Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ
ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Έχοντας υπόψη:
1. Τις διατάξεις του άρθρου 4 του Ν. 1338/1983 «Εφαρμογή του Κοινοτικού Δικαίου» (34 Α΄), όπως αντικαταστάθηκε με την παραγρ. 4 του άρθρου 6 του Ν. 1440/1984 (70 Α΄) και τροποποιήθηκε με τα άρθρα 7 του Ν. 1775/1988 (101 Α΄), 31 του Ν. 2076/1992 (130 Α΄), 19 του Ν. 2367/1995 (261 Α΄) και 22 του Ν. 2789/2000 (21 Α΄) ως και τις διατάξεις του άρθρου 3 του Ν. 1338/1983 όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 65 του Ν. 1892/1990 (101 Α΄).
2. Τις διατάξεις του Ν.1558/1985 «Κυβέρνηση και Κυβερνητικά Όργανα» (137 Α΄), όπως ισχύει.
3. Τις διατάξεις του άρθρου 29Α του Ν. 1558/1985, όπως προσετέθη με το άρθρο 27 του Ν. 2081/1992 (154 Α΄) και τροποποιήθηκε με το άρθρο 1 (παράγ. 2 περίπ. α΄) του Ν. 2469/1997 (36 Α΄).
4. Την κοινή απόφαση του Πρωθυπουργού και του Υπουργού Ανάπτυξης Δ15/Α/Φ19/οικ.4889/24.3.2004 (ΦΕΚ 528 Β΄/26.3.2004) «Ανάθεση αρμοδιοτήτων στους Υφυπουργούς Ανάπτυξης Γεώργιο Σαγκαλούδη και Ιωάννη Παπαθανασίου».
5. Το γεγονός ότι δεν προκαλείται δαπάνη του Τακτικού προϋπολογισμού.
6. Την με αριθμό 306/2004 γνωμοδότηση του Συμβουλίου της Επικρατείας, μετά από πρόταση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών και του Υφυπουργού Ανάπτυξης, αποφασίζουμε:
AΡΘΡΟ 1
Σκοπός του παρόντος διατάγματος είναι η προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας περί ιδιωτικής επιχειρήσεως ασφαλίσεως, προς τις διατάξεις των Οδηγιών 1) 2000/64/ ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 7ης Νοεμβρίου 2000 «για τροποποίηση των οδηγιών του Συμβουλίου 85/611/ΕΟΚ, 92/49/ΕΟΚ, 92/96/ΕΟΚ και 93/22/ΕΟΚ όσον αφορά την ανταλλαγή πληροφοριών με τρίτες χώρες» (L 290/27/17.11.2000) 2) 2002/12/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 5ης Μαρτίου 2002 «για την τροποποίηση της οδηγίας 79/267/ ΕΟΚ του Συμβουλίου όσον αφορά τις απαιτήσεις περιθωρίου φερεγγυότητας για τις επιχειρήσεις ασφάλισης ζωής» (L 77/11/20.3.2002) 3) 2002/83/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 5ης Νοεμβρίου 2002 «σχετικά με την ασφάλιση ζωής» (L 345/1/19.12.2002) και 4) 2002/13/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 5ης Μαρτίου 2002 «για την τροποποίηση της οδηγίας 73/239/ΕΟΚ του Συμβουλίου όσον αφορά τις απαιτήσεις περιθωρίου φερεγγυότητας για τις επιχειρήσεις ασφάλισης ζημιών» (L 77/17/20.3.2002).
AΡΘΡΟ 2
(άρθρο 1 παρ. 1 στοιχείο (ιγ) οδηγίας 2002/83/ΕΚ)
Το εδάφιο (κη) του άρθρου 2α του Ν.Δ. 400/1970, όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει αντικαθίσταται ως εξής:
«Οργανωμένη αγορά» θεωρείται:
- σε κράτος μέλος, η αγορά όπως ορίζεται στην οδηγία 93/22/ΕΟΚ (L141/27/11.6.1993), όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 97/9/ΕΚ(L 84/22/26.3.1997), σχετικά με τις επενδυτικές υπηρεσίες στον τομέα των κινητών αξιών και
- σε Τρίτη χώρα η αγορά πρέπει να είναι αναγνωρισμένη από το κράτος μέλος καταγωγής της επιχείρησης και να πληροί ανάλογες προϋποθέσεις. Οι διαπραγματεύσιμοι χρηματοπιστωτικοί τίτλοι πρέπει να είναι ανάλογης ποιότητας προς τους διαπραγματεύσιμους τίτλους στην ή στις οργανωμένες αγορές του εν λόγω κράτους μέλους.»
AΡΘΡΟ 3
(άρθρο 1 παρ. 4 οδηγίας 2002/13, άρθρο 1 παρ. 2 (άρθρο 20) οδηγίας 2002/12 και άρθρο 29 παρ. 2 οδηγίας 2002/83)
Το άρθρο 17 του Ν.Δ. 400/70, όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 17
1. α) Το μετοχικό κεφάλαιο κάθε ελληνικής ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρίας ή οι αρχικές εισφορές των μελών ελληνικού αλληλασφαλιστικού συνεταιρισμού του άρθρου 35 (παράγρ. 1 και 4) του παρόντος, ολοσχερώς καταβεβλημένα κατά τη σύσταση της εταιρίας ή κατά την ίδρυση του συνεταιρισμού, δεν μπορούν να είναι κατώτερα, κατά κλάδο ασφάλισης, από τα ποσά που αναφέρονται στο άρθρο 17β (παράγ. 2 και 3).
β) Τα δύο τρίτα (2/3) του παραπάνω αρχικού μετοχικού κεφαλαίου ή των παραπάνω αρχικών εισφορών θα πρέπει να είναι καταβεβλημένα σε μετρητά.»
AΡΘΡΟ 4
(άρθρο 1 παρ. 2 και 7 (άρθρα 16, 16α και 20α) οδηγίας 2002/13, άρθρο 1 παρ. 2 και 4 (άρθρα 18, 19 και 24α) οδηγίας 2002/12 και άρθρα 27, 28 και 38 παρ. 4 οδηγίας 2002/83)
Το άρθρο 17α του Ν.Δ. 400/1970 «περί ιδιωτικής επιχείρησης ασφάλισης» όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 17α
1. Κάθε ασφαλιστική επιχείρηση με έδρα στην Ελλάδα υποχρεούται να συγκροτεί και να διατηρεί συνεχώς επαρκές διαθέσιμο περιθώριο φερεγγυότητας ανάλογο προς το σύνολο των δραστηριοτήτων της, το οποίο αντιστοιχεί στην περιουσία της την ελεύθερη από κάθε υποχρέωση που δύναται να προβλεφθεί, χωρίς να συνυπολογίζονται σ’ αυτή τα άϋλα περιουσιακά στοιχεία της.
2. Όπου για τους υπολογισμούς του απαιτούμενου περιθωρίου φερεγγυότητας λαμβάνονται υπόψη τα ασφάλιστρα (εισφορές), χρησιμοποιείται όποιο από τα ποσά των ακαθάριστων εγγεγραμμένων ασφαλίστρων ή εισφορών (στοιχεία κβ και κζ του άρθρου 2α), όπως υπολογίζονται κατωτέρω, και των ακαθάριστων δεδουλευμένων ασφαλίστρων ή εισφορών (στοιχεία κδ και κζ του άρθρου 2α) είναι μεγαλύτερο.
Τα ασφάλιστρα ή οι εισφορές των κλάδων 11, 12 και 13 της παραγράφου 1Α του άρθρου 13 αυξάνονται κατά 50%.
3. Προκειμένου για δραστηριότητες ασφαλίσεων κατά ζημιών, το απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας υπολογίζεται σε συνάρτηση, είτε προς το ετήσιο ποσό ασφαλίστρων ή αλληλασφαλιστικών εισφορών, είτε προς τη μέση επιβάρυνση των ασφαλιστικών αποζημιώσεων των τριών τελευταίων χρήσεων ή, προκειμένου περί επιχειρήσεων, οι οποίες καλύπτουν βασικά μόνο ένα ή περισσότερους από τους κινδύνους πιστώσεων, θύελλας, χαλαζιού ή παγετού, των επτά τελευταίων χρήσεων και λαμβάνεται σαν απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας το μεγαλύτερο από τα πιο πάνω δυο αποτελέσματα, με την επιφύλαξη του άρθρου 17β.
i) Τα στοιχεία, τα οποία απαρτίζουν το διαθέσιμο περιθώριο φερεγγυότητας είναι:
α) Το μετοχικό κεφάλαιο που έχει καταβληθεί ή προκειμένου για τους αλληλασφαλιστικούς συνεταιρισμούς το αλληλασφαλιστικό ποσό που αρχικά έχει καταβληθεί.
β) Τα αποθεματικά (νόμιμα και ελεύθερα) που δεν αντιστοιχούν σε ασφαλιστικές υποχρεώσεις.
γ) Τα κέρδη ή ζημιές που μεταφέρονται στη νέα εταιρική χρήση, μετά την αφαίρεση των πληρωτέων μερισμάτων.
