ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ
ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΤΕΥΧΟΣ ΠΡΩΤΟ Αρ. Φύλλου 209 30 Σεπτεμβρίου 2013
_____________________________________________________________
ΠΡΟΕΔΡΙΚΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΥΠ’ ΑΡΙΘΜ. 135
Προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας προς την Απόφαση − Πλαίσιο 2006/960/ΔΕΥ του Συμβουλίου της 18ης Δεκεμβρίου 2006 για την απλούστευση της ανταλλαγής πληροφοριών και στοιχείων μεταξύ των αρχών επιβολής του νόμου των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EE L 386/29.12.2006, σ. 89)
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ
ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Έχοντας υπόψη:
1. Τις διατάξεις: α) του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 1338/1983 «Εφαρμογή του Κοινοτικού Δικαίου» (Α΄ 34), όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 6 παρ. 1 του ν. 1440/1984 (Α΄ 70) και της παρ. 2 του ιδίου άρθρου, β) του άρθρου 3 του ν. 1338/1983, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 65 ν.1 892/1990 (Α΄ 101), γ) του άρθρου 4 του ν. 1338/1983, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 6 παρ. 4 του ν. 1440/1984 και τροποποιήθηκε με τα άρθρα 7 του ν. 1775/1988 (Α΄ 101), 31 του ν. 2076/1992 (Α΄ 130), 19 του ν. 2367/1995 (Α΄ 261), 22 του ν. 2789/2000 (Α΄ 21), 48 του ν. 3427/2005 (Α΄ 312) και 91 του ν. 3862/2010 (Α΄ 113).
2. Τις διατάξεις του άρθρου δευτέρου του ν. 2077/1992 «Κύρωση της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση και των σχετικών πρωτοκόλλων και δηλώσεων που περιλαμβάνονται στην Τελική πράξη» (Α΄ 136).
3. Τις διατάξεις του άρθρου δεύτερου του ν. 2691/1999 «Κύρωση της Συνθήκης του Άμστερνταμ που τροποποιεί τη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση, τις Συνθήκες περί ιδρύσεως των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και ορισμένες συναφείς πράξεις, καθώς και των σχετικών πρωτοκόλλων και των δηλώσεων που περιλαμβάνονται στην Τελική Πράξη» (Α΄ 47).
4. Τις διατάξεις του άρθρου δεύτερου του ν. 3671/2008 «Κύρωση της Συνθήκης της Λισσαβώνας που τροποποιεί τη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση, τη Συνθήκη περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και ορισμένες συναφείς πράξεις» (Α΄ 129).
5. Τις διατάξεις του άρθρου 11 παρ. 1 περ. α΄ και στ΄ του ν.1481/1984 «Οργανισμός Υπουργείου Δημόσιας Τάξης» (Α΄ 152), όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 1590/1986 (Α΄ 49).
6. Τις διατάξεις του άρθρου 28 παρ. 1 του ν. 2800/2000 «Αναδιάρθρωση Υπηρεσιών Υπουργείου Δημόσιας Τάξης, σύσταση Αρχηγείου Ελληνικής Αστυνομίας και άλλες διατάξεις» (Α΄ 41).
7. Τις διατάξεις του άρθρου 90 του Κώδικα Νομοθεσίας για την Κυβέρνηση και τα Κυβερνητικά Όργανα, που κωδικοποιήθηκε με το άρθρο πρώτο του π.δ. 63/2005 (Α΄ 98).
8. Τις διατάξεις των άρθρων 1 και 5 του π.δ. 85/2012 «Ίδρυση και μετονομασία Υπουργείων, μεταφορά και κατάργηση υπηρεσιών» (Α΄ 141), όπως τροποποιήθηκαν με το π.δ. 94/2012 (Α΄ 149), τα άρθρα 1 και 3 του π.δ. 98/2012 (Α΄ 160) και το άρθρο 1 του π.δ. 118/2013 (Α΄ 152).
9. Τις διατάξεις της υπ’ αριθ. 07927 ΕΞ από 19−9−2012 απόφασης του Πρωθυπουργού «Ανάθεση αρμοδιοτήτων στον Υφυπουργό Οικονομικών Γεώργιο Μαυραγάνη» (Β΄ 2574).
