Δευτέρα 26 Αυγούστου 2024
Η εφορία επανεξετάζει χρέη που είχαν κηρυχτεί ανεπίδεκτα είσπραξης
Στο μικροσκόπιο οφειλές που συμπληρώνουν δεκαετία από τότε που τέθηκαν στο «αρχείο»
Γιώργος Παλαιτσάκης • gpalaitsakis@naftemporiki.gr
Στην επανεξέταση υποθέσεων χιλιάδων φορολογουμένων με ληξιπρόθεσμες οφειλές προς το Δημόσιο άνω του 1.500.000 ευρώ, οι οποίες χαρακτηρίστηκαν «ανεπίδεκτες είσπραξης» πριν από 9-10 έτη, θα προχωρήσει η Επιχειρησιακή Μονάδα Είσπραξης (ΕΜΕΙΣ) της ΑΑΔΕ.
Η επανεξέταση θα αφορά, συγκεκριμένα, ληξιπρόθεσμες οφειλές προς τη φορολογική διοίκηση, συνολικού ύψους 2,5 δισ. ευρώ περίπου, που χαρακτηρίστηκαν «ανεπίδεκτες είσπραξης» κατά τα έτη 2013, 2014 και 2015 και θα έχει στόχο να διαπιστωθεί εάν τελικά υπάρχει δυνατότητα είσπραξης ενός τμήματος ή και ολοκλήρου του ποσού αυτού.
Για τις οφειλές αυτές έχει συμπληρωθεί πρόσφατα ή αναμένεται να συμπληρωθεί σύντομα δεκαετία από τον χαρακτηρισμό τους ως «ανεπίδεκτων είσπραξης» και ως εκ τούτου έχουν ήδη παύσει ή θα παύσουν σύντομα να ισχύουν ορισμένες από τις έννομες συνέπειες που συνεπάγεται αυτός ο χαρακτηρισμός και οι οποίες είναι:
α) αναστολή της παραγραφής της οφειλής,
β) μη χορήγηση στον οφειλέτη και σε όλα τα συνυπόχρεα πρόσωπα αποδεικτικού φορολογικής ενημερότητας για οποιαδήποτε αιτία,
γ) μη χορήγηση στον οφειλέτη και σε όλα τα συνυπόχρεα πρόσωπα άλλου, προβλεπόμενου από τον νόμο πιστοποιητικού για μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων, εκτός αν πρόκειται για εκποίηση περιουσιακών στοιχείων, το προϊόν των οποίων θα διατεθεί για τον ίδιο σκοπό,
δ) δέσμευση του συνόλου των τραπεζικών και επενδυτικών λογαριασμών και του περιεχομένου των θυρίδων σε τράπεζες ή άλλα πιστωτικά ιδρύματα των παραπάνω προσώπων.
Δηλαδή, λόγω της ήδη συντελεσθείσας ή της επικείμενης άρσης των παραπάνω συνεπειών, για τις οφειλές αυτές:
• έχει αρχίσει ξανά ή σύντομα θα αρχίσει ξανά να «μετρά» ο χρόνος παραγραφής,
• οι οφειλέτες δικαιούνται πλέον ή σύντομα θα δικαιούνται να λαμβάνουν αποδεικτικά φορολογικής ενημερότητας ή άλλα απαιτούμενα πιστοποιητικά για μεταβιβάσεις τυχόν νέων περιουσιακών στοιχείων που απέκτησαν εν αγνοία της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ),
• οι οφειλέτες μπορούν ήδη πλέον ή σύντομα θα μπορούν να έχουν πρόσβαση στους τραπεζικούς και επενδυτικούς τους λογαριασμούς, καθώς και στο περιεχόμενο των θυρίδων σε τράπεζες ή άλλα πιστωτικά ιδρύματα.
Δυνατότητα εξόφλησης
Οι υπηρεσίες της ΕΜΕΙΣ θα εξετάσουν, λοιπόν, στις συγκεκριμένες υποθέσεις, εάν υπάρχουν ή αποκτήθηκαν από τους οφειλέτες των εν λόγω «ανεπίδεκτων είσπραξης» ποσών ή από τα συνυπόχρεα πρόσωπα περιουσιακά στοιχεία που καθιστούν, τελικά, δυνατή τη μερική ή ολική εξόφληση των οφειλών τους.
Σε κάθε περίπτωση κατά την οποία η απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι καταφατική, τα ποσά των οφειλών θα χαρακτηριστούν ξανά ως «εισπράξιμα» και θα ληφθούν άμεσα κατά των οφειλετών και των συνυπόχρεων προσώπων όλα τα προβλεπόμενα μέτρα αναγκαστικής είσπραξης, όπως είναι οι κατασχέσεις και οι πλειστηριασμοί των περιουσιακών στοιχείων που θα διαπιστωθεί ότι είχαν ήδη ή απέκτησαν εκ των υστέρων.