Το διαθέσιμο περιθώριο φερεγγυότητας μειώνεται κατά το ποσό των ιδίων μετοχών που κατέχει άμεσα η ασφαλιστική επιχείρηση.
ii) Το διαθέσιμο περιθώριο φερεγγυότητας μπορεί επίσης να απαρτίζουν και τα κατωτέρω:
α) Το σωρευτικό προνομιούχο μετοχικό κεφάλαιο, όταν στο καταστατικό προβλέπεται προνόμιο υπέρ των προνομιούχων μετόχων για προνομιακή απόδοση είτε της ονομαστική αξίας των μετοχών είτε της διαφοράς από την έκδοση μετοχών υπέρ το άρτιο, πριν την ικανοποίηση των εταιρικών πιστωτών, κατά το στάδιο της εκκαθάρισης, καθώς και τα δάνεια μειωμένης διασφάλισης, τα οποία μπορούν να περιληφθούν μόνον μέχρι ποσοστού 50% του μικρότερου ποσού μεταξύ του διαθεσίμου περιθωρίου φερεγγυότητας και του απαιτούμενου περιθωρίου φερεγγυότητας. Επίσης δεν επιτρέπεται να υπερβαίνουν το 25% του μικρότερου ποσού μεταξύ του διαθεσίμου περιθωρίου φερεγγυότητας και του απαιτούμενου περιθωρίου φερεγγυότητας, είτε τα δάνεια μειωμένης διασφάλισης με καθορισμένη διάρκεια είτε το προνομιούχο σωρευτικό μετοχικό κεφάλαιο με καθορισμένη διάρκεια. Τα ανωτέρω μπορούν να γίνουν δεκτά εφόσον πληρούνται τουλάχιστον τα ακόλουθα κριτήρια:
σε περίπτωση πτώχευσης ή εκκαθάρισης ασφαλιστικής επιχείρησης, να υπάρχουν δεσμευτικές συμφωνίες βάσει των οποίων τα δάνεια μειωμένης διασφάλισης ή το προνομιούχο μετοχικό κεφάλαιο κατατάσσονται μετά τις απαιτήσεις όλων των άλλων πιστωτών και δεν εξοφλούνται παρά μόνο μετά την εξόφληση όλων των άλλων εκκρεμούντων τη στιγμή εκείνη χρεών.
Τα δάνεια μειωμένης διασφάλισης πρέπει να πληρούν επίσης τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
- να έχουν εγκριθεί από το Υπουργείο Ανάπτυξης.
Για να δοθεί η έγκριση απαιτείται: 1) υποβολή του σχεδίου σύμβασης δανείου, 2) σχέδιο αποπληρωμής του κάθε δανείου, η τήρηση του οποίου ελέγχεται κάθε έτος από τους Ορκωτούς ελεγκτές, οι οποίοι είναι υποχρεωμένοι να καταθέτουν βεβαίωση, μέχρι τέλος Μαΐου κάθε έτους, στην αρμόδια εποπτική αρχή, η οποία πρέπει να περιέχει τα ονόματα των δανειστών με τα ποσά που έλαβαν για εξόφληση του δανείου, τα ποσά που έλαβαν για τόκους και το υπόλοιπο ποσό του δανείου. Στην περίπτωση που οι Ορκωτοί δεν καταθέτουν την βεβαίωση στην αρμόδια εποπτική αρχή, το δάνειο μειωμένης διασφάλισης δεν λαμβάνεται υπόψη ως στοιχείο του περιθωρίου φερεγγυότητας, και 3) κατάθεση των ποσών του δανείου σε συγκεκριμένο λογαριασμό μίας μόνο τράπεζας που έχει ανοιχτεί από την ασφαλιστική επιχείρηση μόνο για το σκοπό του δανείου. Οι καταθέσεις υπέρ του δανείου πρέπει να γίνονται εντός ορισμένης χρονικής περιόδου, η οποία καθορίζεται και αναφέρεται στην αίτηση της επιχείρησης και δεν μπορεί να υπερβαίνει τους δύο μήνες. Απαγορεύεται η ανάληψη οποιουδήποτε ποσού από το λογαριασμό αυτό πριν το τέλος της χρονικής περιόδου που έχει καθοριστεί. Στο τέλος της περιόδου η τράπεζα χορηγεί βεβαίωση με τα ονόματα των δανειστών και τα ποσά του δανείου εκάστου. Η βεβαίωση αυτή υποβάλλεται στην αρμόδια εποπτική αρχή του Υπουργείου Ανάπτυξης. Σε περίπτωση μη υποβολής της βεβαίωσης δεν χορηγείται η έγκριση,
- να μην προέρχονται από θυγατρικές επιχειρήσεις ή επιχειρήσεις που ελέγχονται από την ασφαλιστική επιχείρηση. Στην περίπτωση που τα δάνεια αυτά προέρχονται από ασφαλιστικές επιχειρήσεις που δεν συνδέονται με την εκδότρια ασφαλιστική επιχείρηση (άμεσα ή έμμεσα), δεν μπορούν να αποτελούν επένδυση τεχνικών αποθεματικών ή στοιχείο του περιθωρίου φερεγγυότητας για τις επιχειρήσεις αυτές. Τα ως άνω δάνεια αναλύονται στο προσάρτημα των οικονομικών καταστάσεων κατά δανειστή,
- να λαμβάνονται υπόψη μόνο τα ποσά που έχουν πράγματι καταβληθεί,
η αρχική διάρκεια των δανείων, με καθορισμένη λήξη, πρέπει να είναι τουλάχιστον πενταετής. Ένα έτος το αργότερο πριν από τη λήξη, η ασφαλιστική επιχείρηση υποβάλλει στο Υπουργείο Ανάπτυξης για έγκριση, σχέδιο που ορίζει πως το διαθέσιμο περιθώριο φερεγγυότητας θα διατηρηθεί ή θα αυξηθεί στο επιθυμητό επίπεδο κατά τη λήξη, εκτός εάν το ποσό μέχρι το οποίο το δάνειο μπορεί να συμπεριληφθεί στα συστατικά μέρη του διαθεσίμου περιθωρίου φερεγγυότητας μειώνεται σταδιακά κατά τα τελευταία πέντε τουλάχιστον έτη προ της λήξεως. Το Υπουργείο Ανάπτυξης μπορεί να επιτρέπει την προ της λήξης εξόφληση αυτών των ποσών εφόσον η σχετική αίτηση υποβάλλεται από την εκδότρια ασφαλιστική επιχείρηση και το διαθέσιμο περιθώριο φερεγγυότητάς της δεν είναι κατώτερο του απαιτούμενου επιπέδου,
τα δάνεια μη καθορισμένης λήξεως εξοφλούνται μόνο με πενταετή προειδοποίηση, εκτός εάν δεν θεωρούνται πλέον ως συστατικό μέρος του διαθεσίμου περιθωρίου φερεγγυότητας ή εάν, για την πρόωρη εξόφλησή τους απαιτείται προηγούμενη απόφαση του Υπουργείου Ανάπτυξης. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, η ασφαλιστική επιχείρηση ενημερώνει το Υπουργείο Ανάπτυξης, τουλάχιστον έξι μήνες πριν από την προτεινόμενη ημερομηνία εξόφλησης, υποδεικνύοντας το διαθέσιμο περιθώριο φερεγγυότητας και το απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας της ασφαλιστικής επιχείρησης πριν και μετά την εξόφληση αυτή. Το Υπουργείο Ανάπτυξης επιτρέπει την εξόφληση μόνον εάν το διαθέσιμο περιθώριο φερεγγυότητας της ασφαλιστικής επιχείρησης δεν κινδυνεύει να είναι μικρότερο από το απαιτούμενο επίπεδο,
η σύμβαση δανείου δεν πρέπει να περιλαμβάνει ρήτρες που προβλέπουν ότι, σε συγκεκριμένες περιστάσεις, εκτός από την εκκαθάριση της ασφαλιστικής επιχείρησης, η οφειλή καθίσταται απαιτητή πριν από τη συμφωνημένη ημερομηνία εξόφλησης,
η σύμβαση δανείου μπορεί να τροποποιηθεί μόνον αφού το Υπουργείο Ανάπτυξης δηλώσει ότι δεν αντιτίθεται στην τροποποίηση.
β) Τα ομολογιακά δάνεια μειωμένης διασφάλισης, όταν εκδίδονται δια δημόσιας εγγραφής σύμφωνα με το άρθρο 8α του Ν. 2190/1920 μέχρι 50% του μικρότερου ποσού μεταξύ του διαθεσίμου περιθωρίου φερεγγυότητας και του απαιτούμενου περιθωρίου φερεγγυότητας για τα δάνεια αυτά, τα δάνεια μειωμένης διασφάλισης και το σωρευτικό προνομιούχο μετοχικό κεφάλαιο της προηγουμένης περίπτωσης. Δεν μπορούν να αποκτήσουν ομολογίες κατά την έκδοση τους (δημόσια εγγραφή) θυγατρικές επιχειρήσεις ή επιχειρήσεις που ελέγχονται από την ασφαλιστική επιχείρηση. Στο προσάρτημα των οικονομικών καταστάσεων αναφέρεται το ποσό των ομολογιακών δανείων που αποτελεί συστατικό του περιθωρίου φερεγγυότητας.
Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς συνεργάζεται με το Υπουργείο Ανάπτυξης σε περίπτωση εκδόσεως ομολογιακών δανείων τα οποία πρόκειται να αποτελέσουν στοιχείο περιθωρίου φερεγγυότητας. Τα ομολογιακά δάνεια πρέπει επίσης να πληρούν και τις κάτωθι προϋποθέσεις:
- δεν μπορούν να ρευστοποιηθούν με πρωτοβουλία του κομιστή χωρίς προηγούμενη συμφωνία του Υπουργείου Ανάπτυξης,
- η σύμβαση έκδοσης των τίτλων πρέπει να παρέχει στην ασφαλιστική επιχείρηση τη δυνατότητα να αναβάλει την καταβολή των τόκων του δανείου,
- οι απαιτήσεις του δανειστή έναντι της ασφαλιστικής επιχειρήσεως πρέπει να κατατάσσονται εξ ολοκλήρου μετά τις απαιτήσεις όλων των άλλων πιστωτών που δεν έχουν μειωμένη διασφάλιση,
- τα έγγραφα τα σχετικά με την έκδοση των τίτλων πρέπει να προβλέπουν τη δυνατότητα κάλυψης των ζημιών από το χρέος και τους μη καταβληθέντες τόκους, επιτρέποντας συγχρόνως τη συνέχιση των δραστηριοτήτων της ασφαλιστικής επιχείρησης,
- λαμβάνονται υπόψη μόνο τα ποσά που έχουν πράγματι καταβληθεί.