10. Το γεγονός ότι από τις διατάξεις του παρόντος διατάγματος δεν προκαλείται πρόσθετη δαπάνη σε βάρος του κρατικού προϋπολογισμού.
11. Την υπ’ αριθμ. 228/2013 γνωμοδότηση του Συμβουλίου της Επικρατείας, ύστερα από πρόταση του Υφυπουργού Οικονομικών και των Υπουργών Ανάπτυξης, και Ανταγωνιστικότητας, Δικαιοσύνης Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, Ναυτιλίας και Αιγαίου και Δημόσιας Τάξης και Προστασίας του Πολίτη,
αποφασίζουμε:
Άρθρο 1
Αντικείμενο και πεδίο εφαρμογής
1. Σκοπός του παρόντος προεδρικού διατάγματος είναι η θέσπιση κανόνων σύμφωνα με τους οποίους οι αρμόδιες εθνικές αρχές επιβολής του νόμου μπορούν να ανταλλάσσουν αποτελεσματικά και γρήγορα υφιστάμενες πληροφορίες και στοιχεία για τη διερεύνηση του εγκλήματος ή τη διεξαγωγή επιχειρήσεων συλλογής στοιχείων και πληροφοριών σχετικά με το έγκλημα, σε συμμόρφωση προς την Απόφαση−Πλαίσιο 2006/960/ΔΕΥ του Συμβουλίου της 18ης Δεκεμβρίου 2006 για την απλούστευση της ανταλλαγής πληροφοριών και στοιχείων μεταξύ των αρχών επιβολής του νόμου των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EE L 386 της 29.12.2006, σ. 89).
2. Οι διατάξεις του παρόντος δεν θίγουν διμερείς ή πολυμερείς συμφωνίες ή διακανονισμούς μεταξύ της Ελλάδας και των κρατών μελών ή τρίτων χωρών ούτε τη νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικά με την αμοιβαία δικαστική συνδρομή ή την αμοιβαία αναγνώριση των ποινικών αποφάσεων, περιλαμβανομένων των όρων που ενδεχομένως θέτουν οι τρίτες χώρες για τη χρήση των παρεχομένων πληροφοριών.
3. Οι διατάξεις του παρόντος καλύπτουν κάθε πληροφορία και στοιχείο κατά την έννοια της περίπτωσης δ΄ του άρθρου 2 και δεν υποχρεώνουν τις εθνικές αρχές επιβολής του νόμου να συγκεντρώνουν και να αποθηκεύουν πληροφορίες και στοιχεία για να τα δίνουν στις αρμόδιες αρχές επιβολής του νόμου των άλλων κρατών μελών.
4. Οι διατάξεις του παρόντος δεν υποχρεώνουν τις εθνικές αρχές επιβολής του νόμου να παρέχουν πληροφορίες και στοιχεία για να χρησιμοποιηθούν ως αποδεικτικά στοιχεία ενώπιον δικαστικής αρχής ούτε παρέχουν δικαίωμα χρήσης των εν λόγω πληροφοριών και στοιχείων για το σκοπό αυτό. Όταν οι εθνικές αρχές επιβολής του νόμου έχουν αποκτήσει πληροφορίες ή στοιχεία στο πλαίσιο του παρόντος και επιθυμούν να τις χρησιμοποιήσουν ως αποδεικτικά στοιχεία ενώπιον δικαστικής αρχής, πρέπει να εξασφαλίσουν τη συναίνεση του κράτους μέλους το οποίο παρέσχε τις πληροφορίες ή τα στοιχεία, όταν αυτό απαιτείται δυνάμει του δικαίου του κράτους μέλους που παρέσχε τις πληροφορίες ή τα στοιχεία, εφαρμόζοντας τη νομοθεσία περί δικαστικής συνεργασίας που ισχύει μεταξύ των κρατών μελών. Η συναίνεση αυτή δεν απαιτείται, όταν το κράτος μέλος προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση έχει ήδη δώσει τη συγκατάθεσή του για τη χρήση των πληροφοριών ή των στοιχείων ως αποδεικτικών στοιχείων κατά τη διαβίβασή τους.