Παράλληλα, θα ληφθούν και διασφαλιστικά μέτρα των συμφερόντων του Δημοσίου με επαναδέσμευση των τραπεζικών και επενδυτικών τους λογαριασμών και του περιεχομένου των θυρίδων τους στις τράπεζες. Ο επαναχαρακτηρισμός των οφειλών αυτών ως «εισπράξιμων» θα αποφασιστεί από τον διοικητή της ΑΑΔΕ, κατόπιν θετικής εισήγησης της ΕΜΕΙΣ.
Σημειώνεται ότι, σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία που έχει δημοσιοποιήσει η ΑΑΔΕ, από το ποσό των 107,187 δισ. ευρώ που είναι το σύνολο των ληξιπρόθεσμων οφειλών προς τη φορολογική διοίκηση, οφειλές ύψους 26,326 δισ. ευρώ, που αντιστοιχούν σε ποσοστό 24,56% του συνόλου, έχουν χαρακτηριστεί ανεπίδεκτες είσπραξης.
Υπενθυμίζεται, εξάλλου, ότι, σύμφωνα με τη σχετική απόφαση του διοικητή της ΑΑΔΕ Γιώργου Πιτσιλή (υπ’ αριθμ. Α.1232/2021):
1. Ως «ανεπίδεκτες είσπραξης» χαρακτηρίζονται οι ληξιπρόθεσμες οφειλές προς τη φορολογική διοίκηση, εφόσον γι’ αυτές ισχύουν σωρευτικά τα εξής κριτήρια: α) Έχουν ολοκληρωθεί οι έρευνες με βάση τα εκάστοτε πρόσφορα διαθέσιμα ηλεκτρονικά μέσα της φορολογικής διοίκησης και από τις έρευνες αυτές δεν διαπιστώθηκε η ύπαρξη περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη και των συνυπόχρεων προσώπων ή διαπιστώθηκε η καθ’ οιονδήποτε τρόπο εκποίηση των περιουσιακών τους στοιχείων που δεν υπόκεινται σε ακύρωση ή σε διάρρηξη κατά τα άρθρα 939 και επόμενα του Αστικού Κώδικα και ειδικότερα διαπιστώθηκε η ολοκλήρωση της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης επί κινητών, ακινήτων ή απαιτήσεων κατά των ανωτέρω ευθυνόμενων προσώπων με επίσπευση του Δημοσίου ή τρίτων ή από τον εκκαθαριστή στο πλαίσιο της διαδικασίας εκκαθάρισης και η παύση των εργασιών της πτώχευσης, εφόσον έχει λάβει χώρα κήρυξη των ευθυνόμενων προσώπων σε πτώχευση, η οποία δεν έχει περατωθεί. Η εκμίσθωση τραπεζικής θυρίδας από οφειλέτη ή συνυπόχρεο πρόσωπο δεν κωλύει τον χαρακτηρισμό των οφειλών ως ανεπίδεκτων είσπραξης, ακόμα και πριν λάβει χώρα η διάρρηξη αυτής, εφόσον έχει ήδη επιβληθεί κατάσχεση στα χέρια τρίτου. β) Έχει υποβληθεί αίτηση ποινικής δίωξης κατά τις διατάξεις του άρθρου 25 του ν. 1882/1990 σε όσες περιπτώσεις συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις ή δεν είναι δυνατή η υποβολή αυτής. γ) Έχει πραγματοποιηθεί έλεγχος από ειδικά οριζόμενο ελεγκτή της αρμόδιας υπηρεσίας της ΑΑΔΕ, ο οποίος πιστοποιεί, με βάση ειδικά αιτιολογημένη έκθεση ελέγχου, ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις των περ. (α) και (β) και είναι αντικειμενικά αδύνατη η είσπραξη των οφειλών.