Το αποθεματικό εξισορρόπησης του άρθρου 7 παραγ. 2Αδ του παρόντος, μέχρι το ποσό που έχει υπολογιστεί δεν λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό του διαθεσίμου περιθωρίου φερεγγυότητας.
iii) Κατόπιν αιτιολογημένης αίτησης της ασφαλιστικής επιχείρησης και αφού δοθεί η σχετική έγκριση του Υπουργείου Ανάπτυξης, το διαθέσιμο περιθώριο φερεγγυότητας μπορεί να αποτελείται από:
α) το ήμισυ του μη καταβληθέντος μετοχικού ή αρχικού κεφαλαίου, εφ' όσον το καταβληθέν τμήμα ισούται με το 25% του μετοχικού ή αρχικού κεφαλαίου, μέχρι ποσοστού 50% του μικρότερου ποσού μεταξύ του διαθεσίμου περιθωρίου φερεγγυότητας και του απαιτουμένου περιθωρίου φερεγγυότητας,
β) τις συμπληρωματικές εισφορές που είναι δυνατό να απαιτηθούν από τους αλληλοασφαλιστικούς συνεταιρισμούς που έχουν μεταβλητές εισφορές για τη συγκεκριμένη οικονομική χρήση μέχρι το μισό της διαφοράς μεταξύ των μεγίστων εισφορών που δύνανται να απαιτηθούν και αυτών που πράγματι απαιτούνται.
Αυτές οι απαιτήσεις δεν μπορούν να αντιπροσωπεύουν ποσό μεγαλύτερο του 50% του μικρότερου ποσού μεταξύ του διαθεσίμου περιθωρίου φερεγγυότητας και του απαιτουμένου περιθωρίου φερεγγυότητας.
Με απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης καθορίζονται οι προϋποθέσεις βάσει των οποίων γίνονται αποδεκτές συμπληρωματικές εισφορές.
γ) Τις υπεραξίες που προκύπτουν λόγω υποεκτίμησης στοιχείων του ενεργητικού εφόσον δεν οφείλονται σε εξαιρετικές περιστάσεις.
4. Προκειμένου για δραστηριότητες ασφαλίσεων ζωής το απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας καθορίζεται ανάλογα με τους ασκούμενους κλάδους σύμφωνα με τα πιο κάτω στην παράγραφο 9 οριζόμενα. Στους υπολογισμούς του απαιτούμενου περιθωρίου φερεγγυότητας, για δραστηριότητες ασφαλίσεων ζωής, ο όρος «κεφάλαιο κινδύνου» θα σημαίνει το ποσό που είναι πληρωτέο σε περίπτωση θανάτου μείον το μαθηματικό απόθεμα του συνολικού κινδύνου που έχει ασφαλισθεί.
Επίσης όταν για τους υπολογισμούς του απαιτούμενου περιθωρίου φερεγγυότητας χρησιμοποιούνται μαθηματικά αποθέματα λαμβάνονται υπόψη και τα μεταφερόμενα (αναπόσβεστα) έξοδα προσκτήσεως που έχουν υπολογιστεί αναλογιστικώς σύμφωνα με τις διατάξεις του στοιχ. ιγ της παραγράφου 5 του άρθρου 8 του παρόντος Ν.Δ/τος.
Τα στοιχεία που απαρτίζουν το διαθέσιμο περιθώριο φερεγγυότητας είναι:
α) Η ελεύθερη περιουσία της επιχείρησης από κάθε υποχρέωση που δύναται να προβλεφθεί, χωρίς να συνυπολογίζονται τα άϋλα περιουσιακά στοιχεία αυτής, και περιλαμβάνει τα στοιχεία που προβλέπονται στην παράγραφο 3 στοιχείο i) του παρόντος άρθρου.
β) Ποσοστό μέχρι 25% των αποθεματικών κερδών τα οποία εμφανίζονται στον ισολογισμό και εφόσον δύνανται να χρησιμοποιηθούν για κάλυψη ενδεχομένων ζημιών και δεν έχει αποφασισθεί να διατεθούν για διανομή στους ασφαλισμένους.
γ) Τα στοιχεία που προβλέπονται στην παράγραφο 3 στοιχείο ii) του παρόντος άρθρου.
δ) Έπειτα από αιτιολογημένη αίτηση της ενδιαφερόμενης επιχείρησης και αφού δοθεί η σχετική έγκριση από την αρμόδια Υπηρεσία του Υπουργείου Ανάπτυξης:
i) από τα περιουσιακά στοιχεία της παραγράφου 3 στοιχείο iii) σημείο α) του παρόντος άρθρου.
ii) Το ένα δεύτερο από τα μελλοντικά κέρδη της επιχείρησης, χωρίς ωστόσο να υπερβαίνει το 25% του μικρότερου ποσού μεταξύ του διαθεσίμου περιθωρίου φερεγγυότητας και του απαιτουμένου. Το ποσό των μελλοντικών κερδών προκύπτει από τον πολλαπλασιασμό του κατ' εκτίμηση ετήσιου κέρδους επί ένα συντελεστή που αντιπροσωπεύει τη μέση υπολειπόμενη διάρκεια των συμβάσεων. Ο συντελεστής αυτός δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερος του 6.
Το κατ' εκτίμηση ετήσιο κέρδος δεν υπερβαίνει τον αριθμητικό μέσο όρο των κερδών που έχει πραγματοποιήσει η επιχείρηση κατά τα τελευταία πέντε χρόνια από τις δραστηριότητες ασφάλισης ζωής. Το Υπουργείο Ανάπτυξης μπορεί να επιτρέπει τον συνυπολογισμό του ποσού αυτού στο διαθέσιμο περιθώριο φερεγγυότητας, μέχρι και τις 31.12.2009, μόνο εάν:
- υποβληθεί αναλογιστική μελέτη στην οποία να αναλύεται η πιθανότητα εμφάνισης αυτών των κερδών στο μέλλον και
- το μέρος των μελλοντικών κερδών που απορρέει από τις υπεραξίες που αναφέρονται στο σημείο iii) κατωτέρω, δεν έχουν ληφθεί υπόψη.
Οι βάσεις εξεύρεσης του συντελεστή και τα στοιχεία που περιέχουν τα κέρδη που έχουν πραγματοποιηθεί θα καθορισθούν με απόφαση του Υπουργείου Ανάπτυξης.
iii) Οι υπεραξίες που προκύπτουν λόγω υποεκτίμησης στοιχείων ενεργητικού εφόσον δεν οφείλονται σε εξαιρετικές περιστάσεις, και με την προϋπόθεση ότι, για τα μη εισηγμένα χρεόγραφα, απαιτείται η εκδότρια επιχείρηση να έχει δημοσιεύσει επισήμως οικονομικές καταστάσεις ελεγμένες από ορκωτό ελεγκτή.
5. Για τον υπολογισμό της υπεραξίας ακινήτων και χρεογράφων, η οποία μπορεί να αποτελέσει στοιχείο περιθωρίου φερεγγυότητας, ως τρέχουσα αξία λαμβάνεται υπόψη, για μεν τα ακίνητα η αξία, όπως προσδιορίζεται στο άρθρο 8 παρ. 5 στοιχείο α) και γ) του παρόντος Νομοθετικού Διατάγματος, για δε τα χρεόγραφα αυτή που προκύπτει σύμφωνα με τις αξίες που αναφέρονται στο προσάρτημα των οικονομικών καταστάσεων ή σε άλλες καταστάσεις που επίσημα υποβάλλονται στο Υπουργείο Ανάπτυξης.
6. Υπό την επιφύλαξη των οριζόμενων στο άρθρο 17β, το απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας για τις εργασίες ασφαλίσεων κατά ζημιών, καθορίζεται ίσο με το μεγαλύτερο από τα πιο κάτω αποτελέσματα:
Πρώτο αποτέλεσμα (σε σχέση με τα ασφάλιστρα):
Λαμβάνεται το άθροισμα: (α) των ασφαλίστρων ή των αλληλασφαλιστικών εισφορών, όπου συμπεριλαμβάνονται και τα παρεπόμενα δικαιώματα, που πραγματοποιήθηκαν κατά την τελευταία κλεισμένη οικονομική χρήση από δραστηριότητες πρωτασφάλισης και (β) το ποσό των αντασφαλίστρων που έγιναν αποδεκτά κατά την τελευταία οικονομική χρήση. Από το άθροισμα αυτό αφαιρείται το ποσό των ασφαλίστρων ή αλληλασφαλιστικών εισφορών που ακυρώθηκε κατά την τελευταία οικονομική χρήση και το ποσό φόρων, τελών και εισφορών που αντιστοιχούν στα πιο πάνω ασφάλιστρα, αντασφάλιστρα ή εισφορές.
Το ποσό που εξευρίσκεται με αυτό τον τρόπο, κατανέμεται σε δύο τμήματα εκ των οποίων το πρώτο αντιστοιχεί σε ποσό που δεν υπερβαίνει τα 50 εκατομμύρια ευρώ και το άλλο στο υπερβαίνον το ποσό αυτό. Μετά την πιο πάνω κατανομή λαμβάνεται ποσοστό 18% από το πρώτο τμήμα και 16% από το υπόλοιπο, τα οποία αθροίζονται.