5. Με τις διατάξεις του παρόντος δεν επιβάλλεται υποχρέωση λήψης πληροφοριών ή στοιχείων μέσω καταναγκαστικών μέτρων, όπως αυτά ορίζονται από τη διάταξη του άρθρου 253Α παρ. 1 περίπτ. ε΄ του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.
6. Οι εθνικές αρμόδιες αρχές επιβολής του νόμου παρέχουν, εφόσον επιτρέπεται από τις διατάξεις της ελληνικής νομοθεσίας και σύμφωνα με αυτές, πληροφορίες ή στοιχεία τα οποία προηγουμένως αποκτήθηκαν δια καταναγκασμού.
7. Το παρόν διάταγμα δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την τροποποίηση της υποχρέωσης σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων και των θεμελιωδών νομικών αρχών, όπως διατυπώνονται στο άρθρο 6 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, οποιεσδήποτε δε σχετικές υποχρεώσεις των αρχών επιβολής του νόμου παραμένουν αμετάβλητες.
Άρθρο 2
Ορισμοί
Για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος προεδρικού διατάγματος:
α. Ως «αρμόδια αρχή επιβολής του νόμου» νοείται η Ελληνική Αστυνομία, το Λιμενικό Σώμα − Ελληνική Ακτοφυλακή, το Πυροσβεστικό Σώμα, το Σώμα Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος και οι Τελωνειακές Αρχές, που έχουν δηλωθεί στη Γενική Γραμματεία του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και κάθε άλλη αρχή στην οποία ανατίθεται ο εντοπισμός, η πρόληψη και η διερεύνηση αξιόποινων πράξεων ή εγκληματικών δραστηριοτήτων και η άσκηση εξουσίας λήψης καταναγκαστικών μέρων στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων αυτών. Εξαιρούνται οι υπηρεσίες που ασχολούνται ειδικά με θέματα εθνικής ασφάλειας.
β. Ως «διερεύνηση του εγκλήματος» νοείται το στάδιο της διαδικασίας κατά το οποίο οι αρμόδιες αρχές επιβολής του νόμου ή οι δικαστικές ή εισαγγελικές αρχές, λαμβάνουν μέτρα για να διαπιστώσουν την τέλεση μιας ή περισσότερων αξιόποινων πράξεων, τις περιστάσεις υπό τις οποίες αυτές τελέστηκαν και να εντοπίσουν τους πιθανούς δράστες.
γ. Ως «επιχείρηση συλλογής μυστικών πληροφοριών σχετικά με έγκλημα» νοείται το στάδιο της διαδικασίας, το οποίο δεν έχει φθάσει ακόμη στο στάδιο της διερεύνησης του εγκλήματος, εντός του οποίου οι αρμόδιες αρχές επιβολής του νόμου έχουν την αρμοδιότητα να συλλέγουν, να επεξεργάζονται και να αναλύουν πληροφορίες σχετικά με συγκεκριμένο έγκλημα ή εγκληματικές πράξεις προκειμένου να διαπιστωθεί αν έχουν διαπραχθεί ή ενδέχεται να διαπραχθούν στο μέλλον.
δ. Ως «πληροφορίες και στοιχεία» νοούνται :
αα) κάθε είδους πληροφορίες ή δεδομένα που κατέχονται από τις αρμόδιες αρχές επιβολής του νόμου,
ββ) κάθε είδους πληροφορίες ή δεδομένα που κατέχονται από δημόσιες αρχές ή από ιδιώτες και στις οποίες έχουν πρόσβαση οι αρμόδιες αρχές επιβολής του νόμου, χωρίς αυτές να έχουν ληφθεί κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 253Α παρ. 1 περίπτ. ε΄ του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.
