτεια. Ο Εισαγγελέας, καθώς και οι οικείοι ανακριτικοί υπάλληλοι της Εισαγγελίας Πλημμελειοδικών Αθηνών, προτιμώνται στην περίπτωση που για την ίδια υπόθεση επελήφθησαν και άλλοι αρμόδιοι εισαγγελείς ή ανακριτικοί υπάλληλοι.

Ο ανωτέρω Εισαγγελέας ενημερώνει, συνεργάζεται και μπορεί να ζητεί τη συνδρομή του συναρμόδιου Εισαγγελέα. Μετά το πέρας της προανάκρισης, παραπέμπει την υπόθεση στον Εισαγγελέα του Δικαστηρίου που είναι κατά τόπον αρμόδιο για την εκδίκαση αυτής.

Η προανάκριση ή η ανάκριση για τις υποθέσεις της Υπηρεσίας Ειδικών Ελέγχων περατώνεται μέσα στο χρονικό διάστημα που ορίζεται από τις διατάξεις του Ν. 3160/2003 (ΦΕΚ 165 Α΄). Δεν αποτελεί λόγο αναβολής της δίκης η άσκηση, σχετικής με την υπόθεση, προσφυγής ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου.

Αρμόδιο κατά τόπο δικαστήριο για την εκδίκαση των ανωτέρω υποθέσεων, είναι το οριζόμενο στα άρθρα 122 έως και 124 του Κ.Π.Δ. ή εκείνο στην περιφέρεια του οποίου έχει την έδρα της η επιχείρηση.

21. Ο Ειδικός Γραμματέας, οι οικονομικοί επιθεωρητές και το προσωπικό της Υπηρεσίας Ειδικών Ελέγχων δεν διώκονται και δεν ενάγονται για γνώμη που διατύπωσαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Εξαιρούνται των ανωτέρω η περίπτωση δόλου, η παραβίαση του απορρήτου των πληροφοριών και στοιχείων, που περιήλθαν σε γνώση τους κατά την άσκηση των καθηκόντων τους και η παράβαση του καθήκοντος εχεμύθειας στο οποίο υποχρεούνται οι υπηρετούντες στην Υπηρεσία Ειδικών Ελέγχων και μετά από την καθ' οιονδήποτε τρόπο αποχώρησή τους από αυτήν.

22. Υπάλληλοι της Υπηρεσίας Ειδικών Ελέγχων των οποίων η κινητή ή ακίνητη περιουσία ζημιώνεται ή καταστρέφεται εν όλω ή εν μέρει κατά την άσκηση των καθηκόντων τους ή εξαιτίας της θέσης ή της ιδιότητάς τους από ενέργειες τρομοκρατικές ή μεμονωμένες επιθέσεις δικαιούνται αποζημίωση από το Ελληνικό Δημόσιο. Η αποζημίωση αυτή καταβάλλεται σύμφωνα με τους όρους της παραγράφου 3 του άρθρου 18 του Ν. 2093/1992 (ΦΕΚ 181 Α΄).

Οι διατάξεις του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 3 του άρθρου 5 του Ν. 2452/1996 (ΦΕΚ 283 Α΄) ισχύουν ανάλογα και για τους υπαλλήλους της Υπηρεσίας Ειδικών Ελέγχων των οποίων ο/η σύζυγος ή τέκνο θα προσλαμβάνονται, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις αυτών των διατάξεων, στο Υπουργείο Οικονομίας και Οικονομικών.

23. Οι διατάξεις του άρθρου 174 του Ν. 2960/2001 (ΦΕΚ 265 Α΄) και του άρθρου 57 παράγραφος 1 του Ν. 2065/ 1992 (ΦΕΚ 113 Α΄), όπως ισχύουν, εφαρμόζονται ανάλογα κατά περίπτωση και για το σύνολο των υποθέσεων και του προσωπικού της Υπηρεσίας Ειδικών Ελέγχων, ανεξάρτητα από τον κλάδο στον οποίο ανήκουν.

24. Όπου σε διατάξεις νόμων, προεδρικών διαταγμάτων, αποφάσεων, συμβάσεων ή άλλων κειμένων αναφέρεται το Σ.Δ.Ο.Ε., στο εξής νοείται η Υπηρεσία Ειδικών Ελέγχων.

Η Υπηρεσία Ειδικών Ελέγχων, με την έναρξη λειτουργίας της, έχει όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που έχουν δημιουργηθεί μέχρι το χρόνο παύσης λειτουργίας του Σ.Δ.Ο.Ε.