Το πρώτο αποτέλεσμα εξευρίσκεται με πολλαπλασιασμό του πιο πάνω αθροίσματος επί τον κατά τις τρεις τελευταίες οικονομικές χρήσεις λόγο μεταξύ του ποσού των ζημιών (αποζημιώσεων) που παραμένουν σε βάρος της ασφαλιστικής επιχείρησης, μετά την αφαίρεση των αντασφαλιστικών εκχωρήσεων, και του ποσού των ακαθάριστων ζημιών (αποζημιώσεων). Ο λόγος αυτός, σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να είναι μικρότερος του 50%.
Δεύτερο αποτέλεσμα (σε σχέση με τις αποζημιώσεις):
Λαμβάνεται το άθροισμα: (α) των ποσών των ασφαλιστικών αποζημιώσεων που καταβλήθηκαν για τις πρωτασφαλίσεις κατά τη διάρκεια των τριών τελευταίων οικονομικών χρήσεων ή επτά τελευταίων οικονομικών χρήσεων προκειμένου περί επιχειρήσεων που ασκούν βασικά μόνο ένα ή περισσότερους από τους κλάδους πιστώσεων, θύελλας, χαλαζιού ή παγετού (χωρίς αφαίρεση των ζημιών σε βάρος των εκδοχέων ή αντεκδοχέων), (β) του ποσού των αποζημιώσεων που καταβλήθηκαν κατά τη διάρκεια των αυτών περιόδων λόγω αποδοχής αντασφαλίσεων ή αντεκχωρήσεων, και (γ) του ποσού των προβλέψεων που έγιναν στο τέλος της τελευταίας χρήσης για τις εκκρεμείς ασφαλιστικές αποζημιώσεις που πρέπει να πληρωθούν, τόσο για τις πρωτασφαλίσεις όσο και για τις αποδοχές αντασφαλίσεων. Από το άθροισμα αυτό αφαιρείται: α) το ποσό των απαιτήσεων κατά τρίτων που εισπράχθηκαν καθ' υποκατάσταση της επιχείρησης στα δικαιώματα των ασφαλισμένων, κατά τη διάρκεια των τριών τελευταίων οικονομικών χρήσεων, προκειμένου δε περί επιχειρήσεων που ασκούν βασικά μόνο ένα ή περισσότερους από τους κλάδους πιστώσεων, χαλαζιού, θύελλας ή παγετού, των τελευταίων επτά οικονομικών χρήσεων, και β) το ποσό των προβλέψεων για εκκρεμείς αποζημιώσεις, που πραγματοποιήθηκαν κατά την έναρξη της δεύτερης οικονομικής χρήσης της προηγούμενης της τελευταίας κλεισμένης οικονομικής χρήσης, τόσο για τις πρωτασφαλίσεις όσο και για τις αποδοχές αντασφαλίσεων. Στην περίπτωση που η περίοδος αναφοράς ισούται με επτά έτη, αφαιρείται το ποσό των προβλέψεων για εκκρεμείς αποζημιώσεις που έγιναν στην αρχή της έκτης οικονομικής χρήσης της προηγούμενης της τελευταίας κλεισμένης οικονομικής χρήσης.
Τα ανωτέρω ποσά για τους κλάδους 11, 12 και 13 του άρθρου 13 παράγραφος 1Α, προσαυξάνονται κατά 50%.
Για τον κλάδο Βοήθειας, ασφαλιστική αποζημίωση, είναι η δαπάνη της επιχείρησης για την συγκεκριμένη βοήθεια που παρέσχε.
Μετά από αυτά, εξευρίσκεται η ετήσια μέση επιβάρυνση αποζημιώσεων των τριών τελευταίων οικονομικών χρήσεων ή των επτά τελευταίων οικονομικών χρήσεων, προκειμένου για επιχειρήσεις που ασκούν βασικά μόνο ένα ή περισσότερους από τους κλάδους πιστώσεων, θύελλας, χαλαζιού ή παγετού.
Το ποσό που προκύπτει κατανέμεται σε δύο τμήματα:
Το πρώτο τμήμα φτάνει μέχρι του ποσού που αντιστοιχεί σε 35 εκατομμύρια ευρώ και το δεύτερο περιλαμβάνει το υπερβάλλον και λαμβάνονται από μεν το πρώτο μέρος ποσοστό 26%, από δε το δεύτερο ποσοστό 23%, τα οποία αθροίζονται.
Το δεύτερο αποτέλεσμα προκύπτει δια πολλαπλασιασμού του πιο πάνω αθροίσματος επί τον κατά τις τρεις τελευταίες οικονομικές χρήσεις λόγο μεταξύ του ποσού των ασφαλιστικών αποζημιώσεων που παραμένουν σε βάρος της ασφαλιστικής επιχείρησης, μετά την αφαίρεση των αντασφαλιστικών εκχωρήσεων, και του ποσού των ακαθάριστων ζημιών (αποζημιώσεων). Ο λόγος αυτός σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να είναι μικρότερος του 50%.
7. Στην περίπτωση την οποία το απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας της ελεγχομένης οικονομικής χρήσης, όπως υπολογίζεται στην παράγραφο 6, είναι κατώτερο από το απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας της προηγούμενης οικονομικής χρήσης, τότε το απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας της ελεγχόμενης οικονομικής χρήσης πρέπει να είναι τουλάχιστον ίσο προς το απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας της προηγούμενης χρήσης πολλαπλασιαζόμενο επί τον λόγο, του ποσού του αποθέματος εκκρεμών ζημιών κατά την λήξη της τελευταίας οικονομικής χρήσης και τού ποσού του αποθέματος εκκρεμών ζημιών κατά την έναρξη της τελευταίας οικονομικής χρήσης. Κατά τους υπολογισμούς αυτούς τα τεχνικά αποθεματικά υπολογίζονται χωρίς την αντασφάλιση, ωστόσο ο λόγος δεν πρέπει ποτέ να υπερβαίνει τον αριθμό 1.
8. Τα λαμβανόμενα ποσοστά από τα τμήματα της πιο πάνω παράγ. 6 μειώνονται στο 1/3 για την ασφάλιση υγείας (κλάδοι 1 και 2 της παραγ. 1 του άρθρου 13 του παρόντος) που υπόκεινται σε διαχείριση παρόμοια με τις ασφαλίσεις ζωής, αν:
α) Τα ασφάλιστρα που εισπράχθηκαν υπολογίζονται με βάση πίνακες νοσηρότητας σύμφωνα με τις μαθηματικές μεθόδους που εφαρμόζονται στην ασφάλιση.
β) Συγκροτείται μαθηματικό απόθεμα γήρατος (προόδου ηλικίας).
γ) Εισπράττεται το απαιτούμενο ποσό συμπληρωματικού ασφαλίστρου για την συγκρότηση ποσού (περιθωρίου) ασφαλείας καταλλήλου ύψους.
δ) Η ασφαλιστική επιχείρηση δεν μπορεί να καταγγείλει τη σύμβαση, παρά μόνο μέχρι την ημερομηνία λήξης του τρίτου χρόνου της ασφάλισης το αργότερο.
ε) Η σύμβαση ασφάλισης προβλέπει την δυνατότητα αύξησης των ασφαλίστρων ή μείωσης των παροχών, ακόμη και για τα ισχύοντα συμβόλαια.
9. Υπό την επιφύλαξη των οριζομένων στο άρθρο 17β, το απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας για τις εργασίες ασφαλίσεων ζωής, καθορίζεται ως εξής:
α) Για τους κλάδους και κινδύνους Ι.1, Ι.2, ΙΙ και IΧ το απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας πρέπει να είναι ίσο προς το άθροισμα των ακόλουθων δύο αποτελεσμάτων:
Πρώτο αποτέλεσμα. Αυτό υπολογίζεται ως εξής:
Ποσοστό 4% των μαθηματικών αποθεμάτων που αφορούν πρωτασφαλιστικές εργασίες (χωρίς να αφαιρεθούν οι αντασφαλιστικές εκχωρήσεις) και αντασφαλιστικές αποδοχές πολλαπλασιάζεται με τον κατά την τελευταία οικονομική χρήση λόγο του συνόλου των μαθηματικών αποθεμάτων (μετά την αφαίρεση των αντασφαλιστικών εκχωρήσεων) προς τα ακαθάριστα συνολικά μαθηματικά αποθέματα πριν αφαιρεθούν οι αντασφαλιστικές εκχωρήσεις. Ο λόγος αυτός, δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να είναι μικρότερος του 85%.
Δεύτερο αποτέλεσμα. Αυτό υπολογίζεται ως εξής:
Για τα ασφαλιστήρια συμβόλαια των οποίων το κεφάλαιο κινδύνου δεν είναι αρνητικό, ποσοστό 0,3% απ' αυτό το κεφάλαιο, το οποίο έχει ασφαλισθεί από την επιχείρηση, πολλαπλασιάζεται με τον κατά την τελευταία χρήση λόγο του συνολικού κεφαλαίου κινδύνου με ίδια κράτηση της επιχείρησης μετά την αφαίρεση των αντασφαλιστικών εκχωρήσεων και αντεκχωρήσεων, προς το συνολικό κεφάλαιο κινδύνου στο οποίο περιλαμβάνονται και οι αντασφαλίσεις. Ο λόγος αυτός, σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να είναι μικρότερος του 50%.
Για τις ασφαλίσεις θανάτου μικρής διάρκειας και μέχρι τρία το πολύ χρόνια, το επί του κεφαλαίου κινδύνου ποσοστό σύμφωνα με τα ανωτέρω ορίζεται σε 0,1%. Στην περίπτωση που η διάρκεια των ασφαλίσεων αυτών είναι μεταξύ τριών και το πολύ πέντε χρόνων το ποσοστό ορίζεται σε 0,15%.