ε. Ως «εγκλήματα» νοούνται τα εξής :
αα) εγκληματική οργάνωση,
ββ) τρομοκρατικές πράξεις,
γγ) εμπορία ανθρώπων και σωματεμπορία,
δδ) προσβολές κατά της γενετήσιας ελευθερίας και εκμετάλλευση της γενετήσιας ζωής ανηλίκων, πορνογραφία ανηλίκων,
εε) παράνομη εμπορία και διακίνηση ναρκωτικών και ψυχοτρόπων ουσιών,
στστ) παράνομη εμπορία και διακίνηση όπλων, πυρομαχικών και εκρηκτικών,
ζζ) εγκλήματα διαφθοράς και δωροδοκίας,
ηη) εγκλήματα σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ν.2803/2000, Α΄48),
θθ) νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες,
ιι) εγκλήματα σχετικά με το νόμισμα περιλαμβανομένου του ευρώ,
ιαια) εγκλήματα σχετικά με ηλεκτρονικούς υπολογιστές,
ιβιβ) εγκλήματα κατά του περιβάλλοντος, περιλαμβανομένου του παράνομου εμπορίου απειλούμενων ζωικών ειδών και του παράνομου εμπορίου απειλούμενων φυτικών ειδών και φυτικών ποικιλιών,
ιγιγ) παροχή βοήθειας για παράνομη είσοδο και διαμονή στη χώρα,
ιδιδ) ανθρωποκτονία με πρόθεση, βαριά σωματική βλάβη,
ιειε) παράνομο εμπόριο ανθρωπίνων οργάνων και ιστών,
ιστιστ) απαγωγή, παράνομη κατακράτηση, αρπαγή και ομηρία,
ιζ ιζ) ρατσισμός και ξενοφοβία,
ιηιη) οργανωμένες ή ένοπλες ληστείες και κλοπές,
ιθιθ) παράνομη εμπορία πολιτιστικών αγαθών, περιλαμβανομένων των αρχαιοτήτων και των έργων τέχνης,
κκ) απάτη,
κακα) εκβίαση,
κβκβ) παράνομη απομίμηση και πειρατεία προϊόντων,
κγκγ) πλαστογραφία δημοσίων εγγράφων και εμπορία πλαστών εγγράφων,
κδκδ) πλαστογραφία μέσων πληρωμής,
κεκε) λαθρεμπορία ορμονικών ουσιών και άλλων αυξητικών παραγόντων,
κστκστ) λαθρεμπορία πυρηνικών και ραδιενεργών ουσιών,
κζκζ) εμπορία κλεμμένων οχημάτων,
κηκη) βιασμός,
κθκθ) εμπρησμός με πρόθεση,
λλ) εγκλήματα που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου,
λαλα) αεροπειρατεία και πειρατεία,
λβλβ) δολιοφθορά.
Άρθρο 3
Παροχή πληροφοριών και στοιχείων
1. Οι αρμόδιες αρχές επιβολής του νόμου δύνανται, κατόπιν υποβολής σχετικού αιτήματος, να ανταλλάσσουν πληροφορίες και στοιχεία κατά τη διερεύνηση του εγκλήματος ή κατά την επιχείρηση συλλογής πληροφοριών και στοιχείων σχετικά με το έγκλημα αυτό.
2. Για την παροχή πληροφοριών και στοιχείων σε αρμόδιες αρχές επιβολής του νόμου άλλων κρατών−μελών εφαρμόζονται οι διατάξεις που διέπουν τη διαβίβαση των ιδίων πληροφοριών και στοιχείων στις αντίστοιχες εθνικές αρχές επιβολής του νόμου. Ειδικότερα, οι αρμόδιες αρχές επιβολής του νόμου δεν εξαρτούν από δικαστική συμφωνία ή άδεια την ανταλλαγή, μεταξύ αυτών και της αρμόδιας αρχής επιβολής του νόμου άλλου κράτους μέλους, πληροφοριών ή στοιχείων στα οποία, κατά τη διεξαγωγή αντίστοιχης εσωτερικής διαδικασίας, η αρμόδια αρχή επιβολής του νόμου στην οποία απευθύνεται η αίτηση παροχής πληροφοριών μπορεί να έχει πρόσβαση χωρίς δικαστική συμφωνία ή άδεια.