Άρθρο 31

Ειδικός τρόπος φορολογίας επιβατικών αυτοκινήτων δημόσιας χρήσης

1. Η περίπτωση α΄ της παραγράφου 5 του άρθρου 33 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος αντικαθίσταται ως εξής:

«α) Για τις επιχειρήσεις που εκμεταλλεύονται επιβατικά αυτοκίνητα δημόσιας χρήσης το καθαρό τους εισόδημα δεν μπορεί να είναι μικρότερο από τα παρακάτω ποσά:

αα) Για επιβατικό αυτοκίνητο δημόσιας χρήσης με άδεια κυκλοφορίας εκατό τοις εκατό (100%) και οδηγό τον ιδιοκτήτη, από δεκαέξι χιλιάδες (16.000) ευρώ.

ββ) Για επιβατικό αυτοκίνητο δημόσιας χρήσης με άδεια κυκλοφορίας εκατό τοις εκατό (100%) και οδηγό τρίτο πρόσωπο, από δεκατέσσερις χιλιάδες (14.000) ευρώ.

γγ) Για επιβατικό αυτοκίνητο δημόσιας χρήσης με άδεια κυκλοφορίας πενήντα τοις εκατό (50%) και οδηγό τον ιδιοκτήτη, από δεκατρείς χιλιάδες (13.000) ευρώ.

δδ) Για επιβατικό αυτοκίνητο δημόσιας χρήσης με άδεια κυκλοφορίας πενήντα τοις εκατό (50%) και οδηγό τρίτο πρόσωπο, από δώδεκα χιλιάδες (12.000) ευρώ.

εε) Για δύο (2) επιβατικά αυτοκίνητα δημόσιας χρήσης με άδεια κυκλοφορίας πενήντα τοις εκατό (50%) στο καθένα, από είκοσι χιλιάδες (20.000) ευρώ.

Οι υποπεριπτώσεις ββ΄ και δδ΄ εφαρμόζονται ανάλογα και για τους μη ιδιοκτήτες εκμεταλλευτές επιβατικών αυτοκινήτων δημόσιας χρήσης. Τα παραπάνω ποσά μειώνονται προκειμένου για επιβατικά αυτοκίνητα δημόσιας χρήσης που έχουν την έδρα τους σε πόλεις με πληθυσμό κάτω από διακόσιες χιλιάδες (200.000) κατοίκους κατά ποσοστό τριάντα τοις εκατό (30%) και κάτω από πενήντα χιλιάδες (50.000) κατοίκους κατά ποσοστό πενήντα τοις εκατό (50%).

Τα προαναφερόμενα ανώτατα όρια καθαρού εισοδήματος περιορίζονται σε τόσα δωδέκατα όσοι οι μήνες λειτουργίας της επιχείρησης σε περίπτωση κατά την οποία η επιχείρηση έκανε έναρξη λειτουργίας ή διακοπή των εργασιών της μέσα στην κρινόμενη περίοδο.

Οι διατάξεις της περίπτωσης αυτής ισχύουν ανάλογα και για τις επιχειρήσεις εκμετάλλευσης επιβατικών λεωφορείων ενταγμένων σε Κ.Τ.Ε.Λ. και εφαρμόζονται για τις χρήσεις 2005 και 2006.»

2. Οι επιχειρήσεις της προηγούμενης παραγράφου μπορούν να επιλέξουν να φορολογηθούν είτε με τα τεκμαρτά ποσά καθαρού εισοδήματος της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 5 του άρθρου 33 του Ν. 2238/1994 είτε με τα καθαρά κέρδη που εξευρίσκονται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 31.

Άρθρο 32

Έκπτωση δωρεών από το εισόδημα

1. Τα εδάφια δέκατο τρίτο μέχρι και δέκατο έβδομο της περίπτωσης δ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 8 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος καταργούνται και μετά το ένατο εδάφιο προστίθενται τέσσερα εδάφια, ως εξής:

«Αν τα χρηματικά ποσά των δωρεών προς αθλητικά σωματεία που εκπίπτουν υπερβαίνουν αθροιστικά, για κάθε δωρεοδόχο, το ποσό των δύο χιλιάδων εννιακοσίων πενήντα (2.950) ευρώ ετησίως, για να αφαιρεθούν αυτά από το συνολικό εισόδημα του δωρητή οφείλεται φόρος με συντελεστή δέκα τοις εκατό (10%) στο πάνω από δύο χιλιάδες εννιακόσια πενήντα (2.950) ευρώ ποσό της δωρεάς. Το ποσό του φόρου παρακρατείται από τον δωρητή και αποδίδεται από αυτόν σε οποιαδήποτε δημόσια οικονομική υπηρεσία μέχρι τη λήξη της προθεσμίας για την επίδοση της ετήσιας δήλωσης φορολογίας του εισοδήματός του. Το πρωτότυπο του παραστατικού καταβολής του φόρου υποβάλλεται με την ετήσια δήλωση φορολογίας εισοδήματος του υπόχρεου. Ο φόρος αυτός δεν συμψηφίζεται με φόρο που προκύπτει από τυχόν φορολογική υποχρέωση του δωρεοδόχου ούτε επιστρέφεται.»