β) Για τις συμπληρωματικές ασφαλίσεις (Ι.3), το απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας υπολογίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 6 του παρόντος άρθρου.
γ) Για τους κλάδους ΙΙΙ, VII και VIII, το απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας είναι ίσο με το άθροισμα:
i) Του 4% των τεχνικών αποθεμάτων, τα οποία υπολογίζονται σύμφωνα με τους όρους του εδαφίου α της παρούσης παραγράφου πρώτο αποτέλεσμα, εφόσον η επιχείρηση φέρει κινδύνους επενδύσεων και του 1% των τεχνικών αποθεμάτων, τα οποία υπολογίζονται με τον ίδιο τρόπο, εφόσον η επιχείρηση δεν φέρει κινδύνους επενδύσεων και υπό την προϋπόθεση ότι η διάρκεια της συμβάσεως υπερβαίνει τα 5 χρόνια και η κατανομή για την κάλυψη των γενικών εξόδων τα οποία αναγράφονται στην σύμβαση έχει καθορισθεί για περίοδο μεγαλύτερη των 5 χρόνων, και
ii) Του 0,3% του κεφαλαίου κινδύνου, το οποίο υπολογίζεται σύμφωνα με τους όρους του εδαφίου α της παρούσης παραγράφου, δεύτερο αποτέλεσμα, εφόσον η επιχείρηση καλύπτει κινδύνους θανάτου.
iii) Του 25% των καθαρών διοικητικών εξόδων της τελευταίας οικονομικής χρήσης, που αφορά στις εργασίες αυτές, εφόσον η επιχείρηση δεν φέρει κινδύνους επενδύσεων και υπό την προϋπόθεση ότι το ποσό που προορίζεται να καλύψει τα έξοδα διαχείρισης δεν καθορίζεται για περίοδο μεγαλύτερη των πέντε ετών.
δ) Για τους κλάδους VI (Κεφαλαιοποίηση) και IV1 (Διαρκής ασφάλιση υγείας), το απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας είναι ίσο με το 4% των μαθηματικών αποθεμάτων τα οποία υπολογίζονται σύμφωνα με τους όρους που διαλαμβάνονται στο εδάφιο α, πρώτο αποτέλεσμα της παρούσας παραγράφου.
ε) Για τον κλάδο V (Τοντίνες), το απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας είναι ίσο με το 1% του ενεργητικού τους.
στ) Για τον κλάδο ΙV2 το απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας υπολογίζεται σύμφωνα με τις παραγ. 6 και 8 του παρόντος άρθρου.
10. Με απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης καθορίζεται το περιεχόμενο της ετήσιας έκθεσης περιθωρίου φερεγγυότητας που υποβάλλουν οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις.
11. Όπου στο άρθρο αυτό αναφέρεται η φράση «του μικρότερου ποσού μεταξύ του διαθεσίμου περιθωρίου φερεγγυότητας και του απαιτουμένου», ως «διαθέσιμο περιθώριο φερεγγυότητας» για τις παραπάνω συγκρίσεις θεωρείται το διαθέσιμο περιθώριο φερεγγυότητας που αποτελείται από τα στοιχεία α, β και γ της παραγράφου 3i καθώς και το στοιχείο γ της παραγράφου 3iii για τις ασφαλίσεις κατά ζημιών, από δε τα στοιχεία α, β της παραγράφου 4 και το στοιχείο δiii της παραγράφου 4 για τις ασφαλίσεις ζωής.»
AΡΘΡΟ 5
(άρθρο 1 παρ. 4 (άρθρα 17 και 17α) οδηγίας 2002/13, άρθρο 1 παρ. 2 (άρθρο 20 και 20α) οδηγίας 2002/12 και άρθρα 29 και 30 οδηγίας 2002/83
Το άρθρο 17β του Ν.Δ. 400/1970 όπως ισχύει αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 17β
1. Κάθε ασφαλιστική επιχείρηση με έδρα την Ελλάδα, υποχρεούται να διαθέτει εγγυητικό κεφάλαιο. Το εγγυητικό κεφάλαιο αποτελεί το 1/3 του απαιτούμενου περιθωρίου φερεγγυότητας.
2. α) Όταν πρόκειται για δραστηριότητες ασφαλίσεων κατά ζημιών, το εγγυητικό κεφάλαιο αποτελείται από τα στοιχεία που απαριθμούνται στο άρθρο 17α παράγραφο 3 σημεία i και ii και εδάφιο γ του σημείου iii, και σε καμία περίπτωση το κεφάλαιο αυτό, δεν μπορεί να είναι κατώτερο από το ποσό που αντιστοιχεί σε:
- 3.000.000 ευρώ προκειμένου για επιχειρήσεις που ασκούν ένα ή περισσότερους από τους κλάδους 10 μέχρι και 15, 4.500.000 ευρώ από 1.1.2006 και 6.000.000 ευρώ από 1.1.2008
- 2.000.000 ευρώ προκειμένου για επιχειρήσεις που ασκούν ένα ή περισσότερους από τους κλάδους 1 μέχρι και 9, 16, 17 και 18.
β) Αν η δραστηριότητα της ασφαλιστικής επιχείρησης επεκτείνεται σε περισσότερους κλάδους ή κινδύνους ασφαλίσεων κατά ζημιών λαμβάνεται υπόψη μόνο ο κλάδος ή ο κίνδυνος για τον οποίο απαιτείται το υψηλότερο ποσό ελαχίστου εγγυητικού κεφαλαίου.
γ) Προκειμένου για αλληλασφαλιστικούς συνεταιρισμούς του άρθρου 35 (παράγ. 1 και 4), τα ανωτέρω ελάχιστα ποσά εγγυητικού κεφαλαίου μειώνονται κατά το ένα τέταρτο.
3. Όταν πρόκειται για δραστηριότητες ασφαλίσεων ζωής, το εγγυητικό κεφάλαιο σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να είναι κατώτερο από το ποσό που αντιστοιχεί σε 3.000.000 ευρώ, 4.500.000 ευρώ από 1.1.2006 και 6.000.000 ευρώ από1.1.2008. Το εγγυητικό κεφάλαιο, που καθορίζεται ως ανωτέρω, πρέπει να απαρτίζεται από τα στοιχεία του άρθρου 17α παράγραφος 4 στοιχεία α, β, γ και δiii.
4. Με Απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης καθορίζονται τα αναθεωρημένα ποσά των ελάχιστων εγγυητικών κεφαλαίων, τα οποία διαμορφώνονται με βάση τις μεταβολές του Ευρωπαϊκού Δείκτη Τιμών Καταναλωτή.
AΡΘΡΟ 6
(άρθρο 1 παρ. 7 (άρθρο 20α) οδηγίας 2002/13, άρθρο 1 παρ. 4 (άρθρο 24α) οδηγίας 2002/12 και άρθρο 38 οδηγίας 2002/83)
Το άρθρο 17γ του Ν.Δ. 400/1970 όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 17γ
1. Το Υπουργείο Ανάπτυξης, για να διαπιστώσει την εκ μέρους των ασφαλιστικών επιχειρήσεων τήρηση των διατάξεων του παρόντος που αφορούν το περιθώριο φερεγγυότητας και το εγγυητικό κεφάλαιο, προβαίνει σε υποχρεωτικό έλεγχο, τουλάχιστο μια φορά το χρόνο, της οικονομικής τους κατάστασης.
Προκειμένου για τον κλάδο 18 (Βοήθειας) ο έλεγχος αφορά και τα προσόντα του προσωπικού, συμπεριλαμβανομένου και του ιατρικού, καθώς και την ποιότητα του εξοπλισμού που διαθέτουν οι επιχειρήσεις για να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις που επιβάλλει ο κλάδος αυτός.
Ο ανωτέρω έλεγχος διενεργείται σε στενή συνεργασία με τις αρμόδιες Υπηρεσίες των οικείων Υπουργείων.
Προς το σκοπό αυτό το Υπουργείο Ανάπτυξης δύναται να απαιτεί οποιοδήποτε στοιχείο ή να διεξάγει ελέγχους στα γραφεία της ασφαλιστικής επιχείρησης.
Κάθε ασφαλιστική επιχείρηση υποχρεούται να δημοσιεύει και να υποβάλει στο Υπουργείο Ανάπτυξης, ανά εξάμηνο, συνοπτικές οικονομικές καταστάσεις. Ειδικά κατά τη διάρκεια των 3 (τριών) πρώτων εταιρικών χρήσεων αυτής, η υποχρέωση αυτή είναι ανά τρίμηνο, προς έλεγχο της οικονομικής της κατάστασης, σε συνδυασμό με το υποβληθέν πρόγραμμα δραστηριότητάς της. Μέχρι την υποβολή των στοιχείων για τεχνικά αποθέματα και περιθώριο φερεγγυότητας, της πρώτης επίσημης κλεισμένης (ελεγμένης) χρήσης, η ασφαλιστική επιχείρηση υποχρεούται, ανά τρίμηνο, να διαθέτει τα αναγκαία περιουσιακά στοιχεία σε ασφαλιστική τοποθέτηση, σύμφωνα με το άρθρο 8 του παρόντος. Με απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης, καθορίζεται το περιεχόμενο των συνοπτικών οικονομικών καταστάσεων.
Οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις υποχρεούνται μέχρι την 31η Ιανουαρίου εκάστου έτους να υποβάλλουν την πραγματοποιηθείσα παραγωγή των ακαθαρίστων εγγεγραμμένων ασφαλίστρων (ασφάλιστρα από πρωτασφαλίσεις, αναλήψεις και δικαιώματα συμβολαίου) του προηγουμένου έτους κατά κλάδο ασφάλισης.