3. Όταν, σύμφωνα με τις διατάξεις της ελληνικής νομοθεσίας, η αρμόδια αρχή επιβολής του νόμου προς την οποία απευθύνεται η αίτηση μπορεί να έχει πρόσβαση στις ζητούμενες πληροφορίες ή στοιχεία μόνο με συμφωνία ή άδεια δικαστικής ή εισαγγελικής αρχής, η εν λόγω αρμόδια αρχή οφείλει να ζητήσει από την αρμόδια δικαστική ή εισαγγελική αρχή συμφωνία ή άδεια πρόσβασης στις οικείες πληροφορίες και άδεια ανταλλαγής τους. Όταν λαμβάνει την απόφασή της, η αρμόδια δικαστική ή εισαγγελική αρχή εφαρμόζει τους αυτούς κανόνες που θα ίσχυαν, με την επιφύλαξη του άρθρου 10 παρ.1 και 2, σε μια καθαρά εσωτερική υπόθεση.
4. Πληροφορίες και στοιχεία που έχουν ληφθεί από αρχές άλλου κράτους−μέλους ή τρίτης χώρας και υπόκεινται στον κανόνα της ειδικότητας, μπορούν, κατόπιν σχετικής αίτησης, να διαβιβασθούν στις αρμόδιες αρχές επιβολής του νόμου άλλου κράτους−μέλους, εφόσον συγκατατίθεται το κράτος− μέλος ή η τρίτη χώρα που παρείχε τις πληροφορίες ή τα στοιχεία.
Άρθρο 4
Προθεσμίες παροχής πληροφοριών και στοιχείων
1. Οι αρμόδιες αρχές επιβολής του νόμου έχουν την υποχρέωση να απαντούν εντός 8 ωρών το πολύ σε επείγουσες αιτήσεις παροχής πληροφοριών και στοιχείων, οι οποίες αφορούν τις αξιόποινες πράξεις που προβλέπονται στην περίπτωση ε΄ του άρθρου 2, όταν οι ζητούμενες πληροφορίες και τα στοιχεία τηρούνται σε βάση δεδομένων στην οποία έχουν άμεση πρόσβαση οι αρχές επιβολής του νόμου.
2. Εάν η αρμόδια αρχή επιβολής του νόμου προς την οποία απευθύνεται η αίτηση δεν είναι σε θέση να απαντήσει εντός 8 ωρών, εκθέτει τους σχετικούς λόγους προς την αιτούσα αρχή. Η αρμόδια αρχή επιβολής του νόμου δικαιούται να αναβάλει την παροχή πληροφοριών και στοιχείων όταν η παροχή τους εντός 8 ωρών θα προκαλούσε δυσανάλογη επιβάρυνση. Στην περίπτωση αυτή, ενημερώνεται αμέσως η αιτούσα αρχή επιβολής του νόμου για την αναβολή και παρέχονται οι αιτούμενες πληροφορίες ή στοιχεία το συντομότερο δυνατόν, αλλά το αργότερο εντός τριών ημερών.
3. Η αρμόδια αρχή επιβολής του νόμου μεριμνά ώστε οι μη επείγουσες αιτήσεις παροχής πληροφοριών και στοιχείων, που αφορούν τις αξιόποινες πράξεις της περίπτ. ε΄ του άρθρου 2 να λαμβάνουν απάντηση εντός εβδομάδος, εάν οι ζητούμενες πληροφορίες και στοιχεία τηρούνται σε βάση δεδομένων στην οποία οι αρχές επιβολής του νόμου έχουν άμεση πρόσβαση.
Εάν η αρμόδια αρχή επιβολής του νόμου δεν είναι σε θέση να απαντήσει εντός εβδομάδος, εκθέτει τους σχετικούς λόγους προς την αιτούσα αρχή, με τη βοήθεια του εντύπου που περιλαμβάνεται στο Παράρτημα Α του άρθρου 12.