2. Επίσης, παρά την ύπαρξη περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη ή του συνυπόχρεου προσώπου, χαρακτηρίζονται ως «ανεπίδεκτες είσπραξης» και οι ληξιπρόθεσμες οφειλές φορολογούμενου, αν για τα υφιστάμενα περιουσιακά στοιχεία συντρέχουν σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις: α) Η συνολική αξία της κυριότητας και των λοιπών εμπράγματων δικαιωμάτων επί ακινήτων του οφειλέτη και των συνυπόχρεων προσώπων είναι ιδιαίτερα μικρής αξίας σε σχέση με τη συνολική βασική ληξιπρόθεσμη οφειλή, δεν υπερβαίνει το 5% του ύψους της οφειλής και σε κάθε περίπτωση το ποσό των 100.000 ευρώ, όπως η αξία αυτή προκύπτει, κατά σειρά, από εκτίμηση πιστοποιημένου εκτιμητή, όπου υπάρχει, ή από το ποσό του αθροίσματος της φορολογητέας αξίας των δικαιωμάτων αυτών για τον υπολογισμό του ΕΝΦΙΑ, όπως αυτό προκύπτει από την τελευταία συντεθείσα πράξη προσδιορισμού φόρου, ή από την έκθεση κατάσχεσης. Αν συντρέχουν οι λοιπές προϋποθέσεις του προηγούμενου εδαφίου, αλλά η συνολική αξία της κυριότητας και των λοιπών εμπράγματων δικαιωμάτων επί ακινήτων του οφειλέτη και των συνυπόχρεων προσώπων υπερβαίνει το ποσό των 100.000 ευρώ, ως ανεπίδεκτη είσπραξης χαρακτηρίζεται η οφειλή που απομένει μετά την αφαίρεση του διπλάσιου ποσού της αξίας αυτών. Για την εφαρμογή του προηγούμενου εδαφίου, ο χαρακτηρισμός οφειλών ως ανεπίδεκτων είσπραξης γίνεται κατά σειρά παλαιότητας, από την παλαιότερη οφειλή προς τη νεότερη, με κριτήριο τον χρόνο καταχώρισης της οφειλής στα βιβλία εισπρακτέων εσόδων. β) Η συνολική αξία της κινητής περιουσίας του οφειλέτη και των συνυπόχρεων προσώπων είναι ιδιαίτερα μικρής αξίας σε σχέση με το ύψος της συνολικής βασικής ληξιπρόθεσμης οφειλής και δεν υπερβαίνει το ποσό των 30.000 ευρώ, όπως η αξία αυτή προκύπτει, κατά σειρά, από εκτίμηση πιστοποιημένου εκτιμητή ή από την έκθεση κατάσχεσης.
3. Κατά παρέκκλιση από τα παραπάνω οριζόμενα, ως «ανεπίδεκτες είσπραξης» χαρακτηρίζονται οφειλές και στις ακόλουθες περιπτώσεις:
α) Αν έχει παρέλθει χρονικό διάστημα τουλάχιστον δέκα ετών από την υπαγωγή της επιχείρησης του οφειλέτη, φυσικού ή νομικού προσώπου, σε διαδικασία ειδικής εκκαθάρισης ή από τη λύση του νομικού προσώπου και η τρέχουσα συνολική αξία του ενεργητικού της υπό εκκαθάριση περιουσίας και της περιουσίας των συνυπόχρεων προσώπων είναι ιδιαίτερα μικρής αξίας σε σχέση με τη συνολική βασική ληξιπρόθεσμη οφειλή, η οποία δεν υπερβαίνει το 5% του ύψους της οφειλής και σε κάθε περίπτωση το ποσό 100.000 ευρώ. Αν συντρέχουν οι λοιπές προϋποθέσεις του προηγούμενου εδαφίου, αλλά η τρέχουσα συνολική αξία του ενεργητικού της υπό εκκαθάριση περιουσίας και της περιουσίας των συνυπόχρεων προσώπων υπερβαίνει το ποσό των 100.000 ευρώ, ως «ανεπίδεκτη είσπραξης» χαρακτηρίζεται η οφειλή που απομένει μετά την αφαίρεση του διπλάσιου ποσού της αξίας αυτών. Οι διατάξεις της παρούσας περίπτωσης εφαρμόζονται μόνο για οφειλές που γεννήθηκαν ή ανάγονται σε χρόνο έως την έναρξη της διαδικασίας εκκαθάρισης, ανεξαρτήτως του χρόνου βεβαίωσής τους, και έχουν αναγγελθεί σε αυτή. β) Αν ο οφειλέτης ή συνυπόχρεο πρόσωπο απεβίωσε χωρίς να καταλείπει οποιοδήποτε περιουσιακό στοιχείο και ο επιζών σύζυγος ή μέρος συμφώνου συμβίωσης, τα τέκνα του οφειλέτη, καθώς και οι εκ διαθήκης κληρονόμοι αυτού αποποιήθηκαν την επαχθείσα κληρονομιά. Στην περίπτωση αυτή, για τον χαρακτηρισμό οφειλής ως «ανεπίδεκτης είσπραξης», δεν απαιτείται έρευνα και επίσπευση της διαδικασίας είσπραξης σε βάρος των λοιπών κληρονόμων του αποβιώσαντος.
Πηγή: https://www.naftemporiki.gr/