2. Για τις ήδη λειτουργούσες ελληνικές ασφαλιστικές επιχειρήσεις, η δέσμευση των περιουσιακών στοιχείων τα οποία διατίθενται ή έχουν διατεθεί σε ασφαλιστική τοποθέτηση, αίρεται και μετατρέπεται, σε διάθεση των στοιχείων αυτών σε ασφαλιστική τοποθέτηση με απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης, η οποία εκδίδεται μετά από αίτηση της ασφαλιστικής επιχείρησης συνοδευόμενη από δικαιολογητικά από τα οποία προκύπτει ότι η επιχείρηση έχει συμμορφωθεί με τις διατάξεις των άρθρων 7, 8, 17α και 17β του παρόντος.
3. Στην περίπτωση που το Υπουργείο Ανάπτυξης εκτιμά, ότι απειλούνται τα δικαιώματα των κατόχων ασφαλιστηρίων ή ότι η επιχείρηση δεν είναι σε θέση να καλύψει τις υποχρεώσεις της λόγω επιδείνωσης της οικονομικής της κατάστασης, προβαίνει στις εξής ενέργειες:
α) απαιτεί από την επιχείρηση να εφαρμόσει πρόγραμμα χρηματοοικονομικής ανάκαμψης, το οποίο υποβάλλεται εντός 2 μηνών και περιλαμβάνει τουλάχιστον για τις τρεις επόμενες χρήσεις, τα εξής:
- τις προβλέψεις σχετικά με τα έξοδα διαχείρισης, ιδίως τα τρέχοντα γενικά έξοδα και τις προμήθειες,
- τις προβλέψεις για τα τεχνικά αποθέματα βασιζόμενα στην προηγούμενη εμπειρία της ασφαλιστικής επιχείρησης,
- σχέδιο στο οποίο να εμφανίζονται λεπτομερώς οι προβλέψεις εσόδων και εξόδων τόσο για τις δραστηριότητες πρωτασφάλισης και τις αποδοχές αντασφάλισης όσο και για τις εκχωρήσεις αντασφάλισης,
- σύνταξη οικονομικών καταστάσεων για την προβλεπόμενη τριετία, λαμβάνοντας σαν έναρξη την τελευταία επίσημη κλεισμένη οικονομική χρήση,
- την πιθανή ταμειακή ρευστότητα,
- τις προβλέψεις σχετικά με τα χρηματοπιστωτικά μέσα που προορίζονται να καλύψουν τα τεχνικά αποθεματικά και το απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας,
- την πολιτική στον τομέα της αντασφάλισης ανά κλάδο ασφάλισης λαμβάνοντας υπόψη τους κινδύνους που περιέχονται.
β) απαιτεί αυξημένο απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας, το οποίο καθορίζεται με βάση τα σχετικά στοιχεία, που αναφέρονται στο πρόγραμμα χρηματοοικονομικής ανάκαμψης, ώστε να διασφαλίζεται ότι η ασφαλιστική επιχείρηση είναι σε θέση να ανταποκριθεί, σε σύντομο χρονικό διάστημα, στις απαιτήσεις του περιθωρίου φερεγγυότητας.
Στις επιχειρήσεις που έχει απαιτηθεί να υποβάλουν πρόγραμμα χρηματοοικονομικής ανάκαμψης, το Υπουργείο Ανάπτυξης δεν εκδίδει σχετικά πιστοποιητικά προκειμένου αυτές να δραστηριοποιηθούν σε άλλο κράτος μέλος, μέσω υποκαταστήματος ή ελεύθερης παροχής υπηρεσιών ή να αναλάβουν σχετικό χαρτοφυλάκιο. Στην περίπτωση που ήδη δραστηριοποιούνται σε άλλο κράτος μέλος με υποκατάστημα ή ελεύθερη παροχή Υπηρεσιών, παύει την δραστηριοποίηση αυτή, μέχρι την ολοκλήρωση του τριετούς προγράμματος. Επίσης μπορεί να περιορίσει ή απαγορεύσει την ελεύθερη διάθεση του συνόλου ή μέρους των περιουσιακών στοιχείων της ασφαλιστικής επιχείρησης σύμφωνα με το άρθρο 9 παρ 2 και 3 του παρόντος και να λαμβάνει κάθε πρόσφορο μέτρο για την διασφάλιση των συμφερόντων των ασφαλισμένων.
4. Αν το διαθέσιμο περιθώριο φερεγγυότητας ασφαλιστικής επιχείρησης υπολείπεται του εξευρισκομένου ποσού, σύμφωνα με το άρθρο 17α, υποχρεώνεται αυτή να υποβάλει για έγκριση στο Υπουργείο Ανάπτυξης σχέδιο οικονομικής ανασυγκρότησης.
Σε έκτακτες περιπτώσεις εάν το Υπουργείο Ανάπτυξης εκτιμά ότι θα επιδεινωθεί περισσότερο η οικονομική κατάσταση της επιχείρησης, μπορεί να περιορίσει ή απαγορεύσει την ελεύθερη διάθεση του συνόλου ή μέρους των περιουσιακών στοιχείων της ασφαλιστικής επιχείρησης σύμφωνα με το άρθρο 9 παρ. 2 και 3 του παρόντος και να λαμβάνει κάθε πρόσφορο μέτρο για την διασφάλιση των συμφερόντων των ασφαλισμένων.
5. Αν το διαθέσιμο περιθώριο φερεγγυότητας υπολείπεται και του εγγυητικού κεφαλαίου, το οποίο η ασφαλιστική επιχείρηση πρέπει να διαθέτει, ή το οικείο εγγυητικό κεφάλαιο δεν συγκροτείται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 17β του παρόντος, η ασφαλιστική επιχείρηση υποχρεώνεται να υποβάλει για έγκριση στο Υπουργείο Ανάπτυξης σχέδιο βραχυπρόθεσμης χρηματοδότησης για συμπλήρωση αυτού.
Μέχρι αυτή την συμπλήρωση, ο Υπουργός Ανάπτυξης μπορεί να απαγορεύει την ελεύθερη διάθεση του συνόλου ή μέρους των περιουσιακών στοιχείων της ασφαλιστικής επιχείρησης σύμφωνα με το άρθρο 9 παραγ. 2 και 3 του παρόντος και να λαμβάνει κάθε άλλο πρόσφορο μέτρο για την διασφάλιση των συμφερόντων των ασφαλισμένων.
6. Ο Υπουργός Ανάπτυξης, μπορεί ν' ανακαλεί την οικεία άδεια λειτουργίας για όλους τους κλάδους που ασκούνται απ' αυτήν, αν η ασφαλιστική επιχείρηση δεν συμμορφώνεται εντός της προθεσμίας η οποία έχει ταχθεί, με τα μέτρα ανασυγκρότησης, βραχυπρόθεσμης χρηματοδότησης και χρηματοοικονομικής ανάκαμψης, σύμφωνα με τις παραπάνω παραγράφους 3, 4 και 5 του παρόντος.
Το Υπουργείο Ανάπτυξης ειδοποιεί επειγόντως τις εποπτικές αρχές όλων των άλλων κρατών μελών για την υποβολή σχεδίου οικονομικής ανασυγκρότησης, βραχυπρόθεσμης χρηματοδότησης ή χρηματοοικονομικής ανάκαμψης κατ' εφαρμογή των ανωτέρω παραγράφων 3, 4 και 5 καθώς και για τα ενδεχόμενα πρακτικά αποτελέσματα των μέτρων αυτών.
7. Το Υπουργείο Ανάπτυξης προβαίνει σε επανεκτίμηση και μείωση της αξίας των στοιχείων που λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό του διαθεσίμου περιθωρίου φερεγγυότητας, όταν έχει επέλθει μεταβολή της αξίας των στοιχείων αυτών από την λήξη της τελευταίας οικονομικής χρήσης.
Επίσης περιορίζει την μείωση που βασίζεται στην αντασφάλιση κατά τον υπολογισμό του απαιτούμενου περιθωρίου φερεγγυότητας όπως καθορίζεται στις παραγράφους 6, 8 και 9 του άρθρου 17α εφόσον,
μεταβλήθηκε σημαντικά, από την τελευταία οικονομική χρήση η φύση και η ποιότητα των συμβολαίων αντασφάλισης και
στο πλαίσιο των συμβολαίων αντασφάλισης, η μεταβίβαση κινδύνου είναι ανύπαρκτη ή ελάχιστη.
8. Η ετήσια έκθεση περιθωρίου φερεγγυότητας υποβάλλεται στο Υπουργείο Ανάπτυξης μέχρι την 30 Ιουνίου εκάστου έτους. Ο έλεγχος υπολογισμού και σύστασης του περιθωρίου φερεγγυότητας, η υποβολή και η έγκριση προγραμμάτων ανασυγκρότησης ή βραχυχρονίου χρηματοδότησης και η λήψη άλλων μέτρων πρέπει να έχουν περατωθεί μέχρι την 31η Οκτωβρίου εκάστου έτους. Στην περίπτωση που κατά το κλείσιμο των οικονομικών καταστάσεων προκύπτει ότι η ασφαλιστική επιχείρηση δεν καλύπτει το περιθώριο φερεγγυότητας ή το ελάχιστο εγγυητικό κεφάλαιο τότε είναι υποχρεωμένη το αργότερο μέχρι την 30η Ιουνίου να υποβάλλει σχέδιο οικονομικής ανασυγκρότησης ή σχέδιο βραχυχρονίου χρηματοδότησης αντίστοιχα.