4. Σε κάθε άλλη περίπτωση, οι αρμόδιες αρχές εξασφαλίζουν ότι οι ζητούμενες πληροφορίες και τα στοιχεία διαβιβάζονται στην αιτούσα αρμόδια αρχή επιβολής του νόμου εντός 14 ημερών. Εάν η αρμόδια αρχή δεν είναι σε θέση να απαντήσει εντός 14 ημερών, εκθέτει τους σχετικούς λόγους προς την αιτούσα αρχή, με τη βοήθεια του εντύπου που περιλαμβάνεται στο Παράρτημα Α του άρθρου 12.
Άρθρο 5
Αιτήσεις παροχής πληροφοριών και στοιχείων
1. Πληροφορίες και στοιχεία είναι δυνατόν να ζητηθούν για την εξακρίβωση, την πρόληψη ή τη διερεύνηση αδικήματος εφόσον θεωρείται βάσει αντικειμενικών λόγων ότι άλλα κράτη διαθέτουν σχετικές πληροφορίες και στοιχεία. Η αίτηση εκθέτει τους λόγους αυτούς και εξηγεί το σκοπό για τον οποίο ζητούνται οι εν λόγω πληροφορίες και στοιχεία και τη σχέση μεταξύ του σκοπού και του προσώπου το οποίο αφορούν οι πληροφορίες και τα στοιχεία.
2. Η αιτούσα αρμόδια αρχή επιβολής του νόμου αποφεύγει να ζητεί περισσότερες πληροφορίες ή στοιχεία από τα απαιτούμενα για το σκοπό της αίτησης ή να τάσσει συντομότερες προθεσμίες.
3. Οι αιτήσεις παροχής πληροφοριών ή στοιχείων περιέχουν τουλάχιστον τις πληροφορίες που περιλαμβάνονται στο Παράρτημα Β του άρθρου 12.
Άρθρο 6
Δίαυλοι επικοινωνίας και γλώσσα
1. Η ανταλλαγή πληροφοριών και στοιχείων μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης δυνάμει του παρόντος διεξάγεται μέσω του 3ου Τμήματος SIRENE της Διεύθυνσης Διεθνούς Αστυνομικής Συνεργασίας του Αρχηγείου της Ελληνικής Αστυνομίας. Για αδικήματα που εμπίπτουν στον Τελωνειακό Κώδικα, ως σημείο επαφής ορίζεται η 33η Διεύθυνση Ελέγχου Τελωνείων της Γενικής Διεύθυνσης Τελωνείων και Ειδικών Φόρων Κατανάλωσης του Υπουργείου Οικονομικών. Η γλώσσα που χρησιμοποιείται για την ανταλλαγή πληροφοριών και στοιχείων με τα άλλα κράτη μέλη είναι η αγγλική.
Οι ως άνω Διευθύνσεις επικοινωνούν απευθείας με κάθε αρμόδια εθνική αρχή επιβολής του νόμου, συλλέγουν και επεξεργάζονται κάθε αναγκαία πληροφορία και στοιχείο στο πλαίσιο της εφαρμογής του παρόντος διατάγματος.
2. Οι πληροφορίες ή τα στοιχεία ανταλλάσσονται επίσης με την Ευρωπόλ σύμφωνα με τον ν. 2605/1998 «Κύρωση της Σύμβασης για την ίδρυση Ευρωπαϊκής Αστυνομικής Υπηρεσίας (Σύμβαση EUROPOL) δυνάμει του άρθρου Κ.3 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση» (Α΄ 88) και την Eurojust, σύμφωνα με την απόφαση 2002/187/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 28ης Φεβρουαρίου 2002 «σχετικά με τη σύσταση της Eurojust προκειμένου να ενισχυθεί η καταπολέμηση των σοβαρών μορφών εγκλήματος» και τον ν. 3663/2008 «Ευρωπαϊκή Μονάδα Δικαστικής Συνεργασίας (EUROJUST), Κοινές Ομάδες Έρευνας και λοιπές διατάξεις» (Α΄ 99), εφόσον η ανταλλαγή αφορά αξιόποινη πράξη ή εγκληματική δραστηριότητα που εμπίπτει στην εντολή τους.