2. Το τελευταίο εδάφιο της υποπερίπτωσης γγ΄ της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 31 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος αντικαθίσταται ως εξής:

«Οι διατάξεις των εδαφίων δέκατου μέχρι και δέκατου τρίτου της περίπτωσης δ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 8 εφαρμόζονται ανάλογα.»

3. Στην περίπτωση ε΄ του άρθρου 17 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος προστίθεται εδάφιο ως εξής:

«Ομοίως, εξαιρούνται οι δωρεές ή χορηγίες προς τα κοινωφελή ιδρύματα, τα ημεδαπά νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου που νόμιμα έχουν συσταθεί ή συνιστώνται και τα οποία επιδιώκουν κοινωφελείς σκοπούς, καθώς και τα μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα ημεδαπά νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου που νόμιμα υπάρχουν ή συνιστώνται, εφόσον επιδιώκουν σκοπούς πολιτιστικούς.»

4. Οι διατάξεις των τριών προηγούμενων παραγράφων ισχύουν από 1ης Ιανουαρίου 2005, για τις δαπάνες που πραγματοποιούνται από την ημερομηνία αυτή και μετά.

Άρθρο 33

Έναρξη ισχύος

Η ισχύς των διατάξεων αυτού του Νόμου αρχίζει:

α) Των άρθρων 1 (παράγραφοι 1, 2, 3, 4, 5, 6, 8,10 και 11), 2 (παράγραφοι 1, 2, 4 και 5), 3 (παράγραφοι 5 και 6), 4, 5 (παράγραφοι 1, 2, 3, 5, 8 και 11) από 1ης Ιανουαρίου 2005, για εισοδήματα που αποκτώνται ή δαπάνες που πραγματοποιούνται, κατά περίπτωση, από την ημερομηνία αυτή και μετά.

β) Των άρθρων 1 (παράγραφος 9) και 3 (παράγραφος 7) από τις δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος οικονομικού έτους 2005 και μετά.

γ) Του άρθρου 5 (παράγραφοι 6 και 7) από το οικονομικό έτος 2005, για εισοδήματα αυτού του οικονομικού έτους και μετά.

δ) Του άρθρου 5 (παράγραφος 14) από 1ης Ιανουαρίου 2005 για το επίδομα που καταβάλλεται από την ημερομηνία αυτή και μετά.

ε) Του άρθρου 5 (παράγραφος 4) από 1ης Ιανουαρίου 2005, για ποσά επιδοτήσεων που καταβάλλονται από την ημερομηνία αυτή και μετά.

στ) Του άρθρου 6 (παράγραφος 6) για δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος οικονομικού έτους 2005 και επομένων.

ζ) Του άρθρου 9 (παράγραφοι 2, 3, 5, 6, 7 και 14) για δαπάνες που πραγματοποιούνται από διαχειριστικές περιόδους που αρχίζουν από την 1η Ιανουαρίου 2005 και μετά.

η) Του άρθρου 20 (παράγραφοι 1, 2, 5, 7, 8, 9, 12) από 1ης Ιανουαρίου 2005.

θ) Του άρθρου 20 (παράγραφοι 3 και 4) για διαχειριστικές περιόδους που αρχίζουν από 1ης Ιανουαρίου 2005 και μετά.

ι) Των λοιπών διατάξεων από τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά από αυτές.

Παραγγέλλομε τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και την εκτέλεσή του ως Νόμου του Κράτους.

Αθήνα, 10 Δεκεμβρίου 2004

Θεωρήθηκε και τέθηκε η Μεγάλη Σφραγίδα του Κράτους

Αθήνα, 13 Δεκεμβρίου 2004

       Εκτύπωση σελίδας
Πίσω Αρχή Aρχική σελίδα


ΓΡΑΦΕΙΑ: ΑΓ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ 1, ΜΑΡΟΥΣΙ, Τ.Κ. 151 22. ΤΗΛ. 210 3217721, 210 3310096, 210 3240557, FAX: 210 3216671