Στα προγράμματα ανασυγκρότησης και βραχυχρονίου χρηματοδότησης τίθενται υποχρεωτικά προθεσμίες πραγματοποίησής τους που δεν μπορούν να ξεπερνούν τους 2 μήνες.
ΑΡΘΡΟ 7
(άρθρο 1 παρ. 1 εδαφ. γ οδηγίας 2002/13)
Η παράγραφος 3 εδάφιο γ του άρθρου 35 του Ν.Δ. 400/1970 όπως ισχύει τροποποιείται ως εξής: «γ) το ύψος των εισφορών που εισπράττονται κάθε χρόνο δεν υπερβαίνει το ποσό των 5.000.000 ευρώ».
AΡΘΡΟ 8
(άρθρο 2 οδηγίας 2000/64/ΕΚ)
Η παράγραφος 3 του άρθρου 50 του Ν.Δ. 400/1970 όπως ισχύει, τροποποιείται ως εξής:
«3. Συμφωνίες συνεργασίας με τις εποπτικές αρχές τρίτων χωρών, καθώς και με αρχές και όργανα όπως ορίζονται στις παραγράφους 6α και 6β του παρόντος άρθρου, προς τον σκοπό της ανταλλαγής πληροφοριών, συνάπτονται μόνο, εφ' όσον οι διαβιβαζόμενες πληροφορίες καλύπτονται όσον αφορά το επαγγελματικό απόρρητο, από εγγυήσεις τουλάχιστον ισοδύναμες με αυτές που προβλέπονται στο παρόν άρθρο. Αυτή η ανταλλαγή πληροφοριών πρέπει να εξυπηρετεί την εκτέλεση των εποπτικών καθηκόντων των εν λόγω αρχών ή οργάνων. Εάν οι πληροφορίες προέρχονται από άλλο κράτος μέλος, μπορούν να κοινολογηθούν μόνο μετά από ρητή συμφωνία των αρμοδίων αρχών που τις διαβίβασαν και, ενδεχομένως, μόνο για τους σκοπούς για τους οποίους συμφώνησαν αυτές οι αρχές.»
AΡΘΡΟ 9
(άρθρο 66 οδηγίας 2002/83)
Στο άρθρο 42α του Ν.Δ. 400/1970 όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει προστίθεται παράγραφος 5 ως εξής:
«5. Τα εγκατεστημένα στην Ελλάδα υποκαταστήματα ασφαλιστικών επιχειρήσεων με έδρα σε άλλο κράτος μέλος της Ε.Ε., που έχουν αρχίσει τις δραστηριότητές τους, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νομοθετικού Διατάγματος, πριν την 1 Ιουλίου 1994 θεωρούνται ότι έχουν αποτελέσει αντικείμενο της διαδικασίας που προβλέπεται στην παράγραφο Α του παρόντος άρθρου.
Τα υποκαταστήματα αυτά διέπονται από τις διατάξεις των άρθρων 42γ, 42δ, 42ε, 42στ και 42ζ.»
AΡΘΡΟ 10
Το άρθρο 55 του Ν.Δ. 400/1970 όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 55
«Α 1) Το διοικητικό συμβούλιο κάθε ασφαλιστικής επιχείρησης καθώς και ο νόμιμος αντιπρόσωπος υποκαταστήματος ή πρακτορείου αλλοδαπής ασφαλιστικής επιχείρησης με έδρα εκτός της Ε.Ε. και του Ε.Ο.Χ., είτε ασφαλίσεων ζωής είτε ασφαλίσεων ζημιών είναι υποχρεωμένοι να δηλώνουν στη Δ/νση ασφαλιστικών επιχειρήσεων και αναλογιστικής του Υπουργείου Ανάπτυξης, τα στοιχεία του υπεύθυνου αναλογιστή της (ονοματεπώνυμο, διεύθυνση κατοικίας, αριθμό αδείας, αριθμό αστυνομικής ταυτότητας), τα οποία καταχωρούνται σε ειδικό μητρώο τηρούμενο από την αρμόδια διεύθυνση του Υπουργείου Ανάπτυξης. Για την αλλαγή του υπευθύνου αναλογιστή ασφαλιστικής επιχείρησης καθώς και για κάθε αλλαγή στα στοιχεία αυτού, πρέπει να ενημερώνεται η αρμόδια Δ/νση του Υπουργείου Ανάπτυξης, εντός 10 ημερών από την ημερομηνία της αλλαγής. Στην περίπτωση που διαπιστωθεί ότι δεν έγινε η ενημέρωση της αρμόδιας διεύθυνσης εντός του χρονικού διαστήματος των 10 ημερών επιβάλλεται στην Ασφαλιστική Επιχείρηση χρηματικό πρόστιμο 5.000 ΕΥΡΩ. Ο Υπεύθυνος Αναλογιστής πρέπει να κατέχει την άδεια επαγγέλματος Αναλογιστή
2) Ο Υπεύθυνος Αναλογιστής
α) Ασφαλιστικής Επιχείρησης Ζωής:
i) Έχει ευθύνη έναντι οποιασδήποτε ελεγκτικής αρχής για πράξεις αναλογιστικής φύσεως της ασφαλιστικής επιχείρησης και συγκεκριμένα για 1) τον υπολογισμό των μεταφερομένων (αναποσβέστων) εξόδων πρόσκτησης και 2) των τεχνικών αποθεμάτων ασφαλίσεως ζωής πλην των εκκρεμών ζημιών, όταν αυτές δεν υπολογίζονται με αναλογιστική μέθοδο.
ii) Είναι υπεύθυνος για τη ταξινόμηση των κινδύνων καθώς και των ταμείων ή λογαριασμών στους αντιστοίχους κλάδους ασφαλίσεων ζωής ανάλογα με τις προϋποθέσεις που έχουν τεθεί σε έκαστο.
iii) Είναι υπεύθυνος για α) τον υπολογισμό των τεχνικών αποθεμάτων των επαγγελματικών ταμείων συμπληρωματικής συνταξιοδότησης πλην των εκκρεμών ζημιών και β) τον υπολογισμό για την μεταβίβαση των δικαιωμάτων δικαιούχων συνταξιοδοτικής παροχής, σε επαγγελματικά ταμεία συμπληρωματικής συνταξιοδότησης, μεταξύ ταμείων ή λογαριασμών στην αυτή ή άλλη επιχείρηση που ασκεί την αυτή δραστηριότητα, στα επαγγελματικά συστήματα συμπληρωματικής συνταξιοδότησης, είτε στην Ελλάδα είτε σε άλλο κράτος μέλος, σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία ή πρακτική.
iv) Για το ύψος των τεχνικών αποθεμάτων και των μεταφερομένων εξόδων πρόσκτησης, ο υπεύθυνος αναλογιστής χορηγεί βεβαίωση, ο τύπος της οποίας καθορίζεται με απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης.
v) Υπολογίζει το απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας.
vi) Υπογράφει τα τεχνικά σημειώματα ασφαλίσεων ζωής και γήρατος καθώς και για τις ασφαλίσεις Ατυχημάτων και Ασθένειας μακράς διάρκειας.
vii) Τηρεί το «βιβλίο των τεχνικών σημειωμάτων και γενικών και ειδικών όρων».
viii) Υποβάλλει στην αρμόδια Δ/νση του Υπουργείου Ανάπτυξης τα στατιστικά τεχνικά στοιχεία των ετησίων εργασιών της ασφαλιστικής επιχείρησης, σύμφωνα με τις ισχύουσες υπουργικές αποφάσεις και
ix) υπογράφει τον ισολογισμό καθώς και τις συνοπτικές οικονομικές καταστάσεις αυτής και έχει ευθύνη μόνο για τα ποσά που έχει υπολογίσει για 1) τα μεταφερόμενα (αναπόσβεστα) έξοδα πρόσκτησης και 2) τα τεχνικά αποθέματα ασφαλίσεως ζωής πλην των εκκρεμών ζημιών, όταν αυτές δεν υπολογίζονται με αναλογιστική μέθοδο.
β) Ασφαλιστικής Επιχείρησης Ζημιών:
i) Έχει ευθύνη έναντι οποιασδήποτε ελεγκτικής αρχής για τον υπολογισμό των όλων των τεχνικών αποθεμάτων, σύμφωνα με την εκάστοτε ισχύουσα νομοθεσία περί τεχνικών αποθεμάτων, πλην του αποθέματος εκκρεμών ζημιών.
ii) Υπολογίζει το απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας.
iii) Είναι υπεύθυνος για τα οριζόμενα στο εδάφιο 4 της παραγράφου αυτής.
iv) Υποβάλλει στην αρμόδια Δ/νση του Υπουργείου Ανάπτυξης τα στατιστικά τεχνικά στοιχεία των ετησίων εργασιών της ασφαλιστικής επιχείρησης, σύμφωνα με την εκάστοτε ισχύουσα νομοθεσία.
v) Υπογράφει τον ισολογισμό καθώς και τις συνοπτικές οικονομικές καταστάσεις αυτής και έχει ευθύνη μόνο για τα ποσά που έχει υπολογίσει για όλα τα τεχνικά αποθέματα, σύμφωνα με τις υπουργικές αποφάσεις περί τεχνικών αποθεμάτων, πλην του αποθέματος εκκρεμών ζημιών, όταν αυτές δεν υπολογίζονται με αναλογιστική μέθοδο.