Άρθρο 7
Αυθόρμητη ανταλλαγή πληροφοριών και στοιχείων
1. Με την επιφύλαξη του άρθρου 10, οι αρμόδιες αρχές επιβολής του νόμου παρέχουν πληροφορίες και στοιχεία στις αρμόδιες αρχές επιβολής του νόμου άλλων ενδιαφερόμενων κρατών μελών, χωρίς προηγούμενη αίτηση, εφόσον θεωρείται βάσει αντικειμενικών λόγων ότι οι εν λόγω πληροφορίες και τα στοιχεία θα μπορούσαν να διευκολύνουν την εξακρίβωση, την πρόληψη ή τη διερεύνηση αξιόποινων πράξεων που περιέχονται στη περίπτωση ε΄ του άρθρου 2. Η αυθόρμητη ανταλλαγή πραγματοποιείται σύμφωνα με τις διατάξεις της ελληνικής νομοθεσίας.
2. Οι παρεχόμενες σύμφωνα με την παρ. 1 πληροφορίες και στοιχεία περιορίζονται στα στοιχεία που θεωρούνται σχετικά και αναγκαία για την επιτυχή εξακρίβωση, την πρόληψη ή τη διερεύνηση του συγκεκριμένου εγκλήματος ή της εγκληματικής πράξης.
Άρθρο 8
Προστασία των δεδομένων
1. Η ανταλλαγή και η χρήση πληροφοριών και στοιχείων δυνάμει του παρόντος προεδρικού διατάγματος διεξάγεται υπό τους όρους και τις προϋποθέσεις που προβλέπονται από τις διατάξεις του ν.2472/1997 «Προστασία του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα» (Α΄ 50).
2. Οι εθνικές αρμόδιες αρχές επιβολής του νόμου χρησιμοποιούν τις πληροφορίες και τα στοιχεία που λαμβάνουν, αποκλειστικά για τους σκοπούς για τους οποίους έχουν παρασχεθεί ή για την αποτροπή άμεσης και σοβαρής απειλής κατά της δημόσιας ασφάλειας. Η επεξεργασία των πληροφοριών και στοιχείων για άλλους σκοπούς επιτρέπεται μόνο κατόπιν αδείας του κράτους μέλους που τα διαβίβασε, όταν η άδεια αυτή επιτρέπεται από τη νομοθεσία του, και υπό τις προϋποθέσεις της ελληνικής νομοθεσίας.
3. Η εθνική αρμόδια αρχή επιβολής του νόμου μπορεί, σύμφωνα με τις διατάξεις της ελληνικής νομοθεσίας, να θέτει στην αρμόδια αρχή επιβολής του νόμου άλλων κρατών μελών, όρους ως προς τη χρήση των πληροφοριών και των στοιχείων που παρέχει. Όροι είναι δυνατόν να τεθούν και ως προς τη γνωστοποίηση των αποτελεσμάτων της διερεύνησης του εγκλήματος ή της επιχείρησης συλλογής πληροφοριών και στοιχείων σχετικά με το έγκλημα, στο πλαίσιο των οποίων έλαβε χώρα η ανταλλαγή πληροφοριών και στοιχείων.
4. Η εθνική αρμόδια αρχή επιβολής του νόμου προς την οποία διαβιβάζονται πληροφορίες δεσμεύεται από τους όρους που θέτει η αρμόδια αρχή επιβολής του νόμου άλλου κράτους−μέλους. Διατηρούνται σε ισχύ ειδικές διατάξεις της ελληνικής νομοθεσίας που αίρουν τους περιορισμούς στη χρήση των πληροφοριών αυτών για τις δικαστικές ή εισαγγελικές αρχές, τη Βουλή ή άλλες ανεξάρτητες διοικητικές αρχές, εφόσον αυτές έχουν αναλάβει την ευθύνη της εποπτείας των αρμόδιων αρχών επιβολής του νόμου. Στις περιπτώσεις αυτές, οι πληροφορίες και τα στοιχεία χρησιμοποιούνται μόνο κατόπιν διαβουλεύσεων με το κράτος−μέλος που διαβίβασε τα ως άνω στοιχεία, και αφού ληφθούν υπόψη τα συμφέροντα και οι απόψεις του κράτους αυτού στο μέγιστο δυνατό βαθμό. Οι αρμόδιες αρχές επιβολής του νόμου προς τις οποίες διαβιβάζονται οι πληροφορίες, παρέχουν τις πληροφορίες για την χρήση και την περαιτέρω επεξεργασία των πληροφοριών και στοιχείων που διαβιβάστηκαν, εφόσον τούτο ζητηθεί από το κράτος μέλος που τις διαβίβασε.