3) Ο υπεύθυνος αναλογιστής συνυπογράφει για α) το πρόγραμμα δραστηριότητας ασφαλιστικής επιχείρησης και κατά την ίδρυση της αλλά και κατά την επέκταση της αδείας λειτουργίας της β)για το ύψος των χορηγουμένων προμηθειών των ασφαλίσεων ζωής στους διαμεσολαβούντες γ)το πρόγραμμα χρηματοοικονομικής ανάκαμψης της περίπτωσης α, της παραγράφου 3 του άρθρου 17γ, στο πλαίσιο της προληπτικής εποπτείας δ) το πρόγραμμα βραχυπρόθεσμης χρηματοδότησης και οικονομικής ανασυγκρότησης ασφαλιστικών επιχειρήσεων ε) για τις συγχωνεύσεις, διασπάσεις και μεταφορές χαρτοφυλακίου των ασφαλιστικών επιχειρήσεων.
4) Στην περίπτωση που ασφαλιστική επιχείρηση ασφαλίσεων κατά ζημιών εκδίδει ασφαλιστήρια συμβόλαια, που καλύπτουν κινδύνους των κλάδων ατυχημάτων και ασθενειών, με διάρκεια μεγαλύτερη του έτους τότε α) ενημερώνει την αρμόδια διεύθυνση ότι παρέχει τις καλύψεις αυτές. β) είναι υποχρεωμένη να τηρεί το «βιβλίο των τεχνικών σημειωμάτων και γενικών και ειδικών όρων» γ) το μαθηματικό απόθεμα γήρατος υπολογίζεται από αναλογιστή το οποίο και πιστοποιεί με έγγραφη δήλωσή του.
Στην περίπτωση που ασφαλιστική επιχείρηση ασφαλίσεων κατά ζημιών πρέπει να καταβάλει αποζημίωση με τη μορφή προσόδου, στην υποχρέωση της επιχείρησης αυτής την υπολογίζει ο υπεύθυνος αναλογιστής και την πιστοποιεί με δήλωσή του στην οποία φαίνεται και ο τρόπος υπολογισμού. καθώς και οι τεχνικές παράμετροι που χρησιμοποιεί.
5) Όλα τα έγγραφα που υπογράφει ο υπεύθυνος αναλογιστής φέρουν την σφραγίδα αυτού, η οποία αναφέρει και τον αριθμό αδείας του καθώς και το έτος έκδοσης αυτής.
6) Με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται με πρόταση του Υπουργού Ανάπτυξης, καθορίζονται τα απαιτούμενα προσόντα για τη χορήγηση της άδειας επαγγέλματος αναλογιστή.
7) Σε περίπτωση παράβασης των υποχρεώσεων του «υπεύθυνου αναλογιστή» όπως προκύπτουν από τις διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται οι ποινές του άρθρου 45 του παρόντος Ν.Δ/τος και ο αναλογιστής αποκλείεται από κάθε υπεύθυνη θέση της ασφαλιστικής επιχείρησης. Ο Υπουργός Ανάπτυξης δύναται να επιβάλλει πρόστιμο μέχρι 7.000 ευρώ και να ανακαλέσει την άδεια ασκήσεως του επαγγέλματος μέχρι δύο έτη, αφού λάβει υπόψη τη γνώμη της Ένωσης Ελλήνων Αναλογιστών.
Β 1) Το διοικητικό συμβούλιο κάθε ασφαλιστικής επιχείρησης καθώς και ο νόμιμος αντιπρόσωπος αλλοδαπής ασφαλιστικής επιχείρησης με την επιφύλαξη της μεταβατικής περιόδου για τα υποκαταστήματα ή πρακτορεία επιχειρήσεων με έδρα σε κράτος μέλος της Ε.Ε. και του Ε.Ο.Χ., είναι υποχρεωμένοι να δηλώνουν στη Δ/νση ασφαλιστικών επιχειρήσεων και αναλογιστικής τα στοιχεία του προσώπου (ονοματεπώνυμο, διεύθυνση κατοικίας, αριθμό αστυνομικής ταυτότητας) τα οποία καταχωρούνται σε ειδικό μητρώο τηρούμενο από την αρμόδια Διεύθυνση του Υπουργείου Ανάπτυξης, που ασκεί διοίκηση και διαχείριση στην ασφαλιστική επιχείρηση και είναι αποκλειστικά υπεύθυνο για όλα τα θέματα που πηγάζουν από το παρόν νομοθετικό διάταγμα, πλην εκείνων που αναφέρονται στην περίπτωση Α του παρόντος άρθρου και αφορούν τον υπεύθυνο αναλογιστή και το στοιχείο ιγ της περιπτ. Α του άρθρου 13γ του παρόντος Ν.Δ/τος. Για την αλλαγή του ανωτέρω προσώπου καθώς και για κάθε αλλαγή στα στοιχεία αυτού, πρέπει να ενημερώνεται η αρμόδια Διεύθυνση του Υπουργείου Ανάπτυξης, εντός δέκα (10) ημερών από την ημερομηνία της αλλαγής. Στην περίπτωση που διαπιστωθεί ότι δεν έγινε η ενημέρωση της αρμόδιας Διεύθυνσης εντός του χρονικού διαστήματος των 10 ημερών, επιβάλλεται στην ασφαλιστική επιχείρηση χρηματικό πρόστιμο 5.000 ευρώ.
2) Σε περίπτωση παράβασης των υποχρεώσεων του προσώπου της παραπάνω παραγράφου, όπως προκύπτουν από την παράγραφο 1 της περ. β του παρόντος άρθρου, εφαρμόζονται οι ποινές του άρθρου 44 του παρόντος Ν.Δ/τος και αποκλείεται από κάθε υπεύθυνη θέση της ασφαλιστικής επιχείρησης. Ο Υπουργός Ανάπτυξης δύναται να επιβάλει πρόστιμο μέχρι 20.000 ευρώ».
AΡΘΡΟ 11 - Μεταβατικές διατάξεις
Οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις που ήδη λειτουργούν κατά την δημοσίευση του παρόντος υποχρεούνται να διαθέτουν ελάχιστο εγγυητικό κεφάλαιο α) 3.000.000 ευρώ για τους κλάδους ασφάλισης 10 μέχρι και 15, β) 2.000.000 ευρώ για τους κλάδους 1 μέχρι και 9 και 16 έως και 18, και γ) 3.000.000 ευρώ για τις ασφαλίσεις ζωής, μέχρι την 31.12.2005. Ελάχιστο εγγυητικό κεφάλαιο 4.500.000 ευρώ για τους κλάδους 10 μέχρι και 15, και για τις ασφαλίσεις ζωής μέχρι 31.12.2007 και 6.000.000 ευρώ για τους κλάδους ασφάλισης 10 μέχρι και 15 και τις ασφαλίσεις ζωής, μέχρι την 31.12.2008. Σε περίπτωση που οι ήδη λειτουργούσες επιχειρήσεις αιτούνται άδειες επέκτασης εργασιών, θα πρέπει να διαθέτουν ελάχιστο εγγυητικό κεφάλαιο όπως ορίζεται στις παραγράφους 2 και 3 του παρόντος άρθρου, καθώς και στην περίπτωση που το Υπουργείο Ανάπτυξης απαιτεί πρόγραμμα χρηματοοικονομικής ανάκαμψης της περίπτωσης α, της παραγράφου 3, του άρθρου 17γ, στο πλαίσιο της προληπτικής εποπτείας.
AΡΘΡΟ 12
1. Στο άρθρο 6α του Ν.Δ. 400/1970 όπως ισχύει, γίνονται οι εξής τροποποιήσεις:
i. Στην παράγραφο 10 περίπτωση β η φράση «17γ (παραγ. 3, 4 και 5)» αντικαθίσταται με την φράση «17γ (παραγρ. 4, 5 και 6)» και περίπτωση γ η φράση «17γ (παραγ. 6)» αντικαθίσταται με την φράση «17γ (παραγρ. 8)»
ii. Στην παράγραφο 11 περίπτωση α) η φράση «17α (παραγ. 9)» αντικαθίσταται με την φράση «17α (παράγραφος 11)», περίπτωση γ) η φράση «17γ (παραγ. 3, 4 και 5)» αντικαθίσταται με την φράση «17γ (παράγραφοι 4, 5 και 6)», περίπτωση δ) η φράση «17γ (παραγ. 6)» αντικαθίσταται με την φράση «17γ (παράγραφος 8)»,
iii. Στην παράγραφο 12 περίπτωση γ) η φράση «17γ (παραγ. 3, 4 και 5) αντικαθίσταται με την φράση «17γ (παράγραφοι 4, 5 και 6)
iv. Στην παράγραφο 13 περίπτωση β) υποπερίπτωση ii η φράση «17α [παρ. 4 (εδαφ. δ, σημείο ii) και 5]» αντικαθίσταται με την φράση «17α [παρ. 4 (εδαφ. δ, σημείο iii) και 5]»
2. Στο άρθρο 11 του Ν.Δ. 400/1970 όπως ισχύει, γίνονται οι εξής τροποποιήσεις:
Στο δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1 η φράση «17α παρ. 7 του παρόντος» αντικαθίσταται με την φράση «17α παρ. 8 του παρόντος».
3. Στο άρθρο 20 παράγραφο 2 σημείο Ζ η φράση «17γ (παραγ. 3, 4 και 5)» αντικαθίσταται με την φράση «17γ (παραγ. 3, 4, 5 και 6)».
4. Στο άρθρο 24α στην παράγραφο 1 η φράση «17γ (παρ. 3, 4 και 5)» αντικαθίσταται με την φράση «17γ (παρ. 3, 4, 5 και 6)» και στην παράγραφο 3 η φράση « 17 (παρ. 3, 4)» αντικαθίσταται με την φράση «17γ (παράγραφοι 4, 5 και 6)».
ΑΡΘΡΟ 13
Η ισχύς του παρόντος αρχίζει από της δημοσιεύσεώς του στη Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Στον Υφυπουργό Ανάπτυξης αναθέτουμε την δημοσίευση και την εκτέλεση του παρόντος Π.Δ/τος.