Άρθρο 9
Εμπιστευτικότητα
Οι αρμόδιες αρχές επιβολής του νόμου οφείλουν να λαμβάνουν υπόψη τους, σε κάθε περίπτωση ανταλλαγής πληροφοριών ή στοιχείων, τη μυστικότητα της ποινικής προδικασίας και για το λόγο αυτό, εγγυώνται την εμπιστευτικότητα όλων των παρεχομένων πληροφοριών και στοιχείων.
Άρθρο 10
Λόγοι μη παροχής πληροφοριών ή στοιχείων
1. Με την επιφύλαξη της παρ. 2 του άρθρου 3, η αρμόδια αρχή επιβολής του νόμου μπορεί να αρνηθεί να παράσχει πληροφορίες ή στοιχεία μόνο εφόσον πιθανολογείται βάσει αντικειμενικών λόγων, ότι η παροχή τους:
α. θα έβλαπτε ουσιώδη συμφέροντα εθνικής ασφάλειας του κράτους ή
β. θα έθετε σε κίνδυνο την επιτυχία διεξαγόμενης έρευνας ή επιχείρησης συλλογής πληροφοριών ή στοιχείων σχετικά με έγκλημα, ή την ασφάλεια προσώπων ή
γ. είναι σαφώς δυσανάλογη ή άσχετη με τους σκοπούς για τους οποίους ζητήθηκε.
2. Όταν η αίτηση αφορά αξιόποινη πράξη που τιμωρείται με ποινή φυλάκισης διάρκειας μέχρι ενός έτους, η αρμόδια αρχή επιβολής του νόμου μπορεί να αρνηθεί να παράσχει τις πληροφορίες ή τα στοιχεία που ζητούνται.
3. Η αρμόδια αρχή επιβολής του νόμου αρνείται να παράσχει πληροφορίες ή στοιχεία εάν η αρμόδια δικαστική ή εισαγγελική αρχή, όπου αυτό απαιτείται σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παρ. 3 του άρθρου 3, δεν έχει επιτρέψει την πρόσβαση στις ζητούμενες πληροφορίες και την ανταλλαγή τους.
Άρθρο 11
Σχέση με διεθνείς συμβάσεις
Ισχύουσες διμερείς ή πολυμερείς συμφωνίες ή διακανονισμοί δεν θίγονται, εφόσον υπερβαίνουν τους σκοπούς του παρόντος προεδρικού διατάγματος και συμβάλλουν στην απλούστευση ή περαιτέρω διευκόλυνση των διαδικασιών ανταλλαγής πληροφοριών και στοιχείων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του.
Άρθρο 12
Άρθρο 13
Έναρξη ισχύος
Η ισχύς του παρόντος διατάγματος αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Στον Υπουργό Δημόσιας Τάξης και Προστασίας του Πολίτη αναθέτουμε τη δημοσίευση και εκτέλεση του παρόντος διατάγματος.-
Αθήνα, 26 Σεπτεμβρίου 2013
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΚΑΡΟΛΟΣ ΓΡ. ΠΑΠΟΥΛΙΑΣ
ΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟΙ
ΥΦΥΠΟΥΡΓΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΑΥΡΑΓΑΝΗΣ | ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΧΑΤΖΗΔΑΚΗΣ |
ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ, ΔΙΑΦΑΝΕΙΑΣ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ | ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΗΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ ΝΙΚΟΛΑΟΣ − ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΔΕΝΔΙΑΣ |
ΝΑΥΤΙΛΙΑΣ ΚΑΙ ΑΙΓΑΙΟΥ
ΜΙΛΤΙΑΔΗΣ ΒΑΡΒΙΤΣΙΩΤΗΣ